Τι είναι, λοιπόν, ο «γνώμονας»; Γνώμονας είναι το υποκειμενικό αξίωμα της βούλησης. Το αντικειμενικό αξίωμα είναι ο πρακτικός νόμος. Υπό αυτή την έννοια, γνώμονας είναι η υποκειμενική αρχή της πράξης που συνιστά τον κανόνα που εγώ αποφασίζω (επιλέγω) να θέσω ως οδηγό της πράξης μου. Άρα, κάθε γνώμονας είναι κατ’ ανάγκη υποκειμενικός. Υπό μια άλλη έννοια, ωστόσο, υποκειμενικός είναι ο γνώμονας όταν το περιεχόμενο του εκφράζει απλώς τις δικές μου ροπές. Διότι ‘υποκειμενικό’, με αυτή τη δεύτερη σημασία, είναι ό,τι ισχύει μόνο για εμένα και όχι για τους άλλους, ό,τι είναι ‘εγωιστικό’ ή ‘υποκειμενικιστικό’. Το αντίθετο σε αυτή την περίπτωση θα ήταν το ‘αντικειμενικό’, αυτό δηλαδή που καθορίζεται αντικειμενικά από τον ηθικό νόμο.
Αυτές οι παρατηρήσεις κάνουν τον Κάντ να διατυπώσει τη σχέση ανάμεσα στον γνώμονα και τον ηθικό νόμο και ως εξής: ο γνώμονας εκφράζει το εκάστοτε περιεχόμενο της βούλησης μου, ενώ ο ηθικός νόμος καθορίζει το πώς θα έπρεπε να σχηματιστεί ο γνώμονας ώστε η βούληση μου να είναι αγαθή. Υπό αυτή την οπτική, ο ηθικός νόμος αποτελεί ένα είδος μετα-κριτηρίου για τη διαμόρφωση των γνωμόνων.
Ωστόσο είναι σημαντικό να παρατηρηθεί πώς συνίσταται ο γνώμονας. Ο γνώμονας είναι μια πρόταση που εμπεριέχει αναγκαστικά την αναφορά σε έναν σκοπό, ένα κίνητρο και μια κατηγορία ομοειδών πράξεων (π.χ. να λέω ψέματα ή να βοηθάω τους άλλους). Δηλαδή ο γνώμονας διατυπώνει τη σχέση ανάμεσα σε ένα σκοπό και σε ένα κίνητρο με τέτοιο τρόπο ώστε να τα συνδέει με μια μορφή πράξεων. Αν δεν υπάρχει σκοπός και κίνητρο δεν μπορείς να περιγράψεις καμία πράξη. Βέβαια, η σχέση γνωμόνων και πράξεων είναι αυτή του ένα-πολλά. Δηλαδή, ένας γνώμονας αναφέρεται σε πολλές επιμέρους ομοειδείς πράξεις που υπόκεινται σε αυτόν (π.χ. όταν δεν έχω διαβάσει, θα επιτρέπω στον εαυτό μου να αντιγράψει για να επιτύχω, αυτός ο γενικός κανόνας αφορά όχι μόνο μια συγκεκριμένη πράξη μου αλλά όλες τις πράξεις μου κάθε φορά που συμβαίνει να αντιγράφω).
Σχετικά με την διαμόρφωση του γνώμονα πρέπει να τονιστεί πως οι μόνες δικλείδες που καθορίζουν το πώς πρέπει να διατυπώνεται ένας γνώμονας φαίνεται να είναι δύο άκρα εντός των οποίων θα εκτείνεται η γενικότητα των νόμων: το πάνω άκρο όπου ο γνώμονας δεν πρέπει να είναι υπερβολικά γενικός, π.χ. «πρέπει να είμαι ενάρετος», διότι τότε δεν περιγράφει ούτε συγκεκριμένους σκοπούς ούτε συγκεκριμένες ομάδες πράξεων και, άρα, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κανόνας που θα μου υποδείξει πώς θα πράξω. Το κάτω άκρο όπου πρέπει να αποφεύγονται οι υπερβολικά ειδικοί γνώμονες. Διότι όταν ο γνώμονας είναι υπερβολικά στενός, απομονώνει μια πράξη με αυθαίρετο τρόπο από άλλες ομοειδείς.
Σύμφωνα με τον Καντ, τα ειλικρινή ανθρώπινα Υποκείμενα στην πραγματικότητα γνωρίζουν πόσο γενική ή ειδική πρέπει να είναι κάθε φορά η περιγραφή μιας πράξης. Σκόπιμα βάζουμε αυθαίρετες εξειδικεύσεις στο γνώμονα, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε εξαιρέσεις που εξυπηρετούν τον εγωισμό μας. Ο καθένας μας ξέρει ποιο είναι το ορθό και πώς πρέπει να πράττουμε.
Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αντιστοίχιση γνωμόνων και πράξεων δεν είναι καθόλου προφανής, διότι κάθε πράξη, ανάλογα με τι θεωρούμε ότι συνιστά την ‘ηθική’ της βαρύτητα είναι δυνατόν να υπόκειται σε πολλούς διαφορετικούς γνώμονες. Για παράδειγμα: «η αντίδραση ως νομοταγής πολίτης κάθε φορά που βλέπουμε τρίτους να ληστεύουν ένα κατάστημα διότι πιστεύουμε στην αξία της νομιμότητας και της ιδιοκτησίας». Αυτός ο γνώμονας ίσως λειτουργεί ικανοποιητικά ως οδηγός μας για μια σειρά από πράξεις και περιστάσεις. Ωστόσο, αν το παράδειγμα γίνει πιο περίπλοκο, τότε ίσως αποδειχθεί ότι οι πράξεις μας δεν υπάγονται μόνο σε αυτό το γνώμονα αλλά και σε άλλους ‘ανταγωνιστικούς’. Π.χ., τι συμβαίνει αν η ληστεία γίνεται από ένα παιδί που κινδυνεύει να πεθάνει και δεν έχει χρήματα να αγοράσει το φάρμακο; Τι συμβαίνει αν ταυτόχρονα ο φαρμακοποιός έχει, ας πούμε χάρη σε ένα μονοπώλιο, αυξήσει υπερβολικά τις τιμές των φαρμάκων; Αν το παιδί κινδυνεύει να πεθάνει εξαιτίας ενός ατυχήματος που προκάλεσε ο ίδιος ο φαρμακοποιός; κοκ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πολύ πιθανό η πράξη μας να καθορίζεται σύμφωνα με άλλους γνώμονες.
Η κατασκευή των γνωμόνων είναι η πιο ουσιώδης έκφραση της ελευθερίας μας ως αυτενέργειας: διότι, ακριβώς, δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να την επηρεάσει, δηλαδή, που μπορεί να την καθορίσει με τρόπο αναγκαστικό. Και αυτή η ελευθερία συνίσταται στο ότι μπορούμε πάντα να πράξουμε με δύο βασικούς τρόπους: είτε υιοθετώντας ως κίνητρο (‘κινητικό αίτιο’) της πράξης μας τον ηθικό νόμο είτε υιοθετώντας ως κίνητρο ( ‘ελατήριο’) τις ροπές, οι οποίες όμως από μόνες τους δεν μας αναγκάζουν να τις υιοθετήσουμε καθώς πάντα εμπίπτει ο παράγοντας της βούλησης.
Αυτές οι παρατηρήσεις κάνουν τον Κάντ να διατυπώσει τη σχέση ανάμεσα στον γνώμονα και τον ηθικό νόμο και ως εξής: ο γνώμονας εκφράζει το εκάστοτε περιεχόμενο της βούλησης μου, ενώ ο ηθικός νόμος καθορίζει το πώς θα έπρεπε να σχηματιστεί ο γνώμονας ώστε η βούληση μου να είναι αγαθή. Υπό αυτή την οπτική, ο ηθικός νόμος αποτελεί ένα είδος μετα-κριτηρίου για τη διαμόρφωση των γνωμόνων.
Ωστόσο είναι σημαντικό να παρατηρηθεί πώς συνίσταται ο γνώμονας. Ο γνώμονας είναι μια πρόταση που εμπεριέχει αναγκαστικά την αναφορά σε έναν σκοπό, ένα κίνητρο και μια κατηγορία ομοειδών πράξεων (π.χ. να λέω ψέματα ή να βοηθάω τους άλλους). Δηλαδή ο γνώμονας διατυπώνει τη σχέση ανάμεσα σε ένα σκοπό και σε ένα κίνητρο με τέτοιο τρόπο ώστε να τα συνδέει με μια μορφή πράξεων. Αν δεν υπάρχει σκοπός και κίνητρο δεν μπορείς να περιγράψεις καμία πράξη. Βέβαια, η σχέση γνωμόνων και πράξεων είναι αυτή του ένα-πολλά. Δηλαδή, ένας γνώμονας αναφέρεται σε πολλές επιμέρους ομοειδείς πράξεις που υπόκεινται σε αυτόν (π.χ. όταν δεν έχω διαβάσει, θα επιτρέπω στον εαυτό μου να αντιγράψει για να επιτύχω, αυτός ο γενικός κανόνας αφορά όχι μόνο μια συγκεκριμένη πράξη μου αλλά όλες τις πράξεις μου κάθε φορά που συμβαίνει να αντιγράφω).
Σχετικά με την διαμόρφωση του γνώμονα πρέπει να τονιστεί πως οι μόνες δικλείδες που καθορίζουν το πώς πρέπει να διατυπώνεται ένας γνώμονας φαίνεται να είναι δύο άκρα εντός των οποίων θα εκτείνεται η γενικότητα των νόμων: το πάνω άκρο όπου ο γνώμονας δεν πρέπει να είναι υπερβολικά γενικός, π.χ. «πρέπει να είμαι ενάρετος», διότι τότε δεν περιγράφει ούτε συγκεκριμένους σκοπούς ούτε συγκεκριμένες ομάδες πράξεων και, άρα, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως κανόνας που θα μου υποδείξει πώς θα πράξω. Το κάτω άκρο όπου πρέπει να αποφεύγονται οι υπερβολικά ειδικοί γνώμονες. Διότι όταν ο γνώμονας είναι υπερβολικά στενός, απομονώνει μια πράξη με αυθαίρετο τρόπο από άλλες ομοειδείς.
Σύμφωνα με τον Καντ, τα ειλικρινή ανθρώπινα Υποκείμενα στην πραγματικότητα γνωρίζουν πόσο γενική ή ειδική πρέπει να είναι κάθε φορά η περιγραφή μιας πράξης. Σκόπιμα βάζουμε αυθαίρετες εξειδικεύσεις στο γνώμονα, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε εξαιρέσεις που εξυπηρετούν τον εγωισμό μας. Ο καθένας μας ξέρει ποιο είναι το ορθό και πώς πρέπει να πράττουμε.
Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αντιστοίχιση γνωμόνων και πράξεων δεν είναι καθόλου προφανής, διότι κάθε πράξη, ανάλογα με τι θεωρούμε ότι συνιστά την ‘ηθική’ της βαρύτητα είναι δυνατόν να υπόκειται σε πολλούς διαφορετικούς γνώμονες. Για παράδειγμα: «η αντίδραση ως νομοταγής πολίτης κάθε φορά που βλέπουμε τρίτους να ληστεύουν ένα κατάστημα διότι πιστεύουμε στην αξία της νομιμότητας και της ιδιοκτησίας». Αυτός ο γνώμονας ίσως λειτουργεί ικανοποιητικά ως οδηγός μας για μια σειρά από πράξεις και περιστάσεις. Ωστόσο, αν το παράδειγμα γίνει πιο περίπλοκο, τότε ίσως αποδειχθεί ότι οι πράξεις μας δεν υπάγονται μόνο σε αυτό το γνώμονα αλλά και σε άλλους ‘ανταγωνιστικούς’. Π.χ., τι συμβαίνει αν η ληστεία γίνεται από ένα παιδί που κινδυνεύει να πεθάνει και δεν έχει χρήματα να αγοράσει το φάρμακο; Τι συμβαίνει αν ταυτόχρονα ο φαρμακοποιός έχει, ας πούμε χάρη σε ένα μονοπώλιο, αυξήσει υπερβολικά τις τιμές των φαρμάκων; Αν το παιδί κινδυνεύει να πεθάνει εξαιτίας ενός ατυχήματος που προκάλεσε ο ίδιος ο φαρμακοποιός; κοκ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πολύ πιθανό η πράξη μας να καθορίζεται σύμφωνα με άλλους γνώμονες.
Η κατασκευή των γνωμόνων είναι η πιο ουσιώδης έκφραση της ελευθερίας μας ως αυτενέργειας: διότι, ακριβώς, δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να την επηρεάσει, δηλαδή, που μπορεί να την καθορίσει με τρόπο αναγκαστικό. Και αυτή η ελευθερία συνίσταται στο ότι μπορούμε πάντα να πράξουμε με δύο βασικούς τρόπους: είτε υιοθετώντας ως κίνητρο (‘κινητικό αίτιο’) της πράξης μας τον ηθικό νόμο είτε υιοθετώντας ως κίνητρο ( ‘ελατήριο’) τις ροπές, οι οποίες όμως από μόνες τους δεν μας αναγκάζουν να τις υιοθετήσουμε καθώς πάντα εμπίπτει ο παράγοντας της βούλησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου