[113] Ταύτης τῆς ἀρᾶς καὶ τῶν ὅρκων καὶ τῆς μαντείας ἀναγεγραμμένων ἔτι καὶ νῦν, οἱ Λοκροὶ οἱ Ἀμφισσεῖς, μᾶλλον δὲ οἱ προεστηκότες αὐτῶν, ἄνδρες παρανομώτατοι, ἐπηργάζοντο τὸ πεδίον, καὶ τὸν λιμένα τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον πάλιν ἐτείχισαν καὶ συνῴκισαν, καὶ τέλη τοὺς καταπλέοντας ἐξέλεγον, καὶ τῶν ἀφικνουμένων εἰς Δελφοὺς πυλαγόρων ἐνίους χρήμασι διέφθειρον, ὧν εἷς ἦν Δημοσθένης.
[114] Χειροτονηθεὶς γὰρ ὑφ᾽ ὑμῶν πυλάγορος, λαμβάνει δισχιλίας δραχμὰς παρὰ τῶν Ἀμφισσέων, τοῦ μηδεμίαν μνείαν περὶ αὐτῶν ἐν τοῖς Ἀμφικτύοσι ποιήσασθαι. Διωμολογήθη δ᾽ αὐτῷ καὶ εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον ἀποστέλλεσθαι Ἀθήναζε τοῦ ἐνιαυτοῦ ἑκάστου μνᾶς εἴκοσι τῶν ἐξαγίστων καὶ ἐπαράτων χρημάτων, ἐφ᾽ ᾧτε βοηθήσειν τοῖς Ἀμφισσεῦσιν Ἀθήνησι κατὰ πάντα τρόπον· ὅθεν ἔτι μᾶλλον ἢ πρότερον συμβέβηκεν αὐτῷ, ὅτου ἂν προσάψηται, ἢ ἀνδρὸς ἰδιώτου ἢ δυνάστου ἢ πόλεως δημοκρατουμένης, τούτων ἑκάστους ἀνιάτοις συμφοραῖς περιβάλλειν.
[115] Σκέψασθε δὴ τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην, ὅσῳ περιεγένετο τῆς τῶν Ἀμφισσέων ἀσεβείας. Ἐπὶ γὰρ Θεοφράστου ἄρχοντος, ἱερομνήμονος ὄντος Διογνήτου Ἀναφλυστίου, πυλαγόρους ὑμεῖς εἵλεσθε Μειδίαν τε ἐκεῖνον τὸν Ἀναγυράσιον, ὃν ἐβουλόμην ἂν πολλῶν ἕνεκα ζῆν, καὶ Θρασυκλέα τὸν ἐξ Οἴου, καὶ τρίτον δὴ μετὰ τούτων ἐμέ. Συνέβη δ᾽ ἡμῖν ἀρτίως μὲν εἰς Δελφοὺς ἀφῖχθαι, παραχρῆμα δὲ τὸν ἱερομνήμονα Διόγνητον πυρέττειν· τὸ δ᾽ αὐτὸ τοῦτο συνεπεπτώκει καὶ τῷ Μειδίᾳ.
[116] Οἱ δ᾽ ἄλλοι συνεκάθηντο Ἀμφικτύονες. Ἐξηγγέλλετο δ᾽ ἡμῖν παρὰ τῶν βουλομένων εὔνοιαν ἐνδείκνυσθαι τῇ πόλει ὅτι οἱ Ἀμφισσεῖς ὑποπεπτωκότες τότε καὶ δεινῶς θεραπεύοντες τοὺς Θηβαίους εἰσέφερον δόγμα κατὰ τῆς ἡμετέρας πόλεως, πεντήκοντα ταλάντοις ζημιῶσαι τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων ὅτι χρυσᾶς ἀσπίδας ἀνέθεμεν πρὸς τὸν καινὸν νεὼν πρὶν ἐξαρέσασθαι, καὶ ἐπεγράψαμεν τὸ προσῆκον ἐπίγραμμα· «Ἀθηναῖοι ἀπὸ Μήδων καὶ Θηβαίων, ὅτε τἀναντία τοῖς Ἕλλησιν ἐμάχοντο». Μεταπεμψάμενος δ᾽ ἐμὲ ὁ ἱερομνήμων ἠξίου εἰσελθεῖν εἰς τὸ συνέδριον καὶ εἰπεῖν τι πρὸς τοὺς Ἀμφικτύονας ὑπὲρ τῆς πόλεως, καὶ αὐτὸν οὕτω προῃρημένον.
[117] Ἀρχομένου δέ μου λέγειν καὶ προθυμότερόν πως εἰσεληλυθότος εἰς τὸ συνέδριον, τῶν ἄλλων πυλαγόρων μεθεστηκότων, ἀναβοήσας τις τῶν Ἀμφισσέων, ἄνθρωπος ἀσελγέστατος καὶ ὡς ἐμοὶ ἐφαίνετο οὐδεμιᾶς παιδείας μετεσχηκώς, ἴσως δὲ καὶ δαιμονίου τινὸς ἐξαμαρτάνειν προαγομένου, «ἀρχὴν δέ γε» ἔφη, «ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, εἰ ἐσωφρονεῖτε, οὐδ᾽ ἂν ὠνομάζετο τοὔνομα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων ἐν ταῖσδε ταῖς ἡμέραις, ἀλλ᾽ ὡς ἐναγεῖς ἐξείργετ᾽ ἂν ἐκ τοῦ ἱεροῦ».
[118] Ἅμα δὲ ἐμέμνητο τῆς τῶν Φωκέων συμμαχίας ἣν ὁ Κρωβύλος ἐκεῖνος ἔγραψε, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ δυσχερῆ κατὰ τῆς πόλεως διεξῄει, ἃ ἐγὼ οὔτε τότ᾽ ἐκαρτέρουν ἀκούων, οὔτε νῦν ἡδέως μέμνημαι αὐτῶν. Ἀκούσας δὲ οὕτω παρωξύνθην ὡς οὐδεπώποτ᾽ ἐν τῷ ἐμαυτοῦ βίῳ. Καὶ τοὺς μὲν ἄλλους λόγους ὑπερβήσομαι· ἐπῆλθε δ᾽ οὖν μοι ἐπὶ τὴν γνώμην μνησθῆναι τῆς τῶν Ἀμφισσέων περὶ τὴν γῆν τὴν ἱερὰν ἀσεβείας, καὶ αὐτόθεν ἑστηκὼς ἐδείκνυον τοῖς Ἀμφικτύοσιν· ὑπόκειται γὰρ τὸ Κιρραῖον πεδίον τῷ ἱερῷ καὶ ἔστιν εὐσύνοπτον.
[119] «Ὁρᾶτ᾽», ἔφην ἐγώ, «ὦ ἄνδρες Ἀμφικτύονες, ἐξειργασμένον τουτὶ τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν Ἀμφισσέων, καὶ κεραμεῖα ἐνῳκοδομημένα καὶ αὔλια· ὁρᾶτε τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον λιμένα τετειχισμένον· ἴστε τούτους αὐτοί, καὶ οὐδὲν ἑτέρων δεῖσθε μαρτύρων, τέλη πεπρακότας καὶ χρήματα λαμβάνοντας ἐκ τοῦ ἱεροῦ λιμένος.» Ἅμα δὲ ἀναγιγνώσκειν ἐκέλευον αὐτοῖς τὴν μαντείαν τοῦ θεοῦ, τὸν ὅρκον τῶν προγόνων, τὴν ἀρὰν τὴν γενομένην, καὶ διωριζόμην
[120] ὅτι «ἐγὼ μὲν ὑπὲρ τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καὶ τοῦ σώματος καὶ τέκνων καὶ οἰκίας τῆς ἐμαυτοῦ βοηθῶ κατὰ τὸν ὅρκον καὶ τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ φωνῇ καὶ πᾶσιν οἷς δύναμαι, καὶ τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ἀφοσιῶ· ὑμεῖς δ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν ἤδη βουλεύεσθε. Ἐνῆρκται μὲν τὰ κανᾶ, παρέστηκε δὲ τοῖς βωμοῖς τὰ θύματα, μέλλετε δ᾽ αἰτεῖν τοὺς θεοὺς τἀγαθὰ καὶ κοινῇ καὶ ἰδίᾳ.
[121] Σκοπεῖτε δὴ ποίᾳ φωνῇ, ποίᾳ ψυχῇ, ποίοις ὄμμασι, τίνα τόλμαν κτησάμενοι τὰς ἱκετείας ποιήσεσθε, τούτους παρέντες ἀτιμωρήτους τοὺς ἐναγεῖς καὶ ταῖς ἀραῖς ἐνόχους. Οὐ γὰρ δι᾽ αἰνιγμῶν, ἀλλ᾽ ἐναργῶς γέγραπται ἐν τῇ ἀρᾷ κατά τε τῶν ἀσεβησάντων ἃ χρὴ παθεῖν αὐτούς, καὶ κατὰ τῶν ἐπιτρεψάντων, καὶ τελευταῖον, μηδ᾽ ὁσίως, φησί, θύσειαν οἱ μὴ τιμωροῦντες τῷ Ἀπόλλωνι μηδὲ τῇ Ἀρτέμιδι μηδὲ τῇ Λητοῖ μηδ᾽ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ, μηδὲ δέξαιντο αὐτῶν τὰ ἱερά.»
[122] Τοιαῦτα καὶ πρὸς τούτοις ἕτερα πολλὰ διεξελθόντος ἐμοῦ, ἐπειδή ποτε ἀπηλλάγην καὶ μετέστην ἐκ τοῦ συνεδρίου, κραυγὴ πολλὴ καὶ θόρυβος ἦν τῶν Ἀμφικτυόνων, καὶ ὁ λόγος ἦν οὐκέτι περὶ τῶν ἀσπίδων ἃς ἡμεῖς ἀνέθεμεν ἀλλ᾽ ἤδη περὶ τῆς τῶν Ἀμφισσέων τιμωρίας. Ἤδη δὲ πόρρω τῆς ἡμέρας ὄντος, προελθὼν ὁ κῆρυξ ἀνεῖπε, Δελφῶν ὅσοι ἐπὶ δίετες ἡβῶσι, καὶ δούλους καὶ ἐλευθέρους, ἥκειν ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἔχοντας ἄμας καὶ δικέλλας πρὸς τὸ Θυτεῖον ἐκεῖ καλούμενον· καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς κῆρυξ ἀναγορεύει τοὺς ἱερομνήμονας καὶ τοὺς πυλαγόρους ἥκειν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον βοηθήσοντας τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ· «ἥτις δ᾽ ἂν μὴ παρῇ πόλις, εἴρξεται τοῦ ἱεροῦ καὶ ἐναγὴς ἔσται καὶ τῇ ἀρᾷ ἔνοχος.»
[123] Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἥκομεν ἕωθεν εἰς τὸν προειρημένον τόπον, καὶ κατέβημεν εἰς τὸ Κιρραῖον πεδίον, καὶ τὸν λιμένα κατασκάψαντες καὶ τὰς οἰκίας ἐμπρήσαντες ἀνεχωροῦμεν. Ταῦτα δὲ ἡμῶν πραττόντων οἱ Λοκροὶ οἱ Ἀμφισσεῖς, ἑξήκοντα στάδια ἄπωθεν οἰκοῦντες Δελφῶν, ἦλθον ἐφ᾽ ἡμᾶς μεθ᾽ ὅπλων πανδημεί· καὶ εἰ μὴ δρόμῳ μόλις ἐξεφύγομεν εἰς Δελφούς, ἐκινδυνεύσαμεν ἂν ἀπολέσθαι.
[124] Τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ Κόττυφος ὁ τὰς γνώμας ἐπιψηφίζων ἐκκλησίαν ἐποίει τῶν Ἀμφικτυόνων· ἐκκλησίαν γὰρ ὀνομάζουσιν, ὅταν τις μὴ μόνον τοὺς πυλαγόρους καὶ τοὺς ἱερομνήμονας συγκαλέσῃ, ἀλλὰ καὶ τοὺς θύοντας καὶ τοὺς χρωμένους τῷ θεῷ. Ἐνταῦθ᾽ ἤδη πολλαὶ μὲν τῶν Ἀμφισσέων ἐγίγνοντο κατηγορίαι, πολὺς δ᾽ ἔπαινος ἦν κατὰ τῆς ἡμετέρας πόλεως· τέλος δὲ παντὸς τοῦ λόγου ψηφίζονται ἥκειν τοὺς ἱερομνήμονας πρὸ τῆς ἐπιούσης πυλαίας ἐν ῥητῷ χρόνῳ εἰς Πύλας, ἔχοντας δόγμα, καθ᾽ ὅ τι δίκας δώσουσιν οἱ Ἀμφισσεῖς ὑπὲρ ὧν εἰς τὸν θεὸν καὶ τὴν γῆν τὴν ἱερᾶν καὶ τοὺς Ἀμφικτύονας ἐξήμαρτον. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, ἀνάγνωθι τὸ ψήφισμα.
***
[113] Παρόλο που αυτή η κατάρα, οι όρκοι και ο χρησμός σώζονται ακόμη και σήμερα σε στήλες, οι Λοκροί της Άμφισσας, συγκεκριμένα οι κυβερνώντες, άνθρωποι εντελώς παράνομοι, άρχισαν να καλλιεργούν την πεδιάδα, οχύρωσαν πάλι με τείχη το λιμάνι, το αφιερωμένο στον θεό και άβατο, και εγκαταστάθηκαν εκεί. Εισέπρατταν μάλιστα και τέλη από όσους κατέπλεαν εκεί, και ορισμένους από τους Πυλαγόρες που πήγαιναν στους Δελφούς για το Αμφικτιονικό συνέδριο τους εξαγόραζαν με χρήματα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημοσθένης.
[114] Μετά την εκλογή του από σας ως Πυλαγόρα, πήρε από τους Αμφισσείς δυο χιλιάδες δραχμές, προκειμένου να μην αναφέρει τίποτε γι᾽ αυτούς στο συνέδριο των Αμφικτιόνων. Είχε κλειστεί μάλιστα συμφωνία να του αποστέλλονται στο εξής στην Αθήνα κάθε χρόνο είκοσι μνες από τα αφιερωμένα και καθαγιασμένα χρήματα, υπό τον όρο ότι θα βοηθάει με κάθε τρόπο τους Αμφισσείς από την Αθήνα. Έτσι, ακόμη περισσότερο από όσο στο παρελθόν έχει παρατηρηθεί με τον Δημοσθένη, ότι, όποιον αγγίξει, είτε απλό ιδιώτη είτε δυνάστη είτε πόλη δημοκρατική, τον καθένα απ᾽ αυτούς τον ρίχνει σε αγιάτρευτες συμφορές.
[115] Προσέξτε τώρα πόσο ο θεός και η τύχη υπερίσχυσαν της ασέβειας των Αμφισσείων. Όταν λοιπόν άρχοντας ήταν ο Θεόφραστος και ιερομνήμονας ο Διόγνητος ο Αναφλύστιος, εκλέξατε εσείς Πυλαγόρες τον γνωστό Μειδία τον Αναγυράσιο, που για πολλούς λόγους θα ήθελα να ζει, τον Θρασυκλή από την Οίο και τρίτο μαζί με αυτούς εμένα. Συνέβη όμως σε μας, μετά την άφιξή μας στους Δελφούς, να αρρωστήσει αμέσως ο ιερομνήμονας Διόγνητος· το ίδιο ακριβώς είχε πάθει κατά σύμπτωση και ο Μειδίας.
[116] Οι άλλοι όμως Αμφικτίονες είχαν πάρει τις θέσεις τους στο συνέδριο. Στο μεταξύ έφταναν σε μας πληροφορίες, από αυτούς που επιθυμούσαν να δείξουν κάποιαν εύνοια προς την πόλη μας, ότι οι Αμφισσείς, που τότε είχαν υποδουλωθεί στους Θηβαίους και φέρονταν δουλικώς προς αυτούς, ετοίμαζαν ψήφισμα εναντίον της πόλης μας να τιμωρήσουν οι Αμφικτίονες τον λαό των Αθηναίων με καταβολή προστίμου πενήντα ταλάντων, επειδή αφιερώσαμε χρυσές ασπίδες στον καινούργιο ναό πριν από τα εγκαίνια, με το εξής ταιριαστό επίγραμμα: «Οι Αθηναίοι από τους Μήδους και τους Θηβαίους, όταν αυτοί μάχονταν εναντίον των Ελλήνων». Τότε με κάλεσε ο ιερομνήμονας και μου ζήτησε να πάω στο συνέδριο και να μιλήσω στους Αμφικτίονες για λογαριασμό της πόλης μας, πράγμα, άλλωστε, που ήταν και προεπιλογή μου
[117] Όταν λοιπόν είχα μπει στο συνέδριο κάπως ερεθισμένος και άρχισα να μιλώ, ενώ οι άλλοι Πυλαγόρες είχαν αλλάξει διαθέσεις και έκλιναν προς το μέρος μας, κάποιος από τους Αμφισσείς, άνθρωπος αναιδέστατος και τελείως αμόρφωτος κατά τη γνώμη μου, σπρωγμένος ίσως και από κάποιο δαιμόνιο να προβεί σ᾽ αυτό το ολίσθημα, φώναξε: «Έλληνες, αν ήσασταν σώφρονες, ούτε καν θα είχε αναφερθεί αυτές τις ημέρες το όνομα του λαού των Αθηναίων, αλλά ως καταραμένους θα τους είχατε εμποδίσει να μπουν στον ιερό χώρο.»
[118] Συγχρόνως τους υπενθύμισε τη συμμαχία μας με τους Φωκείς που είχε προτείνει εκείνος ο Κρωβύλος, και άρχισε να απαριθμεί και πολλά άλλα επιβαρυντικά για την πόλη μας, τα οποία εγώ ούτε τότε είχα την υπομονή να ακούω ούτε τώρα τα θυμάμαι με ευχαρίστηση. Όταν άκουσα αυτά, θύμωσα τόσο πολύ όσο ποτέ στη ζωή μου. Θα παραλείψω όλα τα άλλα που τους είπα. Μου ήρθε όμως στον νου να κάνω λόγο τουλάχιστον για την ασέβεια των Αμφισσέων, αναφορικά με την ιερή γη. Και από εκεί όπου είχα σταθεί την έδειχνα στους Αμφικτίονες· γιατί το Κιρραίον πεδίον βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ιερό του Απόλλωνα και φαίνεται καθαρά.
[119] «Βλέπετε», είπα εγώ, «Αμφικτίονες, αυτή την πεδιάδα να είναι καλλιεργημένη από τους Αμφισσείς, να είναι χτισμένα κεραμικά εργαστήρια και αγρόσπιτα. Βλέπετε με τα μάτια σας να έχει οχυρωθεί το αφιερωμένο και άβατο λιμάνι. Το ξέρετε καλά και οι ίδιοι και δεν έχετε καμιάν ανάγκη από άλλους μάρτυρες ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν εκμισθώσει τα λιμενικά τείχη και κερδίζουν χρήματα από το ιερό λιμάνι.» Συγχρόνως συνιστούσα να διαβαστεί σ᾽ αυτούς ο χρησμός του θεού, ο όρκος των προγόνων και η κατάρα που είχαν κάνει, και δήλωνα απερίφραστα
[120] ότι «εγώ, εκ μέρους του λαού των Αθηναίων, εμού προσωπικώς, των παιδιών και του σπιτιού μου έρχομαι προς βοήθεια, σύμφωνα με τον όρκο, του θεού και της ιερής γης με χέρια, με πόδια, με τη φωνή και με όλες τις δυνάμεις μου, και θα προσπαθήσω να εξαγνίσω την πόλη μου σε ό,τι αφορά στα προς τους θεούς. Εσείς τώρα πάρτε τη δική σας απόφαση. Τα κάνιστρα είναι έτοιμα· τα θύματα για τη θυσία βρίσκονται δίπλα στους βωμούς και εσείς πρόκειται να ζητήσετε από τους θεούς να δώσουν τα αγαθά τόσο σε όλους μας όσο και στον καθένα μας χωριστά.
[121] Σκεφτείτε λοιπόν με ποια φωνή, με ποια ψυχή, με ποια μάτια, με ποια τόλμη θα ικετεύσετε τους θεούς, εάν αφήσετε ατιμώρητους αυτούς τους αφορισμένους και καταραμένους. Γιατί, εναντίον των ασεβών και όσων επέτρεψαν την ιεροσυλία, είναι γραμμένη στην κατάρα με σαφήνεια και όχι με γρίφους η ποινή που πρέπει να επιβληθεί σ᾽ αυτούς. Και η κατάρα τελειώνει ως εξής: «όσοι δεν τιμωρούν τους παραβάτες να μην μπορούν να προσφέρουν ευοίωνες θυσίες στον Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και στην Προναία Αθηνά, και είθε οι θεοί να αρνηθούν να δεχτούν τις προσφορές τους.»
[122] Αφού είπα αυτά και άλλα πολλά ακόμη, όταν κάποια στιγμή τελείωσα τον λόγο μου και βγήκα από το συνέδριο, οι Αμφικτίονες άρχισαν να φωνάζουν και να θορυβούν, και δεν συζητούσαν πια για τις ασπίδες που εμείς αφιερώσαμε αλλά για την τιμωρία που έπρεπε να επιβάλουν τώρα στους Αμφισσείς. Ήταν ήδη προχωρημένη η ώρα της ημέρας, όταν ο κήρυκας βγήκε μπροστά και ανάγγειλε οι ενήλικοι κάτοικοι των Δελφών, δούλοι και ελεύθεροι, να έρθουν τα ξημερώματα με φτυάρια και δικέλλια σε ένα μέρος εκεί, που λεγόταν Θυτείο. Ξανά ο ίδιος κήρυκας κάλεσε να έρθουν στο ίδιο μέρος οι Ιερομνήμονες και οι Πυλαγόρες, για να προσφέρουν τη βοήθειά τους στον θεό και στην ιερή γη. «Όποια πόλη δεν παρουσιαστεί, θα αποκλειστεί από τον ιερό χώρο, θα θεωρείται μιασμένη και καταραμένη.»
[123] Την επομένη είχαμε έρθει από το πρωί στο καθορισμένο σημείο, κατεβήκαμε στο Κιρραίον πεδίον και, αφού κατασκάψαμε το λιμάνι και κάψαμε τα σπίτια, ξεκινήσαμε να φύγουμε. Και, ενώ εμείς κάναμε αυτά, μας επιτέθηκαν οι Λοκροί οι Αμφισσείς, που κατοικούσαν εξήντα στάδια από τους Δελφούς· αυτοί είχαν έρθει ένοπλοι με όλο τον πληθυσμό της πόλης τους και, αν δεν καταφέρναμε τρέχοντας να καταφύγουμε με πολύ δυσκολία στους Δελφούς, θα κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε.
[124] Την άλλην ημέρα ο Κόττυφος, ο επιφορτισμένος να θέτει προς ψήφιση τις προτάσεις μας, καλούσε Συνέλευση των Αμφικτιόνων. Συνέλευση ονομάζουν όταν συγκαλεί κανείς όχι μόνο τους Πυλαγόρες και τους Ιερομνήμονες αλλά και όσους θυσιάζουν και συμβουλεύονται τον θεό. Τότε ήταν πια που οι κατηγορίες εναντίον των Αμφισσέων διαδέχονταν η μία την άλλη, ενώ περίσσευαν οι έπαινοι για τη δική μας πόλη. Στο τέλος όλης της συζήτησης ψήφισαν να συγκεντρωθούν οι ιερομνήμονες στις Θερμοπύλες σε ορισμένο χρόνο πριν από το επόμενο συνέδριο, με ειλημμένη απόφαση των πόλεών τους για την τιμωρία που έπρεπε να επιβληθεί στους Αμφισσείς για τα όσα είχαν διαπράξει σε βάρος του θεού, της ιερής γης και των Αμφικτιόνων. Για την αλήθεια των όσων λέω, διάβασε, γραμματέα, το ψήφισμα.
[114] Χειροτονηθεὶς γὰρ ὑφ᾽ ὑμῶν πυλάγορος, λαμβάνει δισχιλίας δραχμὰς παρὰ τῶν Ἀμφισσέων, τοῦ μηδεμίαν μνείαν περὶ αὐτῶν ἐν τοῖς Ἀμφικτύοσι ποιήσασθαι. Διωμολογήθη δ᾽ αὐτῷ καὶ εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον ἀποστέλλεσθαι Ἀθήναζε τοῦ ἐνιαυτοῦ ἑκάστου μνᾶς εἴκοσι τῶν ἐξαγίστων καὶ ἐπαράτων χρημάτων, ἐφ᾽ ᾧτε βοηθήσειν τοῖς Ἀμφισσεῦσιν Ἀθήνησι κατὰ πάντα τρόπον· ὅθεν ἔτι μᾶλλον ἢ πρότερον συμβέβηκεν αὐτῷ, ὅτου ἂν προσάψηται, ἢ ἀνδρὸς ἰδιώτου ἢ δυνάστου ἢ πόλεως δημοκρατουμένης, τούτων ἑκάστους ἀνιάτοις συμφοραῖς περιβάλλειν.
[115] Σκέψασθε δὴ τὸν δαίμονα καὶ τὴν τύχην, ὅσῳ περιεγένετο τῆς τῶν Ἀμφισσέων ἀσεβείας. Ἐπὶ γὰρ Θεοφράστου ἄρχοντος, ἱερομνήμονος ὄντος Διογνήτου Ἀναφλυστίου, πυλαγόρους ὑμεῖς εἵλεσθε Μειδίαν τε ἐκεῖνον τὸν Ἀναγυράσιον, ὃν ἐβουλόμην ἂν πολλῶν ἕνεκα ζῆν, καὶ Θρασυκλέα τὸν ἐξ Οἴου, καὶ τρίτον δὴ μετὰ τούτων ἐμέ. Συνέβη δ᾽ ἡμῖν ἀρτίως μὲν εἰς Δελφοὺς ἀφῖχθαι, παραχρῆμα δὲ τὸν ἱερομνήμονα Διόγνητον πυρέττειν· τὸ δ᾽ αὐτὸ τοῦτο συνεπεπτώκει καὶ τῷ Μειδίᾳ.
[116] Οἱ δ᾽ ἄλλοι συνεκάθηντο Ἀμφικτύονες. Ἐξηγγέλλετο δ᾽ ἡμῖν παρὰ τῶν βουλομένων εὔνοιαν ἐνδείκνυσθαι τῇ πόλει ὅτι οἱ Ἀμφισσεῖς ὑποπεπτωκότες τότε καὶ δεινῶς θεραπεύοντες τοὺς Θηβαίους εἰσέφερον δόγμα κατὰ τῆς ἡμετέρας πόλεως, πεντήκοντα ταλάντοις ζημιῶσαι τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων ὅτι χρυσᾶς ἀσπίδας ἀνέθεμεν πρὸς τὸν καινὸν νεὼν πρὶν ἐξαρέσασθαι, καὶ ἐπεγράψαμεν τὸ προσῆκον ἐπίγραμμα· «Ἀθηναῖοι ἀπὸ Μήδων καὶ Θηβαίων, ὅτε τἀναντία τοῖς Ἕλλησιν ἐμάχοντο». Μεταπεμψάμενος δ᾽ ἐμὲ ὁ ἱερομνήμων ἠξίου εἰσελθεῖν εἰς τὸ συνέδριον καὶ εἰπεῖν τι πρὸς τοὺς Ἀμφικτύονας ὑπὲρ τῆς πόλεως, καὶ αὐτὸν οὕτω προῃρημένον.
[117] Ἀρχομένου δέ μου λέγειν καὶ προθυμότερόν πως εἰσεληλυθότος εἰς τὸ συνέδριον, τῶν ἄλλων πυλαγόρων μεθεστηκότων, ἀναβοήσας τις τῶν Ἀμφισσέων, ἄνθρωπος ἀσελγέστατος καὶ ὡς ἐμοὶ ἐφαίνετο οὐδεμιᾶς παιδείας μετεσχηκώς, ἴσως δὲ καὶ δαιμονίου τινὸς ἐξαμαρτάνειν προαγομένου, «ἀρχὴν δέ γε» ἔφη, «ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, εἰ ἐσωφρονεῖτε, οὐδ᾽ ἂν ὠνομάζετο τοὔνομα τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων ἐν ταῖσδε ταῖς ἡμέραις, ἀλλ᾽ ὡς ἐναγεῖς ἐξείργετ᾽ ἂν ἐκ τοῦ ἱεροῦ».
[118] Ἅμα δὲ ἐμέμνητο τῆς τῶν Φωκέων συμμαχίας ἣν ὁ Κρωβύλος ἐκεῖνος ἔγραψε, καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ δυσχερῆ κατὰ τῆς πόλεως διεξῄει, ἃ ἐγὼ οὔτε τότ᾽ ἐκαρτέρουν ἀκούων, οὔτε νῦν ἡδέως μέμνημαι αὐτῶν. Ἀκούσας δὲ οὕτω παρωξύνθην ὡς οὐδεπώποτ᾽ ἐν τῷ ἐμαυτοῦ βίῳ. Καὶ τοὺς μὲν ἄλλους λόγους ὑπερβήσομαι· ἐπῆλθε δ᾽ οὖν μοι ἐπὶ τὴν γνώμην μνησθῆναι τῆς τῶν Ἀμφισσέων περὶ τὴν γῆν τὴν ἱερὰν ἀσεβείας, καὶ αὐτόθεν ἑστηκὼς ἐδείκνυον τοῖς Ἀμφικτύοσιν· ὑπόκειται γὰρ τὸ Κιρραῖον πεδίον τῷ ἱερῷ καὶ ἔστιν εὐσύνοπτον.
[119] «Ὁρᾶτ᾽», ἔφην ἐγώ, «ὦ ἄνδρες Ἀμφικτύονες, ἐξειργασμένον τουτὶ τὸ πεδίον ὑπὸ τῶν Ἀμφισσέων, καὶ κεραμεῖα ἐνῳκοδομημένα καὶ αὔλια· ὁρᾶτε τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον λιμένα τετειχισμένον· ἴστε τούτους αὐτοί, καὶ οὐδὲν ἑτέρων δεῖσθε μαρτύρων, τέλη πεπρακότας καὶ χρήματα λαμβάνοντας ἐκ τοῦ ἱεροῦ λιμένος.» Ἅμα δὲ ἀναγιγνώσκειν ἐκέλευον αὐτοῖς τὴν μαντείαν τοῦ θεοῦ, τὸν ὅρκον τῶν προγόνων, τὴν ἀρὰν τὴν γενομένην, καὶ διωριζόμην
[120] ὅτι «ἐγὼ μὲν ὑπὲρ τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων καὶ τοῦ σώματος καὶ τέκνων καὶ οἰκίας τῆς ἐμαυτοῦ βοηθῶ κατὰ τὸν ὅρκον καὶ τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ φωνῇ καὶ πᾶσιν οἷς δύναμαι, καὶ τὴν πόλιν τὴν ἡμετέραν τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς ἀφοσιῶ· ὑμεῖς δ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν αὐτῶν ἤδη βουλεύεσθε. Ἐνῆρκται μὲν τὰ κανᾶ, παρέστηκε δὲ τοῖς βωμοῖς τὰ θύματα, μέλλετε δ᾽ αἰτεῖν τοὺς θεοὺς τἀγαθὰ καὶ κοινῇ καὶ ἰδίᾳ.
[121] Σκοπεῖτε δὴ ποίᾳ φωνῇ, ποίᾳ ψυχῇ, ποίοις ὄμμασι, τίνα τόλμαν κτησάμενοι τὰς ἱκετείας ποιήσεσθε, τούτους παρέντες ἀτιμωρήτους τοὺς ἐναγεῖς καὶ ταῖς ἀραῖς ἐνόχους. Οὐ γὰρ δι᾽ αἰνιγμῶν, ἀλλ᾽ ἐναργῶς γέγραπται ἐν τῇ ἀρᾷ κατά τε τῶν ἀσεβησάντων ἃ χρὴ παθεῖν αὐτούς, καὶ κατὰ τῶν ἐπιτρεψάντων, καὶ τελευταῖον, μηδ᾽ ὁσίως, φησί, θύσειαν οἱ μὴ τιμωροῦντες τῷ Ἀπόλλωνι μηδὲ τῇ Ἀρτέμιδι μηδὲ τῇ Λητοῖ μηδ᾽ Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ, μηδὲ δέξαιντο αὐτῶν τὰ ἱερά.»
[122] Τοιαῦτα καὶ πρὸς τούτοις ἕτερα πολλὰ διεξελθόντος ἐμοῦ, ἐπειδή ποτε ἀπηλλάγην καὶ μετέστην ἐκ τοῦ συνεδρίου, κραυγὴ πολλὴ καὶ θόρυβος ἦν τῶν Ἀμφικτυόνων, καὶ ὁ λόγος ἦν οὐκέτι περὶ τῶν ἀσπίδων ἃς ἡμεῖς ἀνέθεμεν ἀλλ᾽ ἤδη περὶ τῆς τῶν Ἀμφισσέων τιμωρίας. Ἤδη δὲ πόρρω τῆς ἡμέρας ὄντος, προελθὼν ὁ κῆρυξ ἀνεῖπε, Δελφῶν ὅσοι ἐπὶ δίετες ἡβῶσι, καὶ δούλους καὶ ἐλευθέρους, ἥκειν ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἔχοντας ἄμας καὶ δικέλλας πρὸς τὸ Θυτεῖον ἐκεῖ καλούμενον· καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς κῆρυξ ἀναγορεύει τοὺς ἱερομνήμονας καὶ τοὺς πυλαγόρους ἥκειν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον βοηθήσοντας τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ· «ἥτις δ᾽ ἂν μὴ παρῇ πόλις, εἴρξεται τοῦ ἱεροῦ καὶ ἐναγὴς ἔσται καὶ τῇ ἀρᾷ ἔνοχος.»
[123] Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἥκομεν ἕωθεν εἰς τὸν προειρημένον τόπον, καὶ κατέβημεν εἰς τὸ Κιρραῖον πεδίον, καὶ τὸν λιμένα κατασκάψαντες καὶ τὰς οἰκίας ἐμπρήσαντες ἀνεχωροῦμεν. Ταῦτα δὲ ἡμῶν πραττόντων οἱ Λοκροὶ οἱ Ἀμφισσεῖς, ἑξήκοντα στάδια ἄπωθεν οἰκοῦντες Δελφῶν, ἦλθον ἐφ᾽ ἡμᾶς μεθ᾽ ὅπλων πανδημεί· καὶ εἰ μὴ δρόμῳ μόλις ἐξεφύγομεν εἰς Δελφούς, ἐκινδυνεύσαμεν ἂν ἀπολέσθαι.
[124] Τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ Κόττυφος ὁ τὰς γνώμας ἐπιψηφίζων ἐκκλησίαν ἐποίει τῶν Ἀμφικτυόνων· ἐκκλησίαν γὰρ ὀνομάζουσιν, ὅταν τις μὴ μόνον τοὺς πυλαγόρους καὶ τοὺς ἱερομνήμονας συγκαλέσῃ, ἀλλὰ καὶ τοὺς θύοντας καὶ τοὺς χρωμένους τῷ θεῷ. Ἐνταῦθ᾽ ἤδη πολλαὶ μὲν τῶν Ἀμφισσέων ἐγίγνοντο κατηγορίαι, πολὺς δ᾽ ἔπαινος ἦν κατὰ τῆς ἡμετέρας πόλεως· τέλος δὲ παντὸς τοῦ λόγου ψηφίζονται ἥκειν τοὺς ἱερομνήμονας πρὸ τῆς ἐπιούσης πυλαίας ἐν ῥητῷ χρόνῳ εἰς Πύλας, ἔχοντας δόγμα, καθ᾽ ὅ τι δίκας δώσουσιν οἱ Ἀμφισσεῖς ὑπὲρ ὧν εἰς τὸν θεὸν καὶ τὴν γῆν τὴν ἱερᾶν καὶ τοὺς Ἀμφικτύονας ἐξήμαρτον. Ὅτι δὲ ἀληθῆ λέγω, ἀνάγνωθι τὸ ψήφισμα.
***
[113] Παρόλο που αυτή η κατάρα, οι όρκοι και ο χρησμός σώζονται ακόμη και σήμερα σε στήλες, οι Λοκροί της Άμφισσας, συγκεκριμένα οι κυβερνώντες, άνθρωποι εντελώς παράνομοι, άρχισαν να καλλιεργούν την πεδιάδα, οχύρωσαν πάλι με τείχη το λιμάνι, το αφιερωμένο στον θεό και άβατο, και εγκαταστάθηκαν εκεί. Εισέπρατταν μάλιστα και τέλη από όσους κατέπλεαν εκεί, και ορισμένους από τους Πυλαγόρες που πήγαιναν στους Δελφούς για το Αμφικτιονικό συνέδριο τους εξαγόραζαν με χρήματα. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημοσθένης.
[114] Μετά την εκλογή του από σας ως Πυλαγόρα, πήρε από τους Αμφισσείς δυο χιλιάδες δραχμές, προκειμένου να μην αναφέρει τίποτε γι᾽ αυτούς στο συνέδριο των Αμφικτιόνων. Είχε κλειστεί μάλιστα συμφωνία να του αποστέλλονται στο εξής στην Αθήνα κάθε χρόνο είκοσι μνες από τα αφιερωμένα και καθαγιασμένα χρήματα, υπό τον όρο ότι θα βοηθάει με κάθε τρόπο τους Αμφισσείς από την Αθήνα. Έτσι, ακόμη περισσότερο από όσο στο παρελθόν έχει παρατηρηθεί με τον Δημοσθένη, ότι, όποιον αγγίξει, είτε απλό ιδιώτη είτε δυνάστη είτε πόλη δημοκρατική, τον καθένα απ᾽ αυτούς τον ρίχνει σε αγιάτρευτες συμφορές.
[115] Προσέξτε τώρα πόσο ο θεός και η τύχη υπερίσχυσαν της ασέβειας των Αμφισσείων. Όταν λοιπόν άρχοντας ήταν ο Θεόφραστος και ιερομνήμονας ο Διόγνητος ο Αναφλύστιος, εκλέξατε εσείς Πυλαγόρες τον γνωστό Μειδία τον Αναγυράσιο, που για πολλούς λόγους θα ήθελα να ζει, τον Θρασυκλή από την Οίο και τρίτο μαζί με αυτούς εμένα. Συνέβη όμως σε μας, μετά την άφιξή μας στους Δελφούς, να αρρωστήσει αμέσως ο ιερομνήμονας Διόγνητος· το ίδιο ακριβώς είχε πάθει κατά σύμπτωση και ο Μειδίας.
[116] Οι άλλοι όμως Αμφικτίονες είχαν πάρει τις θέσεις τους στο συνέδριο. Στο μεταξύ έφταναν σε μας πληροφορίες, από αυτούς που επιθυμούσαν να δείξουν κάποιαν εύνοια προς την πόλη μας, ότι οι Αμφισσείς, που τότε είχαν υποδουλωθεί στους Θηβαίους και φέρονταν δουλικώς προς αυτούς, ετοίμαζαν ψήφισμα εναντίον της πόλης μας να τιμωρήσουν οι Αμφικτίονες τον λαό των Αθηναίων με καταβολή προστίμου πενήντα ταλάντων, επειδή αφιερώσαμε χρυσές ασπίδες στον καινούργιο ναό πριν από τα εγκαίνια, με το εξής ταιριαστό επίγραμμα: «Οι Αθηναίοι από τους Μήδους και τους Θηβαίους, όταν αυτοί μάχονταν εναντίον των Ελλήνων». Τότε με κάλεσε ο ιερομνήμονας και μου ζήτησε να πάω στο συνέδριο και να μιλήσω στους Αμφικτίονες για λογαριασμό της πόλης μας, πράγμα, άλλωστε, που ήταν και προεπιλογή μου
[117] Όταν λοιπόν είχα μπει στο συνέδριο κάπως ερεθισμένος και άρχισα να μιλώ, ενώ οι άλλοι Πυλαγόρες είχαν αλλάξει διαθέσεις και έκλιναν προς το μέρος μας, κάποιος από τους Αμφισσείς, άνθρωπος αναιδέστατος και τελείως αμόρφωτος κατά τη γνώμη μου, σπρωγμένος ίσως και από κάποιο δαιμόνιο να προβεί σ᾽ αυτό το ολίσθημα, φώναξε: «Έλληνες, αν ήσασταν σώφρονες, ούτε καν θα είχε αναφερθεί αυτές τις ημέρες το όνομα του λαού των Αθηναίων, αλλά ως καταραμένους θα τους είχατε εμποδίσει να μπουν στον ιερό χώρο.»
[118] Συγχρόνως τους υπενθύμισε τη συμμαχία μας με τους Φωκείς που είχε προτείνει εκείνος ο Κρωβύλος, και άρχισε να απαριθμεί και πολλά άλλα επιβαρυντικά για την πόλη μας, τα οποία εγώ ούτε τότε είχα την υπομονή να ακούω ούτε τώρα τα θυμάμαι με ευχαρίστηση. Όταν άκουσα αυτά, θύμωσα τόσο πολύ όσο ποτέ στη ζωή μου. Θα παραλείψω όλα τα άλλα που τους είπα. Μου ήρθε όμως στον νου να κάνω λόγο τουλάχιστον για την ασέβεια των Αμφισσέων, αναφορικά με την ιερή γη. Και από εκεί όπου είχα σταθεί την έδειχνα στους Αμφικτίονες· γιατί το Κιρραίον πεδίον βρίσκεται ακριβώς κάτω από το ιερό του Απόλλωνα και φαίνεται καθαρά.
[119] «Βλέπετε», είπα εγώ, «Αμφικτίονες, αυτή την πεδιάδα να είναι καλλιεργημένη από τους Αμφισσείς, να είναι χτισμένα κεραμικά εργαστήρια και αγρόσπιτα. Βλέπετε με τα μάτια σας να έχει οχυρωθεί το αφιερωμένο και άβατο λιμάνι. Το ξέρετε καλά και οι ίδιοι και δεν έχετε καμιάν ανάγκη από άλλους μάρτυρες ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν εκμισθώσει τα λιμενικά τείχη και κερδίζουν χρήματα από το ιερό λιμάνι.» Συγχρόνως συνιστούσα να διαβαστεί σ᾽ αυτούς ο χρησμός του θεού, ο όρκος των προγόνων και η κατάρα που είχαν κάνει, και δήλωνα απερίφραστα
[120] ότι «εγώ, εκ μέρους του λαού των Αθηναίων, εμού προσωπικώς, των παιδιών και του σπιτιού μου έρχομαι προς βοήθεια, σύμφωνα με τον όρκο, του θεού και της ιερής γης με χέρια, με πόδια, με τη φωνή και με όλες τις δυνάμεις μου, και θα προσπαθήσω να εξαγνίσω την πόλη μου σε ό,τι αφορά στα προς τους θεούς. Εσείς τώρα πάρτε τη δική σας απόφαση. Τα κάνιστρα είναι έτοιμα· τα θύματα για τη θυσία βρίσκονται δίπλα στους βωμούς και εσείς πρόκειται να ζητήσετε από τους θεούς να δώσουν τα αγαθά τόσο σε όλους μας όσο και στον καθένα μας χωριστά.
[121] Σκεφτείτε λοιπόν με ποια φωνή, με ποια ψυχή, με ποια μάτια, με ποια τόλμη θα ικετεύσετε τους θεούς, εάν αφήσετε ατιμώρητους αυτούς τους αφορισμένους και καταραμένους. Γιατί, εναντίον των ασεβών και όσων επέτρεψαν την ιεροσυλία, είναι γραμμένη στην κατάρα με σαφήνεια και όχι με γρίφους η ποινή που πρέπει να επιβληθεί σ᾽ αυτούς. Και η κατάρα τελειώνει ως εξής: «όσοι δεν τιμωρούν τους παραβάτες να μην μπορούν να προσφέρουν ευοίωνες θυσίες στον Απόλλωνα, την Άρτεμη, τη Λητώ και στην Προναία Αθηνά, και είθε οι θεοί να αρνηθούν να δεχτούν τις προσφορές τους.»
[122] Αφού είπα αυτά και άλλα πολλά ακόμη, όταν κάποια στιγμή τελείωσα τον λόγο μου και βγήκα από το συνέδριο, οι Αμφικτίονες άρχισαν να φωνάζουν και να θορυβούν, και δεν συζητούσαν πια για τις ασπίδες που εμείς αφιερώσαμε αλλά για την τιμωρία που έπρεπε να επιβάλουν τώρα στους Αμφισσείς. Ήταν ήδη προχωρημένη η ώρα της ημέρας, όταν ο κήρυκας βγήκε μπροστά και ανάγγειλε οι ενήλικοι κάτοικοι των Δελφών, δούλοι και ελεύθεροι, να έρθουν τα ξημερώματα με φτυάρια και δικέλλια σε ένα μέρος εκεί, που λεγόταν Θυτείο. Ξανά ο ίδιος κήρυκας κάλεσε να έρθουν στο ίδιο μέρος οι Ιερομνήμονες και οι Πυλαγόρες, για να προσφέρουν τη βοήθειά τους στον θεό και στην ιερή γη. «Όποια πόλη δεν παρουσιαστεί, θα αποκλειστεί από τον ιερό χώρο, θα θεωρείται μιασμένη και καταραμένη.»
[123] Την επομένη είχαμε έρθει από το πρωί στο καθορισμένο σημείο, κατεβήκαμε στο Κιρραίον πεδίον και, αφού κατασκάψαμε το λιμάνι και κάψαμε τα σπίτια, ξεκινήσαμε να φύγουμε. Και, ενώ εμείς κάναμε αυτά, μας επιτέθηκαν οι Λοκροί οι Αμφισσείς, που κατοικούσαν εξήντα στάδια από τους Δελφούς· αυτοί είχαν έρθει ένοπλοι με όλο τον πληθυσμό της πόλης τους και, αν δεν καταφέρναμε τρέχοντας να καταφύγουμε με πολύ δυσκολία στους Δελφούς, θα κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε.
[124] Την άλλην ημέρα ο Κόττυφος, ο επιφορτισμένος να θέτει προς ψήφιση τις προτάσεις μας, καλούσε Συνέλευση των Αμφικτιόνων. Συνέλευση ονομάζουν όταν συγκαλεί κανείς όχι μόνο τους Πυλαγόρες και τους Ιερομνήμονες αλλά και όσους θυσιάζουν και συμβουλεύονται τον θεό. Τότε ήταν πια που οι κατηγορίες εναντίον των Αμφισσέων διαδέχονταν η μία την άλλη, ενώ περίσσευαν οι έπαινοι για τη δική μας πόλη. Στο τέλος όλης της συζήτησης ψήφισαν να συγκεντρωθούν οι ιερομνήμονες στις Θερμοπύλες σε ορισμένο χρόνο πριν από το επόμενο συνέδριο, με ειλημμένη απόφαση των πόλεών τους για την τιμωρία που έπρεπε να επιβληθεί στους Αμφισσείς για τα όσα είχαν διαπράξει σε βάρος του θεού, της ιερής γης και των Αμφικτιόνων. Για την αλήθεια των όσων λέω, διάβασε, γραμματέα, το ψήφισμα.