H λέξη δορυφόρος σημαίνει στην κυριολεξία αυτός που φέρει, που κρατά δόρυ. Κατά τη μυθολογία μας, ο θεός Άρης συνοδευόταν πάντα από 2 δορυφόρους/σωματοφύλακες. Τον Φόβο και τον Δείμο. Η λέξη δορυφόρος στην αρχαιότητα χαρακτήριζε τους ένοπλους φρουρούς οι οποίοι και περιστοίχιζαν ισχυρά πρόσωπα για να τα προστατεύσουν.
«Δορυφόρος» Πολυκλείτου(440-430 π.Χ.)
Πρόκειται για ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο του χαμένου ελληνικού ορειχάλκινου πρωτοτύπου, γνωστό με τον τίτλο «Δορυφόρος», ο φέρων δηλαδή δόρυ, που χρονολογείται το 440-430 π.Χ. και ανήκει στην ώριμη κλασσική περίοδο της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Δημιουργός του ο «Φειδίας της Πελοποννήσου», ο Αργείος γλύπτης Πολύκλειτος.
Ο «Δορυφόρος» έχει ταυτιστεί με την ιδέα της ανδρείας, της ομορφιάς και του τέλειου ήρωα. Αυτός είναι ο λόγος που εδώ και έναν αιώνα πιστευόταν ότι αναπαριστά τον Αχιλλέα. Πρόσφατες
εκτιμήσεις όμως, αλλάζουν την ταυτότητα του πλέον διάσημου αριστουργήματος της κλασσικής αρχαιότητας, υποστηρίζοντας πως ο γυμνός άνδρας δεν κρατούσε δόρυ, αλλά ξίφος και ασπίδα και ότι δεν πρόκειται για τον Αχιλλέα, αλλά για τον Θησέα.
Ο «Δορυφόρος» απεικονίζει έναν γυμνό άνδρα με εύρωστο, καλογυμνασμένο σώμα, φαρδείς ώμους και στιβαρό μυικό σύστημα. Ηλικιακά βρίσκεται στο τέλος της εφηβείας προς αρχή της ωριμότητας, στην τέλεια δηλαδή, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές πεποιθήσεις, στιγμή του ανθρώπου.
Νέες τεχνικές ως απόρροια μακροχρόνιου πειραματισμού δίνουν στους καλλιτέχνες της κλασσικής περιόδου νέες εκφραστικές δυνατότητες με τη χαλκοχυτική, η οποία κάνει δυνατή την έκταση των άκρων των μορφών μέσα στον χώρο, απαλλάσσοντάς τες από τα απαραίτητα ως τα αρχαϊκά χρόνια στηρίγματα, και μετατρέποντας την «γλυπτική» σε «πλαστική».
Το ενδιαφέρον στρέφεται στη μελέτη των μεταβολών που προκαλεί η κίνηση, οδηγώντας τους γλύπτες σε νέα τεχνάσματα, όπως το σήκωμα της φτέρνας, ή ο χιασμός των κινήσεων («contraposto»). Με τη χρήση αυτής της τεχνοτροπίας παύει η αυστηρή συμμετρικότητα, καθώς το κέντρο βάρους του γλυπτού μετατοπίζεται στο ένα άκρο, με το δεξί πόδι και αριστερό χέρι να βρίσκονται σε ένταση και τα αντίθετα άκρα σε χαλάρωση, συμβάλλοντας σε μία γενική αίσθηση ισορροπίας. Ο άκαμπτος κορμός των αρχαϊκών κούρων αντικαταθίσταται από μια πιο ρεαλιστική και άνετη στάση, δημιουργώντας μία μορφή, που σφίζει από φυσικότητα και χάρη. Ο «Δορυφόρος» έχει απελευθερωθεί από τη μετωπική πόζα, το βλέμμα απομακρύνεται από τον θεατή, και τα επιμέρους χαρακτηριστικά του, όπως η μυολογία και οι φλέβες του σώματος, τα μαλλιά και τα μισάνοιχτα χείλη, αποδίδονται με μεγαλύτερη πειστικότητα, χαρίζοντάς του πνοή ζωής.
Το πρόσωπο αποκτά έκφραση και γίνεται για πρώτη φορά προσπάθεια να αποδοθεί το ήθος και το πάθος, δηλαδή ο χαρακτήρας και τα συναισθήματα της συγκεκριμένης μορφής.
Είναι εμφανές ότι με το πέρασμα από την αρχαϊκή στην κλασσική περίοδο, γίνεται μία προσπάθεια να εγκαταληφθεί το πρότυπο του Κούρου, παρόλο που η θεματογραφία της γλυπτικής εξακολουθεί να είναι ανθρωποκεντρική, με προτίμηση στις γυμνές αντρικές μορφές, φτάνοντας σε μία τέλεια ισορροπία ανάμεσα στη μίμηση που επικρατούσε μέχρι τώρα και την εξιδανίκευση.
Το ανθρώπινο, ανδρικό σώμα παρουσιάζεται με ιδανικές αναλογίες, χάρη σε ένα σύστημα αναλογιών, που επινόησε ο Πολύκλειτος, γνωστό ως «Κανών».
Η καθαρή δομή του σώματος, η στροφή του κορμού και οι τέλειες, μαθηματικά υπολογισμένες αναλογίες, που όμως δεν είναι πραγματικές, αλλά θεωρητικές, στοχεύουν στην απόδοση μιας αψεγάδιαστης, «πρότυπης» μορφής, η οποία είναι προϊόν ανασύνθεσης των ωραιότερων χαρακτηριστικών από πολλά ζωντανά παραδείγματα.
Η άκρα απλότητα στην εμφάνιση (γυμνός και χωρίς κανένα διακοσμητικό στοιχείο), σε συνδυασμό με το αθλητικό σώμα και το νηφάλιο και σοβαρό πρόσωπο, εγκαινιάζει μία νέα τεχνοτροπία, που θα υπηρετήσει με τον ιδανικότερο τρόπο το ανθρωπιστικό ιδεώδες της καλοκαγαθίας (σωματικό και ψυχικό κάλλος), τον «αυστηρό ρυθμό».
Σε αντίθεση με τα αρχαϊκά γλυπτά, η «αυστηρότητα» δίνει τη δυνατότητα συμβολισμού, καθώς μέσα από τη γυμνή μορφή μπορούν να συμβολιστούν τα ιδανικά της εγκράτειας, της σωφροσύνης και της υπευθυνότητας, σπάζοντας μια για πάντα τους δεσμούς με την αρχαϊκή παράδοση.
«Δορυφόρος» Πολυκλείτου(440-430 π.Χ.)
Πρόκειται για ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο του χαμένου ελληνικού ορειχάλκινου πρωτοτύπου, γνωστό με τον τίτλο «Δορυφόρος», ο φέρων δηλαδή δόρυ, που χρονολογείται το 440-430 π.Χ. και ανήκει στην ώριμη κλασσική περίοδο της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Δημιουργός του ο «Φειδίας της Πελοποννήσου», ο Αργείος γλύπτης Πολύκλειτος.
Ο «Δορυφόρος» έχει ταυτιστεί με την ιδέα της ανδρείας, της ομορφιάς και του τέλειου ήρωα. Αυτός είναι ο λόγος που εδώ και έναν αιώνα πιστευόταν ότι αναπαριστά τον Αχιλλέα. Πρόσφατες
εκτιμήσεις όμως, αλλάζουν την ταυτότητα του πλέον διάσημου αριστουργήματος της κλασσικής αρχαιότητας, υποστηρίζοντας πως ο γυμνός άνδρας δεν κρατούσε δόρυ, αλλά ξίφος και ασπίδα και ότι δεν πρόκειται για τον Αχιλλέα, αλλά για τον Θησέα.
Ο «Δορυφόρος» απεικονίζει έναν γυμνό άνδρα με εύρωστο, καλογυμνασμένο σώμα, φαρδείς ώμους και στιβαρό μυικό σύστημα. Ηλικιακά βρίσκεται στο τέλος της εφηβείας προς αρχή της ωριμότητας, στην τέλεια δηλαδή, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές πεποιθήσεις, στιγμή του ανθρώπου.
Νέες τεχνικές ως απόρροια μακροχρόνιου πειραματισμού δίνουν στους καλλιτέχνες της κλασσικής περιόδου νέες εκφραστικές δυνατότητες με τη χαλκοχυτική, η οποία κάνει δυνατή την έκταση των άκρων των μορφών μέσα στον χώρο, απαλλάσσοντάς τες από τα απαραίτητα ως τα αρχαϊκά χρόνια στηρίγματα, και μετατρέποντας την «γλυπτική» σε «πλαστική».
Το ενδιαφέρον στρέφεται στη μελέτη των μεταβολών που προκαλεί η κίνηση, οδηγώντας τους γλύπτες σε νέα τεχνάσματα, όπως το σήκωμα της φτέρνας, ή ο χιασμός των κινήσεων («contraposto»). Με τη χρήση αυτής της τεχνοτροπίας παύει η αυστηρή συμμετρικότητα, καθώς το κέντρο βάρους του γλυπτού μετατοπίζεται στο ένα άκρο, με το δεξί πόδι και αριστερό χέρι να βρίσκονται σε ένταση και τα αντίθετα άκρα σε χαλάρωση, συμβάλλοντας σε μία γενική αίσθηση ισορροπίας. Ο άκαμπτος κορμός των αρχαϊκών κούρων αντικαταθίσταται από μια πιο ρεαλιστική και άνετη στάση, δημιουργώντας μία μορφή, που σφίζει από φυσικότητα και χάρη. Ο «Δορυφόρος» έχει απελευθερωθεί από τη μετωπική πόζα, το βλέμμα απομακρύνεται από τον θεατή, και τα επιμέρους χαρακτηριστικά του, όπως η μυολογία και οι φλέβες του σώματος, τα μαλλιά και τα μισάνοιχτα χείλη, αποδίδονται με μεγαλύτερη πειστικότητα, χαρίζοντάς του πνοή ζωής.
Το πρόσωπο αποκτά έκφραση και γίνεται για πρώτη φορά προσπάθεια να αποδοθεί το ήθος και το πάθος, δηλαδή ο χαρακτήρας και τα συναισθήματα της συγκεκριμένης μορφής.
Είναι εμφανές ότι με το πέρασμα από την αρχαϊκή στην κλασσική περίοδο, γίνεται μία προσπάθεια να εγκαταληφθεί το πρότυπο του Κούρου, παρόλο που η θεματογραφία της γλυπτικής εξακολουθεί να είναι ανθρωποκεντρική, με προτίμηση στις γυμνές αντρικές μορφές, φτάνοντας σε μία τέλεια ισορροπία ανάμεσα στη μίμηση που επικρατούσε μέχρι τώρα και την εξιδανίκευση.
Το ανθρώπινο, ανδρικό σώμα παρουσιάζεται με ιδανικές αναλογίες, χάρη σε ένα σύστημα αναλογιών, που επινόησε ο Πολύκλειτος, γνωστό ως «Κανών».
Η καθαρή δομή του σώματος, η στροφή του κορμού και οι τέλειες, μαθηματικά υπολογισμένες αναλογίες, που όμως δεν είναι πραγματικές, αλλά θεωρητικές, στοχεύουν στην απόδοση μιας αψεγάδιαστης, «πρότυπης» μορφής, η οποία είναι προϊόν ανασύνθεσης των ωραιότερων χαρακτηριστικών από πολλά ζωντανά παραδείγματα.
Η άκρα απλότητα στην εμφάνιση (γυμνός και χωρίς κανένα διακοσμητικό στοιχείο), σε συνδυασμό με το αθλητικό σώμα και το νηφάλιο και σοβαρό πρόσωπο, εγκαινιάζει μία νέα τεχνοτροπία, που θα υπηρετήσει με τον ιδανικότερο τρόπο το ανθρωπιστικό ιδεώδες της καλοκαγαθίας (σωματικό και ψυχικό κάλλος), τον «αυστηρό ρυθμό».
Σε αντίθεση με τα αρχαϊκά γλυπτά, η «αυστηρότητα» δίνει τη δυνατότητα συμβολισμού, καθώς μέσα από τη γυμνή μορφή μπορούν να συμβολιστούν τα ιδανικά της εγκράτειας, της σωφροσύνης και της υπευθυνότητας, σπάζοντας μια για πάντα τους δεσμούς με την αρχαϊκή παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου