Το νέο πλαίσιο. Ρητορική και λογοτεχνία
Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και την επικράτηση των Μακεδόνων οι ελληνικές πόλεις παύουν να είναι ανεξάρτητες. Μαζί με την αυτονομία τους σβήνει και η πολιτική των λαϊκών συνελεύσεων, όπου οι εύγλωττοι ομιλητές είχαν την ευκαιρία να αναδείξουν τη ρητορική τους δύναμη. Βεβαίως, η ρητορεία ακολουθεί τον δρόμο της στις ελεύθερες πόλεις της Ανατολής. Αλλά και στην ίδια την Αθήνα αρχίζει να εκδηλώνεται προς το τέλος του 4ου αι. μια τάση προς το παθητικό και το ανθηρό ύφος, που παραπέμπει στην «ασιανική» ρητορεία, τη ρητορεία που αναπτύσσεται από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. στις ελεύθερες πόλεις της Μ. Ασίας και των παραλίων της. Άλλωστε ο δημόσιος λόγος δεν παύει να εκφωνείται: η ρητορεία είχε με βεβαιότητα την ιδιαίτερα σημαντική θέση της στις διπλωματικές αποστολές, τις οποίες αναλάμβαναν συχνά φιλόσοφοι, ενώ τις δικανικές υποθέσεις υποστήριζαν κατά κανόνα εξασκημένοι ομιλητές, που ήταν σε θέση ασφαλώς ολοένα και περισσότερο, καθώς προχωρούμε μέσα στον 4ο αι., να εμβαθύνουν σε θέματα ύφους του λόγου και χρήσης των επιχειρημάτων.
Το μεγαλύτερο μέρος της ρητορείας και των ρητορικών συγγραμμάτων αυτής της περιόδου (323-31/30 π.Χ.) δεν μας έχει διασωθεί. Οι σχετικές πληροφορίες αντλούνται από αποσπάσματα, την έμμεση παράδοση και τα λατινικά κείμενα του Κικέρωνα (106-43 π.Χ.), του επιφανέστερου ρήτορα της Ρώμης, και του Κοϊντιλιανού (35-96; μ.Χ.), του σημαντικότερου ρητοροδιδάσκαλου της ρωμαϊκής αρχαιότητας.
Μπορούμε πάντως να πούμε με βεβαιότητα ότι η εύρεση των επιχειρημάτων και το ύφος είναι τα ἔργα του ρήτορα που απολαμβάνουν κατά την ελληνιστική περίοδο τη μεγαλύτερη προσοχή και τη συστηματικότερη πραγμάτευση. Επιπλέον, η ρητορική αποκτά τώρα μια νέα λειτουργία: γίνεται πια «το σημαντικότερο όργανο μιας μέσης γενικής παιδείας». Η διδασκαλία της, που περιλαμβάνει τη μελέτη των κλασικών και την πρακτική εξάσκηση στο ύφος και την επιχειρηματολογία, εγγυάται υψηλό επίπεδο χρήσης των ελληνικών στον γραπτό και τον προφορικό λόγο.
Εξάλλου το σύστημα της ρητορικής τέχνης, που κατά τους ελληνιστικούς χρόνους αναπτύσσεται και εμπλουτίζεται στο σύνολό του, υπηρετεί τη σύνθεση λόγου με λογοτεχνικές αξιώσεις, ενώ προσφέρει μια υποτυπώδη «θεωρία της λογοτεχνίας». Το έργο Περὶ ἑρμηνείας, ενδεχομένως του Δημητρίου από το Φάληρον, τα συγγράμματα ρητορικής του Διονύσιου από την Αλικαρνασσό, ή το έργο Περὶ Ὕψους, που αποδίδεται σε κάποιον Διονύσιο ή σε κάποιον Λογγίνο ή και στον Διονύσιο Λογγίνο, είναι ταυτόχρονα και συγγράμματα κριτικής του λόγου. Έτσι η σύνδεση της ποιητικής με τη ρητορική, που ενυπάρχει κιόλας στα ομώνυμα αριστοτελικά συγγράμματα, βαθαίνει κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και προβάλλει με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Άλλωστε η ρητορική διδασκαλία (μέσα από τη θεωρία της αλλά και τις εφαρμογές της) συνδιαμορφώνει τις τάσεις στη λογοτεχνική παραγωγή. Επιδράσεις δέχεται η ιστοριογραφία, η μυθιστορία, η νουβέλα, η επιστολογραφία αλλά και η ποίηση. Οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται γενικά σε πρώιμη μορφή από τον 1ο αι. π.Χ. (στο ελληνόφωνο περιβάλλον κατά περίπτωση κιόλας από τον 2ο αιώνα) και παίρνουν διαστάσεις μέσα στους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ερώτημα αν προϋποθέτει ο τύπος του ρητορικού προγυμνάσματος που είναι γνωστός ως διήγημα το ελληνιστικό ερωτικό μυθιστόρημα ως ήδη διαμορφωμένη λογοτεχνική μορφή ή αν, αντίστροφα, το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος γεννήθηκε κάτω από την επίδραση και του διηγήματος. Σε κάθε περίπτωση, το διήγημα παρουσιάζει ιδιαίτερη συγγένεια με την ύστερη ερωτική και ιστορική τραγωδία όπως και με τη «νέα κωμωδία». Ίσως λοιπόν ο χαρακτηρισμός του μυθιστορήματος της ύστερης εποχής ως δράματος ή δραματικού (ενν. διηγήματος) να αποτυπώνει ακριβώς την προέλευση του μυθιστορήματος από τη συγκεκριμένη ρητορική άσκηση.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι τα κέντρα ρητορείας και ρητορικής θεωρίας εντοπίζονται πια εκτός Αθηνών: στην Ανατολή η Ρόδος και οι πόλεις της Μικράς Ασίας, στη Δύση η Ρώμη αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο και γίνονται οι τόποι εκδήλωσης και ανάπτυξης νέων τάσεων, ιδιαίτερα σημαντικών για την ιστορία της ρητορικής, όπως αυτών του ασιανισμού και του αττικισμού.
Θεόφραστος
Ο μαθητής του Αριστοτέλη και διάδοχός του στην κεφαλή του Περιπάτου, o Θεόφραστος (371/0-287/6 π.Χ.), ίσως οφείλει το όνομά του στο θείο χάρισμα του λόγου, που προφανώς τον διέκρινε (Grammatici Latini 4, p. 530 Keil). Εμπνεύστηκε την ενασχόληση με τη ρητορική τέχνη από τον δάσκαλό του, και η αλήθεια είναι πως αν η αριστοτελική Ρητορική επέδρασε στους μεταγενέστερους, αυτό οφείλεται κυρίως στην επιρροή που άσκησε ο μαθητής του δημιουργού της και ταυτόχρονα σημαντικός μεσολαβητής στην ιστορία της παράδοσής της.
Τα περισσότερα από τα έργα του Θεόφραστου έχουν χαθεί. Τα σημαντικά επιτεύγματά του στην ιστορία της ρητορικής -από τα πολυάριθμα συγγράμματά του είκοσι περίπου αφορούσαν τη συγκεκριμένη τέχνη- μας είναι γνωστά μόνο από τις πληροφορίες που διέσωσαν μεταγενέστεροι κλάδοι της παράδοσης, κυρίως ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της ρωμαϊκής δικανικής ρητορείας και θεωρητικός της ρητορικής στη Ρώμη του πρώτου μισού του 1ου αι. π.Χ., ο Κικέρωνας.
Στα έργα του πραγματεύτηκε ζητήματα σχετικά με το ρητορικό επιχείρημα, ιδιαίτερα σημαντική όμως ήταν η συμβολή του στη μελέτη του ύφους και των σχετικών ζητημάτων - η πραγματεία του Περί λέξεως ανήκει στα συχνότερα αναφερόμενα έργα του. Η διδασκαλία του είχε πιθανότατα ως κέντρο τις τέσσερις αρετές της λέξης (ἀρεταὶ τῆς λέξεως, virtutes/laudes orationis) (Κικέρων, Orator 23-24.79): ἑλληνισμός, σαφήνεια, πρέπον, κόσμοςˑ τη δεύτερη και την τρίτη αρετή τις είχε διακρίνει κιόλας ο Αριστοτέλης (Ῥητορική 3.2.1404b1-4). Οι τέσσερις αυτές αρετές δίνουν την εντύπωση μιας κλίμακας που προχωρεί από το απλούστερο προς το δυσκολότερο και το πιο απαιτητικό.
Ιδιαίτερα σημαντική φαίνεται πως ήταν για τον Θεόφραστο η τρίτη αρετή, το πρέπον, που όριζε ότι το ύφος πρέπει να ανταποκρίνεται στο θέμα. Ο Θεόφραστος χρησιμοποίησε, για να εξηγήσει τη συγκεκριμένη αρετή, παραδείγματα του ψυχροῦ, της έκφρασης δηλαδή που είναι με ανάρμοστο, δυσανάλογο και παράταιρο τρόπο υψηλή (Δημήτριος (;), Περί ἑρμηνείας 114). Η αρχή του πρέποντος έμελλε να παίξει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη ρητορική αλλά και στην ποιητική. Ο ρωμαίος ποιητής Οράτιος (65-8 π.Χ.) στο έργο του για την ποιητική τέχνη De arte poetica δείχνει να αντιλαμβάνεται τη συγκεκριμένη αρχή ως βασική προϋπόθεση σύνθεσης της καλής ποίησης και να της αποδίδει ευρύτατη σημασία: το πρόγραμμα του ποιητή πρέπει να ανταποκρίνεται στις δυνάμεις του, το θέμα της ποίησης να αντιστοιχεί στο ύφος και στο πρόγραμμα του δημιουργού, και, γενικά, όλα τα στοιχεία της ποίησης να βρίσκονται σε αρμονική συμφωνία μεταξύ τους.
Μεγάλη επίδραση άσκησε και η θεοφράστεια πραγμάτευση της τέταρτης αρετής του ύφους, του κόσμου, που ο εισηγητής της αντιλαμβανόταν ως επιστέγασμα όλων των άλλων. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, δάσκαλος της ρητορικής, ιστοριογράφος και κριτικός της λογοτεχνίας κατά τον 1ο αι. π.Χ. στη Ρώμη, ασφαλής και αξιόπιστος γνώστης των παλαιότερων πηγών, μας πληροφορεί ότι κατά τον Θεόφραστο ο ομιλητής που επιθυμεί να προσδώσει στον λόγο του μεγαλοπρέπεια, βαρύτητα και κομψότητα, πρέπει καταρχάς να επιλέγει με προσοχή λέξεις ευφωνικές, έπειτα να τις συνταιριάζει έτσι ώστε οι περίοδοι να έχουν ρυθμό (ἁρμονίαν) και, τέλος, να αξιοποιεί τα ρητορικά σχήματα που περιλαμβάνουν τα προηγούμενα στοιχεία (Ἰσοκράτης 3.4-13, p. 58 Usener-Radermacher: Ἰσοκράτης 3.1.13-21 Aujac).
Ο Θεόφραστος θα μπορούσε εξάλλου να ευθύνεται για τη διδασκαλία των ειδών, των τύπων ύφους, όπως μας είναι γνωστή από τον Κικέρωνα (που διακρίνει ανάμεσα σε ισχνό/ταπεινό, μεσαίο και μεγαλοπρεπές/υψηλό ύφος).
Επιπλέον, συμπλήρωσε τις σκέψεις του Αριστοτέλη για το έργο της ὑποκρίσεως (ένα από τα ἔργα τοῦ ῥήτορος). Πραγματεύτηκε το θέμα με βάση τα δύο του μέρη, τη φωνή και τη γλώσσα του σώματος, και αυτή την τελευταία με βάση τις εκφράσεις του προσώπου και τις χειρονομίες. Δεν γνωρίζουμε πολύ περισσότερα για τη σχετική διδασκαλία του όπως ούτε και για το έργο του για τη χρήση του αστείου στο λόγο (Περὶ γελοίου).
Σε κάθε περίπτωση, ο Θεόφραστος οφείλει τη φήμη του στους νεότερους χρόνους κυρίως στο έργο του Ἠθικοὶ Χαρακτῆρες. Με χιούμορ και ευστοχία παρουσιάζει εδώ τριάντα τύπους ανθρώπων, προκειμένου οι ρήτορες να έχουν έναν οδηγό, για να σκιαγραφήσουν με πειστικό τρόπο τη δράση και τη συμπεριφορά προσώπων που διακρίνονται από συγκεκριμένα ηθικά χαρακτηριστικά.
Δημητρίου (;) «Περὶ ἑρμηνείας»
Ένας αξιόπιστος κλάδος της χειρόγραφης παράδοσης αποδίδει το έργο Περὶ ἑρμηνείας στον Δημήτριο τον Φαληρέα (γένν. <344 π.Χ.), τον μαθητή του Θεόφραστου, τον πολιτικό και φιλόσοφο, που διετέλεσε προστάτης (ή επιστάτης) των Αθηνών από το 317 έως το 307.
Ως περιπατητικός φιλόσοφος ο Δημήτριος ο Φαληρεύς ήταν φιλομακεδόνας· διοίκησε μάλιστα την Αθήνα ως έμπιστος άνδρας του βασιλιά Κάσσανδρου και συνέγραψε για την περίοδο της δικής του διοίκησης ένα αυτοβιογραφικό ιστορικό κείμενο (Περὶ τῆς δεκαετίας / Ὑπέρ τῆς πολιτείας, FGrHist 228, T 3b Jacoby). Όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέλαβε την πόλη, ο Δημήτριος αναζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο, όπου συνέβαλε στην οργάνωση του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, για να πέσει όμως στα χρόνια του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου σε δυσμένεια και, τελικά, να πεθάνει στην εξορία. Ο Διογένης ο Λαέρτιος (5.80) αναφέρει 45 τίτλους έργων του. Σε αυτά ανήκαν φιλοσοφικά, νομικά αλλά και φιλολογικά κείμενα, όπως και ένας κατάλογος με ονόματα αρχόντων. Συνέγραψε επίσης ένα έργο Περὶ ῥητορικῆς. Ωστόσο, στον κατάλογο του Διογένη δεν περιλαμβάνεται κανένα έργο με τον τίτλο Περὶ ἑρμηνείας.
Χωρίς λοιπόν να δεσμεύονται σοβαρά από το όνομα του Δημητρίου του Φαληρέα, οι ειδικοί ερευνητές έχουν χρονολογήσει αυτή την κριτική πραγματεία κατά καιρούς από τον 3ο αι. π.Χ. ως τον 2ο αι. μ.Χ. Βεβαίως, η χρονολόγησή της μέχρι τις αρχές του 1ου αι. π.Χ. θα σήμαινε πως πρόκειται για το αρχαιότερο έργο για ζητήματα ύφους που έχει διασωθεί από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα. Μάλιστα ορισμένοι ειδικοί αναγνωρίζουν εδώ το μόνο έργο ρητορικής και κριτικής του λόγου που έχει διασωθεί από τους ελληνιστικούς χρόνους.
Επί της ουσίας βεβαίως πρόκειται περισσότερο για μια πραγματεία κριτικής και αισθητικής του λόγου παρά για ένα τεχνικό εγχειρίδιο του λόγου. Το έργο επιφυλάσσει στον αναγνώστη πλούσιο εποπτικό υλικό από ολόκληρο το φάσμα της παλαιότερης αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Όμηρος ανήκει βεβαίως στις πιο αγαπημένες πηγές παραδειγμάτων, παρατίθενται όμως συχνά και στίχοι της Σαπφούς, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μένανδρου, όπως και αποσπάσματα από τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, τον Δημοσθένη, τον Πλάτωνα.
Στην πραγματεία γίνεται εξάλλου συχνά παραπομπή μεταξύ άλλων στα συγγράμματα περί ρητορικής του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου. Μάλιστα, σε δύο περιοχές η συμβολή του έργου στις γνώσεις μας για την αρχαία ρητορική μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα σημαντική: η πρώτη είναι η περιοχή της διδασκαλίας για το ύφος και τα είδη του (χαρακτῆρες). Στο έργο χρησιμοποιείται ένα πλήθος ειδικών όρων για σχετικά θέματα: διακρίνονται τρία διαφορετικά είδη περιόδων (ἱστορική, διαλογική, ῥητορική, §19) και δύο τύποι λέξεως (διηρημένη, κατεστραμμένη, §21). Αναγνωρίζονται εξάλλου τέσσερα ακραιφνή είδη ύφους (ἁπλοῖ χαρακτῆρες τῆς ἑρμηνείας) -ἰσχνός, μεγαλοπρεπής, γλαφυρός, δεινός (§36)-, ενώ αναφέρονται και κάποιες δυνατές αναμείξεις τους. Παρουσιάζονται επιπλέον οι τύποι των διημαρτημένων, των ἀντικειμένων χαρακτήρων - σε κάθε είδος ύφους αντιστοιχεί ένας φαῦλος τύπος, που προκύπτει από την υπερβολική επιδίωξη του αντίστοιχου θετικού ως εκφυλισμός αυτού του τελευταίου· έτσι, στον μεγαλοπρεπῆ χαρακτῆρα αντιστοιχεί ο ψυχρός (§§114-127), στον γλαφυρόνο κακόζηλος (§§187-189), στον ἰσχνόν ο ξηρός(§§236-239), στον δεινόν ο ἄχαρις (§302). Τέλος, ένα τμήμα του έργου που αφορά την επιστολογραφία (§§ 223-235) αποτελεί σπάνιo δείγμα θεωρητικού λόγου για το επιστολικό ύφος.
Η δεύτερη περιοχή στη γνώση της οποίας το έργο συμβάλλει σημαντικά είναι εκείνη της διδασκαλίας για τα σχήματα, τους ιδιαίτερους, τεχνικούς εκφραστικούς τρόπους. Ωστόσο, η σχετική πραγμάτευση δεν είναι ούτε ολοκληρωμένη ούτε ιδιαίτερα μεθοδική - χαρακτηριστική είναι η έλλειψη συνέπειας ως προς τη χρήση του όρου σχῆμα, όπως και ως προς τη χρήση ειδικών όρων για το χαρακτηρισμό των σχημάτων και, τέλος, ως προς τα κριτήρια της ταξινόμησης και παρουσίασής τους. Κάποια παραδείγματα είναι ενδεικτικά: στις §§59-67 αντικείμενο πραγμάτευσης είναι ρητά τα σχήματα λέξεως - για σχήματα διανοίας γίνεται λόγος μόλις στις §§263-270, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας γνωρίζει τη διάκριση· ωστόσο, στο συγκεκριμένο τμήμα του έργου ο συγγραφέας αναφέρεται αποκλειστικά και επιλεκτικά σε εκφραστικά μέσα που προσδίδουν στον λόγο χαρακτῆρα μεγαλοπρεπῆ. Σχολιάζεται, για παράδειγμα, η ἀνθυπαλλαγή, όπου μια ονομαστική πληθυντικού αναλύεται σε δύο τύπους ονομαστικής ενικού που ακολουθούν, η ἐπαναφορά, η επανάληψη δηλαδή της ίδιας λέξης, η συνάφεια (η σύνδεση των στοιχείων του λόγου με τη χρήση συνδέσμων) κ.λπ. Βεβαίως, μεγαλοπρέπεια στον λόγο προσδίδουν και οι μεταφορές όπως και οι παραβολές(οι παρομοιώσεις) (§§78-90), τα σύνθετα ὀνόματα και οι ἀλληγορίες (§§91-102), η πραγμάτευση των οποίων γίνεται σε άλλη ενότητα του έργου. Γενικά, η βασική αρχή της ταξινόμησης και παρουσίασης των εκφραστικών μέσων φαίνεται πως είναι ο τύπος ύφους που προσδίδουν στο κείμενο, η εντύπωση δηλαδή που προκαλούν στο κοινό. Το σχῆμα της ἀναδιπλώσεως που δίνει χάριν στον λόγο, παρουσιάζεται, για παράδειγμα, στην ευρύτερη ενότητα που αφορά το γλαφυρόν ύφος, §140· στην ίδια αυτή ενότητα γίνεται λόγος και για τη μεταφορά(§142), που απασχόλησε σε προηγούμενες παραγράφους τον συγγραφέα ως μέσο έξαρσης της μεγαλοπρέπειας του λόγου, όπως και για την παραβολήν, την παρομοίωση (§146), που επίσης παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του μεγαλοπρεπούς ύφους και η οποία επανέρχεται με το όνομα εἰκασία στην §160. Ωστόσο, η παρουσίαση των λεγόμενων γοργιείων σχημάτων, όπως των ὁμοιοτελεύτων και των ἰσοκώλων ή των ἀντικειμένων κώλων γίνεται κιόλας πριν από την παρουσίαση των ειδών ύφους και ανεξάρτητα από αυτά (§§26-29, §25, §§22-23 αντίστοιχα).
Ερμαγόρας
Aν ο Αριστοτέλης ασχολήθηκε με τη θεωρία των αποδείξεων και ο Θεόφραστος με τη διδασκαλία για το ύφος, ο Ερμαγόρας από την Τήμνο της Αιολίδας (2ο μισό του 2ου αι. π.Χ.) έστρεψε το ενδιαφέρον του στον δικανικό λόγο και έγινε ο εισηγητής της θεωρίας των στάσεων, μιας τεχνικής που αρκούσε να την εφαρμόσει κανείς σε μια δικαστική διαμάχη, για να αντιληφθεί ποιό είναι το κύριο θέμα της και να αναζητήσει ανάλογα με τη θέση του στην υπόθεση (του κατήγορου ή του κατηγορούμενου) τα κατάλληλα επιχειρήματα. Μάλιστα, αν και δεν ξέρουμε τίποτε για τον βίο του Ερμαγόρα -από τα έργα του άλλωστε δεν έχει διασωθεί άμεσα κανένα δείγμα-, έχουμε κάθε λόγο να αναγνωρίζουμε στο πρόσωπό του τον τρίτο μεγαλύτερο (μετά τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο) θεωρητικό της αρχαίας ρητορικής, αφού σε αυτόν οφείλεται η τελευταία αποφασιστικής σημασίας συμβολή στην ανάπτυξη και τον εμπλουτισμό της ρητορικής διδασκαλίας. Πιστεύεται μάλιστα πως ήταν εκείνος που κράτησε ζωντανό το ενδιαφέρον για τη ρητορική θεωρία και στους μη φιλοσοφικούς κύκλους, εγκαινιάζοντας μια τάση που ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους «σχολαστική», ακριβώς λόγω των λεπτών διακρίσεων που τη χαρακτήριζαν και η οποία ερχόταν να συμπληρώσει την παλαιότερη (σοφιστική) ρητορική όπως και τη ρητορική των φιλοσόφων. Το σύστημα των στάσεων περιγράφεται πολύ αργότερα, από τον ρήτορα Ερμογένη (2ος-3ος αι. μ.Χ.).
Πληροφορίες όμως για το επίτευγμα του Ερμαγόρα αντλούμε και από τον Κικέρωνα και τον Κοϊντιλιανό. Στους αιώνες που ακολουθούν μετά την πρώτη εισήγησή της η θεωρία των στάσεωνθα γνωρίσει ευρύτατη διάδοση, συνεχή επεξεργασία και πολλαπλές αναθεωρήσεις.
Στωικοί, Ακαδημικοί και Επικούρειοι
Η ελληνιστική περίοδος διακρίνεται από τον διάλογο μεταξύ φιλοσοφίας και ρητορικής. Γύρω στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. οι φιλόσοφοι αρνούνται και πάλι στη ρητορική τον χαρακτηρισμό της ως τέχνης, με την αιτιολογία ότι δεν έχει ούτε συγκεκριμένο αντικείμενο ούτε σταθερό στόχο. Της «απαγορεύουν» εξάλλου την πραγμάτευση φιλοσοφικών ζητημάτων. Ωστόσο, οι μεγάλες φιλοσοφικές σχολές, η Στοά, η Ακαδημία, ο Κήπος, αναγνωρίζουν στην πορεία, καθώς το δογματικό οπλοστάσιο της καθεμιάς ανανεώνεται στην πορεία του χρόνου και οι πνευματικές ηγεσίες τους διαδέχονται η μια την άλλη, άμεσα ή έμμεσα τη βαρύτητα της ρητορικής, την αντιμετωπίζουν όμως κατά βάσιν με επιφύλαξη.
Μπορεί τα ειδικά διδακτικά εγχειρίδια που ο Κικέρωνας αποδίδει στους Στωικούς Κλεάνθη (3ος αι. π.Χ.) και Χρύσιππο (2ος αι. π.Χ.) να μην ήταν ιδιαιτέρως λαμπρά -δύσκολα φαντάζεται κανείς πιο επικριτικό σχόλιο για ένα ρητορικό σύγγραμμα από αυτό του ίδιου του Κικέρωνα για τα συγκεκριμένα έργα: «τα βιβλία αυτά θα είχε νόημα να τα μελετήσει κανείς, μόνο αν ήθελε να πάψει να μιλά», De finibus (bonorum et malorum) 4.7.4-, ο Ζήνων όμως αναγνώρισε τη ρητορική ως κομμάτι της φιλοσοφίας (Διογένης Λαέρτιος, 7.41) και κάποιοι άλλοι στωικοί ως ένα από τα δύο τμήματα της λογικής (το άλλο είναι η διαλεκτική) αποδίδοντάς της μάλιστα το κύρος της ἐπιστήμης με αντικείμενο το εὖ λέγειν (Διογένης Λαέρτιος, 7.42). Βεβαίως οι στωικοί ως «καλό λόγο» δεν εννοούσαν απλώς εκείνον που διακρίνεται από αισθητική ή πνευματική αξία, αλλά επιπλέον εκείνον που αναδεικνύει την ηθική ακεραιότητα του ομιλητή. Η ρητορική δεινότητα αποτελούσε από αυτή την άποψη για τη συγκεκριμένη φιλοσοφική σχολή μια από τις αρετές που διακρίνουν τον σοφό. Μάλιστα ο ορισμός του ρήτορα ως άνδρα αγαθού και ταυτόχρονα έμπειρου στον λόγο (vir bonus dicendi peritus), που αποδίδεται στον Κάτωνα τον Τιμητή (Marcus Porcius Cato Maior Censorius, 234-149 π.Χ., Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 12.1.1), είναι κατά βάσιν στωικός.
Για τη Στοά τρία είναι τα είδη του λόγου -ο συμβουλευτικός, ο δικανικός και ο εγκωμιαστικός- και τέσσερα τα μέρη της τέχνης: η εύρεση (εὕρεσις), η έκφραση (φράσις), η διάταξη (τάξις) και η απόδοση του λόγου (ὑπόκρισις) (Διογένης Λαέρτιος, 7.42-43). Οι εκπρόσωποί της υιοθέτησαν εξάλλου τη θεωρία των ἀρετῶν τῆς λέξεως (Διογένης Λαέρτιος, 7.59: ἑλληνισμός, σαφήνεια, συντομία, πρέπον, κατασκευή). Οι επιδόσεις τους στη μελέτη της γραμματικής συνέβαλαν και στη μελέτη της ρητορικής. Ανέπτυξαν άλλωστε μια δική τους θεωρία για τα σχήματα λόγου η οποία άσκησε επίδραση στους σημαντικούς εκπροσώπους του αττικισμού, τον Καικίλιο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, μέσα στον 1ο αι. π.Χ. Ίσως μάλιστα και η εισήγηση μιας πρώιμης θεωρίας των τρόπων να πρέπει να αποδοθεί στους εκπροσώπους της Στοάς. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πορίσματα της σύγχρονης φιλολογικής έρευνας φαίνεται πιο πιθανό ότι οι σχετικές θέσεις των στωικών στηρίζονται σε προηγούμενα κείμενα που οι ίδιοι επεξεργάστηκαν με εκλεκτικιστική διάθεση.
Η Ακαδημία του Αρκεσίλαου (3ος αι. π.Χ.) και του Καρνεάδη (2ος αι. π.Χ.), απόγονος της Ακαδημίας του Πλάτωνα, είναι η Σχολή των Σκεπτικών. Ο Κικέρωνας, που θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή της Ακαδημίας -στα Academica (Ακαδημικά ή Ακαδημαϊκά) καταγράφει τις διδαχές της συγκεκριμένης Σχολής-, τονίζει ως χαρακτηριστική τεχνική των εκπροσώπων της την υπεράσπιση ενός ζητήματος από δύο αντίθετες θέσεις/πλευρές (in utramque partem disputare). Στα τέλη όμως του 2ου αι. π.Χ. οι Ακαδημικοί υιοθετούν στάση εχθρική απέναντι στη ρητορική. Ωστόσο, ο Κικέρωνας αναφέρεται στους εκπροσώπους της Ακαδημίας Χαρμάδα και Μητρόδωρο, για να δώσει παραδείγματα αποτελεσματικής χρήσης της μνημοτεχνικής μεθόδου που δίδασκαν οι ρητοροδιδάσκαλοι (De Oratore 2.360). Μάλιστα ο δεύτερος εγκατέλειψε την Ακαδημία, στράφηκε στον πολιτικό βίο και δίδαξε ρητορική κυρίως μέσα από τα συγγράμματά του (Στράβων, 13.55.609). Εξάλλου ο ακαδημικός φιλόσοφος Φίλωνας ο Λαρισαίος, δάσκαλος του Κικέρωνα, δίδασκε τόσο ρητορική όσο και φιλοσοφία (Κικέρων, Tusculanae disputationes 2.3.9).
Η Σχολή του Επίκουρου (ιδρύεται το 306 π.Χ.) δεν έχει κανέναν λόγο να είναι φιλική προς τη ρητορική: ο «Κήπος», όπως είναι το όνομά της, που εξηγεί τον κόσμο μέσα από την ατομική θεωρία, προτείνει στον χώρο της Ηθικής ως βασική αρχή την ἀταραξίαν· η επίτευξή της προϋποθέτει αποχή από τις αναστατώσεις του πολιτικού βίου. Ωστόσο, ο Φιλόδημος, ένας επικούρειος φιλόσοφος που έρχεται στη Ρώμη από την Παλαιστίνη στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., συγγράφει μεταξύ άλλων και ένα έργο Περὶ Ῥητορικῆς, που θα πρέπει να εκτεινόταν σε τουλάχιστον εννέα βιβλία. Εδώ, μεταξύ άλλων, στρεφόταν εναντίον φιλοσόφων, όπως ο Διογένης ο Βαβυλώνιος και ο περιπατητικός Αρίστων, οι οποίοι φαίνεται ότι απέδιδαν στη ρητορική ιδιαίτερη σημασία και αξία που ο ίδιος ο Φιλόδημος δεν της αναγνώριζε. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επιδεικτική ρητορεία, που, σα να πρόκειται για καθαρό έργο τέχνης, αποβλέπει στην ηδονή. Φαίνεται μάλιστα πως αμφισβήτησε την εύρεση και την επιχειρηματολογία ως τμήματα της ρητορικής τέχνης, αφού με τα συγκεκριμένα έργα δεν ασχολούνται αποκλειστικά οι ρήτορες. Πίστευε ακόμη πως η φιλοσοφία είναι ανώτερη από κάθε μορφή ρητορικής (τη σοφιστική, την επιδεικτική ή την πολιτική) και είναι ο μόνος τρόπος, για να κατακτήσει κανείς την ευδαιμονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου