Ως γνωστόν, κατά τον 6ο και 5ο π. Χ αιώνα, τα κέντρα της πνευματικής ανάπτυξης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης σταδιακά μεταφέρονται στη νότια Ιταλία. Σε αντίθεση με τη Μίλητο και την Έφεσο, οι οποίες ανέπτυξαν το εμπόριο, τα νέα κέντρα έκλιναν στην ανάπτυξη της γεωργίας και της αμπελουργίας.
Στην Ελέα, όπου πέρασε τα γεράματα του ο Ξενοφάνης ιδρυτής της Ελεατικής φιλοσοφίας και σχολής, έζησαν και άκμασαν ο Παρμενίδης και ο μαθητής του, Ζήνων.
Οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος κι ο Αναξιμένης θεωρούν πως από Ένα -και μόνο- πρωταρχικό στοιχείο, έχουν προκύψει τα πάντα. Αλλά πως μπορούσε ένα στοιχείο ν’ αλλάξει ξαφνικά μορφή και να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό; Το πρόβλημα αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε πρόβλημα της μεταβολής. M’ αυτά τα ερωτήματα ασχολήθηκαν μεταξύ των άλλων οι λεγόμενοι Ελεάτες φιλόσοφοι, που πήραν τ’ όνομα τους από την ελληνική αποικία Ελέα στη Νότια Ιταλία. Οι Ελεάτες έζησαν περίπου το 500 π.κ.ε και ο πιο γνωστός ανάμεσα τους ήταν ο Παρμενίδης (540-480 π.κ.ε)
Για τον Ελεάτη Παρμενίδη η ορθή λειτουργία της σκέψης ξεκινά από την αρχή ότι το Α κατ᾽ ανάγκην είναι Α – το Α δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και Α και Β.
Η αρχή αυτή θα ονομαστεί αργότερα στη Λογική «αρχή της ταυτότητας» ή «αρχή της μη αντίφασης». Ο Παρμενίδης είναι ο πρώτος που συνέλαβε αυτή την αρχή, και την ανέδειξε σε κριτήριο της έλλογης σκέψης. Είναι η αρχή πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν τα μαθηματικά και οι επιστήμες
Η θεωρία του Παρμενίδη, είναι διάχυτη από την αμφιβολία, κατά πόσο οι αισθήσεις μπορούν να μας δώσουν την αντικειμενική αλήθεια. Ακόμα και ο Ηράκλειτος αναρωτιόταν για την αντικειμενικότητα της Λογικής. Τις φιλοσοφικές του ιδέες και τις προσπάθειές του να ερμηνεύσει τον κόσμο εκθέτει στο φιλοσοφικό ποίημά του «Περί φύσεως» από το οποίο σώθηκαν μόνο αποσπάσματα.
Το «είναι» για τον Παρμενίδη είναι «αγέννητο» και «ανώλεθρο» και το «νοείν» είναι ο αναγκαίος συνδετικός κρίκος με το «είναι». Παράλληλα δε, οι αισθήσεις θεωρεί ότι μπορεί να δίδουν στους ανθρώπους ψευδή εικόνα ή ψευδείς εικόνες του κόσμου.
Κατά την θεωρία του το ον είναι αδιατάρακτο και αγέννητο και μέσα στην ενότητά του διαλύεται ο κόσμος των φαινομένων και εντυπώσεων. Άρα, το αληθινό ον είναι διαφορετικό απ` αυτό που μας δίνουν οι αισθήσεις και η επιστήμη της γνώσης διαφορετική από την υποκειμενική γνώμη. Είναι ο φιλόσοφος του Είναι, σε αντιπαραβολή με τον Ηράκλειτο, που είναι ο φιλόσοφος του Γίγνεσθαι.
Ο Παρμενίδης θεωρεί ότι ο κόσμος αποτελείται από ένα σύνολο πολλαπλών φαινομένων, στον κόσμο αυτόν το κάθε φαινόμενο ή αντικείμενο είναι κάτι και παράλληλα δεν είναι κάτι άλλο, δηλαδή το καθετί μέσα στον κόσμο έχει τη δική του φύση, τις δικές του ιδιότητες, τα δικά του κύρια χαρακτηριστικά.
Σ` αυτό το σκεπτικό στηρίζει τη θέση του πάνω στο Είναι και Μη Είναι των πραγμάτων. Καθετί συνεπώς Είναι και συγχρόνως δεν Είναι. Γι’ αυτό και για τον Παρμενίδη, δεν υπάρχει ούτε γένεση ούτε φθορά. Η πολλαπλότητα των αντικειμένων είναι μόνο μια δοξασία. Αληθινό είναι μόνο ό,τι μπορεί να εκφραστεί με το Είναι. Η γνώση φτάνει μέχρι την πλήρη αντίληψη του όντος, από τη στιγμή που και η νόηση είναι ταυτόσημη με την ύπαρξη, δηλ. μπορεί να νοήσει κανείς ό,τι είναι αληθινά υπαρκτό.
Τα κύρια στοιχεία της σύνθεσης του κόσμου είναι το θερμό και το αντίθετό του ψυχρό. Το θερμό μέσα στη σφαίρα που συνθέτει τον κόσμο κατέχει τη θέση του όντος.
Σύμφωνα με την καθιερωμένη άποψη, ο Παρμενίδης θεωρείται μονιστής: απορρίπτει ριζικά την πολλαπλότητα και την πολυμορφία του αισθητού κόσμου καθώς επίσης την κίνηση, την αλλαγή, τη γένεση και τη φθορά των όντων. Ασχολείται αποκλειστικά με τη μία και μόνη πραγματική οντότητα, το Ον, και τις ιδιότητές του, όπως αυτές εκτίθενται στο απόσπασμα Β8: «αγέννητο, άφθαρτο, ολόκληρο, μονοειδές, ακλόνητο, τέλειο, όλο μαζί, ένα, συνεχές, αδιαίρετο, διότι είναι όλο, όμοιο, ακίνητο, χωρίς αρχή ούτε τέλος, μένοντας ίδιο, στο ίδιο μέρος, κείτεται μόνο του κι έτσι στεριωμένο θα μείνει. Γιατί η τρανή Ανάγκη το κρατάει στα δεσμά του ορίου, που γύρω γύρω το στριμώχνει». Πολλοί μελετητές μάλιστα πιστεύουν ότι σκοπός του Παρμενίδη είναι να αποδείξει, μέσω της Αλήθειας, ότι αυτό που μπορούμε να περιγράψουμε ή να σκεφθούμε όχι μόνο πρέπει να διαθέτει τις παραπάνω ιδιότητες, αλλά και να υπάρχει. Σύμφωνα με αυτή την άποψη ο Παρμενίδης είναι υπαρκτικός μονιστής.
Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προοίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.
«αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το Είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του Είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο Είναι.
Με τον όρο Οντολογία αναφερόμαστε στο λόγο περί του όντος ή στην επιστήμη του όντος, τη φιλοσοφική αναζήτηση που εξετάζει τις αρχές της ύπαρξης και συγκρότησης του Όντος, μελετά τη φύση και την ουσία των Όντων (Ον= αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση). Στη φιλοσοφία η έρευνα της φύσης του όντος γίνεται σε διάκριση από το φαινόμενο.
Όταν η οντολογία αναδεικνύει την ουσία, σε σχέση με τα επιμέρους όντα, τότε αποκαλείται ουσιοκρατία, ουσιολογική οντολογία, ουσιοκρατική οντολογία ή σπανιότερα, εσενσιαλισμός (essentialismus) από τη λατινική λέξη essentia (ουσία).
Όταν η οντολογία προκρίνει το πρόσωπο έναντι της ουσίας, τότε ονομάζεται προσωποκρατία, προσωποκεντρισμός, περσοναλισμός (personalismus) ή προσωποκρατική οντολογία. Όταν η οντολογία δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι του προσώπου, τότε ονομάζεται ατομοκρατική οντολογία ή ατομοκρατία.
Σε ένα άλλο απόσπασμα ο Παρμενίδης αντιδιαστέλλει το Είναι, την ύπαρξη των όντων, με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο Είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός, ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «Είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το «Είναι» μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, ούτε τις λέξεις, αλλά εισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το «Είναι» που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την «ΕΝΟΤΗΤΑ» και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το «Είναι».
Ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το Αμετάβλητο «Είναι» ενώ η Δόξα με το Κοσμικό «Γίγνεσθαι». Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστερους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα [Πυθαγόρη] και του Αριστοτέλη.
Στα κείμενά του παρουσιάζεται, ο Ελεάτης φιλόσοφος, πως έρχεται με μια άμαξα από τον ουρανό και συνομιλεί, αναπτύσσοντας τις φιλοσοφικές του απόψεις, όχι με θνητό αλλά με μια θεά. Αποδίδει με τον τρόπο αυτό την πνευματική δύναμη των απόψεων του.
Ο Παρμενίδης δεν αναζήτησε την ενότητα του κόσμου σε ένα από τα επιμέρους στοιχεία του (νερό, αέρας, φωτιά κ.λπ.), αλλά στο Είναι (τὸ εἶναι, τὸ ἐόν), τονίζοντας ότι καθετί γύρω μας υφίσταται, υπάρχει, είναι.
Το Προοίμιο του ποιήματος που συνέθεσε περιγράφει ένα υπερφυσικό ταξίδι προς μια ανώνυμη θεά, η οποία του υπόσχεται πως θα μάθει από αυτήν «τα πάντα». Ακολουθεί το τμήμα της Αλήθειας, το οποίο αναπτύσσει την έννοια του Είναι διακρίνοντας δύο οδούς της νόησης. Η οδός του Είναι, η οποία τονίζει «ότι είναι και ότι αδύνατο να μην είναι», χαρακτηρίζεται ως οδός «της πειθούς, γιατί ακολουθεί την αλήθεια». Αντίθετα, η οδός του Μηδενός, η οποία υποστηρίζει «ότι δεν είναι και ότι ανάγκη να μην είναι», είναι μια «στράτα δίχως γνώση· γιατί ούτε να γνωρίσεις το μη-ον θα μπορούσες, ούτε να το εκφράσεις».
Στη συνέχεια η θεά εκθέτει μια σειρά από σήματα, τα οποία οριοθετούν την οδό του Είναι, ασκώντας συγχρόνως έμμεσα κριτική στους Μιλησίους. Η κατάφαση του Είναι συμβαδίζει διαρκώς με τη ρητή απόρριψη τόσο του Μηδενός όσο και μιας σύνδεσης και ανάμιξής του με το Είναι, η οποία θα μπορούσε να πάρει τη μορφή μιας “τρίτης οδού”. Στο δεύτερο τμήμα (Δόξα), η θεά εντοπίζει το θεμελιώδες σφάλμα των θνητών, οι οποίοι στις δοξασίες τους (δόξαι) διχοτομούν τον κόσμο βάσει δύο αντίθετων μορφῶν: του φωτός και της νύχτας. Στη συνέχεια εκθέτει ένα έγκυρο κοσμογονικό και κοσμολογικό σύστημα (διάκοσμος, Β 8.60), στο οποίο οι δύο μορφές δεν αλληλοαποκλείονται, αλλά αναμειγνύονται διαμορφώνοντας από κοινού τον κόσμο.
«Αφού λοιπόν τα πάντα φως και νύχτα ονομάστηκαν κι όσα αντιστοιχούν στις δυνάμεις τους στο καθετί αποδόθηκαν, όλα γεμάτα είναι από φως και νύχτα αόρατη συνάμα – ίσα και τα δύο, γιατί το Μηδέν σε κανένα τους δεν μετέχει» (Παρμενίδης, Β 9).
Παρμενίδης ο Ελεάτης: O αντίποδας της ηρακλείτειας φιλοσοφίας
Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι της εποχής, ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης συνήθως θεωρούμε ότι εκπροσωπούν αντίθετους πόλους στη φιλοσοφία: ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος της αέναης αλλαγής και ο Παρμενίδης της απόλυτης ακινησίας. Και όμως η αφετηρία της σκέψης τους είναι κοινή. Και για τους δύο η φιλοσοφία είναι άρνηση του κοινού νου. Στις διαδεδομένες πεποιθήσεις των ανθρώπων, στις θρησκευτικές τους πρακτικές, ακόμη και στις απλές εικόνες που σχηματίζουν για τον κόσμο, δεν υπάρχει η παραμικρή δόση αλήθειας. Ο φιλόσοφος δεν θα κολακέψει ποτέ το πλήθος, δεν θα επιδιώξει να το προσεταιριστεί. Για να το αποσπάσει από τις φρούδες βεβαιότητές του, τους ευσεβείς του πόθους, δεν θα διστάσει να κατακρίνει ανοιχτά τις συνήθειες, τις αξίες και τις αντιλήψεις του, με καυστικό και δηκτικό τρόπο.
Ο Ηράκλειτος αντίθετα από τον Παρμενίδη γράφει σε πεζό λόγο, αλλά με ύφος που παραπέμπει σε χρησμούς και αφορισμούς. Τονίζει τη διαρκή κίνηση και μεταβλητότητα των πραγμάτων, χωρίς ωστόσο να μένει στη διαπίστωση ότι τὰ πάντα ῥεῖ (φράση που δεν προέρχεται από τον ίδιο και που κακώς του αποδίδεται). Τονίζει, αντίθετα, την ενότητα και συνοχή του μεταβαλλόμενου σύμπαντος, την οποία διασφαλίζει η ισχύς του λόγου: της ρυθμιστικής αρχής που διέπει το σύνολο της πραγματικότητας, συνδέει με σχέσεις αναλογίας όλα τα όντα και αποτελεί κριτήριο κάθε αληθούς λέγειν.
«Αν και ο λόγος αυτός υπάρχει αιώνια, οι άνθρωποι γίνονται πάντα ασύνετοι, και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Κι ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα με αυτό τον λόγο, οι άνθρωποι δείχνουν άπειροι, κι ας έχουν πείρα λόγων και έργων όπως αυτά που πραγματεύομαι εγώ εδώ, όταν τα διαιρώ σύμφωνα με τη φύση του καθενός και εξηγώ πώς έχουν» (Β 1).
Ακόμη και οι καταστάσεις που εμφανίζονται ως αντίθετες εναρμονίζονται μέσα σε αυτήν τη βαθιά ενότητα, την οποία ο Ηράκλειτος αποκαλεί τὸ σοφόν και εξεικονίζει ως πῦρ: ως μια σταθερά που διαρκώς λαμβάνει διάφορες μορφές, χωρίς να χάνει ποτέ την ουσία της.
Ο σεβασμός και η εκτίμηση του Πλάτωνα για τον Παρμενίδη διατυπώνονται με ιδιαίτερη έμφαση. Ο πλατωνικός Σωκράτης τον αποκαλεί «σεβάσμιο και φοβερό» και ανησυχεί μήπως αποτύχει να κατανοήσει τα λεγόμενά του (Θεαίτ. 183e-184a). Η επίδρασή του στην πλατωνική μεταφυσική υπήρξε καθοριστική, καθώς οι ιδέες διέπονται από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του παρμενίδειου Είναι: είναι ενιαίες, απλές, αμετάβλητες, αγέννητες και άφθαρτες.
Στον Παρμενίδη, ο γέρων Παρμενίδης αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο και προσφέρει στον νεαρό Σωκράτη ένα σημαντικό μάθημα περί ιδεών και διαλεκτικής, ενώ στον Σοφιστή και τον Πολιτικό κεντρικός συνομιλητής είναι ο ανώνυμος Ελεάτης Ξένος· αυτός αναγνωρίζει ότι η διάζευξη Είναι-Μηδενός αδυνατεί να εξηγήσει οντολογικά το ψεύδος, την ομοιότητα και την επίφαση και μετασχηματίζει το Μηδέν στην ιδέα της ετερότητας – χωρίς ωστόσο να αποδέχεται την ύπαρξη του “απόλυτου” Μηδενός, και άρα αποφεύγοντας εντέλει την περίφημη πατροκτονία. Τόσο στον Παρμενίδη όσο και στον Σοφιστή, ωστόσο, η φιλοσοφία του Παρμενίδη θα συνοψισθεί στη φράση ἓν τὸ πᾶν, αναγορεύοντάς τον έτσι τον Παρμενίδη σε φιλόσοφο του Ενός και της ακινησίας – ενώ από την άλλη ο Ηράκλειτος θα ταυτιστεί με τους ακραίους “οπαδούς” του (όπως ο Κρατύλος), εμφανιζόμενος ως φιλόσοφος της απροσδιόριστης μεταβλητότητας και διαρκούς ροής.
Η αδιάλειπτη ροϊκότητα των “Ηρακλειτείων” θα αναγνωριστεί από τον Πλάτωνα ως βασικό χαρακτηριστικό του κόσμου των φαινομένων· παράλληλα, η απόδοση στον Ηράκλειτο μιας θέσης περί ταυτόχρονης ύπαρξης των αντιθέτων, η οποία αποκλείει κάθε βέβαιη γνώση, τον εμφανίζει ως πρόδρομο της σοφιστικής (Κρατ. 402a, Θεαίτ . 152 d-e, 179e-180c). Παρμενίδης και Ηράκλειτος καθίστανται έτσι πόλοι μιας αντίθεσης, της οποίας η γεφύρωση και υπέρβαση θα αναληφθεί από την ίδια την πλατωνική φιλοσοφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου