Πολλοί από εμάς, συντετριμμένοι μετά από κάποιον, μάλλον οδυνηρό χωρισμό, έχουμε αναρωτηθεί αφενός με ποιο κριτήριο (ή ποια κριτήρια) επιλέξαμε τον προηγούμενο ερωτικό σύντροφο, αφετέρου τι συνέβη στην πορεία της σχέσης και μας οδήγησε στον χωρισμό.
Αν φανταστούμε την ερωτική σχέση σαν ζωντανό οργανισμό, ένα φυτό για παράδειγμα που θέλει ήλιο, φώς, και προστασία από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, καταλαβαίνουμε πώς η ερωτική-συντροφική σχέση χρειάζεται πολλά πράγματα, τόσο για να υπάρξει όσο και για να συντηρηθεί.
Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με το πώς ξεκινά μια ερωτική σχέση, πώς μπαίνουν σε αυτήν τα δυο μέλη της, και πώς πορεύονται μέσα σε αυτήν.
Ασφαλώς υπάρχουν προφανείς παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή συντρόφου όπως η σωματική έλξη, ο κοινωνικό-οικονομικός παράγοντας, η μόρφωση, η εθνικότητα, η θρησκεία, και πολλοί άλλοι. Σύμφωνα όμως με τον Ματθαίο Γιωσαφάτ, τον μεγάλο σύγχρονο ψυχαναλυτή, υπάρχουν δύο κύρια είδη επιλογών: η συμπληρωματική και η αντιθετική επιλογή.
Στην συμπληρωματική επιλογή το άτομο επιλέγει σύντροφο που μοιάζει με τον γονέα του αντίθετου φύλου. Εδώ το άτομο ψάχνει σύντροφο που έχει κάποια από τα χαρακτηριστικά (εσωτερικά ή και εξωτερικά) του γονιού του αντίθετου φύλου, αλλάεξιδανικευμένα. Αν είμαι δηλαδή γυναίκα επιλέγω κάποιον που πολύ απλά μοιάζει στον πατέρα μου, και αντίστοιχα αν είμαι άντρας επιλέγω μια γυναίκα που μοιάζει στην μητέρα μου. Πρόκειται σαφώς για μια ασυνείδητη επιλογή, που έχει κατά κάποιον τρόπο προκαθοριστεί από την παιδική ηλικία. Όταν το άτομο τελικά ανακαλύπτει ότι ο σύντροφος που βρήκε δεν έχει τα ιδανικά χαρακτηριστικά που του είχε αρχικά προσδώσει υπάρχει ματαίωση, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στο δεύτερο είδος επιλογής, την αντιθετική επιλογή, η οποία συνιστά μια δύσκολη και παθολογική κατάσταση, το άτομο συνήθως επιλέγει έναν σύντροφο που είναι το αντίθετο από την ασυνείδητη εικόνα του γονέα του αντίθετου φύλου. Αν για παράδειγμα είμαι άντρας και η μητέρα μου είναι πάρα πολύ δυναμική γυναίκα και εξουσιαστική επιλέγω μια πολύ ήπιων τόνων, υποτακτική γυναίκα. Αντίστοιχα λειτουργεί η γυναίκα στην επιλογή του άντρα, επιλέγει δηλαδή κάποιον με αντίθετα χαρακτηριστικά από αυτά που έχει ο πατέρας της. Σε αυτό το είδος επιλογής, την αντιθετική, μπορεί επίσης να ταυτίζομαι με τον γονιό του αντίθετου φύλου (ασυνείδητη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία) και να επιλέγω σύντροφο που να μοιάζει με τον γονιό του ίδιου φύλου. Αν για παράδειγμα σαν γυναίκα ταυτίζομαι (σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας κυρίως) με τον πατέρα μου θα επιλέξω σύντροφο που θα μοιάζει στην μητέρα μου. Συνολικά, σε αυτό το είδος επιλογής έχουμε μεγάλα ποσοστά συζυγικής- συντροφικής δυσαρμονίας, μη ικανοποίησης (και σεξουαλικής) στο γάμο, άρα και μεγαλύτερα ποσοστά διαζυγίων.
Πέρα από αυτόν τον διαχωρισμό είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζουμε πώς μας προσελκύει κάποιος που η βασική ψυχολογική του «κατάσταση» στην πατρική του οικογένεια είναι παρόμοια με τη δική μας. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τόσο εμείς όσο και ο σύντροφός μας αναλαμβάναμε τους ίδιους ρόλους στην πατρική μας οικογένεια (για παράδειγμα ρόλος του «θύματος» ή του «σωτήρα») ή ότι έχουμε αντίστοιχο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο. Επίσης, συνήθως τα (παρόμοια) «τραύματα» της παιδικής μας ηλικίας μας φέρνουν κοντά με κάποιον τρόπο, που δεν είναι καθόλου συνειδητός αλλά είναι ίσως πολύ καθοριστικός. Εδώ είναι πολύ σημαντικό να ειπωθεί πώς αν κάποιος δουλέψει ψυχοθεραπευτικά με τον εαυτό του και επεξεργαστεί τα τραύματά του, εκτός από τη βαθιά κατανόηση που θα αποκτήσει, θα μπορέσει οπωσδήποτε να κάνει καλύτερες επιλογές όσον αφορά τον ερωτικό σύντροφο, και, αν είναι ήδη μέσα σε ερωτική σχέση, να επιφέρει μερικές βελτιωτικές αλλαγές.
Αν λοιπόν μας φέρνουν κοντά οι ομοιότητες που περιγράψαμε πιο πάνω, μας κρατούν κοντά οι διαφορές μας και ,για να γίνουμε πιο ακριβείς, μας επιτρέπουν και να επωφεληθούμε από τη σχέση.
Ο Χόρχε Μπουκάι, στο βιβλίο του «Ο δρόμος της συνάντησης», περιγράφει πώς τρία είναι τα απαραίτητα δομικά στοιχεία για μια στενή σχέση: η αγάπη, η έλξη, η εμπιστοσύνη. Χωρίς την παρουσία και των τριών αυτών στοιχείων ταυτόχρονα δεν υπάρχει στενή ερωτική σχέση αλλά μια καλή διαπροσωπική.
Η ερωτική σχέση είναι ένας ζωντανός οργανισμός πάντα σε κίνηση και σε εξέλιξη. Αν θέλω να είμαι ολόκληρος-η μέσα σε αυτήν οφείλω πρώτα απ’ όλα να φροντίζω τον εαυτό μου. Να με δέχομαι ακριβώς όπως είμαι και να με αγαπώ. Αν δεν έχω αυτοσεβασμό και αγάπη για την ίδια μου την ύπαρξη είναι αδύνατον να μπορώ να βρίσκομαι μέσα σε μια ισότιμη σχέση ανταλλαγής και αγάπης.
Για να υπάρχει, ακόμη, καλή πιθανότητα ευτυχίας μέσα στο ζευγάρι θα πρέπει και τα δύο μέλη του να σέβονται ο ένας το παρελθόν του άλλου και να συνειδητοποιήσουν τις τυχόν εμπλοκές (ή παρεμβάσεις) της πατρικής οικογένειας του καθενός στη σχέση τους. Είναι πραγματικά αναγκαίο, και οπωσδήποτε πολύ ωφέλιμο, να συνειδητοποιήσουν και οι δυο πώς επέδρασε πάνω τους η συντροφική σχέση των γονιών τους, να κρατήσουν ότι χρειάζονται και να πετάξουν, συμβολικά, ότι δεν χρειάζεται πια. Είναι μια νέα σχέση αυτή που δημιουργούν, στην οποία είναι μόνο οι δύο τους και κοιτούν ο ένας τον άλλο με καθαρή ματιά.
Αν φανταστούμε την ερωτική σχέση σαν ζωντανό οργανισμό, ένα φυτό για παράδειγμα που θέλει ήλιο, φώς, και προστασία από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, καταλαβαίνουμε πώς η ερωτική-συντροφική σχέση χρειάζεται πολλά πράγματα, τόσο για να υπάρξει όσο και για να συντηρηθεί.
Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με το πώς ξεκινά μια ερωτική σχέση, πώς μπαίνουν σε αυτήν τα δυο μέλη της, και πώς πορεύονται μέσα σε αυτήν.
Ασφαλώς υπάρχουν προφανείς παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή συντρόφου όπως η σωματική έλξη, ο κοινωνικό-οικονομικός παράγοντας, η μόρφωση, η εθνικότητα, η θρησκεία, και πολλοί άλλοι. Σύμφωνα όμως με τον Ματθαίο Γιωσαφάτ, τον μεγάλο σύγχρονο ψυχαναλυτή, υπάρχουν δύο κύρια είδη επιλογών: η συμπληρωματική και η αντιθετική επιλογή.
Στην συμπληρωματική επιλογή το άτομο επιλέγει σύντροφο που μοιάζει με τον γονέα του αντίθετου φύλου. Εδώ το άτομο ψάχνει σύντροφο που έχει κάποια από τα χαρακτηριστικά (εσωτερικά ή και εξωτερικά) του γονιού του αντίθετου φύλου, αλλάεξιδανικευμένα. Αν είμαι δηλαδή γυναίκα επιλέγω κάποιον που πολύ απλά μοιάζει στον πατέρα μου, και αντίστοιχα αν είμαι άντρας επιλέγω μια γυναίκα που μοιάζει στην μητέρα μου. Πρόκειται σαφώς για μια ασυνείδητη επιλογή, που έχει κατά κάποιον τρόπο προκαθοριστεί από την παιδική ηλικία. Όταν το άτομο τελικά ανακαλύπτει ότι ο σύντροφος που βρήκε δεν έχει τα ιδανικά χαρακτηριστικά που του είχε αρχικά προσδώσει υπάρχει ματαίωση, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στο δεύτερο είδος επιλογής, την αντιθετική επιλογή, η οποία συνιστά μια δύσκολη και παθολογική κατάσταση, το άτομο συνήθως επιλέγει έναν σύντροφο που είναι το αντίθετο από την ασυνείδητη εικόνα του γονέα του αντίθετου φύλου. Αν για παράδειγμα είμαι άντρας και η μητέρα μου είναι πάρα πολύ δυναμική γυναίκα και εξουσιαστική επιλέγω μια πολύ ήπιων τόνων, υποτακτική γυναίκα. Αντίστοιχα λειτουργεί η γυναίκα στην επιλογή του άντρα, επιλέγει δηλαδή κάποιον με αντίθετα χαρακτηριστικά από αυτά που έχει ο πατέρας της. Σε αυτό το είδος επιλογής, την αντιθετική, μπορεί επίσης να ταυτίζομαι με τον γονιό του αντίθετου φύλου (ασυνείδητη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία) και να επιλέγω σύντροφο που να μοιάζει με τον γονιό του ίδιου φύλου. Αν για παράδειγμα σαν γυναίκα ταυτίζομαι (σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας κυρίως) με τον πατέρα μου θα επιλέξω σύντροφο που θα μοιάζει στην μητέρα μου. Συνολικά, σε αυτό το είδος επιλογής έχουμε μεγάλα ποσοστά συζυγικής- συντροφικής δυσαρμονίας, μη ικανοποίησης (και σεξουαλικής) στο γάμο, άρα και μεγαλύτερα ποσοστά διαζυγίων.
Πέρα από αυτόν τον διαχωρισμό είναι εξίσου σημαντικό να γνωρίζουμε πώς μας προσελκύει κάποιος που η βασική ψυχολογική του «κατάσταση» στην πατρική του οικογένεια είναι παρόμοια με τη δική μας. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τόσο εμείς όσο και ο σύντροφός μας αναλαμβάναμε τους ίδιους ρόλους στην πατρική μας οικογένεια (για παράδειγμα ρόλος του «θύματος» ή του «σωτήρα») ή ότι έχουμε αντίστοιχο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο. Επίσης, συνήθως τα (παρόμοια) «τραύματα» της παιδικής μας ηλικίας μας φέρνουν κοντά με κάποιον τρόπο, που δεν είναι καθόλου συνειδητός αλλά είναι ίσως πολύ καθοριστικός. Εδώ είναι πολύ σημαντικό να ειπωθεί πώς αν κάποιος δουλέψει ψυχοθεραπευτικά με τον εαυτό του και επεξεργαστεί τα τραύματά του, εκτός από τη βαθιά κατανόηση που θα αποκτήσει, θα μπορέσει οπωσδήποτε να κάνει καλύτερες επιλογές όσον αφορά τον ερωτικό σύντροφο, και, αν είναι ήδη μέσα σε ερωτική σχέση, να επιφέρει μερικές βελτιωτικές αλλαγές.
Αν λοιπόν μας φέρνουν κοντά οι ομοιότητες που περιγράψαμε πιο πάνω, μας κρατούν κοντά οι διαφορές μας και ,για να γίνουμε πιο ακριβείς, μας επιτρέπουν και να επωφεληθούμε από τη σχέση.
Ο Χόρχε Μπουκάι, στο βιβλίο του «Ο δρόμος της συνάντησης», περιγράφει πώς τρία είναι τα απαραίτητα δομικά στοιχεία για μια στενή σχέση: η αγάπη, η έλξη, η εμπιστοσύνη. Χωρίς την παρουσία και των τριών αυτών στοιχείων ταυτόχρονα δεν υπάρχει στενή ερωτική σχέση αλλά μια καλή διαπροσωπική.
Η ερωτική σχέση είναι ένας ζωντανός οργανισμός πάντα σε κίνηση και σε εξέλιξη. Αν θέλω να είμαι ολόκληρος-η μέσα σε αυτήν οφείλω πρώτα απ’ όλα να φροντίζω τον εαυτό μου. Να με δέχομαι ακριβώς όπως είμαι και να με αγαπώ. Αν δεν έχω αυτοσεβασμό και αγάπη για την ίδια μου την ύπαρξη είναι αδύνατον να μπορώ να βρίσκομαι μέσα σε μια ισότιμη σχέση ανταλλαγής και αγάπης.
Για να υπάρχει, ακόμη, καλή πιθανότητα ευτυχίας μέσα στο ζευγάρι θα πρέπει και τα δύο μέλη του να σέβονται ο ένας το παρελθόν του άλλου και να συνειδητοποιήσουν τις τυχόν εμπλοκές (ή παρεμβάσεις) της πατρικής οικογένειας του καθενός στη σχέση τους. Είναι πραγματικά αναγκαίο, και οπωσδήποτε πολύ ωφέλιμο, να συνειδητοποιήσουν και οι δυο πώς επέδρασε πάνω τους η συντροφική σχέση των γονιών τους, να κρατήσουν ότι χρειάζονται και να πετάξουν, συμβολικά, ότι δεν χρειάζεται πια. Είναι μια νέα σχέση αυτή που δημιουργούν, στην οποία είναι μόνο οι δύο τους και κοιτούν ο ένας τον άλλο με καθαρή ματιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου