ΤΟ ΠΑΠΑΔΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΕΣΒΗΣΕ…. ΩΣΤΟΣΟ, ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ Η ΠΑΠΑΔΟΚΡΑΤΙΑ, ΩΣ Ο ΕΠΙΚΡΑΤΕΣΤΕΡΟΣ ΔΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ!
Η γηραιά βασιλεύουσα πόλη, παρόλο που επί χίλια χρόνια υπήρξε ο προμαχώνας εναντίον πολλών επιδρομέων από ανατολή και δύση, στους τελευταίους αιώνες της και κυρίως μετά τον 11ο αιώνα, είχε συρρικνωθεί γύρω από τα στενά του Βοσπόρου και έμοιαζε περισσότερο σαν μια τοπική επαρχία παρά σαν αυτοκρατορία, είχε χάσει την παλιά δύναμη της και ήταν τελικά καταδικασμένη να υποκύψει στην πολιορκία των Τούρκων, τους άσπονδους εχθρούς της χριστιανικής θρησκείας, παρ' όλο που Χριστιανοί και Μωαμεθανοί ήταν αδέλφια, σαν γνήσια παιδιά του Ιουδαϊσμού, εφόσον έχουν και οι δύο σαν ιερή παράδοση την Παλαιά Διαθήκη και τους Αγίους της. Θα δούμε, σύμφωνα με τους χρονογράφους, τις σκηνές μοιρολατρείας που κατέγραψαν κατά την τελευταία λιτανεία που έγινε στην Αγία Σοφία την προηγουμένη ημέρα της αποφράδας ιστορικής ημέρας της 29ης Μαΐου.
Η ΜΟΙΡΟΛΑΤΡΕΙΑ..
Με την διαταγή του τελευταίου βασιλιά Παλαιολόγου, όπως μας πληροφορεί στο «Το χρονικό της Άλωσης» ο βυζαντινός χρονογράφος Φραντζής, έγινε από κοινού μια πολυπληθής λιτανεία ορθόδοξων και καθολικών, αρχιερέων και μοναχών. Κατά χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά έκλαιγαν και παρακαλούσαν τον Θεό να τους λυπηθεί και να μην τους αφήσει να πέσουν στα χέρια των αλλοθρήσκων. Όλο εκείνο το πλήθος, έψαλλε με αγωνία το «Κύριε ελέησον», ενώ οι ιερείς κουβαλούσαν τις εικόνες των αγίων και τα ιερά λείψανα, (τι κωμωδία ειδωλολατρείας!).
Και όταν το πλήθος συμπλήρωσε την περιφορά της λιτανείας εκείνης, ο Αυτοκράτορας προσεφώνη σε το πλήθος των συγκλητικών, των ευπατρίδων Ελλήνων και Ιταλών στρατιωτικών αρχηγών, που ήταν γύρω του. Η σκηνή ήταν επιβλητική και όλοι εκείνοι οι γενναίοι, που ήταν ήδη βέβαιοι ότι τους περιμένει ο θάνατος και ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους σ” ένα ευγενικό σκοπό, άκουγαν με κατάνυξη την προσφώνηση του Αυτοκράτορα.
Περισώθηκαν ώς τα σήμερα δύο διατυπώσεις αυτού του λόγου του Αυτοκράτορα, μια μακροσκελής από τον Φραντζή και μια περιληπτική απ” τον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης Λεονάρδο, οι οποίοι και παρέστησαν αμφότεροι στη συγκέντρωση. Και όταν τέλειωσε ο λόγος, ο βασιλιάς στράφηκε πρώτα προς τους Βενετσιάνους και τους προσφώνησε ιδιαίτερα, αφού τους ευχαρίστησε για τη βοήθεια που πρόσφεραν στην Πόλη και ύστερα προς τους Γενοβέζους, στους οποίους έκανε έκκληση για αδελφική ομόνοια και αγάπη. Τελικά σαν επίλογος ακολούθησε μια σκηνή υπέροχη. Όλοι εκείνοι οι άνδρες, οι οποίοι σε λίγο θα θυσίαζαν τη ζωή τους, αναλύθηκαν σε δάκρυα, συγχωρούντες ο ένας τον άλλο για τα παραπτώματά τους, χωρίς να σκέπτονται ούτε γυναίκες ούτε παιδιά ούτε τα πλούτη τους παρά μονάχα πως θα πεθάνουν για τη σωτηρία της Πόλης.
Και τότε έγινε μια απ” τις τραγικές στιγμές της ιστορίας. Όπως διηγούνται ο Φραντζής και το «Σλαβονικό χρονικό», η Αγία Σοφία, η βασίλισσα των χριστιανικών εκκλησιών της Ανατολής, που είχε εγκαταληφθεί απ” τις 12 Δεκεμβρίου 1452 του περασμένου χρόνου, μέρα που ήταν η αρχή τόσων συμφορών και προκάλεσε τόσες διχόνοιες (ήταν η μέρα που έγινε η συνέλευση για την ένωση των δύο Εκκλησιών, αλλά κυριάρχησε ο ανόητος θρησκευτικός φανατισμός των ανθενωτικών, που τελικά κατέληξε στο γνωστό αποτέλεσμα και δεν δόθηκε καμμία βοήθεια απ” τη Δύση, η οποία και δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη της Κωνσταντινούπολης και τα κατάλοιπα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), είδε ξαφνικά τον μεγαλοπρεπή της περίβολο να γεμίζει από άπειρο πλήθος. Ο βασιλιάς, η αυλή, οι μεγιστάνες, όλος ο κλήρος, ορθόδοξος και καθολικός, όλοι οι στρατιωτικοί αρχηγοί, Έλληνες και Ιταλοί και όλος ο λαός, γονάτισαν για τελευταία φορά, εκείνο το θαυμάσιο βράδυ του Μαΐου, κάτω απ” τα φώτα του θόλου της Αγίας Σοφίας και τους ψαλμούς των αχράντων μυστηρίων, κοινώνησαν και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο.
(Βέβαια, από την επόμενη μέρα, 29 Μαΐου 1453, θα μπει μέσα ο κατακτητής και η Αγία Σοφία θα γίνει τζαμί όπου θα λατρεύεται ο ίδιος ψεύτικος Θεός πατήρ Γιαχβέ.!!!)
Ενισχυθέντες έτσι το βράδυ εκείνο με θάρρος, αλλά και με ψεύτικες ελπίδες, όλοι, απ” τον βασιλιά ως τον τελευταίο στρατιώτη και με τα δάκρυα στα μάτια, γύρισαν στις τάξεις τους κατά μήκος του περιβόλου των τειχών με θάρρος και γενναιότητα, χωρίς να σκέφτονται τίποτα άλλο, ούτε για υποθέσεις τους ούτε για συμφέροντα, όπως λέγει ο επίσκοπος Λεονάρδος, παρά μόνο για την κοινή σωτηρία. Σε όλη την γραμμή της άμυνας, και οι τελευταίες προετοιμασίες είχαν τελειώσει.
Και όταν πια Έλληνες και Ιταλοί πήραν τις θέσεις τους σε όλο το μήκος της γραμμής του εξωτερικού τείχους, έχοντας πίσω τους το εσωτερικό τείχος, όλες οι πύλες που πήγαιναν απ” τον περίβολο στην Πόλη έκλεισαν κι αυτές με προσοχή και μανταλώθηκαν για να μη μπορέσει κανένας που θα δείλιαζε να φύγει. Όλες τις υπόλοιπες ώρες της νύχτας, οι αμυνόμενοι άκουγαν σε όλο το μήκος της γραμμής της άμυνας, το φοβερό θόρυβο που έκαναν τα πληρώματα του τουρκικού στόλου που προετοίμαζαν την έφοδό τους.
Εδώ ο Φραντζής μας λέγει ότι, ο βασιλιάς πήγε στο ναό της Αγίας Σοφίας και αφού προσευχήθηκε, μετάλαβε τα άχραντα μυστήρια και το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι που τον ακολούθησαν. Ύστερα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγχώρεση απ” όλους ανάμεσα σε κλάματα και αναστεναγμούς. Και συνεχίζει ο Φραντζής.
«Ανεβήκαμε στ” άλογα, ο βασιλιάς και εγώ και γυρίσαμε στα τείχη, συνιστώντας στους φύλακες να προσέχουν, και ήταν όλοι στις θέσεις τους στα τείχη και τους πύργους και οι πύλες ήταν κλεισμένες με ασφάλεια και δεν μπορούσε να βγει ή να μπει κανένας. Όταν φθάσαμε στις Καλιγαρίες, το πιο αδύνατο σημείο της άμυνας, το οποίον ο εχθρός είχε προσβάλλει ιδιαίτερα, ανεβήκαμε στον πύργο και απ” εκεί ακούγαμε τις ομιλίες και το θόρυβο που γίνονταν στο εχθρικό στρατόπεδο και όπως μας είπαν οι φύλακες, αυτό γίνονταν όλη τη νύχτα, επειδή οι Τούρκοι κουβαλούσαν όλα τα σχετικά με την τειχομαχία, φέρνοντάς τα κοντά στην τάφρο. Επίσης και στη θάλασσα γίνονταν το ίδιο με τα σκάφη του εχθρού, τα οποία πλησίαζαν τα τείχη απ” την Προποντίδα κοντά στον Κεράτιο και στο μυχό του Κεράτιου, όπου ετοίμαζαν τις γέφυρες». Κατά τις δύο τα μεσάνυχτα, ο βασιλιάς και ο Φραντζής χωρίσθηκαν και δεν ξαναείδαν ο ένας τον άλλο.
Ο Βενετός χρονικογράφος Βαρβαρό, περιγράφει την ανησυχία και τον φόβο που αισθάνονταν σ” αυτές τις τελευταίες ώρες όλοι εκείνοι οι ηρωικοί άνδρες οι οποίοι ήξεραν ότι τους περίμενε ο θάνατος.
«Όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα σήμαναν τα σήμαντρα για να πάνε όλοι στις τάξεις τους, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά κουβαλούσαν πέτρες στα τείχη να τις τοποθετήσουν στις επάλξεις απ” όπου θα τις έριχναν εναντίον των Τούρκων. Όλοι διέτρεχαν τους δρόμους της Πόλης με κλάματα, απ” το μεγάλο φόβο που τους κατείχε. Και την πρώτη πρωινή ώρα, οι Τούρκοι άρχισαν να” ανάβουν φωτιές σε όλο το στρατόπεδο, πολύ μεγαλύτερες από κείνες που είχαν ανάψει τις δύο προηγούμενες νύχτες, και οι φωνές τους ήταν τόσο δυνατές, που δεν μπορούσαμε να τις αντέξουμε, και ταυτόχρονα πυροβολούσαν και πετούσαν πέτρες, που νομίζαμε πως βρισκόμαστε στην κόλαση».
Και συνεχίζει ο Βαρβαρό:
«Αυτή η διασκέδαση των Τούρκων κράτησε ως τα μεσάνυχτα και οι προσευχές τους στον προφήτη Μωάμεθ να τους δώσει τη νίκη και να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη συνέχιζαν ημέρα και νύχτα, αλλά κι εμείς οι χριστιανοί παρακαλούσαμε τον Θεό και την Παναγία και όλους τους αγίους που βρίσκονται στον ουρανό να δώσει σε μας τη νίκη και ν” αποφύγουμε τη μανία των φανατικών εκείνων κακοποιών Τούρκων».
(Έτσι λοιπόν, οι δύο θεοί βρίσκονταν σε αμηχανία και δεν ήξεραν σε ποιον απ” τους δύο λαούς να δώσουν τη νίκη!!!!!).
«Ωστόσο, αφού προσευχηθήκαμε τόσο εμείς στον «δικό» μας Θεό να μας δώσει τη νίκη, όσο και εκείνοι στον «δικό» τους Θεό, (τι ειρωνεία) ο κύριος αποφάσισε να νικήσουν εκείνοι στην κρατερή μάχη που επρόκειτο να γίνει την επομένη».
(Ώστε λοιπόν, το 1453 ένας Βενετσιάνος γιατρός ήξερε ότι ο ψεύτικος θεός των χριστιανών και ο θεός των μωαμεθανών, είναι το ίδιο πρόσωπο και όμως πέρασαν από τότε πεντακόσια πενήντα χρόνια και οι άνθρωποι μάχονται και σκοτώνονται για δύο διαφορετικούς θεούς και να πιστεύουν στα είδωλα που γεννάει η φαντασία τους! Και δεν μας λένε πως λόγοι καθαρά οικονομικοί έφεραν την εξάντληση της Αυτοκρατορίας και πως η άλωσι της Πόλης, αποτελεί την κατακλείδα μιας μακροχρόνιας εξέλιξης αυτής της εξάντλησης, πράγμα φυσικό άλλωστε που διακρίνει όλες τις αυτοκρατορίες, ακόμα και στις μέρες μας, (βλέπε Οθωμανική και Βρετανική), εφόσον αλλάζουν οι κοινωνικές και κυρίως οι οικονομικές συνθήκες που τις γέννησαν.)
Το δε «Σλαβονικό χρονικό» λέγει ότι το βράδυ της 28ης Μαΐου, ήταν σκοτεινό και ομιχλώδες και όσο προχωρούσε η νύχτα πυκνά σύννεφα μαζεύονταν πάνω απ” την Πόλη. Ο Σουλτάνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και φοβισμένος απ” το φαινόμενο, κάλεσε έναν απ” τους πιο σοφούς ουλεμάδες, ο οποίος τον βεβαίωσε ότι τα μαζεμένα πάνω απ” την Πόλη σύννεφα σήμαιναν την πτώση της. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να βρέχει δυνατά και τα μεσάνυχτα έσβησαν και τα τελευταία φώτα στο στρατόπεδο. Απόλυτη ησυχία παντού και μοναχά τα βαριά βήματα κάποιας περιπολίας ακούγονταν στην Πόλη…
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δυστυχώς, φίλε μας αναγνώστη, δεν άλλαξε τίποτα ,αυτός ο μοιρολάτρης και θρησκόληπτος λαός, είναι ίδιος απαράλλακτος ακόμη και σήμερα, χάρη στην πανίσχυρη επικρατούσα παπαδοκρατία, τίποτε δεν άλλαξε με κείνες τις φιγούρες των «αγίων» και τα ψευτοθαύματα. Άνθρωποι ανόητοι, μοιρολάτρες που δεν κάνουν τίποτε άλλο, από το να ελπίζουν σε λατρεμένα μπογιατισμένα είδωλα και να απομακρύνονται από κάθε προσπάθεια να αποδεχθούν τους φυσικούς νόμους, να τους θέσουν στην υπηρεσία τους, και να γίνουν κυρίαρχοι.
Η γηραιά βασιλεύουσα πόλη, παρόλο που επί χίλια χρόνια υπήρξε ο προμαχώνας εναντίον πολλών επιδρομέων από ανατολή και δύση, στους τελευταίους αιώνες της και κυρίως μετά τον 11ο αιώνα, είχε συρρικνωθεί γύρω από τα στενά του Βοσπόρου και έμοιαζε περισσότερο σαν μια τοπική επαρχία παρά σαν αυτοκρατορία, είχε χάσει την παλιά δύναμη της και ήταν τελικά καταδικασμένη να υποκύψει στην πολιορκία των Τούρκων, τους άσπονδους εχθρούς της χριστιανικής θρησκείας, παρ' όλο που Χριστιανοί και Μωαμεθανοί ήταν αδέλφια, σαν γνήσια παιδιά του Ιουδαϊσμού, εφόσον έχουν και οι δύο σαν ιερή παράδοση την Παλαιά Διαθήκη και τους Αγίους της. Θα δούμε, σύμφωνα με τους χρονογράφους, τις σκηνές μοιρολατρείας που κατέγραψαν κατά την τελευταία λιτανεία που έγινε στην Αγία Σοφία την προηγουμένη ημέρα της αποφράδας ιστορικής ημέρας της 29ης Μαΐου.
Η ΜΟΙΡΟΛΑΤΡΕΙΑ..
Με την διαταγή του τελευταίου βασιλιά Παλαιολόγου, όπως μας πληροφορεί στο «Το χρονικό της Άλωσης» ο βυζαντινός χρονογράφος Φραντζής, έγινε από κοινού μια πολυπληθής λιτανεία ορθόδοξων και καθολικών, αρχιερέων και μοναχών. Κατά χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά έκλαιγαν και παρακαλούσαν τον Θεό να τους λυπηθεί και να μην τους αφήσει να πέσουν στα χέρια των αλλοθρήσκων. Όλο εκείνο το πλήθος, έψαλλε με αγωνία το «Κύριε ελέησον», ενώ οι ιερείς κουβαλούσαν τις εικόνες των αγίων και τα ιερά λείψανα, (τι κωμωδία ειδωλολατρείας!).
Και όταν το πλήθος συμπλήρωσε την περιφορά της λιτανείας εκείνης, ο Αυτοκράτορας προσεφώνη σε το πλήθος των συγκλητικών, των ευπατρίδων Ελλήνων και Ιταλών στρατιωτικών αρχηγών, που ήταν γύρω του. Η σκηνή ήταν επιβλητική και όλοι εκείνοι οι γενναίοι, που ήταν ήδη βέβαιοι ότι τους περιμένει ο θάνατος και ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους σ” ένα ευγενικό σκοπό, άκουγαν με κατάνυξη την προσφώνηση του Αυτοκράτορα.
Περισώθηκαν ώς τα σήμερα δύο διατυπώσεις αυτού του λόγου του Αυτοκράτορα, μια μακροσκελής από τον Φραντζή και μια περιληπτική απ” τον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης Λεονάρδο, οι οποίοι και παρέστησαν αμφότεροι στη συγκέντρωση. Και όταν τέλειωσε ο λόγος, ο βασιλιάς στράφηκε πρώτα προς τους Βενετσιάνους και τους προσφώνησε ιδιαίτερα, αφού τους ευχαρίστησε για τη βοήθεια που πρόσφεραν στην Πόλη και ύστερα προς τους Γενοβέζους, στους οποίους έκανε έκκληση για αδελφική ομόνοια και αγάπη. Τελικά σαν επίλογος ακολούθησε μια σκηνή υπέροχη. Όλοι εκείνοι οι άνδρες, οι οποίοι σε λίγο θα θυσίαζαν τη ζωή τους, αναλύθηκαν σε δάκρυα, συγχωρούντες ο ένας τον άλλο για τα παραπτώματά τους, χωρίς να σκέπτονται ούτε γυναίκες ούτε παιδιά ούτε τα πλούτη τους παρά μονάχα πως θα πεθάνουν για τη σωτηρία της Πόλης.
Και τότε έγινε μια απ” τις τραγικές στιγμές της ιστορίας. Όπως διηγούνται ο Φραντζής και το «Σλαβονικό χρονικό», η Αγία Σοφία, η βασίλισσα των χριστιανικών εκκλησιών της Ανατολής, που είχε εγκαταληφθεί απ” τις 12 Δεκεμβρίου 1452 του περασμένου χρόνου, μέρα που ήταν η αρχή τόσων συμφορών και προκάλεσε τόσες διχόνοιες (ήταν η μέρα που έγινε η συνέλευση για την ένωση των δύο Εκκλησιών, αλλά κυριάρχησε ο ανόητος θρησκευτικός φανατισμός των ανθενωτικών, που τελικά κατέληξε στο γνωστό αποτέλεσμα και δεν δόθηκε καμμία βοήθεια απ” τη Δύση, η οποία και δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη της Κωνσταντινούπολης και τα κατάλοιπα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), είδε ξαφνικά τον μεγαλοπρεπή της περίβολο να γεμίζει από άπειρο πλήθος. Ο βασιλιάς, η αυλή, οι μεγιστάνες, όλος ο κλήρος, ορθόδοξος και καθολικός, όλοι οι στρατιωτικοί αρχηγοί, Έλληνες και Ιταλοί και όλος ο λαός, γονάτισαν για τελευταία φορά, εκείνο το θαυμάσιο βράδυ του Μαΐου, κάτω απ” τα φώτα του θόλου της Αγίας Σοφίας και τους ψαλμούς των αχράντων μυστηρίων, κοινώνησαν και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο.
(Βέβαια, από την επόμενη μέρα, 29 Μαΐου 1453, θα μπει μέσα ο κατακτητής και η Αγία Σοφία θα γίνει τζαμί όπου θα λατρεύεται ο ίδιος ψεύτικος Θεός πατήρ Γιαχβέ.!!!)
Ενισχυθέντες έτσι το βράδυ εκείνο με θάρρος, αλλά και με ψεύτικες ελπίδες, όλοι, απ” τον βασιλιά ως τον τελευταίο στρατιώτη και με τα δάκρυα στα μάτια, γύρισαν στις τάξεις τους κατά μήκος του περιβόλου των τειχών με θάρρος και γενναιότητα, χωρίς να σκέφτονται τίποτα άλλο, ούτε για υποθέσεις τους ούτε για συμφέροντα, όπως λέγει ο επίσκοπος Λεονάρδος, παρά μόνο για την κοινή σωτηρία. Σε όλη την γραμμή της άμυνας, και οι τελευταίες προετοιμασίες είχαν τελειώσει.
Και όταν πια Έλληνες και Ιταλοί πήραν τις θέσεις τους σε όλο το μήκος της γραμμής του εξωτερικού τείχους, έχοντας πίσω τους το εσωτερικό τείχος, όλες οι πύλες που πήγαιναν απ” τον περίβολο στην Πόλη έκλεισαν κι αυτές με προσοχή και μανταλώθηκαν για να μη μπορέσει κανένας που θα δείλιαζε να φύγει. Όλες τις υπόλοιπες ώρες της νύχτας, οι αμυνόμενοι άκουγαν σε όλο το μήκος της γραμμής της άμυνας, το φοβερό θόρυβο που έκαναν τα πληρώματα του τουρκικού στόλου που προετοίμαζαν την έφοδό τους.
Εδώ ο Φραντζής μας λέγει ότι, ο βασιλιάς πήγε στο ναό της Αγίας Σοφίας και αφού προσευχήθηκε, μετάλαβε τα άχραντα μυστήρια και το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι που τον ακολούθησαν. Ύστερα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγχώρεση απ” όλους ανάμεσα σε κλάματα και αναστεναγμούς. Και συνεχίζει ο Φραντζής.
«Ανεβήκαμε στ” άλογα, ο βασιλιάς και εγώ και γυρίσαμε στα τείχη, συνιστώντας στους φύλακες να προσέχουν, και ήταν όλοι στις θέσεις τους στα τείχη και τους πύργους και οι πύλες ήταν κλεισμένες με ασφάλεια και δεν μπορούσε να βγει ή να μπει κανένας. Όταν φθάσαμε στις Καλιγαρίες, το πιο αδύνατο σημείο της άμυνας, το οποίον ο εχθρός είχε προσβάλλει ιδιαίτερα, ανεβήκαμε στον πύργο και απ” εκεί ακούγαμε τις ομιλίες και το θόρυβο που γίνονταν στο εχθρικό στρατόπεδο και όπως μας είπαν οι φύλακες, αυτό γίνονταν όλη τη νύχτα, επειδή οι Τούρκοι κουβαλούσαν όλα τα σχετικά με την τειχομαχία, φέρνοντάς τα κοντά στην τάφρο. Επίσης και στη θάλασσα γίνονταν το ίδιο με τα σκάφη του εχθρού, τα οποία πλησίαζαν τα τείχη απ” την Προποντίδα κοντά στον Κεράτιο και στο μυχό του Κεράτιου, όπου ετοίμαζαν τις γέφυρες». Κατά τις δύο τα μεσάνυχτα, ο βασιλιάς και ο Φραντζής χωρίσθηκαν και δεν ξαναείδαν ο ένας τον άλλο.
Ο Βενετός χρονικογράφος Βαρβαρό, περιγράφει την ανησυχία και τον φόβο που αισθάνονταν σ” αυτές τις τελευταίες ώρες όλοι εκείνοι οι ηρωικοί άνδρες οι οποίοι ήξεραν ότι τους περίμενε ο θάνατος.
«Όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα σήμαναν τα σήμαντρα για να πάνε όλοι στις τάξεις τους, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά κουβαλούσαν πέτρες στα τείχη να τις τοποθετήσουν στις επάλξεις απ” όπου θα τις έριχναν εναντίον των Τούρκων. Όλοι διέτρεχαν τους δρόμους της Πόλης με κλάματα, απ” το μεγάλο φόβο που τους κατείχε. Και την πρώτη πρωινή ώρα, οι Τούρκοι άρχισαν να” ανάβουν φωτιές σε όλο το στρατόπεδο, πολύ μεγαλύτερες από κείνες που είχαν ανάψει τις δύο προηγούμενες νύχτες, και οι φωνές τους ήταν τόσο δυνατές, που δεν μπορούσαμε να τις αντέξουμε, και ταυτόχρονα πυροβολούσαν και πετούσαν πέτρες, που νομίζαμε πως βρισκόμαστε στην κόλαση».
Και συνεχίζει ο Βαρβαρό:
«Αυτή η διασκέδαση των Τούρκων κράτησε ως τα μεσάνυχτα και οι προσευχές τους στον προφήτη Μωάμεθ να τους δώσει τη νίκη και να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη συνέχιζαν ημέρα και νύχτα, αλλά κι εμείς οι χριστιανοί παρακαλούσαμε τον Θεό και την Παναγία και όλους τους αγίους που βρίσκονται στον ουρανό να δώσει σε μας τη νίκη και ν” αποφύγουμε τη μανία των φανατικών εκείνων κακοποιών Τούρκων».
(Έτσι λοιπόν, οι δύο θεοί βρίσκονταν σε αμηχανία και δεν ήξεραν σε ποιον απ” τους δύο λαούς να δώσουν τη νίκη!!!!!).
«Ωστόσο, αφού προσευχηθήκαμε τόσο εμείς στον «δικό» μας Θεό να μας δώσει τη νίκη, όσο και εκείνοι στον «δικό» τους Θεό, (τι ειρωνεία) ο κύριος αποφάσισε να νικήσουν εκείνοι στην κρατερή μάχη που επρόκειτο να γίνει την επομένη».
(Ώστε λοιπόν, το 1453 ένας Βενετσιάνος γιατρός ήξερε ότι ο ψεύτικος θεός των χριστιανών και ο θεός των μωαμεθανών, είναι το ίδιο πρόσωπο και όμως πέρασαν από τότε πεντακόσια πενήντα χρόνια και οι άνθρωποι μάχονται και σκοτώνονται για δύο διαφορετικούς θεούς και να πιστεύουν στα είδωλα που γεννάει η φαντασία τους! Και δεν μας λένε πως λόγοι καθαρά οικονομικοί έφεραν την εξάντληση της Αυτοκρατορίας και πως η άλωσι της Πόλης, αποτελεί την κατακλείδα μιας μακροχρόνιας εξέλιξης αυτής της εξάντλησης, πράγμα φυσικό άλλωστε που διακρίνει όλες τις αυτοκρατορίες, ακόμα και στις μέρες μας, (βλέπε Οθωμανική και Βρετανική), εφόσον αλλάζουν οι κοινωνικές και κυρίως οι οικονομικές συνθήκες που τις γέννησαν.)
Το δε «Σλαβονικό χρονικό» λέγει ότι το βράδυ της 28ης Μαΐου, ήταν σκοτεινό και ομιχλώδες και όσο προχωρούσε η νύχτα πυκνά σύννεφα μαζεύονταν πάνω απ” την Πόλη. Ο Σουλτάνος δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και φοβισμένος απ” το φαινόμενο, κάλεσε έναν απ” τους πιο σοφούς ουλεμάδες, ο οποίος τον βεβαίωσε ότι τα μαζεμένα πάνω απ” την Πόλη σύννεφα σήμαιναν την πτώση της. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να βρέχει δυνατά και τα μεσάνυχτα έσβησαν και τα τελευταία φώτα στο στρατόπεδο. Απόλυτη ησυχία παντού και μοναχά τα βαριά βήματα κάποιας περιπολίας ακούγονταν στην Πόλη…
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δυστυχώς, φίλε μας αναγνώστη, δεν άλλαξε τίποτα ,αυτός ο μοιρολάτρης και θρησκόληπτος λαός, είναι ίδιος απαράλλακτος ακόμη και σήμερα, χάρη στην πανίσχυρη επικρατούσα παπαδοκρατία, τίποτε δεν άλλαξε με κείνες τις φιγούρες των «αγίων» και τα ψευτοθαύματα. Άνθρωποι ανόητοι, μοιρολάτρες που δεν κάνουν τίποτε άλλο, από το να ελπίζουν σε λατρεμένα μπογιατισμένα είδωλα και να απομακρύνονται από κάθε προσπάθεια να αποδεχθούν τους φυσικούς νόμους, να τους θέσουν στην υπηρεσία τους, και να γίνουν κυρίαρχοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου