Δεν παύω να αναρωτιέμαι αν η ζωή πράγματι γίνεται καλύτερη μέρα με τη μέρα. Το μεγαλύτερο μέρος της Σιγκαπούρης έμοιαζε με ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, γεμάτο ανθρώπους που πουλούσαν και άλλους που αγόραζαν. Μεγάλο μέρος από αυτό το ΑΕΠ, σκέφτηκα, δεν ήταν παρά chindogu, μια λέξη που χρησιμοποιούν οι Ιάπωνες για να περιγράψουν όλα τα άχρηστα μικροπράγματα που αγοράζουμε, όπως υαλοκαθαριστήρες για τα γυαλιά μας – το αγαπημένο μου παράδειγμα. Αλλά ο όρος chindogu αναφέρεται και στο επιπλέον ζευγάρι παπούτσια που δεν μου είναι απαραίτητα, τις είκοσι γραβάτες που κρέμονται στην ντουλάπα μου και δεν φορώ ποτέ, τα βιβλία που παραγγέλνω από το Amazon.com σε μια παρόρμηση, αλλά δεν μπαίνω ποτέ στον κόπο να διαβάσω, ή όλα αυτά τα ακριβά προϊόντα που εξυπηρετούν την «ωνιο-θεραπεία» του γιου μας.
Ο όρος chindogu αποτελεί ένα από τα πρώτα σημάδια του προβλήματος υπερβολής του καπιταλισμού. Η οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι ξοδεύουν όλο και περισσότερα χρήματα. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας για όλο και περισσότερους ανθρώπους, γεννά περισσότερα χρήματα για να ξοδέψει κανείς σε περισσότερα πράγματα, και η σπείρα της ανάπτυξης συνεχίζει να ανεβαίνει. Είναι αυτό το είδος σπείρας που η Αμερική είχε την τύχη να απολαύσει στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και, με μερικά σκαμπανεβάσματα, αποτελεί την ιστορία της διεθνούς οικονομίας τα τελευταία 50 χρόνια. Δύσκολα κανείς θα το χαρακτήριζε ως πρόβλημα.
Και ούτε είναι, όσο υπάρχουν όλο και περισσότερες ορέξεις που αναζητούν την ικανοποίηση. Ο καπιταλισμός παραπαίει όταν μειώνεται η ζήτηση, όταν υπερβαίνουμε τις ανάγκες μας και δεν μπορούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι θέλουμε περισσότερα απ’ όσα έχουμε. Μια τέτοια τρεκλίζουσα καταναλωτική ζήτηση αποτέλεσε το πρόβλημα της Ιαπωνίας στη δεκαετία του ’90, και οδήγησε την κυβέρνηση να προτείνει την παροχή κουπονιών προκειμένου να δελεάσει τον κόσμο να μπει στα καταστήματα και να ψωνίσει. Τα νέα προϊόντα και οι νέες εκδόσεις τους, γαργαλούν την όρεξή μας και κρατούν ζωντανή τη ζήτηση. Την ίδια επίδραση ασκεί και η επιθυμία μας να αποκτήσουμε ό,τι έχουν και οι άλλοι, ή να αποκτήσουμε αυτό που δεν έχουν. Η μόδα, με τον τρόπο που προωθείται από τη διαφήμιση, είναι ένα σημαντικό διεγερτικό της ζήτησης, όπως άλλωστε και η ζήλια.
Είχα αρκετές γνώσεις Οικονομικών, ώστε να αναγνωρίσω ότι το chindogu εξασφάλιζε θέσεις εργασίας και χρήμα για ξόδεμα, αλλά κάτι μέσα μου ανησυχούσε για όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα, το χάσιμο χρόνου των ανθρώπων αλλά και για τη σπατάλη των υλικών. Δεν θα πρέπει να είναι και τόσο ευχάριστο να στέκεσαι όλη τη μέρα σε ένα τέτοιο εμπορικό κέντρο, συχνά και ολόκληρη τη νύχτα, προσπαθώντας να πουλήσεις chindogu, όσο και αν αυτό έχει πέραση. Ούτε θα πρέπει να είναι ευχάριστο να είσαι κάποιος από αυτούς που το παράγουν σε ένα εργοστάσιο ή, στις μέρες μας, να είσαι καθηλωμένος σε ένα τηλεφωνικό κέντρο υποστηρίζοντας μια ακόμα άχρηστη ιστοσελίδα. Δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να περνάς τη ζωή σου, σκέφτηκα, ακόμα και αν σου παρέχει τα προς το ζην.
Ένα μέρος του εαυτού μου ανησυχούσε επίσης για έναν κόσμο όπου οι πλούσιοι είναι εγκλωβισμένοι στη σπείρα της ανάπτυξης και της αυξανόμενης χλιδής, ενώ πάνω από 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο εξακολουθούν να ζουν στη φτώχεια – μια ανισομέρεια που ο καπιταλισμός δεν φαίνεται να έχει τη δύναμη να διορθώσει, αντιθέτως τη χειροτερεύει. Η Σιγκαπούρη, ωστόσο, απέδειξε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να τιθασευτεί προς όφελος των φτωχών, χάρη σε μια αποφασιστική ηγεσία. Μέσα σε 30 χρόνια κατάφερε να βγάλει από τη φτώχεια όλους τους κατοίκους της, ενώ έδειξε σε ορισμένους ότι οι αυξανόμενες φιλοδοξίες τους δημιουργούν και αυτές τα δικά τους προβλήματα.
«Είναι παράξενο», μου είπε εκεί ένας νεαρός Κινέζος τραπεζίτης, «κερδίζω πέντε φορές περισσότερα από όσα κέρδιζε ο πατέρας μου. Όμως οι γονείς μου είχαν ένα σπίτι με κήπο, έναν μόνιμο υπηρέτη στο σπίτι και αυτοκίνητο. Τα σπίτια με κήπο σήμερα είναι πολύ σπάνια και πολύ ακριβά. Μένω σε ένα διαμέρισμα πέμπτου ορόφου χωρίς υπηρέτη. Δεν έχω αυτοκίνητο γιατί πρέπει πρώτα να αγοράσεις την άδεια, η οποία κοστίζει όσο και το αυτοκίνητο. Ο πατέρας μου γυρνούσε στο σπίτι στις 6 κάθε απόγευμα. Εγώ συνήθως δεν γυρίζω σπίτι πριν τις 9. Ειλικρινά δεν μπορώ να πω ποιος πραγματικά είναι πιο πλούσιος – εγώ ή ο πατέρας μου;».
Αυτό είναι ένα ακόμα πρόβλημα σε ένα επιτυχημένο καπιταλιστικό σύστημα: πρέπει να κολυμπήσεις με τη διπλή ένταση για να καταφέρεις να μείνεις στο ίδιο σημείο. Σήμερα απαιτούνται δυο εισοδήματα και πολύ περισσότερες ώρες εργασίας ημερησίως για να καταφέρεις να ζήσεις συγκριτικά τόσο καλά όσο ο πατέρας σου, που τα κατάφερνε με ένα εισόδημα. Ο όρος «συγκριτικά» είναι σημαντικός, αφού πολύ λίγοι είναι αυτοί που θα ήθελαν πραγματικά να επιστρέψουν στις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι γονείς μας, παρά τη νοσταλγική διάθεση για την πιο χαλαρή και εύκολη ζωή. Η πραγματικότητα είναι ότι συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους γύρω μας και όχι με το παρελθόν, ή τους γονείς μας. Το ποτάμι της αφθονίας μπορεί να κινείται γοργά και να μας συμπαρασύρει, αλλά αν δεν έχουμε το νου μας στην όχθη, παρά κοιτάζουμε μόνον αυτούς που βρίσκονται δίπλα μας, θα έχουμε την αίσθηση ότι δεν κινούμαστε καθόλου.
Ο όρος chindogu αποτελεί ένα από τα πρώτα σημάδια του προβλήματος υπερβολής του καπιταλισμού. Η οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι ξοδεύουν όλο και περισσότερα χρήματα. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας για όλο και περισσότερους ανθρώπους, γεννά περισσότερα χρήματα για να ξοδέψει κανείς σε περισσότερα πράγματα, και η σπείρα της ανάπτυξης συνεχίζει να ανεβαίνει. Είναι αυτό το είδος σπείρας που η Αμερική είχε την τύχη να απολαύσει στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και, με μερικά σκαμπανεβάσματα, αποτελεί την ιστορία της διεθνούς οικονομίας τα τελευταία 50 χρόνια. Δύσκολα κανείς θα το χαρακτήριζε ως πρόβλημα.
Και ούτε είναι, όσο υπάρχουν όλο και περισσότερες ορέξεις που αναζητούν την ικανοποίηση. Ο καπιταλισμός παραπαίει όταν μειώνεται η ζήτηση, όταν υπερβαίνουμε τις ανάγκες μας και δεν μπορούμε να πείσουμε τον εαυτό μας ότι θέλουμε περισσότερα απ’ όσα έχουμε. Μια τέτοια τρεκλίζουσα καταναλωτική ζήτηση αποτέλεσε το πρόβλημα της Ιαπωνίας στη δεκαετία του ’90, και οδήγησε την κυβέρνηση να προτείνει την παροχή κουπονιών προκειμένου να δελεάσει τον κόσμο να μπει στα καταστήματα και να ψωνίσει. Τα νέα προϊόντα και οι νέες εκδόσεις τους, γαργαλούν την όρεξή μας και κρατούν ζωντανή τη ζήτηση. Την ίδια επίδραση ασκεί και η επιθυμία μας να αποκτήσουμε ό,τι έχουν και οι άλλοι, ή να αποκτήσουμε αυτό που δεν έχουν. Η μόδα, με τον τρόπο που προωθείται από τη διαφήμιση, είναι ένα σημαντικό διεγερτικό της ζήτησης, όπως άλλωστε και η ζήλια.
Είχα αρκετές γνώσεις Οικονομικών, ώστε να αναγνωρίσω ότι το chindogu εξασφάλιζε θέσεις εργασίας και χρήμα για ξόδεμα, αλλά κάτι μέσα μου ανησυχούσε για όλα αυτά τα άχρηστα πράγματα, το χάσιμο χρόνου των ανθρώπων αλλά και για τη σπατάλη των υλικών. Δεν θα πρέπει να είναι και τόσο ευχάριστο να στέκεσαι όλη τη μέρα σε ένα τέτοιο εμπορικό κέντρο, συχνά και ολόκληρη τη νύχτα, προσπαθώντας να πουλήσεις chindogu, όσο και αν αυτό έχει πέραση. Ούτε θα πρέπει να είναι ευχάριστο να είσαι κάποιος από αυτούς που το παράγουν σε ένα εργοστάσιο ή, στις μέρες μας, να είσαι καθηλωμένος σε ένα τηλεφωνικό κέντρο υποστηρίζοντας μια ακόμα άχρηστη ιστοσελίδα. Δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να περνάς τη ζωή σου, σκέφτηκα, ακόμα και αν σου παρέχει τα προς το ζην.
Ένα μέρος του εαυτού μου ανησυχούσε επίσης για έναν κόσμο όπου οι πλούσιοι είναι εγκλωβισμένοι στη σπείρα της ανάπτυξης και της αυξανόμενης χλιδής, ενώ πάνω από 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο εξακολουθούν να ζουν στη φτώχεια – μια ανισομέρεια που ο καπιταλισμός δεν φαίνεται να έχει τη δύναμη να διορθώσει, αντιθέτως τη χειροτερεύει. Η Σιγκαπούρη, ωστόσο, απέδειξε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να τιθασευτεί προς όφελος των φτωχών, χάρη σε μια αποφασιστική ηγεσία. Μέσα σε 30 χρόνια κατάφερε να βγάλει από τη φτώχεια όλους τους κατοίκους της, ενώ έδειξε σε ορισμένους ότι οι αυξανόμενες φιλοδοξίες τους δημιουργούν και αυτές τα δικά τους προβλήματα.
«Είναι παράξενο», μου είπε εκεί ένας νεαρός Κινέζος τραπεζίτης, «κερδίζω πέντε φορές περισσότερα από όσα κέρδιζε ο πατέρας μου. Όμως οι γονείς μου είχαν ένα σπίτι με κήπο, έναν μόνιμο υπηρέτη στο σπίτι και αυτοκίνητο. Τα σπίτια με κήπο σήμερα είναι πολύ σπάνια και πολύ ακριβά. Μένω σε ένα διαμέρισμα πέμπτου ορόφου χωρίς υπηρέτη. Δεν έχω αυτοκίνητο γιατί πρέπει πρώτα να αγοράσεις την άδεια, η οποία κοστίζει όσο και το αυτοκίνητο. Ο πατέρας μου γυρνούσε στο σπίτι στις 6 κάθε απόγευμα. Εγώ συνήθως δεν γυρίζω σπίτι πριν τις 9. Ειλικρινά δεν μπορώ να πω ποιος πραγματικά είναι πιο πλούσιος – εγώ ή ο πατέρας μου;».
Αυτό είναι ένα ακόμα πρόβλημα σε ένα επιτυχημένο καπιταλιστικό σύστημα: πρέπει να κολυμπήσεις με τη διπλή ένταση για να καταφέρεις να μείνεις στο ίδιο σημείο. Σήμερα απαιτούνται δυο εισοδήματα και πολύ περισσότερες ώρες εργασίας ημερησίως για να καταφέρεις να ζήσεις συγκριτικά τόσο καλά όσο ο πατέρας σου, που τα κατάφερνε με ένα εισόδημα. Ο όρος «συγκριτικά» είναι σημαντικός, αφού πολύ λίγοι είναι αυτοί που θα ήθελαν πραγματικά να επιστρέψουν στις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι γονείς μας, παρά τη νοσταλγική διάθεση για την πιο χαλαρή και εύκολη ζωή. Η πραγματικότητα είναι ότι συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους γύρω μας και όχι με το παρελθόν, ή τους γονείς μας. Το ποτάμι της αφθονίας μπορεί να κινείται γοργά και να μας συμπαρασύρει, αλλά αν δεν έχουμε το νου μας στην όχθη, παρά κοιτάζουμε μόνον αυτούς που βρίσκονται δίπλα μας, θα έχουμε την αίσθηση ότι δεν κινούμαστε καθόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου