Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ
ΓΕΝΙΚΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΓΕΝΙΚΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Ελληνική λέξη «Χάρτης» ερμηνεύεται ως η γραφική απεικόνιση του συνόλου ή τμημάτων της γης επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, η οποία δείχνει το σχετικό μέγεθος και τη θέση των χαρακτηριστικών (φυσικών και τεχνητών) υπό καθορισμένη κλίμακα και προβολή. «Ο χάρτης είναι επιστημονικό επίτευγμα, ιστορικό έγγραφο, έργο τέχνης και καλλιτεχνικής έκφρασης. Περιγράφει την περιπλάνηση του ανθρώπου στον χώρο και τον χρόνο, μέσα από μια συνεχώς εξελισσόμενη ιστορική διεργασία». Χαρτογραφία ονομάζεται ο επιστημονικός κλάδος της γεωγραφίας που περιλαμβάνει ένα σύνολο προσδιορισμένων μελετών, τεχνικών, ακόμη και καλλιτεχνικών εργασιών που αφορούν απεικονίσεις επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, σε σμίκρυνση, ενός τμήματος ή όλης της γήινης επιφάνειας για τη σύνταξη και έκδοση χαρτών...
Η εφαρμογή όλων αυτών των διεργασιών αποτελούν την έννοια της χαρτογράφησης, που γίνεται με διάφορες μεθόδους οι οποίες και ονομάζονται χαρτογραφικές προβολές. Η Χαρτογραφία σχετίζεται στενά με την επιστήμη της Γεωγραφίας, αφού οι χάρτες είναι ένα από τα κυριότερα μέσα παρουσίασης και μελέτης των γεωγραφικών δεδομένων. Μια σημαντική εξέλιξη στην χαρτογραφία υπήρξε η εμφάνιση της γεωμετρίας. Άλλωστε η λέξη «γεωμετρία» είχε αρχικά την έννοια της «μέτρησης της γης». Η κατασκευή χαρτών είναι μία από τις αρχαιότερες δραστηριότητες του ανθρώπου.
Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας ορισμένης ζώνης έγινε αισθητή από τον άνθρωπο από την εποχή των πρώτων μεταναστεύσεων των λαών ή, ίσως, από τότε που κάποιοι θέλησαν να καθορίσουν κατά τρόπο αναμφισβήτητο την ιδιοκτησία είτε μιας καλλιεργούμενης περιοχής είτε της βοσκής, η οποία ανήκε σε ένα άτομο ή μια κοινότητα. Οι αναπαραστάσεις αυτές ήταν οι πρώτοι γεωγραφικοί χάρτες, εφόσον αναπαριστούσαν με κάποια πιστότητα τμήματα της γήινης επιφάνειας. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τα παλιότερα σχέδια που έχουν βρεθεί και που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν χάρτες χρονολογούνται ακόμα και 30.000 χρόνια πριν.
Έχουν δε βρεθεί χαραγμένα σε σπηλιές, σε κομμάτια οστράκου ή σε κομμάτια οστών. Τα πρώτα δείγματα χαρτών που φαίνεται να κατασκευάστηκαν με τη χρήση κάποιων αρχών γεωμετρίας προέρχονται από την Βαβυλώνα. Τα σημαντικότερα ευρήματα εκείνης της περιόδου είναι ένα διάγραμμα που παρουσιάζει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (2300 π.Χ.) και ένας χαραγμένος χάρτης της ιερής πόλης Νιππούρ (14ος -12ος αιώνας π.Χ.). Αξιόλογα ευρήματα προέρχονται ακόμα από την περιοχή της Αιγύπτου. Οι «τοπογράφοι» της εποχής έπρεπε κάθε φορά μετά τις πλημμύρες του Νείλου να επαναπροσδιορίζουν τα όρια των ιδιοκτησιών στο έδαφος.
Η ανάγκη για ακρίβεια ώθησε τους αρχαίους Αιγυπτίους στην επινόηση τεχνικών που έδιναν αρκετά αξιόλογη ακρίβεια. Ωστόσο δεν έχουν βρεθεί δείγματα χαρτών, παρά μόνο σχέδια μεμονωμένων αγροτεμαχίων, με μία σημαντικότατη εξαίρεση: τον Πάπυρο του Τορίνο. Στον πάπυρο αυτό, που χρονολογείται στο 1300 π.Χ., απεικονίζονται οι θέσεις εξόρυξης χρυσού και Αργύρου στις περιοχές μεταξύ του Νείλου και της Ερυθράς Θάλασσας. Σημειώνονται ακόμα οι θέσεις διαμονής των εργατών, δρόμοι κ.ά. Ο χάρτης αυτός μπορεί κατά πολλούς να θεωρηθεί ο πρώτος γεωλογικός χάρτης της ιστορίας.
Ιστορıκή Ανασκόπηση καı Εξέλıξη της Τοπογραφίας καı Χαρτογραφίας
Oι παρατηρήσεις πλανητών και αστέρων αποτέλεσαν για πολλούς αιώνες το µοναδικó τρóπο για τη µάθηση σχετικά µε τη γεωµετρία της Γης. Η Γεωδαισία και η Τοπογραφία συµβάδισαν στην εξέλιξή τους µε την Aστρονοµία. Aλλωστε αυτές οι επιστήµες είναι απó τις παλαιóτερες επιστήµες του ανθρώπου και σαφώς η Γεωδαισία είναι η παλαιóτερη Γεωεπιστήµη. Απó την αυγή της Ιστορίας ο άνθρωπος κατανóησε τις πιο στοιχειώδεις γεωµετρικές έννοιες: την οριζóντια και κατακóρυφη ευθεία και το οριζóντιο επίπεδο. Οι πρώτες µονάδες µέτρησης µηκών βασίστηκαν στις διαστάσεις των µελών του ανθρώπινου σώµατος.
Με την ανάπτυξη του πολιτισµού και για τις ανάγκες κατασκευής οικοδοµηµάτων και τεχνικών έργων επινοήθηκαν και τα πρώτα τοπογραφικά óργανα. H λέξη Γεωδαıσία προέρχεταı από την Ελληνıκή γλώσσα (από το ουσıαστıκό Γη καı το ρήμα δαίω) καı η ακρıβής έννοıα της είναı "δıαίρεση, δıανομή καı μέτρηση της Γης". Επίσης, μπορούμε να πούμε ότı σημαίνεı τεχνıκή των καταμετρήσεων καı απεıκονίσεων καθώς καı δıανομή καı αναδασμό μıκρών, κατά κανόνα τμημάτων του εδάφους. Όλοι οι αρχαίοι λαοί ανέπτυξαν την Τοπογραφία µε τη µια ή την άλλη µορφή. Ωστóσο η µεγάλη ανάπτυξη της Τοπογραφίας αρχίζει µε την Eλληνική εποχή. Aπó τóτε µέχρι σήµερα, η ιστορία της Τοπογραφίας θα µπορούσε να χωριστεί στις παρακάτω χρονολογικές περιóδους:
H Τοπογραφία είναι η επιστήµη που ασχολείται µε τη θεωρητική και πρακτική σπουδή οργάνων και µεθóδων για την εκτέλεση µετρήσεων, υπολογισµών και απεικονίσεων που είναι χρήσιµες για τον προσδιορισµó της µορφής και του µεγέθους τµηµάτων της γήινης επιφάνειας. Η Χαρτογραφία ασχολείται µε τις µεθóδους και τις τεχνικές παραγωγής χαρτών. O χάρτης, κυρίως στην παραδοσιακή χάρτινη µορφή του, αποτελεί το κύριο µέσο απεικóνισης και κατανóησης των χωρικών δεδοµένων και των σχέσεων µεταξύ τους.
Η χρησιµóτητα των χαρτών για την επιστήµη, την έρευνα, την οικονοµία, την ανάπτυξη, αλλά και για την καθηµερινή ζωή είναι τóσο µεγάλη, ώστε να θεωρούνται τóσο σηµαντικοί, óσο η γλώσσα και η γραφή. Στην πραγµατικóτητα οι χάρτες αποτελούν ένα είδος οπτικής επικοινωνίας µε µορφή ειδικής γλώσσας που περιγράφει τις χωρικές συσχετίσεις. Υπó το πρίσµα αυτó, συνεχώς, εκατοµµύρια χάρτες διαφορετικών µορφών εκτυπώνονται και χρησιµοποιούνται σε óλο τον κóσµο. Mε βάση óλες τις σύγχρονες εξελίξεις της Τοπογραφίας, οι στóχοι της είναι:
α) H µελέτη και η εκτέλεση κάθε τεχνικού έργου, η κατασκευή συγκοινωνιακών έργων (οδών, σιδηροδρóµων, γεφυρών, διωρυγών, σηράγγων κ.λπ.), η κατασκευή λιµενικών και υδραυλικών έργων (αποξήρανση ελών, ύδρευση πóλεων, αποχετευτικά δίχτυα) και τέλος η εκτέλεση εποικιστικών έργων, η ανοικοδóµηση πóλεων και οικισµών.
β) H επίσηµη αναγνώριση και η εξασφάλιση της ακίνητης ιδιοκτησίας, ο καταρτισµóς κτηµατικών χαρτών και κτηµατολογίου, óπως και η επιβολή δίκαιης φορολογίας σε ακίνητες ιδιοκτησίες.
γ) H βελτίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας και η συστηµατική της εκµετάλλευση διευθέτηση χειµάρων, εκµετάλλευση λατοµείων, ορυχείων, µεταλλοφóρων κοιτασµάτων και γενικά του υπογείου πλούτου.
δ) H σύνταξη κάθε λογής χαρτών τοπογραφικών, γεωγραφικών, στρατιωτικών, γεωλογικών, υδρογραφικών και υδρολογικών, γεωµαγνητικών, ωκεανογραφικών, ναυτικών κ.λπ.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Οι πρώτοι χάρτες, οι πρώτες δηλαδή απόπειρες να αποδοθούν επάνω σε κάποια επιφάνεια μορφές και σχήματα του εδάφους, ανάγονται στους αρχαιότατους χρόνους, και οφείλονται στη μετακίνηση μεγάλων ομάδων ανθρώπων με σκοπό την αναζήτηση τροφής, νερού ή κατά κτησης εδαφών περισσότερο εύφορων και πλούσιων. Έπρεπε δηλαδή να ση μειωθούν με κάποιον τρόπο και να αποτυπωθούν τα δρομολόγια για τη διάβαση των ερήμων και των βουνών, καθώς και οι θέσεις των βοσκοτόπων, των πηγών, και άλλων χρήσιμων χαρακτηριστικών του εδάφους. Αυτή η αποτύπωση λεπτομερειών του εδάφους περιοριζόταν αρχικά σε τοπικό επίπεδο.
Aργότερα όμως, με τη συστηματική μετακίνηση ολόκληρων λαών, αναπτύχθηκε η συνήθεια της γραφικής αναπαράστασης μεγάλου τμήματος της γήινης επιφάνειας, ή και ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου, ο οποίος εκτεινόταν από τις Ηράκλειες Στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ) μέχρι τη Μέση Ανατολή και από την Αφρική μέχρι τα παράλια της Ευρώπης και σε αρκετό βάθος απ’ αυτά. Η αδυναµία εποπτείας του γεωγραφικού χώρου οδήγησε από πολύ νωρίς, ήδη από την παλαιολιθική εποχή, στην επινόηση της αναπαράστασης του χώρου, στην αρχή µέσω απεικονίσεων του πλησιέστερου περιβάλλοντος και στη συνέχεια του ευρύτερου. Η αναπαράσταση αυτή είχε ως πρακτικό αποτέλεσµα την επινόηση των χαρτών.
Η επιλογή χαρακτηριστικών του τρισδιάστατου γεωγραφικού χώρου και η παρουσίαση τους µέσω συµβόλων σε δύο διαστάσεις είναι µια αφαιρετική διαδικασία αρκετά προωθηµένη για τον πρωτόγονο ανθρώπινο νου. Ωστόσο, οι πρώτοι χάρτες σύµφωνα µε τον Raisz (1948), πρέπει να εµφανίστηκαν πριν από τη γραφή, έτσι όπως τουλάχιστο προκύπτει από µαρτυρίες ταξιδιωτών που ήρθαν σε επαφή µε πρωτόγονους λαούς που, χωρίς να έχουν ανακαλύψει τη γραφή, ζωγράφιζαν χάρτες.
Ο Raisz αναφέρεται επίσης στην κοινή παρατήρηση πολλών εξερευνητών σε πολλά σηµεία της γης, που όταν ζητούσαν από τους ιθαγενείς να περιγράψουν µια διαδροµή, η συνήθης αντίδραση ήταν να χαράξουν µε ξύλο το σκίτσο της στο έδαφος και να προσθέσουν κλαδάκια και πετραδάκια για να δείξουν θέσεις. Φαίνεται ότι η δηµιουργία του χάρτη είναι αποτέλεσµα της έµφυτης τάσης του ανθρώπου να επικοινωνήσει µε τους συνανθρώπους του. Οι άνθρωποι ζώντας ως κυνηγοί και πολεµιστές µετακινούνταν πολύ στο χώρο και η γνώση για διευθύνσεις και αποστάσεις ήταν σηµαντική για την επιβίωση τους, γι’ αυτό, από πολύ παλιά, παρατηρείται η ανάπτυξη συστηµάτων δηµιουργίας χαρτών.
Στη συνέχεια, η ανάγκη και η χρησιµότητα των χαρτών έγινε αντιληπτή πρώτα από τους ναυσιπλόους, τους εξερευνητές και τους στρατιωτικούς και πολύ αργότερα από τους πολιτικούς.
ΠΕΤΡΟΓΛΥΦΙΚΑ ΤΟΠΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ - ΠΡΩΤΟΓΟΝΕΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ
Αξιοσημείωτη αναφορά γίνεται σε δείγματα πρωτόγονων χαρτογραφήσεων από περιφερειακούς πολιτισμούς, όπως των νησιώτικων πολιτισμών του Ειρηνικού, των Εσκιμώων της Βόρειας Αμερικής και των Αζτέκων της Κεντρικής Αμερικής. Ο Άνθρωπος μέσα στα σπήλαια, ζωγράφιζε στα τοιχώματα ζώα και παραστάσεις, αλλά και γεωμετρικά σχήματα, αφηρημένα ή σχετιζόμενα με την καθημερινή του ζωή. Οι κάτοικοι των νησιών του Ειρηνικού Ωκε ανού αναπαριστούσαν τις πορείες τους μεταξύ των νησιών. Στους χάρτες των Εσκιμώων το ενδιαφέρον εστιάζεται στην επιλογή των πληροφοριών ενώ στους χάρτες των Αζτέκων το βασικό αντικείμε νο απόδοσης είναι τα ιστορικά γεγονότα που συμβαίνουν σε ένα τόπο.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα πετρογλυφικά τοπογραφήµατα της Προϊστορικής περιόδου, καθώς και σε µετέπειτα δείγµατα αξιοσηµείωτων πρωτόγονων χαρτογραφήσεων από περιφερειακούς πολιτισµούς, όπως των νησιώτικων πολιτισµών του Ειρηνικού, των Εσκιµώων της Βόρειας Αµερικής και των Αζτέκων της κεντρικής Αµερικής.
Πετρογλυφικά Τοπογραφήµατα
Ο άνθρωπος µέσα στα σπήλαια, ζωγράφιζε στα τοιχώµατα ζώα και παραστάσεις, αλλά και γεωµετρικά σχήµατα, αφηρηµένα ή σχετιζόµενα µε την καθηµερινή του ζωή. Ανάµεσα σ’ αυτά τα σχέδια και τις ζωγραφιές συναντάμε τις πρώτες τοποπαραστάσεις -ή τοπογραφήματα- δηλαδή γεωμετρικά σχήματα με θεματική αναφορά στο εγγύτατο περιβάλλον των ανθρώπων της εποχής. Τα πετρογλυφικά αυτά τοπογραφήµατα της Παλαιολιθικής και Νεολιθικής εποχής, από την τριακοστή µέχρι περίπου την τρίτη χιλιετία π.Χ., παρουσιάζουν θεµατική ποικιλία και τα συναντάµε σε σπήλαια και βράχους της Ευρώπης και της Ασίας.
Ο ''χάρτης'' της Bedolina, της βόρειας Ιταλίας, θεωρείται το παλαιότερο γνωστό πετρογλυφικό τοπογράφηµα, που απεικονίζει κατοικηµένη περιοχή και χρονολογείται γύρω στο 2000 - 1500 π.Χ. Στο αρχικό τοπογράφηµα της εποχής του χαλκού, έχουν χαραχθεί, πιθανόν σε µεταγενέστερο στάδιο, την εποχή του σιδήρου, εικονογραφικά χαρακτηριστικά σε πλάγια όψη, όπως ανθρώπινες φιγούρες, ζώα και σπίτια. ∆εν είναι ξεκάθαρο τι απεικονίζουν τα πιο αφαιρετικά σύµβολα του τοπογραφήµατος: επιφανειακά ορθογώνια σύµβολα που καλύπτονται µε κανονική διάταξη κουκκίδων (πιθανόν αγροί περιφραγµένοι από πέτρινους τοίχους), γραµµικά σύµβολα (πιθανόν ρέµατα και αρδευτικά κανάλια), σηµειακά σύµβολα, µικροί κύκλοι µε τελεία στο κέντρο (πιθανόν πηγάδια).
Χάρτες Ναυσιπλοΐας (Ναυτιλιακά Διαγράµµατα) της Πολυνησίας
Οι κάτοικοι των νησιών του Ειρηνικού Ωκεανού, αναπαριστώντας γραφικά τις πορείες τους µεταξύ των νησιών, είχαν καταφέρει να επεκταθούν χωρικά σε µεγάλο εύρος, πριν οι Ευρωπαίοι φτάσουν στον Ειρηνικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ανάµεσα στους πρωτόγονους χάρτες παρουσιάζουν τα ναυτιλιακά διαγράµµατα των κατοίκων της Πολυνησίας, µε τη µορφή τοπολογικά οργανωµένων πλεγµάτων ξύλινων λεπτών ράβδων (νεύρα φύλλων φοίνικα) στις οποίες εξαρτώνται κοχύλια.
Η διάταξη των ράβδων ήταν ενδεικτική των θαλασσίων κυµάτων που δηµιουργούνταν από τους ανέµους, ενώ τα κοχύλια αναπαριστούσαν τα νησιά. Για πολλά χρόνια οι περίεργες αυτές κατασκευές αποτελούσαν γρίφο για τους ανθρωπολόγους. Τα ναυτιλιακά αυτά διαγράµµατα καταδεικνύουν ότι τα προϊόντα δουλειάς των πρωτόγονων ανθρώπων δεν είναι απλοϊκά, ο δε τρόπος απεικόνισης είναι, ίσως, πιο σύνθετος από τον αντίστοιχο των σύγχρονων διαγραµµάτων.
Χάρτες των Εσκιµώων
Ενδιαφέρον, το οποίο επικεντρώνεται στην ακρίβεια απόδοσης της γεωµετρίας του χώρου, παρουσιάζουν οι χάρτες των Εσκιµώων. Οι χάρτες αυτοί, προϊόν εντελώς αγράµµατων ανθρώπων, που δε διέθεταν κανένα όργανο µέτρησης, έχουν µια εκπληκτική οµοιότητα µε τους σηµερινούς και ας πρόκειται για την απεικόνιση εκτάσεων αρκετών χιλιάδων στρεµµάτων. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι χάρτες των Εσκιµώων εστιάζεται στην επιλογή των πληροφοριών που απεικονίζουν, η οποία γίνεται µε βάση τη σπουδαιότητα που είχαν για τους ανθρώπους τα χαρακτηριστικά και όχι το µέγεθος τους.
Ένα δεύτερο στοιχείο αρκετά ενδιαφέρον είναι η κλίµακα των διαγραµµάτων αυτών η οποία φαίνεται να είναι υπολογισµένη µε βάση το χρόνο πλοήγησης και όχι µε τις πραγµατικές αποστάσεις. Έτσι, το µέγεθος µιας απόστασης στο χάρτη απεικονίζει το χρόνο που χρειάστηκε για να διανυθεί και όχι το µήκος της. Με άλλα λόγια, οι χάρτες αυτοί αποτελούν µια πρωτόγονη µορφή τοπολογικού χάρτη µε µεταβλητή το χρόνο.
Χάρτες των Αζτέκων
Στους χάρτες των Αζτέκων η λεπτοµέρεια απόδοσης της γεωµετρίας του γεωγραφικού χώρου περνά σε δεύτερο πλάνο και το βασικό αντικείµενο απόδοσης είναι τα ιστορικά γεγονότα που συµβαίνουν σε ένα τόπο. Οι χάρτες αυτοί είναι βασικά διακοσµητικοί και απεικονίζουν χαρακτηριστικά όπως δάση, ποτάµια, ναούς, ανθρώπινες φιγούρες κλπ µε νατουραλιστικό ή όπως λέγεται στη χαρτογραφική γλώσσα, µε εικονογραφικό τρόπο.
ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙOΤΗΤΑΣ
Αρκετοί χάρτες οι οποίοι έχουν ανακαλυφθεί κατά καιρούς, αποδεικνύουν ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί είχαν άποψη όλης της υδρογείου, πιθανόν γιατί είχαν ταξιδέψει σε όλες τις περιοχές. Το 1380 μ.Χ., ανακαλύφθηκε ο λεγόμενος «χάρτης του Ζήνωνος», στον οποίο φαινόταν οι χώρες του Αρκτικού κύκλου. Μάλιστα στον ίδιο χάρτη παρουσιάζονται όρη της Γροιλανδίας, που εμείς τα ανακαλύψαμε μόλις το 1947. Το ίδιο ισχύει και για την Ανταρκτική, όπως απέδειξε η εύρεση του χάρτη που σχεδίασε το 1737 μ.Χ. ο Γάλλος ακαδημαϊκός Φιλίπ Μπυά, σχεδίασε ένα χάρτη ως αντίγραφο πανάρχαιων Ελληνικών χαρτών.
Ανάλυση
Ο χρήστης - αναλυτής θέτει ερωτήσεις σύμφωνα με την δυνατότητα των ίδιων των δεδομένων. Οι ερωτήσεις μπορεί να είναι του τύπου :
Έλεγχος
Κάθε σύστημα οφείλει να έχει μηχανισμούς ανάδρασης (feedback) ώστε να εξασφαλίζεται η ορθότητα και ακρίβεια των πληροφοριών. Αυτό μπορεί να γίνεται μέσω λογισμικού με διαδικασίες κανόνων επικύρωσης, με διαδικασίες ελέγχου ακρίβειας συντεταγμένων και γενικότερα με διαδικασίες ποιοτικών και ποσοτικών ελέγχων ανάλογα με τη φύση των δεδομένων.
Δομές Δεδομένων
Σε ένα Σ.Γ.Π τα χωρικά δεδομένα μπορούν να αναπαρίστανται με δύο βασικές δομές: την διανυσματική δομή και τη ψηφιδωτή δομή. Σε όλα τα Σ.Γ.Π οι δύο δομές αποδίδονται ταυτόχρονα σε κοινές απεικονίσεις ενώ πολλά λογισμικά GIS προσφέρουν την δυνατότητα μετάβασης από τη μία δομή στην άλλη.
1. Διανύσματα (Vector)
Η εφαρμογή όλων αυτών των διεργασιών αποτελούν την έννοια της χαρτογράφησης, που γίνεται με διάφορες μεθόδους οι οποίες και ονομάζονται χαρτογραφικές προβολές. Η Χαρτογραφία σχετίζεται στενά με την επιστήμη της Γεωγραφίας, αφού οι χάρτες είναι ένα από τα κυριότερα μέσα παρουσίασης και μελέτης των γεωγραφικών δεδομένων. Μια σημαντική εξέλιξη στην χαρτογραφία υπήρξε η εμφάνιση της γεωμετρίας. Άλλωστε η λέξη «γεωμετρία» είχε αρχικά την έννοια της «μέτρησης της γης». Η κατασκευή χαρτών είναι μία από τις αρχαιότερες δραστηριότητες του ανθρώπου.
Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας ορισμένης ζώνης έγινε αισθητή από τον άνθρωπο από την εποχή των πρώτων μεταναστεύσεων των λαών ή, ίσως, από τότε που κάποιοι θέλησαν να καθορίσουν κατά τρόπο αναμφισβήτητο την ιδιοκτησία είτε μιας καλλιεργούμενης περιοχής είτε της βοσκής, η οποία ανήκε σε ένα άτομο ή μια κοινότητα. Οι αναπαραστάσεις αυτές ήταν οι πρώτοι γεωγραφικοί χάρτες, εφόσον αναπαριστούσαν με κάποια πιστότητα τμήματα της γήινης επιφάνειας. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τα παλιότερα σχέδια που έχουν βρεθεί και που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν χάρτες χρονολογούνται ακόμα και 30.000 χρόνια πριν.
Έχουν δε βρεθεί χαραγμένα σε σπηλιές, σε κομμάτια οστράκου ή σε κομμάτια οστών. Τα πρώτα δείγματα χαρτών που φαίνεται να κατασκευάστηκαν με τη χρήση κάποιων αρχών γεωμετρίας προέρχονται από την Βαβυλώνα. Τα σημαντικότερα ευρήματα εκείνης της περιόδου είναι ένα διάγραμμα που παρουσιάζει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (2300 π.Χ.) και ένας χαραγμένος χάρτης της ιερής πόλης Νιππούρ (14ος -12ος αιώνας π.Χ.). Αξιόλογα ευρήματα προέρχονται ακόμα από την περιοχή της Αιγύπτου. Οι «τοπογράφοι» της εποχής έπρεπε κάθε φορά μετά τις πλημμύρες του Νείλου να επαναπροσδιορίζουν τα όρια των ιδιοκτησιών στο έδαφος.
Η ανάγκη για ακρίβεια ώθησε τους αρχαίους Αιγυπτίους στην επινόηση τεχνικών που έδιναν αρκετά αξιόλογη ακρίβεια. Ωστόσο δεν έχουν βρεθεί δείγματα χαρτών, παρά μόνο σχέδια μεμονωμένων αγροτεμαχίων, με μία σημαντικότατη εξαίρεση: τον Πάπυρο του Τορίνο. Στον πάπυρο αυτό, που χρονολογείται στο 1300 π.Χ., απεικονίζονται οι θέσεις εξόρυξης χρυσού και Αργύρου στις περιοχές μεταξύ του Νείλου και της Ερυθράς Θάλασσας. Σημειώνονται ακόμα οι θέσεις διαμονής των εργατών, δρόμοι κ.ά. Ο χάρτης αυτός μπορεί κατά πολλούς να θεωρηθεί ο πρώτος γεωλογικός χάρτης της ιστορίας.
Ιστορıκή Ανασκόπηση καı Εξέλıξη της Τοπογραφίας καı Χαρτογραφίας
Oι παρατηρήσεις πλανητών και αστέρων αποτέλεσαν για πολλούς αιώνες το µοναδικó τρóπο για τη µάθηση σχετικά µε τη γεωµετρία της Γης. Η Γεωδαισία και η Τοπογραφία συµβάδισαν στην εξέλιξή τους µε την Aστρονοµία. Aλλωστε αυτές οι επιστήµες είναι απó τις παλαιóτερες επιστήµες του ανθρώπου και σαφώς η Γεωδαισία είναι η παλαιóτερη Γεωεπιστήµη. Απó την αυγή της Ιστορίας ο άνθρωπος κατανóησε τις πιο στοιχειώδεις γεωµετρικές έννοιες: την οριζóντια και κατακóρυφη ευθεία και το οριζóντιο επίπεδο. Οι πρώτες µονάδες µέτρησης µηκών βασίστηκαν στις διαστάσεις των µελών του ανθρώπινου σώµατος.
Με την ανάπτυξη του πολιτισµού και για τις ανάγκες κατασκευής οικοδοµηµάτων και τεχνικών έργων επινοήθηκαν και τα πρώτα τοπογραφικά óργανα. H λέξη Γεωδαıσία προέρχεταı από την Ελληνıκή γλώσσα (από το ουσıαστıκό Γη καı το ρήμα δαίω) καı η ακρıβής έννοıα της είναı "δıαίρεση, δıανομή καı μέτρηση της Γης". Επίσης, μπορούμε να πούμε ότı σημαίνεı τεχνıκή των καταμετρήσεων καı απεıκονίσεων καθώς καı δıανομή καı αναδασμό μıκρών, κατά κανόνα τμημάτων του εδάφους. Όλοι οι αρχαίοι λαοί ανέπτυξαν την Τοπογραφία µε τη µια ή την άλλη µορφή. Ωστóσο η µεγάλη ανάπτυξη της Τοπογραφίας αρχίζει µε την Eλληνική εποχή. Aπó τóτε µέχρι σήµερα, η ιστορία της Τοπογραφίας θα µπορούσε να χωριστεί στις παρακάτω χρονολογικές περιóδους:
- Περίοδος 1: Aρχίζει απó το Θαλή το Mιλήσιο και τελειώνει µε το τέλος της Pωµαϊκής Αυτοκρατορίας.
- Περίοδος 2: Kαλύπτει το Mεσαίωνα, την Aναγέννηση και φτάνει µέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα.
- Περίοδος 3: Kαλύπτει τα χρóνια απó τις αρχές του 18ου αιώνα µέχρι το πέρας του Β' Παγκóσµιου Πολέµου.
- Περίοδος 4: Kαλύπτει τα τελευταία περίπου 50 χρóνια, µέχρι το τέλος του 20ού αιώνα.
H Τοπογραφία είναι η επιστήµη που ασχολείται µε τη θεωρητική και πρακτική σπουδή οργάνων και µεθóδων για την εκτέλεση µετρήσεων, υπολογισµών και απεικονίσεων που είναι χρήσιµες για τον προσδιορισµó της µορφής και του µεγέθους τµηµάτων της γήινης επιφάνειας. Η Χαρτογραφία ασχολείται µε τις µεθóδους και τις τεχνικές παραγωγής χαρτών. O χάρτης, κυρίως στην παραδοσιακή χάρτινη µορφή του, αποτελεί το κύριο µέσο απεικóνισης και κατανóησης των χωρικών δεδοµένων και των σχέσεων µεταξύ τους.
Η χρησιµóτητα των χαρτών για την επιστήµη, την έρευνα, την οικονοµία, την ανάπτυξη, αλλά και για την καθηµερινή ζωή είναι τóσο µεγάλη, ώστε να θεωρούνται τóσο σηµαντικοί, óσο η γλώσσα και η γραφή. Στην πραγµατικóτητα οι χάρτες αποτελούν ένα είδος οπτικής επικοινωνίας µε µορφή ειδικής γλώσσας που περιγράφει τις χωρικές συσχετίσεις. Υπó το πρίσµα αυτó, συνεχώς, εκατοµµύρια χάρτες διαφορετικών µορφών εκτυπώνονται και χρησιµοποιούνται σε óλο τον κóσµο. Mε βάση óλες τις σύγχρονες εξελίξεις της Τοπογραφίας, οι στóχοι της είναι:
- Η εγκατάσταση και συντήρηση γεωδαιτικών δικτύων στην επιφάνεια της Γης.
- Οι αποτυπώσεις της επιφάνειας της Γης.
- Η παροχή δεδοµένων για τη σύνταξη χαρτών.
- Η σύνταξη κτηµατολογικών διαγραµµάτων.
- Η χάραξη και ο έλεγχος των τεχνικών έργων.
α) H µελέτη και η εκτέλεση κάθε τεχνικού έργου, η κατασκευή συγκοινωνιακών έργων (οδών, σιδηροδρóµων, γεφυρών, διωρυγών, σηράγγων κ.λπ.), η κατασκευή λιµενικών και υδραυλικών έργων (αποξήρανση ελών, ύδρευση πóλεων, αποχετευτικά δίχτυα) και τέλος η εκτέλεση εποικιστικών έργων, η ανοικοδóµηση πóλεων και οικισµών.
β) H επίσηµη αναγνώριση και η εξασφάλιση της ακίνητης ιδιοκτησίας, ο καταρτισµóς κτηµατικών χαρτών και κτηµατολογίου, óπως και η επιβολή δίκαιης φορολογίας σε ακίνητες ιδιοκτησίες.
γ) H βελτίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας και η συστηµατική της εκµετάλλευση διευθέτηση χειµάρων, εκµετάλλευση λατοµείων, ορυχείων, µεταλλοφóρων κοιτασµάτων και γενικά του υπογείου πλούτου.
δ) H σύνταξη κάθε λογής χαρτών τοπογραφικών, γεωγραφικών, στρατιωτικών, γεωλογικών, υδρογραφικών και υδρολογικών, γεωµαγνητικών, ωκεανογραφικών, ναυτικών κ.λπ.
Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Οι πρώτοι χάρτες, οι πρώτες δηλαδή απόπειρες να αποδοθούν επάνω σε κάποια επιφάνεια μορφές και σχήματα του εδάφους, ανάγονται στους αρχαιότατους χρόνους, και οφείλονται στη μετακίνηση μεγάλων ομάδων ανθρώπων με σκοπό την αναζήτηση τροφής, νερού ή κατά κτησης εδαφών περισσότερο εύφορων και πλούσιων. Έπρεπε δηλαδή να ση μειωθούν με κάποιον τρόπο και να αποτυπωθούν τα δρομολόγια για τη διάβαση των ερήμων και των βουνών, καθώς και οι θέσεις των βοσκοτόπων, των πηγών, και άλλων χρήσιμων χαρακτηριστικών του εδάφους. Αυτή η αποτύπωση λεπτομερειών του εδάφους περιοριζόταν αρχικά σε τοπικό επίπεδο.
Aργότερα όμως, με τη συστηματική μετακίνηση ολόκληρων λαών, αναπτύχθηκε η συνήθεια της γραφικής αναπαράστασης μεγάλου τμήματος της γήινης επιφάνειας, ή και ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου, ο οποίος εκτεινόταν από τις Ηράκλειες Στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ) μέχρι τη Μέση Ανατολή και από την Αφρική μέχρι τα παράλια της Ευρώπης και σε αρκετό βάθος απ’ αυτά. Η αδυναµία εποπτείας του γεωγραφικού χώρου οδήγησε από πολύ νωρίς, ήδη από την παλαιολιθική εποχή, στην επινόηση της αναπαράστασης του χώρου, στην αρχή µέσω απεικονίσεων του πλησιέστερου περιβάλλοντος και στη συνέχεια του ευρύτερου. Η αναπαράσταση αυτή είχε ως πρακτικό αποτέλεσµα την επινόηση των χαρτών.
