Πολλοί συγκρίνουν τον Σωκράτη με τον Ιησού, αδίκως. Και οι δύο ήταν ταπεινής καταγωγής (γιος λιθοξόου και μαμής ο ένας, γιος ξυλουργού ο άλλος), και οι δύο ζούσαν και δίδασκαν μέσα στον κόσμο, και οι δύο είχαν μαθητές περίπου συνομηλίκους τους, και οι δύο θανατώθηκαν, θύματα δικών σκοπιμότητας. Και το κυριότερο: και οι δύο δεν γράψανε ούτε μία γραμμή. Αυτό το τελευταίο επέτρεψε στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα (αναφορικά με τον Σωκράτη) και στον Παύλο, (αναφορικά με τον Ιησού) να εμφανίσουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους όπως αυτοί θέλανε.
Για τη ζωή του Σωκράτη όσα ξέρουμε προέρχονται κατά κύριο λόγο από τον Διογένη τον Λαέρτιο (Βίοι Φιλοσόφων) και τον Πορφύριο (Φιλοσόφου Βίος) και δευτερευόντως από τον Ξενοφώντα και τους πλατωνικούς διαλόγους.
Ο Σωκράτης ήταν Αθηναίος, από το Δήμο της Αλωπεκής (κάπου μεταξύ Γλυφάδας και Ηλιούπολης). Ο πατέρας του λεγόταν Σωφρονίσκος και ήταν λιθουργός ή λιθοξόος, δηλαδή μαρμαράς, που δούλευε μεροκάματο σε γλύπτες, κάνοντας τις χοντροδουλειές. Παντρεύτηκε τη Φαιναρέτη, χήρα κάποιου Χαιρέδημου, από τον οποίο είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Πατροκλή. Αυτή η Φαιναρέτη ήτανε μαμή, αλλά έκανε και την προξενήτρα, με το αζημίωτο. Το 470 π.Χ. γέννησε τον Σωκράτη.
Ο Σωκράτης μεγάλωσε μέσα στη μαύρη φτώχεια και φυσικά δεν πήγε σε κανένα σχολείο, έτσι που ως την εφηβεία του δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Η οικογενειακή φτώχεια τον έριξε από μικρό στη βιοπάλη. Έπιασε δουλειά στο μαρμαράδικο κοντά στον πατέρα του. Ήταν όμως άταχτος και πολλές φορές που ο πατέρας του τον έστελνε σε διάφορες δουλειές, αυτός το έσκαγε και γυρνούσε από δω και από κει, ήταν ένα έξυπνο παιδί με κοφτερό μυαλό αλλά απείθαρχο και επαναστατικό, θα λέγαμε σήμερα, στοιχείο.
Ήταν δεκαεφτά χρονών όταν ένα τυχαίο περιστατικό άλλαξε κυριολεκτικά το ριζικό του. Έτυχε εκείνη την ημέρα να περάσει από το εργαστήριο, όπου δούλευε ο νεαρός Σωκράτης, ο φιλόσοφος Αρχέλαος και να τον ακούσει να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζομένων στο μαρμαράδικο με τέτοια επιχειρήματα και τόση εξυπνάδα, που εντυπωσιάστηκε και ζήτησε να τον πάρει μαθητή του. Ο Σωκράτης δέχτηκε και ακολούθησε το φιλόσοφο στη Σάμο, ξέρουμε όμως πως κοντά στον Αρχέλαο μορφώθηκε.
Εικοσάρης πια γύρισε στην Αθήνα, όπου έζησε όλη του τη ζωή. Στο άστυ γνώρισε τον Πρωταγόρα, τον Ιππία, τον Πρόδικο, τον Γοργία και άλλους σοφιστές, ενδεχομένως δε και τον Ζήνωνα. Όπως φαίνεται ήταν άνθρωπος περπατημένος από τα νιάτα του και, παρά τις μικρές του οικονομικές δυνατότητες, την έζησε τη ζωή του. Αγαπούσε τις γυναίκες, τις διασκεδάσεις και το κρασί. Όταν όμως μυήθηκε στη φιλοσοφία όλα αυτά περιορίστηκαν πολύ, χωρίς φυσικά να το ρίξει στον ασκητισμό. Εξακολουθούσε να ζει όπως και πριν, αλλά απέφευγε τις καταχρήσεις και τις υπερβολές, χωρίς πάντως να κατακρίνει όσους δεν αντιστέκονταν σ΄αυτές.
Σύμφωνα με διήγηση του μαθητή του Φαίδωνα, είχε έρθει στην Αθήνα ένας διάσημος φυσιογνωμιστής (από τη Συρία, ονόματι Ζώπυρος. Οι μαθητές του Σωκράτη τον οδήγησαν στο δάσκαλό τους και του ζήτησαν να εικάσει από τη φυσιογνωμία του την ψυχική ιδιοσυστασία του. Ο Ζώπυρος αφού μελέτησε το πρόσωπο του Σωκράτη αποφάνθηκε ότι πρόκειται για άτομο με περιορισμένη διανοητικότητα και έκδοτο στις σωματικές απολαύσεις και ηδονές. Ο Αλκιβιάδης ακούγοντας τον Ζώπυρο ξέσπασε σε δυνατά γέλια, ο Σωκράτης όμως του είπε πως ο φυσιογνωμιστής είχε δίκιο. Οι φυσικές προδιαθέσεις του ήταν αυτές που διέγνωσε ο Ζώπυρος, αλλά ο ίδιος είχε κατορθώσει με τη λογική και τη θέληση να τις καταδαμάσει.
Όπως γράφει ο Δημήτρης Κυρτάτας στο πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο του Χόλος γυναικός, ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος άνθρωπος στην ελληνική αρχαιότητα, που ενδιαφέρθηκε για την ψυχή της πόρνης. Είχε γνωρίσει μια πανέμορφη πόρνη, τη Θεοδότη, την επισκέφθηκε στο σπίτι της, ενδιαφέρθηκε για τους πελάτες και τα έσοδα που είχε και της πρότεινε όχι μόνο τρόπους για να αυξήσει και τους μεν και τα δε, αλλά και τρόπους για να μεγαλώνει τον πόθο των πελατών της και την ηδονή που τους προσέφερε. Η Θεοδότη ενθουσιάστηκε με τις υποδείξεις του Σωκράτη και του πρότεινε να συνεργαστούν! Φυσικά ο φιλόσοφος δεν είχε σκοπό να γίνει προαγωγός. Ήθελε να κάνει τη Θεοδότη να αναζητήσει στο πρόσωπό του τη φιλοσοφική αντιμετώπιση της ζωής. Και το πέτυχε. Η Θεοδότη ένιωσε έτοιμη να γίνει μαθήτριά του και ζήτησε να τον επισκεφθεί.
Με ανάλογο τρόπο συμπεριφερόταν και σε άλλους τομείς της ζωής. Επισκεπτόταν τα εμπορικά καταστήματα, περιεργαζόταν τα εμπορεύματα, αλλά δεν αγόραζε τίποτα. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό απάντησε: «Για να βλέπω πόσα πράγματα δεν έχω ανάγκη».
Σε αντίθεση με το μαθητή του τον Πλάτωνα, που αποστρεφόταν τη δημοκρατία και ουσιαστικά ποτέ δεν υπήρξε πολίτης, ο Σωκράτης συμμετείχε ολοκληρωτικά στη ζωή της πόλης του. Και δημόσια καθήκοντα άσκησε και σε τρεις εκστρατείες πήρε μέρος, δείχνοντας όχι μόνο αξιοσημείωτη ανδρεία αλλά και μεγάλη αντοχή στις κακουχίες. Για λίγες μέρες υπήρξε Πρόεδρος των Πρυτάνεων της Βουλής (δηλαδή άσκησε καθήκοντα Πρωθυπουργού ή Προέδρου Δημοκρατίας) και όπως γράφει ο Ξενοφών, ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε στις απαιτήσεις του λαού, ο οποίος παρασυρμένος από δημαγωγούς ζητούσε από τους πρυτάνεις να εγκρίνουν παράνομες ενέργειες.
Είχε παντρευτεί την Ξανθίππη, γυναίκα αυταρχική, οξύθυμη και ζηλιάρα. Ο Σωκράτης υπέμενε τη συμπεριφορά της με αταραξία και χιούμορ. Όταν μια φορά κάλεσε για φαΐ τον Ευθύδημο, η Ξανθίππη έκανε μεγάλη φασαρία, πέταξε τα φαγητά από το τραπέζι και ο καλεσμένος σηκώθηκε να φύγει περίλυπος. Ο Σωκράτης τότε του είπε:
«Γιατί κάνεις έτσι; Τις προάλλες στο σπίτι σου δεν όρμησε ένα πουλί κι έκανε τα ίδια; Θυμώσαμε τότε μ΄αυτό;»
Οι μαθητές του απορούσαν γιατί ο Σωκράτης δεν επιχειρούσε με τη διδασκαλία του να βελτιώσει τους τρόπους της Ξανθίππης, εκείνος όμως τους βεβαίωνε πως επίτηδες δεν το κάνει για να εξασκείται στην υπομονή και την εγκαρτέρηση.
Το κακό όμως απόγινε όταν ο Σωκράτης, προς το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, επωφελούμενος από νόμο που ψήφισε η Εκκλησία του Δήμου, με τον οποίο, για να αντιμετωπιστεί η λειψανδρία, που προκάλεσε ο μακροχρόνιος πόλεμος, επιτρεπόταν να παντρευτεί κανείς και δεύτερη γυναίκα. Παντρεύτηκε τη Μυρτώ, κόρη (ή κατ’ άλλους εγγονή) του Αριστείδη του Δίκαιου, χωρίς να χωρίσει την Ξανθίππη. Όπως ήταν φυσικό, μεταξύ των δύο γυναικών ξεσπούσαν συνεχώς καβγάδες, τους οποίους ο Σωκράτης αντιμετώπιζε γελώντας χωρίς ποτέ να επιχειρεί να τις χωρίσει, οπότε εκείνες στο τέλος συμμαχούσαν και ορμούσαν εναντίον του.
Χαρακτηριστική του τρόπου που αντιμετώπιζε ο Σωκράτης τις κακίες, τις ύβρεις και τις διαβολές σε βάρος του, ήταν η στάση του, όταν παρακολουθούσε την παράσταση της κωμωδίας Νεφέλες. Στην κωμωδία αυτή ο Αριστοφάνης τον διακωμωδούσε με μεγάλη εμπάθεια, αυτός όμως όχι μόνο δεν διαμαρτυρήθηκε παρά σηκώθηκε όρθιος για να τον βλέπουν οι θεατές. Σε κάποια άλλη περίσταση, όταν ένας μαθητής του τού ανέφερε πως κάποιος τον κακολογούσε πολύ άσχημα στην αγορά, ο Σωκράτης απάντησε: εμού απόντος και να με δέρει δύναται.
Διογένης Λαέρτιος, (Βίοι Φιλοσόφων-Βιβλίο Β’, 18-47)
Για τη ζωή του Σωκράτη όσα ξέρουμε προέρχονται κατά κύριο λόγο από τον Διογένη τον Λαέρτιο (Βίοι Φιλοσόφων) και τον Πορφύριο (Φιλοσόφου Βίος) και δευτερευόντως από τον Ξενοφώντα και τους πλατωνικούς διαλόγους.
Ο Σωκράτης ήταν Αθηναίος, από το Δήμο της Αλωπεκής (κάπου μεταξύ Γλυφάδας και Ηλιούπολης). Ο πατέρας του λεγόταν Σωφρονίσκος και ήταν λιθουργός ή λιθοξόος, δηλαδή μαρμαράς, που δούλευε μεροκάματο σε γλύπτες, κάνοντας τις χοντροδουλειές. Παντρεύτηκε τη Φαιναρέτη, χήρα κάποιου Χαιρέδημου, από τον οποίο είχε αποκτήσει ένα γιο, τον Πατροκλή. Αυτή η Φαιναρέτη ήτανε μαμή, αλλά έκανε και την προξενήτρα, με το αζημίωτο. Το 470 π.Χ. γέννησε τον Σωκράτη.
Ο Σωκράτης μεγάλωσε μέσα στη μαύρη φτώχεια και φυσικά δεν πήγε σε κανένα σχολείο, έτσι που ως την εφηβεία του δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Η οικογενειακή φτώχεια τον έριξε από μικρό στη βιοπάλη. Έπιασε δουλειά στο μαρμαράδικο κοντά στον πατέρα του. Ήταν όμως άταχτος και πολλές φορές που ο πατέρας του τον έστελνε σε διάφορες δουλειές, αυτός το έσκαγε και γυρνούσε από δω και από κει, ήταν ένα έξυπνο παιδί με κοφτερό μυαλό αλλά απείθαρχο και επαναστατικό, θα λέγαμε σήμερα, στοιχείο.
Ήταν δεκαεφτά χρονών όταν ένα τυχαίο περιστατικό άλλαξε κυριολεκτικά το ριζικό του. Έτυχε εκείνη την ημέρα να περάσει από το εργαστήριο, όπου δούλευε ο νεαρός Σωκράτης, ο φιλόσοφος Αρχέλαος και να τον ακούσει να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζομένων στο μαρμαράδικο με τέτοια επιχειρήματα και τόση εξυπνάδα, που εντυπωσιάστηκε και ζήτησε να τον πάρει μαθητή του. Ο Σωκράτης δέχτηκε και ακολούθησε το φιλόσοφο στη Σάμο, ξέρουμε όμως πως κοντά στον Αρχέλαο μορφώθηκε.
Εικοσάρης πια γύρισε στην Αθήνα, όπου έζησε όλη του τη ζωή. Στο άστυ γνώρισε τον Πρωταγόρα, τον Ιππία, τον Πρόδικο, τον Γοργία και άλλους σοφιστές, ενδεχομένως δε και τον Ζήνωνα. Όπως φαίνεται ήταν άνθρωπος περπατημένος από τα νιάτα του και, παρά τις μικρές του οικονομικές δυνατότητες, την έζησε τη ζωή του. Αγαπούσε τις γυναίκες, τις διασκεδάσεις και το κρασί. Όταν όμως μυήθηκε στη φιλοσοφία όλα αυτά περιορίστηκαν πολύ, χωρίς φυσικά να το ρίξει στον ασκητισμό. Εξακολουθούσε να ζει όπως και πριν, αλλά απέφευγε τις καταχρήσεις και τις υπερβολές, χωρίς πάντως να κατακρίνει όσους δεν αντιστέκονταν σ΄αυτές.
Σύμφωνα με διήγηση του μαθητή του Φαίδωνα, είχε έρθει στην Αθήνα ένας διάσημος φυσιογνωμιστής (από τη Συρία, ονόματι Ζώπυρος. Οι μαθητές του Σωκράτη τον οδήγησαν στο δάσκαλό τους και του ζήτησαν να εικάσει από τη φυσιογνωμία του την ψυχική ιδιοσυστασία του. Ο Ζώπυρος αφού μελέτησε το πρόσωπο του Σωκράτη αποφάνθηκε ότι πρόκειται για άτομο με περιορισμένη διανοητικότητα και έκδοτο στις σωματικές απολαύσεις και ηδονές. Ο Αλκιβιάδης ακούγοντας τον Ζώπυρο ξέσπασε σε δυνατά γέλια, ο Σωκράτης όμως του είπε πως ο φυσιογνωμιστής είχε δίκιο. Οι φυσικές προδιαθέσεις του ήταν αυτές που διέγνωσε ο Ζώπυρος, αλλά ο ίδιος είχε κατορθώσει με τη λογική και τη θέληση να τις καταδαμάσει.
Όπως γράφει ο Δημήτρης Κυρτάτας στο πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο του Χόλος γυναικός, ο Σωκράτης ήταν ο πρώτος άνθρωπος στην ελληνική αρχαιότητα, που ενδιαφέρθηκε για την ψυχή της πόρνης. Είχε γνωρίσει μια πανέμορφη πόρνη, τη Θεοδότη, την επισκέφθηκε στο σπίτι της, ενδιαφέρθηκε για τους πελάτες και τα έσοδα που είχε και της πρότεινε όχι μόνο τρόπους για να αυξήσει και τους μεν και τα δε, αλλά και τρόπους για να μεγαλώνει τον πόθο των πελατών της και την ηδονή που τους προσέφερε. Η Θεοδότη ενθουσιάστηκε με τις υποδείξεις του Σωκράτη και του πρότεινε να συνεργαστούν! Φυσικά ο φιλόσοφος δεν είχε σκοπό να γίνει προαγωγός. Ήθελε να κάνει τη Θεοδότη να αναζητήσει στο πρόσωπό του τη φιλοσοφική αντιμετώπιση της ζωής. Και το πέτυχε. Η Θεοδότη ένιωσε έτοιμη να γίνει μαθήτριά του και ζήτησε να τον επισκεφθεί.
Με ανάλογο τρόπο συμπεριφερόταν και σε άλλους τομείς της ζωής. Επισκεπτόταν τα εμπορικά καταστήματα, περιεργαζόταν τα εμπορεύματα, αλλά δεν αγόραζε τίποτα. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό απάντησε: «Για να βλέπω πόσα πράγματα δεν έχω ανάγκη».
Σε αντίθεση με το μαθητή του τον Πλάτωνα, που αποστρεφόταν τη δημοκρατία και ουσιαστικά ποτέ δεν υπήρξε πολίτης, ο Σωκράτης συμμετείχε ολοκληρωτικά στη ζωή της πόλης του. Και δημόσια καθήκοντα άσκησε και σε τρεις εκστρατείες πήρε μέρος, δείχνοντας όχι μόνο αξιοσημείωτη ανδρεία αλλά και μεγάλη αντοχή στις κακουχίες. Για λίγες μέρες υπήρξε Πρόεδρος των Πρυτάνεων της Βουλής (δηλαδή άσκησε καθήκοντα Πρωθυπουργού ή Προέδρου Δημοκρατίας) και όπως γράφει ο Ξενοφών, ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε στις απαιτήσεις του λαού, ο οποίος παρασυρμένος από δημαγωγούς ζητούσε από τους πρυτάνεις να εγκρίνουν παράνομες ενέργειες.
Είχε παντρευτεί την Ξανθίππη, γυναίκα αυταρχική, οξύθυμη και ζηλιάρα. Ο Σωκράτης υπέμενε τη συμπεριφορά της με αταραξία και χιούμορ. Όταν μια φορά κάλεσε για φαΐ τον Ευθύδημο, η Ξανθίππη έκανε μεγάλη φασαρία, πέταξε τα φαγητά από το τραπέζι και ο καλεσμένος σηκώθηκε να φύγει περίλυπος. Ο Σωκράτης τότε του είπε:
«Γιατί κάνεις έτσι; Τις προάλλες στο σπίτι σου δεν όρμησε ένα πουλί κι έκανε τα ίδια; Θυμώσαμε τότε μ΄αυτό;»
Οι μαθητές του απορούσαν γιατί ο Σωκράτης δεν επιχειρούσε με τη διδασκαλία του να βελτιώσει τους τρόπους της Ξανθίππης, εκείνος όμως τους βεβαίωνε πως επίτηδες δεν το κάνει για να εξασκείται στην υπομονή και την εγκαρτέρηση.
Το κακό όμως απόγινε όταν ο Σωκράτης, προς το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, επωφελούμενος από νόμο που ψήφισε η Εκκλησία του Δήμου, με τον οποίο, για να αντιμετωπιστεί η λειψανδρία, που προκάλεσε ο μακροχρόνιος πόλεμος, επιτρεπόταν να παντρευτεί κανείς και δεύτερη γυναίκα. Παντρεύτηκε τη Μυρτώ, κόρη (ή κατ’ άλλους εγγονή) του Αριστείδη του Δίκαιου, χωρίς να χωρίσει την Ξανθίππη. Όπως ήταν φυσικό, μεταξύ των δύο γυναικών ξεσπούσαν συνεχώς καβγάδες, τους οποίους ο Σωκράτης αντιμετώπιζε γελώντας χωρίς ποτέ να επιχειρεί να τις χωρίσει, οπότε εκείνες στο τέλος συμμαχούσαν και ορμούσαν εναντίον του.
Χαρακτηριστική του τρόπου που αντιμετώπιζε ο Σωκράτης τις κακίες, τις ύβρεις και τις διαβολές σε βάρος του, ήταν η στάση του, όταν παρακολουθούσε την παράσταση της κωμωδίας Νεφέλες. Στην κωμωδία αυτή ο Αριστοφάνης τον διακωμωδούσε με μεγάλη εμπάθεια, αυτός όμως όχι μόνο δεν διαμαρτυρήθηκε παρά σηκώθηκε όρθιος για να τον βλέπουν οι θεατές. Σε κάποια άλλη περίσταση, όταν ένας μαθητής του τού ανέφερε πως κάποιος τον κακολογούσε πολύ άσχημα στην αγορά, ο Σωκράτης απάντησε: εμού απόντος και να με δέρει δύναται.
Διογένης Λαέρτιος, (Βίοι Φιλοσόφων-Βιβλίο Β’, 18-47)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου