[177] Ἐπεὶ δὲ στεφάνων ἀνεμνήσθην καὶ δωρεῶν, ἕως ἔτι μέμνημαι, προλέγω ὑμῖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ μὴ καταλύσετε τὰς ἀφθόνους ταύτας δωρεὰς καὶ τοὺς εἰκῇ διδομένους στεφάνους, οὔθ᾽ οἱ τιμώμενοι χάριν ὑμῖν εἴσονται, οὔτε τὰ τῆς πόλεως πράγματα ἐπανορθωθήσεται· τοὺς μὲν γὰρ πονηροὺς οὐ μή ποτε βελτίους ποιήσετε, τοὺς δὲ χρηστοὺς εἰς τὴν ἐσχάτην ἀθυμίαν ἐμβαλεῖτε. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, μεγάλα τούτων οἶμαι σημεῖα δείξειν ὑμῖν.
[178] Εἰ γάρ τις ὑμᾶς ἐρωτήσειε, πότερον ὑμῖν ἐνδοξοτέρα δοκεῖ ἡ πόλις εἶναι ἐπὶ τῶν νυνὶ καιρῶν ἢ ἐπὶ τῶν προγόνων, ἅπαντες ἂν ὁμολογήσαιτε, ἐπὶ τῶν προγόνων. Ἄνδρες δὲ πότερον τότε ἀμείνους ἦσαν ἢ νυνί; τότε μὲν διαφέροντες, νυνὶ δὲ πολλῷ καταδεέστεροι. Δωρεαὶ δὲ καὶ στέφανοι καὶ κηρύγματα καὶ σιτήσεις ἐν πρυτανείῳ πότερα τότε ἦσαν πλείους ἢ νυνί; τότε μὲν ἦν σπάνια τὰ καλὰ παρ᾽ ἡμῖν, καὶ τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα τίμιον· νυνὶ δὲ καταπέπλυται τὸ πρᾶγμα, καὶ τὸ στεφανοῦν ἐξ ἔθους, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκ προνοίας ποιεῖσθε.
[179] Οὐκ οὖν ἄτοπον οὑτωσὶ διαλογιζομένοις, τὰς μὲν δωρεὰς νυνὶ πλείους εἶναι, τὰ δὲ πράγματα τὰ τῆς πόλεως τότε μᾶλλον ἰσχύειν, καὶ τοὺς ἄνδρας νῦν μὲν χείρους εἶναι, τότε δ᾽ ἀμείνους; ἐγὼ δὲ τοῦθ᾽ ὑμᾶς ἐπιχειρήσω διδάσκειν. Οἴεσθ᾽ ἄν ποτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐθελῆσαί τινα ἐπασκεῖν εἰς τὰ Ὀλύμπια, ἢ ἄλλον τινὰ τῶν στεφανιτῶν ἀγώνων, παγκράτιον ἢ καὶ ἄλλο τι τῶν βαρυτέρων ἄθλων, εἰ ὁ στέφανος ἐδίδοτο μὴ τῷ κρατίστῳ, ἀλλὰ τῷ διαπραξαμένῳ; οὐδεὶς ἄν ποτ᾽ ἠθέλησεν ἐπασκεῖν.
[180] Νῦν δ᾽ οἶμαι διὰ τὸ σπάνιον καὶ περιμάχητον καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀείμνηστον ἐκ τῆς νίκης ἐθέλουσίν τινες τὰ σώματα παραθέμενοι καὶ τὰς μεγίστας ταλαιπωρίας διακινδυνεύειν. Ὑπολάβετε τοίνυν ὑμᾶς αὐτοὺς εἶναι ἀγωνοθέτας πολιτικῆς ἀρετῆς κἀκεῖνο ἐκλογίσασθε ὅτι, ἐὰν μὲν τὰς δωρεὰς ὀλίγοις καὶ ἀξίοις καὶ κατὰ τοὺς νόμους διδῶτε, πολλοὺς ἀγωνιστὰς ἕξετε τῆς ἀρετῆς, ἂν δὲ τῷ βουλομένῳ καὶ τοῖς διαπραξαμένοις χαρίζησθε, καὶ τὰς ἐπιεικεῖς φύσεις διαφθερεῖτε.
[181] Ὅτι δὲ ὀρθῶς λέγω, ἔτι μικρῷ σαφέστερον ὑμᾶς βούλομαι διδάξαι. Πότερον ὑμῖν ἀμείνων ἀνὴρ εἶναι δοκεῖ Θεμιστοκλῆς ὁ στρατηγήσας ὅτε τῇ περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίᾳ τὸν Πέρσην ἐνικᾶτε, ἢ Δημοσθένης ὁ νυνὶ τὴν τάξιν λιπών; Μιλτιάδης δὲ ὁ τὴν ἐν Μαραθῶνι μάχην τοὺς βαρβάρους νικήσας, ἢ οὗτος; ἔτι δ᾽ οἱ ἀπὸ Φυλὴς φεύγοντα τὸν δῆμον καταγαγόντες; Ἀριστείδης δ᾽ ὁ δίκαιος ἐπικαλούμενος, ὁ τὴν ἀνόμοιον ἔχων ἐπωνυμίαν Δημοσθένει;
[182] Ἀλλ᾽ ἔγωγε μὰ τοὺς θεοὺς τοὺς Ὀλυμπίους οὐδ᾽ ἐν ταῖς αὐταῖς ἡμέραις ἄξιον ἡγοῦμαι μεμνῆσθαι τοῦ θηρίου τούτου κἀκείνων τῶν ἀνδρῶν. Ἐπιδειξάτω τοίνυν Δημοσθένης ἐν τῷ ἑαυτοῦ λόγῳ εἴ που γέγραπταί τινα τούτων τῶν ἀνδρῶν στεφανῶσαι. Ἀχάριστος ἄρ᾽ ἦν ὁ δῆμος; οὔκ, ἀλλὰ μεγαλόφρων, κἀκεῖνοί γε οἱ μὴ τετιμημένοι τῆς πόλεως ἄξιοι· οὐ γὰρ ᾤοντο δεῖν ἐν τοῖς γράμμασι τιμᾶσθαι, ἀλλ᾽ ἐν τῇ μνήμῃ τῶν εὖ πεπονθότων, ἣ ἀπ᾽ ἐκείνου τοῦ χρόνου μέχρι τῆσδε τῆς ἡμέρας ἀθάνατος οὖσα διαμένει. Δωρεὰς δὲ τίνας ἐλάμβανον, ἄξιον μνησθῆναι.
[183] Ἦσάν τινες, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ τοὺς τότε καιρούς, οἳ πολὺν πόνον ὑπομείναντες καὶ μεγάλους κινδύνους ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ ἐνίκων μαχόμενοι Μήδους· οὗτοι δεῦρο ἀφικόμενοι τὸν δῆμον ᾔτησαν δωρεὰν καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ δῆμος τιμὰς μεγάλας, ὡς τότ᾽ ἐδόκει, τρεῖς λιθίνους Ἑρμᾶς στῆσαι ἐν τῇ στοᾷ τῇ τῶν Ἑρμῶν, ἐφ᾽ ᾧτε μὴ ἐπιγράφειν τὸ ὄνομα τὸ ἑαυτῶν, ἵνα μὴ τῶν στρατηγῶν, ἀλλὰ τοῦ δήμου δοκῇ εἶναι τὸ ἐπίγραμμα.
[184] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἐξ αὐτῶν τῶν ποιημάτων εἴσεσθε. Ἐπιγέγραπται γὰρ ἐπὶ μὲν τῷ πρώτῳ τῶν Ἑρμῶν·
ἦν ἄρα κἀκεῖνοι ταλακάρδιοι, οἵ ποτε Μήδων
παισὶν ἐπ᾽ Ἠϊόνι, Στρυμόνος ἀμφὶ ῥοάς,
λιμόν τ᾽ αἴθωνα κρατερόν τ᾽ ἐπάγοντες Ἄρηα
πρῶτοι δυσμενέων εὗρον ἀμηχανίην.
Ἐπὶ δὲ τῷ δευτέρῳ·
ἡγεμόνεσσι δὲ μισθὸν Ἀθηναῖοι τάδ᾽ ἔδωκαν
ἀντ᾽ εὐεργεσίης καὶ μεγάλης ἀρετῆς.
μᾶλλόν τις τάδ᾽ ἰδὼν καὶ ἐπεσσομένων ἐθελήσει
ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχθον ἔχειν.
[185] Ἐπὶ δὲ τῷ τρίτῳ ἐπιγέγραπται Ἑρμῇ·
ἔκ ποτε τῆσδε πόληος ἅμ᾽ Ἀτρείδῃσι Μενεσθεὺς
ἡγεῖτο ζάθεον Τρωικὸν ἂμ πεδίον,
ὅν ποθ᾽ Ὅμηρος ἔφη Δαναῶν πύκα χαλκοχιτώνων
κοσμητῆρα μάχης ἔξοχον ἄνδρα μολεῖν.
οὕτως οὐδὲν ἀεικὲς Ἀθηναίοισι καλεῖσθαι
κοσμητὰς πολέμου τ᾽ ἀμφὶ καὶ ἠνορέης.
Ἔστι που τὸ τῶν στρατηγῶν ὄνομα; οὐδαμοῦ, ἀλλὰ τὸ τοῦ δήμου.
***
[177] Επειδή έχω κάνει μνεία για στεφάνια και δωρεές, σας προειδοποιώ, Αθηναίοι, όσο ακόμη το θυμάμαι· εάν δεν περιορίσετε στο ελάχιστο τις γενναιόδωρες αυτές τιμητικές διακρίσεις και τις απονομές στεφάνων, που δίνονται στην τύχη, ούτε οι τιμώμενοι θα σας το αναγνωρίζουν ούτε τα πράγματα της πόλης θα διορθωθούν. Γιατί τους κακοήθεις δεν θα κάνετε ποτέ καλύτερους, ενώ τους ενάρετους θα τους ρίξετε στην έσχατη απογοήτευση. Για την αλήθεια των όσων λέω, πιστεύω ότι θα παρουσιάσω σε σας ατράνταχτες αποδείξεις.
[178] Εάν λοιπόν σας ρωτούσε κανείς πότε νομίζετε ότι ήταν ενδοξότερη η πόλη μας, τώρα, επί των ημερών μας ή την εποχή των προγόνων μας, όλοι θα συμφωνούσατε ότι ήταν την εποχή των προγόνων μας. Οι άνθρωποι ήταν καλύτεροι τότε ή τώρα; Τότε ήταν υπέροχοι, τώρα πολύ κατώτεροι. Οι δωρεές, οι απονομές στεφάνων και οι σιτήσεις στο Πρυτανείο τότε ήταν περισσότερες ή τώρα; Τότε οι τιμές ήταν σπάνιες σε μας και το όνομα της αρετής ήταν σε μεγάλη υπόληψη· τώρα όμως το πράγμα έχει ευτελιστεί και απονέμετε τα στεφάνια από συνήθεια και όχι ύστερα από σοβαρή σκέψη.
[179] Δεν σας φαίνεται λοιπόν παράδοξο, όταν σκέφτεσθε με αυτόν τον τρόπο, οι δωρεές να είναι τώρα περισσότερες, ενώ τα πράγματα της πόλης ήταν τότε πολύ πιο καλά και οι άνθρωποι να είναι τώρα χειρότεροι, ενώ τότε καλύτεροι; Αυτό θα προσπαθήσω να σας το εξηγήσω εγώ. Πιστεύετε, Αθηναίοι, ότι θα ήθελε ποτέ κανείς να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες ή σε κάποιους άλλους αγώνες με έπαθλο το στεφάνι, στο παγκράτιο ή σε κάποιο άλλο δυσκολότερο αγώνισμα, εάν το στεφάνι δινόταν όχι στον καλύτερο άλλα σ᾽ εκείνον που θα κατάφερνε να το αποκτήσει με άλλα μέσα; Κανένας δεν θα ήθελε να αγωνιστεί.
[180] Τώρα όμως, επειδή το στεφάνι της νίκης είναι σπάνιο, περιζήτητο και προσδίδει τιμή και δόξα αλησμόνητη, γι᾽ αυτό πιστεύω ότι μερικοί είναι αποφασισμένοι να υποβάλλουν τα σώματά τους σε επίπονες ασκήσεις και με κίνδυνο της ζωής τους να υποστούν τις πιο μεγάλες ταλαιπωρίες. Φανταστείτε λοιπόν τους εαυτούς σας κριτές σε αγώνες πολιτικής αρετής και σκεφτείτε το εξής: εάν δίνετε τις δωρεές σε λίγους και άξιους και σύμφωνα με τους νόμους, θα έχετε πολλούς που θα αγωνίζονται για την αρετή, αν όμως τις μοιράζετε χαριστικά σε όποιον τις επιθυμεί και σε εκείνους που τις επιδιώκουν με πλάγια μέσα, τότε θα διαφθείρετε και τους χρηστούς ακόμη χαρακτήρες.
[181] Ότι μιλάω σωστά, επιθυμώ να σας εξηγήσω τα πράγματα λίγο πιο καθαρά. Ποιος άνδρας νομίζετε ότι είναι καλύτερος, ο Θεμιστοκλής, ο επικεφαλής του ναυτικού σας τότε που νικούσατε τους Πέρσες στο στενό της Σαλαμίνας, ή ο Δημοσθένης, ο τωρινός λιποτάκτης; Ο Μιλτιάδης, ο νικητής των βαρβάρων στη μάχη του Μαραθώνα, ή αυτός; Ακόμη, εκείνοι που, εξορμώντας από τη Φυλή, αποκατέστησαν τη δημοκρατία που είχε καταλυθεί; Ο Αριστείδης, εξάλλου, ο επονομαζόμενος δίκαιος, ο άνθρωπος με την εντελώς αντίθετη επωνυμία από αυτήν του Δημοσθένη;
[182] Μα τους Ολύμπιους θεούς, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι όχι μόνο δεν συγκρίνεται ο Δημοσθένης με αυτούς, αλλά και ότι είναι ανεπίτρεπτο να γίνεται ταυτόχρονα έστω και απλή μνεία αυτού του θηρίου και εκείνων των ένδοξων ανδρών. Ας μας δείξει λοιπόν ο Δημοσθένης κατά την απολογία του αν έχει προταθεί σε κάποιο ψήφισμα να στεφανώσει ο λαός κάποιον από εκείνους τους άνδρες. Ήταν άραγε αχάριστος τότε ο λαός; Όχι βέβαια. Αντίθετα, ήταν μεγαλόψυχος και εκείνοι που δεν είχαν τιμηθεί με χρυσά στεφάνια άξια τέκνα της πόλης. Γιατί πίστευαν ότι δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να βρίσκεται η διάκριση στα ψηφίσματα αλλά στη μνήμη των ευεργετημένων, που από εκείνη την εποχή παραμένει συνεχώς αναλλοίωτη μέχρι σήμερα. Αξίζει όμως να θυμηθούμε ποιές δωρεές έπαιρναν τότε.
[183] Υπήρξαν, Αθηναίοι, εκείνη την εποχή κάποιοι που, ύστερα από πολύ μόχθο που υπέμειναν και μεγάλους κινδύνους που αντιμετώπισαν, νίκησαν σε μάχη στον ποταμό Στρυμόνα τους Μήδους. Αυτοί, μετά την εδώ επιστροφή τους, ζήτησαν από τον λαό ανταμοιβή. Ο λαός τους αντάμειψε με μεγάλες τιμές, όπως θεωρούνταν τότε· τους επέτρεψε να στήσουν τρεις λίθινες στήλες του Ερμή στη στοά των Ερμών, υπό τον όρο να μη γράψουν πάνω σ᾽ αυτές τα δικά τους ονόματα, για να μη θεωρηθεί ότι η αφιέρωση ήταν προς τιμή των στρατηγών αλλά του λαού.
[184] Ότι λέω την αλήθεια θα το μάθετε από τους ίδιους τους στίχους· στην πρώτη στήλη των Ερμών έχει γραφεί:
«Γενναίοι άνδρες και τολμηροί ήταν εκείνοι
που κάποτε στη Ηιόνα, στον ποταμό Στρυμόνα,
πολέμησαν με τους γιους των Μήδων,
σύμμαχο έχοντας τον πύρινο λιμό και την οργή του Άρη,
φέρνοντας έτσι πρώτοι σε αμηχανία τον εχθρό.»
και στη δεύτερη:
«Αυτό ως ανταμοιβή του μόχθου τους έδωσαν οι Αθηναίοι
στους στρατηγούς για την ευεργεσία και την υπέρτατη παλικαριά·
Οι μεταγενέστεροι που θα διαβάσουν αυτά θα θελήσουν
να μοχθήσουν για το κοινό καλό.»
[185] Και στην τρίτη από τις Ερμές είναι γραμμένα:
«Κάποτε, από την πόλη αυτή ο Μενεσθέας μαζί με τους Ατρείδες
ηγήθηκε του στρατού εναντίον της Τροίας, αγαπημένης πεδιάδας των θεών.
Ο Όμηρος τραγούδησε κάποτε τη φήμη του
και είπε ότι από όλους τους χαλκοχίτωνες αρχηγούς κανείς δεν θα μπορούσε
να παρατάξει με τέτοια στρατηγική τον στρατό για τη μάχη όπως αυτός.
Έτσι, δεν είναι καθόλου ανάρμοστο να ονομαστούν οι Αθηναίοι
στρατάρχες στον πόλεμο, ήρωες στη μάχη των όπλων».
Υπάρχουν πουθενά τα ονόματα των στρατηγών; Πουθενά. Μόνο το όνομα του λαού.
[178] Εἰ γάρ τις ὑμᾶς ἐρωτήσειε, πότερον ὑμῖν ἐνδοξοτέρα δοκεῖ ἡ πόλις εἶναι ἐπὶ τῶν νυνὶ καιρῶν ἢ ἐπὶ τῶν προγόνων, ἅπαντες ἂν ὁμολογήσαιτε, ἐπὶ τῶν προγόνων. Ἄνδρες δὲ πότερον τότε ἀμείνους ἦσαν ἢ νυνί; τότε μὲν διαφέροντες, νυνὶ δὲ πολλῷ καταδεέστεροι. Δωρεαὶ δὲ καὶ στέφανοι καὶ κηρύγματα καὶ σιτήσεις ἐν πρυτανείῳ πότερα τότε ἦσαν πλείους ἢ νυνί; τότε μὲν ἦν σπάνια τὰ καλὰ παρ᾽ ἡμῖν, καὶ τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα τίμιον· νυνὶ δὲ καταπέπλυται τὸ πρᾶγμα, καὶ τὸ στεφανοῦν ἐξ ἔθους, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκ προνοίας ποιεῖσθε.
[179] Οὐκ οὖν ἄτοπον οὑτωσὶ διαλογιζομένοις, τὰς μὲν δωρεὰς νυνὶ πλείους εἶναι, τὰ δὲ πράγματα τὰ τῆς πόλεως τότε μᾶλλον ἰσχύειν, καὶ τοὺς ἄνδρας νῦν μὲν χείρους εἶναι, τότε δ᾽ ἀμείνους; ἐγὼ δὲ τοῦθ᾽ ὑμᾶς ἐπιχειρήσω διδάσκειν. Οἴεσθ᾽ ἄν ποτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐθελῆσαί τινα ἐπασκεῖν εἰς τὰ Ὀλύμπια, ἢ ἄλλον τινὰ τῶν στεφανιτῶν ἀγώνων, παγκράτιον ἢ καὶ ἄλλο τι τῶν βαρυτέρων ἄθλων, εἰ ὁ στέφανος ἐδίδοτο μὴ τῷ κρατίστῳ, ἀλλὰ τῷ διαπραξαμένῳ; οὐδεὶς ἄν ποτ᾽ ἠθέλησεν ἐπασκεῖν.
[180] Νῦν δ᾽ οἶμαι διὰ τὸ σπάνιον καὶ περιμάχητον καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ ἀείμνηστον ἐκ τῆς νίκης ἐθέλουσίν τινες τὰ σώματα παραθέμενοι καὶ τὰς μεγίστας ταλαιπωρίας διακινδυνεύειν. Ὑπολάβετε τοίνυν ὑμᾶς αὐτοὺς εἶναι ἀγωνοθέτας πολιτικῆς ἀρετῆς κἀκεῖνο ἐκλογίσασθε ὅτι, ἐὰν μὲν τὰς δωρεὰς ὀλίγοις καὶ ἀξίοις καὶ κατὰ τοὺς νόμους διδῶτε, πολλοὺς ἀγωνιστὰς ἕξετε τῆς ἀρετῆς, ἂν δὲ τῷ βουλομένῳ καὶ τοῖς διαπραξαμένοις χαρίζησθε, καὶ τὰς ἐπιεικεῖς φύσεις διαφθερεῖτε.
[181] Ὅτι δὲ ὀρθῶς λέγω, ἔτι μικρῷ σαφέστερον ὑμᾶς βούλομαι διδάξαι. Πότερον ὑμῖν ἀμείνων ἀνὴρ εἶναι δοκεῖ Θεμιστοκλῆς ὁ στρατηγήσας ὅτε τῇ περὶ Σαλαμῖνα ναυμαχίᾳ τὸν Πέρσην ἐνικᾶτε, ἢ Δημοσθένης ὁ νυνὶ τὴν τάξιν λιπών; Μιλτιάδης δὲ ὁ τὴν ἐν Μαραθῶνι μάχην τοὺς βαρβάρους νικήσας, ἢ οὗτος; ἔτι δ᾽ οἱ ἀπὸ Φυλὴς φεύγοντα τὸν δῆμον καταγαγόντες; Ἀριστείδης δ᾽ ὁ δίκαιος ἐπικαλούμενος, ὁ τὴν ἀνόμοιον ἔχων ἐπωνυμίαν Δημοσθένει;
[182] Ἀλλ᾽ ἔγωγε μὰ τοὺς θεοὺς τοὺς Ὀλυμπίους οὐδ᾽ ἐν ταῖς αὐταῖς ἡμέραις ἄξιον ἡγοῦμαι μεμνῆσθαι τοῦ θηρίου τούτου κἀκείνων τῶν ἀνδρῶν. Ἐπιδειξάτω τοίνυν Δημοσθένης ἐν τῷ ἑαυτοῦ λόγῳ εἴ που γέγραπταί τινα τούτων τῶν ἀνδρῶν στεφανῶσαι. Ἀχάριστος ἄρ᾽ ἦν ὁ δῆμος; οὔκ, ἀλλὰ μεγαλόφρων, κἀκεῖνοί γε οἱ μὴ τετιμημένοι τῆς πόλεως ἄξιοι· οὐ γὰρ ᾤοντο δεῖν ἐν τοῖς γράμμασι τιμᾶσθαι, ἀλλ᾽ ἐν τῇ μνήμῃ τῶν εὖ πεπονθότων, ἣ ἀπ᾽ ἐκείνου τοῦ χρόνου μέχρι τῆσδε τῆς ἡμέρας ἀθάνατος οὖσα διαμένει. Δωρεὰς δὲ τίνας ἐλάμβανον, ἄξιον μνησθῆναι.
[183] Ἦσάν τινες, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ τοὺς τότε καιρούς, οἳ πολὺν πόνον ὑπομείναντες καὶ μεγάλους κινδύνους ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ ἐνίκων μαχόμενοι Μήδους· οὗτοι δεῦρο ἀφικόμενοι τὸν δῆμον ᾔτησαν δωρεὰν καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ δῆμος τιμὰς μεγάλας, ὡς τότ᾽ ἐδόκει, τρεῖς λιθίνους Ἑρμᾶς στῆσαι ἐν τῇ στοᾷ τῇ τῶν Ἑρμῶν, ἐφ᾽ ᾧτε μὴ ἐπιγράφειν τὸ ὄνομα τὸ ἑαυτῶν, ἵνα μὴ τῶν στρατηγῶν, ἀλλὰ τοῦ δήμου δοκῇ εἶναι τὸ ἐπίγραμμα.
[184] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, ἐξ αὐτῶν τῶν ποιημάτων εἴσεσθε. Ἐπιγέγραπται γὰρ ἐπὶ μὲν τῷ πρώτῳ τῶν Ἑρμῶν·
ἦν ἄρα κἀκεῖνοι ταλακάρδιοι, οἵ ποτε Μήδων
παισὶν ἐπ᾽ Ἠϊόνι, Στρυμόνος ἀμφὶ ῥοάς,
λιμόν τ᾽ αἴθωνα κρατερόν τ᾽ ἐπάγοντες Ἄρηα
πρῶτοι δυσμενέων εὗρον ἀμηχανίην.
Ἐπὶ δὲ τῷ δευτέρῳ·
ἡγεμόνεσσι δὲ μισθὸν Ἀθηναῖοι τάδ᾽ ἔδωκαν
ἀντ᾽ εὐεργεσίης καὶ μεγάλης ἀρετῆς.
μᾶλλόν τις τάδ᾽ ἰδὼν καὶ ἐπεσσομένων ἐθελήσει
ἀμφὶ ξυνοῖσι πράγμασι μόχθον ἔχειν.
[185] Ἐπὶ δὲ τῷ τρίτῳ ἐπιγέγραπται Ἑρμῇ·
ἔκ ποτε τῆσδε πόληος ἅμ᾽ Ἀτρείδῃσι Μενεσθεὺς
ἡγεῖτο ζάθεον Τρωικὸν ἂμ πεδίον,
ὅν ποθ᾽ Ὅμηρος ἔφη Δαναῶν πύκα χαλκοχιτώνων
κοσμητῆρα μάχης ἔξοχον ἄνδρα μολεῖν.
οὕτως οὐδὲν ἀεικὲς Ἀθηναίοισι καλεῖσθαι
κοσμητὰς πολέμου τ᾽ ἀμφὶ καὶ ἠνορέης.
Ἔστι που τὸ τῶν στρατηγῶν ὄνομα; οὐδαμοῦ, ἀλλὰ τὸ τοῦ δήμου.
***
[177] Επειδή έχω κάνει μνεία για στεφάνια και δωρεές, σας προειδοποιώ, Αθηναίοι, όσο ακόμη το θυμάμαι· εάν δεν περιορίσετε στο ελάχιστο τις γενναιόδωρες αυτές τιμητικές διακρίσεις και τις απονομές στεφάνων, που δίνονται στην τύχη, ούτε οι τιμώμενοι θα σας το αναγνωρίζουν ούτε τα πράγματα της πόλης θα διορθωθούν. Γιατί τους κακοήθεις δεν θα κάνετε ποτέ καλύτερους, ενώ τους ενάρετους θα τους ρίξετε στην έσχατη απογοήτευση. Για την αλήθεια των όσων λέω, πιστεύω ότι θα παρουσιάσω σε σας ατράνταχτες αποδείξεις.
[178] Εάν λοιπόν σας ρωτούσε κανείς πότε νομίζετε ότι ήταν ενδοξότερη η πόλη μας, τώρα, επί των ημερών μας ή την εποχή των προγόνων μας, όλοι θα συμφωνούσατε ότι ήταν την εποχή των προγόνων μας. Οι άνθρωποι ήταν καλύτεροι τότε ή τώρα; Τότε ήταν υπέροχοι, τώρα πολύ κατώτεροι. Οι δωρεές, οι απονομές στεφάνων και οι σιτήσεις στο Πρυτανείο τότε ήταν περισσότερες ή τώρα; Τότε οι τιμές ήταν σπάνιες σε μας και το όνομα της αρετής ήταν σε μεγάλη υπόληψη· τώρα όμως το πράγμα έχει ευτελιστεί και απονέμετε τα στεφάνια από συνήθεια και όχι ύστερα από σοβαρή σκέψη.
[179] Δεν σας φαίνεται λοιπόν παράδοξο, όταν σκέφτεσθε με αυτόν τον τρόπο, οι δωρεές να είναι τώρα περισσότερες, ενώ τα πράγματα της πόλης ήταν τότε πολύ πιο καλά και οι άνθρωποι να είναι τώρα χειρότεροι, ενώ τότε καλύτεροι; Αυτό θα προσπαθήσω να σας το εξηγήσω εγώ. Πιστεύετε, Αθηναίοι, ότι θα ήθελε ποτέ κανείς να πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες ή σε κάποιους άλλους αγώνες με έπαθλο το στεφάνι, στο παγκράτιο ή σε κάποιο άλλο δυσκολότερο αγώνισμα, εάν το στεφάνι δινόταν όχι στον καλύτερο άλλα σ᾽ εκείνον που θα κατάφερνε να το αποκτήσει με άλλα μέσα; Κανένας δεν θα ήθελε να αγωνιστεί.
[180] Τώρα όμως, επειδή το στεφάνι της νίκης είναι σπάνιο, περιζήτητο και προσδίδει τιμή και δόξα αλησμόνητη, γι᾽ αυτό πιστεύω ότι μερικοί είναι αποφασισμένοι να υποβάλλουν τα σώματά τους σε επίπονες ασκήσεις και με κίνδυνο της ζωής τους να υποστούν τις πιο μεγάλες ταλαιπωρίες. Φανταστείτε λοιπόν τους εαυτούς σας κριτές σε αγώνες πολιτικής αρετής και σκεφτείτε το εξής: εάν δίνετε τις δωρεές σε λίγους και άξιους και σύμφωνα με τους νόμους, θα έχετε πολλούς που θα αγωνίζονται για την αρετή, αν όμως τις μοιράζετε χαριστικά σε όποιον τις επιθυμεί και σε εκείνους που τις επιδιώκουν με πλάγια μέσα, τότε θα διαφθείρετε και τους χρηστούς ακόμη χαρακτήρες.
[181] Ότι μιλάω σωστά, επιθυμώ να σας εξηγήσω τα πράγματα λίγο πιο καθαρά. Ποιος άνδρας νομίζετε ότι είναι καλύτερος, ο Θεμιστοκλής, ο επικεφαλής του ναυτικού σας τότε που νικούσατε τους Πέρσες στο στενό της Σαλαμίνας, ή ο Δημοσθένης, ο τωρινός λιποτάκτης; Ο Μιλτιάδης, ο νικητής των βαρβάρων στη μάχη του Μαραθώνα, ή αυτός; Ακόμη, εκείνοι που, εξορμώντας από τη Φυλή, αποκατέστησαν τη δημοκρατία που είχε καταλυθεί; Ο Αριστείδης, εξάλλου, ο επονομαζόμενος δίκαιος, ο άνθρωπος με την εντελώς αντίθετη επωνυμία από αυτήν του Δημοσθένη;
[182] Μα τους Ολύμπιους θεούς, εγώ τουλάχιστον νομίζω ότι όχι μόνο δεν συγκρίνεται ο Δημοσθένης με αυτούς, αλλά και ότι είναι ανεπίτρεπτο να γίνεται ταυτόχρονα έστω και απλή μνεία αυτού του θηρίου και εκείνων των ένδοξων ανδρών. Ας μας δείξει λοιπόν ο Δημοσθένης κατά την απολογία του αν έχει προταθεί σε κάποιο ψήφισμα να στεφανώσει ο λαός κάποιον από εκείνους τους άνδρες. Ήταν άραγε αχάριστος τότε ο λαός; Όχι βέβαια. Αντίθετα, ήταν μεγαλόψυχος και εκείνοι που δεν είχαν τιμηθεί με χρυσά στεφάνια άξια τέκνα της πόλης. Γιατί πίστευαν ότι δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να βρίσκεται η διάκριση στα ψηφίσματα αλλά στη μνήμη των ευεργετημένων, που από εκείνη την εποχή παραμένει συνεχώς αναλλοίωτη μέχρι σήμερα. Αξίζει όμως να θυμηθούμε ποιές δωρεές έπαιρναν τότε.
[183] Υπήρξαν, Αθηναίοι, εκείνη την εποχή κάποιοι που, ύστερα από πολύ μόχθο που υπέμειναν και μεγάλους κινδύνους που αντιμετώπισαν, νίκησαν σε μάχη στον ποταμό Στρυμόνα τους Μήδους. Αυτοί, μετά την εδώ επιστροφή τους, ζήτησαν από τον λαό ανταμοιβή. Ο λαός τους αντάμειψε με μεγάλες τιμές, όπως θεωρούνταν τότε· τους επέτρεψε να στήσουν τρεις λίθινες στήλες του Ερμή στη στοά των Ερμών, υπό τον όρο να μη γράψουν πάνω σ᾽ αυτές τα δικά τους ονόματα, για να μη θεωρηθεί ότι η αφιέρωση ήταν προς τιμή των στρατηγών αλλά του λαού.
[184] Ότι λέω την αλήθεια θα το μάθετε από τους ίδιους τους στίχους· στην πρώτη στήλη των Ερμών έχει γραφεί:
«Γενναίοι άνδρες και τολμηροί ήταν εκείνοι
που κάποτε στη Ηιόνα, στον ποταμό Στρυμόνα,
πολέμησαν με τους γιους των Μήδων,
σύμμαχο έχοντας τον πύρινο λιμό και την οργή του Άρη,
φέρνοντας έτσι πρώτοι σε αμηχανία τον εχθρό.»
και στη δεύτερη:
«Αυτό ως ανταμοιβή του μόχθου τους έδωσαν οι Αθηναίοι
στους στρατηγούς για την ευεργεσία και την υπέρτατη παλικαριά·
Οι μεταγενέστεροι που θα διαβάσουν αυτά θα θελήσουν
να μοχθήσουν για το κοινό καλό.»
[185] Και στην τρίτη από τις Ερμές είναι γραμμένα:
«Κάποτε, από την πόλη αυτή ο Μενεσθέας μαζί με τους Ατρείδες
ηγήθηκε του στρατού εναντίον της Τροίας, αγαπημένης πεδιάδας των θεών.
Ο Όμηρος τραγούδησε κάποτε τη φήμη του
και είπε ότι από όλους τους χαλκοχίτωνες αρχηγούς κανείς δεν θα μπορούσε
να παρατάξει με τέτοια στρατηγική τον στρατό για τη μάχη όπως αυτός.
Έτσι, δεν είναι καθόλου ανάρμοστο να ονομαστούν οι Αθηναίοι
στρατάρχες στον πόλεμο, ήρωες στη μάχη των όπλων».
Υπάρχουν πουθενά τα ονόματα των στρατηγών; Πουθενά. Μόνο το όνομα του λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου