Τον ένδοξο ημίθεο και ήρωα Ηρακλή, γιό τού θεού Δία και τής θεϊκής Αλκμήνης, ο περισσότερος κόσμος τον γνωρίζει από τους περίφημους δώδεκα άθλους του, που τόσο λαμπρά και τόσο γλαφυρά μάς παρουσιάζουν την αξεπέραστη ανδρεία του, την ακατάβλητη ρώμη του, την ζηλευτή γενναιοψυχία του και την υπέροχη αρετή του. Τώρα, όμως, θα διηγηθούμε έναν άλλο άθλο του, εξίσου σπουδαίο και σημαντικό, γιατί τα κατορθώματα τού πανίσχυρου Ηρακλή δεν ήταν ούτε μόνο δώδεκα, ούτε μόνο εικοσιτέσσερα, ούτε μόνο τριανταέξι, αλλά αμέτρητα, όπως αμέτρητοι ήταν και εξακολουθούν να είναι και οι άνθρωποι που, από τότε μέχρι σήμερα, τον αγαπούν, τον θαυμάζουν, τον τιμούν και τον σέβονται αιώνια.
Σ’ εκείνη, λοιπόν, την χρυσή εποχή των άθλων και των ηρωισμών, ο ανώτατος άρχοντας τής ανδρειωμένης Σπάρτης, ο αδίστακτος Ιπποκόοντας, που είχε σφετεριστεί τον θρόνο με δόλια μέσα και ύπουλα τεχνάσματα σε βάρος τού έντιμου βασιλιά Τυνδάρεω, κυβερνούσε τυραννικά τους Λακεδαιμόνιους, χωρίς να υπακούει στους πατροπαράδοτους νόμους και χωρίς να τηρεί με ευλάβεια, όπως όφειλε, τους καθιερωμένους θεσμούς και τις εντολές των αθάνατων θεών. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, συνηθισμένοι στην αυστηρή πειθαρχία και στην απαράβατη εκτέλεση των διαταγών των αρχόντων τους, δεν αντιδρούσαν καθόλου, παρά θεωρούσαν καθήκον τους να υπομένουν τον αυταρχικό ηγέτη τους σαν να αποτελούσε μία θεόσταλτη δοκιμασία τής ψυχικής, πνευματικής και σωματικής αντοχής τους.
Έτσι, λοιπόν, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι τού καλοκαιριού, ο καλόκαρδος Οιωνός, γιός τού Λικύμνιου και εξάδελφος τού Ηρακλή, περιηγούνταν την πόλη τής Σπάρτης, την οποία επισκεπτόταν γιά πρώτη φορά, και βρέθηκε τυχαία έξω από τα πολυτελή ανάκτορα τού Ιπποκόοντα. Απορημένος από την αδικαιολόγητη γιά τα σπαρτιατικά ήθη χλιδή, άρχισε να περιεργάζεται με ενδιαφέρον τα οικοδομήματα και τους κήπους, αδιαφορώντας εντελώς γιά τους ενοχλημένους φρουρούς τού τυράννου, που τον κοιτούσαν φανερά εκνευρισμένοι. Έξαφνα, από την κεντρική πύλη τής αυλής ξεχύθηκε στον δρόμο ένας τεράστιος, εξαγριωμένος σκύλος, ο οποίος γάβγιζε απειλητικά, έδειχνε τα κοφτερά δόντια του και ετοιμαζόταν να επιτεθεί στον Οιωνό. Ο νέος παρέμεινε ατάραχος. Αρχικά επιχείρησε να αποδιώξει με φωνές το επικίνδυνο ζώο, αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Στην συνέχεια, επειδή ο σκύλος γινόταν ολοένα και επιθετικότερος, ο Οιωνός, με απόλυτη ηρεμία, πήρε από τον δρόμο ένα γερό λιθάρι, στόχευσε προσεκτικά τον σκύλο και τον χτύπησε δυνατά, κατευθείαν στο μέτωπο.
Το σκυλί, τότε, ξέσπασε σε ασταμάτητες στριγκλιές, τρέχοντας πέρα-δώθε σαν τρελό, ενώ από το βάθος τής αυλής των ανακτόρων κατέφτασε μία δωδεκαμελής ομάδα μανιασμένων νεαρών, οπλισμένων με μακριά, χοντρά ραβδιά, που άρχισε να ξυλοκοπά με μίσος τον κατάπληκτο Οιωνό. Αδυνατώντας να αμυνθεί ενάντια σε τόσους αντιπάλους, ο δύστυχος νέος κατέρρευσε επί τόπου και, μετά από λίγο, υπέκυψε οριστικά στα θανατηφόρα τραύματά του. Ακόμη και νεκρό, όμως, οι αφηνιασμένοι νεαροί δεν τον σεβάστηκαν, παρά συνέχισαν να τον δέρνουν ανελέητα, γελώντας με την απαίσια πράξη τους και αποδεικνύοντας ότι, πάρα πολλές φορές, πίσω από μία προσποιητή ζωοφιλία κρύβεται μία παθολογική μισανθρωπία.
Το δυσάρεστο νέο διαδόθηκε γρήγορα στην Σπάρτη, όχι μόνο επειδή αφορούσε μία ακατανόητη και αποτρόπαια δολοφονία, αλλά και γιατί οι δώδεκα ατιμώρητοι εγκληματίες ήταν οι ίδιοι οι γιοί τού άρχοντα Ιπποκόοντα. Μέσα σε λίγες ημέρες, εξάλλου, η θλιβερή είδηση τού ανόσιου κακουργήματος έφτασε και στα αυτιά τού ρωμαλέου Ηρακλή, που αρχικά λυπήθηκε πολύ και έκλαψε γιά τον ευγενικό εξάδελφό του, αλλά έπειτα εξοργίστηκε σφόδρα με το απίστευτο θράσος και την προκλητική αναίδεια των επαίσχυντων δολοφόνων. Τότε, λοιπόν, η εύλογη επιθυμία του γιά εκδίκηση αναζωπύρωσε και την φανερή απέχθεια, που ανέκαθεν ένιωθε ο ημίθεος γιά τον σφετεριστή Ιπποκόοντα, και τον ώθησε να πάρει την απόφαση να εκστρατεύσει εναντίον τού τυράννου.
Μετά από έναν περίπου μήνα, επικεφαλής ενός πολυάριθμου και καλά προετοιμασμένου στρατεύματος, ο πανίσχυρος Ηρακλής κατέβαινε δυναμικά προς την Σπάρτη. Διαβαίνοντας, όμως, από την ειδυλλιακή Αρκαδία, σκέφτηκε να ζητήσει την βοήθεια τού γνωστικού Κηφέα, βασιλιά τής Τεγέας και καλού φίλου του, καθώς και των είκοσι γενναίων γιών του, ώστε να επιτεθούν από κοινού εναντίον τού Ιπποκόοντα. Ο συνετός Κηφέας, ωστόσο, αφού υποδέχτηκε με περισσή φροντίδα τον αγαπητό φίλο του, απάντησε αρνητικά στην πρότασή του, επειδή φοβόταν ότι η πιθανή απουσία τού ίδιου και των γιών του από την περιοχή τους θα εξέθετε σε πολεμικούς κινδύνους την εύπορη Τεγέα. Τότε, ο Ηρακλής κάλεσε κοντά του την χαριτωμένη Στερόπη, θυγατέρα τού Κηφέα, και τής παρέδωσε – μέσα σε ένα σφραγισμένο κουτί από ξύλο ελιάς – έναν βόστρυχο από τα μαλλιά τής θρυλικής Γοργόνας, τον οποίο τού είχε δωρίσει παλαιότερα η σοφή θεά Αθηνά. «Φύλαξέ τον καλά», τής είπε, «και αν εμφανιστεί εχθρικός στρατός κάτω από τα τείχη τής όμορφης Τεγέας, ανέβα σε έναν ψηλό πύργο, δείξε στον εχθρό τρεις φορές αυτόν τον βόστρυχο, προσέχοντας, όμως, να μην τον κοιτάξεις εσύ, και τότε οι αντίπαλοι θα τραπούν έντρομοι σε άτακτη φυγή». Η γλυκιά Στερόπη παρέλαβε με υπερηφάνεια το πολύτιμο όπλο, χαμογέλασε ευχαριστημένη που ο φημισμένος ήρωας τής ανέθετε ένα τόσο σημαντικό καθήκον, και πήγε να ετοιμάσει τον δείπνο γιά τον πατέρα της και τον ξακουστό φιλοξενούμενό του.
Το επόμενο πρωί, λοιπόν, πριν ακόμη ανατείλει ο ακτινοβόλος ήλιος, το τρομερό εκστρατευτικό σώμα τού γενναίου Ηρακλή, ενισχυμένο από τους επίλεκτους οπλίτες και ιππείς τού άρχοντα Κηφέα, επικεφαλής των οποίων τέθηκε ο ίδιος και οι είκοσι γιοί του, ξεκίνησε γιά την Λακεδαίμονα. Η ακόλουθη σύγκρουση των δύο παρατάξεων υπήρξε θυελλώδης και οι απανωτές μάχες, που κράτησαν γιά μέρες και μέρες, έστειλαν στον στυγερό Άδη ένα πλήθος άξιων πολεμιστών και από τους δύο στρατούς. Μέσα στην φρίκη τής λυσσαλέας αναμέτρησης, σκοτώθηκε από βέλος ο θαρραλέος Κηφέας, καθώς και όλα τα αγόρια του, που τον περιστοίχιζαν σαν σωματοφύλακες. Επίσης, έπεσε νεκρός από εχθρικό δόρυ και ο κρατερός Ιφικλής, ο ομομήτριος αδελφός τού Ηρακλή. Ο ήρωάς μας, ωστόσο, έλαβε την πολυπόθητη εκδίκησή του θανατώνοντας, με το τεράστιο σπαθί και το φονικό ρόπαλό του, τον πανούργο Ιπποκόοντα και τους δώδεκα ασεβείς γιούς του. Η εξολόθρευση τού βασιλιά τους ανάγκασε αμέσως τους Σπαρτιάτες να ζητήσουν ανακωχή και, στην συνέχεια, να δεχτούν την ειρήνη που τους πρότεινε ο Ηρακλής. Η εξωφρενική σφαγή είχε επιτέλους σταματήσει…
Στις επόμενες ημέρες, ο νόμιμος βασιλιάς Τυνδάρεως επέστρεψε στην Σπάρτη και έγινε δεκτός με επευφημίες και πανηγυρισμούς. Οι Λακεδαιμόνιοι τίμησαν μεγαλοπρεπώς τον ατρόμητο Ηρακλή και τον ευχαρίστησαν θερμά γιά την καταλυτική συμβολή του στην επάνοδο τού δίκαιου Τυνδάρεω στον σπαρτιατικό θρόνο. Μετά τους εορτασμούς και τις καθιερωμένες θυσίες στους θεούς, ο γιός τού Δία, μαζί με όλο τον στρατό του, αποχώρησε από την Λακεδαίμονα νικητής και τροπαιούχος και δαφνοστεφανωμένος.
Γεροί να είμαστε, να διηγούμαστε τα κατορθώματά του…
Σ’ εκείνη, λοιπόν, την χρυσή εποχή των άθλων και των ηρωισμών, ο ανώτατος άρχοντας τής ανδρειωμένης Σπάρτης, ο αδίστακτος Ιπποκόοντας, που είχε σφετεριστεί τον θρόνο με δόλια μέσα και ύπουλα τεχνάσματα σε βάρος τού έντιμου βασιλιά Τυνδάρεω, κυβερνούσε τυραννικά τους Λακεδαιμόνιους, χωρίς να υπακούει στους πατροπαράδοτους νόμους και χωρίς να τηρεί με ευλάβεια, όπως όφειλε, τους καθιερωμένους θεσμούς και τις εντολές των αθάνατων θεών. Οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, συνηθισμένοι στην αυστηρή πειθαρχία και στην απαράβατη εκτέλεση των διαταγών των αρχόντων τους, δεν αντιδρούσαν καθόλου, παρά θεωρούσαν καθήκον τους να υπομένουν τον αυταρχικό ηγέτη τους σαν να αποτελούσε μία θεόσταλτη δοκιμασία τής ψυχικής, πνευματικής και σωματικής αντοχής τους.
Έτσι, λοιπόν, ένα ηλιόλουστο μεσημέρι τού καλοκαιριού, ο καλόκαρδος Οιωνός, γιός τού Λικύμνιου και εξάδελφος τού Ηρακλή, περιηγούνταν την πόλη τής Σπάρτης, την οποία επισκεπτόταν γιά πρώτη φορά, και βρέθηκε τυχαία έξω από τα πολυτελή ανάκτορα τού Ιπποκόοντα. Απορημένος από την αδικαιολόγητη γιά τα σπαρτιατικά ήθη χλιδή, άρχισε να περιεργάζεται με ενδιαφέρον τα οικοδομήματα και τους κήπους, αδιαφορώντας εντελώς γιά τους ενοχλημένους φρουρούς τού τυράννου, που τον κοιτούσαν φανερά εκνευρισμένοι. Έξαφνα, από την κεντρική πύλη τής αυλής ξεχύθηκε στον δρόμο ένας τεράστιος, εξαγριωμένος σκύλος, ο οποίος γάβγιζε απειλητικά, έδειχνε τα κοφτερά δόντια του και ετοιμαζόταν να επιτεθεί στον Οιωνό. Ο νέος παρέμεινε ατάραχος. Αρχικά επιχείρησε να αποδιώξει με φωνές το επικίνδυνο ζώο, αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Στην συνέχεια, επειδή ο σκύλος γινόταν ολοένα και επιθετικότερος, ο Οιωνός, με απόλυτη ηρεμία, πήρε από τον δρόμο ένα γερό λιθάρι, στόχευσε προσεκτικά τον σκύλο και τον χτύπησε δυνατά, κατευθείαν στο μέτωπο.
Το σκυλί, τότε, ξέσπασε σε ασταμάτητες στριγκλιές, τρέχοντας πέρα-δώθε σαν τρελό, ενώ από το βάθος τής αυλής των ανακτόρων κατέφτασε μία δωδεκαμελής ομάδα μανιασμένων νεαρών, οπλισμένων με μακριά, χοντρά ραβδιά, που άρχισε να ξυλοκοπά με μίσος τον κατάπληκτο Οιωνό. Αδυνατώντας να αμυνθεί ενάντια σε τόσους αντιπάλους, ο δύστυχος νέος κατέρρευσε επί τόπου και, μετά από λίγο, υπέκυψε οριστικά στα θανατηφόρα τραύματά του. Ακόμη και νεκρό, όμως, οι αφηνιασμένοι νεαροί δεν τον σεβάστηκαν, παρά συνέχισαν να τον δέρνουν ανελέητα, γελώντας με την απαίσια πράξη τους και αποδεικνύοντας ότι, πάρα πολλές φορές, πίσω από μία προσποιητή ζωοφιλία κρύβεται μία παθολογική μισανθρωπία.
Το δυσάρεστο νέο διαδόθηκε γρήγορα στην Σπάρτη, όχι μόνο επειδή αφορούσε μία ακατανόητη και αποτρόπαια δολοφονία, αλλά και γιατί οι δώδεκα ατιμώρητοι εγκληματίες ήταν οι ίδιοι οι γιοί τού άρχοντα Ιπποκόοντα. Μέσα σε λίγες ημέρες, εξάλλου, η θλιβερή είδηση τού ανόσιου κακουργήματος έφτασε και στα αυτιά τού ρωμαλέου Ηρακλή, που αρχικά λυπήθηκε πολύ και έκλαψε γιά τον ευγενικό εξάδελφό του, αλλά έπειτα εξοργίστηκε σφόδρα με το απίστευτο θράσος και την προκλητική αναίδεια των επαίσχυντων δολοφόνων. Τότε, λοιπόν, η εύλογη επιθυμία του γιά εκδίκηση αναζωπύρωσε και την φανερή απέχθεια, που ανέκαθεν ένιωθε ο ημίθεος γιά τον σφετεριστή Ιπποκόοντα, και τον ώθησε να πάρει την απόφαση να εκστρατεύσει εναντίον τού τυράννου.
Μετά από έναν περίπου μήνα, επικεφαλής ενός πολυάριθμου και καλά προετοιμασμένου στρατεύματος, ο πανίσχυρος Ηρακλής κατέβαινε δυναμικά προς την Σπάρτη. Διαβαίνοντας, όμως, από την ειδυλλιακή Αρκαδία, σκέφτηκε να ζητήσει την βοήθεια τού γνωστικού Κηφέα, βασιλιά τής Τεγέας και καλού φίλου του, καθώς και των είκοσι γενναίων γιών του, ώστε να επιτεθούν από κοινού εναντίον τού Ιπποκόοντα. Ο συνετός Κηφέας, ωστόσο, αφού υποδέχτηκε με περισσή φροντίδα τον αγαπητό φίλο του, απάντησε αρνητικά στην πρότασή του, επειδή φοβόταν ότι η πιθανή απουσία τού ίδιου και των γιών του από την περιοχή τους θα εξέθετε σε πολεμικούς κινδύνους την εύπορη Τεγέα. Τότε, ο Ηρακλής κάλεσε κοντά του την χαριτωμένη Στερόπη, θυγατέρα τού Κηφέα, και τής παρέδωσε – μέσα σε ένα σφραγισμένο κουτί από ξύλο ελιάς – έναν βόστρυχο από τα μαλλιά τής θρυλικής Γοργόνας, τον οποίο τού είχε δωρίσει παλαιότερα η σοφή θεά Αθηνά. «Φύλαξέ τον καλά», τής είπε, «και αν εμφανιστεί εχθρικός στρατός κάτω από τα τείχη τής όμορφης Τεγέας, ανέβα σε έναν ψηλό πύργο, δείξε στον εχθρό τρεις φορές αυτόν τον βόστρυχο, προσέχοντας, όμως, να μην τον κοιτάξεις εσύ, και τότε οι αντίπαλοι θα τραπούν έντρομοι σε άτακτη φυγή». Η γλυκιά Στερόπη παρέλαβε με υπερηφάνεια το πολύτιμο όπλο, χαμογέλασε ευχαριστημένη που ο φημισμένος ήρωας τής ανέθετε ένα τόσο σημαντικό καθήκον, και πήγε να ετοιμάσει τον δείπνο γιά τον πατέρα της και τον ξακουστό φιλοξενούμενό του.
Το επόμενο πρωί, λοιπόν, πριν ακόμη ανατείλει ο ακτινοβόλος ήλιος, το τρομερό εκστρατευτικό σώμα τού γενναίου Ηρακλή, ενισχυμένο από τους επίλεκτους οπλίτες και ιππείς τού άρχοντα Κηφέα, επικεφαλής των οποίων τέθηκε ο ίδιος και οι είκοσι γιοί του, ξεκίνησε γιά την Λακεδαίμονα. Η ακόλουθη σύγκρουση των δύο παρατάξεων υπήρξε θυελλώδης και οι απανωτές μάχες, που κράτησαν γιά μέρες και μέρες, έστειλαν στον στυγερό Άδη ένα πλήθος άξιων πολεμιστών και από τους δύο στρατούς. Μέσα στην φρίκη τής λυσσαλέας αναμέτρησης, σκοτώθηκε από βέλος ο θαρραλέος Κηφέας, καθώς και όλα τα αγόρια του, που τον περιστοίχιζαν σαν σωματοφύλακες. Επίσης, έπεσε νεκρός από εχθρικό δόρυ και ο κρατερός Ιφικλής, ο ομομήτριος αδελφός τού Ηρακλή. Ο ήρωάς μας, ωστόσο, έλαβε την πολυπόθητη εκδίκησή του θανατώνοντας, με το τεράστιο σπαθί και το φονικό ρόπαλό του, τον πανούργο Ιπποκόοντα και τους δώδεκα ασεβείς γιούς του. Η εξολόθρευση τού βασιλιά τους ανάγκασε αμέσως τους Σπαρτιάτες να ζητήσουν ανακωχή και, στην συνέχεια, να δεχτούν την ειρήνη που τους πρότεινε ο Ηρακλής. Η εξωφρενική σφαγή είχε επιτέλους σταματήσει…
Στις επόμενες ημέρες, ο νόμιμος βασιλιάς Τυνδάρεως επέστρεψε στην Σπάρτη και έγινε δεκτός με επευφημίες και πανηγυρισμούς. Οι Λακεδαιμόνιοι τίμησαν μεγαλοπρεπώς τον ατρόμητο Ηρακλή και τον ευχαρίστησαν θερμά γιά την καταλυτική συμβολή του στην επάνοδο τού δίκαιου Τυνδάρεω στον σπαρτιατικό θρόνο. Μετά τους εορτασμούς και τις καθιερωμένες θυσίες στους θεούς, ο γιός τού Δία, μαζί με όλο τον στρατό του, αποχώρησε από την Λακεδαίμονα νικητής και τροπαιούχος και δαφνοστεφανωμένος.
Γεροί να είμαστε, να διηγούμαστε τα κατορθώματά του…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου