ΕΛ. ἀπέπτυσα μὲν λόγον οἶον
οἷον ἐσοισόμεθα.
665 ΜΕ. ὅμως δὲ λέξον· ἡδύ τοι μόχθων κλύειν.
ΕΛ. οὐκ ἐπὶ βαρβάρου λέκτρα νεανία
πετομένας κώπας, πετομένου δ᾽ ἔρω-
τος ἀδίκων γάμων ...
ΜΕ. τίς ‹—› σε δαίμων ἢ πότμος συλᾶι πάτρας;
670 ΕΛ. ὁ Διὸς ὁ Διὸς ὦ πόσι με παῖς ‹Μαίας τ᾽›
ἐπέλασεν Νείλωι.
ΜΕ. θαυμαστά· τοῦ πέμψαντος; ὦ δεινοὶ λόγοι.
ΕΛ. κατεδάκρυσα καὶ βλέφαρον ὑγραίνω
δάκρυσιν· ἁ Διός μ᾽ ἄλοχος ὤλεσεν.
675 ΜΕ. Ἥρα; τί νῶιν χρήιζουσα προσθεῖναι κακόν;
ΕΛ. ὤμοι ἐγὼ κείνων λουτρῶν καὶ κρηνᾶν,
ἵνα θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν, εὖτ᾽
ἔμολον ἐς κρίσιν.
ΜΕ. †τὰ δ᾽ εἰς κρίσιν σοι τῶνδ᾽ ἔθηχ᾽ Ἥρα κακῶν;†
680 ΕΛ. Πάριν ὡς ἀφέλοιτο ... ΜΕ. πῶς; αὔδα.
ΕΛ. Κύπρις ὧι μ᾽ ἐπένευσεν ... ΜΕ. ὦ τλᾶμον.
ΕΛ. τλάμονα τλάμον᾽ ὧδ᾽ ἐπέλασ᾽ Αἰγύπτωι.
ΜΕ. εἶτ᾽ ἀντέδωκ᾽ εἴδωλον, ὡς σέθεν κλύω.
ΕΛ. τὰ δὲ ‹σὰ› κατὰ μέλαθρα πάθεα πάθεα, μᾶ-
685 τερ, οἲ ᾽γώ. ΜΕ. τί φήις;
ΕΛ. οὐκ ἔστι μάτηρ· ἀγχόνιον δὲ βρόχον
δι᾽ ἐμὰν κατεδήσατο δύσγαμον αἰσχύναν.
ΜΕ. ὤμοι· θυγατρὸς δ᾽ Ἑρμιόνης ἔστιν λόγος;
ΕΛ. ἄγαμος ἄτεκνος, ὦ πόσι, καταστένει
690 γάμον ἄγαμον †αἰσχύνα†.
ΜΕ. ὦ πᾶν κατ᾽ ἄκρας δῶμ᾽ ἐμὸν πέρσας Πάρις.
ΕΛ. τάδε καὶ σὲ διώλεσε μυριάδας τε
χαλκεόπλων Δαναῶν.
ἐμὲ δὲ πατρίδος ἀπο‹πρὸ› κακόποτμον ἀραῖ-
695 ον ἔβαλε θεὸς ἀπὸ πόλεος ἀπό τε σέθεν,
ὅτε μέλαθρα λέχεά τ᾽ ἔλιπον οὐ λιποῦσ᾽
ἐπ᾽ αἰσχροῖς γάμοις.
***
ΕΛΕ. Σιχαίνομαι τα λόγια που θα πω.
ΜΕΝ. Λέγε· γλυκιά ξαλάφρωσή ᾽ναι
τις περασμένες να σου λένε δυστυχίες.
ΕΛΕ. Δεν πήγα εγώ με γρήγορο καράβι
στην αγκαλιά ενός βάρβαρου, ούτε
σε ντροπιασμένο πλάγιασα κρεβάτι.
ΜΕΝ. Τότε ποιά μοίρα, ποιός θεός σε πήρε;
670 ΕΛΕ. Ο γιος του Δία, καλέ μου, και της Μαίας
στη χώρα μ᾽ έφερε του Νείλου.
ΜΕΝ. Απίστευτο· πούθε σταλμένος; Φοβερά λόγια!
ΕΛΕ. Έκλαψα τότε, ακόμη κλαίω και τώρα·
η ομόκλινη μ᾽ αφάνισε του Δία.
ΜΕΝ. Η Ήρα; Ποιών τάχα το κακό ζητούσε;
ΕΛΕ. Αχ! συμφορά μου, εκείνες οι πηγές
όπου οι θεές λουστήκαν
κι ήρθ᾽ η αμάχη για την ομορφιά τους.
ΜΕΝ. Όμως γιατί να κατατρέξει εσέν᾽ η Ήρα;
ΕΛΕ. Για να μη μ᾽ έχει ο Πάρης…
680 ΜΕΝ. Πώς; Λέγε.
ΕΛΕ. που ήμουν γι᾽ αυτόν της Κύπριδας το δώρο.
ΜΕΝ. Α! δύστυχη.
ΕΛΕ. Ναι, δύστυχη· κι εδώ στην Αίγυπτο ήρθα.
ΜΕΝ. Και του έδωσε το είδωλό σου, ως λες.
ΕΛΕ. Στο σπίτι σου τί θρήνος, μάνα, ω μάνα,
τί πένθος, τί χαμός!
ΜΕΝ. Τί λες;
ΕΛΕ. Χάθηκε η μάνα μου· για τις ντροπές μου
πέρασε βρόχο στον λαιμό της.
ΜΕΝ. Την άμοιρη· η κόρη μας Ερμιόνη ζει;
ΕΛΕ. Ανύπαντρη, άτεκνη, μαραίνεται και κλαίει
690 για τον δικό μου ατιμασμένο γάμο.
ΜΕΝ. Ω! Πάρη, που μου ρήμαξες το σπίτι,
αυτά κι εσένα αφάνισαν και μύριους
Έλληνες χαλκαρματωμένους.
ΕΛΕ. Κι εμένα την καταραμένη,
την κακορίζικη, ο θεός αλάργα
μ᾽ απόδιωξε απ᾽ την πόλη κι από σένα
κι άφησα —που δεν άφησα ποτέ—
τον άντρα μου και τα παλάτια
για ντροπιασμένους έρωτες τραβώντας.
οἷον ἐσοισόμεθα.
665 ΜΕ. ὅμως δὲ λέξον· ἡδύ τοι μόχθων κλύειν.
ΕΛ. οὐκ ἐπὶ βαρβάρου λέκτρα νεανία
πετομένας κώπας, πετομένου δ᾽ ἔρω-
τος ἀδίκων γάμων ...
ΜΕ. τίς ‹—› σε δαίμων ἢ πότμος συλᾶι πάτρας;
670 ΕΛ. ὁ Διὸς ὁ Διὸς ὦ πόσι με παῖς ‹Μαίας τ᾽›
ἐπέλασεν Νείλωι.
ΜΕ. θαυμαστά· τοῦ πέμψαντος; ὦ δεινοὶ λόγοι.
ΕΛ. κατεδάκρυσα καὶ βλέφαρον ὑγραίνω
δάκρυσιν· ἁ Διός μ᾽ ἄλοχος ὤλεσεν.
675 ΜΕ. Ἥρα; τί νῶιν χρήιζουσα προσθεῖναι κακόν;
ΕΛ. ὤμοι ἐγὼ κείνων λουτρῶν καὶ κρηνᾶν,
ἵνα θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν, εὖτ᾽
ἔμολον ἐς κρίσιν.
ΜΕ. †τὰ δ᾽ εἰς κρίσιν σοι τῶνδ᾽ ἔθηχ᾽ Ἥρα κακῶν;†
680 ΕΛ. Πάριν ὡς ἀφέλοιτο ... ΜΕ. πῶς; αὔδα.
ΕΛ. Κύπρις ὧι μ᾽ ἐπένευσεν ... ΜΕ. ὦ τλᾶμον.
ΕΛ. τλάμονα τλάμον᾽ ὧδ᾽ ἐπέλασ᾽ Αἰγύπτωι.
ΜΕ. εἶτ᾽ ἀντέδωκ᾽ εἴδωλον, ὡς σέθεν κλύω.
ΕΛ. τὰ δὲ ‹σὰ› κατὰ μέλαθρα πάθεα πάθεα, μᾶ-
685 τερ, οἲ ᾽γώ. ΜΕ. τί φήις;
ΕΛ. οὐκ ἔστι μάτηρ· ἀγχόνιον δὲ βρόχον
δι᾽ ἐμὰν κατεδήσατο δύσγαμον αἰσχύναν.
ΜΕ. ὤμοι· θυγατρὸς δ᾽ Ἑρμιόνης ἔστιν λόγος;
ΕΛ. ἄγαμος ἄτεκνος, ὦ πόσι, καταστένει
690 γάμον ἄγαμον †αἰσχύνα†.
ΜΕ. ὦ πᾶν κατ᾽ ἄκρας δῶμ᾽ ἐμὸν πέρσας Πάρις.
ΕΛ. τάδε καὶ σὲ διώλεσε μυριάδας τε
χαλκεόπλων Δαναῶν.
ἐμὲ δὲ πατρίδος ἀπο‹πρὸ› κακόποτμον ἀραῖ-
695 ον ἔβαλε θεὸς ἀπὸ πόλεος ἀπό τε σέθεν,
ὅτε μέλαθρα λέχεά τ᾽ ἔλιπον οὐ λιποῦσ᾽
ἐπ᾽ αἰσχροῖς γάμοις.
***
ΕΛΕ. Σιχαίνομαι τα λόγια που θα πω.
ΜΕΝ. Λέγε· γλυκιά ξαλάφρωσή ᾽ναι
τις περασμένες να σου λένε δυστυχίες.
ΕΛΕ. Δεν πήγα εγώ με γρήγορο καράβι
στην αγκαλιά ενός βάρβαρου, ούτε
σε ντροπιασμένο πλάγιασα κρεβάτι.
ΜΕΝ. Τότε ποιά μοίρα, ποιός θεός σε πήρε;
670 ΕΛΕ. Ο γιος του Δία, καλέ μου, και της Μαίας
στη χώρα μ᾽ έφερε του Νείλου.
ΜΕΝ. Απίστευτο· πούθε σταλμένος; Φοβερά λόγια!
ΕΛΕ. Έκλαψα τότε, ακόμη κλαίω και τώρα·
η ομόκλινη μ᾽ αφάνισε του Δία.
ΜΕΝ. Η Ήρα; Ποιών τάχα το κακό ζητούσε;
ΕΛΕ. Αχ! συμφορά μου, εκείνες οι πηγές
όπου οι θεές λουστήκαν
κι ήρθ᾽ η αμάχη για την ομορφιά τους.
ΜΕΝ. Όμως γιατί να κατατρέξει εσέν᾽ η Ήρα;
ΕΛΕ. Για να μη μ᾽ έχει ο Πάρης…
680 ΜΕΝ. Πώς; Λέγε.
ΕΛΕ. που ήμουν γι᾽ αυτόν της Κύπριδας το δώρο.
ΜΕΝ. Α! δύστυχη.
ΕΛΕ. Ναι, δύστυχη· κι εδώ στην Αίγυπτο ήρθα.
ΜΕΝ. Και του έδωσε το είδωλό σου, ως λες.
ΕΛΕ. Στο σπίτι σου τί θρήνος, μάνα, ω μάνα,
τί πένθος, τί χαμός!
ΜΕΝ. Τί λες;
ΕΛΕ. Χάθηκε η μάνα μου· για τις ντροπές μου
πέρασε βρόχο στον λαιμό της.
ΜΕΝ. Την άμοιρη· η κόρη μας Ερμιόνη ζει;
ΕΛΕ. Ανύπαντρη, άτεκνη, μαραίνεται και κλαίει
690 για τον δικό μου ατιμασμένο γάμο.
ΜΕΝ. Ω! Πάρη, που μου ρήμαξες το σπίτι,
αυτά κι εσένα αφάνισαν και μύριους
Έλληνες χαλκαρματωμένους.
ΕΛΕ. Κι εμένα την καταραμένη,
την κακορίζικη, ο θεός αλάργα
μ᾽ απόδιωξε απ᾽ την πόλη κι από σένα
κι άφησα —που δεν άφησα ποτέ—
τον άντρα μου και τα παλάτια
για ντροπιασμένους έρωτες τραβώντας.