Η αφήγηση του Θουκυδίδη έχει την τάση να προβάλλει απρόβλεπτα, αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα που προέρχονται από φαινομενικά επουσιώδεις, αφανείς αρχές. Η προϊστορία που οδηγεί στην έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (ο πόλεμος είναι το θέμα που έχει επιλέξει ο ιστορικός, σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του έργου) αρχίζει στη μακρινή Επίδαμνο στις βορειοδυτικές παρυφές της αρχαίας Ελλάδας – η Επίδαμνος είναι τόσο μακρινή που ο ιστορικός πρέπει πρώτα να περιγράφει την τοποθεσία της στον χάρτη για τους αναγνώστες του. Η εξέλιξη που καταλήγει στην ανακωχή του 423/2 π.Χ. (και τελικά σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε «Ειρήνη του Νικία») αρχίζει με την κατάληψη και οχύρωση από τους Αθηναίους μιας ακατοίκητης κορυφής ενός λόφου στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου – το σημείο είναι τόσο ασήμαντο που οι Αθηναίοι στρατηγοί αρνούνται να αναμειχθούν και αστειεύονται ότι σπαταλούν τα χρήματα της πόλης …
Με βάση αυτά τα στοιχεία μπορούν ήδη να περιγραφούν δύο συμπληρωματικές όψεις του Θουκυδίδη ως αφηγητή (και στοχαστή). Η μία είναι η ικανότητα του να προβαίνει σε συνοπτικές αναλύσεις συνδυάζοντας την παρουσίαση μακροπρόθεσμων διαδικασιών με τη διερεύνηση της αξίας που έχουν φαινομενικά ασήμαντα γεγονότα στην πρόκληση πολύ σημαντικότερων εξελίξεων. Η άλλη είναι η διάκριση ανάμεσα στα επιφανειακά φαινόμενα και σε μια υπογείως εξελισσόμενη ιστορική τάση. Και οι δύο όψεις μαζί μάς βοηθούν να κατανοήσουμε την οξύνοια που ο συγγραφέας επιστρατεύει για να προσεγγίσει το αντικείμενό του.
(Ξε)Μπλοκάροντας τον δρόμο προς τον πόλεμο
Η ανασκόπηση της πρώτης προπολεμικής ενότητας, που αφηγείται την πρώτη από τις δύο προπολεμικές αλληλουχίες γεγονότων (1.24.1-1.55.2· 1.56.1-1.66), προσφέρει μια διδακτική εισαγωγή στην αφηγηματική τέχνη του Θουκυδίδη.
Πριν από την ενότητα αυτή ένα διάγραμμα της πρώιμης αρχαιοελληνικής ιστορίας (η επονομαζόμενη Αρχαιολογία, 1.1.3-1.21.1), με έμφαση στη ναυτική ισχύ στη Μεσόγειο, προβάλλει εξ αντιδιαστολής το μέγεθος του Πελοποννησιακού Πολέμου· ακολουθείται από δύο προγραμματικά κεφάλαια: το ένα (1.22) έχει ως θέμα τη μέθοδο, που διακρίνει τη μεγαλύτερη αξιοπιστία της αφήγησης των έργων από την παράθεση των λόγων που περιέχονται στο έργο (οι λόγοι αναγκαστικά παρατίθενται με λιγότερη ακρίβεια και είναι λιγότερο αντικειμενικοί)· το άλλο (1.23) αφορά τα πάθη που ο πόλεμος προκάλεσε στην Ελλάδα. Αυτό το κεφάλαιο προσθέτει επίσης τη διάκριση ανάμεσα, από τη μία πλευρά, στη βαθύτερη, ‘αληθέστερη’ (αλλά που ελάχιστα μνημονεύθηκε δημοσίως εκείνη την εποχή) αιτία του πολέμου (την ἀληθεστάτην πρόφασιν), τουτέστι τον φόβο των Λακεδαιμονίων για την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, και, από την άλλη πλευρά, στις ανοικτά διατυπωμένες κατηγορίες (αἰτίαι) και διαφωνίες (διαφοραί). Για να αποτρέψει τον αναγνώστη από το να αναζητήσει μάταια τις απαρχές του μεγάλου πολέμου, ο Θουκυδίδης προτάσσει (προύγραψα πρῶτον, 1.23.5) του ίδιου του πολέμου μια περιγραφή αυτών των παραγόντων που πυροδότησαν τον πόλεμο.
Έτσι, οι δύο προπολεμικές ενότητες πρέπει να ιδωθούν ως το ένα σκέλος μιας σύνθετης δομής. Η πρώτη ενότητα αρχίζει στο χωρίο 1.24.1 με την προ- αναφερθείσα γεωγραφική περιγραφή, που παρέχει στον αναγνώστη ορισμένες απαραίτητες πληροφορίες: ‘η Επίδαμνος είναι μια πόλη που συναντά κανείς στα δεξιά, όταν εισπλέει στον Ιόνιο Κόλπο [δηλ. την Αδριατική Θάλασσα]. Στην περιοχή ζουν βάρβαροι Ταυλάντιοι, ένα ιλλυρικό έθνος’. Ο αναγνώστης πραγματικά μεταφέρεται στην περιφέρεια της αρχαίας Ελλάδας.
Η επόμενη πληροφορία δείχνει τα σπέρματα της σύγκρουσης που είναι εγγενής στην πολιτική οργάνωση της πόλης. Η Επίδαμνος αποικήθηκε από τους Κερκυραίους, αλλά ο ιδρυτής (και μερικοί άποικοι επίσης) προήλθαν από την Κόρινθο, τη μητρόπολη της Κέρκυρας, κάτι που δημιουργεί ένα λανθάνον πρόβλημα διαφορετικής νομιμοφροσύνης μεταξύ των πολιτών, όπως επίσης και διαφορετικές εξωτερικές απαιτήσεις που διατυπώνονται με βάση τις διαφορετικές εθνοτικές προτιμήσεις των πολιτών.
Αν και η Επίδαμνος έγινε πλούσια και ισχυρή, αργότερα παρήκμασε λόγω εσωτερικών διαμαχών, όπως επίσης και εξαιτίας ενός πολέμου με τους βαρβάρους γείτονές της. Τα χρόνια πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο μια κοινωνική διαμάχη ξέσπασε στην ίδια την Επίδαμνο: ὁ δῆμος εκδίωξε τους (πλούσιους και) ισχυρούς (τούς δυνατούς). Αυτοί συμμάχησαν με τους βαρβάρους της περιοχής και δημιούργησαν προβλήματα σε όσους ζούσαν στην πόλη. Έτσι, ο λαός έστειλε μια πρεσβεία που ζήτησε βοήθεια από τη μητρόπολη. Μολονότι όμως οι απεσταλμένοι κατέφυγαν ως ικέτες στον βωμό της Ήρας, οι Κερκυραίοι τούς απέπεμψαν χωρίς περιτροπές.
Ακολουθώντας τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών ο λαός της Επιδάμνου στρέφεται στη συνέχεια για βοήθεια στη μητρόπολη της μητρόπολής του και, επισημαίνοντας ότι ο ιδρυτής της ήταν Κορίνθιος, παραδίδει επίσημα την πόλη του στην Κόρινθο ως αποικία της (τήν ἀποικίαν, 1.25.2). Οι Κορίνθιοι τους δέχονται με μεγάλη χαρά, με το δίκαιο να βρίσκεται με το μέρος τους (κατά … τό δίκαιον, 1.25.3), αφού πιστεύουν ότι η Επίδαμνος έχει ιδρυθεί εξίσου από τους ίδιους όσο και από τους Κερκυραίους. ‘Την ίδια στιγμή, ωστόσο’ (ἅμα δε), – και εδώ απαντά άλλη μια διάκριση του Θουκυδίδη, η διάκριση ανάμεσα στο δημόσια διατυπωμένο και στο βαθύτερο κίνητρο – παρακινούνται ‘επίσης’ (καί) από το μίσος κατά των Κερκυραίων, μίσει τῶν Κερκυραίων. Και αυτό το κίνητρο αποδεικνύεται ότι είναι αυτό που πραγματικά ‘κινητοποιεί’: ενώ το επιχείρημα του δικαίου θα μπορούσε να δηλωθεί με μία λέξη (τό δίκαιον), οι κατηγορίες {ἐγκλήματα, 1.26.1) εναντίον της αποικίας τους καταλαμβάνουν δέκα σειρές. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται η έλλειψη σεβασμού προς τη μητρόπολη σε δημόσιες γιορτές· η περιφρόνηση που επιδείχθηκε λόγω του τεράστιου πλούτου και της δύναμης της αποικίας· ακόμα ο κομπασμός για τη μεγάλη ναυτική δύναμή τους (οι Κερκυραίοι έχουν 120 τριήρεις) και η αναγωγή της (όχι στην κορινθιακή καταγωγή τους αλλά) στον μυθικό θαλασσινό λαό των Φαιάκων (περίφημο από την επίσκεψη του Οδυσσέα εκεί στο έπος του Ομήρου) που κάποτε κατοικούσε το νησί της Κέρκυρας – πρόκειται για ‘ιδεολογική’ ανεξαρτησία που δεν ταιριάζει σε μια αποικία. Με τη διατύπωση αυτών των κατηγοριών – κατηγοριών που σε έναν αμέτοχο θεατή είναι πιθανό να φανεί ότι ‘όμφακες εισί’ – οι Κορίνθιοι στέλνουν ‘μετά χαράς’ (ἄσμενοι, 1.26.1) στην Επίδαμνο τη βοήθεια που ζητήθηκε καλώντας όλους να συμμετάσχουν ως άποικοι και παρέχοντας τόσο δικές τους φρουρές όσο και φρουρές από τη Λευκάδα και την Αμβρακία. Ωστόσο, λόγω του φόβου που προκαλούσε το ναυτικό των Κερκυραίων στέλνουν τη στρατιωτική δύναμη πεζή μέχρι την αποικία τους, την Απολλωνία (λιγότερο από πενήντα μίλια νότια της Επιδάμνου), υποχρεώνοντάς την να διανύσει μια απόσταση περίπου τριακοσίων μιλίων από την Κόρινθο σε ευθεία γραμμή.
Αυτό που είναι πιθανό να ξαφνιάζει τον Έλληνα αναγνώστη εδώ είναι ότι η ετερογενής σύνθεση του πληθυσμού της Επιδάμνου δεν συνετέλεσε στην τοπική διαμάχη. Ο Θουκυδίδης επανειλημμένα θα τονίσει ότι η σημασία της φυλετικής καταγωγής ωχριά ενώπιον των συμφερόντων της εξουσίας, μέχρι το σημείο να παραβιάζονται οι δεσμοί συγγένειας στις συμμαχίες των πρωταγωνιστών της τελικής μάχης για τις Συρακούσες (7.57.1-7.59.1). Ωστόσο, η ετερογένεια πράγματι διαδραματίζει ρόλο στο επόμενο επίπεδο.
Με την εκστρατεία τους οι Κορίνθιοι έχουν κάνει το πρώτο βήμα προς την κλιμάκωση της έντασης. Αποτελεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό της αφήγησης του Θουκυδίδη ότι συνεχώς προσφέρει μια εναργή εικόνα των στόχων και των συναισθημάτων κάθε παράταξης που εμπλέκεται σε μια αλληλουχία γεγονότων. Οι Κερκυραίοι, αν και προηγουμένως εμφανίζονταν αδιάφοροι ως προς τη μοίρα της αποικίας τους, αντιδρούν ‘οργισμένα’ (ἐχαλέπαινον, 1.26.3) στην εκστρατεία των Κορινθίων. Η οργή τους ίσως να μην προκαλείται από την ενίσχυση της δύναμης των Επιδαμνίων, που ούτως ή άλλως βιώνουν ισχυρή πίεση στο εσωτερικό της πόλης τους, αλλά ακριβώς από τα πολιτικά μέτρα που έχει λάβει η Κόρινθος: ‘Μόλις οι Κερκυραίοι αντιλήφθηκαν ότι οι άποικοι και η φρουρά είχαν φθάσει στην Επίδαμνο και ότι η αποικία είχε παραδοθεί στους Κορινθίους, αντέδρασαν οργισμένα’.
Άποικοι, φρουρά, αποικία: τα τρία ζητήματα στα οποία δίνεται έμφαση στην προηγηθείσα αφήγηση σχηματίζουν τώρα το κίνητρο για την κερκυραϊκή αντίδραση. Όπως οι Κορίνθιοι ένιωθαν αγνοημένοι από την αποικία τους, έτσι και η αποικία τώρα δυσανασχετεί με αυτό που νιώθει ότι αποτελεί παρέμβαση στις κυριαρχικές υποθέσεις της. Οι Κερκυραίοι αμέσως (ούτε εδώ υπάρχει χρόνος για ορθολογική σκέψη) στέλνουν είκοσι πέντε πλοία (και άλλον ένα στόλο αργότερα) απαιτώντας την αποκατάσταση των προσφύγων (της εξόριστης μερίδας των δυνατών), καθώς επίσης και την απόσυρση της κορινθιακής φρουράς και των νέων αποίκων. Και όπως οι Κορίνθιοι είχαν προβάλει μια δημοσίως αποδεκτή δικαιολογία για την εκστρατεία τους (ο ιδρυτής της Επιδάμνου καταγόταν από την Κόρινθο), έτσι και οι Κερκυραίοι επίσης έχουν τώρα πια μια εύηχη δημόσια αιτία να προβάλουν για το καθυστερημένο ενδιαφέρον τους για τις υποθέσεις της αποικίας τους: η εξόριστη μερίδα της Επιδάμνου είχε στείλει πρεσβεία στην Κέρκυρα και είχε ζητήσει να αποκατασταθεί στην πόλη της επικαλούμενη τους δεσμούς συγγένειας και τους τάφους των προγόνων της. (Τα θρησκευτικά επιχειρήματα στην περιγραφή του Θουκυδίδη, θυμίζουμε, έχουν ελάχιστο κύρος, εφόσον δεν εμπλέκονται ζητήματα ισχύος και γοήτρου. Αυτός μπορεί κάλλιστα να είναι ο λόγος που ο αφηγητής υποβαθμίζει την πρεσβεία των εξόριστων σε μια παρένθεση [1.26.3], η λειτουργία της οποίας είναι να εξηγήσει πώς οι Κερκυραίοι έφτασαν στο σημείο να απαιτούν την αποκατάσταση των εξόριστων στην πατρίδα τους.)
Επομένως, η κοινωνική διαμάχη της Επιδάμνου ανάμεσα στους εύπορους και στους λιγότερο προνομιούχους έχει ξυπνήσει στο αμέσως υψηλότερο επίπεδο μια λανθάνουσα μέχρι εκείνη τη στιγμή σύγκρουση ανάμεσα στη μητρόπολη και την αποικία. Η πρώτη εχθροπραξία από μια ελάσσονα δύναμη σημειώνεται, όταν οι Κερκυραίοι πολιορκούν την Επίδαμνο, επειδή το τελεσίγραφό τους δεν ικανοποιείται. Μαζί τους βρίσκονται οι εξόριστοι Επιδάμνιοι – και οι βάρβαροι Ιλλυριοί της περιοχής.
Τα νέα της πολιορκίας αναγκάζουν τους Κορινθίους να προετοιμάσουν από την πλευρά τους μια δεύτερη (αυτή τη φορά ναυτική) εκστρατεία συγκεντρώνοντας μεγάλες χερσαίες δυνάμεις (οι αριθμοί που παραδίδονται στα χειρόγραφά μας αναφέρουν 2.000 ή 3.000 Κορινθίους οπλίτες) και έναν αρκετά μεγάλο στόλο 75 (τελικά) πλοίων. Αυτό που προσθέτει πολιτική βαρύτητα στις στρατιωτικές προετοιμασίες (και υποδαυλίζει την οργή των Κερκυραίων) είναι η συνεχιζόμενη επιμονή τους να διατηρήσουν το προβάδισμα σε υποθέσεις που αφορούν την Επίδαμνο: διακηρύσσουν ότι πρόκειται να ηγηθούν ενός επίσημου αποικισμού στην Επίδαμνο και προσκαλούν όποιον επιθυμεί να συμμετάσχει να τους ακολουθήσει. Στα άτομα που είναι προς το παρόν απρόθυμα να ταξιδέψουν προσφέρεται η δυνατότητα να δηλώσουν συμμετοχή στο σχέδιο του αποικισμού καταβάλλοντας μια προκαταβολή σε κορινθιακό νόμισμα.
Μια ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στην Κόρινθο και την Κέρκυρα φαίνεται αναπόφευκτη και, πράγματι, αποδεικνύεται ότι είναι αναπόφευκτη. Ωστόσο, ο Θουκυδίδης, με τρόπο χαρακτηριστικό για το αφηγηματικό του σχέδιο, παρεμβάλλει στο σημείο αυτό μια παύση: μνημονεύει ένα αποτυχημένο συνέδριο στην Κόρινθο (1.28.1-5). Οι Κερκυραίοι, όταν πληροφορούνται τις πολεμικές προετοιμασίες των Κορινθίων, στέλνουν πρέσβεις (με τους οποίους ενώνονται άλλοι από τη Σικυώνα και ακόμα και από τη Σπάρτη) στην Κόρινθο απαιτώντας για ακόμα μια φορά την απόσυρση των αποίκων και της φρουράς, ‘αφού αυτοί (δηλ. οι Κορίνθιοι) δεν είχαν κανένα δικαίωμα πάνω στην πολιτεία’, ὡς οὐ μετόν αὐτοῖς Ἐπιδάμνου (1.28.1). Αν και τα αιτήματα είναι τα ίδια με πριν (ίσως κάπως μετριασμένα από το υποκειμενικό ὡς), οι Κερκυραίοι παρουσιάζονται έτοιμοι να υποβάλουν σε διεθνή διαιτησία το ερώτημα τίνος αποικία είναι η Επίδαμνος. Επίσης προειδοποιούν τους Κορίνθιους να μην αρχίσουν τον πόλεμο. Σε περίπτωση αποτυχίας θα υποχρεώνονταν και αυτοί να αναζητήσουν νέους φίλους όχι της δικής τους αρχικής επιλογής. Οι Κορίνθιοι απαντούν απαιτώντας την απόσυρση των Κερκυραίων και των βαρβάρων από την Επίδαμνο (δηλαδή το τέλος της πολιορκίας), και οι Κερκυραίοι δηλώνουν ότι είναι πρόθυμοι να το κάνουν, αν οι Κορίνθιοι αποσύρουν τη φρουρά και τους αποίκους τους. Προτείνουν ακόμα και μια ανακωχή βάσει του status quo, μέχρι να υπάρξει απόφαση από τη διαιτησία. Οι Κορίνθιοι ‘δεν δέχτηκαν καμιά από τις προτάσεις’, οὐδέν τούτων ὑπήκουον (1.29.1), ‘αλλά όταν ο στόλος τους ετοιμάστηκε και έφτασαν και οι σύμμαχοί τους, έστειλαν πρώτα έναν κήρυκα για να κηρύξει τον πόλεμο στους Κερκυραίους’, και απέπλευσαν με 75 πλοία και 2.000 (ή 3.000) οπλίτες για την Επίδαμνο, για να πολεμήσουν κατά των Κερκυραίων (1.29.1).
Είναι σαφές ότι στα μάτια του ιστορικού οι Κορίνθιοι δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να υποχωρήσουν και ότι οι Κερκυραίοι από την πλευρά τους προσήλθαν στο συνέδριο, μόνον όταν ανησύχησαν, αμέσως δηλαδή μόλις έμαθαν (ἐπειδή δέ ἐπύθοντο οἱ Κερκυραῖοι, 1.28.1) για τις μαζικές κορινθιακές προετοιμασίες. Γιατί θέλησε ο Θουκυδίδης να παρουσιάσει στον αναγνώστη το μη γεγονός μιας αποτυχημένης συνδιάσκεψης ειρήνης; Προφανώς, εδώ παρουσιάστηκε μια τελευταία ευκαιρία (που χάθηκε), προτού συνεχισθεί η πορεία προς τον πόλεμο που αποτελεί το θέμα του. Η αφηγηματική παύση του συνεδρίου προσφέρει και στον αναγνώστη μια ανάπαυλα, προκειμένου να στοχαστεί πάνω στην κατάσταση των πραγμάτων και στις δυνατότητες που υπήρχαν. Το μελλοντικό τελικό βήμα προς την κλιμάκωση, που παραμονεύει απειλητικά στο παρασκήνιο, γίνεται αντικείμενο έμμεσων νύξεων, από τη μια πλευρά μέσω της μνείας των Σπαρτιατών υποστηρικτών που παρευρίσκονται στο συνέδριο της Κορίνθου και, από την άλλη πλευρά, μέσω της συγκεκαλυμμένης απειλής των Κερκυραίων ότι, πιεζόμενοι από την πρόθεση των αντιπάλων τους να χρησιμοποιήσουν βία (ἐκείνων βιαζομένων, 1.28.3), είναι πιθανό να αναζητήσουν φίλους εκτός της Πελοποννησιακής Συμμαχίας (δηλαδή τους Αθηναίους). Με την αναχώρηση της δεύτερης ναυτικής εκστρατείας των Κορινθίων, ανοίγει ο δρόμος για την αναμέτρηση στη θάλασσα (ο αναγνώστης θυμάται ότι η πρώτη κορινθιακή δύναμη ταξίδεψε διά ξηράς ‘από φόβο των Κερκυραίων, που θα τους είχαν εμποδίσει, αν είχαν πάει από τη θάλασσα’ 1.26.2).
Όταν ο στόλος φτάνει στο Άκτιο, στην άκρη του Αμβρακικού Κόλπου, οι Κερκυραίοι, ενώ την ίδια στιγμή επανδρώνουν τα πλοία τους, στέλνουν, όπως σε καιρό πολέμου, κήρυκα και απαγορεύουν στους Κορινθίους να προχωρήσουν εναντίον τους. Αλλά ο κήρυκας επιστρέφοντας δεν έχει ‘καμία ικανοποιητική (ειρηνική) απάντηση’ (οὐδέν εἰρηναῖον, 1.29.4), και η μάχη που ακολουθία (κοντά στο κερκυραϊκό ακρωτήριο της Λευκίμμης, το 435 π.Χ.) καταλήγει σε καθαρή νίκη των 80 κερκυραϊκών πλοίων κατά των 75 του εχθρού τους. Την ίδια μέρα, τα εναπομείναντα 40 πλοία των Κερκυραίων, που χρησιμοποιούνται στην πολιορκία της Επιδάμνου, βλέπουν την παράδοση της πόλης. Αφού ο κορινθιακός στόλος επιστρέψει στην πατρίδα του, οι Κερκυραίοι κυριαρχούν στη θάλασσα και παρενοχλούν τους συμμάχους της Κορίνθου, ειδικά τη Λευκάδα, την αποικία της (δηλαδή την ‘αδελφή’ πόλη της Κέρκυρας). Κατά τη διάρκεια του (επόμενου;) καλοκαιριού η Κόρινθος εγκαθιστά δυνάμεις (πρόκειται για την τρίτη εκστρατεία της πόλης) στο Άκτιο και το Χειμέριο (ίσως 30 μίλια βόρεια του Άκτιου), για να προστατεύσει τους συμμάχους της στην περιοχή, ενώ οι Κερκυραίοι αγκυροβολούν απέναντι τους στη Λευκίμμη. Χωρίς να υπάρξει επεισόδιο, αμφότεροι οι στόλοι επιστρέφουν στις πατρίδες τους για τον χειμώνα.
Όλο αυτό το διάστημα, επί δύο χρόνια μετά τη ναυμαχία της Λευκίμμης, οι Κορίνθιοι προετοιμάζουν με πάθος (ὀργή φέροντες, 1.31.1) μια τέταρτη, ακόμα μεγαλύτερη εκστρατεία, κατασκευάζοντας μεγαλύτερο στόλο και προσλαμβάνοντας αυτή τη φορά κωπηλάτες από ολόκληρη την Ελλάδα. Οι προετοιμασίες αυτές τρομάζουν τους Κερκυραίους και, καθώς βρίσκονται χωρίς συμμάχους (μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχουν γίνει μέλος ούτε της Πελοποννησιακής ούτε της Αθηναϊκής Συμμαχίας), πραγματοποιούν τη συγκεκαλυμμένη απειλή που διατύπωσαν στο συνέδριο στην Κόρινθο (1.28.3) και στρέφονται στην Αθήνα για βοήθεια. Η κίνησή τους ενεργοποιεί τη διπλωματία των Κορινθίων: στέλνουν και αυτοί πρεσβεία στην Αθήνα, θέλοντας να αποτρέψουν την Αθήνα από το να τους παρεμποδίσει να ρυθμίσουν τις διαφορές τους με την Κέρκυρα σύμφωνα με τις επιθυμίες τους (1.31.3).
Αυτό, ασφαλώς, αυξάνει την ένταση, αφού για πρώτη φορά μια δύναμη του τρίτου επιπέδου (η ηγετική δύναμη μιας από τις δύο ελληνικές συμμαχίες) καλείται να εμπλακεί άμεσα. Ο Θουκυδίδης σημειώνει αυτή την κρίσιμη στιγμή με άλλη μια αφηγηματική παύση. Σε συμφωνία με τον μεγαλύτερο κίνδυνο που προκύπτει εδώ, δεν μνημονεύει πλέον τις διαπραγματεύσεις απλώς σε πλάγιο λόγο, όπως έκανε, όταν οι Κερκυραίοι υπέβαλαν τη διαμαρτυρία τους στην Κόρινθο (1.28), αλλά παρουσιάζει μια αντιλογία των δύο αντιπάλων στην αθηναϊκή εκκλησία. Αυτό είναι ένα διδακτικό παράδειγμα του αφηγηματικού σχεδίου του: οι δημηγορίες μπορούν να προκύπτουν από την αφήγηση και κατά κάποιον τρόπο να αποτελούν ακόμα και αναπόσπαστο τμήμα της, αφού υπογραμμίζουν ένα διάλειμμα στην αλληλουχία των γεγονότων, πριν προκόψει ένα νέο βήμα. Ή, με άλλα λόγια, η αντιπαράθεση των δύο δημηγοριών, που υποστηρίζουν αντίθετους τρόπους ενέργειας, προκύπτει εδώ σε ένα σημείο στην ιστορική εξέλιξη στο οποίο το εκκρεμές μπορεί να γυρίσει απότομα προς οποιαδήποτε πλευρά επιταχύνοντας την κίνηση προς την κατεύθυνση του μεγάλου πολέμου ή καθυστερώντας (και ίσως ακόμα και αποτρέποντάς) τον. Η απόφαση εξαρτάται από την αθηναϊκή εκκλησία.
Δεδομένου ότι στον παρόντα τόμο η σχέση μεταξύ λόγων και αφήγησης αποτελεί το θέμα ενός ειδικού κεφαλαίου,[1] θα ασχοληθώ εδώ με τις δημηγορίες κυρίως από την οπτική γωνία της αφήγησης. Οι Κερκυραίοι ομιλητές (1.32.1-1.36.3) αποδίδουν την προηγούμενη ανάδελφη κατάστασή τους σε σφάλμα εκτίμησης {δόξης…αμαρτία, 1.32.5), αλλά σπεύδουν να επισημάνουν ότι το αίτημά τους για τη σύναψη συμμαχίας συνεπάγεται ένα πολύτιμο πλεονέκτημα για την Αθήνα: το πλεονέκτημα αυτό συνίσταται στο ισχυρό ναυτικό που είναι σε θέση να συνεισφέρουν στη συμμαχία (στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο ναυτικό στην αρχαία Ελλάδα μετά το ναυτικό των Αθηναίων, ναυτικόν τε κεκτήμεθα πλήν του παρ’ ὑμῖν πλεῖστον, 1.33.1). Για την Αθήνα, εξηγούν με αυτοπεποίθηση, αυτή η πιο σημαντική πλευρά του αιτήματος τους για βοήθεια είναι μεγάλο πλεονέκτημα, μάλιστα…ὡς και ξύμφορα δέονται (1.32.1).
Αυτό σημαίνει, σε αφηγηματικούς όρους, ότι ο συγγραφέας επιβάλλει μια νέα προοπτική στα γεγονότα που έχει καταγράψει μέχρι στιγμής. Προκειμένου να επιτύχουν τον στόχο τους, οι Κερκυραίοι προσπαθούν να έλθουν στη θέση των Αθηναίων (κατά κάποιον τρόπο, αυτό αποτελεί μια έμμεση εστίαση), για να καταστήσουν την ιδέα μιας συμμαχίας ευπρόσδεκτη σε αυτούς. Νωρίτερα, οι συμμετέχοντες στην περιφερειακή διαμάχη είχαν στρέψει το βλέμμα από την πλευρά τους προς την κατεύθυνση της Αθήνας και της Σπάρτης (1.28.1* 1.28.3). Τώρα, αναζητείται η άποψη της Αθήνας για την κατάσταση. Το ερώτημα, ασφαλώς, είναι αν οι Αθηναίοι θα ταυτίσουν το συμφέρον τους με τις υποδείξεις των Κερκυραίων (ή ίσως το μικρότερο συμφέρον τους με εκείνες των Κορινθίων). Σε κάθε περίπτωση, με την αναφορά του τρόπου με τον οποίον οι ομιλητές παρουσιάζουν την οπτική γωνία των Αθηναίων, ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει στον αναγνώστη του μια νέα οπτική γωνία για αυτό που έχει μάθει μέχρι αυτή τη στιγμή ο αναγνώστης. Για την αφηγηματική τεχνική της επίτευξης μεγαλύτερης πολυπλοκότητας αλλά και ταυτόχρονα ενάργειας μέσω της εισαγωγής μιας νέας διάστασης μπορούμε να παραβάλουμε το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Lawrence Durrell. Στη διαδοχή των τριών πρώτων μυθιστορημάτων (Ιουστίνη – Βαλτάσαρ – Μαουντόλφ) το δεύτερο ρίχνει νέο φως στα γεγονότα που εξιστορούνται στο πρώτο και ο τρίτος τόμος κάνει πάλι το ίδιο. Στο εισαγωγικό σημείωμα του Βαλτάσαρ του 1957 ο Durrell εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η σύγχρονη λογοτεχνία δεν προσφέρει ενιαία σύνολα. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί τρία επικαλυπτόμενα επίπεδα χώρου (και, αντλώντας από τη θεωρία της σχετικότητας, προσφέρει μια προσωρινή συνέχεια στον τέταρτο τόμο, την Κλέα).
Εισάγοντας τις αθηναϊκές σκέψεις στις προηγούμενες εξελίξεις ως μια νέα διάσταση ο Θουκυδίδης δεν διευρύνει απλώς τους ορίζοντες του αναγνώστη του: η μεγαλύτερη πολυπλοκότητα συμβάλλει επίσης στη δημιουργία ενότητας, όχι μόνο παρέχοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα να έχει συνοπτική εποπτεία ενός μεγαλύτερου αριθμού εστιάσεων αλλά εισάγοντας το άλλο σκέλος της διπλής εξέλιξης που προαναφέρθηκε (δηλαδή τον φόβο της Σπάρτης για την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας), τουλάχιστον εμμέσως. Ο Θουκυδίδης βάζει τους Κερκυραίους, όταν περιγράφουν λεπτομερώς το πλεονέκτημα που ισχυρίζονται ότι προσφέρουν στην ενδεχόμενη συμμαχία, να υπαινίσσονται αυτή την ἀληθεστάτην πρόφασιν του πολέμου που ο ίδιος είχε καταγράψει (1.23.6) ότι δεν συζητιόταν φανερά: ‘Αν κανείς από σας νομίζει ότι ο πόλεμος στον οποίο μπορούμε να σας φανούμε χρήσιμοι δεν θα γίνει, πλανάται και δεν καταλαβαίνει ότι οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή σας φοβούνται, επιδιώκουν τον πόλεμο, ότι οι Κορίνθιοι, οι οποίοι είναι εχθροί σας, έχουν μεγάλη επιρροή απάνω τους και ότι ο σημερινός εναντίον μας πόλεμος είναι προετοιμασία τής εναντίον σας αναμέτρησης’ κτλ. (1.33.3). Ο αναγνώστης θα εξετάσει την απάντηση της Αθήνας και από την αθηναϊκή οπτική γωνία για τη Σπάρτη ως επικεφαλής της Πελοποννησιακής συμμαχίας.
Αφού πρώτα απορρίψουν ενδεχόμενα νομικά προβλήματα (η αθηναϊκή αποδοχή του κερκυραϊκού αιτήματος δεν παραβιάζει τη συνθήκη ειρήνης του 446· μια αποικία πρέπει να βρίσκεται σε ίση μοίρα με τη μητρόπολη, οι άποικοι δεν είναι δούλοι της [δοῦλοι, 1.34.1]· η άρνηση των Κορινθίων να ρυθμίσουν τις υποθέσεις μέσω διαιτησίας [πρβλ. 1.28.1-5]), οι Κερκυραίοι προσπαθούν να απομακρύνουν κάθε αμφιβολία από το μυαλό των Αθηναίων για το γεγονός ότι τώρα δεν θα αποφασίσουν τόσο για την Κέρκυρα αλλά μάλλον για την ίδια την Αθήνα, οὐ περί τῆς Κερκύρας νῦν τό πλέον ἤ καί τῶν Ἀθηνῶν, και συστήνουν να έχουν υπόψη ‘τον επικείμενο πόλεμο που, σχεδόν, άρχισε’, τον μέλλοντα και ὅσον οὐ παρόντα πόλεμον (1.36.1). Συνεπώς, επιχειρηματολογούν με τα απτά πλεονεκτήματα που είναι σε θέση να προσφέρουν στην Αθήνα για τον πόλεμο: η θέση του νησιού τους στον δρόμο για και από την Ιταλία και τη Σικελία (που εμποδίζει την τροφοδότηση των Πελοποννησίων από εκεί και προσφέρει στους Αθηναίους τον ελεύθερο πλου προς δυσμάς)· μια συμμαχία με τον δεύτερο μεγαλύτερο στόλο στην αρχαία Ελλάδα, που θα εγγυηθεί την υπεροχή της Αθήνας έναντι της Κορίνθου, της τρίτης ναυτικής δύναμης, ενώ σε περίπτωση ήττας των Κερκυραίων από την Κόρινθο η Αθήνα θα υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει δύο εχθρικές ναυτικές δυνάμεις (1.36.2-3). Προσθέτοντας την οπτική των υποτιθέμενων ανησυχιών της Αθήνας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής της ο Θουκυδίδης έχει μετατρέψει την αφήγηση των περιφερειακών γεγονότων σε προοίμιο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Άξια αναφοράς δεν είναι μόνο η οξυδέρκεια με την οποία συνενώνει αυτά που σε έναν άλλο παρατηρητή θα μπορούσαν να φανούν ως μεταξύ τους άσχετα γεγονότα, αλλά επίσης και η ικανότητά του να ζωντανεύει μια ατμόσφαιρα διογκούμενης έντασης.
Μετά τη δημηγορία των Κερκυραίων, που είναι σαφώς προσανατολισμένη προς το επιχείρημα του συμφέροντος (τοῦ ξυμφέροντος, όπως αρέσκεται να το ονομάζει ο Θουκυδίδης επηρεασμένος από τη σύγχρονη σοφιστική πρακτική), θα ήταν ίσως αναμενόμενο οι Κορίνθιοι (1.37.1-1.43.4) να βρεθούν σε δύσκολη θέση, επειδή βασίζουν τα επιχειρήματά τους για τη μη παρέμβαση των Αθηναίων στη δικαιοσύνη (τό δίκαιον), μολονότι, ασφαλώς, και αυτοί έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους στο όφελος τους, δηλαδή στο πώς θα έχουν τα χέρια τους ελεύθερα στον πόλεμο εναντίον της Κέρκυρας (1.31.3).
Ωστόσο, πριν φτάσουν σε αυτό το σημείο, θεωρούν ότι πρέπει να δυσφημίσουν τους Κερκυραίους. Αποδίδουν στους Κερκυραίους την κατηγορία ότι η ανάδελφη θέση τους δεν προέρχεται από την υποτιθέμενη μετριοπάθειά τους (βλ. τον ισχυρισμό των Κερκυραίων ότι η πολιτική τους διέπεται από σωφροσύνη στο 1.32.4) αλλά από την προσπάθεια να μην έχουν μάρτυρες των εγκλημάτων που διαπράττουν στην απομονωμένη γεωγραφικά περιοχή τους (1.37.2- 4· πρόκειται για έναν ελάχιστα εξακριβώσιμο ισχυρισμό)· αν δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα μπορούσαν να είχαν επιδείξει ηθική υπεροχή αποδεχόμενοι τη διαιτησία (1.37.5. Ο αναγνώστης που ανακαλεί στη μνήμη του τις προτάσεις των Κερκυραίων για διεθνή διαιτησία στα χωρία 1.28.2 και 1.28.5 θα αρχίσει να αντιμετωπίζει με δυσπιστία την επιχειρηματολογία των Κορινθίων). Όταν αργότερα, στο χωρίο 1.39.1-2, παραδέχονται απρόθυμα ότι οι Κερκυραίοι πράγματι πρότειναν διαιτησία, παραμερίζουν την πρόταση των Κερκυραίων με τη δικαιολογία ότι κατατέθηκε κατόπιν εορτής, ενώ η ‘πραγματικότητα’ αντιπροσωπεύεται από τη βαθύτερη αξίωση των Κορινθίων για ιδιοκτησία: η διαιτησία, δηλώνουν, θα είχε θέση, πριν οι Κερκυραίοι πολιορκήσουν την Επίδαμνο (1.39.2)· συγκαλύπτουν το γεγονός ότι η πολιορκία επιχειρήθηκε ως αντίδραση στην ενέργεια των Κορινθίων να εγκαταστήσουν αποίκους και φρουρά στην πόλη. Οι Κορίνθιοι ισχυρίζονται επιπλέον ότι, όταν η Επίδαμνος (‘που είναι δική μας’, ἡμετέραν οὖσαν) δεχόταν επίθεση, οι Κερκυραίοι ‘δεν πρόβαλαν καμία αξίωση πάνω της’ (οὐ προσεποιοῦντο), αλλά ‘κι όταν θελήσαμε εμείς να την βοηθήσωμε την κυρίεψαν διά της βίας και την κρατούν’ (1.38.5)· Οι Classen-Steup ορθώς επισημαίνουν εδώ ότι στην πραγματικότητα οι Κερκυραίοι αρνήθηκαν απλώς να υποστηρίξουν τον δήμον της Επιδάμνου, έτσι ώστε ο ισχυρισμός ότι‘δεν πρόβαλαν καμία αξίωση’ είναι παραπλανητικός. Και ο ισχυρισμός των Κορινθίων ότι η Επίδαμνος είναι ‘δική μας’ είναι ακόμη πιο απατηλός, δεδομένου ότι ο Θουκυδίδης έχει υπογραμμίσει στην αφήγηση ότι οι Κερκυραίοι ήταν αυτοί που αποίκισαν την πόλη (μολονότι ο ιδρυτής καταγόταν από την Κόρινθο, 1.24.2). Ο ισχυρισμός τους ότι μόνον η Κέρκυρα από τις αποικίες τους επέδειξε έλλειψη σεβασμού, ενώ οι άλλες έχουν δείξει αγάπη, δεν είναι απλώς ‘απίθανο να αποδειχτεί ή να ανασκευαστεί’,[2] αλλά είναι επίσης παραπλανητικός, επειδή η υποτιθέμενη αγάπη των άλλων αποικιών για τη μητρόπολή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής δικαιολογία, για να νομιμοποιηθεί η επέμβαση των Κορινθίων στην Επίδαμνο.
Στάθηκε αναγκαίο να υπεισέλθουμε σε ορισμένα από τα αρχικά επιχειρήματα των Κορινθίων, όχι μόνο για να καταδειχθεί η ανειλικρίνεια των ομιλητών και η απατηλή συλλογιστική τους, αλλά κυρίως επειδή αυτά τα κεφάλαια αποκαλύπτουν την ενότητα της αφήγησης των λόγων και της αφήγησης των γεγονότων στο έργο του ιστορικού. Μόνο τα δυο μαζί συνθέτουν τη συνολική εικόνα. Ίσως θα έπρεπε να ειπωθεί επίσης ότι αυτά τα κεφάλαια αποδεικνύουν ότι αυτός που ερμηνεύει έναν λόγο πρέπει να βασίζεται για μια σωστή ανάγνωση στην αφήγηση (που, εξάλλου, προσφέρει ο ιστορικός υπό το ίδιο το όνομά του). Η προκείμενη περίπτωση είναι εξαιρετικά διαφωτιστική, αφού οι Κορίνθιοι επιδεικνύουν την περιορισμένη οπτική των ανθρώπων που κυριαρχούνται από το συναίσθημα (το μίσος τους για την Κέρκυρα είχε ήδη καταγραφεί από τον Θουκυδίδη στο χωρίο 1.25.3′ παράπονα που προκύπτουν από την πληγωμένη υπερηφάνεια και το κύρος τους απαριθμούνται στις προτάσεις που ακλουθούν μετά το προαναφερθέν χωρίο και επανέρχονται στο προσκήνιο στον ίδιο τον λόγο στα χωρία 1.38.2 και 1.38.5). Εκτός από το γεγονός ότι ο αναγνώστης μπορεί να επιβεβαιώσει το αναληθές των ισχυρισμών των Κορινθίων με βάση την αφήγηση που προηγήθηκε, άλλο ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της λογοτεχνικής τεχνικής του Θουκυδίδη έχει έρθει στο φως εδώ: σχεδόν όπως ένας δραματουργός μπορεί να επικοινωνεί με τον αναγνώστη του πάνω από τα κεφάλια των ομιλούντων χαρακτήρων του.
Στο κύριο σώμα του λόγου τους (1.40.2-1.43.4) οι Κορίνθιοι υποστηρίζουν (ψευδόμενοι και πάλι) ότι η συνθήκη του 446 δεν επέτρεπε σε καμία από τις δύο πλευρές να δεχθεί έναν νέο σύμμαχο που θα είχε την πρόθεση να βλάψει την άλλη πλευρά· ότι η αποδοχή της Κέρκυρας ως συμμάχου θα σήμαινε ότι η Αθήνα παραβιάζει τη συνθήκη και γίνεται εχθρός της Κορίνθου· ότι η Αθήνα έχει την ηθική υποχρέωση να ανταποδώσει το γεγονός ότι κάποτε η Κόρινθος ψήφισε υπέρ της μη ανάμειξης της Πελοποννησιακής Συμμαχίας στις σχέσεις της Αθήνας με τη Σάμο και την Αίγινα. Οι Κορίνθιοι ισχυρίζονται επίσης ότι έχουν επαρκή νομικά επιχειρήματα (δικαιώματα…ικανά, 1.41.1) με το μέρος τους σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους και ότι οι ακροατές τους δεν θα πρέπει να απορρίψουν τα επιχειρήματα δικαίου (δίκαια) υπέρ αυτών που συνδέονται με το συμφέρον (ξύμφορα, 1.42.1). Το ζήτημα ενός μελλοντικού πολέμου [στον οποίο τα πλεονεκτήματα που αναφέρονται από τους αντιπάλους τους θα έπαιρναν σάρκα και οστά και θα είχαν αξία], υποστηρίζουν, είναι ακόμα αμφίβολο και δεν αξίζει να επισύρουν τώρα την ανοικτή εχθρότητα των Κορινθίων. Αντιθέτως, είναι πιθανόν η Αθήνα, ευνοώντας την κορινθιακή πλευρά, να συμβάλει στην ελάττωση των εντάσεων (που υπάρχουν εξαιτίας των Μεγαρέων) ανάμεσα στην ίδια και την Κόρινθο.
Αναμφίβολα, οι Αθηναίοι (όπως και ο αναγνώστης) βρίσκονται σε αυτό που θα ονόμαζα ‘αρμό της ιστορίας’ και η προβολή στο μέλλον (δηλαδή το αν ο πόλεμος είναι βέβαιος ή όχι) θα καθοδηγήσει την πορεία των ενεργειών τους (με το ερώτημα αν η απόφασή τους θα έχει το αποτέλεσμα που πραγματικά επιθυμούν να εκκρεμεί). Η σημασία της αθηναϊκής απόφασης για το θέμα του έργου του Θουκυδίδη, τον μεγάλο πόλεμο, εξηγεί και δικαιολογεί την προσφυγή στο λογοτεχνικό μέσο της παράθεσης δύο ομιλιών σε ευθύ λόγο, ενώ η πρώτη συνέλευση (που πραγματοποιήθηκε σε κατώτερο επίπεδο, στην Κόρινθο) παρουσιάστηκε σε πλάγιο λόγο.
Ο κρίσιμος χαρακτήρας της απόφασης επιτείνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Αθηναίοι δείχνουν αναποφασιστικότητα σε κάποιον βαθμό: πρέπει να συγκαλέσουν δύο φορές την εκκλησία του δήμου σε δύο διαδοχικές ημέρες, προκειμένου να αποφασίσουν. Γιατί ο Θουκυδίδης μπήκε στον κόπο να περιγράψει την πρώτη εκκλησία, το αποτέλεσμα της οποίας είναι αδιάφορο, όσον αφορά την αντικειμενική πορεία της ιστορίας, δεδομένου ότι το αποτέλεσμά της ανατρέπεται στην επόμενη συνέλευση; Ο λόγος είναι πιθανό ότι είναι ο ίδιος που συναντήσαμε, όταν διατυπώσαμε το ερώτημα γιατί μπήκε εξαρχής στον κόπο να περιγράφει την αποτυχημένη συνέλευση στην Κόρινθο: δυο αποτελέσματα είναι πιθανά και κάθε ένα από τα δύο θα οδηγούσε σε μια διαφορετική ιστορική πορεία. Στην παρούσα περίπτωση η εκ των υστέρων γνώση θα δείξει τη ματαιότητα αυτού που θα μπορούσε να φαίνεται ως έξυπνος ανθρώπινος σχεδιασμός· έτσι η εναλλακτική πρόταση υπέρ των Κορινθίων που απορρίφθηκε αποκτά την αξία, τουλάχιστον, μιας επιβράδυνσης καθ’ οδόν προς τον πόλεμο – μιας χαμένης ευκαιρίας. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο στόχος που επιδιώκουν οι Κορίνθιοι με την πίεση που ασκούν είναι να εμποδίσουν τους Αθηναίους από το να παρέμβουν στον πόλεμό τους με την Κέρκυρα που βρίσκεται σε εξέλιξη (1.31.3).
Έχοντας υπόψη το κρίσιμο σημείο στο οποίο έχουν φτάσει τα πράγματα εδώ, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στη λεπτομερή περιγραφή του Θουκυδίδη. Όι Αθηναίοι αφού άκουσαν και τις δύο αντιπροσωπείες, συγκάλεσαν μάλιστα δύο φορές εκκλησία του δήμου. Στην πρώτη διαγράφηκε η τάση να δεχτούν τα επιχειρήματα των Κορινθίων, αλλά στην δεύτερη άλλαξαν γνώμη. Δεν έκαναν, όμως, πραγματική συμμαχία (ξυμμαχίαν) με τους Κερκυραίους…αλλά έκαναν αμυντική συμμαχία (ἐπιμαχίαν)..(1.44.1).
Οι δύο λέξεις που έχω τυπώσει με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία εμπεριέχουν ένα σχόλιο του συγγραφέα. Το ‘μάλιστα, δύο φορές’ (καί δίς) είναι πιθανό να σημαίνει κάτι απρόσμενο ή ασυνήθιστο. Ενώ οι Gomme και Hornblower (‘συγκάλεσαν δύο εκκλησίες’) δεν σχολιάζουν το και, οι Classen-Steup, συγκρίνοντας το χωρίο 3·87.2 (στην παλαιότερη έξαρσή του ο λοιμός κράτησε ‘δύο ολόκληρα χρόνια’, και δύο έτη), θεωρούν ότι το και δις φανερώνει τον σοβαρό χαρακτήρα των διαβουλεύσεων. Ίσως θα έπρεπε κανείς να σκεφτεί λιγότερο τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Αθηναίοι όσον αφορά την απόφαση που έπρεπε να λάβουν και περισσότερο την κατάπληξη του συγγραφέα για το γεγονός ότι, ενόψει των ομιλιών που προηγήθηκαν, καθώς επίσης και της τελικής απόφασης των Αθηναίων (και των βαθύτερων κινήτρων της), χρειάστηκαν δύο ημέρες και δύο συνελεύσεις, για να τη λάβουν. (Η γνώμη του Hanson, που μνημονεύεται από τον Hornblower στη σημείωση στο προκείμενο χωρίο, ότι το είδος του ψηφίσματος που συζητείται εδώ απαιτούσε δύο συνεδρίες, υποστηρίζεται ελάχιστα από το κείμενο: η περίπτωση να έλαβαν χώρα ‘ακόμα και δύο’ εκκλησίες του δήμου φαίνεται να αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν υποχρεωτική η δεύτερη εκκλησία).
Η δεύτερη λέξη που έθεσα σε πλάγια γραφή, το ‘μάλιστα’ (οὐχ ἧσσον), δεν είναι τόσο σαφής όσο δηλώνει η μετάφρασή μου. Αν δεχτούμε την ερμηνεία των Liddell και Scott ‘εξίσου’ (ή ‘καθόλου λιγότερο‘ , λ., ΙΙΙ, το νόημα είναι ότι την πρώτη μέρα οι Αθηναίοι αποδέχτηκαν τα επιχειρήματα των Κορινθίων ‘εξίσου’ ή ‘καθόλου λιγότερο’ (δηλ. από εκείνα των Κερκυραίων· πρόσθεσε ή των Κερκυραίων στο κείμενο του Θουκυδίδη) – κάτι που δεν αποδίδει ικανοποιητικό νόημα, αν ληφθούν υπόψη τα αντιτιθέμενα επιχειρήματα που παρουσιάζονται στους λόγους των δύο πλευρών· γιατί πώς μπορεί μια εκκλησία του δήμου να αποδεχτεί το ‘Α’ εξίσου με το ‘όχι Α’; (Και μια οριακή απόφαση δεν θα εναρμονιζόταν με την αλλαγή απόφασης της επόμενης ημέρας). Οι Classen-Steup, επιμένοντας ότι πρόκειται για σχήμα λιτότητας, το αποδίδουν με τη λέξη ‘ιδιαίτερα’ (ganz besonders), υποδεικνύοντας ως παράλληλα τα χωρία 1.8.1, 2.52.1 και άλλα. Αυτό επιτρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη μιας πλειοψηφίας υπέρ των Κορινθίων κατά την πρώτη ημέρα και έρχεται σε έντονη αντίθεση με την εκκλησία της δεύτερης ημέρας, κατά την οποία οι Αθηναίοι ‘άλλαξαν γνώμη’.
Από την άλλη πλευρά, η σημασία ‘ωστόσο’ (nibilominus),[3] που υιοθετείται στη μετάφρασή μου, θα μπορούσε να προσφέρει μια εναλλακτική λύση που να ταιριάζει με τον βαθμό έκπληξης που μεταδίδεται από τον αφηγητή σχετικά με το γεγονός ότι οι Αθηναίοι χρειάστηκαν ‘μάλιστα και’ δύο εκκλησίες του δήμου για την αντικορινθιακή και φαινομενικά ευνοϊκή για την Κέρκυρα απόφασή τους. Άλλωστε, το είχε καταστήσει σαφές με διάφορους τρόπους, ιδιαίτερα μέσω των αντιφάσεων μεταξύ της παρουσίασης των Κορινθίων και της δικής του αφήγησης, ότι η επιχειρηματολογία των Κορινθίων σχετικά με την Κέρκυρα δεν ήταν αξιόπιστη. Επομένως, δεν θα φαινόταν παράλογο να περιμένουμε ότι θα ήταν πιθανόν οι Αθηναίοι να έχουν εκφράσει ήδη στην πρώτη συνέλευσή τους δυσπιστία ως προς τις σχέσεις τους με την Κόρινθο, ειδικά ως προς τα ενδεχόμενα η απόρριψη του αιτήματος της Κέρκυρας να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των εντάσεων ανάμεσα στην Κόρινθο και την Αθήνα και η απειλή πολέμου ανάμεσά τους να μην είναι άμεση (1.42.2). Ωστόσο, κατά την πρώτη ημέρα (είτε κατέληξε σε επίσημη ψηφοφορία είτε όχι) μια πλειοψηφία Αθηναίων διέκρινε, όπως φαίνεται, ότι τα συμφέροντά της εξυπηρετούνταν καλύτερα από την προοπτική λιγότερο τεταμένων σχέσεων με την Κόρινθο. Ο αναγνώστης μπορεί να είναι βέβαιος ότι τέτοιας μορφής ήταν το κίνητρο της απόφασης της πρώτης ημέρας, επειδή, ακόμα και μετά την αλλαγή της απόφασής τους, η δεύτερη απόφαση υπαγορεύτηκε από την επιθυμία να αποφευχθεί στρατιωτική σύγκρουση με την Κόρινθο (μολονότι εκ των υστέρων θα φανεί ότι ο κίνδυνος μιας τέτοιας σύγκρουσης ήταν υψηλός). Η σημασία ‘ωστόσο’, λοιπόν, θα τόνιζε το γεγονός, που εξέπληξε τον αφηγητή, ότι ‘παρά την αόριστη προοπτική που συνηγορούσε υπέρ των Κορινθίων’ και, επίσης (ένα ζήτημα στο οποίο θα επανέλθω παρακάτω), ‘παρά τα έκδηλα πλεονεκτήματα της εναλλακτικής λύσης υπέρ των Κερκυραίων’ οι Αθηναίοι είχαν αρχικά την τάση να ευνοήσουν την Κόρινθο.
Ερχόμαστε τώρα στην επιφυλακτική αθηναϊκή απόφαση να συνομολογηθεί μεν συμμαχία με την Κέρκυρα, αλλά να προσλάβει αμυντικό χαρακτήρα. Μια πλήρης συμμαχία θα είχε υποχρεώσει τους Αθηναίους να συνεργαστούν σε μια κερκυραϊκή επίθεση κατά της Κορίνθου – μια ξεκάθαρη παραβίαση της συνθήκης ειρήνης του 446 ανάμεσα στην Αθήνα και την Πελοποννησιακή Συμμαχία – ενώ η αμυντική συμμαχία προϋπέθετε ότι κάθε μέρος θα προσέφερε βοήθεια στο άλλο μόνο στην περίπτωση επίθεσης κατά της Κέρκυρας ή της Αθήνας (ή κατά των συμμάχων καθεμιάς). Ο συλλογισμός που κρύβεται πίσω από αυτή τη δέσμευση με όρους είναι ότι οι Αθηναίοι θέλουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, δηλ. θέλουν να αποκτήσουν το στρατηγικό πλεονέκτημα, χωρίς να προκαλέσουν την Κόρινθο: ‘Γιατί η άποψή τους ήταν ότι ο πόλεμος με τους Πελοποννησίους πλησίαζε οπωσδήποτε και δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν την Κέρκυρα, με τον τεράστιο στόλο της, στους Κορινθίους, αλλά να τους ωθήσουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, να συγκρουστούν μεταξύ τους, προκειμένου οι ίδιοι (δηλαδή οι Αθηναίοι) να μπορέσουν, αν αυτό γινόταν αναγκαίο, να μπουν στον πόλεμο εναντίον των Κορινθίων και των άλλων ναυτικών δυνάμεων, όταν εκείνες θα ήταν εξασθενημένες’ (1.44.2· ‘οι άλλες’ ναυτικές δυνάμεις που πρόσκεινται ευνοϊκά στους Κορινθίους είναι κυρίως οι σύμμαχοι της Κορίνθου που αναφέρθηκαν προηγουμένως, στο 1.27.2, όπως ορθά τονίζουν οι Classen-Steup).
Επομένως, το κερκυραϊκό αίτημα γίνεται αποδεκτό όχι ακριβώς για το πρακτικό όφελος που υπέδειξαν οι Κερκυραίοι (‘αν δεχτείτε την συμμαχία μας, τότε, επί πλέον του δικού σας ναυτικού, θα έχετε και το δικό μας για να τους πολεμήσετε’, 1.36.3’ πρβλ. 1.33.2) αλλά με το σατανικό σχέδιο να αφήσουν τους νέους συμμάχους να συνεχίσουν να υποφέρουν στα χέρια της Κορίνθου και τους συμμάχους της σε έναν πόλεμο αμοιβαίας φθοράς – έναν πόλεμο που, ενώ επιτρέπει στην Κέρκυρα απλώς να επιβιώσει στη διαμάχη της με την Κόρινθο, εγγυάται προπάντων στην Αθήνα τη θέση του παρατηρητή, που μπορεί να διατηρεί τη θέση της ως ισχυρότερης θαλάσσιας δύναμης, χωρίς να εμπλέκεται σε μια ναυτική σύγκρουση μεγάλης έκτασης. Το στρατηγικό πλεονέκτημά τους αποδεικνύεται ότι έτσι όπως το κατανοούν οι Αθηναίοι είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που οι Κερκυραίοι θεώρησαν ότι θα μπορούσε να είναι, όταν εκείνοι, όταν πρότειναν τη συμμαχία, επιχείρησαν να έλθουν στη θέση των Αθηναίων, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη θετική αντίδραση των τελευταίων.
Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, έχει προσθέσει ακόμα μια άποψη, που ρίχνει καινούριο φως από ακόμα μία οπτική γωνία στην κατάσταση, έτσι όπως την έχει παρουσιάσει μέχρι στιγμής στον αναγνώστη του. (Με την ορολογία της τετραλογίας του Durrell, έχει προσθέσει τώρα τη διάσταση του Μαουντόλιβ εκτός από αυτή του Βαλτάσαρ). Το ερώτημα που προκύπτει είναι ποια αποτελέσματα θα έχουν οι έξυπνοι Αθηναίοι σε αυτό το θανάσιμο παιχνίδι πρόβλεψης των αντιδράσεων των αντιπάλων τους. Ένα πράγμα μπορεί να λεχθεί ήδη με βεβαιότητα: η θουκυδίδεια ιστορία ενδιαφέρεται εξίσου για τις λειτουργίες του ανθρώπινου νου σε καταστάσεις αβεβαιότητας όσο και για τα γεγονότα του ίδιου του πολέμου που παρουσιάζονται στις αφηγηματικές ενότητες.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσεχθεί ένα επιπλέον στοιχείο. Η Αθήνα, υπό την προϋπόθεση (που εν τω μεταξύ έχει γίνει αποδεκτή) ότι ο μεγάλος πόλεμος σε κάθε περίπτωση πλησιάζει, όχι μόνο θέλει να διατηρήσει ακέραιη την υπεροχή της στη θάλασσα. Έχει επίσης στραμμένο το βλέμμα της στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντά της. Το δεύτερο μεγάλο πλεονέκτημα που οι Κερκυραίοι ισχυρίζονται ότι θα προσφέρουν (1.36.2) είναι η ευνοϊκή για τον πλου από και προς την Ιταλία και τη Σικελία γεωγραφική θέση τους (ακόμα και στην εποχή μας το πλοίο από το Μπρίντιζι περνά απέναντι στην Κέρκυρα, από όπου ένα άλλο πλοίο μεταφέρει τον ταξιδιώτη στην Ηγουμενίτσα στα παράλια της αρχαίας Ηπείρου). Αυτό το πλεονέκτημα μνημονεύεται ρητά ως ένας πρόσθετος λόγος (άμα δέ, 1.44.3) που θα έπρεπε να επηρεάσει την απόφαση της Αθήνας υπέρ της Κέρκυρας. Ο αναγνώστης θυμάται εδώ ότι οι Κερκυραίοι έχουν χαρακτηρίσει αφενός τη θέση του νησιού τους ως στρατηγικής σημασίας για την παρακώλυση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ιταλίας/Σικελίας και Πελοποννήσου και αφετέρου ως κατάλληλη για το ναυτικό ταξίδι από την Ελλάδα προς τη Σικελία και την Ιταλία. Ότι η δεύτερη προοπτική απευθύνεται στους Αθηναίους (μολονότι δεν κατονομάζονται όπως οι Πελοποννήσιοι, αλλά υποδηλώνονται μόνο με τη φράση ‘από εδώ’, ἐνθένδε) ενισχύεται από τη φράση οἰκειοῦταί τε και πολεμοῦται (1.36.1) που προηγείται.
Στο τέλος του σύνθετου κεφαλαίου 1.44 έχει ληφθεί πλέον η κρίσιμη απόφαση που σχετίζεται με το δεύτερο επίπεδο κλιμάκωσης και έχει φτάσει το σημείο όπου η συσσώρευση σχεδίων και προετοιμασιών πρόκειται να συναντήσει τη δοκιμασία της πραγματικότητας. Η ενότητα της σύνθεσης του Θουκυδίδη αποκαλύπτεται πλήρως στον αναγνώστη που διαπιστώνει ότι κάθε νέα κίνηση των εμπλεκομένων μερών διέπεται από τα στοιχεία και τις σχέσεις που έχει αναπτύξει προηγουμένως ο ιστορικός.
Η Αθήνα στέλνει δέκα πλοία στην Κέρκυρα με εντολή να πολεμήσουν κατά των Κορινθίων μόνο σε περίπτωση που αυτοί επιτεθούν εναντίον της Κέρκυρας ή των εδαφών της. ‘έδωσαν τις οδηγίες αυτές, ώστε να μην παραβιάσουν τις τριαντάχρονες σπονδές’ [του 446, με την Πελοποννησιακή Συμμαχία], προεῖπον δε ταῦτα τοῦ μή λύειν ἕνεκα τάς σπονδάς (1.45.3). Προφανώς, πρόκειται για ένα στοιχείο κρίσιμο για τα μεταγενέστερα γεγονότα, αφού ο ιστορικός το επαναλαμβάνει τόσο σύντομα μετά τη λεπτομερή περιγραφή των αθηναϊκών σκέψεων γι’ αυτό το θέμα (1.44.1).
Οι Κορίνθιοι, μετά την ολοκλήρωση των διετών προετοιμασιών τους, αποπλέουν για την τέταρτη εκστρατεία τους κατά της Κέρκυρας με έναν στόλο 150 πλοίων (διπλάσιο σε σχέση με την προηγούμενη φορά), τα ενενήντα εκ των οποίων είναι δικά τους. Ο στόλος αγκυροβολεί στο ακρωτήριο Χειμέριο, βόρεια του Άκτιου, και ο στρατός στρατοπεδεύει εκεί. Αν και έχει μνημονεύσει την περιοχή προηγουμένως (1.30.3) σε σχέση με την κορινθιακή φρουρά που τοποθετήθηκε εκεί, μόλις τώρα (1.46.4) ο Θουκυδίδης παρέχει μια λεπτομερή περιγραφή της γεωγραφίας της. Ο λόγος ασφαλώς είναι ότι θέλει να δώσει έγκαιρα στον αναγνώστη του μια καλύτερη εικόνα για τις επικείμενες ναυτικές επιχειρήσεις. Εφαρμόζει μια παρόμοια τεχνική και αλλού. Μαθαίνουμε για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι απεσταλμένοι στη Σικελία εξαπατήθηκαν, μόλις τη στιγμή που το εκστρατευτικό σώμα έχει αφιχθεί και ανακαλύπτει ότι τα υπεσχημένα χρήματα δεν υπάρχουν (6.46.1-5).
Οι Κερκυραίοι επανδρώνουν 110 πλοία που προσορμίζουν σε ένα από τα νησιά που ονομάζονταν Σύβοτα. Μαζί τους βρίσκονται τα δέκα αθηναϊκά πλοία. Ο πεζός στρατός τους βρίσκεται στο Ακρωτήριο Λευκίμμη στην Κέρκυρα. Την ημέρα της ναυμαχίας ο στόλος τους αποτελείται από τρεις μοίρες, με τους Αθηναίους να έχουν προστεθεί στο δεξιό κέρας του σχηματισμού. Οι Κορίνθιοι παρατάσσουν στο δεξιό κέρας τους τα μεγαρικά και αμβρακιώτικα πλοία, τοποθετούν τους άλλους συμμάχους στο μεσαίο τμήμα και οι ίδιοι αναλαμβάνουν το αριστερό κέρας, απέναντι από το δεξιό κέρας των Κερκυραίων και από τους Αθηναίους.
Η ίδια η ναυμαχία είναι αξιοσημείωτη για τον απαρχαιωμένο τρόπο με τον οποίο διεξάγεται και που μοιάζει περισσότερο με πεζομαχία πάνω στα καταστρώματα των συμπλεκόμενων πλοίων, χωρίς καμία από τις μεταγενέστερες πολεμικές τεχνικές με τις διεμβολιστικές κινήσεις (διέκπλοι, 1.49.3). Τα αθηναϊκά πλοία εμφανίζονται όταν οι Κερκυραίοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα και τρομάζουν τον εχθρό απλώς με την εμφάνισή τους· αλλά οι στρατηγοί τους δεν εμπλέκονται στις εχθροπραξίες, ‘επειδή φοβούνταν από τις διαταγές των Αθηναίων’, δεδιότες οἱ στρατηγοί τήν πρόρρησιν τῶν Αθηναίων (1.49.4). Μέχρι στιγμής, λοιπόν, τα πράγματα βαίνουν κατά το σχέδιο των Αθηναίων. Γιατί άραγε να αναφερθεί αυτό το μη γεγονός (και να παρατεθεί για τρίτη φορά ο όρος που είχαν θέσει οι Αθηναίοι), παρά μόνο – όπως στην τραγωδία – για να προειδοποιηθεί ο αναγνώστης για το επόμενο βήμα, που θα αποτελέσει ένα άλλο βήμα στον δρόμο προς τη μεγάλη καταστροφή, δηλαδή τον πόλεμο;
Πρώτα, είκοσι πλοία από το αριστερό κέρας των Κερκυραίων νικούν το δεξιό κέρας του κορινθιακού σχηματισμού (όπου βρίσκονται τα πλοία των Μεγαρέων και των Αμβρακιωτών) και, καθώς διασκορπίζουν τους αντιπάλους τους και τους εξωθούν στη στεριά, λεηλατούν και καταστρέφουν τις σκηνές τους.
Στη συνέχεια, οι Κερκυραίοι, που άλλωστε είχαν ξεκινήσει τη ναυμαχία με μόλις 120 πλοία εναντίον 150 αντίπαλων, στερούνται τώρα – σημειώνουμε την αποκορύφωση που πλησιάζει – τη βοήθεια των είκοσι πλοίων που έχουν αποσπασθεί στη στεριά καταδιώκοντας το δεξιό κέρας των εχθρών. Και οι Κορίνθιοι, στο δεξιό τους κέρας (εδώ πολεμούν μόνοι τους, αυτοί, 1.49.6), υπερισχύουν κατά κράτος του δεξιού κέρατος των Κερκυραίων. Η κρίσιμη φάση πλησιάζει γρήγορα και ο αφηγητής, όπως συνηθίζει σε τέτοιες περιπτώσεις,[4] προσφέρει περισσότερες λεπτομέρειες: Όι Αθηναίοι, βλέποντας τους Κερκυραίους να πιέζονται, άρχισαν να τους βοηθούν πιο αποφασιστικά, ενώ στην αρχή απόφευγαν να χτυπήσουν με το έμβολο’ (1.49.7). Ο Θουκυδίδης διανθίζει τη δράση με μια μικρή παύση, προτού ορίσει τη στιγμή που θα γκρεμίσει το ασταθές αθηναϊκό οικοδόμημα της ‘ειρήνης με όφελος’.
‘Αλλά όταν φάνηκε καθαρά ότι οι Κερκυραίοι είχαν νικηθεί και οι Κορίνθιοι άρχισαν την καταδίωξη, τότε ο καθένας ρίχτηκε στον αγώνα και δεν γινόταν πια καμιά διάκριση, με αναπόφευκτη συνέπεια Κορίνθιοι και Αθηναίοι να πολεμήσουν μεταξύ τους’ (1.49.7).
Αυτό που εξιστορείται στη συνέχεια είναι βασικά τα μεθεόρτια. Η ναυμαχία στα Σύβοτα (433 π.Χ.) αποτελούσε έως εκείνη τη στιγμή τη μεγαλύτερη ναυμαχία ανάμεσα στους Έλληνες (150+120+10 πλοία). Μόλις οι Κορίνθιοι περισυνέλεξαν τους νεκρούς και τα ναυαγισμένα πλοία τους, αποπλέουν και πάλι και συγκρούονται με τους Κερκυραίους (μαζί με τους Αθηναίους), που ‘φοβόνταν μην τους κάνουν απόβαση στο νησί τους’ (1.50.4). Αλλά η εμφάνιση είκοσι πλοίων στον ορίζοντα υποχρεώνει τους Κορινθίους, που τα εκλαμβάνουν ως την εμπροσθοφυλακή μιας μεγαλύτερης δύναμης, να υποχωρήσουν. Αυτά τα είκοσι πλοία στάλθηκαν αργότερα από τους Αθηναίους, που φοβήθηκαν, ‘όπως και έγινε’ (ὅπερ ἐγένετο, 1.50.5), ότι θα ήταν πιθανό να ηττηθούν οι Κερκυραίοι και ότι τα δέκα πλοία που στάλθηκαν νωρίτερα δεν θα ήταν αρκετά για να τους βοηθήσουν.
Συνιστά η αθηναϊκή παρέμβαση στη ναυμαχία το casus belli που οι Αθηναίοι ήθελαν να αποφύγουν; Οι Κορίνθιοι που βρίσκονταν επιτόπου φοβούνται πως ναι (αλλά το ίδιο δεν ισχύει για τους Αθηναίους!). Όταν την επόμενη ημέρα οι Κερκυραίοι πλέουν με τα πλοία τους που είναι ακόμα σε θέση να κινηθούν προς τα Σύβοτα, μαζί με τα τριάντα αθηναϊκά πλοία, οι Κορίνθιοι παρατάσσονται για μάχη, αλλά δεν προχωρούν. Με πολλούς αιχμαλώτους να επιβαίνουν στα πλοία τους και χωρίς καμία ελπίδα να τα επισκευάσουν στην ακατοίκητη περιοχή σκοπεύουν να κατευθυνθούν προς την πατρίδα τους, αλλά ‘φοβόνταν μήπως οι Αθηναίοι θεωρήσουν ότι είχαν καταπατηθεί οι σπονδές (νομίσαντες λελύσθαι τάς σπονδάς), (αφού είχε γίνει μάχη μεταξύ τους) και τους εμποδίσουν να φύγουν’ (1.52.3).
Γι’ αυτό λοιπόν επιβιβάζουν μερικούς άνδρες σε ένα πλοιάριο και τους στέλνουν εκεί ‘χωρίς κηρύκειο’, άνευ κηρυκείου (1.53.1), σε ένδειξη του γεγονότος ότι κατά τη γνώμη τους η Αθήνα και η Κόρινθος δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση· αλλά – σε αυτή την κρίσιμη καμπή ο ιστορικός εισάγει και πάλι τον ευθύ λόγο – οι Κορίνθιοι από την πλευρά τους κατηγορούν τους Αθηναίους ότι έχουν διαπράξει αδίκημα με το να αρχίσουν τον πόλεμο και να παραβιάσουν τη συνθήκη ειρήνης: ἀδικεῖτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πολέμου ἄρχοντες και σπονδάς λύοντες. Πρόκειται για μια καλή προσπάθεια (και άλλη μια συναρπαστική λεπτομέρεια του Θουκυδίδη): πιστεύοντας ότι είναι πιθανόν η άλλη πλευρά να θεωρήσει ότι υπάρχει παραβίαση της συνθήκης, οι Κορίνθιοι σπεύδουν να αποδώσουν την ενοχή σε εκείνους.
Οι άνδρες που βρίσκονται στο πλοιάριο μάλιστα ισχυρίζονται ότι ‘αν δεν μας αφήνετε να πλεύσουμε κατά της Κέρκυρας ή προς κάποια άλλη κατεύθυνση και αν παραβιάσετε τη συνθήκη, συλλάβετε πρώτους εμάς’. Οι Κερκυραίοι που ακούν αυτά τα λόγια δεν θα επιθυμούσαν τίποτα περισσότερο από το να κάνουν ακριβώς αυτό και να εκτελέσουν τους άνδρες, αλλά οι Αθηναίοι επιμένουν: ‘ούτε αρχίζουμε πόλεμο, Πελοποννήσιοι, ούτε παραβιάζουμε τις σπονδές’· οι Κορίνθιοι μπορούν να είναι βέβαιοι ότι θα έχουν ασφαλή απόπλου, εκτός και αν πλεύσουν εναντίον της Κέρκυρας.
Μέχρι στιγμής η τοπική λογομαχία στην ίδια την τοποθεσία της ναυμαχίας έχει να κάνει με τις (ενδεχόμενες ή πραγματικές) παραβιάσεις της συνθήκης ειρήνης. Ακολουθείται από κάποιες εν μέρει γελοίες αξιώσεις. Προτού οι Κορίνθιοι αποπλεύσουν για την πατρίδα τους, στήνουν ένα τρόπαιο ως σημάδι της νίκης τους επί του κερκυραϊκού στόλου (καταβύθισαν περίπου εβδομήντα πλοία, περιέσωσαν τα περισσότερα ναυάγια και τους περισσότερους νεαρούς και έχουν αιχμαλωτίσει περισσότερους από 1.000 εχθρούς). Οι Κερκυραίοι από την πλευρά στήνουν και αυτοί τρόπαιο, επειδή κατέστρεψαν περίπου τριάντα εχθρικά πλοία, επειδή (μετά την άφιξη των Αθηναίων, 1.54.2) περισυνέλεξαν τα ναυαγισμένα πλοία και τους νεκρούς στην περιοχή τους και διότι οι Κορίνθιοι υποχώρησαν, όταν κατέφθασαν τα είκοσι νέα αθηναϊκά πλοία και, ακόμα, επειδή δεν δέχθηκαν τη διεξαγωγή ναυμαχίας το επόμενο πρωινό.
‘Έτσι και οι δυο αντίπαλοι διεκδικούσαν την νίκη’, οὕτω μέν ἑκάτεροι νικᾶν ἠξίουν (1.55.1) – μια μάλλον ειρωνική πρόταση, αν ληφθεί υπόψη το αντιφατικό περιεχόμενό της. Ένα πράγμα φαίνεται να έχει τελεσφορήσει: οι Αθηναίοι επιθυμούσαν να αποδυναμώσουν αμφότερες τις πλευρές μέσω αμοιβαίας φθοράς (1.44.2). ‘Έτσι, λοιπόν σώθηκε η Κέρκυρα και η αθηναϊκή μοίρα έφυγε απ’ το νησί’. Αυτό, επίσης, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως επιτυχία της αθηναϊκής συνταγής ‘ειρήνη με όφελος’ (1.44.2), αν δεν ίσχυε το γεγονός ότι, ‘από την άλλη πλευρά (δε’), τούτο ήταν η πρώτη αφορμή πολέμου των Κορινθίων εναντίον των Αθηναίων. Παρά τις σπονδές είχαν ναυμαχήσει εναντίον τους στο πλευρό των Κερκυραίων’ (1.55.2).
Η λέξη αιτία, ‘κατηγορία’ (περιέχει επίσης σημασιολογικές αποχρώσεις που μπορούν να αποδοθούν με τις λέξεις ‘αφορμή’ και ‘υποκειμενικός λόγος’), ολοκληρώνει την πρώτη από τις δύο προπολεμικές ενότητες, δηλαδή εκείνη με την οποία ασχολούμαστε εδώ. Ο Θουκυδίδης επιστρέφει στη διάκριση που έκανε στα χωρία 1.23.5 και 1.23.6 ανάμεσα στην αληθέστατη (που όμως τότε ελάχιστα ομολογούνταν) αιτία του πολέμου (δηλαδή τον φόβο της Σπάρτης για την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας) και στις δημόσια διατυπωμένες ‘κατηγορίες’ (αἱ… ἐς τό φανερόν λεγόμεναι αἰτίαι). Η επανάληψη του όρου αναφοράς (‘η πρώτη κατηγορία’) τονίζει την ολοκλήρωση της πρώτης από τις δύο αρχικές ενότητες. Ωστόσο, υποδηλώνει επίσης ότι το αθηναϊκό σχέδιο περιορισμένης εμπλοκής έχει αποτύχει: η σύγκρουση με τους Κορίνθιους στη ναυμαχία στα Σύβοτα συνιστά, πράγματι, για την άλλη πλευρά μια παραβίαση της συνθήκης ειρήνης και, επομένως, ισοδυναμεί με ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση του πολέμου (1.55.2), ο οποίος αποτελεί το θέμα του ιστορικού.
Αν ληφθεί υπόψη ο περιορισμένος χώρος που είναι διαθέσιμος για το παρόν κεφάλαιο, η ενότητα με θέμα την Κέρκυρα επαρκεί ως το πρώτο παράδειγμα που δείχνει την ενότητα του λογοτεχνικού σχεδίου του Θουκυδίδη, το οποίο περιλαμβάνει τόσο την αφήγηση όσο και τους λόγους ως αναπόσπαστα τμήματά του. Ωστόσο, μερικά λόγια είναι απαραίτητα, για να δείξω τι επιφυλάσσει το μέλλον. Οι Κορίνθιοι σχεδιάζουν εκδίκηση και η Αθήνα επιχειρεί να προβλέψει και να αποτρέψει τις ενέργειες που απορρέουν από την εχθρότητά τους. Το επόμενο μήλο της έριδος ανάμεσά τους είναι η πόλη της Ποτείδαιας στη Χαλκιδική. Η πόλη αποτελεί υποτελή σύμμαχο της Αθήνας, αλλά οι κάτοικοί της είναι Κορίνθιοι άποικοι. Ένας τρίτος σημαντικός πρωταγωνιστής στην περιοχή είναι ο Μακεδόνας βασιλιάς Περδίκκας, με αποτέλεσμα εδώ να υπάρχει άλλη μια κατάσταση έτοιμη να επιδεινωθεί. Όταν η Ποτείδαια αποστατεί από την Αθηναϊκή Συμμαχία, η Αθήνα πολιορκεί την πόλη: η δεύτερη αλληλουχία γεγονότων, που συνιστά τη δεύτερη προπολεμική ενότητα (1.56.1-1.66), ολοκληρώνεται. ‘Έτσι ήρθαν να προστεθούν και οι διαφορές αυτές (αἰτίαι) στις άλλες που υπήρχαν μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων’ (δηλαδή πριν από την έκρηξη του πολέμου, 1.66): πρόκειται για την πολιορκία της Ποτείδαιας από τους Αθηναίους και για την υποκίνηση της αποστασίας της Ποτείδαιας από την Αθήνα εκ μέρους των Κορινθίων.
Όταν πλέον οι Κορίνθιοι στρέφονται στη Σπάρτη, εμπλέκεται η άλλη υπερδύναμη και, έτσι, φτάνουμε στο τρίτο επίπεδο κλιμάκωσης. Η Σπάρτη, η επικεφαλής της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, μολονότι οφείλει να ακούσει τις κατηγορίες που διατυπώνονται από μέλη της Συμμαχίας, θα πρέπει να αποφασίσει μόνη της σχετικά με το αν υπάρχει ή όχι casus belli. Σύμφωνα με την ύψιστη σημασία της επικείμενης απόφασης (εδώ βρίσκεται άλλη μια κρίσιμη ιστορική καμπή), ο Θουκυδίδης εκθέτει τις θέσεις που διατυπώνονται ενώπιον της Σπαρτιατικής συνόδου όχι πλέον σε πλάγιο λόγο (όπως στην περίπτωση της αποτυχημένης συνόδου στην Κόρινθο) ή απλώς μέσω δύο λόγων (όπως όταν η Αθηναϊκή εκκλησία συζητούσε το ενδεχόμενο να υποστηρίξει είτε την Κόρινθο είτε την Κέρκυρα) αλλά με μια τετραλογία[5] που εκφωνείται από τους Κορινθίους, τους Αθηναίους, τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμο και τον Σπαρτιάτη έφορο Σθενελαΐδα- οι Αθηναίοι και ο Αρχίδαμος προσπαθούν να αποτρέψουν την κήρυξη του πολέμου, οι Κορίνθιοι και ο Σθενελαΐδας υποστηρίζουν με πάθος τον πόλεμο. Η ανιούσα τάση που εκφράζεται και μόνον από τον αριθμό των λόγων σε κάθε κρίσιμο σημείο (στα σημεία δηλαδή όπου η πορεία των γεγονότων μπο- ρεί να στραφεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση) αποτελεί αφ’ εαυτής μαρτυρία για τη μέριμνα που ο Θουκυδίδης καταβάλλει για να οργανώσει την αφήγησή του μέσω μιας συνεκτικής και συνεπούς παρουσίασης των ιστορικών διαδικασιών. (Ωστόσο, η έξοχη ενότητα του σχεδίου έχει παρανοηθεί πολλές φορές, επειδή θεωρήθηκε ότι περιείχε αταίριαστα κομμάτια που γράφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους).
Όταν η Σπάρτη πράγματι αποφασίζει ότι η Αθήνα έχει παραβιάσει τη συνθήκη ειρήνης, αυτό δεν συμβαίνει, επειδή οι κατηγορίες των μελών της Πελοποννησιακής Συμμαχίας έχουν κάνει την πλάστιγγα να γείρει, αλλά επειδή έχει έρθει στην επιφάνεια η τάση που για καιρό απλώς λάνθανε. Ο αναγνώστης ανακαλεί στη μνήμη του ότι ο Θουκυδίδης ανακοίνωσε ότι θα προσέφερε πρώτα ένα ιστορικό των φιλονικιών και κατηγοριών που οδήγησαν στον πόλεμο, λέγοντας όμως ότι η ‘αληθέστατη αιτία’ ήταν ο φόβος της Σπάρτης για την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας (1.23.5-1.23.6). Συνεπώς, παρακολουθεί την ιστορία των γεγονότων που προκάλεσαν τον πόλεμο και τις συνεδριάσεις που τα συνόδευσαν παραθέτοντας άλλη μια ιστορία: αυτήν της ανάπτυξης της αθηναϊκής δύναμης κατά τα πενήντα περίπου χρόνια που προηγήθηκαν (την επονομαζόμενη Πεντηκονταετία, 1.89.1-1.117.3)· Από μια λογική σκοπιά, αυτή η ενότητα (που συχνά χαρακτηρίζεται κάπως παραπλανητικά ως ‘παρέκβαση’) προσφέρει τον βαθύτερο λόγο (ή ‘την αληθέστατη αιτία’) της απόφασης της Σπάρτης και, επομένως, αφού ακολουθεί μετά τη μνεία του φόβου της Σπάρτης, συνδέεται με αυτήν και εισάγεται με το αιτιολογικό μόριο ‘γιατί’ (γάρ, 1.89.1).[6]
Από τον πόλεμο στην (αβέβαιη) ειρήνη
Η αφήγηση του Θουκυδίδη συχνά αποδεικνύει ότι οι απρόβλεπτες συνέπειες μεγάλης ιστορικής σημασίας προκύπτουν από μια επουσιώδη αρχή. Παράγοντες που τη στιγμή της εμφάνισής τους φαντάζουν ασήμαντοι είναι πιθανό να αποτελέσουν το έναυσμα για μακροπρόθεσμες εξελίξεις ή ακόμα και να αλλάξουν την κατεύθυνση της πορείας των γεγονότων που μέχρι εκείνη τη στιγμή φαινόταν προσανατολισμένη προς μια σαφή και βέβαιη έκβαση. Ανιχνεύοντας τις λεπτομέρειες τέτοιων διαδικασιών η αφήγηση επιδεικνύει κάτι παραπάνω από μια απλή λογοτεχνική στρατηγική: ασχολείται με το ουσιώδες πρόβλημα του στοιχείου του απρόβλεπτου και, ακόμα, όπως έχουν δείξει οι υπολογισμοί των Αθηναίων που αφορούν την Κέρκυρα και την Κόρινθο και που έχουν ανεπιθύμητα γι’ αυτούς αποτελέσματα, με τις δυσκολίες που συναντούν τα σχέδια των ανθρώπων στο πλαίσιο ενός πολύπλοκου πολιτικού περιβάλλοντος το οποίο συχνά καθιστά το πεδίο της δράσης απροσπέλαστο στη λογική.
Στην εναρκτήρια ενότητα ανέφερα τόσο την εξέλιξη που οδηγεί στην έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου όσο και την αντίθετη κίνηση που καταλήγει στην (ενδιάμεση) Ειρήνη του Νικία’. Στον περιορισμένο χώρο που είναι διαθέσιμος εδώ τουλάχιστον το πρώτο τμήμα αυτής της αντίθετης κίνησης θα τύχει λεπτομερούς προσοχής, ενώ μια συνοπτική αναφορά θα πρέπει να αρκέσει για το υπόλοιπο τμήμα.
Την άνοιξη του έτους 424 π.Χ. οι Αθηναίοι έστειλαν έναν στόλο σαράντα πλοίων υπό τους στρατηγούς Ευρυμέδοντα και Σοφοκλή (4.2.2). Τους ανατίθεται τριπλή αποστολή:
(Α) Ο κύριος και πιο σημαντικός προορισμός τους είναι η Σικελία, όπου πρόκειται να ενωθούν με τη μοίρα των λίγων πλοίων που είχε σταλεί το προηγούμενο έτος υπό τον τρίτο στρατηγό της εκστρατείας, τον Πυθόδωρο, με την ελπίδα ότι η παρουσία τους θα επέφερε ταχύτερο τέλος στον πόλεμο στη Σικελία (3.115-5).
(B) Καθ’ οδόν έχουν διαταγές να σταματήσουν στην Κέρκυρα και να προσφέρουν στρατιωτική βοήθεια στους δημοκρατικούς της πόλης, επειδή αυτοί πιέζονται έντονα από τους εξόριστους ολιγαρχικούς, που έχουν επιστρέφει από την ηπειρωτική χώρα στο νησί και έχουν καταλάβει μια τοποθεσία στο όρος Ιστώνη. (Μια από τις πιο φρικτές σφαγές ολόκληρου του πολέμου είχε λάβει χώρα το προηγούμενο έτος στην Κέρκυρα και είχε διαπραχθεί από τη δημοκρατική μερίδα σε βάρος των ολιγαρχικών, 3.80.1-3.81.5). Αυτό το τμήμα της αποστολής τους είναι εξαιρετικά επείγον, επειδή οι Πελοποννήσιοι έχουν ήδη στείλει εξήντα πλοία, για να βοηθήσουν τους ολιγαρχικούς, και στην πόλη επικρατεί μεγάλος λιμός (4.2.3).
(Γ) Κατά τρίτον, ο Δημοσθένης, ένας τέως στρατηγός και τώρα πλέον ιδιώτης, παίρνει κατ’ αίτησή του την άδεια να χρησιμοποιήσει τη μοίρα των σαράντα πλοίων ‘γύρω από την Πελοπόννησο’ (4.2.4). (Ύστερα από μια καταστροφική εκστρατεία στην Αιτωλία ο στρατηγός δεν τόλμησε να επιστρέφει στην πατρίδα. Μόνο μια μεταγενέστερη νίκη επί των Αμβρακιωτών, που προκάλεσε απερίγραπτη θλίψη στο μικρό αυτό έθνος,[7] του επέτρεψε να επιστρέφει στην Αθήνα).[8]
Έχω σκιαγραφήσει πλήρως το πρόγραμμα της εκστρατείας, επειδή αποκαλύπτει τις προτεραιότητες της Αθήνας, όπως επίσης και την αναμενόμενη πρόοδο στη σχεδιασμένη πορεία των γεγονότων. Είναι ολοφάνερο ότι ο στόχος (Α) είναι σημαντικότερος του στόχου (Β) και ότι ο στόχος (Γ) συνίσταται στην ανάθεση σε έναν τέως στρατηγό ενός (ή μερικών) κατώτερης σημασίας εγχειρήματος (ή εγχειρημάτων), ενώ ο στόλος πλέει κατά μήκος της ακτογραμμής της Πελοποννήσου. Ο ίδιος ο Δημοσθένης, όπως αποδεικνύεται, έχει κατά νου έναν καλά καθορισμένο (αλλά περιορισμένο) στόχο, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα ότι το εγχείρημά του θα μετατραπεί στη μεγαλύτερη στρατιωτική έκπληξη για την αρχαία Ελλάδα σε ολόκληρο τον πόλεμο (4.40.1): περίπου 120 επίλεκτοι Σπαρτιάτες στρατιώτες θα αιχμαλωτιστούν (4.38.5). Ο Θουκυδίδης περιγράφει την εντύπωση που προκάλεσε στην αρχαία Ελλάδα η παράδοσή τους στον Δημοσθένη (και στον Κλέωνα) σε αντίστιξη με τον ηρωικό θάνατο των προγόνων τους στις Θερμοπύλες, όπου πολεμούσαν κατά των Περσών (4.36.3). Και αυτό απο- τελεί μόνο την πρώτη (στρατιωτική) έκπληξη. Οι πολιτικές συνέπειες για τον πόλεμο και την ειρήνη απλώνονται ακόμα πιο βαθιά στο μέλλον.
Κατά τη διάρκεια του απόπλου από την ακτή της Σπάρτης (που για τον Θουκυδίδη περιλαμβάνει την επικράτεια της Μεσσηνίας στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου) οι Αθηναίοι στρατηγοί πληροφορούνται ότι τα εξήντα Πελοποννησιακά πλοία βρίσκονται κιόλας (ήδη, 4.3.1) στην Κέρκυρα. Το χρονικό επίρρημα τονίζει έναν σοβαρό κίνδυνο: είναι πιθανόν ότι θα φτάσουν πολύ αργά για να σώσουν την πόλη. Συνεπώς, οι στρατηγοί επισπεύδουν τις διαδικασίες, για να πετύχουν τον στόχο (Β). ‘Αλλά ο Δημοσθένης’ (ὁ δέ Δημοσθένης) τους καλεί πρώτα (πρώτον) να αποβιβαστούν στην Πύλο και να εκτελέσουν ‘ό, τι επιβάλλουν οι περιστάσεις’ εκεί και μόνο τότε να συνεχίσουν το ταξίδι για την Κέρκυρα. Ενώ οι στρατηγοί προβάλλουν ακόμα αντιρρήσεις (πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση που ο Θουκυδίδης αναφέρει έναν διάλογο), σηκώνεται ‘κατά τύχη’ τρικυμία και αναγκάζει τον στόλο να προσορμίσει – στην Πύλο.
Αυτή η περιγραφή έχει γίνει αντικείμενο μιας πολυετούς συζήτησης από την πλευρά των μελετητών του Θουκυδίδη, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ο Cornford, ο οποίος το 1907 διέκρινε εδώ την εισαγωγή ενός νέου πρωταγωνιστή, της Τύχης (ως προσωποποιημένου ιστορικού παράγοντα), που κατέστησε την κατάληψη της Πύλου ‘το πιο απλό πράγμα στον κόσμο’[9], και ο Connor, που δηλώνει κατηγορηματικά: ‘στα μάτια ενός ιστορικού οι αληθοφάνειες σε αυτή την περιγραφή είναι φανερές’.[10] Δεν θα λάβω μέρος στη συζήτηση εδώ, αλλά θα αναλύσω την περιγραφή για να εντοπίσω τους ουσιώδεις παράγοντές της και θα εξετάσω αν ο Θουκυδίδης έχει επιτύχει τον συνηθισμένο για το έργο του υψηλό βαθμό αφηγηματικής ενότητας και συνέπειας στη σκέψη ή όχι.
Αφού η εμφάνιση τρικυμιών αποτελεί στην αρχαιότητα – πέρα από τη θεϊκή τους προέλευση, κάτι στο οποίο ο Θουκυδίδης δεν πιστεύει – τυχαίο γεγονός για τους ανθρώπους, η πληροφορία ότι αυτή η συγκεκριμένη τρικυμία συνέβη κατά τύχην (4.3.1), πρέπει να έχει σκοπό να τονίσει και να υπογραμμίσει το γεγονός ότι όλη αυτή η εξέλιξη, που θα κορυφωνόταν με την Ειρήνη του Νικία, αφορμάται από έναν αστάθμητο παράγοντα που ακύρωσε την ανθρώπινη αντίσταση κατά της συγκεκριμένης εξέλιξης.
Μόλις βγουν στη στεριά, ο Δημοσθένης απαιτεί να οχυρωθεί το μέρος: αυτός είναι ο σκοπός (ισχυρίζεται)[11] για τον οποίο τους έχει συνοδεύσει. Δηλώνει επίσης τους λόγους για τους οποίους επέλεξε αυτό το μέρος: είναι πλούσιο σε ξυλεία και σε πέτρες, έχει μια φυσική οχυρή θέση, είναι ακατοίκητο και το ίδιο ισχύει και για τον περιβάλλοντα χώρο σε μεγάλη ακτίνα (4.3.2). Η απάντηση των στρατηγών είναι αρκετά σαρκαστική: υπάρχουν πολλές ακατοίκητες κορυφές λόφων στην Πελοπόννησο, αν θέλει να σπαταλήσει τα χρήματα της πόλης καταλαμβάνοντάς τις.
Ωστόσο, στον Δημοσθένη αυτό το μέρος φαντάζει διαφορετικό, ‘με λιμάνι κοντά, και με τους Μεσσήνιους, που ήταν αρχικά κύριοι της περιοχής και που, καθώς μιλούσαν την ίδια (δωρική) διάλεκτο με τους Σπαρτιάτες, μπορούσαν ασφαλώς να προξενήσουν τεράστιες ζημιές, εάν τη χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο, ενώ θα ήταν συγχρόνως αξιόπιστοι φρουροί του μέρους’ (4.3·3). Μια πληθώρα λόγων (‘και… και… και’), πράγματι, μεταξύ των οποίων ειδικά ένας που έχει βοηθήσει τον Δημοσθένη σε μια παλιότερη εκστρατεία: η χρησιμοποίηση στρατιωτών που μιλούν την ίδια διάλεκτο με τον εχθρό για μια αιφνιδιαστική επίθεση (πρβλ. Δωρίδα … γλῶσσαν ἱέντας, 3.112.4). Προφανώς, το σχέδιο του Δημοσθένη δεν σημαίνει σπατάλη των αθηναϊκών πόρων, αλλά αντίθετα σκοπεύει να γλιτώσει την πόλη από τα έξοδα βάζοντας τους ‘αξιόπιστους’ Μεσσήνιους (που ήταν ανέκαθεν εχθροί των Σπαρτιατών) να φυλάξουν το μέρος μετά την οχύρωσή του: μετά τα αρχικά έξοδα ένα αυτοσυντηρούμενο αγκάθι στα πλευρά της Σπάρτης.
Για τον αναγνώστη ένα ειδικά από τα επιχειρήματα του Δημοσθένη δεν πάει χαμένο, όπως συμβαίνει με τους στρατηγούς. Το επιχείρημα αυτό αφορά τη χρησιμότητα για τα αθηναϊκά συμφέροντα των Μεσσηνίων οι οποίοι αρχικά είχαν για πατρίδα τους αυτή την περιοχή. Γιατί ο Δημοσθένης είναι ένας ειδικός στις Μεσσηνιακές υποθέσεις (στις οποίες προφανώς οι στρατηγοί δεν είναι). Όπως γνωρίζει ο αναγνώστης, οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου (μιας σημαντικής Αθηναϊκής ναυτικής βάσης στη βόρεια ακτή του Κορινθιακού Κόλπου) έπεισαν τον Δημοσθένη να αναλάβει την καταστροφική εκστρατεία εναντίον της Αιτωλίας (3.94.3) και στη Μεσσηνιακή Ναύπακτο επέλεξε να παραμείνει, όταν δεν τόλμησε να επιστρέφει στην Αθήνα μετά την ήττα του (3.98.5). Και όταν οι Αιτωλοί, υπό Σπαρτιατική ηγεσία, επιχείρησαν εκστρατεία εκδίκησης κατά της Ναυπάκτου, ο Δημοσθένης ήταν αυτός που οργάνωσε την αποστολή βοήθειας φέρνοντας με πλοία ενισχύσεις από την Ακαρνανία. Έσωσε την πόλη σχεδόν την τελευταία στιγμή (3.102.3-4). Επομένως, ο προσεκτικός αναγνώστης του 3ου βιβλίου είναι σε θέση (αντίθετα από τους στρατηγούς) να διακρίνει ότι ο Δημοσθένης διαθέτει όλα τα προσόντα, για να εκφράσει την προσδοκία ότι οι Μεσσήνιοι θα είναι αξιόπιστοι σύμμαχοι ως μελλοντικοί φύλακες της Πύλου. Αφού στο παρόν κεφάλαιο δεν μπορώ να υπεισέλθω σε λεπτομερή περιγραφή των μεταγενέστερων επιπτώσεων, υποδεικνύω απλώς σε αυτό κιόλας το σημείο ότι ο Θουκυδίδης θα επιβεβαιώσει ο ίδιος τις προσδοκίες του Δημοσθένη σχετικά με τους Μεσσήνιους επαναλαμβάνοντας αυτολεξεί και, επομένως, επιβεβαιώνοντας τα, τα λόγια του Δημοσθένη σχετικά με τις τεράστιες ζημιές που προκάλεσαν στους Σπαρτιάτες οι ομόγλωσσοι εχθροί τους στην Πύλο (πρβλ. 4.3.3 και 4.41.2). Ο περιορισμένος στόχος του Δημοσθένη στο τέλος πράγματι θα επιτευχθεί. Σε αυτό που το εγχείρημά του προκαλεί πέρα από τον στόχο του ιδίου λανθάνει το απρόβλεπτο.
Οι στρατηγοί αρνούνται να ακούσουν τους λόγους που προβάλλει, αλλά ο Δημοσθένης συνεχίζει να μιλά (ο παρατατικός έπειθε στο 4.3.4 είναι εξακολουθητικός στη σημασία)· στη συνέχεια στρέφεται προς τους στρατιώτες, αργότερα ακόμα και προς τους διοικητές της αποτελούμενης από τριήρεις ναυτικής μοίρας. Καθώς αποτυγχάνει σε κάθε προσπάθειά του, στο τέλος μένει αδρανής (ησύχαζε, πάλι σε εξακολουθητικό παρατατικό, δηλαδή έχει εγκαταλείψει το σχέδιό του), ‘έως ότου ήλθε στους ίδιους τους στρατιώτες – που είχαν ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους, επειδή δεν ήταν δυνατό να συνεχίσουν το ταξίδι τους – [12] η ζωηρή επιθυμία να σκορπίσουν στην περιοχή και να οχυρώσουν το μέρος’ (4.3.4). Μικροσκοπική λογοτεχνική λεπτομέρεια – πάντα ένας δείκτης ότι ο ιστορικός έχει φτάσει σε ένα σημείο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τον ίδιο – αφιερώνεται στον τρόπο με τον οποίο οι στρατιώτες ξεπερνούν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τώρα: ελλείψει σιδερένιων εργαλείων για την κατεργασία λίθων μαζεύουν πέτρες μία μία και τις προσαρμόζουν μεταξύ τους· καθώς δεν διαθέτουν αγγεία για τον πηλό, σκύβουν μπροστά, σφίγγουν τα χέρια τους στις ράχες τους και κουβαλούν τη λάσπη στην κοιλότητα που σχηματίζεται με αυτόν τον τρόπο. ‘Βιάστηκαν με κάθε τρόπο να προλάβουν να οχυρώσουν τα πιο επικίνδυνα σημεία, προτού έρθουν και τους επιτεθούν οι Λακεδαιμόνιοι’ (4.4.3). Η περιγραφή του ερμηνεύεται ως ένα ‘μάθημα’ για το απρόβλεπτο της ανθρώπινης φύσης: όταν τους ζητείται να κάνουν τη δουλειά αυτή, οι στρατιώτες αρνούνται, αλλά αργότερα η ανία τούς ωθεί να εκτελέσουν άνευ εντολών από τους ανωτέρους τους (αυτό είναι το νόημα της φράσης αὐτοῖς τοῖς στρατιώταις στο 4.4.1) ό, τι αρνήθηκαν να κάνουν νωρίτερα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να κάνουμε ένα βήμα προς τα πίσω, για να ατενίσουμε το συναρπαστικό σενάριο: η εξέλιξη που θα οδηγήσει τελικά στην ειρήνη ανάμεσα στις ηγετικές δυνάμεις βασίζεται αρχικά στο τοπικά περιορισμένο σχέδιο ενός τέως στρατηγού που τώρα ιδιωτεύει· μολονότι το σχέδιό του είναι πραγματοποιήσιμο, ωστόσο απορρίπτεται αρχικά από τους επικεφαλής· απορρίπτεται εκ νέου, όταν προσφέρεται η δυνατότητα πραγματοποίησής του χάρη σε μια απόβαση που προκαλείται από μια τρικυμία. Όταν το σχέδιο φαίνεται να πνέει τα λοίσθια, μια ιδιοτροπία των απλών στρατιωτών, που γεννιέται από την πλήξη τους, του δίνει νέα ζωή οδηγώντας το στην πραγματοποίησή του.
Αν ληφθεί υπόψη η σπουδαιότητα που αποδίδεται από τον ιστορικό στα επανεμφανιζόμενα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης (βλ., για παράδειγμα, τη ζοφερή εκτίμησή του στο 3.82.2), η αλληλεπίδρασή της εδώ με την τύχη δείχνει το πόσο αβέβαιος είναι ο ανθρώπινος έλεγχος των γεγονότων που ο Θουκυδίδης έχει αναγάγει σε κύρια κατηγορία του έργου του.
Σε αυτό το σημείο υπάρχει χώρος να ασχοληθούμε με τις ανεπαίσθητες απαρχές αυτής της δεύτερης κίνησης μεγάλης κλίμακας που ανέφερα στην εισαγωγή, εκείνης που οδηγεί από τον πόλεμο στην ειρήνη. Ωστόσο, ελπίζω πως έχω δείξει ότι ειδικά αυτές οι αρχές που κάθε άλλο παρά συμμορφώνονται με τον σχεδιασμό των ανθρώπων έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για τον ιστορικό. Η συνοπτική ενότητα του αφηγηματικού σχεδίου αποκαλύπτει μια ασυνάρτητη πορεία των γεγονότων. Μερικά ακόμα σημεία έμφασης αυτής της αφήγησης, που προσφέρει συνολικά πέντε αντιστροφές της τύχης, θα ήταν καλό τουλάχιστον να σημειωθούν.[13]
Εντός έξι μόλις ημερών οι στρατιώτες ολοκληρώνουν τα τμήματα της οχύρωσης που βρίσκονται προς την πλευρά της στεριάς και την ‘πλέον αναγκαία’ (4.5·2· πρβλ. 4.3.1) εργασία. Τότε ο Δημοσθένης μένει πίσω με πέντε πλοία στη διάθεσή του, ενώ τα υπόλοιπα (περίπου 35) πλοία ‘επισπεύδουν’ τον ‘πλου τους προς την Κέρκυρα και την Σικελία’ (4.5.2· με τα ίδια λόγια οι στρατηγοί προσπάθησαν νωρίτερα να ‘φτάσουν εκεί (ενν. στην Κέρκυρα) όσο μπορούσαν γρηγορότερα’ στο 4.3.1), δηλαδή φαίνεται ότι ξαναρχίζει τώρα η επιδίωξη των στόχων (Α) και (Β).
Ωστόσο, ο σπαρτιατικός στρατός υπό τον βασιλιά Άγη, που αντιδρά γρήγορα στα νέα, διακόπτει πρόωρα την ετήσια εισβολή του στην Αττική (μια απρόσμενη ανακούφιση για την Αθήνα, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιχείρηση του Δημοσθένη) και συγκεντρώνεται όσο πιο γρήγορα γίνεται κοντά στην Πόλο. Τα εξήντα πελοποννησιακά πλοία ανακαλούνται από την Κέρκυρα στην Πύλο και ο Δημοσθένης, επίσης, στέλνει δύο από τα πέντε πλοία του να ειδοποιήσουν τον αθηναϊκό στόλο, που έχει αγκυροβολήσει στην Κέρκυρα, να επιστρέφει πίσω στην Πύλο: ο στόχος (Γ) έχει υπερκεράσει απρόσμενα τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό των στόχων (Β) και (Α) ή, με άλλα λόγια, από στρατηγική άποψη οι Αθηναίοι αφήνουν τον γάμο και τρέχουν για τα πουρνάρια. Η υπενθύμιση από πλευράς αφηγητή των μακροπρόθεσμων στόχων (Α) και (Β), στους οποίους είχε πρόσφατα εστιαστεί εκ νέου το ενδιαφέρον και που προς το παρόν έχουν εγκαταλειφθεί, χρησιμεύει για να τονισθεί η απρόσμενη πορεία των γεγονότων.
Φοβούμενοι οι Σπαρτιάτες την άφιξη του αθηναϊκού στόλου θέλουν να τον εμποδίσουν να βρει σημείο απόβασης και, έτσι, εγκαθιστούν ένα σώμα από τα επίλεκτα στρατεύματά τους στο νησί (Σφακτηρία) που βρίσκεται μπροστά από το μοναδικό φυσικό λιμάνι της περιοχής, ελαφρώς νότια της Πύλου. (Το νησί θα εξελιχθεί αργότερα σε μια θανάσιμη παγίδα για τους περισσότερους από τους άνδρες τους). Αφού έχει αποτραπεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η αθηναϊκή ναυτική παρέμβαση, οι Σπαρτιάτες διακρίνουν την πιθανότητα (κατά τό εἰκός, 4.8.8) να κατακτήσουν εύκολα ένα σαθρά χτισμένο και ελλιπώς επανδρωμένο οχυρό.
Ο Δημοσθένης, αντί να βάλει τους Μεσσήνιους να παρενοχλήσουν την αποβίβαση των Σπαρτιατών, αντιμετωπίζει ο ίδιος μια απρόβλεπτη πίεση από ξηράς και από θαλάσσης και καταστρώνει (για άλλη μια φορά το σχέδιο συναντά το αντίθετό του σχέδιο) ένα σχέδιο ανάγκης (που υποβοηθείται από την τυχαία – ἔτυχον (4.9.1) – και ταυτόχρονα έγκαιρη άφιξη μερικών Μεσσήνιων πειρατών): τοποθετεί τις ασθενέστερες δυνάμεις του στα οχυρωματικά έργα που βρίσκονται προς την πλευρά της στεριάς, αλλά ο ίδιος μαζί με εξήντα οπλίτες αφήνει το αδύναμα κατασκευασμένο τείχος του φρουρίου του που βρίσκεται προς την πλευρά της θάλασσας (οι Αθηναίοι ουδέποτε περίμεναν επίθεση από θαλάσσης, οὔτε γάρ αὐτοί ἐλπίζοντές ποτε ναυσί κρατήσεσθαι οὐκ ἰσχυρόν ἐτείχιζον, 4.9.3) και παίρνει θέση ακριβώς μπροστά στην ακτή, για να εμποδίσει τον εχθρό να αποβιβασθεί. Στη δημηγορία του Δημοσθένη ο Θουκυδίδης τον βάζει να παρακινεί τους στρατιώτες να είναι ‘απερίσκεπτα αισιόδοξοι’ (ἀπερισκέπτως εὔελπις, 4.10.1) ως προς τον κίνδυνο· μια κατάσταση ανάγκης σαν αυτή δεν επιτρέπει ‘λογικό υπολογισμό’ (λογισμόν, 4.10.1).
Είναι ξεκάθαρο ότι για τον Δημοσθένη, στο περιορισμένο επίπεδο του προσωπικού σχεδίου του, τα πράγματα έχουν εξελιχθεί πολύ στραβά, ακόμα και αν στο τέλος ο τοπικός στόχος του θα επιτευχθεί (4.41.2). Πρόκειται για μια σημαντική στιγμή στη μακροπρόθεσμη αντίληψη του Θουκυδίδη αναφορικά με την αλληλουχία των γεγονότων. Στα Βιβλία 6 και 7 η αποτυχία της Αθήνας στη Σικελική εκστρατεία φαίνεται να επιβεβαιώνει τις συνετές προειδοποιήσεις του στρατηγού Νικία (και να αντικρούει τους θεωρητικούς υπολογισμούς του ομολόγου του Αλκιβιάδη, όπως επίσης και του τυφλού αθηναϊκού δήμου). Ωστόσο, η λεπτομερής αφήγηση του Θουκυδίδη υπογραμμίζει επανειλημμένα ότι μια τέτοιας λογής ευθύγραμμη θεώρηση της ιστορίας είναι λανθασμένη, επειδή ανάμεσα στην αναχώρηση του στόλου από την Αθήνα και την τελική ήττα του στη Σικελία μεσολαβεί μια σειρά από περιστατικά όπου η τύχη ή η ανθρώπινη φύση επιφέρουν μια απροσδόκητη, ακόμα και απρόβλεπτη, μεταστροφή, που κάθε φορά ισοδυναμεί με μια ριζική αλλαγή στην πορεία της εκστρατείας.[14] Επομένως, η απροσδόκητη εμπειρία του Δημοσθένη συνάδει με το συνολικό αφηγηματικό σχέδιο που προκύπτει για τον αναγνώστη του έργου.
Το ίδιο ισχύει και για τους Σπαρτιάτες που αντίθετα προς την προσδοκία τους δεν μπορούν ούτε να καταλάβουν το οχυρό του Δημοσθένη από την πλευρά της στεριάς ούτε να φέρουν σε πέρας μια επιτυχημένη επίθεση από τη θάλασσα. Όταν τελικά ζητούν να τους φέρουν πολιορκητικές μηχανές, καταφθάνει ο αθηναϊκός στόλος και – για να συνοψίσουμε τη γενική εικόνα της κατάστασης – κατορθώνει να απομονώσει τα επίλεκτα στρατιωτικά σώματα των Σπαρτιατών στο νησί και αργότερα, μάλιστα, συλλαμβάνει αιχμάλωτους πολλούς επιζώντες. Η Σπάρτη αντιδρά προτείνοντας ειρήνη και η Αθήνα αρνείται δύο φορές, κάθε φορά έχοντας κατά νου να αποκομίσει περισσότερα οφέλη, ενώ κρατά τους αιχμαλώτους ως ομήρους. Δύο φορές η Αθήνα θα δει το πλεονέκτημά της να εκμηδενίζεται, έως ότου και για την ίδια, επίσης, η ειρήνη γίνεται μια ελκυστική επιλογή.
Είναι προφανές ότι η απρόβλεπτη έκβαση της επιχείρησης (Γ) επισκιάζει οτιδήποτε άλλο. Τι συμβαίνει τότε με τους στόχους (Α) και (B); Είναι χαρακτηριστικό της αφήγησης του Θουκυδίδη ότι συνεχώς υπενθυμίζει στον αναγνώστη το αρχικό πλαίσιο. Διότι το αρχικό πλαίσιο μπορεί να προσφέρει το ορθό μέτρο βάσει του οποίου θα εκτιμηθεί επακριβώς η αντικειμενική πορεία των γεγονότων. Όπως το σχέδιο του Δημοσθένη οδηγεί τελικά (4.41.2) – μετά πόσες λοξοδρομήσεις! – στις συνέπειες που είχε οραματιστεί αρχικά, έτσι και οι Αθηναίοι στρατηγοί (αφού οι Σπαρτιάτες αιχμάλωτοι έχουν μεταφερθεί από την Πύλο στην Αθήνα) κάνουν πράγματι μια στάση στην Κέρκυρα καθ’ οδόν για τη Σικελία (4.46.1) και εκτελούν την αποστολή (Β).
Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο εκτελείται η αποστολή και πάλι ανατρέπει τον σχεδιασμό. Γιατί η ‘στρατιωτική βοήθεια’ που παρέχουν οι στρατηγοί στους εντός της πόλης δημοκρατικούς που πιέζονται έντονα καταλήγει στη σιωπηλή υποστήριξη ενός δόλιου σχεδίου να δολοφονήσουν όλους τους ολιγαρχικούς, μόλις τους αιχμαλωτίσουν. Η Κέρκυρα μετατρέπεται εκ νέου σε παράδειγμα μιας απίστευτα σκληρής σφαγής και ο Θουκυδίδης περιγράφει με μικροσκοπικές λεπτομέρειες τους τρόπους με τους οποίους οι άνδρες θανατώθηκαν ή αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν και πώς στο τέλος στοίβαξαν τα πτώματα σε σχήμα σταυρού (φορμηδόν, 4.48.4) πάνω σε άμαξες και τα πέταξαν έξω από την πόλη. Στη φρίκη της αφήγησης συμβάλλει εξίσου το γεγονός ότι ο Ευρυμέδων και ο Σοφοκλής επιτρέπουν να συμβεί η σφαγή εξαιτίας της προφανούς επιθυμίας τους να μην αφήσουν κανέναν άλλον, ενώ οι ίδιοι είναι υποχρεωμένοι να συνεχίσουν την πορεία τους προς τη Σικελία και προς τον στόχο (Α), να καρπωθεί την τιμή της παράδοσης των ζωντανών αιχμαλώτων στην Αθήνα (4.47.2).[15]
Και πάλι, η νέα προοπτική που προστίθεται εδώ υπερβαίνει κατά πολύ το προσχεδιασμένο πλαίσιο. Τα βάσανα, που διαρκούν το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας (ἐπεγένετο γάρ νύξ τῷ παθήματι, 4.48.3), είναι αντιπροσωπευτικά μιας βασικής όψης του έργου του Θουκυδίδη, που καταγράφεται σε ένα προγραμματικό χωρίο (που προαναφέρθηκε): σ’ αυτόν τον πόλεμο οι συμφορές (παθήματα, 1.23.1) επηρέασαν την Ελλάδα όσο τίποτε άλλο σε ίσο χρονικό διάστημα, και ανάμεσα τους συγκαταλέγονται οι εξορίες και οι δολοφονίες {φόνος, 1.23.2), και τα δύο κατά τη διάρκεια του ίδιου του πολέμου και σε άμεση σχέση με τον εμφύλιο σπαραγμό. Η καταληκτική παρατήρηση σχετικά με την Κέρκυρα ότι με αυτόν τον τρόπο ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε, ‘διότι ήταν αμελητέο αυτό που απέμεινε από τη μία πολιτική μερίδα’ (δηλαδή από τους ολιγαρχικούς, 4.48.5), καθιστά τα παθήματα της απομακρυσμένης Κέρκυρας ένα γενικότερο ιστορικό παράδειγμα.
Και ο στόχος (A); Το αρχικό δρομολόγιο ανακαλείται, όταν ‘οι Αθηναίοι απέπλευσαν [δηλαδή από την Κέρκυρα] προς τη Σικελία, για την οποία είχαν αρχικά βάλει πλώρη, και πολέμησαν από κοινού με τους εκεί συμμάχους τους’ (4.48.6). Εδώ, επίσης, μια ακόμη προοπτική προστίθεται πέρα από την αρχική. Όταν οι τρεις στρατηγοί, αφού συναινέσουν με τη γενική συμφωνία ειρήνης στη Σικελία (για την οποία μεσολαβεί ο Συρακόσιος πολιτικός Ερμοκράτης), επιστρέφουν στην Αθήνα, τιμωρούνται με την ποινή της εξορίας ή με χρηματικό πρόστιμο, επειδή υπάρχει η υποψία ότι δωροδοκήθηκαν για να μη θέσουν τη Σικελία υπό αθηναϊκό έλεγχο (!). Ο Θουκυδίδης σχολιάζει ότι οι Αθηναίοι, επηρεασμένοι από το κλίμα της καλής τύχης που είχαν (τῇ παρούσῃ εὐτυχίᾳ, 4.65.4· δηλαδή από τη νίκη στην Πύλο και τη μετέπειτα πορεία του πολέμου), πίστεψαν ότι κανένα εμπόδιο δεν μπορούσε να τους σταματήσει, ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιούσαν επαρκή ή ανεπαρκή μέσα για την επίτευξη του στόχου τους: Ή αιτία ήταν οι πολλές και απροσδόκητες επιτυχίες τους που τους είχαν δημιουργήσει μεγάλες ελπίδες (4.65.4)’. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, χωρίς να το συνειδητοποιήσουν πάνω στην έξαψη της νίκης που τους διακατέχει, επιδεικνύουν μια συμπεριφορά που για τον ιστορικό είναι άξια καταγραφής ως ένα από τα παραδείγματά του για την ανθρώπινη φύση που παρασύρεται από μια παράλογη ελπίδα, η οποία βασίζεται σε ασταθείς (παρά λόγον, 4.65.4) μεταβλητές. Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι οι αντιπρόσωποι της μικρής Μήλου, οι οποίοι στηρίζουν τις ελπίδες τους να υπερισχύσουν της παντοδύναμης Αθήνας στην τύχη (5.102).
Αναλύοντας την αφήγηση του Θουκυδίδη
Αυτό το κεφάλαιο έχει προσφέρει στον αναγνώστη του δύο αντίθετα αφηγηματικά νήματα γεγονότων, το καθένα από τα οποία συνυφαίνεται με τις ίδιες τις αντίθετες τάσεις του. Από κοινού μπορούν να χρησιμεύσουν ως εισαγωγικό παράδειγμα της μακροπρόθεσμης στόχευσης και της συνθετικής συνέπειας που αποτελούν χαρακτηριστικά της αφήγησης του Θουκυδίδη. Οι απρόβλεπτες λειτουργίες της ανθρώπινης φύσης από τη μια πλευρά και της τύχης από την άλλη, καθώς επίσης και η περίπλοκη (και, ασφαλώς, εξίσου απρόβλεπτη) αλληλεπίδρασή τους συνιστούν για τον Θουκυδίδη το περιεχόμενο της ιστορίας, στις ιδιοτροπίες της οποίας ασφαλώς συγκαταλέγει τις συναισθηματικά φορτισμένες και (συχνά μάταια) σχεδιασμένες δημηγορίες. Μόλις και μετά βίας μπορεί κάποιος να συμφωνήσει ότι στις δημηγορίες ο Θουκυδίδης ‘προσπαθεί να επιβάλει ένα είδος τάξης στις ανθρώπινες υποθέσεις που είναι μάλλον άγνωστη στην άλογη, ατίθαση αταξία της πραγματικής ζωής’.[16] Ο ατίθασος χαρακτήρας των ανθρώπινων υποθέσεων, τόσο για το δολοπλόκο μυαλό (που αποκαλύπτεται έξοχα ιδίως στις δημηγορίες) όσο και για τον άνθρωπο της δράσης (που απεικονίζεται κυρίως στην αφήγηση), αποτελεί κεντρικό στοιχείο του μηνύματος του ιστορικού, που γίνεται ολοφάνερο από τη συνεχή εισβολή της αταξίας στα σχέδια με τα οποία οι άνδρες επιχειρούν να ελέγξουν το πολιτικό περιβάλλον τους.
Στα πρόσφατα χρόνια, υπό την ισχυρή επίδραση του Genette (με πιο πρόσφατη περίπτωση τη μελέτη του 1990), η αφηγηματολογία έχει εφαρμοστεί και στην ανάλυση της αρχαίας ελληνικής ιστοριογραφίας, ιδιαίτερα από τους Hornblower (1994b) και Rood (1998a). Αμφότεροι οι μελετητές αποτίουν μεν φόρο τιμής στα αποτελέσματα της πιο παραδοσιακής μεθόδου:[17] ‘Καθ’ όλη τη διάρκεια της παλαιότερης επιστημονικής έρευνας οι στόχοι της αφηγηματολογίας έχουν προεξοφληθεί, χωρίς να χρησιμοποιούνται οι όροι της’.[18]
Ανέλυσα την αφήγηση του Θουκυδίδη χωρίς να καταφεύγω σε όρους που ανήκουν στο ιδιόλεκτο της αφηγηματολογίας με την πεποίθηση ότι το προαναφερθέν παράθεμα θα μπορούσε ίσως να μη ληφθεί τοις μετρητοίς, καθόσον η αφηγηματολογία επικεντρώνεται στις λογοτεχνικές τεχνικές και στα λογοτεχνικά μέσα, ενώ οι ‘παλαιότερες’ προσεγγίσεις ήταν ανοικτές σε ευρύτερα πεδία έρευνας. Το παρόν κεφάλαιο αφορά περισσότερο τη γενική αρχιτεκτονική της αλληλουχίας των γεγονότων ή των ενοτήτων σύνθεσης και αντιλαμβάνεται την αφήγηση του Θουκυδίδη ως ένα όχημα σκέψης. Η αφηγηματολογία, όπως εφαρμόστηκε στους κλασικούς συγγραφείς από τη διδακτορική διατριβή της de Jong για την Ιλιάδα (που εκπονήθηκε υπό την συνεπίβλεψη της αφηγηματολόγου Μ. Bal) και όπως ορίστηκε από την ίδια ως ‘η θεωρία που ασχολείται με τις γενικές αρχές που αποτελούν τη βάση των αφηγηματικών κειμένων’,[19] αντιπροσωπεύει μια φορμαλιστική προσέγγιση, που περιστασιακά θυμίζει στον αναγνώστη της μια μαθηματική πραγματεία. (Σε αυτό το σημείο μπορεί να αγνοηθεί το ερώτημα μήπως μέσω των ‘γενικών αρχών’ εισάγεται μια λήψη του ζητουμένου που εκ των προτέρων περιορίζει την πρόσβαση στην ατομικότητα των λογοτεχνικών έργων και συμμετέχει στη σύγχρονη ψευδαίσθηση σχετικά με την απεριόριστη δυνατότητα μαθηματικοποίησης). Αξίζει να σημειωθεί ότι η de Jong πιστεύει ότι ‘τα ζητήματα ερμηνείας’ είναι ‘τοπικού ενδιαφέροντος’· ‘δεν αφορούν την ερμηνεία της Ιλιάδας ως συνόλου’.[20]
Η de Jong μπορεί να έχει ασκήσει επίδραση στη θουκυδίδεια έρευνα, ειδικά επειδή ισχυρίζεται ότι ανέτρεψε το ‘παλαιόθεν καθιερωμένο δόγμα της αντικειμενικότητας του Ομήρου’,[21] όπως επίσης και εξαιτίας του θέματός της που φέρει τον τίτλο Αφηγητές και Εστιαστές, Και τα δύο ζητήματα είχαν απασχολήσει τις μελέτες για τον Θουκυδίδη κάτω από το ερώτημα του κινήτρου που αυτός αποδίδει στους πρωταγωνιστές της ιστορίας: πώς συμβαίνει τόσο συχνά ο Θουκυδίδης να (προσποιείται ότι) γνωρίζει τι σκέπτονται, πιστεύουν, φοβούνται κτλ. οι χαρακτήρες του σε μια δεδομένη κατάσταση; Οι Hunter και Schneider (η πρώτη με ένα κατηγορηματικό γενικό συμπέρασμα: ‘…ο Θουκυδίδης ήταν ασφαλώς ο λιγότερο αντικειμενικός από τους ιστορικούς’),[22] εκφράζοντας τις αμφιβολίες τους σχετικά με την αντικειμενικότητα του Θουκυδίδη, ασχολούνται (σύμφωνα με τα λόγια του Hornblower) με ‘ορισμένα ζητήματα που θα πραγματευτούν αργότερα οι αφηγηματολόγοι, αν και κάτω από καινούριους και πιο τεχνικούς όρους’.[23] Μολονότι ο Westlake είχε καταθέσει μερικά αδιάσειστα στοιχεία με τα οποία ασκούσε κριτική σε τέτοιου είδους αμφιβολίες σχετικά με την περιγραφή των κινήτρων από τον ιστορικό (‘ο Θουκυδίδης δεν ήταν ούτε ανέντιμος ούτε ένοχος ασκήσεων εικοτολογίας’),[24] η τάση αυτή βρήκε περαιτέρω υποστήριξη από τη δασκάλα της Hunter, τη Μ. Lang, που ερεύνησε αυτό που η ίδια αποκαλεί ‘κίνητρο που διατυπώνεται μέσω μιας μετοχής’.[25]
Μπορεί κανείς να αντιληφθεί εύκολα ότι η αφηγηματολογία μπορεί να γίνει μάλλον ένα εργαλείο διερεύνησης (και αμφισβήτησης) της φιλαλήθειας του ιστορικού παρά ένα όργανο ουδέτερης λογοτεχνικής ανάλυσης. Ένα παράδειγμα από το πρώτο σημαντικό γεγονός που συζητήθηκε σε αυτό το κεφάλαιο ίσως αποδείξει την άποψή μου: το βράδυ που ακολουθεί τη μεγάλη ναυμαχία στα Σύβοτα κάνουν απροσδόκητα την εμφάνισή τους στον ορίζοντα είκοσι αθηναϊκά πλοία, ‘τα είχαν στείλει οι Αθηναίοι να ενισχύσουν τα πρώτα δέκα, από φόβο μη – όπως και έγινε – νικηθούν οι Κερκυραίοι και δεν είναι αρκετά τα δέκα αθηναϊκά καράβια για να τους προστατέψουν’ (1.50.5).
Ο Hornblower,[26] ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό τον Badian (1993), βρίσκει εδώ ‘επιδέξιο χειρισμό της αφήγησης, προκειμένου να προσαρμοσθεί σε μια συγκεκριμένη πολιτική θέση’. Επικαλούμενος αυτό που ονομάζει ‘αφηγηματική μετατόπιση’ και που μοιάζει ‘με ό, τι οι Bal και Genette ονομάζουν αναχρονία (ή ακόμα και αχρονία), δηλαδή χρονολογική παρέκκλιση’,[27] ο Hornblower επικρίνει δριμύτατα τον Θουκυδίδη, επειδή αποκαλύπτει μόλις σε αυτό το σημείο της αφήγησης ότι οι Αθηναίοι ‘είχαν στην πραγματικότητα τριπλασιάσει τις δυνάμεις τους στην Κέρκυρα’.[28] Παρατηρώντας ότι ‘υπάρχουν πράγματα που δεν μας έχουν ειπωθεί’ ο Hornblower πιστεύει ότι ‘αποσιωπήθηκε η τρίτη συζήτηση’, δηλαδή η συζήτηση που πρέπει να έλαβε χώρα στην Αθήνα πριν από την αποστολή των είκοσι επιπλέον πλοίων και βρίσκει υποστήριξη στο σημείο αυτό στη θέση του Badian: Ό Θουκυδίδης υποβάθμιζε συστηματικά τη σημασία της αθηναϊκής επιθετικότητας στην περίοδο πριν από τον πόλεμο’.
Ωστόσο, ο απροκατάληπτος αναγνώστης δύσκολα θα διαπιστώσει ότι εδώ (και περιορίζομαι μόνο στην περίπτωση υπό συζήτηση) επαληθεύεται η αθηναϊκή επιθετικότητα (ή ‘η φιλοπόλεμη νοοτροπία τους’): τα πρόσθετα είκοσι πλοία στάλθηκαν ως βοήθεια (βοηθούς), επειδή τα αρχικά δέκα ήταν πιθανό να είναι (υπερβολικά) λίγα, για να βοηθήσουν (ὀλίγαι ἀμύνειν, 1.50.5) και οι Αθηναίοι ‘φοβούνταν (όπως ακριβώς συνέβη) ότι οι Κερκυραίοι θα μπορούσαν να ηττηθούν’. Το να ρωτήσουμε ‘αν οι ενέργειές τους [δηλ. των Αθηναίων] ήταν πιθανό να οδηγήσουν σε παραβίαση της ειρήνης’ είναι ένα παραπλανητικό ερώτημα, επειδή αυτά τα είκοσι πλοία δεν ισοδυναμούσαν με αλλαγή στον αμυντικό χαρακτήρα της συμμαχίας (ἐπιμαχίαν, 1.44.1): η πρόθεση δεν είχε αλλάξει καθόλου, μόνον η έννοια των μέσων (δηλαδή ο αριθμός των πλοίων) που είναι απαραίτητα, προκειμένου να αποτραπεί μια (ανεπιθύμητη για την Αθήνα) σοβαρή ήττα της Κέρκυρας. Εξάλλου, η άφιξη των είκοσι επιπλέον αθηναϊκών πλοίων ανήκει (όπως σημειώθηκε νωρίτερα σε αυτό το κεφάλαιο) στα επακόλουθα της ναυμαχίας στα Σύβοτα: δεν άλλαξε τίποτα στην 1πρώτη κατηγορία που διατύπωσαν οι Κορίνθιοι κατά των Αθηναίων’ (αἰτία δε αὕτη πρώτη ἐγένετο τοῦ πολέμου τοῖς Κορινθίοις ἐς τούς Αθηναίους, 1.55.2), τουτέστιν ‘ότι είχαν ναυμαχήσει [δηλ. οι Αθηναίοι] στο πλευρό των Κερκυραίων εναντίον τους [δηλ. των Κορινθίων], ενώ ίσχυε η συνθήκη ειρήνης’.
Η χρήση της αφηγηματολογίας και της ειδικής γλώσσας της έχει αναγκάσει τον Hornblower να εντοπίσει μια ‘μετατόπιση’ (στο 1.50.5), καθώς επίσης και να υποθέσει ένα σκόπιμο χάσμα στην περιγραφή του Θουκυδίδη (μια από τις υποτιθέμενες ‘κακόβουλες αναχρονίες’ του ιστορικού). ‘Έτσι αφήνει τεχνηέντως αδιατάρακτη την εντύπωση που δημιουργείται σαφώς στο 1.44-45, ότι οι Αθηναίοι σχολαστικά προσπάθησαν να μην παραβιάσουν την Τριακονταετή Ειρήνη’. Ο υπαινιγμός της προκατάληψης, που συνεπάγεται ο ισχυρισμός ότι αφήνεται μια παλιότερη εντύπωση ‘τεχνηέντως αδιατάρακτη’, ενώ η αλήθεια θα επέβαλλε την πλήρη αναθεώρησή της, ισοδυναμεί με μια σοβαρή (και αντίθετη προς το κείμενο) κατηγορία στα μάτια αυτού του ερμηνευτή, που κατορθώνει να ανιχνεύσει την αλλαγή από μια αμυντική σε μια επιθετική ψυχολογία στην αποστολή ενισχύσεων με τον ίδιο αρχικό σκοπό.
Ο σύγχρονος μελετητής είναι πιθανό να αξιώσει περιστασιακά πληρότητα δεδομένων (π.χ. να απαιτήσει την περιγραφή της υποτιθέμενης ‘τρίτης συζήτησης’) που βρίσκεται εκτός της προοπτικής (ή των προοπτικών) που έχει σκιαγραφήσει ο αρχαίος ιστορικός, καθώς θεμελιώνει την αλληλουχία των γεγονότων. Αξίζει ακόμα να λάβουμε υπόψη την υπενθύμιση του Meyer (1899) ότι, όσον αφορά την επιλογή του προς ενσωμάτωση υλικού, ‘ο ιστορικός έχει το δικαίωμα να επιμείνει ότι δεν πρέπει να κριθεί ως προς αυτό το σημείο διαφορετικά από έναν καλλιτέχνη’.[29] Όπως αποδεικνύει το προηγούμενο παράθεμα της de Jong, η αφηγηματολογία ίσως επικεντρώνει το ενδιαφέρον της με υπερβολικά περιοριστικό τρόπο σε ζητήματα ερμηνείας που έχουν ‘τοπικό’ ενδιαφέρον.[30]
Η ερμηνεία της προπολεμικής αφήγησης που προσφέρεται στο παρόν κεφάλαιο έχει εντοπίσει μια ενιαία σύνθεση που αποκαλύπτει μια συνεκτική και εξακριβώσιμη δομή σκέψης· έτσι μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την αφηγηματολογική ανάλυση εδώ με έναν αντίλογο: γιατί θα έπρεπε να έχει περιγράψει ο Θουκυδίδης μια τρίτη συζήτηση (‘μια συζήτηση που δεν έχει καταγραφεί από τον Θουκυδίδη’)[31], αν αυτή δεν άλλαζε ούτε τη σημασία της απόφασης που είχε ληφθεί στη δεύτερη συνέλευση ούτε τη μεταγενέστερη πορεία των γεγονότων; Από λογοτεχνική σκοπιά, μια τέτοια περιγραφή θα είχε ακυρώσει την αφηγηματική οικονομία και θα είχε καταστρέψει τη συνοχή του ειρμού της σκέψης με την οποία ο Θουκυδίδης οργάνωσε την αφήγησή του.
Στην περίπτωση που ο Hornblower εννοεί ένα ζεύγος δημηγοριών από τη ‘συζήτηση που δεν έχει καταγραφεί από τον Θουκυδίδη’, το οποίο ο ιστορικός όφειλε να έχει συμπεριλάβει, έχουμε εξηγήσει νωρίτερα την τοποθέτηση και τη λειτουργία των δημηγοριών ως αναπόσπαστων τμημάτων της αφήγησης: η ανιούσα ένταση στην παρουσίαση των λόγων σε τρία συνέδρια – πλάγιος λόγος· δυο λόγοι· τέσσερις λόγοι – σηματοδοτεί την κλιμάκωση των τριών σημείων κρίσης στην ιστορική εξέλιξη – σημείων προφανούς ενδιαφέροντος για τον συγγραφέα, γιατί σε αυτά η ιστορία θα μπορούσε να έχει πάρει διαφορετική στροφή, αλλά δεν το έκανε. Προφανώς, αυτό δεν ισχύει για τη συζήτηση που ‘λείπει’. Θα ίσχυε μόνο αν η υποτιθέμενη συζήτηση είχε προκαλέσει τη μεταστροφή από μια αμυντική σε μια επιθετική πολιτική – που, όπως συνάγεται από την υποτιθέμενη αποσιώπηση της συζήτησης, θα ισοδυναμούσε με λήψη του ζητουμένου. Προτού επικρίνει τον αρχαίο ιστορικό για την ‘αποσιώπηση’ στοιχείων (‘την αποσιώπηση της τρίτης συζήτησης’), θα έπρεπε κανείς να καθορίσει τη γενικότερη οπτική γωνία (και τη σημασία που έχει γι’ αυτήν ο ‘χαμένος κρίκος’) που ο Θουκυδίδης υιοθετεί, προκειμένου να καθοδηγήσει τον αναγνώστη του μέσα από την πολυπρόσωπη ιστορική πραγματικότητα.
Αποδεικνύεται ότι η ειδική γλώσσα της αφηγηματολογίας δεν προστατεύει αυτόν που τη χρησιμοποιεί από την παρερμηνεία ενός χωρίου. Όσον αφορά την υποτιθέμενη προκατάληψη υπέρ της Αθήνας, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι ο Θουκυδίδης αποκαλύπτει το σατανικό κίνητρο που κρύβεται πίσω από την απόφαση των Αθηναίων να αποδεχθούν το αίτημα των Κερκυραίων για συμμαχία (1.44.2). Θα μπορούσε κανείς ακόμα να ανακαλέσει στη μνήμη του από τα προηγούμενα τμήματα αυτού του κεφαλαίου τον τρόπο με τον οποίο ο Θουκυδίδης εξασφαλίζει ότι ο αναγνώστης του θα κατανοήσει την ευθύνη των Αθηναίων στρατηγών (όπως επίσης και την αναλγησία τους) για μια από τις χειρότερες σφαγές του πολέμου (4.47.2). Και στην παλιότερη σφαγή στην Κέρκυρα η παρουσία ενός Αθηναίου στρατηγού στο νησί επί επτά ημέρες (3.81.4) προσφέρει το μακάβριο φόντο της μαζικής δολοφονίας – όπως κάνει και η (αμερόληπτα περιγραφόμενη) άνανδρη αποχώρηση της σπαρτιατικής μοίρας προστασίας (3.80.2-3.81.1). Αυτή η αμεροληψία στην περιγραφή των ενόχων για τα ανθρώπινα παθήματα προσφέρει στον αναγνώστη μια έγκυρη ένδειξη για τον παγκόσμιο (και αντικειμενικό χαρακτήρα του) μηνύματος που ο Θουκυδίδης ελπίζει να μεταδώσει, όταν, στο προγραμματικό κεφάλαιό του, μιλά για ‘την ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της ανθρώπινης φύσης[32], θα είναι όμοια’ (1.22.4).
Αυτή την κατάσταση υπηρετεί με συνέπεια η αφηγηματική τέχνη του ιστορικού. Υπάρχουν οι εσφαλμένοι υπολογισμοί των πλεονεκτημάτων στους οποίους προβαίνουν τόσο οι Κερκυραίοι όσο και οι Αθηναίοι στην πορεία προς τον πόλεμο, όπως επίσης και, στην απροσδόκητη εξέλιξη προς την κατεύθυνση της ειρήνης, οι ιδιοτροπίες της τύχης και της ανθρώπινης φύσης, που ανατρέπουν τα καλοσχεδιασμένα προγράμματα. Τέτοιες (και παρόμοιες) ακολουθίες γεγονότων δείχνουν διαφορετικές όψεις της ανθρώπινης κατάστασης. Ενώπιων του ερευνητικού βλέμματος του ιστορικού οι παραλλαγές ενοποιούνται στην επαναλαμβανόμενη αστάθεια του απρόβλεπτου χαρακτήρα των σημείων κρίσης τα οποία περιγράφονται με τόσο λεπτομερή τρόπο στην αφήγηση.
-----------------
[1] Πρβλ. Morrison
[2] Hornblower, Comm. σημ. στο 1.38.3.
[3] Δεδομένου ότι η σημασία ‘ωστόσο’ για την έκφραση οὐχ ἧσσον είναι σχετικά σπάνια, δίνω το ακόλουθο παράδειγμα από τον Ηγήσανδρο (που παρατίθεται από τον Αθηναίο, 8.334 κ.ε.) σχετικά με την αποδημία των ψαριών από τον Όλυνθιο ποταμό προς τη Λίμνη Βόλβη: αν και το νερό του ποταμού εδώ με δυσκολία φτάνει τον αστράγαλο, ωστόσο (οὐχ ἧσσον) τα ψάρια έρχονται σε τόσο μεγάλες ποσότητες που οι κάτοικοι της περιοχής έχουν όσα ψάρια χρειάζονται.
Παρόμοια είναι η χρήση του οὐδέν ἧσσον. Στον Φαίδωνα του Πλάτωνα ο Σιμμίας σχεδόν θυμάται και σχεδόν πείθεται από την εξήγηση του Κέβητα σχετικά με τη θεωρία της ανάμνησης, αλλά λέει στον Σωκράτη: ‘Όπως και να ’χει, θα ήθελα ωστόσο να ακούσω τώρα πώς επιχείρησες να το εξηγήσεις εσύ’, οὐδέν μεντᾶν ἧττον ἀκούοιμι νῦν πῇ σύ ἐπεχείρησας λέγειν, 73b9-73bl0.
[4] Για τη χρησιμοποίηση λογοτεχνικών λεπτομερειών στην απεικόνιση κρίσιμων καταστάσεων από τον Θουκυδίδη βλ. ειδικά Stahl (2003) κεφ. 10,’Literary Detail and Historical Crisis Point’.
[5] Για μια συνεκτική ανάγνωση των τεσσάρων δημηγοριών (για τις οποίες συχνά έχει υποστηριχθεί ότι στερούνται ενότητας) βλ. Stahl (2003) 41-55.
[6] Για τη λογική λειτουργία του μορίου γάρ σε παρόμοια συμφραζόμενα βλ. Stahl (2003) 2· 6· 11, σημ. 8· 181 κ.ε.· 184.
[7] Βλ. Stahl (2001) 92-95 για τη θλίψη του λαοό της Αμβρακίας.
[8] Ο Δημοσθένης είναι ένα σπάνιο πρόσωπο στον Θουκυδίδη, καθόσον μαθαίνει από τα λάθη του. Ωστόσο, η τελευταία εφαρμογή της ‘μάθησής’ του θα αποτελέσει και την καταστροφή του. Βλ. Stahl (2003), 129-31· 139· 155, σημ. 46. Για τις τακτικές του Δημοσθένη βλ. Roisman (1993) σε διάφορα σημεία.
[9] Cornford (1907) 88.
[10] Connor (1984) 109.
[11] Δέχομαι τη γραφή ξυνεκπλεῦσαι στο 4.3.2. Δεν βλέπω δυσκολία στο γεγονός ότι ο Δημοσθένης μόλις τώρα αποκαλύπτει το σχέδιο και τις λεπτομέρειες του (είδαμε να χρησιμοποιείται μια παρόμοια τεχνική από τον Θουκυδίδη στα χωρία 1.46.4 και 6.46.1-5: γιατί θα έπρεπε να έχει περιγράφει το σχέδιο του Δημοσθένη νωρίτερα, αν ο ίδιος ο Δημοσθένης αποκάλυψε τις λεπτομέρειές του μόλις τώρα, όταν δηλαδή απαιτούνταν δράση;). Το να διατηρηθεί η γραφή ξυνέκπλευσε, που καθιστά αυτή την πρόταση δήλωση του ίδιου του Θουκυδίδη και μετά να κατηγορηθεί ο ιστορικός για το γεγονός ότι καθυστέρησε να παράσχει κρίσιμες πληροφορίες ισοδυναμεί με λήψη του ζητουμένου.
[12] Αναμφίβολα οι Classen-Steup έχουν δίκιο να τοποθετούν το κόμμα πριν (και όχι μετά) από τις λέξεις ὑπό ἀπλοίας, που χάριν έμφασης τοποθετούνται πριν από την πρόταση που εισάγεται με το μέχρι.
[13] Για μια επισκόπηση ολόκληρου του επεισοδίου της Πύλου και για τις πολιτικές επιπτώσεις του βλ. Stahl (2003) 138-53.
[14] Για λεπτομέρειες σχετικά με τις μεταστροφές των γεγονότων στη Σικελική εκστρατεία βλ. Stahl (20031 xem. 10.
[15] Το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης προσθέτει ρητά στην περιγραφή του το απάνθρωπο κίνητρο των στρατηγών και την ευθύνη τους για τη σφαγή αντικρούει τις απόπειρες να του πιστωθεί προκατάληψη υπέρ της Αθήνας.
[16] Robinson (1985) 23.
[17] Hornblower (1994b) 136: ‘…ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, ως σαφείς αναλύσεις απαλλαγμένες από την ιδιόλεκτο, είναι δύο βιβλία των Stahl [1966] και de Romilly [1956]’ (τα πλάγια γράμματα και οι προσθήκες στις αγκύλες δικά μου).
[18] Rood (1998a) 17. Bl. Ακόμα σημ. 47 στην ίδια σελίδα.[19] de Jong (2004) X (τα πλάγια δικά μου).
[20] de Jong (2004) 222.
[21] de Jong (2004) 221 (τα πλάγια δικά μου).
[22] V. J. Hunter (1973a) 184· βλ. ακόμα Schneider (1974) 65 κ.ε.· 136.
[23] Hornblower (1994b) 136. Όταν ο Connor παρουσίασε έναν ‘μεταμοντέρνο Θουκυδίδη’ που εμπλέκεται συναισθηματικά στην αφήγησή του, και αυτός επίσης βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην Hunter (αν και με ισχυρές επιφυλάξεις) και αποκαλούσε τον Stahl (1966) ‘αφορμή’ για τη νέα εξέλιξη, (1977) 289. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Stahl δεν είχε συμμετάσχει στην αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας του Θουκυδίδη. Αφού παραθέσει το μεταγενέστερο δοκίμιο (1973) του Stahl και την ερμηνεία του, ο Connor (1977) 298 διαβλέπει στον Θουκυδίδη ‘τη συγχώνευση ενός ιστορικού ακέραιου χαρακτήρα με έναν καλλιτέχνη βαθιάς έντασης’ (τα πλάγια δικά μου). Τα περιεχόμενα του κεφαλαίου που παρουσιάζοντα εδώ συνηγορούν υπέρ της ακεραιότητας του Θουκυδίδη.
[24] Westlake (1989b) 220.
[25] Η Lang (1995) απαριθμεί όλες τις περιπτώσεις όπου το κίνητρο ενός ατόμου (φόβος, γνώση, αντίληψη, σκέψη, ελπίδα κτλ.) δηλώνεται με μια μετοχή όπως ‘φοβούμενος’, ‘ελπίζοντας’ κτλ. Στις περιπτώσεις του Βρασίδα και του Νικία, για παράδειγμα, αμφισβητεί ‘την πιθανότητα να είχε γνώση ο Θουκυδίδης των κινήτρων οποιουδήποτε από τους δύο άντρες’ (1995) 50, αναφέροντας για τον Βρασίδα (α) ότι ήταν ‘ο βασικός αντίπαλος του Θουκυδίδη’ στην Αμφίπολη και (β) ότι ο στρατηγός Θουκυδίδης θα έπρεπε να είναι ‘ικανός (αλλά δεν ήταν) να διαβάσει τη σκέψη ενός αντιπάλου’. Στο 3.36.6 παρατηρεί ότι ‘η ιδέα ενός Κλέωνα που εκμυστηρεύεται τις σκέψεις και τα σχέδιά του στον Θουκυδίδη φαντάζει παράλογη’ (με τον παραλογισμό να βασίζεται προφανώς στο γεγονός ότι ο Θουκυδίδης είναι ‘φανερά εχθρικός, όταν τον επικρίνει ευθέως’). Φαίνεται ότι η Lang έχει την τάση να δίνει υπερβολική βαρύτητα στις προσωπικές επαφές ανάμεσα στον Θουκυδίδη και στους άνδρες των οποίων τα κίνητρα περιγράφει ο ιστορικός (‘…αν ο Θουκυδίδης…κατόρθωνε να συναντηθεί με τον Νικία…’) υποτιμώντας τις δυνατότητες που προσέφερε η εξέταση των αυτοπτών μαρτύρων (πρβλ. ακόμα Θουκ. 1.22.3).
[26] Για τις παραπομπές σε αυτήν και στις επόμενες σελίδες (με μία εξαίρεση που σημειώνεται) βλ. Hornblower (1994b) 140-43.
[27] Hornblower (1994b) 139.
[28] Έχω υποδείξει νωρίτερα τρεις περιπτώσεις (1.46.4· 4.3.2· 6.46.1-5) στις οποίες ο ιστορικός καθυστερεί πληροφορίες καταθέτοντας τις στο σημείο όπου επηρεάζουν τη δράση. Ο ίδιος ο Hornblower (1994b) 143, σημ. 37, αφήνει περιθώρια για την πιθανότητα η ‘μετατόπιση’ πληροφοριών να προσφέρει ‘μεγαλύτερη ερμηνευτική αποτελεσματικότητα’, αλλά πιστεύει ότι η περίπτωση του χωρίου 1.50 υπερβαίνει αυτή την ερμηνεία.
[29] Ε. Meyer (1899) 2.286.
[30] Μια παρόμοια κατάτμηση λογοτεχνικών συμφραζομένων απαντά και σε άλλα είδη. Απλώς υπενθυμίζω τον ειδικό όρο ‘κλείσιμο’, όπως αυτός εφαρμόζεται στο τέλος της Αινειάδας του Βιργιλίου: χωρίς σεβασμό για τη συνολική σύνθεση (ή για τη γραμμή της πλοκής) ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές χρησιμοποιούν τον όρο ‘κλείσιμο’ στην ανάλυση της σημασίας της τελικής σκηνής (όπου ο Αινείας σκοτώνει τον Τούρνο) ανάλογα με τις υποκειμενικές προτιμήσεις τους: βλ. την ‘ανησυχία’ του R. F. Thomas ‘σχετικά με την τελική πράξη του Αινεία’ (2001, 290, η έμφαση δική μου· πρβλ. 292) ή τα όσα γράφει ο Johnson σχετικά με ‘μια γενική δυσαρέσκεια ή ανησυχία για αυτό το περίφημο κλείσιμο’ (Johnson [1976], 115, με εμφανή περιφρόνηση ‘για εκείνους που αρκούνται να διαβάζουν το έπος ως ένα εθνικό μελόδραμα’· η έμφαση δική μου).
[31] Hornblower (1994b) 141.
[32] Για την περιεκτική σημασία της φράσης το ανθρώπινον στο 1.22.4 βλ. Stahl (2003) 28-30.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου