Χωρίζεις. Από έναν φίλο, από έναν έρωτα, από κάτι, βρε αδερφέ, που να σου στοιχίσει ένα κλάμα, μια απώλεια. Παθαίνεις μια φρίκη, ένα -ας πούμε- χτύπημα κάτω απ’ τη μέση.
Γι’ αρχή, επιστρατεύεσαι κάθε πιθανό μέσο, που συμπεριλαμβάνει σβήσιμο μηνυμάτων, συνομιλιών, επαφών σε κάθε social media και φυσικά μετά, πανηγύρι σε στιλ μνημόσυνου με τους κολλητούς, γιατί ποιος την παλεύει μόνος;
Κατά τη διάρκεια του πανηγυριού όλα καλά και σχεδόν το νιώθεις πως αλλάζεις δέρμα κι ύστερα ακολουθούν με απόλυτη ακρίβεια βαρύγδουπες δηλώσεις που εννοείται θα μετανιώσεις αύριο. Άντε, μεθαύριο.
Και το αύριο έρχεται και φυσικότατα απελπίζεσαι, αλλά ευτυχώς που έχεις κρατημένα κάτι παλαιολιθικά screenshots κι έτσι, μπορείς ακόμα να μελαγχολείς και να εξοργίζεσαι.
Το μετανιώνεις, σιχτιρίζεις, καταριέσαι αλλά δεν πειράζει. Διότι την ίδια ακριβώς διαδικασία τηρούμε όλοι. Κι αυτή έχει ως εξής· άρνηση, ψευτοαποδοχή και πάλι άρνηση. Κι αυτή διατηρείται μέχρι να έρθει αυτό το κάποιο, αόριστο πλήρωμα του χρόνου και να αφομοιωθεί στο προσωπικό σου, ένα χωνευτήρι.
Και πλέον, φίλε μου, καλέ μου φίλε ήρθε η ώρα να αποδεχτούμε πως ουδέποτε θ’ αλλάξει το ελάττωμα. Όλο λέμε θα ξεχάσουμε κι όλο καταλήγουμε στα ίδια. Και ρωτάς εσύ, «Γιατί;» κι απαντάς ο ίδιος πως, «Γιατί έτσι». Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αυτή είναι κι η ειλικρινέστερη απάντηση που θα μπορούσες, πιθανόν, να δώσεις.
Και τώρα, τα περί της φύσης σου, τα ξέρεις -κακή, ψυχρή κι ανάποδη- κι έτσι, ας πούμε, πως κάπως δικαιολογείται η μαζοχιστική αυτή σου τάση και μπαλώνεται, κουτσά-στραβά το πράγμα.
Αλλά κοίτα· έρχεται κάποτε η στιγμή που βαριέσαι ν’ ανακυκλώνεις την ίδια τη σαβούρα, η οποία -παρεμπιπτόντως- κολυμπά στην αποχέτευση κι αποφασίζεις να προχωρήσεις. Κι αυτό διότι, πλέον, καταλήγεις να είσαι εσύ η ίδια η σαβούρα, αφού ασχολείσαι με αυτήν.
Καταλήγεις στα ίδια, γιατί σαφέστατα και δε θες να ξεχάσεις κι ποιος ξέρει τι διαολεμένο σύμπλεγμα έχεις με τη φάση όλη και τώρα φυσικά θα διαφωνήσεις και θα πεις κλισέ τύπου «Μα εγώ προσπάθησα» ή «Εγώ δε φταίω» κι άλλα τέτοια ίδιου στιλ, που σαφέστατα και ξέρεις πως είναι ένα μάτσο ανοησίες.
Αηδίες που προσπάθησες. Φίλε μου, άνθρωπος που αποφασίζει τερματικά να τραβήξει Χ, το έχει κάνει ήδη απ’ τη στιγμή της πρώτης σκέψης με εντυπωσιακή, θα έλεγες, ευκολία.
Αλλά εντάξει· χρειάζεσαι το χρόνο σου και ποιος δεν μπορεί να σε καταλάβει; Το κακό, βέβαια, με το χρόνο είναι ότι μονίμως κι ευκόλως επεκτείνεται και μεταξύ της επεκτάσεως αυτής, το ίδιο ευκόλως χάνεις κι εσύ τα όριά σου.
Και παρότι, αυτή η επέκταση προς το παρόν μπορεί να σου φαίνεται εντάξει και ναι μεν πονάς, άλλα ο πόνος είναι γλυκός και δεν τρέχει και τίποτα, θα έρθει, καλέ μου, κι η στιγμή που θα βαρεθείς κι αυτό κι οτιδήποτε σχετικό του.
Θα βαρεθείς ν’ ανακυκλώνεις τα ίδια και τα ίδια κι άσε που δε θα υπάρχει τίποτα άλλο πια να ανακυκλώσεις κι εν τέλει, θα τα πιάσεις να τα πετάξεις μόνος σου.
Γιατί πώς να το κάνουμε· η εμμονή κουράζει -κι εσένα, ώρα σου να προχωρήσεις παρακάτω.
Γι’ αρχή, επιστρατεύεσαι κάθε πιθανό μέσο, που συμπεριλαμβάνει σβήσιμο μηνυμάτων, συνομιλιών, επαφών σε κάθε social media και φυσικά μετά, πανηγύρι σε στιλ μνημόσυνου με τους κολλητούς, γιατί ποιος την παλεύει μόνος;
Κατά τη διάρκεια του πανηγυριού όλα καλά και σχεδόν το νιώθεις πως αλλάζεις δέρμα κι ύστερα ακολουθούν με απόλυτη ακρίβεια βαρύγδουπες δηλώσεις που εννοείται θα μετανιώσεις αύριο. Άντε, μεθαύριο.
Και το αύριο έρχεται και φυσικότατα απελπίζεσαι, αλλά ευτυχώς που έχεις κρατημένα κάτι παλαιολιθικά screenshots κι έτσι, μπορείς ακόμα να μελαγχολείς και να εξοργίζεσαι.
Το μετανιώνεις, σιχτιρίζεις, καταριέσαι αλλά δεν πειράζει. Διότι την ίδια ακριβώς διαδικασία τηρούμε όλοι. Κι αυτή έχει ως εξής· άρνηση, ψευτοαποδοχή και πάλι άρνηση. Κι αυτή διατηρείται μέχρι να έρθει αυτό το κάποιο, αόριστο πλήρωμα του χρόνου και να αφομοιωθεί στο προσωπικό σου, ένα χωνευτήρι.
Και πλέον, φίλε μου, καλέ μου φίλε ήρθε η ώρα να αποδεχτούμε πως ουδέποτε θ’ αλλάξει το ελάττωμα. Όλο λέμε θα ξεχάσουμε κι όλο καταλήγουμε στα ίδια. Και ρωτάς εσύ, «Γιατί;» κι απαντάς ο ίδιος πως, «Γιατί έτσι». Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, αυτή είναι κι η ειλικρινέστερη απάντηση που θα μπορούσες, πιθανόν, να δώσεις.
Και τώρα, τα περί της φύσης σου, τα ξέρεις -κακή, ψυχρή κι ανάποδη- κι έτσι, ας πούμε, πως κάπως δικαιολογείται η μαζοχιστική αυτή σου τάση και μπαλώνεται, κουτσά-στραβά το πράγμα.
Αλλά κοίτα· έρχεται κάποτε η στιγμή που βαριέσαι ν’ ανακυκλώνεις την ίδια τη σαβούρα, η οποία -παρεμπιπτόντως- κολυμπά στην αποχέτευση κι αποφασίζεις να προχωρήσεις. Κι αυτό διότι, πλέον, καταλήγεις να είσαι εσύ η ίδια η σαβούρα, αφού ασχολείσαι με αυτήν.
Καταλήγεις στα ίδια, γιατί σαφέστατα και δε θες να ξεχάσεις κι ποιος ξέρει τι διαολεμένο σύμπλεγμα έχεις με τη φάση όλη και τώρα φυσικά θα διαφωνήσεις και θα πεις κλισέ τύπου «Μα εγώ προσπάθησα» ή «Εγώ δε φταίω» κι άλλα τέτοια ίδιου στιλ, που σαφέστατα και ξέρεις πως είναι ένα μάτσο ανοησίες.
Αηδίες που προσπάθησες. Φίλε μου, άνθρωπος που αποφασίζει τερματικά να τραβήξει Χ, το έχει κάνει ήδη απ’ τη στιγμή της πρώτης σκέψης με εντυπωσιακή, θα έλεγες, ευκολία.
Αλλά εντάξει· χρειάζεσαι το χρόνο σου και ποιος δεν μπορεί να σε καταλάβει; Το κακό, βέβαια, με το χρόνο είναι ότι μονίμως κι ευκόλως επεκτείνεται και μεταξύ της επεκτάσεως αυτής, το ίδιο ευκόλως χάνεις κι εσύ τα όριά σου.
Και παρότι, αυτή η επέκταση προς το παρόν μπορεί να σου φαίνεται εντάξει και ναι μεν πονάς, άλλα ο πόνος είναι γλυκός και δεν τρέχει και τίποτα, θα έρθει, καλέ μου, κι η στιγμή που θα βαρεθείς κι αυτό κι οτιδήποτε σχετικό του.
Θα βαρεθείς ν’ ανακυκλώνεις τα ίδια και τα ίδια κι άσε που δε θα υπάρχει τίποτα άλλο πια να ανακυκλώσεις κι εν τέλει, θα τα πιάσεις να τα πετάξεις μόνος σου.
Γιατί πώς να το κάνουμε· η εμμονή κουράζει -κι εσένα, ώρα σου να προχωρήσεις παρακάτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου