Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα της προστασίας των πολιτευμάτων δεν είναι παρά η αντίστροφη διαδικασία από τον εντοπισμό των παραγόντων που τα καταστρέφουν. Αν κάποιος γνωρίζει καλά τις αιτίες που φθείρουν τα πολιτεύματα, αυτομάτως γνωρίζει και τις μεθόδους της προστασίας, αφού προστασία για ένα πολίτευμα σημαίνει διατήρηση, δηλαδή καταπολέμηση των φθοροποιών αιτιών. Με δεδομένο ότι η κυριότερη αιτία που κλονίζει τα πολιτεύματα είναι η ατονία του νόμου (που σταδιακά μπορεί να φτάσει ως την οριστική κατάλυση) γίνεται αντιληπτό ότι το πολίτευμα που θέλει να παραμείνει στο χρόνο οφείλει πρωτίστως να μεριμνήσει για την εφαρμογή του νόμου: «Έτσι λοιπόν, στα πολιτεύματα με το σωστό συνδυασμό στοιχείων επιβάλλεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να προσέχουν πώς να μη γίνονται καθόλου παρανομίες και κυρίως να εμποδίζουν τη μικρή παρανομία, γιατί η μικρή παρανομία εισχωρεί στο πολίτευμα ανεπαίσθητα σαν τις μικρές δαπάνες που, όταν επαναλαμβάνονται συχνά, εξανεμίζουν τις περιουσίες». (σελ. 131).
Υπό αυτή την έννοια η εφαρμογή του νόμου τίθεται ως σπουδαιότερη πολιτειακή προτεραιότητα, αφού ο νόμος είναι ο στυλοβάτης του πολιτεύματος. Ο λαός που ανέχεται και (από την πλευρά του) συμβάλλει στην απαξίωση του νόμου, όπως και ο πολιτικός αξιωματούχος που ακυρώνει το νόμο για προσωπικό όφελος (είτε προς ίδιο πλουτισμό είτε προς εξυπηρέτηση φίλων που στηρίζουν την εξουσία του) ουσιαστικά υπονομεύουν το πολίτευμα, όσο κι αν διατείνονται ότι το σέβονται ή το υπηρετούν. Γι’ αυτό ο νόμος πρέπει είναι ορθός αποσκοπώντας στο συνολικό όφελος κι όχι στα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κάστας που βρίσκει τον τρόπο να επιβληθεί. Ο μεροληπτικός νόμος είναι ο άδικος νόμος και αυτή είναι η απαρχή της ακύρωσής του, αφού ο κόσμος αποστασιοποιείται και τον παραβαίνει. Ο νομοθέτης που υποκύπτει σε συμφέροντα νομοθετώντας στρεβλά, πριν απ’ όλα βάζει σε κίνδυνο το πολίτευμα. Τα νομοθετικά σφάλματα που προκύπτουν από αμέλεια ή κακό υπολογισμό είναι αδύνατο να επιδράσουν το ίδιο αρνητικά, αφού, μόλις η πράξη καταδείξει το ανορθόδοξο ή ανεφάρμοστο του πνεύματός τους, οι νόμοι μπορούν να τροποποιηθούν (ή να αντικατασταθούν) εξασφαλίζοντας την κοινωνική αρμονία. Τελικά, όλα είναι ζήτημα προθέσεων και οι κακές προθέσεις που αντιμετωπίζουν το νόμο ως ευκαιρία κατοχύρωσης της ανισότητας είναι αυτές που θα δράσουν εμπρηστικά υποσκάπτοντας το πολίτευμα.
Όμως, σε τελική ανάλυση, το ζήτημα της ευθύνης του νομοθέτη εντάσσεται μέσα στην ίδια τη δομή του πολιτεύματος που οφείλει να εξισορροπεί τη δύναμη των αξιωματούχων, ώστε να μη γίνεται ανεξέλεγκτη. Η τεράστια χρονική διάρκεια ενός αξιώματος και ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας σε ελάχιστα άτομα ενισχύουν επικίνδυνα το ενδεχόμενο της πολιτικής αλαζονείας δίνοντας στον αξιωματούχο την αίσθηση του άτρωτου, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να υπερβεί το νόμο χωρίς κυρώσεις: «Εξάλλου κοινή πολιτική αρχή και στη δημοκρατία και στην ολιγαρχία και στη μοναρχία και σε κάθε πολίτευμα είναι να μην αποκτά κανείς πολύ μεγάλη υπεροχή διαταράσσοντας έτσι την ισορροπία των δυνάμεων, αλλά αντίθετα η επιδίωξη μάλλον να είναι να δίνονται αξιώματα μικρά σε δικαιοδοσία αλλά μεγάλα σε διάρκεια ή μικρά σε διάρκεια αλλά μεγάλα σε δικαιοδοσία… Κυρίως μάλιστα να γίνεται προσπάθεια να κατευθύνονται οι άνθρωποι σύμφωνα με τους νόμους έτσι, ώστε κανείς να μην εμφανίζεται με συγκεντρωμένη μεγάλη δύναμη στα χέρια του εξαιτίας είτε φίλων είτε πλούτου». (σελ. 139). Κι αν φαίνεται περίεργο ότι η μοναρχία πρέπει να προλαμβάνει την υπερβολική υπεροχή οποιουδήποτε πολίτη, τη στιγμή που η ίδια η φύση του πολιτεύματος επιβάλλει την υπερβολική υπεροχή του μονάρχη, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι το κάθε πολίτευμα οφείλει να μεριμνά για τη διατήρηση των ισορροπιών που το ίδιο καθορίζει. Για το μονάρχη, εκείνος που αποκτά τεράστια δύναμη, η οποία συνοδεύεται κι από ανάλογη λαϊκή απήχηση, δεν είναι τίποτε άλλο από επερχόμενη απειλή. Από την πλευρά της η ολιγαρχία οφείλει να προσέχει την υπερβολική ισχύ που αποκτά κάποιος, ακριβώς γιατί υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί σε μοναρχία (ή τυραννία). Όσο για τη δημοκρατία που επιτρέπει την ανάληψη των αξιωμάτων συνεχώς από τους ίδιους ανθρώπους, ο κίνδυνος της αλλοίωσης του πολιτεύματος είναι απολύτως ορατός, αφού η μονοπώληση της εξουσίας από συγκεκριμένα άτομα είναι πολύ πιθανό να γεννήσει τη διαφθορά: «… οι φορείς μεγάλων αξιωμάτων διαφθείρονται και δεν είναι γνώρισμα του καθένα να αντιμετωπίζει την καλή του τύχη χωρίς να διαφθείρεται». (σελ. 139). Εξάλλου, το μονοπώλιο της εξουσίας αφορά περισσότερο τα συγκεντρωτικά πολιτεύματα.
Σε κάθε περίπτωση, αναφορικά με τους ανθρώπους που ξεπερνούν τη δύναμη που επιβάλλουν οι εκάστοτε πολιτειακές ισορροπίες, ο Αριστοτέλης προτείνει «να απομακρύνονται στο εξωτερικό ευσχήμως». (σελ. 139). Θα λέγαμε ότι είναι σαν να φωτογραφίζει περιπτώσεις όπως του Αλκιβιάδη, που αποκτούν τεράστια ισχύ σε ατομικό επίπεδο ζημιώνοντας το πολίτευμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις (προφανώς) αναφέρεται κι όταν κάνει λόγο για την ιδιωτική ζωή που πρέπει να συμβαδίζει με το πολίτευμα: «Επειδή πάλι ορισμένοι προκαλούν επαναστάσεις ορμώμενοι από την ιδιωτική τους ζωή, πρέπει να καθιερωθεί μια εξουσία που να επιθεωρεί όσους ζουν με τρόπο ασυμβίβαστο προς το πολίτευμα, δηλαδή στη δημοκρατία ασυμβίβαστο προς τις δημοκρατικές αρχές, στην ολιγαρχία προς τις ολιγαρχικές αρχές και όμοια για καθένα από τα υπόλοιπα πολιτεύματα». (σελ. 139 – 141). [Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης στην περίπτωση της δημοκρατίας τάσσεται κατά των οικονομικών προσφορών από ιδιώτες προς την πόλη σε ζητήματα που επί της ουσίας είναι άχρηστα, αφού περισσότερο λειτουργούν ως μορφή επίδειξης παρά κοινωνικού ενδιαφέροντος: «Ακόμη καλύτερο είναι να εμποδίζονται όσοι θέλουν να αναλαμβάνουν δαπανηρές αλλά όχι χρήσιμες λειτουργίες, όπως χορηγίες, λαμπαδαρχίες και άλλες παρόμοιες». (σελ. 145)].
Φυσικά, το να πάρουμε τοις μετρητοίς μια τέτοια άποψη θα ήταν υπερβολικό. Ένα κρατικό σώμα, που θα ερευνά την ιδιωτική ζωή του καθενός, αν συμβαδίζει με το πολίτευμα, είναι ξεκάθαρη καταπίεση. Σε μια δημοκρατία η ύπαρξη και μόνο ενός τέτοιου σώματος θα ήταν η απόδειξη της αλλοίωσής της. (Τέτοιες μέθοδοι ταιριάζουν σε απολυταρχίες και σε ανελεύθερα καθεστώτα και καταδεικνύουν το φόβο των αρχών ότι δεν έχουν λαϊκό έρεισμα. Γι’ αυτό και θέλουν να ελέγχουν τα πάντα. Γιατί τα πάντα είναι ύποπτα. Στις δημοκρατίες η εφαρμογή του νόμου είναι αρκετή). Αυτό όμως που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τελικά το πολίτευμα δεν είναι απλά ένας τρόπος κοινωνικής οργάνωσης στο πλαίσιο της διαχείρισης της εξουσίας, αλλά τρόπος ζωής, δηλαδή μια ολόκληρη αντίληψη. Δε χρειάζεται κάποιος να αυτοχαρακτηρίζεται δημοκρατικός, χρειάζεται να το αποδεικνύει. Εκείνος που συμπεριφέρεται αυταρχικά σε κάθε σχέση που του δίνεται η ευκαιρία είναι προφανές ότι δεν πείθει, όσο κι αν συστήνεται δημοκρατικός. Και είναι ζήτημα υψίστης σημασίας για ένα πολίτευμα να διαμορφώνει πολίτες που ασπάζονται και υιοθετούν εμπράκτως τις αρχές του. Γιατί αυτοί είναι και οι πολίτες που θα το υπερασπιστούν πραγματικά, αν ποτέ παρουσιαστεί κίνδυνος ή, για να το πούμε καλύτερα, ένα πολίτευμα που έχει διαμορφώσει τέτοιους πολίτες είναι δύσκολο να κινδυνεύσει. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας.
Κάθε πολίτευμα που θέλει να διατηρηθεί οφείλει να διαφυλάξει τις αρχές του προσαρμόζοντας, αν αλλάξουν οι συνθήκες στην πόλη, τα νέα δεδομένα στη φιλοσοφία του κι όχι το αντίθετο. Το ότι το πολίτευμα δεν πρέπει να είναι άκαμπτο δε σημαίνει ότι θα αναπροσδιορίζεται σύμφωνα με τις εξελίξεις (ούτε βέβαια ότι και θα τις αρνείται σαν να μην υπάρχουν), αλλά ότι θα εντάσσει τους καινούργιους όρους που προκύπτουν στη δική του ιδεολογική πλατφόρμα. Το παράδειγμα που φέρνει ο Αριστοτέλης είναι εκείνο της ολιγαρχίας και της πολιτείας που κατανέμουν τα αξιώματα ανάλογα με την περιουσία. Αν οι οικονομικές συνθήκες αλλάξουν (για οποιοδήποτε λόγο) και ο κόσμος πλουτίσει, το πολίτευμα οφείλει να ανεβάσει το περιουσιακό όριο για να διατηρήσει το χαρακτήρα του, αφού, αν αφήσει το ίδιο, οι περισσότεροι θα πληρούν τις εισοδηματικές προϋποθέσεις και θα διεκδικούν τα αξιώματα μετατρέποντας το σε δημοκρατία. Στην αντίθετη περίπτωση που ο κόσμος φτωχύνει οφείλει να κατεβάσει το όριο αντίστοιχα, για να μη μετατραπεί σε δυναστεία: «Γιατί στις ολιγαρχίες και τις πολιτείες, όταν δε γίνεται αυτό, στην περίπτωση που τα εισοδήματα αποβούν μικρότερα του αρχικού, το αποτέλεσμα είναι να προκύπτουν ολιγαρχίες από πολιτείες και δυναστείες από ολιγαρχίες, ενώ στην περίπτωση που αποβούν μεγαλύτερα, η πολιτεία μεταβάλλεται σε δημοκρατία και η ολιγαρχία σε πολιτεία ή σε δημοκρατία». (σελ. 137 – 139).
Με άλλα λόγια, η πολιτειακή ακαμψία δεν μπορεί παρά να επιφέρει αλλοιώσεις. Τα πολιτεύματα οφείλουν να λαμβάνουν πολύ σοβαρά τις υποδείξεις των καιρών, αν θέλουν να διατηρήσουν το χαρακτήρα τους. Όποιος δεν προσαρμόζεται εξαφανίζεται. Όμως εδώ η προσαρμογή σε συνίσταται σε επανατοποθέτηση. Συνίσταται στην αλλαγή που θα διατηρήσει στο ακέραιο τις αρχικές αντιλήψεις. Αν οι εξελίξεις είναι τόσο σφοδρές που το πολίτευμα είναι αδύνατο να τις εντάξει στην κοσμοθεωρία του, τότε οφείλει το ίδιο να προσαρμοστεί σ’ αυτές κι αυτή είναι η ιδεολογική του χρεωκοπία. Το πολίτευμα αυτού του είδους κρίνεται εκ των πραγμάτων παρωχημένο και είναι αδύνατο να συνεχίσει να υφίσταται. Μοιραία, θα ενσωματώσει στοιχεία άλλων πολιτευμάτων αλλοιώνοντας ανεπανόρθωτα το χαρακτήρα του.
Όμως το μεγάλο μυστικό για τη διατήρηση όλων των πολιτευμάτων είναι η μετριοπάθεια. Με δεδομένο ότι όλα τα πολιτεύματα ενέχουν ξεκάθαρο ταξικό υπόβαθρο που καθορίζει την πρόσβαση στα αξιώματα, καθίσταται σαφής ο κίνδυνος αναταραχών ως εκδήλωση της αντιπαλότητας των κοινωνικών στρωμάτων. Κι αυτές τις πολωτικές καταστάσεις προσπαθεί να προλάβει ο Αριστοτέλης προτείνοντας προς πάσα κατεύθυνση σεβασμό και αμοιβαία αναγνώριση: «Αυτό θεραπεύεται με την ανάθεση πάντοτε των έργων και των αξιωμάτων στις αντίθετες παρατάξεις (εννοώ ότι οι επιφανείς είναι αντίθετοι προς το πλήθος και οι άποροι προς τους εύπορους) και με την επιδίωξη να συγκεραστεί το πλήθος των απόρων με εκείνο των ευπόρων ή να ενισχυθεί η μεσαία τάξη». (σελ. 141). Η πρόταση του συγκερασμού των κοινωνικών τάξεων είναι η πεποίθηση της πολιτειακής σταθερότητας που μόνο με τη σύμπλευση μπορεί να επιτευχθεί. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται ούτε με τις σκληρές ολιγαρχίες ούτε με τις αδιάλλακτες δημοκρατίες που λειτουργούν απαξιωτικά απέναντι στους ικανούς που έχουν οικονομική επιφάνεια. Και οι δύο περιπτώσεις οδηγούν στην όξυνση δημιουργώντας κοινωνικά προβλήματα. Κι αυτός είναι και ο λόγος που διαρκώς τάσσεται υπέρ της μεσαίας τάξης, αφού η ισχυρή της παρουσία όχι μόνο εγγυάται την άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων, αλλά μπορεί να δράσει και διαμεσολαβητικά απέναντι στις συγκρουόμενες αξιώσεις των άλλων δύο τάξεων: «… αυτή διαλύει τις επαναστάσεις που οφείλονται στην ανισότητα». (σελ. 141).
Με γνώμονα τη μετριοπάθεια προτείνει συγκεκριμένα μέτρα που θα λειτουργήσουν συμφιλιωτικά στο πλαίσιο της σύμπλευσης που πρέπει να επιτευχθεί για την εξασφάλιση της ομαλότητας: «Στην ολιγαρχία αντίθετα επιβάλλεται να λαμβάνεται μεγάλη μέριμνα για τους φτωχούς και σε αυτούς να ανατίθενται αρμοδιότητες για τις οποίες να αμείβονται. Αν μάλιστα κάποιος από τους ευπόρους διαπράξει αδικία σε βάρος τους, η τιμωρία του να είναι μεγαλύτερη απ’ ότι θα ήταν, αν αδικούσε έναν της τάξης του». (σελ. 145). Η επίδειξη του πλούτου και η μονοπώληση των αξιωμάτων δεν μπορούν παρά να δράσουν ως κοινωνική πρόκληση και γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγονται. Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που τάσσεται κατά των ιδιωτικών χορηγιών σε ανούσια ζητήματα όπως λαμπαδαρχίες κλπ. Γιατί περισσότερο λειτουργούν ως αυτοπροβολή παρά ως ευεργεσία κι ως εκ τούτου επισύρουν και την αγανάκτηση των μη προνομιούχων. Κι ως ένδειξη μετριασμού των αποκλεισμών από τα αξιώματα υποδεικνύει: «Τέλος σε καθεστώτα δημοκρατίας και ολιγαρχίας είναι συμφέρον να αποδίδεται ή ισότητα ή προεδρία σε όσους μετέχουν λιγότερο στην εξουσία από τους άλλους, δηλαδή στη δημοκρατία στους ευπόρους και στην ολιγαρχία στους απόρους». (σελ. 145).
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το κάθε πολίτευμα θα αρνηθεί την ταξική του υπόσταση προτάσσοντας απόλυτη ισοτιμία στα αξιώματα, αφού έτσι θα αλλοίωνε το χαρακτήρα του: «Εξαιρούνται βέβαια τα ανώτατα αξιώματα του πολιτεύματος, το οποία πρέπει να αναθέτονται μόνο σε πρόσωπα της κυρίαρχης τάξης μεμονωμένα ή σε περισσότερους». (σελ. 145). Ωστόσο, αυτοί που σε κάθε περίπτωση ασκούν τα ανώτατα αξιώματα πρέπει να δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα που αφορούν τους πολίτες που δε μετέχουν στην εξουσία καθιστώντας σαφές ότι η πολιτεία δεν έχει καμία πρόθεση να τους αδικήσει κι ότι μπορούν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στη διακυβέρνηση. Τα πολιτεύματα (αναφέρεται εδώ κυρίως στην ολιγαρχία και την αριστοκρατία) διατηρούνται «επειδή οι άρχοντες συμπεριφέρονται σωστά και σε εκείνους που δε μετέχουν στην άσκηση της εξουσίας και σε εκείνους που μετέχουν, αποφεύγοντας να αδικούν τους πρώτους και αξιοποιώντας πολιτικά όσους από αυτούς έχουν ηγετικά προσόντα». (σελ. 133).
Ολοκληρώνοντας το ζήτημα της ορθής διαχείρισης εξουσίας και της καθολικής ισχύος του νόμου ως προϋπόθεση της πολιτειακής σταθερότητας, ο Αριστοτέλης κάνει ειδική αναφορά στο θέμα της διαφάνειας σχετικά με τη διευθέτηση των οικονομικών υποθέσεων της πόλης. Οι άρχοντες, ως διαχειριστές του δημόσιου πλούτου έχουν τεράστια ευθύνη απέναντι στους πολίτες: «Είναι πολύ σημαντικό κάθε είδος πολιτεύματος να οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο και με τους νόμους και με τους άλλους οικονομικούς θεσμούς, ώστε να μην είναι δυνατόν οι άρχοντες να αποκομίζουν υλικά κέρδη». (σελ. 141). Η καχυποψία απέναντι στις αρχές ότι αποκομίζουν πλούτο από τα αξιώματα κι ότι, σε τελική ανάλυση, αυτός είναι και ο κύριος λόγος της διεκδίκησής τους κατατάσσεται στους σπουδαιότερους λόγους των πολιτειακών ανατροπών. Ιδίως οι υπόνοιες της υπεξαίρεσης δημόσιου χρήματος, τη στιγμή που οι περισσότεροι ζουν σε συνθήκες φτώχειας, μπορούν να δυναμιτίσουν την κατάσταση ανεπανόρθωτα: «… οι πολλοί δεν αγανακτούν τόσο, επειδή αποκλείονται από την εξουσία, αντίθετα μάλιστα ευχαριστιούνται, εάν κάποιος τους αφήσει να ασχολούνται με τις δικές τους υποθέσεις, όσο αγανακτούν, αν νομίζουν ότι οι άρχοντες κλέβουν το δημόσιο ταμείο, διότι τότε τους δυσαρεστούν και τα δύο, γιατί αποκλείονται και από τα πολικά αξιώματα και από τα κέρδη». (σελ. 141).
Η εντιμότητα της οικονομικής διαχείρισης είναι το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής και της αποδοχής της εξουσίας. Το πολίτευμα που δε διασφαλίζει την εμπιστοσύνη δεν μπορεί παρά να γεννήσει τη δυσαρέσκεια. Ως εκ τούτου είναι ευάλωτο. Οι αξιωματούχοι που ασκούν την εξουσία δε διακυβεύουν μόνο την προσωπική τους ακεραιότητα, αλλά και την ακεραιότητα του πολιτεύματος που εκπροσωπούν. Ο πολιτικός που κλέβει ή που μοιράζει τα δημόσια λεφτά στους ισχυρούς πολιτικούς του συμμάχους δεν είναι μόνο άδικος και υπόλογος απέναντι στους πολίτες, αλλά κι απέναντι στην πολιτική ιδέα, στο όνομα της οποίας κατέλαβε το αξίωμα. Είναι ο άνθρωπος που διασύρει το κύρος της εξουσίας, αφού ευτελίζει τους θεσμούς, υποτιμά το νόμο, εξαπατά το λαό και προδίδει το δημόσιο συμφέρον, που δήθεν υπηρετεί, ισοπεδώνοντας τα στοιχεία που συνθέτουν τη δομή του πολιτεύματος. Τα πολιτεύματα που αναδεικνύουν τέτοιους ανθρώπους στην εξουσία δεν μπορεί παρά να είναι στρεβλά, αφού οι θεσμοί που οφείλουν να τα προστατεύουν αποδεικνύονται ανίσχυροι, δηλαδή αναξιόπιστοι, δηλαδή ευτελείς. Ο διεφθαρμένος κυβερνήτης δεν είναι ουρανοκατέβατος. Είναι το γέννημα της θεσμικής σαθρότητας που αναγκαστικά προϋπήρχε και τον ανέδειξε. Κι αυτή ακριβώς είναι η μαγιά όλων των επαναστάσεων: «Για να αποφευχθεί ακόμη η κατάχρηση της δημόσιας περιουσίας να παραδίδεται αυτή μπροστά σε όλους τους πολίτες και να κατατίθενται αντίγραφα των καταλόγων παράδοσης στα αρχεία των φατριών, των λόχων και των φυλών». (σελ. 143). Ο Αριστοτέλης δεν βρίσκει άλλη προοπτική από την απόλυτη διαφάνεια. Κι αυτή θα πρέπει να είναι η βασικότερη λαϊκή διεκδίκηση.
Και κάπως έτσι αρχίζουν να πλάθονται τα χαρακτηριστικά του ιδανικού πολιτεύματος. Δηλαδή οι προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την αποδοχή της πλειοψηφίας. Η ισχύς του νόμου, η θεσμική ακεραιότητα, η μετριοπάθεια, η έλλειψη φανατισμού, η εξουδετέρωση του δημαγωγού, η τόνωση της μεσαίας τάξης, η εξάλειψη των οικονομικών προκλήσεων που προκύπτουν απ’ τη χαοτική ανισότητα, η διαφάνεια, η αξιοκρατία, η πεποίθηση της συμμετοχής στο δημόσιο συμφέρον, διαμορφώνουν την εμπιστοσύνη ότι το πολίτευμα λειτουργεί ομαλά εκπληρώνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αποστολή του. (Αργότερα θα προστεθεί ο καθοριστικότατος ρόλος της παιδείας). Υπό αυτούς τους όρους κι ο κάθε πολίτης ξεχωριστά μπορεί να αντιληφθεί τη δική του ατομική ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Να αντιληφθεί δηλαδή σε βάθος τη συνθήκη της συνδιαμόρφωσης.
Το μόνο που μένει είναι η επίτευξη της επαγρύπνησης από τους πολίτες για τη διασφάλιση του πολιτεύματος. Οι πολίτες, που παρακολουθούν αδιάκοπα εξαλείφοντας όλες τις πολιτειακές απειλές, είναι η μεγαλύτερη εγγύηση της πολιτικής σταθερότητας. Κι εδώ ο Αριστοτέλης φαίνεται πρόθυμος να αποκαλύψει μερικά μικρά μυστικά στην άσκηση της εξουσίας: «Διατηρούνται επίσης τα πολιτεύματα, όχι μόνο γιατί βρίσκονται μακριά απ’ ό,τι τα φθείρει, αλλά μερικές φορές και γιατί είναι κοντά, διότι από το φόβο της κατάλυσης οι πολίτες αγκαλιάζουν σφιχτότερα το πολίτευμα. Επομένως όσοι φροντίζουν για το πολίτευμα χρειάζεται να δημιουργούν αιτίες φόβου για να διαφυλάγουν άγρυπνα το πολίτευμα οι πολίτες και να είναι σε επαγρύπνηση σαν νυχτερινή φρουρά για την προστασία του πολιτεύματος κι έτσι να κάνουν τους μακρινούς κινδύνους να φαίνονται κοντινοί». (σελ. 135). Όμως, αυτού του είδους οι μεθοδεύσεις απευθύνονται κυρίως στις στρεβλές εξουσίες. Συσπειρώνουν τον κόσμο μπροστά στον πάντα επερχόμενο κίνδυνο και ταυτόχρονα τον αποπροσανατολίζουν από τα λάθη (ή τη διαφθορά) των αξιωματούχων. Ο εκφοβισμός λειτουργεί ως ύψιστη καταστολή. Γι’ αυτό και οι εχθροί κρίνονται απολύτως απαραίτητοι…
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 3ος
Υπό αυτή την έννοια η εφαρμογή του νόμου τίθεται ως σπουδαιότερη πολιτειακή προτεραιότητα, αφού ο νόμος είναι ο στυλοβάτης του πολιτεύματος. Ο λαός που ανέχεται και (από την πλευρά του) συμβάλλει στην απαξίωση του νόμου, όπως και ο πολιτικός αξιωματούχος που ακυρώνει το νόμο για προσωπικό όφελος (είτε προς ίδιο πλουτισμό είτε προς εξυπηρέτηση φίλων που στηρίζουν την εξουσία του) ουσιαστικά υπονομεύουν το πολίτευμα, όσο κι αν διατείνονται ότι το σέβονται ή το υπηρετούν. Γι’ αυτό ο νόμος πρέπει είναι ορθός αποσκοπώντας στο συνολικό όφελος κι όχι στα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κάστας που βρίσκει τον τρόπο να επιβληθεί. Ο μεροληπτικός νόμος είναι ο άδικος νόμος και αυτή είναι η απαρχή της ακύρωσής του, αφού ο κόσμος αποστασιοποιείται και τον παραβαίνει. Ο νομοθέτης που υποκύπτει σε συμφέροντα νομοθετώντας στρεβλά, πριν απ’ όλα βάζει σε κίνδυνο το πολίτευμα. Τα νομοθετικά σφάλματα που προκύπτουν από αμέλεια ή κακό υπολογισμό είναι αδύνατο να επιδράσουν το ίδιο αρνητικά, αφού, μόλις η πράξη καταδείξει το ανορθόδοξο ή ανεφάρμοστο του πνεύματός τους, οι νόμοι μπορούν να τροποποιηθούν (ή να αντικατασταθούν) εξασφαλίζοντας την κοινωνική αρμονία. Τελικά, όλα είναι ζήτημα προθέσεων και οι κακές προθέσεις που αντιμετωπίζουν το νόμο ως ευκαιρία κατοχύρωσης της ανισότητας είναι αυτές που θα δράσουν εμπρηστικά υποσκάπτοντας το πολίτευμα.
Όμως, σε τελική ανάλυση, το ζήτημα της ευθύνης του νομοθέτη εντάσσεται μέσα στην ίδια τη δομή του πολιτεύματος που οφείλει να εξισορροπεί τη δύναμη των αξιωματούχων, ώστε να μη γίνεται ανεξέλεγκτη. Η τεράστια χρονική διάρκεια ενός αξιώματος και ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας σε ελάχιστα άτομα ενισχύουν επικίνδυνα το ενδεχόμενο της πολιτικής αλαζονείας δίνοντας στον αξιωματούχο την αίσθηση του άτρωτου, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να υπερβεί το νόμο χωρίς κυρώσεις: «Εξάλλου κοινή πολιτική αρχή και στη δημοκρατία και στην ολιγαρχία και στη μοναρχία και σε κάθε πολίτευμα είναι να μην αποκτά κανείς πολύ μεγάλη υπεροχή διαταράσσοντας έτσι την ισορροπία των δυνάμεων, αλλά αντίθετα η επιδίωξη μάλλον να είναι να δίνονται αξιώματα μικρά σε δικαιοδοσία αλλά μεγάλα σε διάρκεια ή μικρά σε διάρκεια αλλά μεγάλα σε δικαιοδοσία… Κυρίως μάλιστα να γίνεται προσπάθεια να κατευθύνονται οι άνθρωποι σύμφωνα με τους νόμους έτσι, ώστε κανείς να μην εμφανίζεται με συγκεντρωμένη μεγάλη δύναμη στα χέρια του εξαιτίας είτε φίλων είτε πλούτου». (σελ. 139). Κι αν φαίνεται περίεργο ότι η μοναρχία πρέπει να προλαμβάνει την υπερβολική υπεροχή οποιουδήποτε πολίτη, τη στιγμή που η ίδια η φύση του πολιτεύματος επιβάλλει την υπερβολική υπεροχή του μονάρχη, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι το κάθε πολίτευμα οφείλει να μεριμνά για τη διατήρηση των ισορροπιών που το ίδιο καθορίζει. Για το μονάρχη, εκείνος που αποκτά τεράστια δύναμη, η οποία συνοδεύεται κι από ανάλογη λαϊκή απήχηση, δεν είναι τίποτε άλλο από επερχόμενη απειλή. Από την πλευρά της η ολιγαρχία οφείλει να προσέχει την υπερβολική ισχύ που αποκτά κάποιος, ακριβώς γιατί υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί σε μοναρχία (ή τυραννία). Όσο για τη δημοκρατία που επιτρέπει την ανάληψη των αξιωμάτων συνεχώς από τους ίδιους ανθρώπους, ο κίνδυνος της αλλοίωσης του πολιτεύματος είναι απολύτως ορατός, αφού η μονοπώληση της εξουσίας από συγκεκριμένα άτομα είναι πολύ πιθανό να γεννήσει τη διαφθορά: «… οι φορείς μεγάλων αξιωμάτων διαφθείρονται και δεν είναι γνώρισμα του καθένα να αντιμετωπίζει την καλή του τύχη χωρίς να διαφθείρεται». (σελ. 139). Εξάλλου, το μονοπώλιο της εξουσίας αφορά περισσότερο τα συγκεντρωτικά πολιτεύματα.
Σε κάθε περίπτωση, αναφορικά με τους ανθρώπους που ξεπερνούν τη δύναμη που επιβάλλουν οι εκάστοτε πολιτειακές ισορροπίες, ο Αριστοτέλης προτείνει «να απομακρύνονται στο εξωτερικό ευσχήμως». (σελ. 139). Θα λέγαμε ότι είναι σαν να φωτογραφίζει περιπτώσεις όπως του Αλκιβιάδη, που αποκτούν τεράστια ισχύ σε ατομικό επίπεδο ζημιώνοντας το πολίτευμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις (προφανώς) αναφέρεται κι όταν κάνει λόγο για την ιδιωτική ζωή που πρέπει να συμβαδίζει με το πολίτευμα: «Επειδή πάλι ορισμένοι προκαλούν επαναστάσεις ορμώμενοι από την ιδιωτική τους ζωή, πρέπει να καθιερωθεί μια εξουσία που να επιθεωρεί όσους ζουν με τρόπο ασυμβίβαστο προς το πολίτευμα, δηλαδή στη δημοκρατία ασυμβίβαστο προς τις δημοκρατικές αρχές, στην ολιγαρχία προς τις ολιγαρχικές αρχές και όμοια για καθένα από τα υπόλοιπα πολιτεύματα». (σελ. 139 – 141). [Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης στην περίπτωση της δημοκρατίας τάσσεται κατά των οικονομικών προσφορών από ιδιώτες προς την πόλη σε ζητήματα που επί της ουσίας είναι άχρηστα, αφού περισσότερο λειτουργούν ως μορφή επίδειξης παρά κοινωνικού ενδιαφέροντος: «Ακόμη καλύτερο είναι να εμποδίζονται όσοι θέλουν να αναλαμβάνουν δαπανηρές αλλά όχι χρήσιμες λειτουργίες, όπως χορηγίες, λαμπαδαρχίες και άλλες παρόμοιες». (σελ. 145)].
Φυσικά, το να πάρουμε τοις μετρητοίς μια τέτοια άποψη θα ήταν υπερβολικό. Ένα κρατικό σώμα, που θα ερευνά την ιδιωτική ζωή του καθενός, αν συμβαδίζει με το πολίτευμα, είναι ξεκάθαρη καταπίεση. Σε μια δημοκρατία η ύπαρξη και μόνο ενός τέτοιου σώματος θα ήταν η απόδειξη της αλλοίωσής της. (Τέτοιες μέθοδοι ταιριάζουν σε απολυταρχίες και σε ανελεύθερα καθεστώτα και καταδεικνύουν το φόβο των αρχών ότι δεν έχουν λαϊκό έρεισμα. Γι’ αυτό και θέλουν να ελέγχουν τα πάντα. Γιατί τα πάντα είναι ύποπτα. Στις δημοκρατίες η εφαρμογή του νόμου είναι αρκετή). Αυτό όμως που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τελικά το πολίτευμα δεν είναι απλά ένας τρόπος κοινωνικής οργάνωσης στο πλαίσιο της διαχείρισης της εξουσίας, αλλά τρόπος ζωής, δηλαδή μια ολόκληρη αντίληψη. Δε χρειάζεται κάποιος να αυτοχαρακτηρίζεται δημοκρατικός, χρειάζεται να το αποδεικνύει. Εκείνος που συμπεριφέρεται αυταρχικά σε κάθε σχέση που του δίνεται η ευκαιρία είναι προφανές ότι δεν πείθει, όσο κι αν συστήνεται δημοκρατικός. Και είναι ζήτημα υψίστης σημασίας για ένα πολίτευμα να διαμορφώνει πολίτες που ασπάζονται και υιοθετούν εμπράκτως τις αρχές του. Γιατί αυτοί είναι και οι πολίτες που θα το υπερασπιστούν πραγματικά, αν ποτέ παρουσιαστεί κίνδυνος ή, για να το πούμε καλύτερα, ένα πολίτευμα που έχει διαμορφώσει τέτοιους πολίτες είναι δύσκολο να κινδυνεύσει. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας.
Κάθε πολίτευμα που θέλει να διατηρηθεί οφείλει να διαφυλάξει τις αρχές του προσαρμόζοντας, αν αλλάξουν οι συνθήκες στην πόλη, τα νέα δεδομένα στη φιλοσοφία του κι όχι το αντίθετο. Το ότι το πολίτευμα δεν πρέπει να είναι άκαμπτο δε σημαίνει ότι θα αναπροσδιορίζεται σύμφωνα με τις εξελίξεις (ούτε βέβαια ότι και θα τις αρνείται σαν να μην υπάρχουν), αλλά ότι θα εντάσσει τους καινούργιους όρους που προκύπτουν στη δική του ιδεολογική πλατφόρμα. Το παράδειγμα που φέρνει ο Αριστοτέλης είναι εκείνο της ολιγαρχίας και της πολιτείας που κατανέμουν τα αξιώματα ανάλογα με την περιουσία. Αν οι οικονομικές συνθήκες αλλάξουν (για οποιοδήποτε λόγο) και ο κόσμος πλουτίσει, το πολίτευμα οφείλει να ανεβάσει το περιουσιακό όριο για να διατηρήσει το χαρακτήρα του, αφού, αν αφήσει το ίδιο, οι περισσότεροι θα πληρούν τις εισοδηματικές προϋποθέσεις και θα διεκδικούν τα αξιώματα μετατρέποντας το σε δημοκρατία. Στην αντίθετη περίπτωση που ο κόσμος φτωχύνει οφείλει να κατεβάσει το όριο αντίστοιχα, για να μη μετατραπεί σε δυναστεία: «Γιατί στις ολιγαρχίες και τις πολιτείες, όταν δε γίνεται αυτό, στην περίπτωση που τα εισοδήματα αποβούν μικρότερα του αρχικού, το αποτέλεσμα είναι να προκύπτουν ολιγαρχίες από πολιτείες και δυναστείες από ολιγαρχίες, ενώ στην περίπτωση που αποβούν μεγαλύτερα, η πολιτεία μεταβάλλεται σε δημοκρατία και η ολιγαρχία σε πολιτεία ή σε δημοκρατία». (σελ. 137 – 139).
Με άλλα λόγια, η πολιτειακή ακαμψία δεν μπορεί παρά να επιφέρει αλλοιώσεις. Τα πολιτεύματα οφείλουν να λαμβάνουν πολύ σοβαρά τις υποδείξεις των καιρών, αν θέλουν να διατηρήσουν το χαρακτήρα τους. Όποιος δεν προσαρμόζεται εξαφανίζεται. Όμως εδώ η προσαρμογή σε συνίσταται σε επανατοποθέτηση. Συνίσταται στην αλλαγή που θα διατηρήσει στο ακέραιο τις αρχικές αντιλήψεις. Αν οι εξελίξεις είναι τόσο σφοδρές που το πολίτευμα είναι αδύνατο να τις εντάξει στην κοσμοθεωρία του, τότε οφείλει το ίδιο να προσαρμοστεί σ’ αυτές κι αυτή είναι η ιδεολογική του χρεωκοπία. Το πολίτευμα αυτού του είδους κρίνεται εκ των πραγμάτων παρωχημένο και είναι αδύνατο να συνεχίσει να υφίσταται. Μοιραία, θα ενσωματώσει στοιχεία άλλων πολιτευμάτων αλλοιώνοντας ανεπανόρθωτα το χαρακτήρα του.
Όμως το μεγάλο μυστικό για τη διατήρηση όλων των πολιτευμάτων είναι η μετριοπάθεια. Με δεδομένο ότι όλα τα πολιτεύματα ενέχουν ξεκάθαρο ταξικό υπόβαθρο που καθορίζει την πρόσβαση στα αξιώματα, καθίσταται σαφής ο κίνδυνος αναταραχών ως εκδήλωση της αντιπαλότητας των κοινωνικών στρωμάτων. Κι αυτές τις πολωτικές καταστάσεις προσπαθεί να προλάβει ο Αριστοτέλης προτείνοντας προς πάσα κατεύθυνση σεβασμό και αμοιβαία αναγνώριση: «Αυτό θεραπεύεται με την ανάθεση πάντοτε των έργων και των αξιωμάτων στις αντίθετες παρατάξεις (εννοώ ότι οι επιφανείς είναι αντίθετοι προς το πλήθος και οι άποροι προς τους εύπορους) και με την επιδίωξη να συγκεραστεί το πλήθος των απόρων με εκείνο των ευπόρων ή να ενισχυθεί η μεσαία τάξη». (σελ. 141). Η πρόταση του συγκερασμού των κοινωνικών τάξεων είναι η πεποίθηση της πολιτειακής σταθερότητας που μόνο με τη σύμπλευση μπορεί να επιτευχθεί. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης δεν τάσσεται ούτε με τις σκληρές ολιγαρχίες ούτε με τις αδιάλλακτες δημοκρατίες που λειτουργούν απαξιωτικά απέναντι στους ικανούς που έχουν οικονομική επιφάνεια. Και οι δύο περιπτώσεις οδηγούν στην όξυνση δημιουργώντας κοινωνικά προβλήματα. Κι αυτός είναι και ο λόγος που διαρκώς τάσσεται υπέρ της μεσαίας τάξης, αφού η ισχυρή της παρουσία όχι μόνο εγγυάται την άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων, αλλά μπορεί να δράσει και διαμεσολαβητικά απέναντι στις συγκρουόμενες αξιώσεις των άλλων δύο τάξεων: «… αυτή διαλύει τις επαναστάσεις που οφείλονται στην ανισότητα». (σελ. 141).
Με γνώμονα τη μετριοπάθεια προτείνει συγκεκριμένα μέτρα που θα λειτουργήσουν συμφιλιωτικά στο πλαίσιο της σύμπλευσης που πρέπει να επιτευχθεί για την εξασφάλιση της ομαλότητας: «Στην ολιγαρχία αντίθετα επιβάλλεται να λαμβάνεται μεγάλη μέριμνα για τους φτωχούς και σε αυτούς να ανατίθενται αρμοδιότητες για τις οποίες να αμείβονται. Αν μάλιστα κάποιος από τους ευπόρους διαπράξει αδικία σε βάρος τους, η τιμωρία του να είναι μεγαλύτερη απ’ ότι θα ήταν, αν αδικούσε έναν της τάξης του». (σελ. 145). Η επίδειξη του πλούτου και η μονοπώληση των αξιωμάτων δεν μπορούν παρά να δράσουν ως κοινωνική πρόκληση και γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγονται. Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που τάσσεται κατά των ιδιωτικών χορηγιών σε ανούσια ζητήματα όπως λαμπαδαρχίες κλπ. Γιατί περισσότερο λειτουργούν ως αυτοπροβολή παρά ως ευεργεσία κι ως εκ τούτου επισύρουν και την αγανάκτηση των μη προνομιούχων. Κι ως ένδειξη μετριασμού των αποκλεισμών από τα αξιώματα υποδεικνύει: «Τέλος σε καθεστώτα δημοκρατίας και ολιγαρχίας είναι συμφέρον να αποδίδεται ή ισότητα ή προεδρία σε όσους μετέχουν λιγότερο στην εξουσία από τους άλλους, δηλαδή στη δημοκρατία στους ευπόρους και στην ολιγαρχία στους απόρους». (σελ. 145).
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το κάθε πολίτευμα θα αρνηθεί την ταξική του υπόσταση προτάσσοντας απόλυτη ισοτιμία στα αξιώματα, αφού έτσι θα αλλοίωνε το χαρακτήρα του: «Εξαιρούνται βέβαια τα ανώτατα αξιώματα του πολιτεύματος, το οποία πρέπει να αναθέτονται μόνο σε πρόσωπα της κυρίαρχης τάξης μεμονωμένα ή σε περισσότερους». (σελ. 145). Ωστόσο, αυτοί που σε κάθε περίπτωση ασκούν τα ανώτατα αξιώματα πρέπει να δείχνουν ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα που αφορούν τους πολίτες που δε μετέχουν στην εξουσία καθιστώντας σαφές ότι η πολιτεία δεν έχει καμία πρόθεση να τους αδικήσει κι ότι μπορούν να έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στη διακυβέρνηση. Τα πολιτεύματα (αναφέρεται εδώ κυρίως στην ολιγαρχία και την αριστοκρατία) διατηρούνται «επειδή οι άρχοντες συμπεριφέρονται σωστά και σε εκείνους που δε μετέχουν στην άσκηση της εξουσίας και σε εκείνους που μετέχουν, αποφεύγοντας να αδικούν τους πρώτους και αξιοποιώντας πολιτικά όσους από αυτούς έχουν ηγετικά προσόντα». (σελ. 133).
Ολοκληρώνοντας το ζήτημα της ορθής διαχείρισης εξουσίας και της καθολικής ισχύος του νόμου ως προϋπόθεση της πολιτειακής σταθερότητας, ο Αριστοτέλης κάνει ειδική αναφορά στο θέμα της διαφάνειας σχετικά με τη διευθέτηση των οικονομικών υποθέσεων της πόλης. Οι άρχοντες, ως διαχειριστές του δημόσιου πλούτου έχουν τεράστια ευθύνη απέναντι στους πολίτες: «Είναι πολύ σημαντικό κάθε είδος πολιτεύματος να οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο και με τους νόμους και με τους άλλους οικονομικούς θεσμούς, ώστε να μην είναι δυνατόν οι άρχοντες να αποκομίζουν υλικά κέρδη». (σελ. 141). Η καχυποψία απέναντι στις αρχές ότι αποκομίζουν πλούτο από τα αξιώματα κι ότι, σε τελική ανάλυση, αυτός είναι και ο κύριος λόγος της διεκδίκησής τους κατατάσσεται στους σπουδαιότερους λόγους των πολιτειακών ανατροπών. Ιδίως οι υπόνοιες της υπεξαίρεσης δημόσιου χρήματος, τη στιγμή που οι περισσότεροι ζουν σε συνθήκες φτώχειας, μπορούν να δυναμιτίσουν την κατάσταση ανεπανόρθωτα: «… οι πολλοί δεν αγανακτούν τόσο, επειδή αποκλείονται από την εξουσία, αντίθετα μάλιστα ευχαριστιούνται, εάν κάποιος τους αφήσει να ασχολούνται με τις δικές τους υποθέσεις, όσο αγανακτούν, αν νομίζουν ότι οι άρχοντες κλέβουν το δημόσιο ταμείο, διότι τότε τους δυσαρεστούν και τα δύο, γιατί αποκλείονται και από τα πολικά αξιώματα και από τα κέρδη». (σελ. 141).
Η εντιμότητα της οικονομικής διαχείρισης είναι το θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής και της αποδοχής της εξουσίας. Το πολίτευμα που δε διασφαλίζει την εμπιστοσύνη δεν μπορεί παρά να γεννήσει τη δυσαρέσκεια. Ως εκ τούτου είναι ευάλωτο. Οι αξιωματούχοι που ασκούν την εξουσία δε διακυβεύουν μόνο την προσωπική τους ακεραιότητα, αλλά και την ακεραιότητα του πολιτεύματος που εκπροσωπούν. Ο πολιτικός που κλέβει ή που μοιράζει τα δημόσια λεφτά στους ισχυρούς πολιτικούς του συμμάχους δεν είναι μόνο άδικος και υπόλογος απέναντι στους πολίτες, αλλά κι απέναντι στην πολιτική ιδέα, στο όνομα της οποίας κατέλαβε το αξίωμα. Είναι ο άνθρωπος που διασύρει το κύρος της εξουσίας, αφού ευτελίζει τους θεσμούς, υποτιμά το νόμο, εξαπατά το λαό και προδίδει το δημόσιο συμφέρον, που δήθεν υπηρετεί, ισοπεδώνοντας τα στοιχεία που συνθέτουν τη δομή του πολιτεύματος. Τα πολιτεύματα που αναδεικνύουν τέτοιους ανθρώπους στην εξουσία δεν μπορεί παρά να είναι στρεβλά, αφού οι θεσμοί που οφείλουν να τα προστατεύουν αποδεικνύονται ανίσχυροι, δηλαδή αναξιόπιστοι, δηλαδή ευτελείς. Ο διεφθαρμένος κυβερνήτης δεν είναι ουρανοκατέβατος. Είναι το γέννημα της θεσμικής σαθρότητας που αναγκαστικά προϋπήρχε και τον ανέδειξε. Κι αυτή ακριβώς είναι η μαγιά όλων των επαναστάσεων: «Για να αποφευχθεί ακόμη η κατάχρηση της δημόσιας περιουσίας να παραδίδεται αυτή μπροστά σε όλους τους πολίτες και να κατατίθενται αντίγραφα των καταλόγων παράδοσης στα αρχεία των φατριών, των λόχων και των φυλών». (σελ. 143). Ο Αριστοτέλης δεν βρίσκει άλλη προοπτική από την απόλυτη διαφάνεια. Κι αυτή θα πρέπει να είναι η βασικότερη λαϊκή διεκδίκηση.
Και κάπως έτσι αρχίζουν να πλάθονται τα χαρακτηριστικά του ιδανικού πολιτεύματος. Δηλαδή οι προϋποθέσεις που θα εξασφαλίσουν την αποδοχή της πλειοψηφίας. Η ισχύς του νόμου, η θεσμική ακεραιότητα, η μετριοπάθεια, η έλλειψη φανατισμού, η εξουδετέρωση του δημαγωγού, η τόνωση της μεσαίας τάξης, η εξάλειψη των οικονομικών προκλήσεων που προκύπτουν απ’ τη χαοτική ανισότητα, η διαφάνεια, η αξιοκρατία, η πεποίθηση της συμμετοχής στο δημόσιο συμφέρον, διαμορφώνουν την εμπιστοσύνη ότι το πολίτευμα λειτουργεί ομαλά εκπληρώνοντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αποστολή του. (Αργότερα θα προστεθεί ο καθοριστικότατος ρόλος της παιδείας). Υπό αυτούς τους όρους κι ο κάθε πολίτης ξεχωριστά μπορεί να αντιληφθεί τη δική του ατομική ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Να αντιληφθεί δηλαδή σε βάθος τη συνθήκη της συνδιαμόρφωσης.
Το μόνο που μένει είναι η επίτευξη της επαγρύπνησης από τους πολίτες για τη διασφάλιση του πολιτεύματος. Οι πολίτες, που παρακολουθούν αδιάκοπα εξαλείφοντας όλες τις πολιτειακές απειλές, είναι η μεγαλύτερη εγγύηση της πολιτικής σταθερότητας. Κι εδώ ο Αριστοτέλης φαίνεται πρόθυμος να αποκαλύψει μερικά μικρά μυστικά στην άσκηση της εξουσίας: «Διατηρούνται επίσης τα πολιτεύματα, όχι μόνο γιατί βρίσκονται μακριά απ’ ό,τι τα φθείρει, αλλά μερικές φορές και γιατί είναι κοντά, διότι από το φόβο της κατάλυσης οι πολίτες αγκαλιάζουν σφιχτότερα το πολίτευμα. Επομένως όσοι φροντίζουν για το πολίτευμα χρειάζεται να δημιουργούν αιτίες φόβου για να διαφυλάγουν άγρυπνα το πολίτευμα οι πολίτες και να είναι σε επαγρύπνηση σαν νυχτερινή φρουρά για την προστασία του πολιτεύματος κι έτσι να κάνουν τους μακρινούς κινδύνους να φαίνονται κοντινοί». (σελ. 135). Όμως, αυτού του είδους οι μεθοδεύσεις απευθύνονται κυρίως στις στρεβλές εξουσίες. Συσπειρώνουν τον κόσμο μπροστά στον πάντα επερχόμενο κίνδυνο και ταυτόχρονα τον αποπροσανατολίζουν από τα λάθη (ή τη διαφθορά) των αξιωματούχων. Ο εκφοβισμός λειτουργεί ως ύψιστη καταστολή. Γι’ αυτό και οι εχθροί κρίνονται απολύτως απαραίτητοι…
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 3ος
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου