Στους στίχους 43-52 της Ιλιάδας, ο Όμηρος περιγράφει την κατάβαση του οργισμένου Απόλλωνα από τον Όλυμπο και το ξέσπασμα της οργής του πάνω στους Αχαιούς. Η εικόνα έχει εκπληκτική δύναμη. Συμπιέζοντας τον χώρο, αφού δεν περιγράφει τη διαδρομή την οποία ακολουθεί ο Απόλλων, ο ποιητής στέκεται στον ηχητικό και οπτικό απόηχο των κινήσεων του θεού.
Με κάθε κίνηση του Απόλλωνα τα βέλη βροντούν πάνω του και ο ίδιος μοιάζει με τη νύχτα καθώς προχωρεί προς το στρατόπεδο των Αχαιών.
Ο ηχητικός και ο οπτικός απόηχος συνεχίζονται ακόμα κι όταν ο θεός σταματάει να βαδίζει και κάθεται «άντικρυ των πλοίων». Βλέπουμε τώρα το πρώτο βέλος να φεύγει και ακούμε τον τρομερό αχό που βγάζει το ασημένιο τόξο.
Στη συνέχεια, βλέπουμε τα πικροφόρα ακόντια να φεύγουν το ένα πίσω από το άλλο. Αλλά τώρα η ηχητική εντύπωση έχει μετατοπιστεί στο στρατόπεδο των Αχαιών, αφού εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τις κραυγές αγωνίας και πόνου που προκαλούν τα βέλη του θεού. Η εικόνα κλείνει με μια σχεδόν βουβή οπτική εντύπωση: παντού καίνε οι πυρές των νεκρών.
Ας σταθούμε για λίγο στις λέξεις και τις φράσεις που κυριαρχούν στην εικόνα: κατέβη, («βη κάτω»), θυμωμένος («χωόμενος κηρ»), τόξον («τόξον»), ολόκλειστην φαρέτραν («αμφηρεφέα φαρέτρην»), εβρόντησαν τα βέλη («έκλαγξαν οϊστοί»), χολωμένος («χωόμενος»), όμοιαζε την νύκτα («νυκτί εοικώς»), αχός τρομερός («δεινή κλαγγή»), πικροφόρ’ ακόντια («βέλος εχεπευκές»), νεκρών πυρές («πυραί νεκύων»).
Η περιγραφή αρχίζει με την κατάβαση του θυμωμένου θεού από τον Όλυμπο. Τόσο η κίνηση προς τα κάτω όσο και ο θυμός του Απόλλωνα δεν προμηνύουν τίποτε καλό. Υποψιαζόμαστε βέβαια, ήδη από τη στιγμή που εισάκουσε τις προσευχές του Χρύση, ότι ο θεός θα τιμωρήσει τους Αχαιούς, αλλά δεν γνωρίζουμε το μέγεθος της ποινής.
Το γεγονός ότι ο Απόλλων κατεβαίνει θυμωμένος, αποτελεί μια πρώτη ένδειξη. Έχει σημασία ότι στο αρχαίο κείμενο ο ποιητής δεν λέει απλώς «χωόμενος» (= θυμωμένος), αλλά «χωόμενος κηρ» (= χολωμένος, θυμωμένος, οργισμένος στην καρδιά του).
Τη λέξη «κηρ (το)» χρησιμοποιεί ο Όμηρος κυρίως για να δηλώσει την καρδιά ως έδρα της βούλησης. Ταυτόχρονα όμως, στον Όμηρο πάλι, η λέξη «Κηρ (η)» δηλώνει τη θεά του θανάτου ή του ολέθρου, η οποία περιφέρεται στα πεδία της μάχης φορώντας ρούχα κόκκινα από το αίμα.
Η κατάβαση λοιπόν του οργισμένου στην καρδιά Απόλλωνα από τον Όλυμπο, θα μπορούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του αρχαίου ακροατή την κατάβαση της Κηρός στο πεδίο της μάχης.
Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και το γεγονός ότι ο Απόλλων είναι πάνοπλος, με τόξο και ολόκλειστη φαρέτρα, σαν να ετοιμάζεται να πολεμήσει σε κάποιο πεδίο μάχης. Μάλιστα, καθώς κινείται, τα βέλη βροντούν μέσα στη φαρέτρα του, λες και βιάζονται να βγουν έξω και να ξεχυθούν προς το στόχο τους.
Μοιάζει με τη νύχτα ο Απόλλων, καθώς προχωρεί προς το στρατόπεδο των Αχαιών. Η παρομοίωση είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτική. Η λέξη «νυξ (η)» χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει καθετί σκοτεινό και φοβερό. Στον Όμηρο βρίσκουμε τη λέξη συνδεμένη με τον θάνατο: «νυξ Άιδης», «νύχτα του θανάτου». Ο Όμηρος πάλι αποκαλεί τη νύχτα (όπως και την Κήρα) «ολοή», δηλαδή «καταστρεπτική, ολέθρια, φονική».
Συνεπώς, ο οργισμένος Απόλλων κατεβαίνει σαν φονική νύχτα, μοιάζει με τη νύχτα του θανάτου, φέρνει τον θάνατο. Κι όταν πια σταματάει και ρίχνει το πρώτο βέλος («ιός» = «βέλος», αλλά και «δηλητήριο»), «κλαγγή δεινή» βγαίνει από το ασημένιο τόξο του. «Κλαγγή δεινή». Ήχος φοβερός, τρομερός, φριχτός, άγριος, σκληρός, ήχος θανάτου. Είμαστε πλέον σχεδόν βέβαιοι ότι ο Απόλλων είναι, εδώ, ο θεός του θανάτου.
Πλήττει, χτυπάει πρώτα τα σκυλιά και τα μουλάρια. Κι αμέσως μετά, ρίχνει τα πικροφόρα ακόντιά του στους ανθρώπους. Ο ποιητής ξεκινάει από το λιγότερο σημαντικό θέμα, το χτύπημα των σκυλιών (που ελάχιστη αξία έχουν για τους Αχαιούς), προχωρεί στο περισσότερο σημαντικό, το χτύπημα των μουλαριών (που είναι πολύτιμα για τους στρατιώτες), και καταλήγει στο πιο σπουδαίο, στο χτύπημα των ίδιων των ανθρώπων. Χρησιμοποιεί δηλαδή τον «νόμο των τριών»: σκυλιά – μουλάρια – άνθρωποι.
«Βέλος εχεπευκές» εξαπολύει ο τρομερός θεός εναντίον των Αχαιών. Βέλος δηλαδή οξύ, διαπεραστικό, αλλά και πικρό σαν φαρμάκι, σαν δηλητήριο ή πικρό σαν τον θάνατο. Και έρχεται ο τελευταίος στίχος για να διώξει κάθε αμφιβολία. «Αιεί δε πυραί νεκύων καίοντο θαμειαί». «Αδιάκοπα έκαιγαν πυκνές οι φωτιές των νεκρών, οι νεκρικές πυρές». Και πυκνές (δηλαδή πολλές, η μια κοντά στην άλλη) ήταν οι φωτιές και αδιάκοπα έκαιγαν. Άρα οι νεκροί ήταν πολλοί –πάρα πολλοί.
Έχουμε λοιπόν μια εικόνα στην οποία κυριαρχεί ο θάνατος, από τον πρώτο στίχο μέχρι τον τελευταίο. Πόσο όμως αριστοτεχνικά «ζωγραφίζει» αυτήν τη φριχτή εικόνα ο Όμηρος! Σε εννιά ολόκληρους στίχους (43-51) ο θάνατος δεν αναφέρεται πουθενά καθαρά. Υποβάλλεται έμμεσα, και μάλιστα σταδιακά, κλιμακωτά. Ακόμα και στον δέκατο στίχο (52), δεν ακούμε τη λέξη θάνατος. Βλέπουμε μόνο τις φωτιές των νεκρών να καίνε πυκνές και αδιάκοπα. Ο θάνατος είναι ο ίδιος ο θεός. Είναι δηλαδή ένας θάνατος θεϊκός, μια θεϊκή τιμωρία.
Με κάθε κίνηση του Απόλλωνα τα βέλη βροντούν πάνω του και ο ίδιος μοιάζει με τη νύχτα καθώς προχωρεί προς το στρατόπεδο των Αχαιών.
Ο ηχητικός και ο οπτικός απόηχος συνεχίζονται ακόμα κι όταν ο θεός σταματάει να βαδίζει και κάθεται «άντικρυ των πλοίων». Βλέπουμε τώρα το πρώτο βέλος να φεύγει και ακούμε τον τρομερό αχό που βγάζει το ασημένιο τόξο.
Στη συνέχεια, βλέπουμε τα πικροφόρα ακόντια να φεύγουν το ένα πίσω από το άλλο. Αλλά τώρα η ηχητική εντύπωση έχει μετατοπιστεί στο στρατόπεδο των Αχαιών, αφού εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τις κραυγές αγωνίας και πόνου που προκαλούν τα βέλη του θεού. Η εικόνα κλείνει με μια σχεδόν βουβή οπτική εντύπωση: παντού καίνε οι πυρές των νεκρών.
Ας σταθούμε για λίγο στις λέξεις και τις φράσεις που κυριαρχούν στην εικόνα: κατέβη, («βη κάτω»), θυμωμένος («χωόμενος κηρ»), τόξον («τόξον»), ολόκλειστην φαρέτραν («αμφηρεφέα φαρέτρην»), εβρόντησαν τα βέλη («έκλαγξαν οϊστοί»), χολωμένος («χωόμενος»), όμοιαζε την νύκτα («νυκτί εοικώς»), αχός τρομερός («δεινή κλαγγή»), πικροφόρ’ ακόντια («βέλος εχεπευκές»), νεκρών πυρές («πυραί νεκύων»).
Η περιγραφή αρχίζει με την κατάβαση του θυμωμένου θεού από τον Όλυμπο. Τόσο η κίνηση προς τα κάτω όσο και ο θυμός του Απόλλωνα δεν προμηνύουν τίποτε καλό. Υποψιαζόμαστε βέβαια, ήδη από τη στιγμή που εισάκουσε τις προσευχές του Χρύση, ότι ο θεός θα τιμωρήσει τους Αχαιούς, αλλά δεν γνωρίζουμε το μέγεθος της ποινής.
Το γεγονός ότι ο Απόλλων κατεβαίνει θυμωμένος, αποτελεί μια πρώτη ένδειξη. Έχει σημασία ότι στο αρχαίο κείμενο ο ποιητής δεν λέει απλώς «χωόμενος» (= θυμωμένος), αλλά «χωόμενος κηρ» (= χολωμένος, θυμωμένος, οργισμένος στην καρδιά του).
Τη λέξη «κηρ (το)» χρησιμοποιεί ο Όμηρος κυρίως για να δηλώσει την καρδιά ως έδρα της βούλησης. Ταυτόχρονα όμως, στον Όμηρο πάλι, η λέξη «Κηρ (η)» δηλώνει τη θεά του θανάτου ή του ολέθρου, η οποία περιφέρεται στα πεδία της μάχης φορώντας ρούχα κόκκινα από το αίμα.
Η κατάβαση λοιπόν του οργισμένου στην καρδιά Απόλλωνα από τον Όλυμπο, θα μπορούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του αρχαίου ακροατή την κατάβαση της Κηρός στο πεδίο της μάχης.
Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και το γεγονός ότι ο Απόλλων είναι πάνοπλος, με τόξο και ολόκλειστη φαρέτρα, σαν να ετοιμάζεται να πολεμήσει σε κάποιο πεδίο μάχης. Μάλιστα, καθώς κινείται, τα βέλη βροντούν μέσα στη φαρέτρα του, λες και βιάζονται να βγουν έξω και να ξεχυθούν προς το στόχο τους.
Μοιάζει με τη νύχτα ο Απόλλων, καθώς προχωρεί προς το στρατόπεδο των Αχαιών. Η παρομοίωση είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτική. Η λέξη «νυξ (η)» χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει καθετί σκοτεινό και φοβερό. Στον Όμηρο βρίσκουμε τη λέξη συνδεμένη με τον θάνατο: «νυξ Άιδης», «νύχτα του θανάτου». Ο Όμηρος πάλι αποκαλεί τη νύχτα (όπως και την Κήρα) «ολοή», δηλαδή «καταστρεπτική, ολέθρια, φονική».
Συνεπώς, ο οργισμένος Απόλλων κατεβαίνει σαν φονική νύχτα, μοιάζει με τη νύχτα του θανάτου, φέρνει τον θάνατο. Κι όταν πια σταματάει και ρίχνει το πρώτο βέλος («ιός» = «βέλος», αλλά και «δηλητήριο»), «κλαγγή δεινή» βγαίνει από το ασημένιο τόξο του. «Κλαγγή δεινή». Ήχος φοβερός, τρομερός, φριχτός, άγριος, σκληρός, ήχος θανάτου. Είμαστε πλέον σχεδόν βέβαιοι ότι ο Απόλλων είναι, εδώ, ο θεός του θανάτου.
Πλήττει, χτυπάει πρώτα τα σκυλιά και τα μουλάρια. Κι αμέσως μετά, ρίχνει τα πικροφόρα ακόντιά του στους ανθρώπους. Ο ποιητής ξεκινάει από το λιγότερο σημαντικό θέμα, το χτύπημα των σκυλιών (που ελάχιστη αξία έχουν για τους Αχαιούς), προχωρεί στο περισσότερο σημαντικό, το χτύπημα των μουλαριών (που είναι πολύτιμα για τους στρατιώτες), και καταλήγει στο πιο σπουδαίο, στο χτύπημα των ίδιων των ανθρώπων. Χρησιμοποιεί δηλαδή τον «νόμο των τριών»: σκυλιά – μουλάρια – άνθρωποι.
«Βέλος εχεπευκές» εξαπολύει ο τρομερός θεός εναντίον των Αχαιών. Βέλος δηλαδή οξύ, διαπεραστικό, αλλά και πικρό σαν φαρμάκι, σαν δηλητήριο ή πικρό σαν τον θάνατο. Και έρχεται ο τελευταίος στίχος για να διώξει κάθε αμφιβολία. «Αιεί δε πυραί νεκύων καίοντο θαμειαί». «Αδιάκοπα έκαιγαν πυκνές οι φωτιές των νεκρών, οι νεκρικές πυρές». Και πυκνές (δηλαδή πολλές, η μια κοντά στην άλλη) ήταν οι φωτιές και αδιάκοπα έκαιγαν. Άρα οι νεκροί ήταν πολλοί –πάρα πολλοί.
Έχουμε λοιπόν μια εικόνα στην οποία κυριαρχεί ο θάνατος, από τον πρώτο στίχο μέχρι τον τελευταίο. Πόσο όμως αριστοτεχνικά «ζωγραφίζει» αυτήν τη φριχτή εικόνα ο Όμηρος! Σε εννιά ολόκληρους στίχους (43-51) ο θάνατος δεν αναφέρεται πουθενά καθαρά. Υποβάλλεται έμμεσα, και μάλιστα σταδιακά, κλιμακωτά. Ακόμα και στον δέκατο στίχο (52), δεν ακούμε τη λέξη θάνατος. Βλέπουμε μόνο τις φωτιές των νεκρών να καίνε πυκνές και αδιάκοπα. Ο θάνατος είναι ο ίδιος ο θεός. Είναι δηλαδή ένας θάνατος θεϊκός, μια θεϊκή τιμωρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου