Από τους οπαδούς του χριστιανισμού η «Νεκρανάσταση του
Ναζωραίου» θεωρείται ως η μεγαλύτερη απόδειξη για την θεϊκή φύση του θεού τους.
Η αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Από τα αρχαία κείμενα μαθαίνουμε, ότι στο σύνολο τους οι αρχαίες θρησκείες πίστευαν σε θεούς που είχαν πεθάνει και στη συνέχεια αναστηθεί. Ο Πλούταρχος, αναφέρει:
«Οι Φρύγες, επίσης, που πίστευαν ότι ο θεός κοιμάται τον χειμώνα, ενώ το καλοκαίρι είναι ξυπνητός, έκαναν βακχικές τελετές προς τιμήν του, τον χειμώνα τους κατευνασμούς και το καλοκαίρι τις ανεγέρσεις. Οι Παφλαγόνες, τέλος, ισχυρίζονται ότι τον χειμώνα είναι ο θεός δεμένος και φυλακισμένος, ενώ την άνοιξη κινείται και ελευθερώνεται» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 378E).
Η
ανάσταση των θεών στην Αρχαιότητα
Στην αρχαία Ελλάδα, γράφει ο Μ. Τιβέριος, όπως και σε πολλές
θρησκείες του αρχαίου κόσμου, απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί
γνώρισαν τον θάνατο και στη συνέχεια την ανάσταση. Ο Διόνυσος είναι ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα θεού που πέθαινε και ανασταινόταν κάθε χρόνο.
Ο Απρίλης είναι ο μήνας στη διάρκεια του οποίου γιορτάζουν
την γιορτή των χριστιανών, που είναι τα πάθη και η ανάσταση του Ναζωραίου. Που
οφειλόταν, άραγε αυτή η πανάρχαια πεποίθηση ότι ο θεός αναγεννιέται την Άνοιξη;
Ο Πλούταρχος, το αποδίδει στην ίδια την φύση της εποχής:
«Η ίδια η εποχή υποβάλλει τη σκέψη πως η κατήφεια οφείλεται στην εξαφάνιση των καρπών, τους οποίους οι παλιοί δεν θεωρούσαν βέβαια θεούς, αλλά δώρα των θεών αναγκαία και μεγάλα για να μη ζούμε σαν τα άγρια θηρία. Την εποχή, λοιπόν, που έβλεπαν από τη μια τους καρπούς να εξαφανίζονται εντελώς από τα δέντρα και να λείπουν, ενώ, από την άλλη, οι ίδιοι τους φύτευαν με πολλή δυσκολία και μεγάλα προβλήματα ξύνοντας τη γη με τα χέρια και με τα χέρια καλύπτοντάς τους πάλι, βάζοντας τους εκεί, χωρίς να ξέρουν, αν θα εμφανιστούν ξανά, έκαναν πράγματα παρόμοια με εκείνα που κάνουν όσοι θάβουν τους νεκρούς και τους πενθούν.Έπειτα, όπως εμείς λέμε γι’ αυτόν που αγοράζει τα βιβλία του Πλάτωνα ότι αγοράζει Πλάτωνα και όποιον παρουσιάζει τα ποιήματα του Μενάνδρου ότι παίζει Μένανδρο, έτσι κι εκείνοι δεν δίσταζαν να ονομάσουν τα δώρα και τα έργα των θεών με τα ονόματα των θεών, τιμώντας τα, επειδή τους ήταν αναγκαία, και λατρεύοντάς τα.
Οι επόμενοι όμως, απαίδευτοι και αμαθείς, τα παραλάμβαναν, κατ’ αντιστροφή απέδιδαν τα παθήματα των καρπών στους θεούς και δεν αποκαλούσαν μόνον, αλλά και πίστευαν, την εμφάνιση και την εξαφάνιση των αναγκαίων καρπών ως γέννηση και θάνατο των θεών, γεμίζοντας έτσι το μυαλό τους με άτοπες, αυθαίρετες και συγκεχυμένες δοξασίες, μολονότι έβλεπαν καθαρά το άτοπο και τον παραλογισμό.
Ο Ξενοφάνης, λοιπόν, ο Κολοφώνιος έθεσε ως αρχή στους Αιγυπτίους, αν τους θεωρούν θεούς, να μην τους θρηνούν και, αν πάλι τους θρηνούν, να μην τους πιστεύουν για θεούς, αλλά ότι είναι γελοίο να τους θρηνούν και συνάμα να προσεύχονται στους καρπούς (σαν σε θεούς) να ξαναφανούν πάλι και να ωριμάσουν για χάρη τους, ώστε να τους καταναλώσουν πάλι και να τους θρηνούν. (71) Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι, αλλά θρηνούν τους καρπούς και προσεύχονται στους θεούς, που τους γεννούν και τους δωρίζουν, να δημιουργήσουν πάλι άλλους καινούριους και να τους κάνουν να φυτρώσουν στη θέση εκείνων που χάθηκαν. Για τούτο πολύ σωστά λένε οι φιλόσοφοι πως όσοι δεν ασκούνται να καταλάβουν σωστά τις λέξεις, χρησιμοποιούν λανθασμένα τα πράγματα» (Πλούταρχος, Ηθικά, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 379A έως C).
Ο Πλούταρχος, αναφέρει,
ότι η ανάσταση του θεού συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης ύστερα από τον
χειμερινό της λήθαργο.
Σε πολλές θρησκείες του αρχαίου κόσμου και στην αρχαία Ελλάδα
απαντώνται παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες θεοί γνώρισαν τον θάνατο και στη
συνέχεια την ανάσταση, όπως π.χ. ο Φοινικικός
Αδωνις ή ο Ελληνικός Διόνυσος.
Επειδή μάλιστα συχνά οι τεθνεώτες και αναστάντες αυτοί θεοί
συμβαίνει να είναι θεοί της γονιμότητας, πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η ιδέα
αυτή του θανάτου και της ανάστασης εκ νεκρών είναι παρμένη από την ετήσια
εναλλαγή των εποχών, όπου το νέκρωμα της φύσης κατά τη διάρκεια του παγερού
χειμώνα το διαδέχεται το ξαναζωντάνεμά της κατά τη διάρκεια της ζωοδότρας
άνοιξης. Επομένως με τα πάθη αυτά των θεών συμβολίζονται οι λειτουργίες της
ίδιας της φύσης και, όπως είναι γνωστό, η πίστη συχνά εκφράζεται με
συμβολισμούς.
Γύρω από τον ετήσιο αυτό αγώνα ανάμεσα στην ακαρπία και την
ευφορία της γης υφάνθηκε και ο ιστός αρκετών αρχαίων μυστηριακών τελετών, γι’
αυτό ακριβώς και η συνήθης εποχή διεξαγωγής τους ήταν το τέλος του καλοκαιριού ή
η αρχή του φθινοπώρου, με τα πρώτα πρωτοβρόχια.
Τα μυστήρια, που γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση κατά τους χρόνους
της ύστερης αρχαιότητας, υπόσχονταν στους μυημένους σ’ αυτά μόνιμη σωτηρία και
μια ευτυχισμένη μετά θάνατον ζωή. Ετσι, σε δημόσιες αλλά κυρίως σε απόκρυφες
τελετουργίες, οι πιστοί-πρόβατα σκηνοθετούσαν τις διάφορες φάσεις αυτού του
αγώνα, αναπαριστώντας τις ποικίλες περιπέτειες του πάσχοντος θεού τους.
Ο θάνατος και η
ανάσταση
Όπως παρατηρεί ο Πλάτων, καθώς ο άνθρωπος πλησιάζει προς τον
θάνατο αρχίζει να σκέπτεται για πράγματα που πριν δεν τον απασχολούσαν καθόλου,
ενώ συγχρόνως αρχίζει να δίνει πίστη και σε δοξασίες υπερφυσικές. Έτσι και στην
αρχαιότητα, πολλοί πίστευαν ότι με τις μυήσεις αυτές θα βοηθηθούν να κερδίσουν
την πολυπόθητη αθανασία και ακόμη θα αποκτήσουν τη δυνατότητα και μετά θάνατον
«να διασκεδάζουν και να χορεύουν» σε καταπράσινους λειμώνες στον καθαρό
αέρα.
Ορισμένοι θρησκειολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η κεντρική ιδέα
όλων αυτών των μυστηριακών θρησκειών ήταν ο θάνατος και η ανάσταση και έχουν
συνδέσει τους σχετικούς μυστηριακούς μύθους με τα πάθη κάποιου θεού. Ετσι έχουμε
τον θάνατο του Διονύσου, του Αττεως, του Οσίριδος. Στα μυστήρια που σχετίζονται
με τους θεούς αυτούς συναντούμε ακολουθίες πένθους που στη συνέχεια τις
διαδέχονται τελετουργίες χαράς και αγαλλίασης.
Το αβάστακτο πένθος της Ισιδος για τον φόνο του αγαπημένου
της αδελφού και συντρόφου, του Οσίριδος, που τον είχε κατακρεουργήσει ο θεός της
σκιάς Σετ (ή Σεθ), σταματά όταν βρίσκει και συναρμολογεί όλα τα διαμελισμένα
κομμάτια του, δίνοντάς του ξανά τη ζωή. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πιστούς
της. Μιμούμενοι τη θεά τους, αναζητούν τον Οσιρι, κτυπώντας με αλαλαγμούς τα
στήθη τους. Μόλις ξαναντικρίζουν τον θεό, τότε τον θρήνο τον διαδέχεται ανείπωτη
χαρά.
Ο Πλούταρχος προτρέπει τα βάσανα της Ισιδας, όπως
αναπαριστάνονται στις σχετικές τελετές, να γίνονται μαθήματα ευσέβειας και
παρηγοριάς για όλους τους θνητούς που τους βρίσκουν τέτοια κακά.
Ο Ιούλιος Φίρμικος Ματερνός, πολιτικός και συγγραφέας του 4ου
αι. μ.κ.ε., που αλλαξοπίστησε και έγινε χριστιανός, μας παραδίδει ενδιαφέρουσες
λεπτομέρειες σχετικές με παγανιστικές μυστηριακές τελετές. Ετσι ανάμεσα σε άλλα
μας περιγράφει και μια σκηνή κατά την οποία μπροστά σε ένα ομοίωμα κάποιου θεού,
που κείτονταν νεκρός πάνω σε ένα φορείο, εξελίσσονταν σκηνές οδυρμού και
θρήνου.
Η «επίκλησις» του Διονύσου
Ο Διόνυσος, χωρίς αμφιβολία, ήταν κι αυτός ένας θεός της
βλάστησης και σαν τέτοιος ήταν ένας πάσχων θεός, που πέθαινε και ανασταινόταν
κάθε χρόνο. Ωστόσο τα επεισόδια που σχετίζονται με τον θάνατό του, ο οποίος
προκαλούσε τον μαρασμό της φύσης, μπορούμε να πούμε ότι δεν αποτελούσαν
σημαντικό μέρος της όλης διήγησης.
Εκτός από αναφορές στον βίαιο θάνατό του και τον διαμελισμό
του υπήρχαν και παραδόσεις που έκαναν λόγο και για μια ομαλή κατάβασή του στον
Αδη, προκειμένου να φέρει στον πάνω κόσμο, στον κόσμο των ζωντανών, τη μάνα του
τη Σεμέλη.
Η κάθοδός του αυτή έγινε από την Αλκυονία λίμνη στη Λέρνα της
Αργολίδας, για την οποία υπήρχε παράδοση ότι ήταν απύθμενη. Ετσι κανένας στην
αρχαιότητα, ούτε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Νέρων, δεν είχε μπορέσει να μετρήσει
το βάθος της. Στους Δελφούς, μέσα στο άδυτο του ναού του Απόλλωνος, «παρά το
χρηστήριον», έδειχναν τον τάφο του θεού. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που έζησε
προς τα τέλη του 1ου αι. π.κ.ε., μιλά για θρήνους κατά τη διάρκεια «των
διονυσιακών παθών».
Αλλά για τις τελετουργίες τις σχετικές με τον θάνατό του,
όπως άλλωστε και γι’ αυτές που σχετίζονται με την ανάστασή του, ξέρουμε λιγοστά
πράγματα. Κύρια αιτία ήταν η ευσέβεια των αρχαίων συγγραφέων που δεν ήθελαν να
κοινοποιήσουν τίποτε «περί ων ου θέμις τοις
αμυήτοις ιστορείν».
Ενα χαρακτηριστικό στοιχείο των τελετουργιών που συνδέονται
με την ανάσταση του θεού ήταν και το κάλεσμά του, η «επίκλησις», απ’ τους
πιστούς του, που τον καλούσαν, ακόμη και με μικρές σάλπιγγες, να ανέβει και να
παρουσιαστεί σ’ αυτούς. Στον κόσμο των Ιώνων η «επιφάνεια» του θεού γινόταν κατά
τη διάρκεια των Ανθεστηρίων. Ενα σημαντικό δρώμενο της γιορτής αυτής, που είναι
πολύ χαρακτηριστικό ότι γιορταζόταν και αυτή κατά τη διάρκεια της άνοιξης, ήταν
ο ερχομός του θεού πάνω σ’ ένα τροχοφόρο πλοίο.
Το ότι ο Διόνυσος ερχόταν με ένα πλεούμενο πιθανόν να
οφειλόταν στο ότι ο θεός είχε κατεβεί στον Κάτω Κόσμο μέσα από μια λίμνη, την
Αλκυονία. Αλλά και ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του βάζει τον Διόνυσο να
κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο από μια περιοχή της Αθήνας, που την έλεγαν Λίμναι,
και της οποίας το όνομα σαφώς υποδηλώνει και πάλι κάποια λίμνη ή έστω ένα
βαλτότοπο.
Με τη θριαμβευτική επανεμφάνιση του θεού οι πιστοί του
ξεσπούσαν σε ουρανομήκεις φωνές και χαρούμενα τραγούδια και ξεφάντωναν με χορούς
και πανηγύρια. Και εκτός από πάσχοντες θεούς στην αρχαία μυθολογία υπάρχουν και
ήρωες που είχαν κατορθώσει να νικήσουν τον θάνατο, όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας, ο
Καπανέας κ.ά.
Θάνατος και Ανάσταση του Διονύσου
Στην Αρχαία Ελλάδα όμως εορταζόταν ο θάνατος και η Ανάσταση του Διονύσου με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος δεν είναι ευρέως γνωστός αλλά υπήρχε. Ο Διόνυσος σχετίζεται και αυτός με την φύση, την γονιμοποίηση και την καρποφορία της. Χάρισε στους ανθρώπους την καλλιέργεια του αμπελιού. Σύμφωνα με τον μύθο ο Διόνυσος κατέβηκε στον Άδη για να φέρει πίσω στην ζωή την μητέρα του Σεμέλη.
Η κάθοδό τους έγινε από μία λίμνη στην Αργολίδα που λεγόταν «Αλκυονία». Ο Αριστοφάνης στους βατράχους τον τοποθετεί να κατεβαίνει στον κάτω κόσμο από μία λίμνη των Αθηνών, που ονομαζόταν «Λίμναι».
Τότε οι άνθρωποι θρηνούσαν τον αναχώρηση του Διονύσου. Δηλαδή τον θάνατο του Διονύσου. Και ενώ η φύση ήταν ήδη ανθισμένη, τα άνθη μαραίνονταν. Αυτό συνέβαινε περίπου την εαρινή ισημερία, όπου ναι μεν η φύση ανθίζει αλλά σε λίγο τα άνθη μαραίνονται για να μετατραπούν σε καρπούς.
Τον θρήνο αυτόν συνόδευαν διάφορες επικλήσεις προς τον θεό, με συνοδεία σάλπιγγας, με τις οποίες τον παρακαλούσαν να επιστρέψει στον επάνω κόσμο. Η «επιφάνεια», η επάνοδος, η Ανάσταση του Διονύσου εορταζόταν την θερινή τροπή του ήλιου (θερινό ηλιοστάσιο), όπου και τοποθετείται η γενέθλιος ημερομηνία του θεού. Ενα χαρακτηριστικό του εορτασμού αυτού ήταν ότι ο Διόνυσος επέστρεφε στον επάνω κόσμο με ένα πλοίο. Τότε οι Αρχαίοι Έλληνες εόρταζαν την επάνοδο του θεού και συγχρόνως την καρποφορία της γης.
Ο δεύτερος εορτασμός του Διονύσου είναι εκείνος όπου κατασπαράζεται από τους Τιτάνες. Συγκεκριμένα στα Ορφικά μυστήρια κατά την εαρινή ισημερία ο Διόνυσος ο Ζαγρέας (τιτανική φύση) πεθαίνει με οδυνηρό θάνατο αφού κατασπαράζεται από τους Τιτάνες.
Η θεά Αθηνά όμως σώζει την καρδιά του, την πηγαίνει στον Δία και εκείνος μεταμορφώνει τον Διόνυσο τον Άνθιο – Ελευθερέα – Λυσία, ο οποίος επιστρέφει στην γη για να διδάξει στους ανθρώπους πώς να απελευθερώσουν την ψυχή τους από τα δεσμά της ύλης. Ο Διόνυσος σε διάφορες απεικονίσεις απεικονίζεται από τα αρχαία χρόνια με ένα φωτοστέφανο στο κεφάλι.
Τόσο στα Ορφικά όσο και στα Κορυβαντικά μυστήρια συμπλήρωναν τον εορτασμό με την ωμοφαγία και την οινοποσία, όπου έτσι μεταλάμβαναν το «σώμα και το αίμα» του θεού Διονύσου. Ο συμβολισμός του συγκεκριμένου εορτασμού ήταν η αναγέννηση του πνευματικού ανθρώπου. Κατόπιν οι Ορφικοί την θερινή τροπή του ήλιου (θερινό ηλιοστάσιο) εόρταζαν την Ανάσταση του Διονύσου ως Διόνυσος ο Ελευθερέας.
Όμως τον θάνατο και την Ανάσταση στην Αρχαία Ελλάδα συμβόλιζαν και τα Ελευσίνια μυστήρια με την επάνοδο της Περσεφόνης από τον Άδη, την Άνοιξη. Αλλά και οι Μύστες των Δελφών στο διάστημα από την εαρινή ισημερία έως το θερινό ηλιοστάσιο τελούσαν μυστήρια σχετικά με την επάνοδο του Απόλλωνα Φοίβου. Στην Φωκίδα κατά την εποχή του Δευκαλίωνα μετά τον κατακλυσμό υπήρχε η πόλη Πανοπεύς. Οι Πανοπείς κατάγονται από τους Μινύες την φυλή των Αργοναυτών και ήταν μέτοικοι από τον Ορχομενό.
Όταν λοιπόν ήταν βασιλιάς ο Πανοπέας, τον οποίο ο Όμηρος τον αποκαλεί «καλλίχορον», τότε κάθε δύο χρόνια, την Άνοιξη, τελούσαν εορτές προς τιμή του Διονύσου. Από την Αττική και την Βοιωτία ερχόντουσαν οι Θυιάδες και μαζί με τους Βοιωτείς και τους Πανοπείς ανέβαιναν στο Κωρύκειο Άντρο του Παρνασσού. Εκεί τελούσαν την περιφορά του Λικνίτη, του νεκρού Διονύσου και μετά εόρταζαν με μεγαλοπρέπεια την Ανάσταση του θεού. Όπως διαπιστώνουμε λοιπόν όλα τα μεταγενέστερα έθιμα έχουν την ρίζα τους στην Αρχαία Ελλάδα.
Ο Ζωροάστρης πέθανε και
αναστήθηκε
«Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι αυτός ο Ζωροάστρης, δώδεκα μέρες
μετά τον θάνατο του, όταν είχε ήδη τοποθετηθεί πάνω στην πυρά, ξαναγύρισε στην
ζωή…» (Κλήμης, «Στρωματείς», Βιβλίο Πέμπτο, σελ 711).
Ο Μανίλιος
αναφέρει, ότι τα άστρα που θεωρούνταν και θεοί, όταν έδυαν και χάνονταν για
μεγάλο χρονικό διάστημα έκαναν τους απλούς ανθρώπους να πιστεύουν, ότι ο θεός
(άστρο) ήταν νεκρός. Κατά την επιτολή του άστρου, έλεγαν, ότι ο θεός με τον
οποίον ταυτιζόταν είχε αναστηθεί ή είχε γεννηθεί.
«Οι άνθρωποι κοίταζαν την εξωτερική εμφάνιση της δημιουργίας δίχως να την καταλαβαίνουν. με κατάπληξη έβλεπαν το καινούργιο φως του σύμπαντος. Μερικές φορές θρηνούσαν επειδή πίστευαν πως το είχαν χάσει. ύστερα πάλι χαίρονταν επειδή τα άστρα έμοιαζαν να ξαναγεννιούνται [ακολουθεί αβέβαιο κείμενο]» (Μανίλιος, «Αστρονομικόν», 1.25-112).
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν, ότι κάθε άνθρωπος αποτελείται
από το Νοητό (θεϊκό στοιχείο) και από την Ύλη. Το πρώτο, έπρεπε να αφυπνισθεί. Η
διαδικασία αυτή, αφύπνισης του εσωτερικού θείου, συμβολιζόταν μέσα από τα
μυστήρια και τις τελετές της ανάστασης. Η αναγέννηση του Θείου, ήταν πρωτίστως
μία εσωτερική νίκη του ανθρώπου η οποία εξελισσόταν στην οδό που στο τέλος τον
ένωνε με το Θείον. Ο κοσμικός άνθρωπος για να το πετύχει αυτό, πρέπει να
εναρμονιστεί (Νοητό – Ύλη) με τρόπο ανάλογο του σύμπαντος. Ο Πλάτων, λέει
σχετικά:
«Η σωστή φροντίδα για όλα τα πράγματα είναι μία και μοναδική: να προσφέρεις στο καθένα τις οικείες τροφές και κινήσεις. Οικείες όμως και συγγενείς κινήσεις για το θεϊκό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας είναι οι σκέψεις και οι περιφορές του σύμπαντος. Αυτές πρέπει να ακολουθούμε όλοι. Και τους δικούς μας κύκλους, που διαστρεβλώθηκαν κατά την γέννηση μας, πρέπει να τους επαναφέρουμε στην ορθή τροχιά μαθαίνοντας την αρμονία και την ομαλή περιφορά του σύμπαντος.Έτσι θα εξομοιώσουμε τη νόηση μας με το αντικείμενο της – ομοιότητα σύμφωνη με την πρωταρχική της φύση. Και με την εξομοίωση αυτή θα κατακτήσουμε την προδιαγεγραμμένη άριστη ζωή, έχοντας εκπληρώσει τον σκοπό που έθεσαν και θα συνεχίσουν να θέτουν πάντα στους ανθρώπους οι θεοί» (Πλάτων, «Τίμαιος», 90c).
Τα Αδώνεια
Σε ανάμνηση του θανάτου και της αναστάσεως του θεού ετελούντο
κάθε χρόνο τα Αδώνεια. Σε άλλες περιοχές η γιορτή γινόταν στα μέσα του μηνός
Βοηδρομίωνος (Αύγουστος – Σεπτέμβριος ) και αλλού, στην κυρίως Ελλάδα την άνοιξη
κατά την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία. Η πρώτη ημέρα των
«Αδωνείων», που λεγόταν «Αφανισμός», ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του θεού,
που απεικονίσεις του τον παρουσιάζουν εστεμμένο με ταινίες που τις διακοσμούν
ισοσκελείς σταυροί , με το στόλισμα των λεγόμενων «Κήπων του Αδώνιδος» (που τους
φύτευαν και τους προετοίμαζαν οι γυναίκες οκτώ ημέρες πριν), καθώς και με
μοιρολόγια και λυπητερές μουσικές από πένθιμο αυλό (τη λεγόμενη «γίγγρα»).
Η δεύτερη ημέρα των εορτασμών η Εύρεσις (ανάστασις) ήταν ημέρα χαράς για την
ανάσταση του θεού εκ νεκρών και την ανάληψή του δίπλα στη θεά Αφροδίτη για το
μισό χρόνο.
Οι Κήποι του Αδώνιδος
(Επιτάφιος)
Οι κήποι του Αδώνιδος ήσαν πανέρια η γλάστρες γεμάτες χώμα
μέσα στις οποίες έσπερναν και καλλιεργούσαν ειδικά για τα Αδώνεια, πολύτριχο και
αλλά φυτά ταχέως αυξανόμενα, καθώς και σιτάρι, κριθάρι, μαρούλι, μάραθο και
διάφορα είδη λουλουδιών που τα περιποιούντο επί 8 ημέρες, κατά κύριο λόγο η
αποκλειστικά, οι γυναίκες.
Την ημέρα του «Αφανισμού» οι λατρευτές κυρίως γυναίκες με
λυμμένα τα μαλλιά τους, ξυπόλητες και γυμνόστηθες, περιέφεραν με θρήνους και
οδυρμούς τα ομοιώματα του Θεού και τους «Κήπους» στους δρόμους των πόλεων και
κατόπιν τα οδηγούσαν στη θάλασσα (ή σε πηγές και ποτάμια σε άλλες πόλεις), τα
έριχναν στα νερά και παρακαλούσαν να επιστρέψει ο Θεός από τον κάτω κόσμο.
Στα «Αδώνεια» προσφερόταν ως θυμίαμα μύρα, ενώ ψάλλονταν και
ειδικά άσματα, τα λεγόμενα «Αδωνίδια», από τα οποία έχει διασωθεί ένα πολύ
αξιόλογο δείγμα. Πρόκειται για τον «Επιτάφιον Αδώνιδος» του Βίωνος. Σε κάποια
από τα ανά τόπους «Αδώνεια» γίνονταν και μυήσεις σε Μυστήρια του Θεού (Ο
Λουκιανός διασώζει ότι οι μύστες θυσίαζαν πρόβατο και έπαιρναν μετάληψη).
Πολλοί λαοί πολλοί θεοί
Ο Κρίσνα, το
δεύτερο πρόσωπο της Ινδικής τριάδας αντίστοιχο της χριστιανικής τριάδας, ο
οποίος ονομάζεται και «υιός θεού», σταυρώθηκε όπως και ο Ναζωραίος. Πρόκειται
για την ενσάρκωση του Βισνού. Οι ουρανοί σκοτείνιασαν την ώρα του θανάτου. Ο
Κρίσνα κατέβηκε στον άλλο κόσμο, και αναστήθηκε την τρίτη μέρα, και ανελήφθη
στους ουρανούς. Ο Κρίσνα, θεωρείται επίσης «άνθρωπος και θεός» καταρρίπτοντας το
χριστιανικό επιχείρημα πως ο Ιησούς ήταν ο πρώτος άνθρωπος-θεός που νίκησε τον
θάνατο.
Ο Πέρσης θεός
Μίθρα αποκαλούνταν «ο καλός ποιμένας» και σταυρώθηκε τουλάχιστον μια
χιλιετία πριν τον Ναζωραίο, για να λυτρώσει την ανθρωπότητα.
Ο Ασσυροβαβυλώνιος
Ταμμούζ (Damuzu) σταυρώθηκε και αναστήθηκε από την Αστάρτη.
Ο Άττις,
αποκαλούμενος «ο αμνός του θεού» περνάει το μαρτύριο της σταύρωσης και
ανασταίνεται.
Ο Μεξικανός
Κετσατκοάτλ θανατώθηκε με σταύρωση και αναστήθηκε την τρίτη μέρα.
Ο Όσιρης
σκοτώνεται από τον Σεθ, και ανασταίνεται από την Ίσιδα, ενώ ο γιος τους Ώρος
σταυρώνεται μεταξύ δύο κλεφτών.
Ο Όντιν
σταυρώθηκε στο δέντρο της ζωής, ενώ ο γιος του Μπάλντερ σκοτώνεται από τον
πανούργο Λόκι με γκυ. Αμφότεροι ανασταίνονται.
Οι θεοί ΙΑΩ, και
Χέσους σταυρώθηκαν και αναστήθηκαν για να σώσουν την ανθρωπότητα
χιλιάδες χρόνια πριν την εμφάνιση του Ναζωραίου.
Ο Ίντρα
αναπαριστάται με οπές από καρφιά.
Ο Χαλδαίος Κριτε και ο
Ασιάτης Μπαλού αναφέρονται στα αντίστοιχα ιερά τους κείμενα ως
«εσταυρωμένοι λυτρωτές».
Ο Αιγύπτιος
Θούλις πέθανε στο σταυρό, θάφτηκε, αναστήθηκε και ανήλθε στους
ουρανούς.
Ο μύθος της αρπαγής της
Περσεφόνης (Αξιόκερσα κατά τα Καβείρια) περιέχει την κάθοδο στον Άδη,
την παραμονή εκεί για ένα χρονικό διάστημα και την επιστροφή στη ζωή.
Ο μύθος της
Ευρυδίκης.
Ο Ρωμαίος ήρωας
Κουιρίνους, σταυρώθηκε και η γη σκοτείνιασε.
Η ανάσταση νεκρών και η νίκη επάνω στο θάνατο, δεν είναι
λοιπόν μια ιδέα που γεννήθηκε στον χριστιανισμό. Στις αρχαίες θρησκείες υπήρξε
πληθώρα θεών και ανθρώπων που είτε θυσιάστηκαν και ξαναγύρισαν στη ζωή, ή ήρθαν
σε συμφωνία με τις θεότητες του Άδη να μοιράζουν τη ζωή τους ανάμεσα σε δύο
κόσμους. Η ιδέα της ανάστασης πιθανολογείται πως προήλθε από την παρατήρηση της
«νεκρανάστασης» της φύσης.
Οι εμπνευστές της χριστιανικής θρησκείας παρέλαβαν τους
αρχαίους μύθους, τους άλλαξαν ελαφρώς και τους παρουσίασαν ως δική τους
αποκάλυψη. Κανένας χριστιανός ιερέας δεν έχει απαντήσει ουσιαστικά στο ερώτημα,
σε τι ακριβώς διαφέρει η σταύρωση κι η ανάσταση του θεού σας από τις αντίστοιχες
των προαναφερθέντων θεών;
Τα βασικά συστατικά του μύθου της νεκρανάστασης, εμφανίζονται
στις παραδόσεις όλων των λαών της Μέσης Ανατολής αλλά και της Ασίας και του
Βορρά.
Απλά μια επανάληψη βιώνουμε των ίδιων και των ίδιων τίποτε πρότυπο ή έστω διαφορετικό.
***
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου