Κινδυνεύεις ἀληθῆ, ἔφην ἐγώ, λέγειν.
Καὶ λέγεται μέν γέ τις, ἔφη, λόγος, ὡς οἳ ἂν τὸ ἥμισυ [205e] ἑαυτῶν ζητῶσιν, οὗτοι ἐρῶσιν· ὁ δ᾽ ἐμὸς λόγος οὔτε ἡμίσεός φησιν εἶναι τὸν ἔρωτα οὔτε ὅλου, ἐὰν μὴ τυγχάνῃ γέ που, ὦ ἑταῖρε, ἀγαθὸν ὄν, ἐπεὶ αὑτῶν γε καὶ πόδας καὶ χεῖρας ἐθέλουσιν ἀποτέμνεσθαι οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν αὐτοῖς δοκῇ τὰ ἑαυτῶν πονηρὰ εἶναι. οὐ γὰρ τὸ ἑαυτῶν οἶμαι ἕκαστοι ἀσπάζονται, εἰ μὴ εἴ τις τὸ μὲν ἀγαθὸν οἰκεῖον καλεῖ καὶ ἑαυτοῦ, τὸ δὲ κακὸν ἀλλότριον· ὡς οὐδέν γε ἄλλο ἐστὶν οὗ [206a] ἐρῶσιν ἅνθρωποι ἢ τοῦ ἀγαθοῦ. ἢ σοὶ δοκοῦσιν;
Μὰ Δί᾽ οὐκ ἔμοιγε, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦ δ᾽ ἥ, οὕτως ἁπλοῦν ἐστι λέγειν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τἀγαθοῦ ἐρῶσιν;
Ναί, ἔφην.
Τί δέ; οὐ προσθετέον, ἔφη, ὅτι καὶ εἶναι τὸ ἀγαθὸν αὑτοῖς ἐρῶσιν;
Προσθετέον.
Ἆρ᾽ οὖν, ἔφη, καὶ οὐ μόνον εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἀεὶ εἶναι;
Καὶ τοῦτο προσθετέον.
Ἔστιν ἄρα συλλήβδην, ἔφη, ὁ ἔρως τοῦ τὸ ἀγαθὸν αὑτῷ εἶναι ἀεί.
Ἀληθέστατα, ἔφην ἐγώ, λέγεις.
[206b] Ὅτε δὴ τοῦτο ὁ ἔρως ἐστὶν ἀεί, ἦ δ᾽ ἥ, τῶν τίνα τρόπον διωκόντων αὐτὸ καὶ ἐν τίνι πράξει ἡ σπουδὴ καὶ ἡ σύντασις ἔρως ἂν καλοῖτο; τί τοῦτο τυγχάνει ὂν τὸ ἔργον; ἔχεις εἰπεῖν;
Οὐ μεντἂν σέ, ἔφην ἐγώ, ὦ Διοτίμα, ἐθαύμαζον ἐπὶ σοφίᾳ καὶ ἐφοίτων παρὰ σὲ αὐτὰ ταῦτα μαθησόμενος.
Ἀλλὰ ἐγώ σοι, ἔφη, ἐρῶ. ἔστι γὰρ τοῦτο τόκος ἐν καλῷ καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν.
Μαντείας, ἦν δ᾽ ἐγώ, δεῖται ὅτι ποτε λέγεις, καὶ οὐ μανθάνω.
[206c] Ἀλλ᾽ ἐγώ, ἦ δ᾽ ἥ, σαφέστερον ἐρῶ. κυοῦσιν γάρ, ἔφη, ὦ Σώκρατες, πάντες ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν, καὶ ἐπειδὰν ἔν τινι ἡλικίᾳ γένωνται, τίκτειν ἐπιθυμεῖ ἡμῶν ἡ φύσις. τίκτειν δὲ ἐν μὲν αἰσχρῷ οὐ δύναται, ἐν δὲ τῷ καλῷ. ἡ γὰρ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσία τόκος ἐστίν. ἔστι δὲ τοῦτο θεῖον τὸ πρᾶγμα, καὶ τοῦτο ἐν θνητῷ ὄντι τῷ ζῴῳ ἀθάνατον ἔνεστιν, ἡ κύησις καὶ ἡ γέννησις. τὰ δὲ ἐν τῷ ἀναρμόστῳ ἀδύνατον [206d] γενέσθαι. ἀνάρμοστον δ᾽ ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν παντὶ τῷ θείῳ, τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον. Μοῖρα οὖν καὶ Εἰλείθυια ἡ Καλλονή ἐστι τῇ γενέσει. διὰ ταῦτα ὅταν μὲν καλῷ προσπελάζῃ τὸ κυοῦν, ἵλεών τε γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται καὶ τίκτει τε καὶ γεννᾷ· ὅταν δὲ αἰσχρῷ, σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ, ἀλλὰ ἴσχον τὸ κύημα χαλεπῶς φέρει. ὅθεν δὴ τῷ κυοῦντί τε καὶ ἤδη σπαργῶντι πολλὴ ἡ πτοίησις γέγονε [206e] περὶ τὸ καλὸν διὰ τὸ μεγάλης ὠδῖνος ἀπολύειν τὸν ἔχοντα. ἔστιν γάρ, ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ τοῦ καλοῦ ὁ ἔρως, ὡς σὺ οἴει.
Ἀλλὰ τί μήν;
Τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Καὶ λέγεται μέν γέ τις, ἔφη, λόγος, ὡς οἳ ἂν τὸ ἥμισυ [205e] ἑαυτῶν ζητῶσιν, οὗτοι ἐρῶσιν· ὁ δ᾽ ἐμὸς λόγος οὔτε ἡμίσεός φησιν εἶναι τὸν ἔρωτα οὔτε ὅλου, ἐὰν μὴ τυγχάνῃ γέ που, ὦ ἑταῖρε, ἀγαθὸν ὄν, ἐπεὶ αὑτῶν γε καὶ πόδας καὶ χεῖρας ἐθέλουσιν ἀποτέμνεσθαι οἱ ἄνθρωποι, ἐὰν αὐτοῖς δοκῇ τὰ ἑαυτῶν πονηρὰ εἶναι. οὐ γὰρ τὸ ἑαυτῶν οἶμαι ἕκαστοι ἀσπάζονται, εἰ μὴ εἴ τις τὸ μὲν ἀγαθὸν οἰκεῖον καλεῖ καὶ ἑαυτοῦ, τὸ δὲ κακὸν ἀλλότριον· ὡς οὐδέν γε ἄλλο ἐστὶν οὗ [206a] ἐρῶσιν ἅνθρωποι ἢ τοῦ ἀγαθοῦ. ἢ σοὶ δοκοῦσιν;
Μὰ Δί᾽ οὐκ ἔμοιγε, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦ δ᾽ ἥ, οὕτως ἁπλοῦν ἐστι λέγειν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τἀγαθοῦ ἐρῶσιν;
Ναί, ἔφην.
Τί δέ; οὐ προσθετέον, ἔφη, ὅτι καὶ εἶναι τὸ ἀγαθὸν αὑτοῖς ἐρῶσιν;
Προσθετέον.
Ἆρ᾽ οὖν, ἔφη, καὶ οὐ μόνον εἶναι, ἀλλὰ καὶ ἀεὶ εἶναι;
Καὶ τοῦτο προσθετέον.
Ἔστιν ἄρα συλλήβδην, ἔφη, ὁ ἔρως τοῦ τὸ ἀγαθὸν αὑτῷ εἶναι ἀεί.
Ἀληθέστατα, ἔφην ἐγώ, λέγεις.
[206b] Ὅτε δὴ τοῦτο ὁ ἔρως ἐστὶν ἀεί, ἦ δ᾽ ἥ, τῶν τίνα τρόπον διωκόντων αὐτὸ καὶ ἐν τίνι πράξει ἡ σπουδὴ καὶ ἡ σύντασις ἔρως ἂν καλοῖτο; τί τοῦτο τυγχάνει ὂν τὸ ἔργον; ἔχεις εἰπεῖν;
Οὐ μεντἂν σέ, ἔφην ἐγώ, ὦ Διοτίμα, ἐθαύμαζον ἐπὶ σοφίᾳ καὶ ἐφοίτων παρὰ σὲ αὐτὰ ταῦτα μαθησόμενος.
Ἀλλὰ ἐγώ σοι, ἔφη, ἐρῶ. ἔστι γὰρ τοῦτο τόκος ἐν καλῷ καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν.
Μαντείας, ἦν δ᾽ ἐγώ, δεῖται ὅτι ποτε λέγεις, καὶ οὐ μανθάνω.
[206c] Ἀλλ᾽ ἐγώ, ἦ δ᾽ ἥ, σαφέστερον ἐρῶ. κυοῦσιν γάρ, ἔφη, ὦ Σώκρατες, πάντες ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν, καὶ ἐπειδὰν ἔν τινι ἡλικίᾳ γένωνται, τίκτειν ἐπιθυμεῖ ἡμῶν ἡ φύσις. τίκτειν δὲ ἐν μὲν αἰσχρῷ οὐ δύναται, ἐν δὲ τῷ καλῷ. ἡ γὰρ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσία τόκος ἐστίν. ἔστι δὲ τοῦτο θεῖον τὸ πρᾶγμα, καὶ τοῦτο ἐν θνητῷ ὄντι τῷ ζῴῳ ἀθάνατον ἔνεστιν, ἡ κύησις καὶ ἡ γέννησις. τὰ δὲ ἐν τῷ ἀναρμόστῳ ἀδύνατον [206d] γενέσθαι. ἀνάρμοστον δ᾽ ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν παντὶ τῷ θείῳ, τὸ δὲ καλὸν ἁρμόττον. Μοῖρα οὖν καὶ Εἰλείθυια ἡ Καλλονή ἐστι τῇ γενέσει. διὰ ταῦτα ὅταν μὲν καλῷ προσπελάζῃ τὸ κυοῦν, ἵλεών τε γίγνεται καὶ εὐφραινόμενον διαχεῖται καὶ τίκτει τε καὶ γεννᾷ· ὅταν δὲ αἰσχρῷ, σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνείλλεται καὶ οὐ γεννᾷ, ἀλλὰ ἴσχον τὸ κύημα χαλεπῶς φέρει. ὅθεν δὴ τῷ κυοῦντί τε καὶ ἤδη σπαργῶντι πολλὴ ἡ πτοίησις γέγονε [206e] περὶ τὸ καλὸν διὰ τὸ μεγάλης ὠδῖνος ἀπολύειν τὸν ἔχοντα. ἔστιν γάρ, ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ τοῦ καλοῦ ὁ ἔρως, ὡς σὺ οἴει.
Ἀλλὰ τί μήν;
Τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ.
***
[205d] «Λοιπόν, παρόμοια έχουμε και με τον “έρωτα”· ως γενική έννοια η λέξη σημαίνει επιθυμία γενικά για κάθε αγαθό, και ο “μέγιστος και δολερός έρωτας” για την ευτυχία που νιώθει ο κάθε άνθρωπος· αλλά για τους άλλους, που στρέφονται προς διαφορετικές, κάθε είδους, εκφάνσεις του (πάθος για απόχτηση χρημάτων ή για τον αθλητισμό ή για τη φιλοσοφία), δε λέμε ότι νιώθουν έρωτα ή ότι είναι εραστές, ενώ για κείνους που κατευθύνονται προς μια ορισμένη έκφανσή του, και αυτή είναι η κύρια φροντίδα τους, κρατάμε τη λέξη που εξέφραζε το σύνολο, “έρωτας” και “ερωτικό αίσθημα” και “εραστές”».«Τα λόγια σου βρίσκονται πολύ κοντά στην αλήθεια», της είπα.
«Τώρα, είπε, ακούεται και μια άποψη, ότι εραστές είναι εκείνοι [205e] που αποζητούν το άλλο μισό του εαυτού τους· η δική μου όμως άποψη λέει ότι ο έρωτας δεν είναι αναζήτηση ούτε του μισού ούτε του ολόκληρου, αν, φίλε μου, τυχαίνει να μην είναι καλό· γιατί, βλέπεις, οι άνθρωποι πρόθυμα δέχονται να τους αποκόβουν και τα πόδια και τα χέρια, αν τους φαίνεται ότι αυτά είναι αρρωστημένα. Γιατί φρονώ πως ο καθένας μας δε σφιχταγκαλιάζει κάτι σαν δικό του, παρά μόνο στην περίπτωση που αποκαλεί δικό του και κτήμα του το καλό, και ξένο το κακό· γιατί το μόνο, για το οποίο [206a] νιώθει έρωτα ο άνθρωπος, είναι το καλό· ή, νομίζεις, για κάτι άλλο;»
«Μα το Δία», αποκρίθηκα, «δε νομίζω για κάτι άλλο».
«Άρα λοιπόν, είπε, είναι τόσο αυτονόητο να λέμε ότι οι άνθρωποι νιώθουν έρωτα για το καλό;»
«Ναι», αποκρίθηκα.
«Τί λοιπόν, δεν πρέπει να προσθέσουμε σ᾽ αυτό ότι ποθούν και να γίνει κτήμα τους το καλό;»
«Να το προσθέσουμε».
«Κατά συνέπεια, είπε, κι όχι μόνο να είναι κτήμα τους, αλλά και να είναι για πάντα».
«Να το προσθέσουμε κι αυτό».
«Άρα, συνοψίζουμε, είπε: έρωτας είναι ο πόθος του ανθρώπου να έχει κτήμα του για πάντα το καλό».
«Ό,τι πιο αληθινό, είναι ο λόγος σου», της είπα.
[206b] «Απ᾽ τη στιγμή λοιπόν που ο έρωτας, πάντοτε, είναι αυτό που είπαμε, μου είπε, τίνων ο ζήλος και η υπερένταση της προσπάθειας θα μπορούσε ν᾽ αποκληθεί έρωτας; με ποιό τρόπο επιδιώκουν να το αποκτήσουν και σε ποιά ενέργειά τους; ποιά στην πραγματικότητα τυχαίνει να είναι αυτή η ενέργεια; είσαι σε θέση να το πεις;»
«Διοτίμα, της αποκρίθηκα, αν ήμουν σε θέση, δε θα έτρεφα τέτοιο θαυμασμό για τη σοφία σου κι ούτε θα γινόμουν ακροατής σου, για να με διδάξεις αυτά ακριβώς που συζητάμε».
«Τότε, είπε, θα σου το πω εγώ: αυτό είναι ο τοκετός μες στην ομορφιά· τοκετός, τόσο σωματικός όσο και ψυχικός».
«Το τί σημαίνουν αυτά που λες, της είπα, μόνο μάντης μπορεί να μας το πει — εγώ δε βγάζω νόημα».
[206c] «Λοιπόν, είπε, θα σου τα πω σαφέστερα· δηλαδή, Σωκράτη, είπε, όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν, τόσο στο σώμα, όσο και στην ψυχή· κι όταν φτάσουμε σε μια ορισμένη ηλικία, είναι έμφυτη η επιθυμία μας για τοκετό. Αλλά δεν μπορεί να έχουμε τοκετό μες στην ασκήμια, αλλά μόνο μέσα στην ομορφιά. Δηλαδή, η συνεύρεση του άντρα με τη γυναίκα είναι τοκετός. Κι έχει κάτι το θεϊκό αυτή η πράξη, και μες στη θνητή μας ύπαρξη ετούτο είναι αθάνατο, η κυοφορία και η γέννα. Λοιπόν, αυτά με κανένα τρόπο δε γίνονται [206d] μέσα σε ανάρμοστες συνθήκες· και ανάρμοστη συνθήκη, για καθετί το θεϊκό, είναι η ασκήμια, ενώ η ομορφιά τού πάει μια χαρά. Λοιπόν, πάνω στη γέννα, η Καλλονή παραστέκεται, Μοίρα και Ειλείθυια μαζί. Κι αυτός είναι ο λόγος που, όταν αυτό που κυοφορεί προσεγγίζει κάτι όμορφο, γίνεται ευδιάθετο και, νιώθοντας αγαλλίαση, διαχυτικό, τεκνοποιεί και γεννά· αντίθετα, όταν βρεθεί κοντά σε άσκημο, σκυθρωπό και θλιμμένο, συσπειρώνεται και νιώθει αποτροπιασμό και τραβιέται πίσω και δε γεννά, αλλά, μη μπορώντας να ξαλαφρώσει από τον γόνο, υποφέρει βαριά. Έτσι εξηγείται που το άτομο που κυοφορεί και που φουσκώνουν τα στήθια του νιώθει μεγάλη έξαψη [206e] για την ομορφιά, επειδή αυτή το λυτρώνει από τους μεγάλους πόνους της γέννας. Γιατί, Σωκράτη, ο έρωτας δεν ποθεί το ωραίο, όπως φαντάζεσαι».
«Αλλά τί ποθεί λοιπόν;»
«Τη γέννα και τον τοκετό μες στην ομορφιά».
«Πολύ ωραία», της αποκρίθηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου