Παρθένειο
Το ποίημα από το οποίο προέρχεται το απόσπασμα ανήκει στα Παρθένεια του Αλκμάνα, δηλ. τα άσματα που προορίζονταν να τραγουδηθούν από χορό κοριτσιών. Συγκαταλέγεται στα παλαιότερα παπυρικά ευρήματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας -βρέθηκε το 1855- και συγχρόνως αποτελεί το αρχαιότερο δείγμα ελληνικής χορικής ποίησης, που κατά σύμπτωση προέρχεται από τη Σπάρτη. Η κατανόηση του κειμένου παρουσιάζει ανυπέρβλητες δυσκολίες, με συνέπεια να εξακολουθούν να παραμένουν ασαφή αρκετά σημεία, που έχουν να κάνουν ακόμη και με μείζονα θέματα, όπως είναι η ταυτότητα της κορυφαίας και ο συγκεκριμένος ρόλος της Αγιδώς και της Αγησιχόρας ή η ταυτότητα της τιμώμενης θεότητας και ο ακριβής χαρακτήρας της τελετουργίας.
Από το κείμενο συνάγεται ότι η λυρική αυτή σύνθεση τραγουδιόταν από χορό δέκα κοριτσιών, που ενδεχομένως διαγωνιζόταν με κάποιο άλλο χορό, στο πλαίσιο μιας θρησκευτικής τελετουργίας, που φαίνεται ότι άρχιζε νύχτα και κορυφωνόταν τα χαράματα. Η τελετουργία αυτή πιθανώς περιλάμβανε την προσφορά αρότρου ή πέπλου.
Είναι λίγο πολύ βέβαιο ότι στην πλήρη μορφή του το ποίημα είχε έκταση 140 στίχων, από τους οποίους σώζονται -ακέραιοι ή αποσπασματικά- οι 101, και ότι απαρτιζόταν από δέκα δεκατετράστιχες στροφές, από τις οποίες εδώ ανθολογούνται οι τρεις καλύτερα διατηρημένες, η 6η, η 7η και η 8η. Η ενότητα αυτή διαφοροποιείται εμφανώς από το σωζόμενο πρώτο μέρος, που έχει κυρίως μυθολογικό περιεχόμενο και όπου η αφήγηση των (σπαρτιατικού ενδιαφέροντος) μύθων εκβάλλει σε παραινέσεις ή γνώμες (αφορισμούς, γενικεύσεις) για την τήρηση του μέτρου ή την τιμωρία που έρχεται αναπόδραστη από τους θεούς. Το απόσπασμα που ακολουθεί, αντίθετα, δεν αναφέρεται στο μυθικό παρελθόν αλλά στο εορταστικό παρόν: στο λατρευτικό πλαίσιο, στο συγκεκριμένο γεγονός του χορού και πάνω απ᾽ όλα στην απαράμιλλη ομορφιά πρωτίστως των κορυφαίων του χορού, της Αγησιχόρας και της Αγιδώς, που η λάμψη τους παραβάλλεται με τη λάμψη του ήλιουή του χρυσού. Εντυπωσιακά πυκνές είναι στην ενότητα αυτή οι αναφορές σε άλογα.
Απόσπασμα 1, 36-77
ἔστι τις σιῶν τίσις·
ὁ δ᾽ ὄλβιος, ὅστις εὔφρων
ἁμέραν [δι]απλέκει
ἄκλαυτος· ἐγὼν δ᾽ ἀείδω
40 Ἀγιδῶς τὸ φῶς· ὁρῶ
F᾽ ὥτ᾽ ἄλιον, ὅνπερ ἇμιν
Ἀγιδὼ μαρτύρεται
φαίνην· ἐμὲ δ᾽ οὔτ᾽ ἐπαινῆν
οὔτε μωμήσθαι νιν ἁ κλεννὰ χοραγὸς
45 οὐδ᾽ ἁμῶς ἐῇ· δοκεῖ γὰρ ἤμεν αὔτα
ἐκπρεπὴς τὼς ὥπερ αἴτις
ἐν βοτοῖς στάσειεν ἵππον
παγὸν ἀεθλοφόρον καναχάποδα
τῶν ὑποπετριδίων ὀνείρων·
50 ἦ οὐχ ὁρῇς; ὁ μὲν κέλης
Ἐνετικός· ἁ δὲ χαίτα
τᾶς ἐμᾶς ἀνεψιᾶς
Ἁγησιχόρας ἐπανθεῖ
χρυσὸς [ὡ]ς ἀκήρατος·
55 τό τ᾽ ἀργύριον πρόσωπον,
διαφάδαν τί τοι λέγω;
Ἁγησιχόρα μὲν αὕτα·
ἁ δὲ δευτέρα πεδ᾽ Ἀγιδὼ τὸ Fεῖδος
ἵππος Ἰβηνῷ Κολαξαῖος δραμήται·
60 ταὶ Πεληάδες γὰρ ἇμιν
ὀρθρίαι φᾶρος φεροίσαις
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίαν ἅτε σήριον
ἄστρον ἀυηρομέναι μάχονται·
οὔτε γάρ τι πορφύρας
65 τόσσος κόρος ὥστ᾽ ἀμύναι,
οὔτε ποικίλος δράκων
παγχρύσιος, οὐδὲ μίτρα
Λυδία, νεανίδων
ἰανογ[λ]εφάρων ἄγαλμα,
70 οὐδὲ ταὶ Ναννῶς κόμαι,
ἀλλ᾽ οὐ[δ᾽] Ἀρέτα σιειδής,
οὐδὲ Σύλακίς τε καὶ Κλεησισήρα,
οὐδ᾽ ἐς Αἰνησιμβρ[ό]τας ἐνθοῖσα φασεῖς·
Ἀσταφίς [τ]έ μοι γένοιτο
75 καὶ ποτιγλέποι Φίλυλλα
Δαμαρ[έ]τα τ᾽ ἐρατά τε Fιανθεμίς·
ἀλλ᾽ Ἁγησιχόρα με τείρει.
***
Υπάρχει αυτό που λένε θεία δίκη.1
Ο ευτυχισμένος εκείνος που με άδολη καρδιά
έζησε την ημέρα του αδάκρυτος.
Μα εγώ τραγουδάω τη λάμψη της Αγιδώς·40
τη βλέπω, ίδιος ο ήλιος,
που η Αγιδώ για μας τον βάζει μάρτυρα.
Εμένα όμως η ξακουσμένη κορυφαία2
δεν με αφήνει με κανένα τρόπο45
ούτε να την επαινώ ούτε να την ψέγω·3
μοιάζει από μόνη να ξεχωρίζει έτσι
όπως θα ξεχώριζε, αν κάποιος πλάι σε γιδοπρόβατα
έβαζε στιβαρό άλογο αγώνων,
που ηχούν οι οπλές του όταν καλπάζει,
από αυτά που ονειρεύεσαι κάτω απ᾽ τους βράχους.
Κοίτα, δεν βλέπεις; Το άλογο ιππασίας είναι ενετικό.450
Η χαίτη της Αγησιχόρας, της ξαδέρφης μου,
λάμπει όπως το καθαρό χρυσάφι.
Και το ασημένιο πρόσωπό της55
-τι να σου λέω λόγια κι άλλα λόγια;
Ιδού η Αγησιχόρα.
Η δεύτερη στην ομορφιά μετά την Αγιδώ
άλογο κολαξαίο5 θα τρέξει πλάι σε ιβηνό.6
Γιατί οι Πελειάδες,7 που υψώνονται χαράματα,8 μας πολεμάνε,60
όταν εμείς μέσα στην αθάνατη νύχτα σηκώνουμε το άροτρο,9
όπως υψώνεται ο Σείριος.10
Και δεν υπάρχει για να αμυνθούμε
ούτε τόσος πλούτος πορφύρας11
ούτε τόσα λεπτοδουλεμένα ολόχρυσα φίδια65
ούτε λυδικοί κεφαλόδεσμοι,
το καμάρι των κοριτσιών με το σκοτεινό βλέμμα,
ούτε η κόμη της Ναννώς,70
ούτε και η θεϊκή Αρέτα,
ούτε η Φυλακίδα και η Κλεησιθήρα·
ούτε θα πας στην Αινησιμβρότα12
και θα πεις: «κάνε να γίνει δική μου η Ασταφίς,
να με κοιτά κατάματα η Φίλυλλα75
και η Δαμαρέτα και η εράσμια Ιανθεμίς».
Εμένα η Αγησιχόρα με λιώνει.
-------------
Από το κείμενο συνάγεται ότι η λυρική αυτή σύνθεση τραγουδιόταν από χορό δέκα κοριτσιών, που ενδεχομένως διαγωνιζόταν με κάποιο άλλο χορό, στο πλαίσιο μιας θρησκευτικής τελετουργίας, που φαίνεται ότι άρχιζε νύχτα και κορυφωνόταν τα χαράματα. Η τελετουργία αυτή πιθανώς περιλάμβανε την προσφορά αρότρου ή πέπλου.
Είναι λίγο πολύ βέβαιο ότι στην πλήρη μορφή του το ποίημα είχε έκταση 140 στίχων, από τους οποίους σώζονται -ακέραιοι ή αποσπασματικά- οι 101, και ότι απαρτιζόταν από δέκα δεκατετράστιχες στροφές, από τις οποίες εδώ ανθολογούνται οι τρεις καλύτερα διατηρημένες, η 6η, η 7η και η 8η. Η ενότητα αυτή διαφοροποιείται εμφανώς από το σωζόμενο πρώτο μέρος, που έχει κυρίως μυθολογικό περιεχόμενο και όπου η αφήγηση των (σπαρτιατικού ενδιαφέροντος) μύθων εκβάλλει σε παραινέσεις ή γνώμες (αφορισμούς, γενικεύσεις) για την τήρηση του μέτρου ή την τιμωρία που έρχεται αναπόδραστη από τους θεούς. Το απόσπασμα που ακολουθεί, αντίθετα, δεν αναφέρεται στο μυθικό παρελθόν αλλά στο εορταστικό παρόν: στο λατρευτικό πλαίσιο, στο συγκεκριμένο γεγονός του χορού και πάνω απ᾽ όλα στην απαράμιλλη ομορφιά πρωτίστως των κορυφαίων του χορού, της Αγησιχόρας και της Αγιδώς, που η λάμψη τους παραβάλλεται με τη λάμψη του ήλιουή του χρυσού. Εντυπωσιακά πυκνές είναι στην ενότητα αυτή οι αναφορές σε άλογα.
Απόσπασμα 1, 36-77
ἔστι τις σιῶν τίσις·
ὁ δ᾽ ὄλβιος, ὅστις εὔφρων
ἁμέραν [δι]απλέκει
ἄκλαυτος· ἐγὼν δ᾽ ἀείδω
40 Ἀγιδῶς τὸ φῶς· ὁρῶ
F᾽ ὥτ᾽ ἄλιον, ὅνπερ ἇμιν
Ἀγιδὼ μαρτύρεται
φαίνην· ἐμὲ δ᾽ οὔτ᾽ ἐπαινῆν
οὔτε μωμήσθαι νιν ἁ κλεννὰ χοραγὸς
45 οὐδ᾽ ἁμῶς ἐῇ· δοκεῖ γὰρ ἤμεν αὔτα
ἐκπρεπὴς τὼς ὥπερ αἴτις
ἐν βοτοῖς στάσειεν ἵππον
παγὸν ἀεθλοφόρον καναχάποδα
τῶν ὑποπετριδίων ὀνείρων·
50 ἦ οὐχ ὁρῇς; ὁ μὲν κέλης
Ἐνετικός· ἁ δὲ χαίτα
τᾶς ἐμᾶς ἀνεψιᾶς
Ἁγησιχόρας ἐπανθεῖ
χρυσὸς [ὡ]ς ἀκήρατος·
55 τό τ᾽ ἀργύριον πρόσωπον,
διαφάδαν τί τοι λέγω;
Ἁγησιχόρα μὲν αὕτα·
ἁ δὲ δευτέρα πεδ᾽ Ἀγιδὼ τὸ Fεῖδος
ἵππος Ἰβηνῷ Κολαξαῖος δραμήται·
60 ταὶ Πεληάδες γὰρ ἇμιν
ὀρθρίαι φᾶρος φεροίσαις
νύκτα δι᾽ ἀμβροσίαν ἅτε σήριον
ἄστρον ἀυηρομέναι μάχονται·
οὔτε γάρ τι πορφύρας
65 τόσσος κόρος ὥστ᾽ ἀμύναι,
οὔτε ποικίλος δράκων
παγχρύσιος, οὐδὲ μίτρα
Λυδία, νεανίδων
ἰανογ[λ]εφάρων ἄγαλμα,
70 οὐδὲ ταὶ Ναννῶς κόμαι,
ἀλλ᾽ οὐ[δ᾽] Ἀρέτα σιειδής,
οὐδὲ Σύλακίς τε καὶ Κλεησισήρα,
οὐδ᾽ ἐς Αἰνησιμβρ[ό]τας ἐνθοῖσα φασεῖς·
Ἀσταφίς [τ]έ μοι γένοιτο
75 καὶ ποτιγλέποι Φίλυλλα
Δαμαρ[έ]τα τ᾽ ἐρατά τε Fιανθεμίς·
ἀλλ᾽ Ἁγησιχόρα με τείρει.
***
Υπάρχει αυτό που λένε θεία δίκη.1
Ο ευτυχισμένος εκείνος που με άδολη καρδιά
έζησε την ημέρα του αδάκρυτος.
Μα εγώ τραγουδάω τη λάμψη της Αγιδώς·40
τη βλέπω, ίδιος ο ήλιος,
που η Αγιδώ για μας τον βάζει μάρτυρα.
Εμένα όμως η ξακουσμένη κορυφαία2
δεν με αφήνει με κανένα τρόπο45
ούτε να την επαινώ ούτε να την ψέγω·3
μοιάζει από μόνη να ξεχωρίζει έτσι
όπως θα ξεχώριζε, αν κάποιος πλάι σε γιδοπρόβατα
έβαζε στιβαρό άλογο αγώνων,
που ηχούν οι οπλές του όταν καλπάζει,
από αυτά που ονειρεύεσαι κάτω απ᾽ τους βράχους.
Κοίτα, δεν βλέπεις; Το άλογο ιππασίας είναι ενετικό.450
Η χαίτη της Αγησιχόρας, της ξαδέρφης μου,
λάμπει όπως το καθαρό χρυσάφι.
Και το ασημένιο πρόσωπό της55
-τι να σου λέω λόγια κι άλλα λόγια;
Ιδού η Αγησιχόρα.
Η δεύτερη στην ομορφιά μετά την Αγιδώ
άλογο κολαξαίο5 θα τρέξει πλάι σε ιβηνό.6
Γιατί οι Πελειάδες,7 που υψώνονται χαράματα,8 μας πολεμάνε,60
όταν εμείς μέσα στην αθάνατη νύχτα σηκώνουμε το άροτρο,9
όπως υψώνεται ο Σείριος.10
Και δεν υπάρχει για να αμυνθούμε
ούτε τόσος πλούτος πορφύρας11
ούτε τόσα λεπτοδουλεμένα ολόχρυσα φίδια65
ούτε λυδικοί κεφαλόδεσμοι,
το καμάρι των κοριτσιών με το σκοτεινό βλέμμα,
ούτε η κόμη της Ναννώς,70
ούτε και η θεϊκή Αρέτα,
ούτε η Φυλακίδα και η Κλεησιθήρα·
ούτε θα πας στην Αινησιμβρότα12
και θα πεις: «κάνε να γίνει δική μου η Ασταφίς,
να με κοιτά κατάματα η Φίλυλλα75
και η Δαμαρέτα και η εράσμια Ιανθεμίς».
Εμένα η Αγησιχόρα με λιώνει.
-------------
1 Ο αφορισμός αυτός λειτουργεί διττά: ως επισφράγισμα των προηγηθέντων και ως αφετηρία για τα επόμενα.
2 Χωρίς να είναι απολύτως βέβαιο, φαίνεται πιθανότερο ότι η «ξακουσμένη κορυφαία» (κλεννὰ χοραγὸς) είναι η Αγησιχόρα.
3 Πιθανώς εννοεί την Αγιδώ, και όχι, όπως έχει επίσης υποστηριχθεί, την ίδια την Αγησιχόρα, εφόσον αυτή είναι η κορυφαία.
4 Τα ενετικά άλογα προέρχονταν ή από την περιοχή κοντά στο βόρειο άκρο της Αδριατικής θάλασσας ή από την Παφλαγονία, όπου επίσης μαρτυρούνται Ενετοί. Δεν είναι βέβαιο αν ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στην Αγιδώ ή (πιθανότερο) στην Αγησιχόρα.
5 Σκυθικό.
6 Οι Ιβηνοί είναι λαός της Κελτικής ή, κατά τον αρχαίο σχολιαστή, της Λυδίας. Παραδίδεται ότι και τα κολαξαία και τα ιβηνά άλογα ήσαν γρήγορα και ότι υπερείχαν τα ιβηνά. Δεν είναι απολύτως βέβαιο αν «η δεύτερη στην ομορφιά μετά την Αγιδώ» είναι η Αγησιχόρα, όπως γίνεται ευρέως δεκτό, ή άλλη γυναίκα.
7 Έως σήμερα δεν έχει προταθεί ικανοποιητική ερμηνεία γι᾽ αυτή την αινιγματική αναφορά. Πλειάδες σημαίνει κατά γράμμα "περιστέρες". Πλειάδες και αργότερα Πλειάς αποκαλείται ο αστερισμός της Πούλιας. Οι Πλειάδες, σύμφωνα με τον μύθο, αρχικά ήταν επτά αδελφές που μεταμορφώθηκαν σε περιστέρια και αργότερα σε αστέρια. Έχει, μεταξύ άλλων, υποστηριχθεί ότι με τον όρο "Πλειάδες" (Πεληάδες) εννοείται α) η Πούλια,β) η Αγιδώ και η Αγησιχόρα και γ) ένας αντίπαλος χορός.
8 Στο πρωτότυπο ὀρθρίαι. Κάποιοι μελετητές διαβάζουν Ὀρθρίᾳ (δοτική) και δέχονται ότι ο λόγος είναι για προσφορά στην Ὀρθρία (θεότητα του όρθρου, της αυγής)· άλλοι συσχετίζουν το χωρίο με την Ἄρτεμιν Ὀρθίαν, για την οποία η Σπάρτη ήταν σημαντικότατο κέντρο λατρείας.
9 Στον πάπυρο πάνω από τη λέξη φᾶρος, που κανονικά σημαίνει "ύφασμα", "φόρεμα", "πέπλο", είναι γραμμένη ως ερμήνευμα η λέξη ἄροτρον, σημασίαπου μαρτυρείται από μία ακόμη πηγή. Αν η λέξη είχε τη συνήθη σημασία, θα είχαμε προσφορά ανάλογη με την προσφορά πέπλου, που είναι γνωστή από τη λατρεία άλλων θεών.
10 Ο μεγαλύτερος αστέρας του αστερισμού του Μεγάλου Κυνός, ο πιο λαμπερός από τους απλανείς αστέρες.
11 Πορφυροβαφή φορέματα.
12 Η Αινησιμβρότα ήταν ίσως φαρμακεύτρια (μάγισσα) που βοηθούσε όσους προσέφευγαν σ᾽ αυτή να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. Για τις υπόλοιπες γυναίκες που αναφέρονται ονομαστικά δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Ο ύπνος της φύσης
Ένα από τα χαρακτηριστικά της χορικής ποίησης του Αλκμάνα είναι η ιδιαίτερη αίσθηση της φύσης που μεταδίδουν οι περιγραφές του. Στο απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφεται η απόλυτη γαλήνη της φύσης που κοιμάται. Τα συμφραζόμενα του ποιήματος από το οποίο προέρχεται το απόσπασμα δεν τα γνωρίζουμε. Ίσως η περιγραφή να συνδεόταν με την επιφάνεια κάποιου θεού ή να αποτελούσε το πλαίσιο για μια νυχτερινή τελετουργία. Θα μπορούσε όμως και να υπάρχει ως αντίθεση με την κατάσταση αϋπνίας ή ψυχικής ταραχής κάποιου ανθρώπου. Η εικόνα των άγριων ζώων που κοιμούνται απαντά βέβαια και σε άλλους ποιητές, αλλά εδώ ο Αλκμάν πρωτοτυπεί, αφού στην περιγραφή του περιλαμβάνει ολόκληρη τη φύση, έμψυχη και άψυχη. Τα στοιχεία που ακινητούν παρουσιάζονται με περισσή τέχνη: ξεκινούμε από τα άψυχα και ασάλευτα βουνά και τα φαράγγια, ακολουθούν τα αργοκίνητα ερπετά της γης, και καθώς ο ρυθμός της κίνησης όλο και δυναμώνει, ακούμε με τη σειρά για τ᾽ αγρίμια του βουνού, για τις μέλισσες και τα κήτη της θάλασσας, τέλος για τα μακροφτέρουγα πουλιά. Η επανάληψη ορισμένων λέξεων (εὕδουσι στ. 1 και 6, φῦλα στ. 3 και 6) προσδίδει στο ποίημα πρόσθετη ρυθμικότητα.
Απόσπασμα 89
εὕδουσι δ᾽ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
πρώονές τε καὶ χαράδραι
φῦλά τ᾽ ἑρπέτ᾽ ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖα
θῆρές τ᾽ ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν
5 καὶ κνώδαλ᾽ ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλός·
εὕδουσι δ᾽ οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων.
***
Κοιμούνται οι βουνοκορφές κοιμούνται τα φαράγγια,
κοιμούνται οι χαράδρες και οι κορυφογραμμές,
και τα σερνάμενα πάνω στη γη τη σκοτεινόχρωμη,
τα άγρια του βουνού και τα μελίσσια,
ακόμη και τα κήτη στα βάθη της θάλασσας5
κοιμούνται και τα μακροφτέρουγα πουλιά.
Απόσπασμα 89
εὕδουσι δ᾽ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
πρώονές τε καὶ χαράδραι
φῦλά τ᾽ ἑρπέτ᾽ ὅσα τρέφει μέλαινα γαῖα
θῆρές τ᾽ ὀρεσκῷοι καὶ γένος μελισσᾶν
5 καὶ κνώδαλ᾽ ἐν βένθεσσι πορφυρέας ἁλός·
εὕδουσι δ᾽ οἰωνῶν φῦλα τανυπτερύγων.
***
Κοιμούνται οι βουνοκορφές κοιμούνται τα φαράγγια,
κοιμούνται οι χαράδρες και οι κορυφογραμμές,
και τα σερνάμενα πάνω στη γη τη σκοτεινόχρωμη,
τα άγρια του βουνού και τα μελίσσια,
ακόμη και τα κήτη στα βάθη της θάλασσας5
κοιμούνται και τα μακροφτέρουγα πουλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου