ΑΓΓΕΛΟΣ ‹Β›
ὦ δῶμ᾽ ὃ πρίν ποτ᾽ ηὐτύχεις ἀν᾽ Ἑλλάδα
1025 [Σιδωνίου γέροντος, ὃς τὸ γηγενὲς
δράκοντος ἔσπειρ᾽ ὄφιος ἐν γαίαι θέρος],
ὥς σε στενάζω, δοῦλος ὢν μὲν ἀλλ᾽ ὅμως
[χρηστοῖσι δούλοις συμφορὰ τὰ δεσποτῶν].
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστιν; ἐκ βακχῶν τι μηνύεις νέον;
1030 ΑΓ. Πενθεὺς ὄλωλε, παῖς Ἐχίονος πατρός.
ΧΟ. ὦναξ Βρόμιε, θεὸς φαίνηι μέγας.
ΑΓ. πῶς φήις; τί τοῦτ᾽ ἔλεξας; ἦ ᾽πὶ τοῖς ἐμοῖς
χαίρεις κακῶς πράσσουσι δεσπόταις, γύναι;
ΧΟ. εὐάζω ξένα μέλεσι βαρβάροις·
1035 οὐκέτι γὰρ δεσμῶν ὑπὸ φόβωι πτήσσω.
ΑΓ. Θήβας δ᾽ ἀνάνδρους ὧδ᾽ ἄγεις ‹. . .›;
ΧΟ. ὁ Διόνυσος ὁ Διόνυσος οὐ Θῆβαι
κράτος ἔχουσ᾽ ἐμόν.
ΑΓ. συγγνωστὰ μέν σοι, πλὴν ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις
1040 κακοῖσι χαίρειν, ὦ γυναῖκες, οὐ καλόν.
ΧΟ. ἔνεπέ μοι, φράσον· τίνι μόρωι θνήισκει
ἄδικος ἄδικά τ᾽ ἐκπορίζων ἀνήρ;
ΑΓ. ἐπεὶ θεράπνας τῆσδε Θηβαίας χθονὸς
λιπόντες ἐξέβημεν Ἀσωποῦ ῥοάς,
1045 λέπας Κιθαιρώνειον εἰσεβάλλομεν
Πενθεύς τε κἀγώ (δεσπότηι γὰρ εἱπόμην)
ξένος θ᾽ ὃς ἡμῖν πομπὸς ἦν θεωρίας.
πρῶτον μὲν οὖν ποιηρὸν ἵζομεν νάπος,
τά τ᾽ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ καὶ γλώσσης ἄπο
1050 σώιζοντες, ὡς ὁρῶιμεν οὐχ ὁρώμενοι.
ἦν δ᾽ ἄγκος ἀμφίκρημνον, ὕδασι διάβροχον,
πεύκαισι συσκιάζον, ἔνθα μαινάδες
καθῆντ᾽ ἔχουσαι χεῖρας ἐν τερπνοῖς πόνοις.
αἱ μὲν γὰρ αὐτῶν θύρσον ἐκλελοιπότα
1055 κισσῶι κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον,
αἱ δ᾽ ἐκλιποῦσαι ποικίλ᾽ ὡς πῶλοι ζυγὰ
βακχεῖον ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος.
***
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Ω δώμα,
1024 ευτυχισμένο άλλοτε στην Ελλάδα,
1027 πώς οδύρομαι για σένα — εγώ, ένας δούλος, και όμως.
ΧΟΡΟΣ
Τί έγινε; Φέρνεις μήπως κάποιο νέο από τις βάκχες;
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
1030 Ο Πενθέας, ο γιος του Εχίονος, δεν υπάρχει πια.
ΧΟΡΟΣ
Ω άναξ Διόνυσε, θεός φανερώνεσαι μέγας.
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Τί λες; Τί ξεστόμισες;
Αλήθεια, χαίρεσαι, γυναίκα,
για τη συμφορά που βρήκε τον αφέντη μου;
ΧΟΡΟΣ
1035 Ευοί, ευάν αλαλάζω ξένη με ξένες μελωδίες.
Δεν τρέμω πια τα δεσμά.
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Και η Θήβα —τί φαντάστηκες;— δεν έχει άντρες;
ΧΟΡΟΣ
Ο Διόνυσος ο Διόνυσος με κυβερνά,
όχι η Θήβα.
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Συγχωρείσαι βέβαια· όμως
να χαίρεστε, γυναίκες, με κακό που έγινε
1040 δεν είναι ωραίο.
ΧΟΡΟΣ
Λέγε μου, ιστόρησε, με τί θάνατο επήγε
ο άδικος άνδρας που έπραττε το άδικο;
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Όταν αφήσαμε πίσω μας τις παρυφές της Θήβας,
περάσαμε τις ροές του Ασωπού
1045 και προχωρήσαμε στα βράχια του Κιθαιρώνα
ο Πενθέας, εγώ —εγώ συνόδευα τον αφέντη μου—
και μαζί μας ο ξένος που μας οδηγούσε στο ταξίδι.
Σταματήσαμε πρώτα σε μια χλοερή κοιλάδα.
Εσίγησαν τα βήματά μας και η γλώσσα μας,
1050 για να βλέπουμε χωρίς να μας βλέπουν.
Ήταν ένα φαράγγι ανάμεσα σε γκρεμούς·
έτρεχαν νερά, το σκέπαζε ο ίσκιος του πεύκου.
Εκεί εκάθονταν οι μαινάδες,
με τα χέρια τους δοσμένα σε τερπνά έργα.
1055 Άλλες έστεφαν πάλι με κισσό τον γυμνωμένο θύρσο,
για να γίνει πυκνόμαλλος,
και άλλες, σαν τα πουλάρια
που απαλλάχθηκαν από τον σκαλιστό ζυγό,
αντιφωνώντας τραγουδούσαν μελωδίες βακχικές.
ὦ δῶμ᾽ ὃ πρίν ποτ᾽ ηὐτύχεις ἀν᾽ Ἑλλάδα
1025 [Σιδωνίου γέροντος, ὃς τὸ γηγενὲς
δράκοντος ἔσπειρ᾽ ὄφιος ἐν γαίαι θέρος],
ὥς σε στενάζω, δοῦλος ὢν μὲν ἀλλ᾽ ὅμως
[χρηστοῖσι δούλοις συμφορὰ τὰ δεσποτῶν].
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστιν; ἐκ βακχῶν τι μηνύεις νέον;
1030 ΑΓ. Πενθεὺς ὄλωλε, παῖς Ἐχίονος πατρός.
ΧΟ. ὦναξ Βρόμιε, θεὸς φαίνηι μέγας.
ΑΓ. πῶς φήις; τί τοῦτ᾽ ἔλεξας; ἦ ᾽πὶ τοῖς ἐμοῖς
χαίρεις κακῶς πράσσουσι δεσπόταις, γύναι;
ΧΟ. εὐάζω ξένα μέλεσι βαρβάροις·
1035 οὐκέτι γὰρ δεσμῶν ὑπὸ φόβωι πτήσσω.
ΑΓ. Θήβας δ᾽ ἀνάνδρους ὧδ᾽ ἄγεις ‹. . .›;
ΧΟ. ὁ Διόνυσος ὁ Διόνυσος οὐ Θῆβαι
κράτος ἔχουσ᾽ ἐμόν.
ΑΓ. συγγνωστὰ μέν σοι, πλὴν ἐπ᾽ ἐξειργασμένοις
1040 κακοῖσι χαίρειν, ὦ γυναῖκες, οὐ καλόν.
ΧΟ. ἔνεπέ μοι, φράσον· τίνι μόρωι θνήισκει
ἄδικος ἄδικά τ᾽ ἐκπορίζων ἀνήρ;
ΑΓ. ἐπεὶ θεράπνας τῆσδε Θηβαίας χθονὸς
λιπόντες ἐξέβημεν Ἀσωποῦ ῥοάς,
1045 λέπας Κιθαιρώνειον εἰσεβάλλομεν
Πενθεύς τε κἀγώ (δεσπότηι γὰρ εἱπόμην)
ξένος θ᾽ ὃς ἡμῖν πομπὸς ἦν θεωρίας.
πρῶτον μὲν οὖν ποιηρὸν ἵζομεν νάπος,
τά τ᾽ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ καὶ γλώσσης ἄπο
1050 σώιζοντες, ὡς ὁρῶιμεν οὐχ ὁρώμενοι.
ἦν δ᾽ ἄγκος ἀμφίκρημνον, ὕδασι διάβροχον,
πεύκαισι συσκιάζον, ἔνθα μαινάδες
καθῆντ᾽ ἔχουσαι χεῖρας ἐν τερπνοῖς πόνοις.
αἱ μὲν γὰρ αὐτῶν θύρσον ἐκλελοιπότα
1055 κισσῶι κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον,
αἱ δ᾽ ἐκλιποῦσαι ποικίλ᾽ ὡς πῶλοι ζυγὰ
βακχεῖον ἀντέκλαζον ἀλλήλαις μέλος.
***
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Ω δώμα,
1024 ευτυχισμένο άλλοτε στην Ελλάδα,
1027 πώς οδύρομαι για σένα — εγώ, ένας δούλος, και όμως.
ΧΟΡΟΣ
Τί έγινε; Φέρνεις μήπως κάποιο νέο από τις βάκχες;
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
1030 Ο Πενθέας, ο γιος του Εχίονος, δεν υπάρχει πια.
ΧΟΡΟΣ
Ω άναξ Διόνυσε, θεός φανερώνεσαι μέγας.
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Τί λες; Τί ξεστόμισες;
Αλήθεια, χαίρεσαι, γυναίκα,
για τη συμφορά που βρήκε τον αφέντη μου;
ΧΟΡΟΣ
1035 Ευοί, ευάν αλαλάζω ξένη με ξένες μελωδίες.
Δεν τρέμω πια τα δεσμά.
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Και η Θήβα —τί φαντάστηκες;— δεν έχει άντρες;
ΧΟΡΟΣ
Ο Διόνυσος ο Διόνυσος με κυβερνά,
όχι η Θήβα.
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Συγχωρείσαι βέβαια· όμως
να χαίρεστε, γυναίκες, με κακό που έγινε
1040 δεν είναι ωραίο.
ΧΟΡΟΣ
Λέγε μου, ιστόρησε, με τί θάνατο επήγε
ο άδικος άνδρας που έπραττε το άδικο;
ΑΓΓΕΛΟΣ Β’
Όταν αφήσαμε πίσω μας τις παρυφές της Θήβας,
περάσαμε τις ροές του Ασωπού
1045 και προχωρήσαμε στα βράχια του Κιθαιρώνα
ο Πενθέας, εγώ —εγώ συνόδευα τον αφέντη μου—
και μαζί μας ο ξένος που μας οδηγούσε στο ταξίδι.
Σταματήσαμε πρώτα σε μια χλοερή κοιλάδα.
Εσίγησαν τα βήματά μας και η γλώσσα μας,
1050 για να βλέπουμε χωρίς να μας βλέπουν.
Ήταν ένα φαράγγι ανάμεσα σε γκρεμούς·
έτρεχαν νερά, το σκέπαζε ο ίσκιος του πεύκου.
Εκεί εκάθονταν οι μαινάδες,
με τα χέρια τους δοσμένα σε τερπνά έργα.
1055 Άλλες έστεφαν πάλι με κισσό τον γυμνωμένο θύρσο,
για να γίνει πυκνόμαλλος,
και άλλες, σαν τα πουλάρια
που απαλλάχθηκαν από τον σκαλιστό ζυγό,
αντιφωνώντας τραγουδούσαν μελωδίες βακχικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου