690 φυλακαῖσι φρουρῶ σῶμ᾽ Ὀδυσσέως τόδε.
ΚΥ. πῶς εἶπας; ὄνομα μεταβαλὼν καινὸν λέγεις.
ΟΔ. ὅπερ μ᾽ ὁ φύσας ὠνόμαζ᾽ Ὀδυσσέα.
δώσειν δ᾽ ἔμελλες ἀνοσίου δαιτὸς δίκας·
καλῶς γὰρ ἂν Τροίαν γε διεπυρώσαμεν
695 εἰ μή σ᾽ ἑταίρων φόνον ἐτιμωρησάμην.
ΚΥ. αἰαῖ· παλαιὸς χρησμὸς ἐκπεραίνεται·
τυφλὴν γὰρ ὄψιν ἐκ σέθεν σχήσειν μ᾽ ἔφη
Τροίας ἀφορμηθέντος. ἀλλὰ καὶ σέ τοι
δίκας ὑφέξειν ἀντὶ τῶνδ᾽ ἐθέσπισεν,
700 πολὺν θαλάσσηι χρόνον ἐναιωρούμενον.
ΟΔ. κλαίειν σ᾽ ἄνωγα· καὶ δέδραχ᾽ ὅπερ λέγω.
ἐγὼ δ᾽ ἐπ᾽ ἀκτὰς εἶμι καὶ νεὼς σκάφος
ἥσω ᾽πὶ πόντον Σικελὸν ἔς τ᾽ ἐμὴν πάτραν.
ΚΥ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεί σε τῆσδ᾽ ἀπορρήξας πέτρας
705 αὐτοῖσι συνναύταισι συντρίψω βαλών.
ἄνω δ᾽ ἐπ᾽ ὄχθον εἶμι, καίπερ ὢν τυφλός,
δι᾽ ἀμφιτρῆτος τῆσδε προσβαίνων ποδί.
ΧΟ. ἡμεῖς δὲ συνναῦταί γε τοῦδ᾽ Ὀδυσσέως
ὄντες τὸ λοιπὸν Βακχίωι δουλεύσομεν.
ΚΥ. πῶς εἶπας; ὄνομα μεταβαλὼν καινὸν λέγεις.
ΟΔ. ὅπερ μ᾽ ὁ φύσας ὠνόμαζ᾽ Ὀδυσσέα.
δώσειν δ᾽ ἔμελλες ἀνοσίου δαιτὸς δίκας·
καλῶς γὰρ ἂν Τροίαν γε διεπυρώσαμεν
695 εἰ μή σ᾽ ἑταίρων φόνον ἐτιμωρησάμην.
ΚΥ. αἰαῖ· παλαιὸς χρησμὸς ἐκπεραίνεται·
τυφλὴν γὰρ ὄψιν ἐκ σέθεν σχήσειν μ᾽ ἔφη
Τροίας ἀφορμηθέντος. ἀλλὰ καὶ σέ τοι
δίκας ὑφέξειν ἀντὶ τῶνδ᾽ ἐθέσπισεν,
700 πολὺν θαλάσσηι χρόνον ἐναιωρούμενον.
ΟΔ. κλαίειν σ᾽ ἄνωγα· καὶ δέδραχ᾽ ὅπερ λέγω.
ἐγὼ δ᾽ ἐπ᾽ ἀκτὰς εἶμι καὶ νεὼς σκάφος
ἥσω ᾽πὶ πόντον Σικελὸν ἔς τ᾽ ἐμὴν πάτραν.
ΚΥ. οὐ δῆτ᾽, ἐπεί σε τῆσδ᾽ ἀπορρήξας πέτρας
705 αὐτοῖσι συνναύταισι συντρίψω βαλών.
ἄνω δ᾽ ἐπ᾽ ὄχθον εἶμι, καίπερ ὢν τυφλός,
δι᾽ ἀμφιτρῆτος τῆσδε προσβαίνων ποδί.
ΧΟ. ἡμεῖς δὲ συνναῦταί γε τοῦδ᾽ Ὀδυσσέως
ὄντες τὸ λοιπὸν Βακχίωι δουλεύσομεν.
***
ΚΥΚ. Πού ᾽σαι, βρε τρισκατάρατε; ΟΔΥ. Μακριά από σένα, Κύκλωψ·690 βαστώ φρουρά, σωματοφύλακας, σε μένα, τον Δυσσέα.
ΚΥΚ. Πώς είπες; Άλλαξες όνομα; Πήρες άλλο καινούργιο;
ΟΔΥ. Έτσι με βάφτισε, να ξέρεις, ο πατέρας μου: Οδυσσέα.
Νόμιζες δεν θα πλήρωνες τ᾽ ανόσιο φαγοπότι;
Ωραίος θα ᾽μουνα πυρπολητής της δοξασμένης Τροίας,
695 εκδίκηση αν δεν έπαιρνα για των συντρόφων τον χαμό!
ΚΥΚ. Αλίμονο, βγαίνει σωστός ο αρχαίος κείνος ο χρησμός:
αυτός που θα με τύφλωνε, λέει, θα ᾽χε σαν κι εσένα
μπαρκάρει από το Ίλιο. Μα έλεγε και για σένα
η προφητεία πως ό,τι έκαμες θενα το βρεις μπροστά σου:
700 για τιμωρία σου θα δέρνεσαι στα κύματα για χρόνια.
ΟΔΥ. Να πας στ᾽ ανάθεμα — κι αυτά λόγια δεν είν᾽ του αέρα.
Φεύγω· τραβώ για την ακτή, για νά ᾽βρω το σκαρί μου,
στη θάλασσα να ξανοιχτώ, να φτάσω στην πατρίδα.
ΚΥΚ. Έτσι θαρρείς; Την πέτρα αυτή θα τηνε ξεριζώσω,
705 να σε συντρίψω εσένανε κι όλους σου τους συντρόφους.
Θ᾽ ανέβω τώρα στην κορφή, κι ας είμαι δίχως μάτια·
μπαίνω λοιπόν στη δίστομη σπηλιά — κι αλίμονό σας.
ΧΟΡ. Κι εμείς στου Οδυσσέα ευθύς το πλήρωμα θα μπούμε,
και θα ᾽μαστε από δω και μπρος δούλοι του Διονύσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου