Όταν τα πνεύματα κατεβαίνουν στον Τάρταρο, που η κύρια είσοδός του βρίσκεται σ’ ένα σύδεντρο από μαύρες λεύκες δίπλα στο ρέμα του Ωκεανού, οι ευσεβείς συγγενείς εφοδιάζουν το καθένα απ’ αυτά μ’ ένα νόμισμα τοποθετημένο κάτω από τη γλώσσα του πτώματός του. Έτσι τα πνεύματα είναι σε θέση να πληρώσουν τον Χάρωνα, αυτόν τον δυστυχή, που τα μεταφέρει με μια μισοσαπισμένη βάρκα και διασχίζουν τη Στύγα. Το μισητό αυτό ποτάμι ορίζει τον Τάρταρο από τη δυτική πλευρά[1], και έχει για παραποτάμους του τον Αχέρωντα, τον Φλεγέθοντα, τον Κωκυτό, την Αορνίδα και τη Λήθη. Τα πνεύματα που δεν έχουν νόμισμα, είναι υποχρεωμένα να περιμένουν για πάντα στην αποδώ όχθη, εκτός κι αν έχουν ξεφύγει από τον Ερμή, τον οδηγό τους, και κατηφορίζουν μπαίνοντας κρυφά από κάποιο παραπόρτι, όπως αυτά στο Ταίναρο[2] της Λακωνίας ή στο Άορνο της Θεσπρωτίας. Ένας σκύλος με τρία κεφάλια ή λένε μερικοί, με πενήντα κεφάλια, ονόματι Κέρβερος, φρουρεί την απέναντι όχθη της Στυγός, έτοιμος να κατασπαράξει τους ζωντανούς παρείσακτους ή τα πνεύματα που θα δοκίμαζαν να δραπετεύσουν.[3]
Το πρώτο τμήμα του Τάρταρου περιλαμβάνει τον άχαρο Ασφοδελό Λειμώνα, όπου οι ψυχές των ηρώων στέκουν χωρίς σκοπό ανάμεσα στη σύναξη των λιγότερο διακεκριμένων νεκρών που τερετίζουν σαν τις νυχτερίδες και όπου μόνο ο Ωρίων έχει ακόμη το κουράγιο να κυνηγάει τα φασματικά ελάφια.[4] Δεν υπάρχει ούτε ένας ανάμεσά τους που δεν θα προτιμούσε να είναι δούλος ακτήμονα χωριάτη παρά βασιλιάς στον Τάρταρο. Η μόνη τους ευχαρίστηση είναι οι σπονδές με αίμα που κάνουν γι’ αυτούς οι ζωντανοί: όταν το πίνουν, αισθάνονται και πάλι σχεδόν σαν άνθρωποι. Πέρα απ’ αυτό το λιβάδι βρίσκεται το Έρεβος και το παλάτι του Άδη και της Περσεφόνης. Στα αριστερά του παλατιού καθώς το πλησιάζει κανείς, ένα άσπρο κυπαρίσσι σκιάζει την πηγή της Λήθης, όπου τα κοινά πνεύματα συνάζονται και σκύβουν για να πιουν. Οι μυημένες ψυχές αποφεύγουν αυτό το νερό και προτιμούν να πίνουν από την πηγή της Μνημοσύνης, που τη σκιάζει μια άσπρη λεύκα [;], πράγμα που τους πορίζει κάποιο πλεονέκτημα απέναντι στους όμοιούς τους.[5]
Λίγο πιο κει, τα νεοφερμένα πνεύματα κρίνονται καθημερινά από τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό σ’ ένα σημείο όπου συναντώνται τρεις δρόμοι. Ο Ραδάμανθυς δικάζει τους Ασιάτες και ο Αιακός δικάζει τους Ευρωπαίους· αλλά και οι δυο παραπέμπουν τις δύσκολες υποθέσεις στον Μίνωα. Καθώς αναγγέλλεται η κάθε ετυμηγορία, τα πνεύματα κατευθύνονται προς έναν από τους τρεις δρόμους: αν δεν είναι ούτοι ενάρετοι ούτε κακοί, παίρνουν το δρόμο που οδηγεί πίσω στον Ασφοδελό Λειμώνα· αν είναι κακοί, αυτόν που οδηγεί στο χώρο της τιμωρίας, τον Τάρταρο· αν είναι ενάρετοι, αυτόν που οδηγεί στα περιβόλια του Ηλυσίου.
Το Ηλύσιο, όπου διαφεντεύει ο Κρόνος, βρίσκεται κοντά στην επικράτεια του Άδη, και η είσοδός του κοντά στην πηγή της Μνημοσύνης, αλλά δεν αποτελεί μέρος τους· είναι ένας ευτυχισμένος τόπος όπου είναι συνεχώς ημέρα, χωρίς κρύο ή χιόνι, όπου οι αγώνες, η μουσική και τα γλέντια δεν παύουν ποτέ, και οι κάτοικοι του μπορούν, όταν το θελήσουν ή το αποφασίσουν, να ξαναγεννηθούν επί της γης.
Εκεί κοντά βρίσκονται τα Νησιά των Μακάρων που προορίζονται για όσους έχουν γεννηθεί τρεις φορές και έχουν τρεις φορές φτάσει στο Ηλύσιο.[6] Μερικοί ωστόσο λένε ότι υπάρχει και άλλο νησί Μακάρων ονομαζόμενο Λευκή, στη Μαύρη Θάλασσα, απέναντι από τις εκβολές του Δούναβη, δασωμένο και γεμάτο ζώα, άγρια και ήμερα, όπου τα πνεύματα της Ελένης και του Αχιλλέα ξεφαντώνουν για τα καλά και απαγγέλουν στίχους του Ομήρου στους ήρωες που έχουν πάρει μέρος στα γεγονότα που ύμνησε εκείνος.[7]
Ο Άδης, που είναι παράφορος και ζηλότυπος για τα δικαιώματά του, σπάνια επισκέπτεται τον επάνω κόσμο, παρεκτός για δουλειές ή όταν τον κυριεύει αιφνίδια λαγνεία. Κάποτε έκανε τη Νύμφη Μίνθη να σαστίσει με την αίγλη του χρυσού άρματός του και των τεσσάρων μαύρων αλόγων του, και θα την είχε αποπλανήσει χωρίς καμιά δυσκολία, αν η βασίλισσα Περσεφόνη δεν εμφανιζόταν έγκαιρα και δεν μεταμόρφωνε τη Νύμφη σε ευωδιαστή μέντα. Σε άλλη περίπτωση ο Άδης επιχείρησε να βιάσει τη Νύμφη Λευκή, που κι αυτή μεταμορφώθηκε κι έγινε η άσπρη λεύκα που στέκει δίπλα στην πηγή της Μνημοσύνης.[8] Με τη θέλησή του ο Άδης δεν επιτρέπει σε κανέναν από τους υπηκόους του να δραπετεύσει, και ελάχιστοι απ’ όσους επισκέπτονται τον Τάρταρο, επιστρέφουν ζωντανοί για να τον περιγράψουν, πράγμα που κάνει τον Άδη το μισητότερο από τους θεούς.
Ο Άδης ουδέποτε γνωρίζει τι συμβαίνει στον επάνω κόσμο ή στον Όλυμπο[9], παρεκτός από τίποτε αποσπασματικές πληροφορίες που φτάνουν σ’ αυτόν όταν οι θνητοί χτυπούν με τα χέρια τους το χώμα και τον επικαλούνται με όρκους και κατάρες. Το πολυτιμότερο αγαθό του είναι η περικεφαλαία που τον κάνει αόρατο και που του τη χάρισαν σε ένδειξη ευγνωμοσύνης οι Κύκλωπες, όταν ο Άδης συγκατατέθηκε να τους απελευθερώσει κατά διαταγή του Δία. Όλα τα πλούτη σε πετράδια και πολύτιμα μέταλλα που βρίσκονται κρυμμένα κάτω από τη Γη είναι δικά του, αλλά στον επάνω κόσμο ο Άδης δεν έχει περιουσία, εκτός από ορισμένους πένθιμους ναούς στην Ελλάδα, και πιθανώς ένα κοπάδι βόδια στη νήσο Ερύθεια, που ωστόσο μερικοί λένε ότι ανήκει στον Ήλιο.[10]
Η βασίλισσα Περσεφόνη ωστόσο μπορεί να είναι και συμπονετική και ελεήμων. Είναι πιστή στον Άδη, αλλά δεν έχει κάνει παιδιά μαζί του, και από τη συντροφιά του προτιμά της Εκάτης, θεάς των μαγισσών.[11] Ο ίδιος ο Ζευς τιμά τόσο πολύ την Εκάτη ώστε ουδέποτε της αρνιέται την αρχαία εξουσία που πάντοτε εκείνη διέθετε: να χαρίζει στους θνητούς ή να τους στερεί οποιοδήποτε επιθυμητό δώρο. Η Εκάτη έχει τρία κορμιά και τρία κεφάλια: λιονταριού, σκύλου και φοράδας.[12]
Η Τισιφόνη, η Αληκτώ και η Μέγαιρα, οι Ερινύες, ζουν στο Έρεβος και είναι πρεσβύτερες από τον Δία καθώς και από άλλους τους άλλους Ολυμπίους. Καθήκον τους είναι να ακούν τα παράπονα που διατυπώνουν οι θνητοί για ιταμότητα των νέων προς τους ηλικιωμένους, των παιδιών προς τους γονείς, των φιλοξενούντων προς τους φιλοξενούμενους, καθώς και των νοικοκυραίων ή των αρχών των πόλεων προς τους ικέτες – και να τιμωρούν αυτά τα εγκλήματα καταδιώκοντας τους ενόχους αδιάκοπα, χωρίς σταματημό και ανάπαυση από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα. Αυτές οι Ερινύες είναι γριές, με φίδια για μαλλιά, κεφάλι σκύλου, σώμα μαύρο σαν το κάρβουνο, φτερά νυχτερίδας και μάτια κατακόκκινα από το αίμα. Στα χέρια τους κρατούν μαστίγια από σφυρηλατημένο χαλκό, και τα θύματά τους πεθαίνουν με βασανιστήρια.[13] Δεν είναι καθόλου φρόνιμο να τις αναφέρει κανείς με το όνομά τους στην κουβέντα· γι’ αυτό συνήθως τις αποκαλούν Ευμενίδες, που σημαίνει «καλοσυνάτες», όπως ο Άδης αποκαλείται Πλούτων ή Πλούτος.
Οι μυθογράφοι κατέβαλαν τολμηρή προσπάθεια για να συμφιλιώσουν τις αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις που πρέσβευαν για τον Κάτω Κόσμο οι πρωτόγονοι κάτοικοι της Ελλάδας. Μια άποψη ήταν ότι τα πνεύματα ζούσαν στους τάφους τους ή σε υπόγεια σπήλαια ή σε χάσματα, όπου μπορούσαν να παίρνουν τη μορφή φιδιών, ποντικιών ή νυχτερίδων, αλλά ουδέποτε να μετενσαρκώνονται σε ανθρώπινα πλάσματα. Άλλη άποψη ήταν ότι οι ψυχές των ιερών βασιλιάδων ορατές στα ταφικά νησιά όπου είχαν ενταφιαστεί τα σώματά τους. Τρίτη άποψη ήταν ότι τα πνεύματα μπορούσαν να ξαναγίνουν άνθρωποι εισχωρώντας μέσα σε όσπρια, ξηρούς καρπούς ή ψάρια, που θα τα έτρωγαν οι μελλοντικές μητέρες τους. Τέταρτη άποψη ήταν ότι οι ψυχές πήγαιναν στο Μακρινό Βορρά, όπου ο ήλιος δεν λάμπει ποτέ, και επέστρεφαν – αν επέστρεφαν - μόνο σαν γονιμοποιοί άνεμοι. Πέμπτη άποψη ήταν ότι πήγαιναν στη Μακρινή Δύση όπου ο ήλιος δύει στον ωκεανό, και σ’ έναν κόσμο πνευμάτων που μοιάζει πολύ με τον κανονικό. Έκτη άποψη ήταν ότι η ψυχή λάβαινε τιμωρία ανάλογη με τη ζωή που είχε ζήσει. Σε όλα αυτά οι ορφικοί πρόσθεσαν τελικά τη θεωρία της μετεμψύχωσης, διαδικασίας που μπορούσε ωε ένα βαθμό να ελεγχθεί με τη χρήση μαγικών τύπων.
Η Περσεφόνη και η Εκάβη κατείχαν τη θέση της προελληνικής ελπίδας της παλιγγενεσίας· αλλά ο Άδης ήταν ελληνική έννοια για το αναπόδραστο του θανάτου. Ο Κρόνος, παρά το αιματηρό μητρώο του, εξακολούθησε να χαίρεται τις απολαύσεις του Ηλισίου, δεδομένου ότι αυτό υπήρξε πάντοτε το ιερό βασιλιάδων, και ο Μενέλαος (Οδύσσεια δ 561) είχε υπεσχημένη την ίδια απόλαυση, όχι επειδή υπήρξε ιδιαίτερα ενάρετος ή θαρραλέος, αλλά επειδή είχε παντρευτεί την Ελένη, την ιέρεια της σπαρτιατικής Σελήνης – θεάς. Το ομηρικό επίθετο ασφοδελός που συνοδεύει μόνο τους λειμώνες («λιβάδια»), σημαίνει πιθανώς «στην κοιλάδα αυτού που δεν έχει καταντήσει στάχτη» (από το α στερητικό, σπονδός, «στάχτη» και έλος, «κοιλάδα»), δηλαδή το πνεύμα του ήρωα αφού το σώμα του είχε καεί και με εξαίρεση τη βελανιδοφάγα Αρκαδία, οι ρίζες και οι σπόροι του ασφοδελού που προσφέρονταν σ’ αυτά τα πνεύματα, αποτελούσαν τη βασική διατροφή των Ελλήνων πριν από την εισαγωγή των σιτηρών. Ηλύσιο φαίνεται να σημαίνει «μηλότοπος» - alisier είναι προγαλατική λέξη για το αγριόμηλο.
Ο Κέρβερος ήταν το ελληνικό αντίστοιχο του Άνουβη, του κυνοκέφαλου γιου της λιβυκής θεάς του θανάτου Νέφθυος, ο οποίος οδηγούσε τις ψυχές στον κάτω κόσμο. Στην ευρωπαϊκή λαογραφία, που έχει εν μέρει λιβυκή καταγωγή, τις ψυχές των κολασμένων τους κυνηγούσε ως τη βόρεια κόλαση ένα κοπάδι σκυλιά μύθος που προήλθε από θορυβώδη καλοκαιριάτικη μετανάστευση που πραγματοποιούν οι αγριόχηνες για τους τόπους όπου γεννούν, στον αρκτικό κύκλο. Ο Κέρβερος είχε αρχικά πενήντα κεφάλια· αλλά κατόπιν είχε τρία κεφάλια, όπως και η κυρά του η Εκάτη.
Η Στυξ («μισητή») μικρό ρέμα στην Αρκαδία, που τα νερά του υποτίθεται ότι ήταν θανατηφόρο δηλητήριο, τοποθετήθηκε στον Τάρταρο μόνο από τους μεταγενέστερους μυθογράφους. Αχέρων («ρέμα της θλίψης») και Κωκυτός («θρήνος») είναι φανταστικά ονόματα που περιγράφουν τη δυστυχία του θανάτου. Λήθη σημαίνει «λησμονιά»· και Έρεβος σημαίνει «σκεπασμένος». Ο Φλεγέθων («αυτός που καίει») αναφέρεται στη συνήθεια καύσης των νεκρών, αλλά ίσως και στη θεωρία ότι οι αμαρτωλοί καίγονται σε ρυάκια από λάβα. Ο Τάρταρος φαίνεται να είναι αναδιπλασιασμός της προελληνικής λέξης ταρ, που συναντιέται σε τοπωνύμια που βρίσκονται προς τη Δύση.
Οι μαύρες λεύκες ήταν αφιερωμένες στη θεά του θανάτου· και η λευκή λεύκα είτε στην Περσεφόνη ως θεά της παλιγγενεσίας είτε στον Ηρακλή επειδή λεηλάτησε την κόλαση.
Ο Άδης είχε ναό στους πρόποδες του όρους Μίνθη στην Ήλιδα, και ο από μέρος του βιασμός της Νύμφης Μίνθης («μέντας») συνάγεται πιθανός από το γεγονός ότι στις νεκρικές τελετές χρησιμοποιούσαν μέντα, μαζί με δεντρολίβανο και μύρτο, για να καταπολεμήσουν τη μυρωδιά της αποσύνθεσης.
Η αφήγηση του Ησιόδου γι’ αυτόν δείχνει ότι η Εκάβη υπήρξε η αρχική Τριπλή Θεά, υπέρτατη στον ουρανό, στη γη και στον Τάρταρο· αλλά οι Έλληνες έδωσαν έμφαση στις καταστρεπτικές τους δυνάμεις σε βάρος των δημιουργικών, ώσπου τελικά επικλήσεις στην Εκάτη γινόταν μόνο κατά τις μυστικές τελετές μαύρης μαγείας, ιδίως σε σημεία όπου συναντιούνταν τρεις δρόμοι. Το ότι ο Δίας δεν της στέρησε την αρχαία εξουσία της να χορηγεί στον κάθε θνητό την επιθυμία της καρδιάς του, αποτελεί παραχώρηση στις μάγισσες της Θεσσαλίας, που όλοι τις έτρεμαν. Τα κεφάλια της Εκάτης, λιονταριού, σκύλου και αλόγου, αναφέρονται προφανώς στο αρχαίο τριμερές έτος, και ο σκύλος είναι ο Σκύλος – αστέρας Σείριος· το ίδιο ισχύει και για τα κεφάλια του Κέρβερου.
Οι συντρόφισσες της Εκάτης, οι Ερινύες, ήταν προσωποποιημένες τύψεις της συνείδησης για την καταπάτηση κάποιου ταμπού: αρχικά μόνο του ταμπού της προσβολής της ανυπακοής ή της βίας σε βάρος της μητέρας. Οι ικέτες και οι φιλοξενούμενοι υπάγονταν στην προστασία της Εστίας, και η κακομεταχείριση τους ισοδυναμούσε με ανυπακοή σ’ αυτήν και με προσβολή της.
Η Λευκή, το μεγαλύτερο νησί της Μαύρης Θάλασσας, αλλά πολύ μικρό καθαυτό, είναι σήμερα άδεντρο ρουμανικό κάτεργο.
---------------------
[1] Παυσανίας Ι 28, 1.
[2] Απολλόδωρος Β 5, 12· Στράβων Η 5, 1.
[3] Όμηρος Ιλιάς 1 368· Ησίοδος Θεογονία 311·
[4] Όμηρος Οδήσεια λ 539· λ 572-5· λ 487-91.
[5] Ορφική Πινακίδα της Πετηλίας.
[6] Πλάτων Γοργίας 168· Πίνδαρος Ολυμπιονίκαι Β 68-80· Ησίοδος Έργα και Ημέραι 167 κεξ.
[7] Παυσανίας Γ 19, 11· Φιλόστρατος Ηρωικός Ι 32-40.
[8] Στράβων Η 3, 14· Σέρβιος στις Εκλογές του Βιργιλίου VII 61.
[9] Όμηρος Ιλιάς Ι 158-9· Υ 61.
[10] Όμηρος Ιλιάς Ι 567 κεξ.· Απολλόδωρος Β 5, 10.
[11] Απολλώνιος Ρόδιος Ι 5, 29· Οβίδιος Μεταμορφώσεις XIV 405.
[12] Ησίοδος Θεογονία 411-52.
[13] Απολλόδωρος Α 1,4· Όμηρος Ιλιάς Ι 453-7· Ο 204· Τα 259· Οδύσσεια β 135· και π 475· Αισχύλος Ευμενίδες 835 και Χοηφόροι 290· Ευριπίδης Ορέστης 317 κεξ.· Ορφικός Ύμνος 68, 5.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου