Γιατί όμως ο φόβος χαρακτηρίζεται «απροσδιόριστος»; Γιατί ενώ είναι εύκολο να εξηγήσουμε από πού πηγάζει ο φόβος των ανθρώπων όταν έρχονται αντιμέτωποι με έναν άμεσο κίνδυνο, όπως είναι για παράδειγμα ένα άγριο ζώο, είναι δύσκολο να εξηγήσουμε κοινές σχετικά φοβίες, όπως είναι ο φόβος για τους κλόουν, για τα ανδρείκελα, ή για τις κούκλες;
“Miss me?”
Οι παραπάνω φοβίες σχετίζονται κυρίως με τη γενική ιδέα που είναι γνωστή ως το «ανοίκειο» (uncanny). Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Η ιδέα του ανοίκειου δεν είναι κάτι καινούριο στο ευρύτερο πεδίο της ψυχολογίας. Ο ψυχίατρος Ernst Jentsch (1906), ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, αναγνωρίζοντας ότι είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε επακριβώς την έννοια αυτή, περιγράφει το αίσθημα του ανοίκειου ως κάτι που νιώθει κάποιος όταν αντιμετωπίζει ένα γεγονός/αντικείμενο που «τον βγάζει από τα νερά του». Με άλλα λόγια τον αποπροσανατολίζει, κυρίως συναισθηματικά, δημιουργώντας έτσι μέσα του αβεβαιότητα. Το αίσθημα αυτό, ωστόσο, σύμφωνα με τον Jentsch, δεν βιώνεται πάντοτε και παντού με τον ίδιο τρόπο.
Ο Sigmund Freud (1919), που ασχολήθηκε επίσης με τον όρο, υποστήριξε ότι το γεγονός/αντικείμενο που εμπνέει σε κάποιον το αίσθημα του ανοίκειου, δεν είναι το ίδιο κάτι άγνωστο σε αυτόν, αλλά κάτι γνωστό, οι ιδιότητες του οποίου (ή ορισμένες από αυτές) έχουν μεταβληθεί τόσο ώστε να αμφισβητείται η ίδια του η ουσία. Σαν να λέμε: «κάτι σαν, αλλά όχι ακριβώς». Μια κούκλα, για παράδειγμα, όντας κάτι άψυχο που μοιάζει με κάτι ζωντανό, μπορεί ορισμένες φορές να εμπνεύσει το αίσθημα του ανοίκειου που, σε τελευταία ανάλυση, εντάσσεται σε αυτό που ο ανθρωπολόγος Victor Turner (1969) (και πριν απ’ αυτόν ο εθνογράφος Van Gennep[1909]) θα ονόμαζε: «οριακότητα» (liminality). Ένα δηλαδή σημείο «αναμεταξύ και ανάμεσα» (betwixt and between) σε δύο καταστάσεις, και στο παράδειγμά μας: της ζωής και του θανάτου.
Αν πιάσατε την αναφορά, +1.
Η έννοια του ανοίκειου μπορεί ίσως να κατανοηθεί καλύτερα, μέσω της μελέτης των διαφόρων μορφών της τέχνης των τελευταίων αιώνων, ειδικότερα αυτών που έχουν ως επίκεντρο την παραγωγή τρόμου. Η λογοτεχνία τρόμου, από τον Bram Stoker μέχρι τον Stephen King, η ζωγραφική του σουρεαλισμού, το ρεύμα του κυβερνοπάνκ και ο κινηματογράφος του David Lynch, είναι λίγες μόνο από τις πτυχές της σύγχρονης κουλτούρας που επενδύουν κατ’ αρχήν στην έννοια του ανοίκειου.
Ο κόμης Δράκουλας, στο ομώνυμο γοτθικό μυθιστόρημα, αποτελεί μια τόσο αποτελεσματική φιγούρα τρόμου, όχι γιατί μοιάζει με τέρας, αλλά ακριβώς επειδή μοιάζει με άνθρωπο, η μορφή του οποίου, ωστόσο, έχει κάτι το απροσδιόριστα αλλόκοτο. Και είναι ακριβώς το στοιχείο του αλλόκοτου αυτό που εμποτίζει υποσυνείδητα τον αναγνώστη με μια θεμελιώδη αμφισβήτηση για τον περιβάλλοντα κόσμο, καθώς εμπεδώνεται σε αυτόν η αντίληψη ότι τα τέρατα μπορεί πλέον να έχουν ανθρώπινη μορφή και την ικανότητα να χάνονται στο πλήθος.
Με αυτή την αμφισβήτηση «παίζει» και ο David Lynch στα κινηματογραφικά του έργα. Η κανονικότητα των κόσμων του Lynch είναι εικονική και παραπαίουσα. Ένα χαμόγελο που μένει παγωμένο σ’ ένα πρόσωπο, μια διαλογική παύση που διαρκεί λίγο περισσότερο απ’ ότι θα ‘πρεπε, ή μια απόκοσμα ψηλή ανδρική φωνή, είναι κάποιοι από τους τρόπους με τους οποίους ο Lynch «δημιουργεί αποξένωση σε κάτι που ήταν μέχρι πρότινος οικείο», θρυμματίζοντας έτσι την ψευδαίσθηση ενός «κανονικού», συνεπώς ασφαλούς κόσμου.
Κατά τη δεκαετία του 1970 η έννοια του ανοίκειου διερευνάται περαιτέρω, όχι από κάποιον ψυχολόγο, αλλά από κάποιον που ειδικεύεται στο πεδίο της ρομποτικής, τον Masahiro Mori (1970). Η ιστορία έχει ως εξής: Ο Mori κατασκεύαζε ρομπότ. Στην αρχή τα ρομπότ που έφτιαχνε δεν έμοιαζαν με τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό που ήταν, μια μηχανή. Στη συνέχεια όμως, ο Mori άρχισε να τους δίνει κάποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά (χέρια, πόδια, κεφάλι κτλ.) και παρατηρούσε ότι έτσι γινόταν περισσότερο αρεστά στους ανθρώπους που έρχονταν να τα δούν.
Όσο όμως συνέχιζε να τους δίνει και άλλα ανθρώπινα χαρακτηριστικά (συνθετικό δέρμα, εκφράσεις προσώπου κτλ.), έβλεπε ότι, από ένα σημείο και μετά, οι άνθρωποι άρχιζαν να αντιδρούν αρνητικά απέναντί τους, νιώθοντας δυσφορία και αποστροφή. Ο Mori όμως εξακολουθούσε να μορφοποιεί τα ρομπότ του, μέχρι που κάποια στιγμή έφτασαν να είναι απαράλλαχτα με έναν συνηθισμένο άνθρωπο. Με αυτόν τον τρόπο τα κατέστησε και πάλι αρεστά στους ανθρώπους που τα έβλεπαν. Αυτή τη «βουτιά» στα συναισθήματα κάποιου που βλέπει κάτι το οποίο είναι σχεδόν, αλλά όχι ακριβώς, άνθρωπος, την ονόμασε «ανοίκεια κοιλάδα» (uncanny valley). Για να την περιγράψει σχεδίασε το παρακάτω γράφημα:
Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, πολλά έχουν ειπωθεί για το φαινόμενο της ανοίκειας κοιλάδας. Έχει επίσης ερευνηθεί από διάφορες οπτικές γωνίες, εκτός των άλλων, και σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Τα διάφορα συμπεράσματα αυτών που το μελέτησαν, ωστόσο, δεν ταυτίζονται πάντα. Κάποιοι ακαδημαϊκοί μάλλιστα, αμφισβητούν ακόμη και ότι υφίσταται τέτοιο φαινόμενό, ενώ άλλοι προσπαθούν να το εξηγήσουν στρεφόμενοι στη βιολογία. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι ιδέες της ανοίκειας κοιλάδας και του ανοίκειου εν γένει, παρά το γεγονός ότι είναι σχετικά δύσκολο να διερευνηθούν σε βάθος, ασκούν, αναμφίβολα, μέχρι και σήμερα, μια ιδιαίτερη γοητεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου