280 ΑΛ. Ἄδμηθ᾽, ὁρᾷς γὰρ τἀμὰ πράγμαθ᾽ ὡς ἔχει,
λέξαι θέλω σοι πρὶν θανεῖν ἃ βούλομαι.
ἐγώ σε πρεσβεύουσα κἀντὶ τῆς ἐμῆς
ψυχῆς καταστήσασα φῶς τόδ᾽ εἰσορᾶν,
θνήσκω, παρόν μοι μὴ θανεῖν, ὑπὲρ σέθεν,
285 ἀλλ᾽ ἄνδρα τε σχεῖν Θεσσαλῶν ὃν ἤθελον,
καὶ δῶμα ναίειν ὄλβιον τυραννίδι.
οὐκ ἠθέλησα ζῆν ἀποσπασθεῖσά σου
σὺν παισὶν ὀρφανοῖσιν, οὐδ᾽ ἐφεισάμην,
ἥβης, ἔχουσα ἐν οἷς ἐτερπόμην ἐγώ.
290 καίτοι σ᾽ ὁ φύσας χἠ τεκοῦσα προύδοσαν,
καλῶς μὲν αὐτοῖς κατθανεῖν ἧκον βίου,
καλῶς δὲ σῶσαι παῖδα κεὐκλεῶς θανεῖν.
μόνος γὰρ αὐτοῖς ἦσθα, κοὔτις ἐλπὶς ἦν
σοῦ κατθανόντος ἄλλα φιτύσειν τέκνα.
295 κἀγώ τ᾽ ἂν ἔζων καὶ σὺ τὸν λοιπὸν χρόνον,
κοὐκ ἂν μονωθεὶς σῆς δάμαρτος ἔστενες
καὶ παῖδας ὠρφάνευες. ἀλλὰ ταῦτα μὲν
θεῶν τις ἐξέπραξεν ὥσθ᾽ οὕτως ἔχειν.
εἶεν· σύ νύν μοι τῶνδ᾽ ἀπόμνησαι χάριν·
300 αἰτήσομαι γάρ σ᾽ —ἀξίαν μὲν οὔποτε·
ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον—
δίκαια δ᾽, ὡς φήσεις σύ· τούσδε γὰρ φιλεῖς
οὐχ ἧσσον ἢ ᾽γὼ παῖδας, εἴπερ εὖ φρονεῖς·
τούτους ἀνάσχου δεσπότας ἐμῶν δόμων,
305 καὶ μὴ ᾽πιγήμῃς τοῖσδε μητρυιὰν τέκνοις,
ἥτις κακίων οὖσ᾽ ἐμοῦ γυνὴ φθόνῳ
τοῖς σοῖσι κἀμοῖς παισὶ χεῖρα προσβαλεῖ.
μὴ δῆτα δράσῃς ταῦτά γ᾽, αἰτοῦμαί σ᾽ ἐγώ.
ἐχθρὰ γὰρ ἡ ᾽πιοῦσα μητρυιὰ τέκνοις
310 τοῖς πρόσθ᾽, ἐχίδνης οὐδὲν ἠπιωτέρα.
καὶ παῖς μὲν ἄρσην πατέρ᾽ ἔχει πύργον μέγαν,
[ὃν καὶ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν].
σὺ δ᾽ ὦ τέκνον μοι, πῶς κορευθήσῃ καλῶς;
ποίας τυχοῦσα συζύγου τῷ σῷ πατρί;
315 μή σοί τιν᾽ αἰσχρὰν προσβαλοῦσα κληδόνα
ἥβης ἐν ἀκμῇ σοὺς διαφθείρῃ γάμους.
οὐ γάρ σε μήτηρ οὔτε νυμφεύσει ποτὲ
οὔτ᾽ ἐν τόκοισι σοῖσι θαρσυνεῖ, τέκνον,
παροῦσ᾽, ἵν᾽ οὐδὲν μητρὸς εὐμενέστερον.
320 δεῖ γὰρ θανεῖν με· καὶ τόδ᾽ οὐκ ἐς αὔριον
οὐδ᾽ ἐς τρίτην μοι μηνὸς ἔρχεται κακόν,
ἀλλ᾽ αὐτίκ᾽ ἐν τοῖς οὐκέτ᾽ οὖσι λέξομαι.
χαίροντες εὐφραίνοισθε· καὶ σοὶ μέν, πόσι,
γυναῖκ᾽ ἀρίστην ἔστι κομπάσαι λαβεῖν,
325 ὑμῖν δέ, παῖδες, μητρὸς ἐκπεφυκέναι.
ΧΟ. θάρσει· πρὸ τούτου γὰρ λέγειν οὐχ ἅζομαι·
δράσει τάδ᾽, εἴπερ μὴ φρενῶν ἁμαρτάνει.
***
Η Άλκηστη συνέρχεται λίγο και μιλεί τώρα πιο ήρεμα.280 ΑΛΚ. Άδμητε, βλέπεις πια πώς είμαι· θέλω
γι᾽ αυτό ν᾽ ακούσεις τί έχω στην καρδιά μου.
Τιμώντας σε, έχω δώσει τη ζωή μου,
για να βλέπεις εσύ τη λάμψη του ήλιου,
κι έτσι πεθαίνω· θα μπορούσα αυτό
να μην το κάμω· για άντρα μου να πάρω
όποιον ήθελα μες στη Θεσσαλία
και σαν πλούσια βασίλισσα να ζήσω.
Δε βάσταξε η καρδιά μου ν᾽ απομείνω
χωρίς εσένα, με τα δυο ορφανά μου,
της νιότης δε λυπήθηκα ν᾽ αφήσω
τα δώρα, όσο γλυκά για με κι αν ήταν.
290 Σε πρόδωσαν ωστόσο κι ο πατέρας
κι η μάνα που σ᾽ εγέννα, ενώ μπορούσαν,
σε στιγμή ταιριαστή στα χρόνια που έχουν,
και το γιο τους να σώσουν κι απ᾽ τον κόσμο
να φύγουν δοξασμένοι. Είσαι το μόνο
παιδί τους, κι άλλα τέκνα ν᾽ αποχτήσουν
καμιά πια ελπίδα βέβαια δεν τους μένει.
Θα ζούσα εγώ, μαζί κι εσύ, κι έτσι έρμος
δε θα ᾽κλαιες τη χαμένη σου γυναίκα,
κι ορφανά δε θ᾽ ανάθρεφες. Μα αυτά
κάποιος θεός θα τα ᾽φερε έτσι. Ας είναι.
300 Τώρα να ευγνωμονείς· θα σου ζητήσω
—όχι τ᾽ αντίτιμο, όχι· αντιζυγιάζει
τίποτα τη ζωή;— μονάχα κάτι,
θα ομολογήσεις κι ο ίδιος, που είναι δίκιο.
Τα δυο παιδιά μας τ᾽ αγαπάς —αν έχεις
το νου σου— όχι λιγότερο από μένα·
ανάστησέ τα αφέντες του σπιτιού μας·
μητριά να μην τους δώσεις, που, από μένα
κατώτερη, θ᾽ απλώσει φθόνου χέρι
πάνω στα δυο παιδιά σου και παιδιά μου.
Αυτό να μην το κάμεις, σε ικετεύω.
Πάντα η μητριά μισεί τους προγονούς της,
310 είναι γι᾽ αυτούς μια οχιά. Βέβαια τ᾽ αγόρι
πύργο έχει τον πατέρα του, μα εσύ,
κόρη μου, πώς της παρθενιάς τα χρόνια
χωρίς ψεγάδι θα περάσεις; Πώς
θα σου φερθεί η γυναίκα του γονιού σου;
Να μη σου βγάλει, πάνω στον ανθό σου,
κακό όνομα, κι ο γάμος σου χαλάσει.
Δε θα ᾽χεις τη μανούλα στη χαρά σου
κι ούτε στη γέννα θα βρεθεί κοντά σου,
για να σου δίνει θάρρος· τέτοιες ώρες
ποιός άλλος θα πονέσει σαν τη μάνα;
320 Γιατί πεθαίνω εγώ· κι όχι αύριο, κι ούτε
μεθαύριο· τώρα δα, σε λίγην ώρα,
θα λένε: είναι μ᾽ αυτούς που δεν υπάρχουν.
Έχετε γεια· να ᾽ναι η χαρά μαζί σας.
Άντρα μου, εσύ μπορείς να το παινιέσαι
πως είχες την καλύτερη γυναίκα,
κι εσείς, παιδιά, την πιο καλή μητέρα.
ΚΟΡ. Στ᾽ όνομά του το λέω· μην έχεις φόβο·
αν είναι με το νου του, αυτό θα κάμει.
λέξαι θέλω σοι πρὶν θανεῖν ἃ βούλομαι.
ἐγώ σε πρεσβεύουσα κἀντὶ τῆς ἐμῆς
ψυχῆς καταστήσασα φῶς τόδ᾽ εἰσορᾶν,
θνήσκω, παρόν μοι μὴ θανεῖν, ὑπὲρ σέθεν,
285 ἀλλ᾽ ἄνδρα τε σχεῖν Θεσσαλῶν ὃν ἤθελον,
καὶ δῶμα ναίειν ὄλβιον τυραννίδι.
οὐκ ἠθέλησα ζῆν ἀποσπασθεῖσά σου
σὺν παισὶν ὀρφανοῖσιν, οὐδ᾽ ἐφεισάμην,
ἥβης, ἔχουσα ἐν οἷς ἐτερπόμην ἐγώ.
290 καίτοι σ᾽ ὁ φύσας χἠ τεκοῦσα προύδοσαν,
καλῶς μὲν αὐτοῖς κατθανεῖν ἧκον βίου,
καλῶς δὲ σῶσαι παῖδα κεὐκλεῶς θανεῖν.
μόνος γὰρ αὐτοῖς ἦσθα, κοὔτις ἐλπὶς ἦν
σοῦ κατθανόντος ἄλλα φιτύσειν τέκνα.
295 κἀγώ τ᾽ ἂν ἔζων καὶ σὺ τὸν λοιπὸν χρόνον,
κοὐκ ἂν μονωθεὶς σῆς δάμαρτος ἔστενες
καὶ παῖδας ὠρφάνευες. ἀλλὰ ταῦτα μὲν
θεῶν τις ἐξέπραξεν ὥσθ᾽ οὕτως ἔχειν.
εἶεν· σύ νύν μοι τῶνδ᾽ ἀπόμνησαι χάριν·
300 αἰτήσομαι γάρ σ᾽ —ἀξίαν μὲν οὔποτε·
ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον—
δίκαια δ᾽, ὡς φήσεις σύ· τούσδε γὰρ φιλεῖς
οὐχ ἧσσον ἢ ᾽γὼ παῖδας, εἴπερ εὖ φρονεῖς·
τούτους ἀνάσχου δεσπότας ἐμῶν δόμων,
305 καὶ μὴ ᾽πιγήμῃς τοῖσδε μητρυιὰν τέκνοις,
ἥτις κακίων οὖσ᾽ ἐμοῦ γυνὴ φθόνῳ
τοῖς σοῖσι κἀμοῖς παισὶ χεῖρα προσβαλεῖ.
μὴ δῆτα δράσῃς ταῦτά γ᾽, αἰτοῦμαί σ᾽ ἐγώ.
ἐχθρὰ γὰρ ἡ ᾽πιοῦσα μητρυιὰ τέκνοις
310 τοῖς πρόσθ᾽, ἐχίδνης οὐδὲν ἠπιωτέρα.
καὶ παῖς μὲν ἄρσην πατέρ᾽ ἔχει πύργον μέγαν,
[ὃν καὶ προσεῖπε καὶ προσερρήθη πάλιν].
σὺ δ᾽ ὦ τέκνον μοι, πῶς κορευθήσῃ καλῶς;
ποίας τυχοῦσα συζύγου τῷ σῷ πατρί;
315 μή σοί τιν᾽ αἰσχρὰν προσβαλοῦσα κληδόνα
ἥβης ἐν ἀκμῇ σοὺς διαφθείρῃ γάμους.
οὐ γάρ σε μήτηρ οὔτε νυμφεύσει ποτὲ
οὔτ᾽ ἐν τόκοισι σοῖσι θαρσυνεῖ, τέκνον,
παροῦσ᾽, ἵν᾽ οὐδὲν μητρὸς εὐμενέστερον.
320 δεῖ γὰρ θανεῖν με· καὶ τόδ᾽ οὐκ ἐς αὔριον
οὐδ᾽ ἐς τρίτην μοι μηνὸς ἔρχεται κακόν,
ἀλλ᾽ αὐτίκ᾽ ἐν τοῖς οὐκέτ᾽ οὖσι λέξομαι.
χαίροντες εὐφραίνοισθε· καὶ σοὶ μέν, πόσι,
γυναῖκ᾽ ἀρίστην ἔστι κομπάσαι λαβεῖν,
325 ὑμῖν δέ, παῖδες, μητρὸς ἐκπεφυκέναι.
ΧΟ. θάρσει· πρὸ τούτου γὰρ λέγειν οὐχ ἅζομαι·
δράσει τάδ᾽, εἴπερ μὴ φρενῶν ἁμαρτάνει.
***
Η Άλκηστη συνέρχεται λίγο και μιλεί τώρα πιο ήρεμα.280 ΑΛΚ. Άδμητε, βλέπεις πια πώς είμαι· θέλω
γι᾽ αυτό ν᾽ ακούσεις τί έχω στην καρδιά μου.
Τιμώντας σε, έχω δώσει τη ζωή μου,
για να βλέπεις εσύ τη λάμψη του ήλιου,
κι έτσι πεθαίνω· θα μπορούσα αυτό
να μην το κάμω· για άντρα μου να πάρω
όποιον ήθελα μες στη Θεσσαλία
και σαν πλούσια βασίλισσα να ζήσω.
Δε βάσταξε η καρδιά μου ν᾽ απομείνω
χωρίς εσένα, με τα δυο ορφανά μου,
της νιότης δε λυπήθηκα ν᾽ αφήσω
τα δώρα, όσο γλυκά για με κι αν ήταν.
290 Σε πρόδωσαν ωστόσο κι ο πατέρας
κι η μάνα που σ᾽ εγέννα, ενώ μπορούσαν,
σε στιγμή ταιριαστή στα χρόνια που έχουν,
και το γιο τους να σώσουν κι απ᾽ τον κόσμο
να φύγουν δοξασμένοι. Είσαι το μόνο
παιδί τους, κι άλλα τέκνα ν᾽ αποχτήσουν
καμιά πια ελπίδα βέβαια δεν τους μένει.
Θα ζούσα εγώ, μαζί κι εσύ, κι έτσι έρμος
δε θα ᾽κλαιες τη χαμένη σου γυναίκα,
κι ορφανά δε θ᾽ ανάθρεφες. Μα αυτά
κάποιος θεός θα τα ᾽φερε έτσι. Ας είναι.
300 Τώρα να ευγνωμονείς· θα σου ζητήσω
—όχι τ᾽ αντίτιμο, όχι· αντιζυγιάζει
τίποτα τη ζωή;— μονάχα κάτι,
θα ομολογήσεις κι ο ίδιος, που είναι δίκιο.
Τα δυο παιδιά μας τ᾽ αγαπάς —αν έχεις
το νου σου— όχι λιγότερο από μένα·
ανάστησέ τα αφέντες του σπιτιού μας·
μητριά να μην τους δώσεις, που, από μένα
κατώτερη, θ᾽ απλώσει φθόνου χέρι
πάνω στα δυο παιδιά σου και παιδιά μου.
Αυτό να μην το κάμεις, σε ικετεύω.
Πάντα η μητριά μισεί τους προγονούς της,
310 είναι γι᾽ αυτούς μια οχιά. Βέβαια τ᾽ αγόρι
πύργο έχει τον πατέρα του, μα εσύ,
κόρη μου, πώς της παρθενιάς τα χρόνια
χωρίς ψεγάδι θα περάσεις; Πώς
θα σου φερθεί η γυναίκα του γονιού σου;
Να μη σου βγάλει, πάνω στον ανθό σου,
κακό όνομα, κι ο γάμος σου χαλάσει.
Δε θα ᾽χεις τη μανούλα στη χαρά σου
κι ούτε στη γέννα θα βρεθεί κοντά σου,
για να σου δίνει θάρρος· τέτοιες ώρες
ποιός άλλος θα πονέσει σαν τη μάνα;
320 Γιατί πεθαίνω εγώ· κι όχι αύριο, κι ούτε
μεθαύριο· τώρα δα, σε λίγην ώρα,
θα λένε: είναι μ᾽ αυτούς που δεν υπάρχουν.
Έχετε γεια· να ᾽ναι η χαρά μαζί σας.
Άντρα μου, εσύ μπορείς να το παινιέσαι
πως είχες την καλύτερη γυναίκα,
κι εσείς, παιδιά, την πιο καλή μητέρα.
ΚΟΡ. Στ᾽ όνομά του το λέω· μην έχεις φόβο·
αν είναι με το νου του, αυτό θα κάμει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου