Κώστας Βάρναλης: 1883 ή 1884–1974
Σάτιρα και πολιτική
Ο Βάρναλης έμελλε να ζήσει και να γράψει σε μια εποχή, όπου το Άριστο γειτνίαζε με το Αχρείο. Τούτο σημαίνει πως κάποιοι άνθρωποι, ας πούμε οι δημιουργοί ή οι επαγγελλόμενοι ιδέες, αισθάνονταν πως κινούνται από έναν προορισμό: να υπερασπιστούν το άριστο, όπως εμφανιζόταν, και να καταπολεμήσουν το εμφανιζόμενο ως αχρείο. Όσοι απ’ αυτούς ήταν πραγματικοί δημιουργοί είχαν επίγνωση πως η διεκδίκηση του αυθεντικά άριστου, δίκαιου, κοινωνικά ηθικού και αισθητικού απαιτούσε έναν διαρκή πόλεμο ενάντια στο θεσμισμένο Υποκριτικό. Οι απλώς επαγγελλόμενοι ιδέες ήταν και είναι πάντοτε έμποροι ιδεών, ακραιφνείς υποκριτές, όσο κι αν φαινομενικά ήθελαν να παρουσιάζονται ως πολέμιοι του Υποκριτικού. Ο Βάρναλης ανήκε στους πρώτους και ήταν φανατικός αντίμαχος των δεύτερων, πολλοί από τους οποίους κυκλοφορούσαν στον ίδιο με αυτόν πολιτικο-ιδεολογικό χώρο της αριστεράς.
Ο κριτικός ποιητικός του στοχασμός δεν στράφηκε μόνο ενάντια στους ταξικούς του αντιπάλους –αυτούς εύκολα τους αναγνωρίζει κανείς– αλλά και ενάντια στους αποθρασυμένους καθεστωτικούς συντρόφους του, που δεν αναγνωρίζονται εύκολα ως ταξικοί αντίπαλοι, κι όμως είναι πιο επικίνδυνοι από τους πρώτους, τους φανερούς. Το συνολικό του έργο, όσο κι αν είναι φορτισμένο ιδεολογικά, δεν έχασε την ποιητική του διαύγεια και έναν μοναδικό σπινθηροβόλο λυρισμό, που ο ποιητής αντλούσε από τη βαθιά ποιητικο-φιλοσοφική του κατάρτιση. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου λυρισμού καλλιέργησε και την ποιητική του σάτιρα. Αυτή εδώ δεν επιδιώχθηκε από τον ίδιο ως μια ακίνδυνη και όχι σπάνια αποπροσανατολιστική παραμυθία των μαζών, αλλά ως η διευρυμένη δυνατότητα του ποιητικού Λόγου να «γίνεται φως, [να] γίνεται νους» (Ο Οδηγητής).
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ
Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες,
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».
Ερμηνεία –σχολιασμός
Ι. Στο ως άνω ποίημα ο Βάρναλης μας προσφέρει μια αιχμηρή πολιτική σάτιρα. Τι στηλιτεύει; Την όψη και την κόψη του πολιτικού αμοραλισμού, όπως έχει μάθει να τον εισάγει και να τον υλοποιεί διαχρονικά –χτες, σήμερα και αύριο– ο συντεχνιακός υπάνθρωπος της πολιτικο-οικονομικής ζωής. Γιατί υπάρχει ο πολιτικός υπάνθρωπος; Επειδή κατορθώνει να εξαπατά τον «πεινασμένο κοσμάκη». Ενόσω ο κόσμος πεινάει, δεν μπορεί εξ αντικειμένου να συνειδητοποιήσει τον κυνισμό των αργόσχολων θεατρίνων. Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια εδώ; Οι κοινωνικές-πολιτικές αξίες, που θα ’πρεπε να είναι στην υπηρεσία των ανθρώπων, υψώνονται πάνω από αυτούς και στη συνέχεια παρουσιάζονται ενώπιόν τους ως θεϊκά προστάγματα, ως «αληθινός» κόσμος, ως η ελπίδα του μέλλοντος και παρόμοια. Έτσι παύουν στην πράξη να υπάρχουν ως αξίες. Τι υπάρχει τότε;
ΙΙ. Ένα υπηρετικό προσωπικό μηδενιστών, δηλαδή πολιτικών και άλλων παρείσακτων μετριοτήτων, που ελλείψει αυταξίας εμφανίζονται στα πάσχοντα πλήθη ως θεματοφύλακες των ως άνω αξιών, ως επαγγελλόμενοι ιδέες, ως αδιάφθοροι «μαχητές» της αλήθειας. Στα λόγια όμως. Στην πράξη, απεναντίας, αποδεικνύονται ως οι πιο διεφθαρμένοι, οι πιο αξιολύπητοι θεατρινίσκοι (Νίτσε), που με το αριστερό χέρι δίνουν στον πεινασμένο λαό ιδεολογικό παντεσπάνι, ενώ με το δεξί γεμίζουν τις τσέπες τους με παράνομο [ή νομιμοφανή] πλούτο. Ποια είναι η πράξη; Αυτή που μας απαγγέλλει ο Βάρναλης στο πιο πάνω ποίημα: την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, συμβολική μέρα ζωής και ευφορίας, ο λαός πεινάει και οι διεφθαρμένοι μέχρι το κόκαλο θεατρίνοι του δημόσιου βίου, αλλά και οι οικονομικοί βαρόνοι τους, μιλούν για μελλοντικές ευτυχίες, για «δημοκρατίες» και «σοσιαλισμούς», δηλαδή για την ανυπαρξία, χορτασμένοι μέχρι θανάτου οι ίδιοι εδώ και τώρα. Ένα τέτοιος κυνικός και διεφθαρμένος θίασος αυτο-ορίζεται ως λυτρωτής της μάζας. Στο μέτρο που αυτή-εδώ αποζητά τον ποιμένα της, τον προστάτη της σε τέτοιους θιάσους, παραδίδει εθελούσια το Είναι της στον Βαρναλικό λύκο/λύκους με την προβιά, δηλαδή στις βρώμικες ψυχές των βουλιμικών, που, αν και συρφετός, εξωτερικά προβάλλουν μια επίσημη, θεσμική, νομοταγή όψη. Αλλά και τούτη η όψη δεν μπορεί να κρύψει την ασήμαντη μοίρα τους.
Σάτιρα και πολιτική
Ο Βάρναλης έμελλε να ζήσει και να γράψει σε μια εποχή, όπου το Άριστο γειτνίαζε με το Αχρείο. Τούτο σημαίνει πως κάποιοι άνθρωποι, ας πούμε οι δημιουργοί ή οι επαγγελλόμενοι ιδέες, αισθάνονταν πως κινούνται από έναν προορισμό: να υπερασπιστούν το άριστο, όπως εμφανιζόταν, και να καταπολεμήσουν το εμφανιζόμενο ως αχρείο. Όσοι απ’ αυτούς ήταν πραγματικοί δημιουργοί είχαν επίγνωση πως η διεκδίκηση του αυθεντικά άριστου, δίκαιου, κοινωνικά ηθικού και αισθητικού απαιτούσε έναν διαρκή πόλεμο ενάντια στο θεσμισμένο Υποκριτικό. Οι απλώς επαγγελλόμενοι ιδέες ήταν και είναι πάντοτε έμποροι ιδεών, ακραιφνείς υποκριτές, όσο κι αν φαινομενικά ήθελαν να παρουσιάζονται ως πολέμιοι του Υποκριτικού. Ο Βάρναλης ανήκε στους πρώτους και ήταν φανατικός αντίμαχος των δεύτερων, πολλοί από τους οποίους κυκλοφορούσαν στον ίδιο με αυτόν πολιτικο-ιδεολογικό χώρο της αριστεράς.
Ο κριτικός ποιητικός του στοχασμός δεν στράφηκε μόνο ενάντια στους ταξικούς του αντιπάλους –αυτούς εύκολα τους αναγνωρίζει κανείς– αλλά και ενάντια στους αποθρασυμένους καθεστωτικούς συντρόφους του, που δεν αναγνωρίζονται εύκολα ως ταξικοί αντίπαλοι, κι όμως είναι πιο επικίνδυνοι από τους πρώτους, τους φανερούς. Το συνολικό του έργο, όσο κι αν είναι φορτισμένο ιδεολογικά, δεν έχασε την ποιητική του διαύγεια και έναν μοναδικό σπινθηροβόλο λυρισμό, που ο ποιητής αντλούσε από τη βαθιά ποιητικο-φιλοσοφική του κατάρτιση. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου λυρισμού καλλιέργησε και την ποιητική του σάτιρα. Αυτή εδώ δεν επιδιώχθηκε από τον ίδιο ως μια ακίνδυνη και όχι σπάνια αποπροσανατολιστική παραμυθία των μαζών, αλλά ως η διευρυμένη δυνατότητα του ποιητικού Λόγου να «γίνεται φως, [να] γίνεται νους» (Ο Οδηγητής).
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ
Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες,
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».
Ερμηνεία –σχολιασμός
Ι. Στο ως άνω ποίημα ο Βάρναλης μας προσφέρει μια αιχμηρή πολιτική σάτιρα. Τι στηλιτεύει; Την όψη και την κόψη του πολιτικού αμοραλισμού, όπως έχει μάθει να τον εισάγει και να τον υλοποιεί διαχρονικά –χτες, σήμερα και αύριο– ο συντεχνιακός υπάνθρωπος της πολιτικο-οικονομικής ζωής. Γιατί υπάρχει ο πολιτικός υπάνθρωπος; Επειδή κατορθώνει να εξαπατά τον «πεινασμένο κοσμάκη». Ενόσω ο κόσμος πεινάει, δεν μπορεί εξ αντικειμένου να συνειδητοποιήσει τον κυνισμό των αργόσχολων θεατρίνων. Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια εδώ; Οι κοινωνικές-πολιτικές αξίες, που θα ’πρεπε να είναι στην υπηρεσία των ανθρώπων, υψώνονται πάνω από αυτούς και στη συνέχεια παρουσιάζονται ενώπιόν τους ως θεϊκά προστάγματα, ως «αληθινός» κόσμος, ως η ελπίδα του μέλλοντος και παρόμοια. Έτσι παύουν στην πράξη να υπάρχουν ως αξίες. Τι υπάρχει τότε;
ΙΙ. Ένα υπηρετικό προσωπικό μηδενιστών, δηλαδή πολιτικών και άλλων παρείσακτων μετριοτήτων, που ελλείψει αυταξίας εμφανίζονται στα πάσχοντα πλήθη ως θεματοφύλακες των ως άνω αξιών, ως επαγγελλόμενοι ιδέες, ως αδιάφθοροι «μαχητές» της αλήθειας. Στα λόγια όμως. Στην πράξη, απεναντίας, αποδεικνύονται ως οι πιο διεφθαρμένοι, οι πιο αξιολύπητοι θεατρινίσκοι (Νίτσε), που με το αριστερό χέρι δίνουν στον πεινασμένο λαό ιδεολογικό παντεσπάνι, ενώ με το δεξί γεμίζουν τις τσέπες τους με παράνομο [ή νομιμοφανή] πλούτο. Ποια είναι η πράξη; Αυτή που μας απαγγέλλει ο Βάρναλης στο πιο πάνω ποίημα: την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, συμβολική μέρα ζωής και ευφορίας, ο λαός πεινάει και οι διεφθαρμένοι μέχρι το κόκαλο θεατρίνοι του δημόσιου βίου, αλλά και οι οικονομικοί βαρόνοι τους, μιλούν για μελλοντικές ευτυχίες, για «δημοκρατίες» και «σοσιαλισμούς», δηλαδή για την ανυπαρξία, χορτασμένοι μέχρι θανάτου οι ίδιοι εδώ και τώρα. Ένα τέτοιος κυνικός και διεφθαρμένος θίασος αυτο-ορίζεται ως λυτρωτής της μάζας. Στο μέτρο που αυτή-εδώ αποζητά τον ποιμένα της, τον προστάτη της σε τέτοιους θιάσους, παραδίδει εθελούσια το Είναι της στον Βαρναλικό λύκο/λύκους με την προβιά, δηλαδή στις βρώμικες ψυχές των βουλιμικών, που, αν και συρφετός, εξωτερικά προβάλλουν μια επίσημη, θεσμική, νομοταγή όψη. Αλλά και τούτη η όψη δεν μπορεί να κρύψει την ασήμαντη μοίρα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου