Συζήτηση του Σωκράτη με τον Μενέξενο και τον Λύσι
Ἐγὼ οὖν βουλόμενος τόν τε Μενέξενον ἀναπαῦσαι καὶ ἐκείνου ἡσθεὶς τῇ φιλοσοφίᾳ, οὕτω μεταβαλὼν πρὸς τὸν [213e] Λύσιν ἐποιούμην τοὺς λόγους, καὶ εἶπον· Ὦ Λύσι, ἀληθῆ μοι δοκεῖς λέγειν ὅτι εἰ ὀρθῶς ἡμεῖς ἐσκοποῦμεν, οὐκ ἄν ποτε οὕτως ἐπλανώμεθα. ἀλλὰ ταύτῃ μὲν μηκέτι ἴωμεν —καὶ γὰρ χαλεπή τίς μοι φαίνεται ὥσπερ ὁδὸς ἡ σκέψις— ᾗ δὲ ἐτράπημεν, δοκεῖ μοι χρῆναι ἰέναι, σκοποῦντα [τὰ] κατὰ [214a] τοὺς ποιητάς· οὗτοι γὰρ ἡμῖν ὥσπερ πατέρες τῆς σοφίας εἰσὶν καὶ ἡγεμόνες. λέγουσι δὲ δήπου οὐ φαύλως ἀποφαινόμενοι περὶ τῶν φίλων, οἳ τυγχάνουσιν ὄντες· ἀλλὰ τὸν θεὸν αὐτόν φασιν ποιεῖν φίλους αὐτούς, ἄγοντα παρ᾽ ἀλλήλους. λέγουσι δέ πως ταῦτα, ὡς ἐγᾦμαι, ὡδί—
αἰεί τοι τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον
[214b] καὶ ποιεῖ γνώριμον· ἢ οὐκ ἐντετύχηκας τούτοις τοῖς ἔπεσιν; ―Ἔγωγ᾽, ἔφη. ―Οὐκοῦν καὶ τοῖς τῶν σοφωτάτων συγγράμμασιν ἐντετύχηκας ταῦτα αὐτὰ λέγουσιν, ὅτι τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ ἀνάγκη ἀεὶ φίλον εἶναι; εἰσὶν δέ που οὗτοι οἱ περὶ φύσεώς τε καὶ τοῦ ὅλου διαλεγόμενοι καὶ γράφοντες. ―Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις. ―Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εὖ λέγουσιν; ―Ἴσως, ἔφη. ―Ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ ἥμισυ αὐτοῦ, ἴσως δὲ καὶ πᾶν, ἀλλ᾽ ἡμεῖς οὐ συνίεμεν. δοκεῖ γὰρ ἡμῖν ὅ γε πονηρὸς [214c] τῷ πονηρῷ, ὅσῳ ἂν ἐγγυτέρω προσίῃ καὶ μᾶλλον ὁμιλῇ, τοσούτῳ ἐχθίων γίγνεσθαι. ἀδικεῖ γάρ· ἀδικοῦντας δὲ καὶ ἀδικουμένους ἀδύνατόν που φίλους εἶναι. οὐχ οὕτως; ―Ναί, ἦ δ᾽ ὅς. ―Ταύτῃ μὲν ἂν τοίνυν τοῦ λεγομένου τὸ ἥμισυ οὐκ ἀληθὲς εἴη, εἴπερ οἱ πονηροὶ ἀλλήλοις ὅμοιοι. ―Ἀληθῆ λέγεις. ―Ἀλλά μοι δοκοῦσιν λέγειν τοὺς ἀγαθοὺς ὁμοίους εἶναι ἀλλήλοις καὶ φίλους, τοὺς δὲ κακούς, ὅπερ καὶ λέγεται περὶ αὐτῶν, μηδέποτε ὁμοίους μηδ᾽ αὐτοὺς αὑτοῖς εἶναι, ἀλλ᾽ [214d] ἐμπλήκτους τε καὶ ἀσταθμήτους· ὃ δὲ αὐτὸ αὑτῷ ἀνόμοιον εἴη καὶ διάφορον, σχολῇ γέ τῳ ἄλλῳ ὅμοιον ἢ φίλον γένοιτ᾽ ἄν. ἢ οὐ καὶ σοὶ δοκεῖ οὕτως; ―Ἔμοιγ᾽, ἔφη. ―Τοῦτο τοίνυν αἰνίττονται, ὡς ἐμοὶ δοκοῦσιν, ὦ ἑταῖρε, οἱ τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ φίλον λέγοντες, ὡς ὁ ἀγαθὸς τῷ ἀγαθῷ μόνος μόνῳ φίλος, ὁ δὲ κακὸς οὔτε ἀγαθῷ οὔτε κακῷ οὐδέποτε εἰς ἀληθῆ φιλίαν ἔρχεται. συνδοκεῖ σοι; ―Κατένευσεν. ―Ἔχομεν ἄρα ἤδη τίνες εἰσὶν οἱ φίλοι· ὁ γὰρ λόγος ἡμῖν [214e] σημαίνει ὅτι οἳ ἂν ὦσιν ἀγαθοί. ―Πάνυ γε, ἔφη, δοκεῖ.
Καὶ ἐμοί, ἦν δ᾽ ἐγώ. καίτοι δυσχεραίνω τί γε ἐν αὐτῷ· φέρε οὖν, ὦ πρὸς Διός, ἴδωμεν τί καὶ ὑποπτεύω. ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ καθ᾽ ὅσον ὅμοιος φίλος, καὶ ἔστιν χρήσιμος ὁ τοιοῦτος τῷ τοιούτῳ; μᾶλλον δὲ ὧδε· ὁτιοῦν ὅμοιον ὁτῳοῦν ὁμοίῳ τίνα ὠφελίαν ἔχειν ἢ τίνα βλάβην ἂν ποιῆσαι δύναιτο, ὃ μὴ καὶ αὐτὸ αὑτῷ; ἢ τί ἂν παθεῖν, ὃ μὴ καὶ ὑφ᾽ [215a] αὑτοῦ πάθοι; τὰ δὴ τοιαῦτα πῶς ἂν ὑπ᾽ ἀλλήλων ἀγαπηθείη, μηδεμίαν ἐπικουρίαν ἀλλήλοις ἔχοντα; ἔστιν ὅπως; ―Οὐκ ἔστιν. ―Ὃ δὲ μὴ ἀγαπῷτο, πῶς φίλον; ―Οὐδαμῶς. ―Ἀλλὰ δὴ ὁ μὲν ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ οὐ φίλος· ὁ δὲ ἀγαθὸς τῷ ἀγαθῷ καθ᾽ ὅσον ἀγαθός, οὐ καθ᾽ ὅσον ὅμοιος, φίλος ἂν εἴη; ―Ἴσως. ―Τί δέ; οὐχ ὁ ἀγαθός, καθ᾽ ὅσον ἀγαθός, κατὰ τοσοῦτον ἱκανὸς ἂν εἴη αὑτῷ; ―Ναί. ―Ὁ δέ γε ἱκανὸς οὐδενὸς δεόμενος κατὰ τὴν ἱκανότητα. ―Πῶς γὰρ οὔ; ―Ὁ δὲ μή του [215b] δεόμενος οὐδέ τι ἀγαπῴη ἄν. ―Οὐ γὰρ οὖν. ―Ὃ δὲ μὴ ἀγαπῴη, οὐδ᾽ ἂν φιλοῖ. ―Οὐ δῆτα. ―Ὁ δὲ μὴ φιλῶν γε οὐ φίλος. ―Οὐ φαίνεται. ―Πῶς οὖν οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἡμῖν φίλοι ἔσονται τὴν ἀρχήν, οἳ μήτε ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις —ἱκανοὶ γὰρ ἑαυτοῖς καὶ χωρὶς ὄντες— μήτε παρόντες χρείαν αὑτῶν ἔχουσιν; τοὺς δὴ τοιούτους τίς μηχανὴ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι ἀλλήλους; ―Οὐδεμία, ἔφη. ―Φίλοι [215c] δέ γε οὐκ ἂν εἶεν μὴ περὶ πολλοῦ ποιούμενοι ἑαυτούς. ―Ἀληθῆ.
***
Θέλοντας λοιπόν να ξεκουράσω το Μενέξενο, αλλά κι επειδή αισθάνθηκα κάποια ευχαρίστηση για την κλίση του άλλου στη φιλοσοφία, άλλαξα [213e] κι άρχισα να απευθύνομαι στο Λύσι. Νομίζω Λύσι, του είπα, πως είναι βάσιμο αυτό που λες, ότι δηλαδή αν η προηγούμενη εξέταση είχε γίνει σωστά, ίσως να μην καταλήγαμε σε τέτοια αποτυχία. Ας τον αφήσουμε λοιπόν τούτο το δρόμο —γιατί πραγματικά αυτή η θεωρητική έρευνα μου φαίνεται δύσκολη, σαν δρόμος δύσβατος— κι ας πάμε εκεί που είχαμε στραφεί κα προηγουμένως, [214a] στους ποιητές, που πραγματικά τους έχουμε σαν πατέρες της σοφίας και οδηγούς μας. Οι ποιητές, λοιπόν, διατυπώνουν μια, καθώς πιστεύω, όχι ασήμαντη άποψη σχετικά με το ποιοί είναι φίλοι: υποστηρίζουν ότι τους φίλους τούς κάνει ο ίδιος ο θεός, οδηγώντας τον ένα κοντά στον άλλο. Νομίζω μάλιστα ότι το εκφράζουν κάπως έτσι:
πάντα ο θεός φέρνει τον όμοιο κοντά στον όμοιο
[214b] και του τον γνωρίζει· ή μήπως δεν έτυχε να τους ακούσεις αυτούς τους στίχους; ―Ναι, τους ξέρω, είπε. ―Μήπως, επίσης, έτυχε να προσέξεις ότι και στα έργα των πιο μεγάλων σοφών λέγονται ακριβώς τα ίδια, δηλαδή, ότι αναγκαστικά το όμοιο είναι πάντοτε φίλο με το όμοιό του; Εννοώ βέβαια αυτούς που ερευνούν και γράφουν για τα προβλήματα της φύσης και του σύμπαντος. ―Αλήθεια λες, είπε. ―Λοιπόν, ρώτησα εγώ, είναι σωστό αυτό που λένε; ―Ίσως, απάντησε. ―Ίσως, είπα τότε εγώ, να είναι σωστό το μισό, ίσως όμως και ολόκληρο, και να μη το καταλαβαίνουμε. Πιστεύουμε δηλαδή ότι όσο περισσότερο ο κακός πλησιάζει [214c] και συναναστρέφεται τον κακό, τόσο περισσότερο τον μισεί. Γιατί κάνει αδικίες· και δεν είναι ποτέ δυνατό όσοι αδικούν και αδικούνται να είναι συνάμα και φίλοι. Ή μήπως δεν είναι έτσι; ―Ναι, είπε. ―Συνεπώς το μισό από αυτό που υποστηρίζουν οι ποιητές δεν είναι δυνατό να είναι αληθινό, εφόσον βέβαια οι κακοί θεωρηθούν όμοιοι μεταξύ τους. ―Σωστά. ―Νομίζω όμως ότι οι ποιητές εννοούν πως μόνο οι αγαθοί είναι όμοιοι μεταξύ τους, ενώ απεναντίας για τους κακούς —όπως άλλωστε και γενικότερα λέγεται γι᾽ αυτούς— πιστεύουν ότι δεν είναι όμοιοι ούτε καν με τον ίδιο τον εαυτό τους, αλλά [214d] ότι είναι άστατοι και ευμετάβλητοι. Και οτιδήποτε είναι ανόμοιο και διαφορετικό από τον εαυτό του πολύ δύσκολα μπορεί να γίνει όμοιο ή φιλικό με κάτι άλλο· ή μήπως δεν συμφωνείς; ―Συμφωνώ, είπε. ―Νομίζω, λοιπόν, καλέ μου φίλε, ότι αυτό υπονοούν όσοι λένε ότι το όμοιο είναι φιλικό με το όμοιο. Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι φίλος είναι αποκλειστικά ο αγαθός με τον αγαθό, ενώ, αντίθετα, ο κακός δεν πιάνει ποτέ φιλία ούτε με τον αγαθό ούτε με τον κακό. Δεν νομίζεις κι εσύ ότι έτσι είναι; ―Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. ―Συνεπώς ξέρουμε πια ποιοί είναι οι φίλοι: φαίνεται [214e] καθαρά από τη συζήτησή μας ότι φίλοι είναι οι αγαθοί. ―Βεβαιότατα, είπε.
Κι εγώ αυτό πιστεύω, είπα, μολονότι αισθάνομαι ότι υπάρχουν εδώ μερικές δυσκολίες. Έλα, λοιπόν, να δούμε ποιές, μα την αλήθεια, είναι οι υποψίες μου. Είναι ο όμοιος —στο μέτρο που είναι όμοιος— φίλος με τον όμοιό του και χρήσιμος; Ή ας το διατυπώσω καλύτερα έτσι: ποιά ωφέλεια ή ποιά βλάβη θα μπορούσε να προξενήσει οποιοδήποτε όμοιο πράγμα στο οποιοδήποτε όμοιό του, την οποία αυτό δεν θα μπορούσε να την προξενήσει και μόνο του στον εαυτό του; Ή: τί θα ήταν δυνατό να πάθει από το όμοιό του, που δεν θα μπορούσε να το κάνει [215a] και μόνο του στον εαυτό του; Πώς, λοιπόν, είναι δυνατό να αγαπηθούν αμοιβαία τα όμοια, αφού δεν μπορούν να προσφέρουν καμία βοήθεια το ένα στο άλλο; Είναι δυνατό; ―Όχι. ―Και πώς μπορεί να είναι φίλος όποιος δεν αγαπιέται; ―Με κανένα τρόπο. ―Επομένως, ο όμοιος δεν είναι δυνατό να είναι φίλος του όμοιου. Ο αγαθός όμως θα μπορούσε να είναι φίλος του αγαθού, στο μέτρο βέβαια που είναι αγαθός και όχι στο μέτρο που είναι όμοιος με αυτόν. Έτσι δεν είναι; ―Ίσως. ―Αλλά και κάτι άλλο: ο αγαθός, στο βαθμό που είναι αγαθός, δεν είναι και ικανός να επαρκεί στις ανάγκες του εαυτού του; ―Ναι. ―Και χάρη σ᾽ αυτή την επάρκειά του δεν έχει την ανάγκη κανενός. ―Χωρίς αμφιβολία. ―Και όποιος δεν έχει την ανάγκη [215b] κανενός δεν αγαπά και κανέναν. ―Φυσικά. ―Και όποιος δεν αγαπά δεν αισθάνεται και φιλία. ―Βέβαια. ―Και όποιος δεν αισθάνεται φιλία δεν είναι φίλος. ―Πραγματικά, δεν φαίνεται να είναι. ―Γιατί λοιπόν, να σκεφτούμε ότι οι αγαθοί μπορεί καν να γίνουν φίλοι των αγαθών, αφού ούτε όταν λείπουν είναι ποθητοί ο ένας στον άλλο —μια και επαρκούν στις ανάγκες τους ακόμη και όταν ο ένας είναι μακριά από τον άλλο— ούτε πάλι όταν είναι παρόντες χρειάζονται ο ένας τον άλλο; Πώς θα μπορούσαμε να τους κάνουμε να εκτιμήσουν την αξία μιας φιλικής σχέσης μεταξύ τους; ―Με κανένα τρόπο, είπε. ―Αφοί, λοιπόν, [215c] δεν εκτιμά ο ένας τον άλλο, δεν είναι δυνατό να είναι και φίλοι. ―Σωστά.
Ἐγὼ οὖν βουλόμενος τόν τε Μενέξενον ἀναπαῦσαι καὶ ἐκείνου ἡσθεὶς τῇ φιλοσοφίᾳ, οὕτω μεταβαλὼν πρὸς τὸν [213e] Λύσιν ἐποιούμην τοὺς λόγους, καὶ εἶπον· Ὦ Λύσι, ἀληθῆ μοι δοκεῖς λέγειν ὅτι εἰ ὀρθῶς ἡμεῖς ἐσκοποῦμεν, οὐκ ἄν ποτε οὕτως ἐπλανώμεθα. ἀλλὰ ταύτῃ μὲν μηκέτι ἴωμεν —καὶ γὰρ χαλεπή τίς μοι φαίνεται ὥσπερ ὁδὸς ἡ σκέψις— ᾗ δὲ ἐτράπημεν, δοκεῖ μοι χρῆναι ἰέναι, σκοποῦντα [τὰ] κατὰ [214a] τοὺς ποιητάς· οὗτοι γὰρ ἡμῖν ὥσπερ πατέρες τῆς σοφίας εἰσὶν καὶ ἡγεμόνες. λέγουσι δὲ δήπου οὐ φαύλως ἀποφαινόμενοι περὶ τῶν φίλων, οἳ τυγχάνουσιν ὄντες· ἀλλὰ τὸν θεὸν αὐτόν φασιν ποιεῖν φίλους αὐτούς, ἄγοντα παρ᾽ ἀλλήλους. λέγουσι δέ πως ταῦτα, ὡς ἐγᾦμαι, ὡδί—
αἰεί τοι τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον
[214b] καὶ ποιεῖ γνώριμον· ἢ οὐκ ἐντετύχηκας τούτοις τοῖς ἔπεσιν; ―Ἔγωγ᾽, ἔφη. ―Οὐκοῦν καὶ τοῖς τῶν σοφωτάτων συγγράμμασιν ἐντετύχηκας ταῦτα αὐτὰ λέγουσιν, ὅτι τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ ἀνάγκη ἀεὶ φίλον εἶναι; εἰσὶν δέ που οὗτοι οἱ περὶ φύσεώς τε καὶ τοῦ ὅλου διαλεγόμενοι καὶ γράφοντες. ―Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις. ―Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εὖ λέγουσιν; ―Ἴσως, ἔφη. ―Ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ ἥμισυ αὐτοῦ, ἴσως δὲ καὶ πᾶν, ἀλλ᾽ ἡμεῖς οὐ συνίεμεν. δοκεῖ γὰρ ἡμῖν ὅ γε πονηρὸς [214c] τῷ πονηρῷ, ὅσῳ ἂν ἐγγυτέρω προσίῃ καὶ μᾶλλον ὁμιλῇ, τοσούτῳ ἐχθίων γίγνεσθαι. ἀδικεῖ γάρ· ἀδικοῦντας δὲ καὶ ἀδικουμένους ἀδύνατόν που φίλους εἶναι. οὐχ οὕτως; ―Ναί, ἦ δ᾽ ὅς. ―Ταύτῃ μὲν ἂν τοίνυν τοῦ λεγομένου τὸ ἥμισυ οὐκ ἀληθὲς εἴη, εἴπερ οἱ πονηροὶ ἀλλήλοις ὅμοιοι. ―Ἀληθῆ λέγεις. ―Ἀλλά μοι δοκοῦσιν λέγειν τοὺς ἀγαθοὺς ὁμοίους εἶναι ἀλλήλοις καὶ φίλους, τοὺς δὲ κακούς, ὅπερ καὶ λέγεται περὶ αὐτῶν, μηδέποτε ὁμοίους μηδ᾽ αὐτοὺς αὑτοῖς εἶναι, ἀλλ᾽ [214d] ἐμπλήκτους τε καὶ ἀσταθμήτους· ὃ δὲ αὐτὸ αὑτῷ ἀνόμοιον εἴη καὶ διάφορον, σχολῇ γέ τῳ ἄλλῳ ὅμοιον ἢ φίλον γένοιτ᾽ ἄν. ἢ οὐ καὶ σοὶ δοκεῖ οὕτως; ―Ἔμοιγ᾽, ἔφη. ―Τοῦτο τοίνυν αἰνίττονται, ὡς ἐμοὶ δοκοῦσιν, ὦ ἑταῖρε, οἱ τὸ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ φίλον λέγοντες, ὡς ὁ ἀγαθὸς τῷ ἀγαθῷ μόνος μόνῳ φίλος, ὁ δὲ κακὸς οὔτε ἀγαθῷ οὔτε κακῷ οὐδέποτε εἰς ἀληθῆ φιλίαν ἔρχεται. συνδοκεῖ σοι; ―Κατένευσεν. ―Ἔχομεν ἄρα ἤδη τίνες εἰσὶν οἱ φίλοι· ὁ γὰρ λόγος ἡμῖν [214e] σημαίνει ὅτι οἳ ἂν ὦσιν ἀγαθοί. ―Πάνυ γε, ἔφη, δοκεῖ.
Καὶ ἐμοί, ἦν δ᾽ ἐγώ. καίτοι δυσχεραίνω τί γε ἐν αὐτῷ· φέρε οὖν, ὦ πρὸς Διός, ἴδωμεν τί καὶ ὑποπτεύω. ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ καθ᾽ ὅσον ὅμοιος φίλος, καὶ ἔστιν χρήσιμος ὁ τοιοῦτος τῷ τοιούτῳ; μᾶλλον δὲ ὧδε· ὁτιοῦν ὅμοιον ὁτῳοῦν ὁμοίῳ τίνα ὠφελίαν ἔχειν ἢ τίνα βλάβην ἂν ποιῆσαι δύναιτο, ὃ μὴ καὶ αὐτὸ αὑτῷ; ἢ τί ἂν παθεῖν, ὃ μὴ καὶ ὑφ᾽ [215a] αὑτοῦ πάθοι; τὰ δὴ τοιαῦτα πῶς ἂν ὑπ᾽ ἀλλήλων ἀγαπηθείη, μηδεμίαν ἐπικουρίαν ἀλλήλοις ἔχοντα; ἔστιν ὅπως; ―Οὐκ ἔστιν. ―Ὃ δὲ μὴ ἀγαπῷτο, πῶς φίλον; ―Οὐδαμῶς. ―Ἀλλὰ δὴ ὁ μὲν ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ οὐ φίλος· ὁ δὲ ἀγαθὸς τῷ ἀγαθῷ καθ᾽ ὅσον ἀγαθός, οὐ καθ᾽ ὅσον ὅμοιος, φίλος ἂν εἴη; ―Ἴσως. ―Τί δέ; οὐχ ὁ ἀγαθός, καθ᾽ ὅσον ἀγαθός, κατὰ τοσοῦτον ἱκανὸς ἂν εἴη αὑτῷ; ―Ναί. ―Ὁ δέ γε ἱκανὸς οὐδενὸς δεόμενος κατὰ τὴν ἱκανότητα. ―Πῶς γὰρ οὔ; ―Ὁ δὲ μή του [215b] δεόμενος οὐδέ τι ἀγαπῴη ἄν. ―Οὐ γὰρ οὖν. ―Ὃ δὲ μὴ ἀγαπῴη, οὐδ᾽ ἂν φιλοῖ. ―Οὐ δῆτα. ―Ὁ δὲ μὴ φιλῶν γε οὐ φίλος. ―Οὐ φαίνεται. ―Πῶς οὖν οἱ ἀγαθοὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἡμῖν φίλοι ἔσονται τὴν ἀρχήν, οἳ μήτε ἀπόντες ποθεινοὶ ἀλλήλοις —ἱκανοὶ γὰρ ἑαυτοῖς καὶ χωρὶς ὄντες— μήτε παρόντες χρείαν αὑτῶν ἔχουσιν; τοὺς δὴ τοιούτους τίς μηχανὴ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι ἀλλήλους; ―Οὐδεμία, ἔφη. ―Φίλοι [215c] δέ γε οὐκ ἂν εἶεν μὴ περὶ πολλοῦ ποιούμενοι ἑαυτούς. ―Ἀληθῆ.
***
Θέλοντας λοιπόν να ξεκουράσω το Μενέξενο, αλλά κι επειδή αισθάνθηκα κάποια ευχαρίστηση για την κλίση του άλλου στη φιλοσοφία, άλλαξα [213e] κι άρχισα να απευθύνομαι στο Λύσι. Νομίζω Λύσι, του είπα, πως είναι βάσιμο αυτό που λες, ότι δηλαδή αν η προηγούμενη εξέταση είχε γίνει σωστά, ίσως να μην καταλήγαμε σε τέτοια αποτυχία. Ας τον αφήσουμε λοιπόν τούτο το δρόμο —γιατί πραγματικά αυτή η θεωρητική έρευνα μου φαίνεται δύσκολη, σαν δρόμος δύσβατος— κι ας πάμε εκεί που είχαμε στραφεί κα προηγουμένως, [214a] στους ποιητές, που πραγματικά τους έχουμε σαν πατέρες της σοφίας και οδηγούς μας. Οι ποιητές, λοιπόν, διατυπώνουν μια, καθώς πιστεύω, όχι ασήμαντη άποψη σχετικά με το ποιοί είναι φίλοι: υποστηρίζουν ότι τους φίλους τούς κάνει ο ίδιος ο θεός, οδηγώντας τον ένα κοντά στον άλλο. Νομίζω μάλιστα ότι το εκφράζουν κάπως έτσι:
πάντα ο θεός φέρνει τον όμοιο κοντά στον όμοιο
[214b] και του τον γνωρίζει· ή μήπως δεν έτυχε να τους ακούσεις αυτούς τους στίχους; ―Ναι, τους ξέρω, είπε. ―Μήπως, επίσης, έτυχε να προσέξεις ότι και στα έργα των πιο μεγάλων σοφών λέγονται ακριβώς τα ίδια, δηλαδή, ότι αναγκαστικά το όμοιο είναι πάντοτε φίλο με το όμοιό του; Εννοώ βέβαια αυτούς που ερευνούν και γράφουν για τα προβλήματα της φύσης και του σύμπαντος. ―Αλήθεια λες, είπε. ―Λοιπόν, ρώτησα εγώ, είναι σωστό αυτό που λένε; ―Ίσως, απάντησε. ―Ίσως, είπα τότε εγώ, να είναι σωστό το μισό, ίσως όμως και ολόκληρο, και να μη το καταλαβαίνουμε. Πιστεύουμε δηλαδή ότι όσο περισσότερο ο κακός πλησιάζει [214c] και συναναστρέφεται τον κακό, τόσο περισσότερο τον μισεί. Γιατί κάνει αδικίες· και δεν είναι ποτέ δυνατό όσοι αδικούν και αδικούνται να είναι συνάμα και φίλοι. Ή μήπως δεν είναι έτσι; ―Ναι, είπε. ―Συνεπώς το μισό από αυτό που υποστηρίζουν οι ποιητές δεν είναι δυνατό να είναι αληθινό, εφόσον βέβαια οι κακοί θεωρηθούν όμοιοι μεταξύ τους. ―Σωστά. ―Νομίζω όμως ότι οι ποιητές εννοούν πως μόνο οι αγαθοί είναι όμοιοι μεταξύ τους, ενώ απεναντίας για τους κακούς —όπως άλλωστε και γενικότερα λέγεται γι᾽ αυτούς— πιστεύουν ότι δεν είναι όμοιοι ούτε καν με τον ίδιο τον εαυτό τους, αλλά [214d] ότι είναι άστατοι και ευμετάβλητοι. Και οτιδήποτε είναι ανόμοιο και διαφορετικό από τον εαυτό του πολύ δύσκολα μπορεί να γίνει όμοιο ή φιλικό με κάτι άλλο· ή μήπως δεν συμφωνείς; ―Συμφωνώ, είπε. ―Νομίζω, λοιπόν, καλέ μου φίλε, ότι αυτό υπονοούν όσοι λένε ότι το όμοιο είναι φιλικό με το όμοιο. Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι φίλος είναι αποκλειστικά ο αγαθός με τον αγαθό, ενώ, αντίθετα, ο κακός δεν πιάνει ποτέ φιλία ούτε με τον αγαθό ούτε με τον κακό. Δεν νομίζεις κι εσύ ότι έτσι είναι; ―Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. ―Συνεπώς ξέρουμε πια ποιοί είναι οι φίλοι: φαίνεται [214e] καθαρά από τη συζήτησή μας ότι φίλοι είναι οι αγαθοί. ―Βεβαιότατα, είπε.
Κι εγώ αυτό πιστεύω, είπα, μολονότι αισθάνομαι ότι υπάρχουν εδώ μερικές δυσκολίες. Έλα, λοιπόν, να δούμε ποιές, μα την αλήθεια, είναι οι υποψίες μου. Είναι ο όμοιος —στο μέτρο που είναι όμοιος— φίλος με τον όμοιό του και χρήσιμος; Ή ας το διατυπώσω καλύτερα έτσι: ποιά ωφέλεια ή ποιά βλάβη θα μπορούσε να προξενήσει οποιοδήποτε όμοιο πράγμα στο οποιοδήποτε όμοιό του, την οποία αυτό δεν θα μπορούσε να την προξενήσει και μόνο του στον εαυτό του; Ή: τί θα ήταν δυνατό να πάθει από το όμοιό του, που δεν θα μπορούσε να το κάνει [215a] και μόνο του στον εαυτό του; Πώς, λοιπόν, είναι δυνατό να αγαπηθούν αμοιβαία τα όμοια, αφού δεν μπορούν να προσφέρουν καμία βοήθεια το ένα στο άλλο; Είναι δυνατό; ―Όχι. ―Και πώς μπορεί να είναι φίλος όποιος δεν αγαπιέται; ―Με κανένα τρόπο. ―Επομένως, ο όμοιος δεν είναι δυνατό να είναι φίλος του όμοιου. Ο αγαθός όμως θα μπορούσε να είναι φίλος του αγαθού, στο μέτρο βέβαια που είναι αγαθός και όχι στο μέτρο που είναι όμοιος με αυτόν. Έτσι δεν είναι; ―Ίσως. ―Αλλά και κάτι άλλο: ο αγαθός, στο βαθμό που είναι αγαθός, δεν είναι και ικανός να επαρκεί στις ανάγκες του εαυτού του; ―Ναι. ―Και χάρη σ᾽ αυτή την επάρκειά του δεν έχει την ανάγκη κανενός. ―Χωρίς αμφιβολία. ―Και όποιος δεν έχει την ανάγκη [215b] κανενός δεν αγαπά και κανέναν. ―Φυσικά. ―Και όποιος δεν αγαπά δεν αισθάνεται και φιλία. ―Βέβαια. ―Και όποιος δεν αισθάνεται φιλία δεν είναι φίλος. ―Πραγματικά, δεν φαίνεται να είναι. ―Γιατί λοιπόν, να σκεφτούμε ότι οι αγαθοί μπορεί καν να γίνουν φίλοι των αγαθών, αφού ούτε όταν λείπουν είναι ποθητοί ο ένας στον άλλο —μια και επαρκούν στις ανάγκες τους ακόμη και όταν ο ένας είναι μακριά από τον άλλο— ούτε πάλι όταν είναι παρόντες χρειάζονται ο ένας τον άλλο; Πώς θα μπορούσαμε να τους κάνουμε να εκτιμήσουν την αξία μιας φιλικής σχέσης μεταξύ τους; ―Με κανένα τρόπο, είπε. ―Αφοί, λοιπόν, [215c] δεν εκτιμά ο ένας τον άλλο, δεν είναι δυνατό να είναι και φίλοι. ―Σωστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου