Ό,τι κι αν λέει ο Πλούταρχος, πολλές απ’ αυτές τις φιλίες ανάμεσα σ’ έναν άντρα και σ’ έναν έφηβο μπόρεσαν να μείνουν αγνές. Είδαμε λίγο πριν τον Αλκιβιάδη να κάνει σκηνή ζηλοτυπίας στον Σωκράτη, μα ο ίδιος διηγείται αμέσως μετά σε μια τολμηρή σελίδα του «Συμπόσιου» του Πλάτωνα (217α – 219ε) αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «ο πειρασμός του Σωκράτη», όπου οι συνήθεις όλοι αντιστρέφονται: εδώ ο νέος άντρας – μα που είναι ήδη διεφθαρμένος από ένα σωρό ερωτικές περιπέτειες – είναι αυτός που κάνει τις προτάσεις – και ποιες προτάσεις! – στον ώριμον άντρα, που τον θαυμάζει για την επιστήμη του και τη σοφία του:
«Και επειδή είχα σχηματίσει την ιδέα πως ο Σωκράτης ενδιαφερόταν σοβαρά για τα θέλγητρα της νιότης μου, το θεώρησα εύρημα απροσδόκητο και ευτυχή σύμπτωση ότι είχα τη δυνατότητα να χαρίσω την εύνοιά μου στον Σωκράτη κι έτσι να μάθω όλα όσα εκείνος γνώριζε».
Ο Αλκιβιάδης λοιπόν τα βολεύει έτσι ώστε να μείνει μόνος με τον Σωκράτη, αλλά ο Σωκράτης δεν επωφελείται καθόλου απ’ αυτή την ευκαιρία για να του μιλήσει για έρωτα. Τότε τον προκαλεί να παλέψει μαζί του (βλέπουμε εδώ να ξαναεμφανίζεται πάλι η σημασία της γυμναστικής και της παλαίστρας στην παιδεραστία): ο Σωκράτης δέχεται, μα δεν εγκαταλείπει την επιφυλακτική του στάση. Τότε ο νέος άντρας χρησιμοποιεί τα μεγάλα μέσα:
«Τον προσκαλώ λοιπόν σε δείπνο, απαράλλακτα όπως κάνει ένας εραστής που ζητάει να παραπλανήσει τον ερωμένο του. Κι αυτό μου ακόμη το θέλημα δεν μου το έκαμε αμέσως. Αλλά με τον καιρό, πείστηκε. Λοιπόν, την πρώτη φορά που ήρθε, ύστερ’ από το δείπνο θέλησε να φύγει, κι εγώ τότε, από ντροπή, τον άφησα. Στη δεύτερη όμως παγίδα που του έστησα, όταν τέλειωσε το δείπνο μας, παράτεινα τη συζήτηση ως αργά τη νύχτα, κι όταν εκείνος ζήτησε να φύγει, εγώ, με την πρόφαση πως ήταν αργά πια, τον ανάγκασα να μείνει. Έπεσε λοιπόν να αναπαυτεί στο διπλανό μου κρεβάτι, στο ίδιο επίσης που είχε δειπνήσει. Στο δωμάτιο κανείς άλλος δεν κοιμόταν, εκτός από μας τους δύο».
Ύστερ’ από μια μεγάλη συζήτηση μέσα στα σκοτάδια, ο Αλκιβιάδης σκέφτεται επιτέλους να επιτύχει το σκοπό του:
«Εγώ λοιπόν τότε υπόθεσα πως τον είχαν πληγώσει τα λόγια που αντάλλαξα μαζί του και που τα είχα τοξέψει σα βέλη. Σηκώθηκα λοιπόν και χωρίς να του αφήσω καιρό να προσθέσει τίποτε άλλο, τον σκέπασα με τον μανδύα μου (ήταν χειμώνας), τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα του αληθινά δαιμόνιου και εξαιρετικού αυτού όντος κι έμεινα πλαγιασμένος έτσι ολόκληρη τη νύχτα. Κι αυτή τη φορά, Σωκράτη, δε θα ισχυριστείς πως είναι ψέματα αυτά που λέω. Ε λοιπόν! Με όλα όσα έκαμα, αυτός αποδείχτηκε τόσο ανίκανος από τα νεανικά μου θέλγητρα, τόσο τα περιφρόνησε και τα γελοιοποίησε, τόσο με ταπείνωσε… Σας ορκίζομαι στους θεούς και στις θεές, πως κοιμήθηκα και ξύπνησα στο πλευρό του Σωκράτη χωρίς να συμβεί τίποτε πιο πολύ παρά αν είχα κοιμηθεί με τον πατέρα μου ή μ’ έναν μεγαλύτερο αδελφό μου…».
«Και επειδή είχα σχηματίσει την ιδέα πως ο Σωκράτης ενδιαφερόταν σοβαρά για τα θέλγητρα της νιότης μου, το θεώρησα εύρημα απροσδόκητο και ευτυχή σύμπτωση ότι είχα τη δυνατότητα να χαρίσω την εύνοιά μου στον Σωκράτη κι έτσι να μάθω όλα όσα εκείνος γνώριζε».
Ο Αλκιβιάδης λοιπόν τα βολεύει έτσι ώστε να μείνει μόνος με τον Σωκράτη, αλλά ο Σωκράτης δεν επωφελείται καθόλου απ’ αυτή την ευκαιρία για να του μιλήσει για έρωτα. Τότε τον προκαλεί να παλέψει μαζί του (βλέπουμε εδώ να ξαναεμφανίζεται πάλι η σημασία της γυμναστικής και της παλαίστρας στην παιδεραστία): ο Σωκράτης δέχεται, μα δεν εγκαταλείπει την επιφυλακτική του στάση. Τότε ο νέος άντρας χρησιμοποιεί τα μεγάλα μέσα:
«Τον προσκαλώ λοιπόν σε δείπνο, απαράλλακτα όπως κάνει ένας εραστής που ζητάει να παραπλανήσει τον ερωμένο του. Κι αυτό μου ακόμη το θέλημα δεν μου το έκαμε αμέσως. Αλλά με τον καιρό, πείστηκε. Λοιπόν, την πρώτη φορά που ήρθε, ύστερ’ από το δείπνο θέλησε να φύγει, κι εγώ τότε, από ντροπή, τον άφησα. Στη δεύτερη όμως παγίδα που του έστησα, όταν τέλειωσε το δείπνο μας, παράτεινα τη συζήτηση ως αργά τη νύχτα, κι όταν εκείνος ζήτησε να φύγει, εγώ, με την πρόφαση πως ήταν αργά πια, τον ανάγκασα να μείνει. Έπεσε λοιπόν να αναπαυτεί στο διπλανό μου κρεβάτι, στο ίδιο επίσης που είχε δειπνήσει. Στο δωμάτιο κανείς άλλος δεν κοιμόταν, εκτός από μας τους δύο».
Ύστερ’ από μια μεγάλη συζήτηση μέσα στα σκοτάδια, ο Αλκιβιάδης σκέφτεται επιτέλους να επιτύχει το σκοπό του:
«Εγώ λοιπόν τότε υπόθεσα πως τον είχαν πληγώσει τα λόγια που αντάλλαξα μαζί του και που τα είχα τοξέψει σα βέλη. Σηκώθηκα λοιπόν και χωρίς να του αφήσω καιρό να προσθέσει τίποτε άλλο, τον σκέπασα με τον μανδύα μου (ήταν χειμώνας), τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα του αληθινά δαιμόνιου και εξαιρετικού αυτού όντος κι έμεινα πλαγιασμένος έτσι ολόκληρη τη νύχτα. Κι αυτή τη φορά, Σωκράτη, δε θα ισχυριστείς πως είναι ψέματα αυτά που λέω. Ε λοιπόν! Με όλα όσα έκαμα, αυτός αποδείχτηκε τόσο ανίκανος από τα νεανικά μου θέλγητρα, τόσο τα περιφρόνησε και τα γελοιοποίησε, τόσο με ταπείνωσε… Σας ορκίζομαι στους θεούς και στις θεές, πως κοιμήθηκα και ξύπνησα στο πλευρό του Σωκράτη χωρίς να συμβεί τίποτε πιο πολύ παρά αν είχα κοιμηθεί με τον πατέρα μου ή μ’ έναν μεγαλύτερο αδελφό μου…».