«Κανείς δεν βάζει νέο κρασί σε παλαιούς ασκούς», έλεγε ο Ιησούς στους μαθητές του, καθώς τους δίδασκε όλα εκείνα που έγιναν το θεμέλιο μίας νέας και ανατρεπτικής θρησκείας. Παραδόξως, μερικές δεκαετίες αργότερα, τον διέψευσαν οι συγγραφείς των κειμένων που αποτελούν ως σήμερα το ιερό βιβλίο του Χριστιανισμού. Οι συγγραφείς αυτοί πήραν το φρέσκο «κρασί» και το σέρβιραν με δεξιοτεχνία μέσα από τους παλιούς «ασκούς». Η νέα διδασκαλία εγκατέλειψε τον τόπο του Αβραάμ και του Ιησού κι εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο μέσα στους «ασκούς» της ελληνικής φιλοσοφίας.
Οι κλεμμένες παροιμίες και τα φιλοσοφικά σχήματα της ελληνικής σκέψης που μπορεί κανείς να βρει στην Καινή Διαθήκη που δεν έχει τίποτα αυθεντικό ή νέο, είναι πάρα πολλά. Εδώ παρουσιάζουμε μερικά μόνο από αυτά.
Κατά Ματθαίον 25:31-46: «Και θα συναχθούν ενώπιόν του όλα τα έθνη, και θα τους διαχωρίσει όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια. Και θα στήσει τα πρόβατα στα δεξιά του και τα ερίφια στα αριστερά. Τότε θα πει ο βασιλιάς σε εκείνους που είναι στα δεξιά του «ελάτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για εσάς από την αρχή του κόσμου […] και θα πει και προς εκείνους στ’ αριστερά «φύγετε μακριά μου καταραμένοι και πηγαίνετε στο πυρ που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του […] και θα κατευθυνθούν αυτοί μεν προς αιώνια τιμωρία, οι δίκαιοι δε προς ζωή αιώνια».
Έτσι κλείνει το κεφάλαιο στο οποίο ο Ιησούς αφηγείται δύο παραβολές με τις οποίες περιγράφει τις αστοχίες εκείνων που θα μείνουν εκτός της βασιλείας του. Είναι εκείνοι που δεν παραμένουν άγρυπνοι και αιφνιδιάζονται όταν έρθει η ώρα (όπως οι πέντε μωρές παρθένες) και εκείνοι που δεν αξιοποίησαν τα «τάλαντα» που τους έδωσε ο Κύριός τους.
Την ίδια εικόνα όμως έχουμε δει στην Πολιτεία, στον περίφημο μύθο του Ηρός, όπου ο Σωκράτης περιγράφει την πορεία και τα παθήματα των ψυχών ανάμεσα στις μετενσαρκώσεις τους. Η έμφαση δίνεται στην ευθύνη που έχει κάθε ψυχή να επιλέξει τον επόμενο βίο με σοφία και δεν αναφέρονται λεπτομέρειες για το τι ακριβώς παθαίνουν ή απολαμβάνουν οι ψυχές εκεί που πηγαίνουν για χίλια χρόνια, μέχρι την επόμενη κάθοδό τους στη γη. Ο συγγραφέας του ευαγγελίου φαίνεται πως είχε υπόψιν του τη σκηνή της κρίσης: «Έφτασαν σε έναν τόπο θεϊκό όπου βρίσκονταν δύο ανοίγματα της γης δίπλα-δίπλα, και απέναντι, επάνω στον ουρανό άλλα δύο. Ανάμεσά τους κάθονταν δικαστές, οι οποίοι αφού ολοκλήρωναν τη δίκη, έδιναν εντολή στους δίκαιους να πορευθούν στον δρόμο που οδηγούσε δεξιά και επάνω μέσω του ουρανού, κρεμώντας στο στήθος τους σύμβολα της απόφασης του δικαστηρίου. Τους άδικους τους έστελναν αριστερά και κάτω, βάζοντας και σε αυτούς σύμβολα στην πλάτη που φανέρωναν όσα είχαν πράξει.»
Κανείς όμως δεν έχει χρησιμοποιήσει τους όρους και τα σχήματα της ελληνικής φιλοσοφίας όσο ο Παύλος από την Ταρσό. Όπως ο ίδιος παραδέχεται «Και έγινα στους Ιουδαίους ως Ιουδαίος… και στους υπό νόμον ως υπό νόμον και στους άνομους ως άνομος… και στους ασθενείς ως ασθενείς… και σε όλους έγινα τα πάντα για να σώσω κάποιους με κάθε τρόπο» (Α’ Κορ. 9:19-22)
Α΄ προς Κορινθίους 15:33 «Μην ξεγελιέστε· “διαφθείρουν τα καλά ήθη οι κακές συναναστροφές”».
Ο Παύλος παραθέτει τη φράση αυτή εντός εισαγωγικών, επειδή πρόκειται για γνωμικό συνηθισμένο ανάμεσα στους Έλληνες. Υπάρχει σε ένα μικρό απόσπασμα που έχει διασωθεί από το χαμένο έργο του κωμικού Μενάνδρου «Θαΐς»: Οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τα χρηστά ήθη.
Α΄προς Κορινθίους 9:24 «Δεν γνωρίζετε πως οι δρομείς στο στάδιο, τρέχουν μεν όλοι αλλά μόνο ένας λαμβάνει το βραβείο; Έτσι να τρέχετε, ώστε να το λάβετε. Ο κάθε αγωνιζόμενος είναι εγκρατής στα πάντα, εκείνοι για να λάβουν φθαρτό στεφάνι, εμείς για το άφθαρτο»
Τέσσερις αιώνες πριν από τον Παύλο, ο Σωκράτης έχει εξηγήσει πως ο δίκαιος άνθρωπος, όσο και αν ταλαιπωρηθεί στη ζωή του, θα επιβραβευτεί εντέλει από τους θεούς, οι οποίοι δεν εγκαταλείπουν εκείνους που αγωνίζονται να τους μοιάσουν. Οι άδικοι άνθρωποι ματαιοπονούν όπως δρομείς που «στην αρχή τρέχουν σαν να πετούν και στο τέλος γίνονται καταγέλαστοι, εγκαταλείποντας τον αγώνα με τα αυτιά κατεβασμένα στους ώμους. Οι πραγματικοί όμως δρομείς τερματίζουν, λαμβάνουν τα βραβεία και στεφανώνονται.
Έτσι δεν γίνεται και με τους δίκαιους; Στο τέλος κάθε ενέργειας και κάθε σχέσης τους, αλλά και στο τέλος του βίου τους, δεν απολαμβάνουν την αναγνώριση και κι επιβραβεύονται;» (Πολιτεία, 10. 613b)
Α΄προς Κορινθίους 13:12 «Διότι τώρα βλέπουμε μέσα από καθρέφτη, αινιγματωδώς, τότε θα βλέπουμε πρόσωπο προς πρόσωπο. Τώρα εν μέρει γνωρίζω, τότε όμως θα γνωρίσω όπως και γνωρίστηκα»
Θα μπορούσε να είναι ένας υπότιτλος στον Φαίδρο του Πλάτωνα, στο τμήμα εκείνο που πραγματεύεται τη δυσκολία που έχουν οι ψυχές να αναγνωρίσουν την αληθινή φύση των πραγμάτων, καθώς περιορίζονται από τις αισθήσεις του σώματος. Οι ψυχές έχουν δει τα αληθινά όντα, αλλά όταν ενσαρκώνονται δεν θυμούνται το κάλλος και τη λαμπρότητά τους.
«Και στα ομοιώματα των όντων που υπάρχουν στη γη δεν υπάρχει καμία λάμψη δικαιοσύνης και σωφροσύνης και των άλλων πολύτιμων για την ψυχή. Και όμως, λίγοι μόλις που φθάνουν στις εικόνες τους, με αδύναμα όργανα και με μεγάλη δυσκολία και βλέπουν τη φύση του στοιχείου της αναπαράστασης. Τότε όμως το κάλλος ήταν ορατό σε όλη του τη λάμψη» (Πλάτων, Φαίδρος 250b)
Α’ προς Τιμόθεον 6:10 «Όσοι επιδιώκουν τον πλουτισμό πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα και σε πολλές ανόητες και βλαβερές επιθυμίες. Διότι η φιλαργυρία είναι η ρίζα όλων των κακών»
Η τελευταία φράση είναι ρήση του κυνικού φιλοσόφου της ελληνιστικής εποχής Βίωνα. Μας τη διασώζει ο Στοβαίος στο Ανθολόγιό του: «Ο Βίων ο σοφιστής έλεγε πως η φιλαργυρία είναι η μητρόπολη κάθε κακίας».
Προς Γαλάτας 5:16-23 «[…] αν σας καθοδηγεί το Πνεύμα δεν είσαστε υπό τον νόμο. […]Και ο καρπός του Πνεύματος είναι αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια. Εναντίον αυτών δεν υπάρχει νόμος»
Ολόκληρο αυτό το απόσπασμα μοιάζει ως σύνοψη του έργου του «Περί Αρετών και Κακιών» του Αριστοτέλη. Από τις οκτώ αρετές του Αριστοτέλη ο Παύλος κρατά την εγκράτεια και την πραότητα (ενώ προσθέτει και την ειρήνη, που έτσι κι αλλιώς είναι χαρακτηριστικό της πραότητας). Επίσης, αντικαθιστά τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη με τη χρηστότητα, από τη μεγαλοψυχία κρατά μόνο τη χαρά, και ολοκληρώνει τον κατάλογο με τρεις αρετές (αγάπη, πίστη, αγαθοσύνη) των οποίων το περιεχόμενο είναι μάλλον ασαφές, ενώ παραλείπει εντελώς την ανδρεία, την ελευθεριότητα και τη φρόνηση. Διαχειρίστηκε τις αρχαίες αρετές με τρόπο που να εξυπηρετούν το μήνυμα της νέας θρησκείας και γι’ αυτό τις ονομάζει «καρπό του Πνεύματος». Σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη που τις θεωρεί κατάκτηση μιας ισορροπημένης ψυχής που επιδιώκει την ευτυχία, ο Παύλος τις παρουσιάζει ως δώρο που προσφέρεται έξωθεν.
Η τελευταία φράση του αποσπάσματος προέρχεται επίσης από τον Αριστοτέλη, αλλά από τα «Πολιτικά». Εξετάζοντας το ζήτημα της ισότητας, αναφέρεται σε εκείνους που ξεχωρίζουν από τους πολλούς επειδή υπερέχουν ασυγκρίτως στην αρετή και στην ευφυΐα. Αν τους θεωρήσουμε ίσους με τους υπόλοιπους, τους αδικούμε, λέει ο Αριστοτέλης, «διότι κατά τέτοιων ανθρώπων δεν υπάρχει νόμος· διότι αυτοί είναι ο νόμος».
Αυτό το τελευταίο, ο Παύλος το επαναλαμβάνει και στην επιστολή που στέλνει στην εκκλησία της Ρώμης, όταν συγκρίνει τον τρόπο με τον οποίο θα κριθούν εκείνοι που γνωρίζουν τον νόμο του Θεού τον οποίο ευαγγελίζεται, με τον τρόπο κρίσης για τους εκτός νόμου: «Επειδή όταν οι εθνικοί (εννοεί τους πολυθεϊστές) που δεν είναι κάτω από τον νόμο πράττουν από τη φύση τους εκείνα που ορίζει ο νόμος, αυτοί, αν και δεν έχουν νόμο, είναι νόμος για τον εαυτό τους». (Προς Ρωμαίους 2:14)
Το πόσο πολύ διαφέρει ο Χριστιανισμός από την αρχαία ελληνική σκέψη, γίνεται φανερό από τις αξίες που προωθούν, από το τι θεωρούν πως έχει την ύψιστη σημασία για τον άνθρωπο.
Η ύψιστη εντολή προς τους Χριστιανούς είναι «ν’ αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη σου την ψυχή, την καρδιά και τη δύναμη, και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Στην αρχαία Ελλάδα οι θεοί δεν έδιναν εντολές, η ίδια η κοινωνία όμως προέτρεπε τους πολίτες να αποκτούν αρετές όπως αυτές που διαβάσατε παραπάνω. Τι βρισκόταν όμως στην κορυφή της αξιακής κλίμακας; Κάτι που βρίσκουμε στον Όμηρο: «πάντα να αριστεύεις και να γίνεσαι καλύτερος από τον καθένα». Ο Έλληνας το πετύχαινε αυτό σεβόμενος τους νόμους, όχι κάποιου θεού, αλλά του τόπου του, επειδή «από τον πατέρα και την μητέρα και από όλους τους άλλους προγόνους, το τιμιότερο είναι η πατρίδα και το πιο αξιοσέβαστο και το αγιότερο».
Ανεξαρτήτως του καταστροφικού ρόλου που διαδραμάτισε ο Χριστιανισμός στην εξέλιξη του δυτικού κόσμου, το πάντρεμα με την αρχαία φιλοσοφία προκάλεσε σύγχυση. Ως αποτέλεσμα, ούτε το μήνυμα του Χριστιανισμού διατηρήθηκε αγνό ούτε τα δώρα του ελληνικού πνεύματος μπορέσαμε να αξιοποιήσουμε όπως έπρεπε. Όπως εξήγησε τότε ο Ιησούς, αν βάλεις νέο κρασί σε παλιούς ασκούς «και το κρασί χύνεται και οι ασκοί φθείρονται».