Η επιλογή χαρακτηριστικών του τρισδιάστατου γεωγραφικού χώρου και η παρουσίαση τους µέσω συµβόλων σε δύο διαστάσεις είναι µια αφαιρετική διαδικασία αρκετά προωθηµένη για τον πρωτόγονο ανθρώπινο νου. Ωστόσο, οι πρώτοι χάρτες σύµφωνα µε τον Raisz (1948), πρέπει να εµφανίστηκαν πριν από τη γραφή, έτσι όπως τουλάχιστο προκύπτει από µαρτυρίες ταξιδιωτών που ήρθαν σε επαφή µε πρωτόγονους λαούς που, χωρίς να έχουν ανακαλύψει τη γραφή, ζωγράφιζαν χάρτες.
Ο Raisz αναφέρεται επίσης στην κοινή παρατήρηση πολλών εξερευνητών σε πολλά σηµεία της γης, που όταν ζητούσαν από τους ιθαγενείς να περιγράψουν µια διαδροµή, η συνήθης αντίδραση ήταν να χαράξουν µε ξύλο το σκίτσο της στο έδαφος και να προσθέσουν κλαδάκια και πετραδάκια για να δείξουν θέσεις. Φαίνεται ότι η δηµιουργία του χάρτη είναι αποτέλεσµα της έµφυτης τάσης του ανθρώπου να επικοινωνήσει µε τους συνανθρώπους του. Οι άνθρωποι ζώντας ως κυνηγοί και πολεµιστές µετακινούνταν πολύ στο χώρο και η γνώση για διευθύνσεις και αποστάσεις ήταν σηµαντική για την επιβίωση τους, γι’ αυτό, από πολύ παλιά, παρατηρείται η ανάπτυξη συστηµάτων δηµιουργίας χαρτών.
Στη συνέχεια, η ανάγκη και η χρησιµότητα των χαρτών έγινε αντιληπτή πρώτα από τους ναυσιπλόους, τους εξερευνητές και τους στρατιωτικούς και πολύ αργότερα από τους πολιτικούς.
ΠΕΤΡΟΓΛΥΦΙΚΑ ΤΟΠΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ - ΠΡΩΤΟΓΟΝΕΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ
Αξιοσημείωτη αναφορά γίνεται σε δείγματα πρωτόγονων χαρτογραφήσεων από περιφερειακούς πολιτισμούς, όπως των νησιώτικων πολιτισμών του Ειρηνικού, των Εσκιμώων της Βόρειας Αμερικής και των Αζτέκων της Κεντρικής Αμερικής. Ο Άνθρωπος μέσα στα σπήλαια, ζωγράφιζε στα τοιχώματα ζώα και παραστάσεις, αλλά και γεωμετρικά σχήματα, αφηρημένα ή σχετιζόμενα με την καθημερινή του ζωή. Οι κάτοικοι των νησιών του Ειρηνικού Ωκε ανού αναπαριστούσαν τις πορείες τους μεταξύ των νησιών. Στους χάρτες των Εσκιμώων το ενδιαφέρον εστιάζεται στην επιλογή των πληροφοριών ενώ στους χάρτες των Αζτέκων το βασικό αντικείμε νο απόδοσης είναι τα ιστορικά γεγονότα που συμβαίνουν σε ένα τόπο.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στα πετρογλυφικά τοπογραφήµατα της Προϊστορικής περιόδου, καθώς και σε µετέπειτα δείγµατα αξιοσηµείωτων πρωτόγονων χαρτογραφήσεων από περιφερειακούς πολιτισµούς, όπως των νησιώτικων πολιτισµών του Ειρηνικού, των Εσκιµώων της Βόρειας Αµερικής και των Αζτέκων της κεντρικής Αµερικής.
Πετρογλυφικά Τοπογραφήµατα
Ο άνθρωπος µέσα στα σπήλαια, ζωγράφιζε στα τοιχώµατα ζώα και παραστάσεις, αλλά και γεωµετρικά σχήµατα, αφηρηµένα ή σχετιζόµενα µε την καθηµερινή του ζωή. Ανάµεσα σ’ αυτά τα σχέδια και τις ζωγραφιές συναντάμε τις πρώτες τοποπαραστάσεις -ή τοπογραφήματα- δηλαδή γεωμετρικά σχήματα με θεματική αναφορά στο εγγύτατο περιβάλλον των ανθρώπων της εποχής. Τα πετρογλυφικά αυτά τοπογραφήµατα της Παλαιολιθικής και Νεολιθικής εποχής, από την τριακοστή µέχρι περίπου την τρίτη χιλιετία π.Χ., παρουσιάζουν θεµατική ποικιλία και τα συναντάµε σε σπήλαια και βράχους της Ευρώπης και της Ασίας.
Ο ''χάρτης'' της Bedolina, της βόρειας Ιταλίας, θεωρείται το παλαιότερο γνωστό πετρογλυφικό τοπογράφηµα, που απεικονίζει κατοικηµένη περιοχή και χρονολογείται γύρω στο 2000 - 1500 π.Χ. Στο αρχικό τοπογράφηµα της εποχής του χαλκού, έχουν χαραχθεί, πιθανόν σε µεταγενέστερο στάδιο, την εποχή του σιδήρου, εικονογραφικά χαρακτηριστικά σε πλάγια όψη, όπως ανθρώπινες φιγούρες, ζώα και σπίτια. ∆εν είναι ξεκάθαρο τι απεικονίζουν τα πιο αφαιρετικά σύµβολα του τοπογραφήµατος: επιφανειακά ορθογώνια σύµβολα που καλύπτονται µε κανονική διάταξη κουκκίδων (πιθανόν αγροί περιφραγµένοι από πέτρινους τοίχους), γραµµικά σύµβολα (πιθανόν ρέµατα και αρδευτικά κανάλια), σηµειακά σύµβολα, µικροί κύκλοι µε τελεία στο κέντρο (πιθανόν πηγάδια).
Χάρτες Ναυσιπλοΐας (Ναυτιλιακά Διαγράµµατα) της Πολυνησίας
Οι κάτοικοι των νησιών του Ειρηνικού Ωκεανού, αναπαριστώντας γραφικά τις πορείες τους µεταξύ των νησιών, είχαν καταφέρει να επεκταθούν χωρικά σε µεγάλο εύρος, πριν οι Ευρωπαίοι φτάσουν στον Ειρηνικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ανάµεσα στους πρωτόγονους χάρτες παρουσιάζουν τα ναυτιλιακά διαγράµµατα των κατοίκων της Πολυνησίας, µε τη µορφή τοπολογικά οργανωµένων πλεγµάτων ξύλινων λεπτών ράβδων (νεύρα φύλλων φοίνικα) στις οποίες εξαρτώνται κοχύλια.
Η διάταξη των ράβδων ήταν ενδεικτική των θαλασσίων κυµάτων που δηµιουργούνταν από τους ανέµους, ενώ τα κοχύλια αναπαριστούσαν τα νησιά. Για πολλά χρόνια οι περίεργες αυτές κατασκευές αποτελούσαν γρίφο για τους ανθρωπολόγους. Τα ναυτιλιακά αυτά διαγράµµατα καταδεικνύουν ότι τα προϊόντα δουλειάς των πρωτόγονων ανθρώπων δεν είναι απλοϊκά, ο δε τρόπος απεικόνισης είναι, ίσως, πιο σύνθετος από τον αντίστοιχο των σύγχρονων διαγραµµάτων.
Χάρτες των Εσκιµώων
Ενδιαφέρον, το οποίο επικεντρώνεται στην ακρίβεια απόδοσης της γεωµετρίας του χώρου, παρουσιάζουν οι χάρτες των Εσκιµώων. Οι χάρτες αυτοί, προϊόν εντελώς αγράµµατων ανθρώπων, που δε διέθεταν κανένα όργανο µέτρησης, έχουν µια εκπληκτική οµοιότητα µε τους σηµερινούς και ας πρόκειται για την απεικόνιση εκτάσεων αρκετών χιλιάδων στρεµµάτων. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι χάρτες των Εσκιµώων εστιάζεται στην επιλογή των πληροφοριών που απεικονίζουν, η οποία γίνεται µε βάση τη σπουδαιότητα που είχαν για τους ανθρώπους τα χαρακτηριστικά και όχι το µέγεθος τους.
Ένα δεύτερο στοιχείο αρκετά ενδιαφέρον είναι η κλίµακα των διαγραµµάτων αυτών η οποία φαίνεται να είναι υπολογισµένη µε βάση το χρόνο πλοήγησης και όχι µε τις πραγµατικές αποστάσεις. Έτσι, το µέγεθος µιας απόστασης στο χάρτη απεικονίζει το χρόνο που χρειάστηκε για να διανυθεί και όχι το µήκος της. Με άλλα λόγια, οι χάρτες αυτοί αποτελούν µια πρωτόγονη µορφή τοπολογικού χάρτη µε µεταβλητή το χρόνο.
Χάρτες των Αζτέκων
Στους χάρτες των Αζτέκων η λεπτοµέρεια απόδοσης της γεωµετρίας του γεωγραφικού χώρου περνά σε δεύτερο πλάνο και το βασικό αντικείµενο απόδοσης είναι τα ιστορικά γεγονότα που συµβαίνουν σε ένα τόπο. Οι χάρτες αυτοί είναι βασικά διακοσµητικοί και απεικονίζουν χαρακτηριστικά όπως δάση, ποτάµια, ναούς, ανθρώπινες φιγούρες κλπ µε νατουραλιστικό ή όπως λέγεται στη χαρτογραφική γλώσσα, µε εικονογραφικό τρόπο.
ΧΑΡΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙOΤΗΤΑΣ
Αρκετοί χάρτες οι οποίοι έχουν ανακαλυφθεί κατά καιρούς, αποδεικνύουν ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί είχαν άποψη όλης της υδρογείου, πιθανόν γιατί είχαν ταξιδέψει σε όλες τις περιοχές. Το 1380 μ.Χ., ανακαλύφθηκε ο λεγόμενος «χάρτης του Ζήνωνος», στον οποίο φαινόταν οι χώρες του Αρκτικού κύκλου. Μάλιστα στον ίδιο χάρτη παρουσιάζονται όρη της Γροιλανδίας, που εμείς τα ανακαλύψαμε μόλις το 1947. Το ίδιο ισχύει και για την Ανταρκτική, όπως απέδειξε η εύρεση του χάρτη που σχεδίασε το 1737 μ.Χ. ο Γάλλος ακαδημαϊκός Φιλίπ Μπυά, σχεδίασε ένα χάρτη ως αντίγραφο πανάρχαιων Ελληνικών χαρτών.
Στον ίδιο χάρτη, η Ανταρκτική παρουσιάζεται να αποτελείται από δύο νησιά, πράγμα που ανακαλύφθηκε μόλις το 1958. Η ανακάλυψη των χαρτών του Πιρί Ρέις δείχνει ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν όλο τον κόσμο. Ο Πιρί Ρέις, κατάρτησε ένα παγκόσμιο άτλαντα χρησιμοποιώντας χάρτες που κατείχε ένας Ισπανός ο οποίος μετείχε και στα 3 ταξίδια του Κολόμβου, (ο οποίος οδηγήθηκε από χάρτες των αρχαίων Ελλήνων) και οκτώ παγκόσμιους χάρτες (που οι Άραβες ονόμαζαν Ζοφεριγιέ) οι οποίοι σχεδιάστηκαν την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου. Στους χάρτες αυτούς, φαίνονται καθαρά τα δυτικά παράλια της Ευρώπης και της Αφρικής, καθώς και τα ανατολικά παράλια της Νότιας Αμερικής και την παραλιακή γραμμή της Ανταρκτικής.
Σημαντικό επίσης να σημειωθεί, είναι ότι οι χάρτες αυτοί έχουν σχεδιαστεί με την μέθοδο της Γεωγραφικής προβολής, που υποτίθεται ότι εφευρέθηκε τον 20ο αιώνα. Οι αποστάσεις που αναφέρονται μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Αμερικής, έχουν μεγάλη ακρίβεια. Οι αποστάσεις αυτές, μετρήθηκαν τον 18ο αιώνα. Πάνω στους ίδιους χάρτες, φαίνονται οι περιοχές κάτω από το Νότιο παγωμένο Ωκεανό (όπως θα ήταν χωρίς τους πάγους), οι οποίες ανακαλύφθηκαν τον 18ο αιώνα. Παρουσιάζουν επίσης την Ανταρκτική η οποία ανακαλύφθηκε το 1830, σημειώνοντας τα βουνά της με τα ύψη τους που ακόμα και σήμερα δεν έχουν υπολογιστεί.
Οι Χάρτες των Βαβυλωνίων
Στην ιστορία της Χαρτογραφίας, θεωρώντας τα προηγούµενα προϊόντα σαν πρωτόγονη µορφή χαρτογραφικής έκφρασης, τα πρώτα γνωστά δείγµατα χαρτών προέρχονται από τη Μεσοποταµία. Είναι ενδιαφέρον ακόμη το γεγονός ότι σε μια πινακίδα, που βρέθηκε σε ανασκαφές στο Ιράκ και που χρονολογείται στα 1000 π.Χ., απεικονίζεται η γη σαν επίπε δος δίσκος περιβαλλόμενος από νερό με κέντρο τη Βαβυλώνα. Το απόσπασµα χάρτη µεγάλης κλίµακας µέρους της Nipur, χρονολογείται στο 1500 π.Χ. και απεικονίζει κανάλια διαφορετικού πλάτους, µέρος του τοίχους της πόλης µε τις πύλες και την τάφρο, σπίτια, πάρκο κλπ. Το όνοµα των χαρακτηριστικών αναγράφεται στο χάρτη.
Ο χάρτης Akkadian, αναφέρεται συχνά στη βιβλιογραφία ως ο παλαιότερος χάρτης στον κόσµο. Είναι χάρτης µεσαίας κλίµακας, αν και η πήλινη πλάκα είναι διαστάσεων µόλις 7,6 x 6,8 εκ. Η κατασκευή του τοποθετείται γύρω στο 2500 π.Χ. και βρέθηκε στα ερείπια της Ga Sur (250 km βόρεια της Βαβυλώνας). Σήµερα, βρίσκεται στο Σηµιτικό µουσείο του πανεπιστηµίου του Harvard. Ο χάρτης είναι προσανατολισµένος µε την ανατολή προς τα πάνω. Απεικονίζει κοιλάδα που διασχίζεται από ποταµό, πιθανόν τον Ευφράτη και τα γύρω βουνά µε ιδιαίτερο συµβολισµό. Το δέλτα του ποταµού καταλήγει σε λίµνη ή θάλασσα.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της απεικόνισης είναι ο συµβολισµός µε κύκλους των σηµείων του ορίζοντα. Χαρακτηριστική είναι επίσης η καθαρότητα των χαρακτήρων σφηνοειδής γραφής. Οι Βαβυλώνιοι θεωρούσαν τη γη σαν ένα δίσκο που επέπλεε στον ωκεανό, µε τον ουράνιο θόλο από πάνω και πάνω από όλα το στερέωµα. Η άποψη αυτή επικράτησε αργότερα στους Έλληνες, τους Ρωµαίους, τους Ισραηλίτες και διαµέσου των ιερών κειµένων, στη Χριστιανική Ευρώπη το Μεσαίωνα. Από την αρχαιότητα, ο άνθρωπος επιχειρούσε να αποδώσει γραφικά τις υποθέσεις του για τη φύση της γης και τη θέση της στο σύµπαν, και µια µικρή Βαβυλωνιακή πλάκα, που τοποθετείται στο 500 π.Χ., θεωρείται ως το πιο παλαιό γνωστό παράδειγµα τέτοιας προσπάθειας.
∆είχνει τη γη επίπεδη, στρογγυλή, να περιβάλλεται από τον ωκεανό. Στο κέντρο του χάρτη απεικονίζεται η Βαβυλώνα, ενώ µε κύκλο απεικονίζονται και άλλες πόλεις. Ο Ευφράτης ποταµός ρέει από τα βουνά της Αρµενίας, στον Περσικό κόλπο. Ο χάρτης πιθανόν να αποσκοπεί στην απόδοση της σχέσης µεταξύ του «Γήινου Ωκεανού» και των «Επτά Νησιών» (µακρινά µέρη) που συµβολίζονται µε τρίγωνα και ένα µόνο από αυτά φαίνεται ανέπαφο στην πλάκα. Η γραφική απεικόνιση συνοδεύεται από κείµενα σε σφηνοειδή γραφή, από τα οποία προκύπτει η αστρολογική και θρησκευτική σηµασία του χάρτη.
Παρόµοιες πλάκες, όπως αυτές που περιγράφτηκαν πιο πάνω, διασώζονται και εκτίθενται στο Βρετανικό µουσείο, µαρτυρώντας έτσι την αρχαιότητα της χαρτογραφίας. Η πιο σηµαντική, ωστόσο, συνεισφορά των Βαβυλωνίων στη χαρτογραφία είναι η διαίρεση του κύκλου σε µοίρες. Το αριθµητικό σύστηµα µέτρησης που χρησιµοποιούσαν, µε βάση το δώδεκα, αποτέλεσε την αρχή για τη µετέπειτα διαίρεση του κύκλου σε 360ο .
Οι Χάρτες των Αιγυπτίων
Στην Αίγυπτο, από το 15ο αιώνα π.Χ., γίνεται συστηµατική ταξινόµηση της περιγραφής και αναπαράστασης του γεωγραφικού χώρου, κατά κλίµακες. Προκύπτουν έτσι περιγραφές του Ουράνιου Σύµπαντος (Κοσµογραφία), της Γης (Γεωγραφία), της Αιγύπτου (Χωρογραφία) και περιγραφές του Νείλου και των διωρύγων του (Τοπογραφία). Όλα τα παραπάνω τεκµηριώνονται σε σχέδια, πρόδροµους των χαρτών. Η τοπογραφία, για πρώτη φορά στην ιστορία, διεξάγεται στην Αίγυπτο, στην κοιλάδα και το δέλτα του Νείλου. Ο Ραµσής Β' (1333 - 1300 π.Χ.) άρχισε µια συστηµατική τοπογράφηση της Αυτοκρατορίας.
Για διευκόλυνση της επιβολής φόρων, έγιναν µετρήσεις µε σκοπό τον καθορισµό των εκτάσεων και των ορίων των ιδιοκτησιών. Τα αποτελέσµατα αυτών των εργασιών είχαν καταγραφεί και πιστεύεται ότι είχαν αποδοθεί και σε χάρτες, που όµως δεν έχουν σωθεί. Αιώνες αργότερα οι Έλληνες, και ιδιαίτερα ο Ερατοσθένης, χρησιµοποίησαν τις µετρήσεις των Αιγυπτίων.
Οι Χάρτες των Ελλήνων
Χρειάστηκε ωστόσο να φθάσουμε στην εποχή των Ελλήνων φιλοσόφων της Ιωνίας, για να τεθούν, όπως και σε πολλές άλλες επιστήμες, οι βάσεις της επιστημονικής ενασχόλησης με τη γεωγραφία και τη χαρτογραφία. Βασική πηγή γνώσης για τη χαρτογραφία των Ελλήνων αποτελούν τα κείµενα του Ηρόδοτου (410 - 355 π.Χ.) και του Στράβωνα (68 π.Χ. - 20 µ.Χ.). Ο Στράβων και οι Στωικοί φιλόσοφοι θωρούν τον Όµηρο εισηγητή της γεωγραφικής επιστήµης (από τον 8ο αιώνα π.Χ.), έτσι όπως την εννοούσαν οι Έλληνες, να περιλαµβάνει κείµενα (λεκτικές περιγραφές) και χάρτες (γραφικές περιγραφές). Ο Όµηρος στην Ιλιάδα περιγράφει τη γη επίπεδη, κυκλική, να περιβάλλεται από τον ωκεανό.
Κάτω από την επιφάνεια της γης βρίσκονται ο Άδης και τα Τάρταρα. Από την περιφέρεια του ωκεανού ξεκινά ο ουράνιος θόλος. Ο ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια ανατέλλουν από τον ωκεανό, διαγράφουν ένα τόξο πάνω από τη γη και βυθίζονται ξανά στη θάλασσα για να ολοκληρώσουν την πορεία τους. Η ατµόσφαιρα πάνω από τη γη είναι πυκνή µε σύννεφα και οµίχλη αλλά ψηλότερα βρίσκεται ο Αιθέρας. Όπως αναγνωρίζεται ευρύτατα σήµερα, η παλαιότερη γραπτή χαρτογραφική αναφορά περιέχεται στην Ιλιάδα και αφορά την περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα. Η ασπίδα του Αχιλλέα χωριζόταν σε τέσσερις οµόκεντρες κυκλικές ζώνες και αυτές σε επιµέρους τοµείς.
Γύρω από τον κεντρικό κυκλικό πυρήνα απεικονιζόταν η γη, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα. Στην πρώτη, προς τα άκρα, ζώνη και σε δύο τµήµατα, απεικονιζόταν η πόλη σε ειρήνη και σε πόλεµο. Στη δεύτερη ζώνη και σε τρεις τοµείς, απεικονίζονταν η σπορά, ο θερισµός και η αµπελουργία. Στην τρίτη ζώνη και σε επίσης τρεις τοµείς, τα θηράµατα, η βοσκή και ο χορός. Στην εξωτερική και τελευταία ζώνη, ήταν ο ποταµός και ο ωκεανός. Από τον 7ο αιώνα π.Χ., µε τη συστηµατική συµβολή της Ελληνικής επιστήµης, οι Ίωνες αρχίζουν µια νέα εποχή στη Χαρτογραφία.
Η εποχή αυτή καλύπτει όλη την κλασσική περίοδο, από τις αφετηρίες της στην Ιωνία, την ακµή της, τον 4ο αιώνα π.Χ., µέχρι την Αλεξανδρινή ολοκλήρωσή της, τους πρώτους αιώνες µ.Χ. (Λιβιεράτος 1998). Στο διάστηµα αυτό, η Χαρτογραφία θα πρέπει να µελετηθεί µέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των επιστηµών της γεωµετρίας, της αστρονοµίας, της γεωδαισίας και της γεωγραφίας. Θα πρέπει, επίσης, να εξεταστεί η εµπειρική και πρακτική της διάσταση που αφορά το σύνολο των τότε γεωγραφικών παρατηρήσεων, που προέκυπταν σχεδόν αποκλειστικά από τα ναυτικά ταξίδια και τις τότε µετρήσεις µε τη χρήση κλασσικών οργάνων και τη βοήθεια κατάλληλων υπολογισµών.
∆ιευκρινίζεται, ωστόσο, ότι στο κείµενο αυτό η έµφαση δίνεται στην εξέλιξη των χαρτών. Μετά το 2ο µ.Χ., και µέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, η χαρτογραφία ξεφεύγει από την επιστηµονική αντιµετώπιση, µε εξαίρεση το χαρτογραφικό έργο των Αράβων. Ωστόσο, κατά το διάστηµα αυτό προστίθενται άλλα στοιχεία στους χάρτες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από φιλοσοφική, ηθική και αισθητική άποψη. Επιστροφή στις Ελληνικές αφετηρίες της χαρτογραφίας και στον επιστηµονικό τρόπο αντιµετώπισης της θα συµβεί το 16ο αιώνα. Στη συνέχεια, αναφέρεται συνοπτικά το έργο διακεκριµένων προσώπων που συνέβαλαν άµεσα ή έµµεσα στην άνθηση της Ελληνικής Χαρτογραφίας από τον 7ο π.Χ. µέχρι το 2ο µ.Χ. αιώνα.
Ο πρώτος χάρτης (πίνακας) του τότε κατοικηµένου κόσµου, όπως ήταν γνωστός µέχρι τότε, κατασκευάστηκε από τον Αναξίµανδρο το Μιλήσιο (610 - 545 π.Χ.). Ο χάρτης αυτός βελτιώθηκε στη συνέχεια από τον Εκαταίο το Μιλήσιο (549 - 472 π.Χ.), ο οποίος θεωρούσε τη γη επίπεδο δίσκο που περιβάλλεται από τον ωκεανό. Ο Θαλής ο Μιλήσιος (640 - 546 π.Χ.) δεχόταν τη σφαιρικότητα του σύµπαντος. Αναγνώρισε τη Μικρή Άρκτο και τον Πολικό αστέρα ως κύριο και σταθερό προσανατολισµό για τους ταξιδιώτες. Ο Πυθαγόρας ο Σάµιος (580 - 500 π.χ.), πατέρας της θεωρητικής γεωµετρίας, δίδασκε τη σφαιρικότητα της γης και την περιστροφή της περί άξονα.
Η άποψη για τη σφαιρικότητα της γης προέκυψε κυρίως από φιλοσοφική θεώρηση και όχι τόσο από αστρονοµικές παρατηρήσεις. Η σφαίρα έχει το τελειότερο σχήµα και κατά συνέπεια, η γη που είναι το δηµιούργηµα των θεών, πρέπει να είναι σφαίρα. Ο Αριστοτέλής ο Σταργείτης (384 - 322 π.Χ.) είναι αυτός που παραθέτει τέσσερα επιχειρήµατα που αποδεικνύουν τη σφαιρικότητα της Γης (340 π.Χ.):
Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος
Γύρω στο 600 π.Χ. η Μίλητος υπήρξε το κέντρο της γεωγραφικής γνώσης και των πρώτων κοσμογραφικών θεωριών, και μάλιστα μαρτυρείται ότι ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (610 - 545 π.Χ.), μαθητής του Θαλή, ήταν ο πρώτος που συνέταξε και σχεδίασε παγκόσμιο χάρτη με βάση πληροφορίες από τα αποικιστικά και εμπορικά ταξίδια των Ελλήνων και των Φοινίκων του 8ου και του 7ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο, η γη είναι κυλινδρική και αιωρείται στο μέσο του ουράνιου θόλου χωρίς να στηρίζεται πουθενά, ενώ στην επάνω επιφάνεια του κυλίνδρου, που περιβρέχεται από τον Ωκεανό, κατοικούν οι άνθρωποι και το πλάτος της είναι τριπλάσιο του βάθους της. Δυστυχώς ο χάρτης αυτός, γνωστός ως «Πίναξ του Αναξίμανδρου», δεν διασώθηκε.
Εκαταίος ο Μιλήσιος
Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (549 - 472 π.Χ.) είναι ο δεύτερος που συνέταξε παγκόσμιο χάρτη, περισσότερο πλήρη και ακριβή από εκείνον του Αναξίμανδρου, βασιζόμενος σε πληροφορίες σύγχρονών του ταξιδιωτών και ο ιστορικός Ηρόδοτος (μέσα του 5ου αιώνα), ο οποίος εμπλούτισε το βιβλίο του Εκαταίου. Στον χάρτη μάλιστα που συντάχθηκε με βάση τις πληροφορίες και τις περιγραφές του, ορίζεται ως έσχατο όριο του κόσμου προς Ανατολάς η Ινδική, προς Δυσμάς οι Ηράκλειες Στήλες, προς Νότο η Αραβία και προς Βορρά η Κασπία Θάλασσα, την οποία ο ΄Ελληνας ιστορικός και σε προσωπικά του ταξίδια. Στον χάρτη αυτόν η γη αναπαριστάνεται ως επίπεδος δίσκος που περιβρέχεται από τον Ωκεανό.
Η απεικόνιση αυτή ανταποκρίνεται στην περιγραφή του Ομήρου, ότι η γη είναι κυκλικό σύμπλεγμα νησιών, που περιβάλλεται από υδάτινη κυκλική ζώνη. Ακόμη, ο Εκαταίος θεωρείται πιθανώς ότι είναι ο συγγραφέας του περίφημου ορειχάλκινου γεωγραφικού πίνακα, τον οποίο ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας είχε επιδείξει στον βασιλιά της Σπάρτης Κλεομέ νη το 504 π.Χ., για να τον πείσει να συμμαχήσει με αυτόν εναντίον των Περσών.
Ηρόδοτος
Μεταξύ των πολύπλευρων ενδιαφερό ντων του, με τη γεωγραφία ασχολήθηκε και ο ιστορικός Ηρόδοτος (μέσα του 5ου αιώνα), ο οποίος εμπλούτισε το βιβλίο του Εκαταίου. Στον χάρτη μάλιστα που συντάχθηκε με βάση τις πληροφορίες και τις περιγραφές του, ορίζεται ως έσχατο όριο του κόσμου προς Ανατολάς η Ινδική, προς Δυσμάς οι Ηράκλειες Στήλες, προς Νότο η Αραβία και προς Βορρά η Κασπία Θάλασσα, την οποία ο ΄Ελληνας ιστορικός θεωρούσε λίμνη, αντίθετα με την ως τότε επικρατούσα άποψη ότι ήταν τμήμα του βόρειου ωκεανού. Ο Ηρόδοτος κατέγραψε ακόμη και έναν περίπλου της Αφρικής από τους Φοίνικες γύρω στο 600 π.Χ., δια μέσου των Ηράκλειων Στηλών.
Πυθαγόρας - Αριστοτέλης
Αν και ο Εκαταίος θεωρούσε τη Γη ως επίπεδη, η άποψη αυτή αμφισβητήθηκε ήδη από την εποχή του Ηρόδοτου και των οπαδών του, και μάλιστα ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές αποδίδουν την πρώ τη υπόθεση για τη σφαιρικότητα της Γης και την περιστροφή της περί άξονα στον Πυθαγόρα τον Σάμιο (580 - 500 π.Χ.). Η άποψη για τη σφαιρικότητα της Γης κατέ ληξε να γίνει μέχρι τα μέσα του 4ου αιώναπλήρως αποδεκτή στους κύκλους των Ελλήνων λογίων, με αποκορύφωμα τον Αριστοτέλη τον Σταγειρίτη (384 - 322 π.Χ.).
Άννωνας - Μ. Αλέξανδρος - Πυθέας
Μεγάλη ώθηση στην κατασκευή περισσότερο ενημερωμένων χαρτών έδωσαν επίσης ο μεγάλος θαλασσοπόρος και εξε ρευνητής, Καρχηδόνιος στρατηγός Άννωνας, με τον περίπλου της Δυτικής Αφρικής (που χρονολογείται μεταξύ των ετών 520 και 470 π.Χ.), ο μάγος Πέρσης, που με τον περίπλου της Αφρικής επί Δαρείου του Υστάσπη έφτασε στην Αυλή του Συρακούσιου Γέλωνα το 492 π.Χ., ο ανάπλους του Ινδού ποταμού από τον Καρχηδόνιο Σκύλακα που έγινε με εντολή του Δαρείου, τα ταξίδια του Νέαρχου από την Κρήτη στον Ινδικό το 326 π.Χ., ο περίπλους των Λιβυκών ακτών από τον Ευθυμένη τον Μασσαλιώτη (340 π.Χ.).
Οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου (335 - 323 π.Χ.) ο οποίος είχε στον στρατό του τους «βηματιστές», με κύρια αποστολή τους την μέτρηση των αποστάσεων προκειμένου να τις καταγράφει ο χαρτογράφος Ευμένης, ο οποίος χρησιμοποίησε στο χάρτη του δύο διαχωριστικές γραμμές ανάλογες με τον σημερινό παράλληλο και τον μεσημβρινό που τότε διασταυρώνονταν στο νησί της Ρόδου, και τέλος, οι ανακαλύψεις του Έλληνα Πυθέα του Μασσαλιώτη (345 π.Χ.), ο οποίος περιέπλευσε τη Δυτική Ευρώπη κατά μήκος του ωκεανού του «χάους και του σκότους» (Ατλαντικού) μέχρι τις Σκανδιναβικές χώρες.
Δικαίαρχος
Γύρω στα 300 π.Χ. ο μαθητής του Αριστοτέλη Δικαίαρχος από την Μεσσήνη (340 - 290 π.Χ.) σχεδίασε μια γραμμή προσανατολισμού σε έναν παγκόσμιο χάρτη, με κέντρο τη Ρόδο. Ο Δικαίαρχος συγκεκριμένα διαίρεσε την οικουμένη σε δύο τμήματα, στο Βόρειο και στο Νότιο, με μια παράλληλη γραμμή που άρχιζε από τις Ηράκλειες Στήλες, και, διαμέσου της Μ. Ασίας, κατέληγε στην Ινδική χερσόνησο (το όριο, όπως είπαμε, του τότε γνωστού κόσμου). Αργότερα, στην οριζόντια αυτή γραμμή, που ονομάστηκε «διάφραγμα», προστέθηκε, από τον ίδιο ή από άλλον γεωγράφο, και μία κάθετη, που διερχόταν μέσα από την πόλη Λυσιμάχεια.
Με τη χάραξη των δύο αυτών γραμμών έγινε δυνατή η κατασκευή ενός δικτυωτού, δηλαδή ενός υποτυπώδους συστήματος συντεταγμένων, με το οποίο γινόταν εύκολα ο προσδιορισμός οποιου δήποτε σημείου της εικονιζόμενης επιφά νειας. Δυστυχώς όμως αυτός ο χάρτης του Δικαίαρχου δεν διασώθηκε.
Ερατοσθένης
Ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (275 - 194 π.Χ.), βιβλιοθηκάριος στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, συμπλήρωσε και τε λειοποίησε τον χάρτη του Δικαίαρχου. Δυστυχώς ούτε ο δικός του χάρτης σώζεται, μαρτυρείται όμως, ότι είχε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, ενώ η γη ήταν νησί ακανόνιστου σχήματος και περιβάλλονταν από τον Ωκεανό. Ο χάρτης αυτός ήταν επίσης διαιρεμένος σε ένα δίκτυο επτά παραλλήλων και επτά μεσημβρινών που τέμνονταν κάθετα. Ο Ερατοσθένης, του οποίου το κύριο έργο ήταν τα «Γεωγραφικά», σε τρία βιβλία, έθεσε με τριγωνομετρικές μετρήσεις τις βάσεις για τον καθορισμό του ακριβούς σχήματος και των διαστάσεων της γης, και γι’ αυτό θεωρείται ο πρώτος γεωδαίτης.
Για τη μέτρηση της περιφέρειας της γης στηρίχτηκε στην παρατήρηση των ακτινών του ήλιου κατά την ημέρα του θερινού ηλιοστάσιου, στα φρέατα της Σιήνης (Ασσουάν) της Αιγύπτου και της Αλεξάνδρειας, δυο τόποι που ο Ερατοσθένης θεωρούσε ότι βρισκόταν στον ίδιο μεσημβρινό.
Ίππαρχος - Μαρίνος
Ακολουθώντας τα βήματα του Ερατοσθένη, ο Έλληνας αστρονόμος Ίππαρχος ο Ρόδιος (180 - 120 π.Χ.) εισήγαγε τις γεωγραφικές συντεταγμένες (γεωγραφικό πλάτος και γεωγραφικό μήκος) και διαίρεσε στον χάρτη του τον τότε γνωστό κόσμο σε κλιματικές ζώνες. Στη συνέχεια, ο Έλληνας χαρτογρά φος και γεωγράφος Μαρίνος ο Τύριος (60 - 130 μ.Χ.), ο οποίος θε ωρείται ο θεμελιωτής της μαθηματικής γεωγραφίας, καθόρισε σε μια προβολή τη θέση των διαφόρων τόπων με βάση τις γεωγραφικές συντεταγμένες.
Επινόησε την ορθή κυλινδρική προβολή, δεκαπέντε αιώνες πριν από το Mercator και εισήγαγε για πρώτη φορά το μεσημβρινό των Μακάριων νήσων ως το μεσημβρινό αναφοράς. H επιστήμη της χαρτογραφίας γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ελλάδα και έχει τις ρίζες της τόσο στην πολύπλευρη επιστημονική γνώση των Ελλήνων όσο και στην αξιοποίηση των εμπειριών που αποκόμιζαν από τα αποικιστικά και εμπορικά τους ταξίδια.
Κλαύδιος Πτολεμαίος
Η μεγαλύτερη μορφή του αρχαίου κόσμου στην εξέλιξη της γεωγραφίας και της χαρτογραφίας ήταν ο Έλληνας αστρονόμος και μαθηματικός Κλαύδιος Πτολεμαίος ο Αλεξανδρεύς (85 - 165 μ.Χ.), ο οποίος αφιέρωσε πολλά χρόνια μελετώντας στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Ο Πτολεμαίος απεικόνισε το 150 μ.Χ. τον τότε γνωστό κόσμο σε χάρτη, ο οποίος θεωρείται ως ο τελειότερος της εποχής του, ενώ συνέγραψε το οκτάτομο μνημειώδες έργο «Γεωγραφίας Υφήγησις», που απο τελούσε την επιτομή των μέχρι τότε συσσωρευμένων γεωγραφικών γνώσεων.
Ο πρώτος τόμος περιείχε βασικές αρχές της χαρτογραφίας και της δομής της γήινης σφαίρας, ενώ στους επόμενους έξι τόμους περιλαμβάνονταν 8.000 περίπου τοπωνύμια, καθώς και οι γεωγραφικές τους συντεταγμένες κατά προσέγγιση, με βάση παλαιότερους χάρτες και πληροφορίες ταξιδιωτών. Ο όγδοος τόμος περιείχε οδηγίες για τη σχεδίαση των παγκόσμιων χαρτών και κανόνες της μαθηματικής γεωγραφίας. Από το έργο του αυτό δίκαια ο Πτολεμαίος χαρακτηρίστηκε «πατέρας της χαρτογραφίας». Αναφέρει τις θεωρητικές αρχές και τις τεχνικές των προβολών και ορίζει κωνικές προβολές. Περιγράφει αναλυτικά τις αρχές και τους κανόνες με βάση τους οποίους συντάσσεται ένας χάρτης.
Το έργο συνοδεύεται από 26 χάρτες, του συνόλου του τότε γνωστού κόσμου, κατά γεωγραφικές περιφέρειες, έτσι ώστε να θεωρείται ο Πτολεμαίος εκείνος που επινόησε το χαρτογραφικό άτλαντα, αν και ο όρος αυτός δόθηκε πολύ αργότερα από τον Mercator.
Η Συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στην Χαρτογραφία
Στα τέλη του 4ου και αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. δραστηριοποιούνται πολλοί ανώνυµοι κατασκευαστές πινάκων (χαρτών), που στήριζαν τις χαρτογραφήσεις τους στα στοιχεία του Πυθέα του Μασσαλιώτη. Ο Πυθέας έπλευσε το 330 π.Χ. στις Βρετανικές θάλασσες, φθάνοντας µέχρι τον ωκεανό του «χάους και του σκότους» αγγίζοντας τη νήσο Θούλη, πιθανόν η Νορβηγία, η Ισλανδία, τα νησιά Σέτλαντ ή τα νησιά Ορκάδες βορείως της Σκοτίας. Για περίπου 1500 χρόνια θα απεικονίζεται στους χάρτες η νήσος Θούλη. Το σύστηµα ορθογώνιων συντεταγµένων επινοήθηκε και εισήχθηκε το 300 π.Χ. από τον ∆ικαίαρχο τον Μεσσήνιο, Σικελιώτη (340 - 290 π.Χ.).
Ο ∆ικαίαρχος έθεσε ως αρχή των αξόνων στη Ρόδο, προσανατολισµένων έτσι ώστε ο ένας άξονας (διάφραγµα) να ακολουθεί τη διεύθυνση ∆ύση - Ανατολή (το «µήκος») και ο άλλος τη διεύθυνση Βορρά - Νότου (το «πλάτος»). Για πρώτη φορά εισάγεται η έννοια του γεωγραφικού πλέγµατος (κάναβος) που αποτελεί τη βάση της επιστηµονικής χαρτογραφίας. Ο χάρτης που συνέταξε ο ∆ικαίαρχος, χρησιµοποιώντας στοιχεία από την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, παρέµεινε η βάση των γεωγραφικών χαρτών τους επόµενους τέσσερις αιώνες. Εξέχουσα θέση στην ιστορία της χαρτογραφίας έχει ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (275 - 195 π.Χ.), ο οποίος διεύθυνε τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Ο Ερατοσθένης υπολόγισε µε µετρήσεις το µέγεθος της γήινης σφαίρας. Οι µετρήσεις έγιναν στην Αλεξάνδρεια και τη Σιήνη (Ασσουάν), δύο τόποι που ο Ερατοσθένης θεωρούσε ότι βρίσκονταν στον ίδιο µεσηµβρινό. Στη Σιήνη υπήρχε ένα πηγάδι στον πυθµένα του οποίου καθρεφτίζονταν οι ακτίνες του ηλίου µόνο το µεσηµέρι του θερινού ηλιοστασίου, στις 21 Ιουνίου. Προέκυπτε, έτσι, ότι η Σιήνη βρισκόταν στον Τροπικό του Καρκίνου. Η απόσταση µεταξύ Σιήνης Αλεξάνδρειας ήταν ήδη γνωστή στον Ερατοσθένη (5000 στάδια) γιατί ήταν µετρηµένη από τους Αιγυπτίους. Το 220 π.Χ., στο θερινό ηλιοστάσιο, µέτρησε στην Αλεξάνδρεια την ηλιακή ζενίθεια απόσταση (µε τη βοήθεια γνώµονα), την οποία βρήκε να ισούται µε το 1/50 του κύκλου, δηλαδή µε 7,2 µοίρες.
Με τα δεδοµένα αυτά (γωνία τόξου, µήκος τόξου µεσηµβρινού) υπολόγισε το µήκος τόξου µιας µοίρας µεσηµβρινού. Η µέτρηση του Ερατοσθένη αντιστοιχεί σε ακτίνα της Γης µήκους 7.420 χιλιοµέτρων αντί για τα 6.370 χιλιόµετρα της σηµερινής τιµής (16% µεγαλύτερη της πραγµατικής). Η µέτρηση είναι πολύ ακριβής λαµβάνοντας υπόψη ότι η Σιήνη δε βρίσκεται ακριβώς στον Τροπικό του Καρκίνου αλλά κάπου βορειότερα, η Αλεξάνδρεια δε βρίσκεται στον ίδιο µεσηµβρινό µε τη Σιήνη αλλά 3ο πιο δυτικά, η µεταξύ τους απόσταση δεν είναι 5.000 στάδια αλλά 4.530 και η γωνία δεν µετρήθηκε µε ακρίβεια. Τα τέσσερα σφάλµατα αλληλοαναιρέθηκαν και έτσι το αποτέλεσµα έχει πολύ µικρή απόκλιση.
Ανεξαρτήτως του αποτελέσµατος, ο συλλογισµός και η εφαρµογή του, για την εποχή εκείνη, είναι καταπληκτικοί. Μεγάλη επίδραση στη χαρτογραφία είχαν επίσης οι µετρήσεις διαφόρων αποστάσεων πάνω στη γη που διεξήγαγε ο Ερατοσθένης, περιλαµβανοµένου του µήκους της Μεσογείου (η καλύτερη µέτρηση για τους επόµενους δεκατρείς αιώνες), καθώς και οι προσθήκες του στον παγκόσµιο χάρτη ιδιαίτερα στη Νότια Ασία και στη Βόρεια Ευρώπη. Στο έργο του τα «Γεωγραφικά» περιλαµβάνεται ένας χάρτης τον οποίο συνέταξε. Ο χάρτης απεικονίζει όλο τον τότε γνωστό κόσµο πάνω σε ένα κάναβο επτά µεσηµβρινών και επτά παραλλήλων και δίνει πολλές γεωγραφικές πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί από την Εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο χάρτης αυτός δεν έχει σωθεί, ωστόσο, από τις περιγραφές στα γραπτά κείµενα είναι δυνατή η ανακατασκευή του. Εµφανίζεται στο χάρτη για πρώτη φορά η Κεϋλάνη, ως Taprobana, αρκετά, ωστόσο, µετατοπισµένη. Παραµορφωµένες φαίνονται οι ακτές της Αφρικής και της Ινδίας, που τελειώνουν πριν τον Ισηµερινό. Επικρατούσε άλλωστε η άποψη ότι τα νερά της θάλασσας στον Ισηµερινό είναι πολύ ζεστά για να τα διασχίσει κανείς. Στο χάρτη απεικονίζονται επίσης η Αγγλία και η Ιρλανδία. Ο Ερατοσθένης υποστήριζε ότι η γη καλύπτεται κυρίως από νερό, σε αντίθεση µε άλλους, όπως ο Κράτης, που υποστήριζαν ότι καλύπτεται κυρίως από στεριά.
Ο Κράτης ο Μαλλώτης (270 - 180 π.Χ.) κατασκεύασε µια µεγάλη υδρόγειο σφαίρα, γνωστή ως «Κράτειος σφαίρα», στην οποία απεικονίζονται συµµετρικά τέσσερις ήπειροι, δύο στο βόρειο και δύο στο νότιο ηµισφαίριο, που διαχωρίζονται από στενές λουρίδες νερού (αργότερα Ωκεανός). Με βάση την απεικόνιση του Κράτη, υπήρχαν τέσσερις γήινες µάζες, τρεις επιπλέον του γνωστού κατοικηµένου κόσµου. Η άποψη αυτή επικράτησε για αιώνες. Πολύ σηµαντική είναι η χαρτογραφική συµβολή του Ίππαρχου του Ρόδιου (180 - 120 π.Χ.). Ο Ίππαρχος ήταν µεγάλη µορφή της αστρονοµίας, που τη συνέδεσε µε τη γεωγραφία και καθιέρωσε τον αστρονοµικό προσδιορισµό θέσεων στην επιφάνεια της Γης.
Οι θέσεις των τόπων προσδιορίζονται από τις γεωγραφικές τους συντεταγµένες, το γεωγραφικό πλάτος και µήκος. Υποδιαίρεσε την περίµετρο της γης σε 360 µοίρες και καθιέρωσε αυτό που ισχύει µέχρι σήµερα, το ορθογώνιο γεωγραφικό πλέγµα (γεωγραφικό κάναβο) των µεσηµβρινών και παραλλήλων, προσανατολισµένο σε σχέση µε τον άξονα περιστροφής της γης. Όρισε ως αρχή για τους παράλληλους τον Ισηµερινό και για τους µεσηµβρινούς το µεσηµβρινό της Ρόδου. ∆ίδαξε τη µέτρηση του πλάτους µε το γνώµονα, κατά το θερινό ηλιοστάσιο και τη µέτρηση του µήκους µέσω παρατηρήσεων της τοπικής ώρας, τη στιγµή των εκλείψεων της σελήνης.
Η πρώτη µέτρηση του γεωγραφικού µήκους έγινε µε τη µέθοδο του Ίππαρχου και θα παραµείνει η µοναδική µέθοδος µέχρι το 16ο αιώνα. Ο Ίππαρχος θεωρείται ότι εισήγαγε τις χαρτογραφικές προβολές. Στον Ίππαρχο αποδίδονται η στερεογραφική και ορθογραφική προβολή, οι οποίες επί εποχής του χρησιµοποιήθηκαν στην αστρονοµία και αργότερα ευρύτατα σε χάρτες της γης. Στο Σχήµα 13 απεικονίζεται χάρτης του Ίππαρχου (150 π.Χ.), ο πρώτος σε γεωµετρική προβολή και ισαπέχοντα κάναβο σε στάδια. Ο Ποσειδώνιος ο Απαµεύς (135 - 51 π.Χ.) διεξήγαγε το 85 π.Χ. τη δεύτερη, µετά τον Ερατοσθένη, µέτρηση του µεγέθους της γήινης σφαίρας εφαρµόζοντας τη µέθοδό του στο τόξο Ρόδου - Αλεξάνδρειας.
Ο Ποσειδώνιος χρησιµοποίησε το λαµπρό αστέρι Κάνωβο (του αστερισµού του Άργους) που είναι ορατό κυρίως στο νότιο ηµισφαίριο και κοντά στον ορίζοντα, στα χαµηλά πλάτη του βόρειου ηµισφαιρίου. Όταν η Κάνωβος ήταν στον ορίζοντα της Ρόδου, στον ουρανό της Αλεξάνδρειας είχε ύψος το 1/48 του κύκλου (7,5 µοίρες). ∆εδοµένης της γνωστής απόστασης Ρόδου - Αλεξάνδρειας (3.750 στάδια) υπολογίστηκε το µέγεθος της γήινης σφαίρας, ωστόσο, κατά 17% µικρότερο της πραγµατικής.
Η κύρια αιτία του σφάλµατος του Ποσειδώνιου, εκτός της παραδοχής ότι η Ρόδος βρίσκεται στον ίδιο µεσηµβρινό µε την Αλεξάνδρεια, οφείλεται στην αστρονοµική µέτρηση, κυρίως λόγω της έντονης διάθλασης που επηρεάζει σηµαντικά τις οπτικές µετρήσεις κοντά στον ορίζοντα. Οι µετρήσεις του Ποσειδώνιου χρησιµοποιήθηκαν στη συνέχεια από τον Πτολεµαίο, αλλά και από πολλούς χαρτογράφους και γεωγράφους, µέχρι το 17ο αιώνα. Η µετέπειτα χρήση της µικρότερης σφαίρας του Ποσειδώνιου για υπολογισµούς πάνω στην επιφάνεια της, είχε ως αποτέλεσµα να επηρεάσει θετικά τον Κολόµβο στην οριστική απόφαση για τα ταξίδια του, θεωρώντας τις αποστάσεις πιο µικρές από τις πραγµατικές και να επιλέξει την «προς δυσµάς» πλεύση για την Ινδία.
Ο Γέµινος ο Ρόδιος (110 - 40 π.Χ.) συνεχίζει το έργο του Ποσειδώνιου. Θεµελιώνει µε επιχειρήµατα τη θεωρία των αντιπόδων (αντίθετη ή αντιδιαµετρική διεύθυνση των κατακορύφων) που είχε αναφερθεί από τον Πλάτωνα τον 5ο π.Χ. αιώνα. Το θέµα των αντιπόδων αποτέλεσε το µέγα θέµα των γεωγράφων του Μεσαίωνα και αντικείµενο θρησκευτικής αντιπαράθεσης. Με τον Γέµινο ολοκληρώνεται η σπουδαία Ροδιο-Αλεξανδρινή περίοδος. Ο Μαρίνος ο Τύριος (60 - 130 µ.Χ.) έκανε χρήση των γεωγραφικών συντεταγµένων σε µοίρες για τον προσδιορισµό τόπων, αντί γραµµικών µεγεθών (αποστάσεων) και γωνιακών διευθύνσεων.
Επινόησε την ορθή κυλινδρική προβολή, δεκαπέντε αιώνες πριν από το Mercator και εισήγαγε για πρώτη φορά το µεσηµβρινό των Μακάριων νήσων (Κανάριοι Ν., Islas Fortunatas) ως το µεσηµβρινό αναφοράς. Αργότερα και για πολλούς αιώνες, ο µεσηµβρινός αυτός θα χρησιµοποιείται συστηµατικά ως αφετηρία για µέτρηση των γεωγραφικών µηκών. Συνέταξε χάρτη κατά ορθή τετραγωνική προβολή, ο οποίος επανασχεδιάστηκε από τον Toscanelli τα τέλη του 15ου αιώνα και χρησιµοποιήθηκε από τον Κολόµβο στα ταξίδια του. Απεικονίζεται ο τότε γνωστό κόσµος που εκτείνεται από τη νήσο Θούλη στο βορρά µέχρι την Αιθιοπία στο νότο και από τις Μακάριες νήσους µέχρι την Κίνα.
Θεωρείται ο πατέρας των ναυτιλιακών χαρτών, εφόσον οι χάρτες του περιέγραφαν ακτές, κατέγραφαν τα τοπωνύµια των ακτών και τα δεδοµένα του ήταν οι ναυτικές διαδροµές και παρατηρήσεις, όπως οι περίπλοες και οι σταδιασµοί. Στο έργο του Μαρίνου στηρίχτηκε στη συνέχεια ο Πτολεµαίος. Ο Μαρίνος, µαζί µε τον Ερατοσθένη και τον Ίππαρχο, είναι οι ιδρυτές της λεγόµενης Μαθηµατικής Γεωγραφίας και Χαρτογραφίας της αρχαιότητας. Κορυφαία µορφή της χαρτογραφίας, ίσως σε όλη την ιστορία της και όχι µόνο στην αρχαιότητα, είναι ο Κλαύδιος Πτολεµαίος ο Αλεξανδρεύς (85 - 165 µ.Χ.).
Σηµαντικός αστρονόµος, µαθηµατικός και γεωγράφος, υπήρξε διακεκριµένος βιβλιοθηκάριος της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Πρώτος χαρτογράφος µε τη σύγχρονη έννοια του όρου, ολοκλήρωσε και προώθησε το έργο του Ίππαρχου, του Στράβωνα και του Μαρίνου. ∆ύο µεγάλα έργα του είναι το αστρονοµικό Μαθηµατική Σύνταξις (ή Μέγιστη) και το γεωγραφικό και χαρτογραφικό οκτάτοµο έργο Γεωγραφική Υφήγησις (ή Γεωγραφία). Τα παλαιότερα σωζόµενα Ελληνικά χειρόγραφα της Γεωγραφίας ανάγονται στο 12ο και 14ο αιώνα. Η Γεωγραφία αναφέρει τις αρχές της χαρτογραφίας, της µαθηµατικής γεωγραφίας και των µεθόδων των αστρονοµικών παρατηρήσεων.
Περιλαµβάνει κατάλογο 10.000 τόπων µε τα ονόµατα τους (τοπωνύµια) και µε τιµές γεωγραφικού µήκους και γεωγραφικού πλάτους. Αναφέρει τις θεωρητικές αρχές και τις τεχνικές των προβολών και ορίζει κωνικές προβολές (µια από αυτές είναι πρόδροµος των προβολών του Werner και του Bonne). Περιγράφει αναλυτικά τις αρχές και τους κανόνες µε βάση τους οποίους συντάσσεται ένας χάρτης. Το έργο συνοδεύεται από 26 χάρτες, του συνόλου του τότε γνωστού κόσµου, κατά γεωγραφικές περιφέρειες, έτσι ώστε να θεωρείται ο Πτολεµαίος εκείνος που επινόησε το χαρτογραφικό άτλαντα, αν και ο όρος αυτός δόθηκε πολύ αργότερα από τον Mercator.
Ο χάρτης του Πτολεµαίου, στον οποίο απεικονίζεται ο µέχρι τότε γνωστός κόσµος, ξεκινά από τα Μακάρια Νησιά µέχρι την Κίνα που αναφέρεται ως ''Serica'' (η γη του µεταξιού). Οι ατέλειες του χάρτη είναι πιο εµφανείς, όπως είναι φυσικό, στο ανατολικό και στο νότιο τµήµα. Η χερσόνησος της Ινδίας έχει συρρικνωθεί πολύ, ενώ αντίθετα η Κεϋλάνη (Tabrobana) απεικονίζεται µε µεγαλύτερες διαστάσεις από τις πραγµατικές. Η Αφρική µέχρι τον ισηµερινό απεικονίζεται µε ικανοποιητική ακρίβεια. Μετά όµως, οι δύο πλευρές της, αντί να συγκλίνουν σε ένα σηµείο, αποκλίνουν προς δύο διευθύνσεις. Στα δυτικά η απεικόνιση σταµατά απότοµα, ενώ στα ανατολικά η Αφρική ενώνεται µε την Ασία και ο Ινδικός Ωκεανός φαίνεται σαν κλειστή θάλασσα.
Που στηρίχτηκε η απόδοση αυτή της Αφρικής δεν είναι γνωστό. Το βασικότερο σφάλµα, ωστόσο, του Πτολεµαίου ήταν η αποδοχή των µετρήσεων του Ποσειδώνιου και η υποεκτίµηση του µεγέθους της γης. Έτσι, η Ευρώπη και η Ασία εκτείνονται στο µισό ηµισφαίριο, ενώ στην πραγµατικότητα καλύπτουν µόνο 130ο . Η Μεσόγειος επίσης εκτείνεται σε 62ο ενώ στην πραγµατικότητα καλύπτει 42ο . Ενώ οι Άραβες από το 13ο αιώνα διόρθωσαν την παραµόρφωση αυτή, εντούτοις παραµένει στην Ευρωπαϊκή χαρτογραφία µέχρι το 1700.
Η χαρτογραφική συµβολή των Ελλήνων µπορεί να συνοψιστεί στα εξής:
Οι Χάρτες των Ρωµαίων
Αν και ο Πτολεμαίος έζησε την εποχή της μεγάλης ακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι χαρτογραφικές του μελέτες και ο χάρτης του ήταν άγνωστος στους Ρωμαίους. Αυτό πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ρωμαίοι, σε αντίθεση με τους Έλληνες, δεν ενδιαφέρονταν τό σο για τη μαθηματική γεωγραφία, αλλά χρησιμοποιούσαν χάρτες περισσότερο για πρακτικούς σκοπούς, όπως ήταν οι στρατιωτικές εκστρατείες ή η διοίκηση των επαρχιών. Για τον λόγο αυτόν οι Ρωμαίοι διατήρησαν την παλιά θεωρία της μορφής της Γης ως δίσκου και όχι ως σφαίρας, η οποία τους διευκόλυνε στη χρήση των χαρτών.
Ο χάρτης του Πτολεμαίου παρέμει νε άγνωστος μέχρι και κατά το Μεσαί ωνα, και όταν βρέθηκε τον 15ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε για αρκετό καιρό ως το τελειότερο επιστημονικό απόκτημα. Είναι ενδεικτικό ότι στον χάρτη αυτόν βασίστηκε ο Χριστόφορος Κολόμβος για τα εξερευνητικά του ταξίδια, και μάλιστα ένα βασικό σφάλμα του Πτολεμαίου, που ήταν η υποτίμηση του μεγέθους της Γης, είχε ως συνέπεια να υποτιμήσει και ο Κολόμβος τις αποστάσεις για την Κίνα και τις Ινδίες. Ο Πτολεμαίος συγκεκριμένα απεικόνιζε την Ευρώπη και την Ασία να καταλαμβάνουν πάνω από το μισό της γήινης σφαίρας, αντί των 130 μοιρών της πραγματικής τους έκτασης.
Ο πιο παλιός παγκόσμιος χάρτης που χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι, προγενέστερος του Πτολεμαίου, είχε σχεδιαστεί από τον Ρωμαίο στρατηγό Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα, και ήταν ένας χάρτης οδικού δικτύου με έμφαση στις οδούς στρατηγικής σημασίας. Με βάση τον χάρτη του Αγρίππα σχεδιάστηκε, την περίοδο της ακμής του Ρωμαϊκού κράτους, ένας χάρτης που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας σε κύλινδρο από περγαμηνή, και ονο μάζεται «Πίνακας Πόυτινγκερ» (Tabula Peutingeriana) από το όνομα του ανθρωπιστή Κόνρατ Πόυτινγκερ, στου οποίου την κατοχή περιήλθε από κάποιο μοναχό Κολμάρ κατά το Μεσαίωνα.
Ο χάρτης αυτός βρίσκεται σήμερα στη βιβλιοθήκη της Σιένας, και είναι γνωστός ως «itinerorium scriptum» ή «χάρτης των μεγάλων οδών του κόσμου». Ένας άλλος χάρτης, που σώζεται επίσης και βρίσκεται στο Μουσείο του Καπιτωλίου, περιλαμβάνει ένα τμήμα του σχεδίου της αρχαίας Ρώμης και χρονολογείται από την εποχή του Αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου. Εκτός από τους χάρτες αυτούς κατασκευάστηκαν και πολλοί άλλοι, από τους οποίους ο κυριότερος ήταν ο χάρτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που έγινε με διαταγή του Ιουλίου Καίσαρα και ολοκληρώθηκε στην εποχή του Αυγούστου.
Από αυτούς όμως τους χάρτες ελάχιστα στοιχεία διασώθηκαν, γιατί, με την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (395 μ.Χ.), η επιστημονική πρόοδος παρουσίασε γενικά οπισθοδρόμηση και το ενδιαφέρον ειδικότερα για την χαρτογράφηση εγκαταλείφθηκε, με συνέπεια πολλά σχέδια και χάρτες να καταστραφούν ή να χαθούν. Οι όποιες πληροφορίες για την χαρτογραφική απεικόνιση των αρχαίων χρόνων οφείλονται στην πραγματεία του Στράβωνα, ο οποίος περιέλαβε στο έργο του αντίγραφα αρκετών παλιών χαρτών. Μόνο ο χάρτης του Πτολεμαίου και ένα μεγάλο μέρος από τις μελέτες του διατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, και αυτό πιθανώς οφείλεται στη μεγάλη δημοτικότητα και απήχηση που είχε.
Στον χάρτη αυτόν προστέθηκαν με τον καιρό καινούργια στοιχεία από τις εξερευνήσεις και τις ανακαλύψεις νέων χωρών, με αποτέλεσμα να καταστεί κατά την Αναγέννηση, όπως ήδη αναφέραμε, ο πληρέστερος παγκόσμιος χάρτης. Η διαφορά µεταξύ της Ρωµαϊκής και Ελληνικής σκέψης αντικατοπτρίζεται και στους χάρτες τους. Οι Ρωµαίοι δεν ενδιαφέρονται για τις επιστηµονικές και θεωρητικές πτυχές της χαρτογραφίας, για θέµατα όπως το σύστηµα παραλλήλων και µεσηµβρινών, τις αστρονοµικές µετρήσεις και το πρόβληµα των προβολών. Ο χάρτης για τους Ρωµαίους είχε πρακτική χρήση που θα εξυπηρετούσε στρατιωτικούς και διοικητικούς σκοπούς.
Βάση δε για την κατασκευή χαρτών αποτέλεσαν οι θεωρίες των Ιώνων, που όπως ήδη αναφέρθηκε θεωρούσαν ότι η γη είναι ένας στρογγυλός δίσκος. Μέσα σε ένα κυκλικό πλαίσιο απεικονίζεται ολόκληρη η γη ''Orbis Terrarum''. Η Ευρώπη, η Ασία και η Αφρική απεικονίζονται σχεδόν συµµετρικά µε την Ασία στο πάνω µέρος του χάρτη. Η Ιταλία απεικονίζεται φανερά µεγεθυσµένη δίνοντας τη δυνατότητα να απεικονιστούν οι Ιταλικές επαρχίες σε µεγαλύτερη κλίµακα και να δοθεί έµφαση στη Ρώµη. Η Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία απεικονίζεται σαν κυρίαρχη δύναµη του κόσµου και καλύπτει περίπου τα τέσσερα πέµπτα της έκτασης του χάρτη.
Η Ινδία, η Κίνα (Seres), η Ρωσία (Scythia και Samartia) απεικονίζονται σαν µικρές περιοχές στην περιφέρεια. Οι πρόσφατες για αυτούς θεωρίες των Ελλήνων για το σχήµα και το µέγεθος της γης και τις προβολές αγνοήθηκαν εντελώς. Ο πρώτος χάρτης που θεωρείται ότι διαχωρίζει τον κατοικηµένο κόσµο σε τρεις ηπείρους, Ευρώπη, Ασία και Αφρική (Libya) είναι ο χάρτης του Agrippa. Ο χάρτης αυτός έµπνευση του Augustus Caesar (27 π.Χ. - 14 µ.Χ.), έγινε από τον γαµπρό του Marcus Vispanius Agrippa και ολοκληρώθηκε από άλλους. Ο σκοπός του χάρτη αυτού ήταν κυρίως διδακτικός και θεωρείται πρόδροµος του γνωστού σχολικού χάρτη τοίχου.
Από τους Ρωµαϊκούς χάρτες δε σώζεται κανένας. Η ανακατασκευή τους στηρίζεται σε χάρτες του Μεσαίωνα που στηρίζονταν στους Ρωµαϊκούς και σε γραπτά κείµενα µεγάλων γεωγράφων όπως του Στράβωνα και του Ποµπόνιου Μέλα. ∆είγµα της Ρωµαϊκής χαρτογραφίας που έχει σωθεί είναι ο Πίνακας Peutinger. Έχει φτιαχτεί το 12o µ.Χ. αιώνα από ένα µοναχό, αλλά πιστεύεται ότι είναι πιστό αντίγραφο έργου του 4ου µ.Χ. αιώνα. Ο Πίνακας Peutinger δεν έχει τα χαρακτηριστικά ενός πραγµατικού χάρτη. Απεικονίζει τους δρόµους της αυτοκρατορίας σε ένα επιµήκης περίγραµµα του κόσµου (µήκος περίπου 7 µέτρα και πλάτος 30 εκατοστά), καθώς και στρατηγικού ενδιαφέροντος σηµεία.
Παρ’ όλο που δεν υπάρχει συνέπεια στην κλίµακα απεικόνισης των αποστάσεων, ο Πίνακας Peutinger δίνει µεγάλο όγκο πληροφοριών σε ότι αφορά τα τοπωνύµια. ∆ίνει τα ονόµατα περισσότερων από 5000 τοποθεσιών, ιδιαίτερα χρήσιµα για τη µελέτη της γεωγραφίας της εποχής. Περισσότερα στοιχεία υπάρχουν για τις κτηµατογραφήσεις που διεξάχθηκαν από τους Ρωµαίους, µε βάση τα οποία η τοπογραφία ήταν αρκετά αναπτυγµένη από τον 1ο αιώνα µ.Χ. Στις τοπoγραφήσεις χρησιµοποιούσαν όργανα όπως η ''gromma'', για να χαράζουν ορθές γωνίες, και ηλιακά ρολόγια.
ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ
Η πρόοδος της χαρτογραφίας κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα ήταν υποτυπώδης, και αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι οι χαρτογράφοι ήταν επηρεασμένοι από το δόγμα της Εκκλησίας με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον να μετατοπίζεται στη Μέση Ανατολή με επίκεντρο τους Άγιους Τόπους, και κυρίως την Ιερουσαλήμ, λόγω των Θρησκευτικών πολέμων και Σταυροφοριών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στους χάρτες αυτής της εποχής να μην υπάρχουν ούτε μεσημβρινοί ούτε παράλληλοι, αλλά να σχεδιάζονται τέρατα, ζώα, φυτά, μικρογραφίες πόλεων και άλλα παρό μοια αντικείμενα. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τάσης είναι η «Χριστιανική Τοπογραφία».
Χάρτης που σχεδιάστηκε τον 6ο αιώνα από τον Κωνσταντίνο τον Αντιοχέα, στον οποίο η γη αναπαριστά νεται ως επίπεδος δίσκος. Αργότερα, οι μεταγενέστεροι χαρτογράφοι του Μεσαίωνα σχεδίασαν χάρτες, στους οποίους η γη αναπαριστάνονταν ως σφαίρα, αυτοί όμως ήταν μικρού μεγέθους και είχαν το σχήμα Ο μέσα στο οποίο εφάπτονταν σχεδιασμένο ένα Τ. Στο σχήμα αυτό, το Τ αναπαριστάνει θάλασσα που περιβάλλεται από τον Ωκεανό, ο οποίος συμβολίζεται με το Ο, ενώ στο κέντρο του κύκλου και στο σημείο τομής του Τ τοποθετείται η Ιερουσαλήμ στους Άγιους Τόπους. Τα τρία διαστήματα που περιλαμ βάνονται μεταξύ Ο και Τ αναπαρίσταναν την Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική.
Για τις ανάγκες μάλιστα του προσανατολισμού, η Ανατολή ήταν τοποθετημένη στο πάνω μέρος του χάρτη. Ένας τέτοιος χάρτης ήταν και του Ισιδώρου Επισκόπου από τη Σεβίλλη, τελευταίου των Πατέρων της Εκκλησίας στη Δύση, με χρονολογία 630 μ.Χ. Σημαντικό ντοκουμέντο της Μεσαιωνικής χαρτογραφίας είναι το χειρόγραφο που υπάρχει στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης με τον τίτλο «ο Περίπλους της Μεγάλης Θάλασσας» ή «Στασιασμός».
Το θάνατο του Πτολεµαίου ακολουθεί µια µακρά περίοδος γενικής πτώσης των επιστηµών µε αρνητικές συνέπειες και στη Χαρτογραφία. Ιδιαίτερα σε ότι αφορούσε τη Γη, και κυρίως τη Χαρτογραφία, τους αιώνες αυτούς (3ος - 4ος µ.Χ.), η Χριστιανική αντιµετώπιση ήταν από αδιάφορη µέχρι αρνητική, εφ’ όσον η ερµηνεία των κειµένων έστρεφε το ενδιαφέρον εκτός της Γης, στη βασιλεία των Ουρανών. Οι γεωγραφικές γνώσεις και «εικόνες» των πρώτων Χριστιανών ήταν ότι περιλάµβανε η Βίβλος, χωρίς καµιά άλλη γεωγραφική αναζήτηση.
Έτσι τα ίχνη της Χαρτογραφίας των Ελληνικών και Ρωµαϊκών περιόδων χάνονται, τουλάχιστον τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, εφόσον οι ιδέες των επιστηµόνων ήταν αντίθετες µε την ερµηνεία των Γραφών. Η Γη επανήλθε στην επίπεδη µορφή της και η θεωρία των αντιπόδων αντιµετωπιζόταν µε σκωπτικότητα. Ακόµη και ο ιδρυτής της δυτικής Θεολογίας, Άγιος Αυγουστίνος, από τους λίγους που δέχονταν τη σφαιρικότητα της γης, αρνιόταν ότι οι άνθρωποι θα µπορούσαν να περπατούν στους αντίποδες «µε το κεφάλι προς τα κάτω». Η Χαρτογραφία των πρώτων Χριστιανικών χρόνων πήρε µια απλοϊκή µορφή και χωρίς ιδιαίτερη σηµασία. Ο Κόσµος περιβαλλόταν από ένα οριζόντιο κύκλο, αυτόν που έβλεπαν οι άνθρωποι γύρω τους.
Η Γη ως κύκλος χωριζόταν σε τρία τµήµατα. Η θεωρία αυτή µαζί µε τη θεωρία του «κοσµογραφικού αυγού», ακολουθήθηκε τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους, αλλά και τα πρώτα χρόνια της εξάπλωσης των Αράβων, τον 7ο µ.Χ. αιώνα. Χαρακτηριστικό δείγµα της γεωγραφικής αντίληψης των µέσων του 3ου αιώνα, αποτελούν τα έργα του Γάιου Ιούλιου Σόλινου που εισήγαγε, για πρώτη φορά σε τέτοια κλίµακα, την τερατοµορφία στις φανταστικές του γεωγραφικές περιγραφές. Στο έργο του ''Polyhistor'' περιγράφονται δράκοι, παραµορφωµένα όντα και τέρατα µακρινών τόπων. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, το έργο αυτό αποτελεί ίσως το πιο δηµοφιλές ανάγνωσµα και τα τερατόµορφα όντα εικονογραφούν πολύ συχνά τους χάρτες.
Ανάµεσα στα είδη χαρτών που εµφανίζονται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα είναι οι παγκόσµιοι χάρτες κλιµατικών ζωνών µε ιδιαίτερα γνωστούς τους Μακρόβιους χάρτες. Ο Αυρήλιος Θεοδόσιος Μακρόβιος, που έζησε µεταξύ 4ου και 5ου αιώνα, ήταν µελετητής των Ελλήνων φιλοσόφων και εικονογραφούσε τα κείµενα του µε χάρτες µε βάση το µοντέλο των κλιµατικών ζωνών που είχαν αναπτύξει οι αρχαίοι Έλληνες. Θεωρούσε τη Γη κυκλική, να υποδιαιρείται σε τέσσερα ίσα µέρη, εκ των οποίων µόνο το ένα να κατοικείται. Στο χάρτη της Οικουµένης του Μακρόβιου δεν περιλαµβάνεται η Ελλάδα.
Από τον 5ο αιώνα γενικεύεται ο προσανατολισµός των χαρτών µε την ανατολή στην κορυφή του χάρτη, σε αντίθεση µε τους αρχαίους Έλληνες που τοποθετούσαν πάντα το βορρά στην κορυφή του χάρτη. Αργότερα, οι Άραβες τοποθετούσαν στην κορυφή το νότο. Κατά τον 5ο αιώνα αναπαράγονται πολυάριθµα αντίγραφα του Ρωµαϊκού χάρτη, µε τις προσθήκες του Ονόριου Ιουλίου. Ο Ονόριος είναι γνωστός για την αναφορά του στο Πτολεµαίο και γιατί συµπλήρωσε τον Ρωµαϊκό χάρτη µε βάση τη «Γεωγραφία». Βασικές πηγές της γεωγραφίας, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αποτελούσαν οι διηγήσεις ταξιδιωτών-προσκυνητών, οι θρύλοι και τα παραµύθια µε Χριστιανικό περιεχόµενο.
Βασικότερη, ωστόσο, πηγή γεωγραφικής γνώσης για τους µοναχούς και τους αντιγραφείς, για την κατασκευή των χαρτών τους, αποτελούσε η Βίβλος. Ακραίο παράδειγµα προσκόλλησης στη Βίβλο αποτελεί το έργο του Κοσµά του Ινδικοπλεύστη από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος χαρτογραφεί τον κόσµο µε βάση τις γραφές και την εκκλησιαστική παράδοση. Ως έµπορος ταξίδευε για µεγάλο διάστηµα στην Αραβία, την ανατολική Αφρική µέχρι την Ινδία. Στη συνέχεια µόνασε στο Σινά όπου έγραψε τη Χριστιανική Τοπογραφία (Topographia Christiana) (548 µ.Χ) µε βάση την Αγία Γραφή και µε κύριο στόχο να ανατρέψει τη λανθασµένη και ειδωλολατρική άποψη για τη σφαιρικότητα της γης.
Στο χάρτη του απεικονίζεται η επίπεδη και επιµήκης γη που περιβάλλεται από τον Ωκεανό, µε τρεις κύριες κολπώσεις, τη Μεσόγειο, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Πέρα από τη γη, υπάρχει µια άλλη (Terra ultra Oceanum), στην οποία βρίσκεται ο Παράδεισος. Στη γη ρέουν τέσσερις ποταµοί που πηγάζουν από τον Παράδεισο (ο Τίγρης και ο Ευφράτης, ο Gihon ή ο Νείλος, πιθανόν ο Ινδός ή ο Γάγγης). Ο χάρτης του Κοσµά χαρακτηρίζεται από απλές γεωµετρικές γραµµές και ευρείς ποταµούς, στοιχεία που θα ακολουθήσουν αργότερα οι Άραβες.
Γύρω στα µέσα του 6ου αιώνα ο Ιρλανδός µοναχός Βρανδάνος (484 - 578 µ.Χ.) προσδιόρισε µια φανταστική νήσο στο κέντρο του Ατλαντικού µεταξύ της Ισπανίας και των Ινδιών, ακολουθώντας τις δοξασίες της εποχής σύµφωνα µε τις οποίες ο επίγειος Παράδεισος βρίσκεται σε ένα νησί κάπου στην Άπω Ανατολή ή ότι υπήρχαν απλησίαστοι µακρινοί τόποι µυθικού πλούτου ή ακόµη και ένα τόπος µε την «πηγή της αιώνιας νεότητας». Το νησί αυτό έγινε αντικείµενο µάταιων αναζητήσεων κατά το Μεσαίωνα και σηµειωνόταν σε χάρτες µε το όνοµα του Βρανδάνου (San Brandano) µέχρι το 15ο αιώνα.
Μεγάλη επίδραση στη χαρτογραφία του Μεσαίωνα είχε το έργο του Ισίδωρου, Επισκόπου της Σεβίλλης (7ος αιώνας), τελευταίος των Πατέρων της Εκκλησίας στη ∆ύση. Ερµηνεύοντας τις γραφές, σχεδόν γραµµή προς γραµµή, περιγράφει τον κόσµο. Αναφέρει ότι, στον παράδεισο, µε µόνιµα ανοιξιάτικο καιρό, υπήρχαν όλα τα είδη δένδρων, καθώς και το δένδρο της ζωής. Στο κέντρο του κήπου του παραδείσου, πηγή ανάβλυζε νερό. Τέσσερα ποτάµια πήγαζαν από αυτήν και έδιναν νερό σε ολόκληρη τη γη. Σε µικρό χάρτη που υπάρχει στο βιβλίο του, ο παράδεισος τοποθετείται στο ανατολικότερο άκρο της Ασίας, αφού σύµφωνα µε τις Γραφές οι πρωτόπλαστοι τοποθετήθηκαν στον κήπο του παραδείσου, ανατολικά στην Εδέµ.
Οι γήινες µάζες περιβάλλονται κυκλικά από νερό. Ο κόσµος χωρίζεται σε τρία τµήµατα -τρεις ηπείρους- και κάθε τµήµα ανατίθεται σε ένα από τους τρεις γιους του Νώε. Έτσι, οι τρεις ήπειροι κατοικούνταν από απογόνους ενός ανθρώπου, ο οποίος ήταν απόγονος του Αδάµ και της Εύας. Η Ασία καλύπτει το πάνω ηµικύκλιο, η Ευρώπη τοποθετείται στο κάτω αριστερά τεταρτηµόριο και η Αφρική στο κάτω δεξιά. Η Ασία χωρίζεται από την Ευρώπη µε τον Ποταµό ∆ον και από την Αφρική, µε τον Νείλο. Στο χάρτη, οι δύο ποταµοί σχηµατίζουν οριζόντια γραµµή. Η κάθετη γραµµή, που χωρίζει την Ευρώπη από την Αφρική, είναι η Μεσόγειος. Οι δύο γραµµές σχηµατίζουν «Τ» και τέµνονται στην Ιερουσαλήµ, στους Αγίους Τόπους.
Η Ιερουσαλήµ βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου αφού, σύµφωνα µε τις Γραφές, ο Θεός την τοποθέτησε στο κέντρο των εθνών και οι υπόλοιπες χώρες την περιβάλλουν. Τον 7ο αιώνα, µε βάση την περιγραφή του Ισίδωρου, αρχίζει η εποχή των λεγόµενων χαρτών «Ο-Τ», όπου το «Ο» συµβολίζει το κυκλικό της Γης και το περιεχόµενο στον κύκλο «Τ» το χωρισµό της σε τρία τµήµατα κατοικηµένου κόσµου. Γύρω από τη γη υπάρχει η θάλασσα. Η ανατολή τοποθετείται στο πάνω µέρος του χάρτη, µε τον Παράδεισο στο ανατολικότερο σηµείο και την Ιερουσαλήµ στο κέντρο.
Ιδιαιτέρως γνωστοί χάρτες του 7ου και 8ου αιώνα είναι: ο χάρτης του Ανώνυµου της Ραβέννας, ο χάρτης Albi και ο χάρτης του Βεάτιου. Γύρω στα µέσα του 7ου αιώνα, στη Ραβέννα, ένας ανώνυµος µοναχός, ο Ανώνυµος της Ραβέννας, όπως είναι γνωστός σήµερα, έγραψε µια Κοσµογραφία µε βάση ελληνικές και γοτθικές πηγές άγνωστης προέλευσης. Κατέγραψε για κάθε τόπο την απόσταση και τον προσανατολισµό της από τα Ιεροσόλυµα µε µια µέθοδο που σήµερα θα την προσδιορίζαµε ως «ισαπέχουσα αζιµουθιακή προβολή». Η απόσταση και ο προσανατολισµός αναφερόταν σε ρόδο 24 ανέµων µε κέντρο τα Ιεροσόλυµα.
Ο χάρτης Albi (730 µ.Χ.), όπως είναι γνωστός σήµερα, από το όνοµα της οµώνυµης Γαλλικής πόλης στη βιβλιοθήκη της οποίας βρίσκεται, είναι συντεταγµένος µε βάση τις διδασκαλίες των εκκλησιαστικών Πατέρων. Είναι ο τελευταίος τετραγωνισµένος χάρτης, παράδειγµα της επίδρασης του χάρτη του Κοσµά στο Λατινικό Μεσαίωνα, αλλά στραµµένος κατά ενενήντα µοίρες. Ο χάρτης που συντάσσει ο µοναχός Βεάτιος (730 - 798 µ.Χ) από την Αστουρία, το 776 µ.Χ. θεωρείται ότι αποτελεί τη µετάβαση από την εποχή της απεικόνισης του Κοσµά στην εποχή των δυτικών Μεσαιωνικών απεικονίσεων. Πιθανόν, προέρχεται από Ρωµαϊκό χάρτη του 4ου αιώνα. Το σχήµα των θαλασσών και της ξηράς θυµίζουν τους Ρωµαϊκούς χάρτες µε οδοιπορικά.
Το περιεχόµενο του εκτείνεται ανατολικά µέχρι την Κίνα, νότια µέχρι τις πηγές του Νείλου στα όρη της Σελήνης, δυτικά µέχρι τις Μακάριους νήσους και βόρεια µέχρι τη νήσο Θούλη. Τα δυτικά και βόρεια όρια συµπίπτουν µε εκείνα του Πτολεµαίου. Στην ανατολή τοποθετείται ο Αδάµ και η Εύα ως έµβληµα του επίγειου παραδείσου, που συναντάται από τότε σε δυτικούς Χριστιανικούς Μεσαιωνικούς χάρτες. Ο χάρτης αυτός περιέχεται στα Σχόλια της Αποκάλυψης του Αγίου Σεβερίου.
Δύο Παγκόσµιοι Χάρτες του 13ου αιώνα - Mappamundi
Όπως αναφέρει ο Tooley: «Οι κληρικοί χρησιµοποιούσαν τους mappamundi ή παγκόσµιους χάρτες για τη διαπαιδαγώγηση του πλήθους, συχνά για να εικονογραφήσουν ιστορικές ή εγκυκλοπαιδικές εργασίες ή σαν εικονογραφικές αποδόσεις του Εκκλησιαστικού Δόγµατος». Σήµερα, διασώζονται γύρω στους 600 mappamundi, που δεν αποτελούν διαγράµµατα σε γεωγραφικά κείµενα, αλλά κυρίως εικονογραφικό υλικό στις πιο δηµοφιλής εργασίες της εποχής: ιστορικές, εγκυκλοπαιδικές, φιλοσοφικές και θεολογικές.
Παρόλο που στην πλειοψηφία τους οι θεολογικής βάσης χάρτες του Μεσαίωνα είναι µικροί σε µέγεθος και βρίσκονται σε κείµενα, εντούτοις, κάποιοι από αυτούς είναι εξαιρετικά µεγάλοι και λεπτοµερείς. Οι χάρτες Ebstorf και Hereford, µεγάλοι σε διαστάσεις, αποτελούν κορυφαία δείγµατα χαρτών του Μεσαίωνα, mappamundi, που απεικονίζουν την κυκλική γη. Ο ένας χάρτης στο µοναστήρι του Ebstorf και ο άλλος στον καθεδρικό ναό του Hereforfd στην Αγγλία, αποτελούσαν πιθανόν µέρος της Αγίας Τράπεζας ή ήταν αναρτηµένοι πίσω από αυτήν. ∆υστυχώς, ο χάρτης Ebstorf καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο, ωστόσο διασώζονται έγχρωµα αντίγραφα του.
Προϊόντα του 13ου αιώνα, οι δύο χάρτες µοιάζουν στη σύλληψη, διαφέρουν ωστόσο στη λεπτοµέρεια. Αποτελούν και οι δύο παραλλαγές του χάρτη τύπου «ΟΤ» µε επιδράσεις από χάρτες όπως του Μακρόβιου, του Ορόζιου και του Ισίδωρου. Ο χάρτης του Hereford (1275 µ.Χ.) έχει µήκος 1,55 µέτρα και πλάτος 1,35 µέτρα πλάτος. Μπορεί να θεωρηθεί ως περίληψη της γεωγραφικής παράδοσης, λαϊκής και θρησκευτικής, του Μεσαίωνα. Απεικονίζει µυθικά και ανθρωποειδή όντα, παρµένα τα περισσότερα από τον Σόλινο, αλλά και πληροφορίες από εµπορικά ταξίδια, από προσκυνητές σταυροφορίες, ιδιαίτερα στο τµήµα της Ευρώπης.
Στο κέντρο του χάρτη, όπου απεικονίζεται η Ιερουσαλήµ, αναπαριστάται η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού. Τα διάφορα όντα, απεικονίζονται σε ολόκληρη την περιφέρεια του χάρτη. Στο πάνω µέρος του χάρτη απεικονίζεται ο Χριστός περιστοιχισµένος από αγγέλους, απονέµοντας δικαιοσύνη. Οι πιστοί οδηγούνται στις πύλες του ουρανού από έναν φτερωτό άγγελο και οι αµαρτωλοί σέρνονται στην κόλαση από ένα δαίµονα. Ο χάρτης του Ebstorf (1235 µ.Χ.) έχει διάµετρο γύρω στα 3,5 µέτρα. Αποδίδει µε µεγαλύτερη λεπτοµέρεια την πληροφορία που απεικονίζει και ο προηγούµενος χάρτης.
Ο Παράδεισος βρίσκεται στο ανατολικότερο σηµείο (στο πάνω µέρος του χάρτη), στο κέντρο βρίσκεται η Ιερουσαλήµ και στην περιφέρεια του χάρτη και ιδιαίτερα κοντά στην Αφρική, µορφές παρόµοιες µε του Σόλινου. Αυτές οι τροµερές φιγούρες µπορεί να δηλώνουν ότι η άγνωστη περιοχή, terra incognita, είναι επικίνδυνη, αποτρέποντας την εξερεύνηση της. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χάρτη αυτού είναι η τοποθέτηση του κόσµου στο σώµα του εσταυρωµένου Χριστού του οποίου τα άκρα προεξέχουν από τον χάρτη.
Η Βυζαντινή «Ανακάλυψη» της Γεωγραφίας του Πτολεµαίου
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ανδρόνικου Β' στο Βυζάντιο προωθούνται οι επιστηµονικές σπουδές. Ο ίδιος ο Ανδρόνικός εντυπωσιάζεται από τους χάρτες που του έδειξε ο µοναχός Πλανούδης και αποφασίζει την προώθηση της κατασκευής χαρτών βασισµένων στη Γεωγραφία του Πτολεµαίου. Ο Μάξιµος Πλανούδης (1260 - 1310) από τη Νικοµήδεια, συγγραφέας και µοναχός, θεωρείται ένας από τους Βυζαντινούς λόγιους προδρόµους της αναγέννησης των ελληνικών σπουδών στη ∆ύση. Η συµβολή του Πλανούδη είναι καθοριστική στην αναγέννηση της Γεωγραφίας και της Χαρτογραφίας µέσα από την «ανακάλυψη» του Πτολεµαίου.
Ο Ανδρόνικος Β' ζήτησε από τον πρώην Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιο που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη (1293 - 1308) να του ετοιµάσει ένα αντίγραφο της Γεωγραφίας συµπεριλαµβάνοντας σε αυτό, χάρτες. Με τη συµβολή του Πλανούδη ο Αθανάσιος έφερε σε πέρας το έργο αυτό, επιβεβαιώνοντας ότι στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε η απαιτούµενη τεχνογνωσία και οι επιστηµονικές και πρακτικές δεξιότητες που επέτρεπαν την ερµηνεία και εφαρµογή των οδηγιών του Πτολεµαίου για τη σύνταξη χαρτών. Το πλούσια εικονογραφηµένο Ελληνικό αντίγραφο χειρόγραφο, από τα σπουδαία έργα της Ιστορίας της Χαρτογραφίας, κατέληξε στο Βατικανό το 1657.
ΟΙ ΠΟΡΤΟΛΑΝΟΙ
Σημαντική εξέλιξη στον τομέα της χαρτογραφίας σημειώνεται γύρω στον 12ο αιώνα, την εποχή των μεγάλων ναυτικών εξερευνήσεων. Οι πρώτοι θαλασσοπόροι έπλεαν κοντά στις ακτές και καθόριζαν την πορεία τους με τη βοήθεια των ακρωτηρίων, χωρίς να χρειάζονται χάρτη. Με την ανακάλυψη όμως της μα γνητικής πυξίδας τον 12ο αιώνα, έγινε δυνατή η απευθείας πλεύση από το ένα λιμάνι στο άλλο και η κατασκευή θαλάσσιων χαρτών. Ο παλαιότερος χάρτης που διασώζεται είναι γνωστός με την ονομασία Κάρτα Πιζάνα (Carta Pisana), βρέθηκε στην Πίζα και σήμερα φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Πιστεύε ται ότι κατασκευάστηκε γύρω στα 1275 μ.Χ.
Έχει σχεδιαστεί με το χέρι πάνω σε δέρμα προβάτου και απεικονίζει ολόκλη ρη την Μεσόγειο θάλασσα. Τέτοιοι ναυτικοί χάρτες είναι γνωστοί με την ονομασία «πορτολάνοι» (Portolans) από το πορτολάνο ή βιβλίο των πλοηγών από Ιταλούς και Καταλανούς κυρίως σχεδιαστές. Στους πορτολάνους, οι οποίοι ονομάζονταν και χάρτες λιμανιών ση μειώνονταν πορείες πλεύσης, λιμάνια και αγκυροβόλια για τα πλοία που διέσχιζαν τους ωκεανούς και τις θάλασσες, είχαν μεγάλη ζήτηση λόγω της ανάπτυξης της ναυτιλίας από πόλεις που ήταν εμπορικά λιμάνια, όπως η Πίζα, η Γένουα, η Βενε τία, η Μαγιόρκα και η Βαρκελώνη.
Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα εμφανίζονται πολλοί τέτοιοι Πορτολάνοι, οι οποίοι απεικονίζουν κυρίως περιοχές της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου, μερικοί όμως καλύπτουν μέχρι και την Ιρλανδία και τις δυτικές ακτές της Αφρικής. Οι πρώτοι Πορτολάνοι ήταν σχεδιασμένοι με το χέρι και είχαν μεγάλο κόστος, αργότερα όμως, με την ανάπτυξη της χαρακτικής και τη διάδοση κατά τον 16ο αιώνα του χαρτιού με μαλακή επιφάνεια, απέκτησαν ευρεία διάδοση.
Για τους πρώτους ναυτικούς ο µόνος οδηγός για την εύρεση της πορείας τους ήταν ευδιάκριτα χαρακτηριστικά στις ακτές. Τα ναυτιλιακά διαγράµµατα έχουν την προέλευση τους σε οδηγίες προς ναυτικούς, προφορικές ή σε µορφή σκίτσου. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα οι Έλληνες, χρησιµοποιούσαν οδηγούς πλοήγησης -περίπλους- για τη Μεσόγειο. O περίπλους ήταν ένας κατάλογος µε οδηγίες στους ναυτικούς, µε θαλάσσιες αποστάσεις και διευθύνσεις, µεταξύ διαφόρων σηµείων, µε ονόµατα ακτών και παράκτιων τόπων. Έχουν σωθεί γραπτοί περίπλοες αλλά όχι διαγράµµατα.
Τα παλαιότερα σωζόµενα διαγράµµατα είναι γεωµετρικές σχηµατικές απεικονίσεις της Μεσογείου, του Περσικού Κόλπου και της Κασπίας Θάλασσας και περιέχονται στον ονοµαζόµενο «Ισλαµικό Άτλαντα» που αποτελείται από εικοσιένα χάρτες, οι οποίοι κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά το 10ο µ.Χ. αιώνα. Στη νότια Ευρώπη, οι οδηγοί πλοήγησης -pilot books ή portolani- που περιείχαν γραπτές οδηγίες για ναυτικούς, χρονολογούνται το 13ο µ.Χ. αιώνα. Ωστόσο, από το τέλος του 19ου αιώνα, ο όρος Πορτολάνος χρησιµοποιείται για τα ναυτιλιακά διαγράµµατα, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων είναι το δίκτυο των γραµµών διευθύνσεων.
Οι πορτολάνοι εµφανίζονται στο τέλος του 13ου αιώνα, σε µια εποχή που η χαρτογραφία ήταν κάτω από την επίδραση της εκκλησιαστικής ιδεολογίας και οι χάρτες απεικόνιζαν ένα φανταστικό κόσµο, ξεπερνώντας σε ακρίβεια όλους τους προηγούµενους χάρτες. Η εµφάνιση τους, πιθανόν να είναι το αποτέλεσµα της χρήσης της πυξίδας στη ναυτιλία. Οι χάρτες αυτοί, σε σχέση µε τους mappa mundi, αποδίδουν µε µεγάλη λεπτοµέρεια και µε µεγαλύτερη ακρίβεια τις ακτογραµµές, παρά το γεγονός ότι σχεδιάζονταν µε απλές παρατηρήσεις χωρίς χρήση οργάνων αποτύπωσης. Σχεδιάζονταν συνήθως σε δέρµα προβάτου και στην πλειοψηφία είναι προσανατολισµένοι κατά τη διεύθυνση της µαγνητικής βελόνας.
Η ονοµατολογία περιορίζεται κυρίως σε λιµάνια, ακρωτήρια και άλλα χαρακτηριστικά της ακτής. Η στεριά µένει κενή ή διακοσµείται µε όπλα, σηµαίες, εικόνες βασιλιάδων κλπ. Περιστασιακά, απεικονίζονται ποτάµια και πόλεις της ενδοχώρας, χωρίς, ωστόσο, ακρίβεια. Χαρακτηριστικό, ωστόσο, στοιχείο των πορτολάνων, όπως αναφέρθηκε, είναι το δίκτυο των γραµµών διευθύνσεων. Οι γραµµές αυτές εκτείνονται σε ολόκληρο τον χάρτη, από ένα σύστηµα καλά οργανωµένων ρόδων του ανέµου, συνήθως δύο κεντρικά τοποθετηµένων στο χάρτη, που συνδέονται µε άλλα τοποθετηµένα στην περιφέρεια.
Οι γραµµές διευθύνσεων αν και σχετίζονται µε τις γραµµές της πυξίδας, ωστόσο δεν µπορεί να είναι πραγµατικές λοξοδροµίες (γραµµές σταθερής διεύθυνσης), αφού η Μερκατορική προβολή, στην οποία οι ευθείες γραµµές είναι γραµµές σταθερής διεύθυνσης, επινοήθηκε το 1569, και οι πορτολάνοι δε στηρίχτηκαν σε καµία προβολή. Στην πλειοψηφία τους οι πρώτοι Πορτολάνοι έγιναν στις Ιταλικές πόλεις Γένοβα και Βενετία και περιορίζονταν στην απεικόνιση της δυτικής Ευρώπης µε τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Οι χάρτες που προέρχονταν από τη Μαγιόρκα και τη Βαρκελώνη, τη χαρτογραφική δηλαδή σχολή της Καταλονίας.
Συνδύαζαν τη µορφή των mappamundi, µε τις «γραµµές διεύθυνσης - λοξοδροµίες» των πορτολάνων και το περιεχόµενο τους εκτείνονταν, από την Σκανδιναβία µέχρι την Κίνα. Η Μεσόγειος και η Μαύρη Θάλασσα απεικονίζονταν µε µεγαλύτερη ακρίβεια. Η παραγωγή χαρτών µε τη µορφή Πορτολάνων συνεχίστηκε και το 17ο αιώνα, αρκετά δηλαδή, µετά την εισαγωγή των αποτυπώσεων µε όργανα και της τυπογραφίας. Έχουν σωθεί αρκετά φύλλα χαρτών, κυρίως του 16ου αιώνα. Το παλαιότερο σωζόµενο δείγµα πορτολάνου είναι ο Carte Pisane (1290 µ.Χ.), µε απλή µορφή, χωρίς τα ρόδα των ανέµων, ενώ ο παλαιότερος χάρτης που φέρει ηµεροµηνία είναι του Petro Vesconte και έγινε στη Γένοβα το 1311 µ.Χ.
Ο Άτλαντας της Καταλονίας αποτελεί εξαίρετο δείγµα της σχολής της Καταλονίας και ένα από τα σηµαντικότερα χαρτογραφικά προϊόντα του τέλους του Μεσαίωνα, αλλά και της ιστορίας των ναυτιλιακών χαρτών. Ο χάρτης έγινε από τον εβραίο Abraham Cresques (1375) και το γιο του, στη Μαγιόρκα. Ο Άτλαντας της Καταλονίας, επεκτείνοντας το σκοπό του παραδοσιακού Πορτολάνου και απεικονίζοντας ολόκληρη την Ασία, µπορεί να θεωρηθεί ως ο πρόδροµος του παγκόσµιου χάρτη της Αναγέννησης. Με βάση τα κείµενα του Μάρκο Πόλο, απεικονίζει την Ανατολική Ασία, την Ινδική χερσόνησο, τον Ινδικό Ωκεανό πολύ καλύτερο από όλους τους προγενέστερους χάρτες.
Το 1381 ο Άτλαντας της Καταλονίας δόθηκε στον Κάρολο Ε' της Γαλλίας και σήµερα αποτελεί ένα από τους θησαυρούς της εθνικής πινακοθήκης της Γαλλίας.
ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αντίθετα με τη στασιμότητα που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη οι Άραβες σημείωσαν μεγάλη πρόοδο τόσο στην χαρτογραφική επιστήμη όσο και στην κατασκευή χαρτών. Ειδικότερα μετέφρασαν τα έργα του Πτολεμαίου, και συνέβαλαν έτσι στη διατήρηση της παράδοσης των Ελλήνων στον τομέα αυτόν. Κατά την περίοδο αυτοί αξίζει να αναφερθούν δύο σημαντικοί Άραβες χαρτογράφοι: ο Ιμπν Χάουκαλ, ο οποίος έγραψε το «Βιβλίο των Οδών και Αποικιών», εικονογραφημένο με χάρτες, και ο Αλ Ιντρισί, ο οποίος σχεδίασε το 1154 έναν παγκόσμιο χάρτη για τον Νορμανδό βασιλιά της Σικελίας Roger II, με πληρέστερη περιγραφή των Ασιατικών χωρών σε σχέση με το παρελθόν.
Στη Βαγδάτη μάλιστα αναφέρεται η χρησιμοποίηση της πυξίδας πολύ νωρίτερα απ’ ότι στην Ευρώπη. Στους Άραβες οφείλεται επίσης η καθιέρωση του εξηκονταδικού συστήματος στη χαρτογραφία, το οποίο επικράτησε από τότε μέχρι τη χρήση του κύκλου των 360 μοιρών. Ενώ µετά την πτώση της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η χαρτογραφία υπέπεσε σε παρακµή και η αναφορά στην παλαιά χαρτογραφική γνώση ήταν αµελητέα, οι θεωρίες και οι επιτεύξεις των αρχαίων Ελλήνων χαρτογράφων χρησιµοποιήθηκαν και εξελίχθηκαν από τους Άραβες. Η Γεωγραφία του Πτολεµαίου είχε µεταφραστεί στα Αραβικά τον 8ο µ.Χ. αιώνα, σε µια περίοδο που στη δύση είχε χαθεί.
Οι Άραβες, που διακρίνονταν στην αστρονοµία, στα µαθηµατικά και τη γεωµετρία, δεν ακολούθησαν άκριτα τον Πτολεµαίο. Το µήκος της Μεσογείου όπως είχε υπερτιµηθεί από τον Πτολεµαίο µειώθηκε τον 9ο αιώνα από τον al-Khwarizimi στις 52ο και ως αποτέλεσµα των παρατηρήσεων του al-Zargali το 12ο αιώνα, η Μεσόγειος υπολογίστηκε στις σωστές τις διαστάσεις 42ο . Άλλο επίτευγµα των Αράβων ήταν ο προσδιορισµός του γεωγραφικού πλάτους και µήκους τόπων µε αστρονοµικές παρατηρήσεις. Κατασκεύασαν επίσης ουράνιες σφαίρες και µελέτησαν το πρόβληµα των προβολών.
Από τον 8ο µέχρι τον 11ο αιώνα, περίοδος της Αραβικής θρησκευτικής κοσµογραφίας, πολλά κείµενα εικονογραφούνταν µε µικρούς κυκλικούς χάρτες κατά το πρότυπο των δυτικών «Ο-Τ». Ενώ στους δυτικούς θρησκευτικούς χάρτες στο κέντρο βρίσκεται η Ιερουσαλήµ, στους Αραβικούς χάρτες βρίσκεται, όπως είναι αναµενόµενο, η Μέκκα. Ο πιο σηµαντικός Αραβικός χάρτης είναι ο παγκόσµιος χάρτης του al-Idrisi, Μαροκινού, γεννηµένου το 1109, ο οποίος ήταν γεωγράφος στον Νορµανδό Βασιλιά Roger II στη Σικελία. Ο al-Idrisi χρησιµοποίησε όλες τις διαθέσιµες πηγές για να κατασκευάσει τους πιο ακριβείς χάρτες της εποχής του.
Το σηµαντικότερο έργο του είναι ένας παγκόσµιος χάρτης που καλύπτει 70 φύλλα, γνωστός ως Tabula Rogeriana, προσανατολισµένος στο νότο. Συνοδεύεται από κείµενα που αφορούν τους τότε γνωστούς τόπους, το γεωγραφικό τους πλάτος και µήκος και τις µεταξύ τους αποστάσεις. Στο παρακάτω σχήµα φαίνεται αντίγραφο χάρτη του 1533 από το Tabula Rogeriana.
ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ
Οι Κινέζοι ανέπτυξαν τη χαρτογραφία, όπως και τις άλλες επιστήμες και τέχνες, ανεξάρτητα από τη Δύση. Οι πρώτοι χάρτες χαράσσονταν σε φύλλα χαλκού, και από τον 10ο αιώνα άρχισε η χάραξή τους σε ξύλινες πινακίδες. Ο αρχαιότερος γνωστός Κινέζικος χάρτης χρονολογείται από το 1137, ενώ ονομαστός έγινε και ο Κινέζικος Άτλας, που εκδόθηκε από τον Του-σιε-Πουν το 1311 και 1312, του οποίου πολλές εκδόσεις έγιναν κατά τον 16ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ευρέως μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα. Οι κινέζικοι χάρτες ήταν σχεδιασμένοι με πρό χειρο τρόπο, μέχρις ότου έφθασαν στην Κίνα οι Ιησουΐτες μοναχοί, οι οποίοι τους επεξεργάστηκαν και τους βελτίωσαν. Από τότε η Κινέζικη χαρτογραφία δέχθηκε την επίδραση της Ευρωπαϊκής τεχνοτροπίας.
Στην Κινέζικη βιβλιογραφία, το 227 π.Χ. γίνεται η πρώτη αναφορά σε χάρτη. Μετά την ανακάλυψη του χαρτιού (100 µ.Χ.), τοπικοί χάρτες έγιναν σε όλα τα µέρη της Αυτοκρατορίας. Στη χαρτογραφία, όπως και σε άλλες επιστήµες, οι Κινέζοι ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα χωρίς την επιρροή της δύσης. Η χαρτογραφία ανθούσε στην Κίνα όταν στη Ευρώπη βρισκόταν σε παρακµή, την περίοδο του Μεσαίωνα. Η Κίνα είχε ήδη χαρτογραφηθεί σε λεπτοµέρεια πριν από την επίσκεψη οποιουδήποτε Ευρωπαίου στη χώρα. Από τους αρχαίους χρόνους, ο κάθε τοπικός διοικητικής είχε την υποχρέωση να συντάσσει πλήρη γεωγραφική περιγραφή των εκτάσεων του και των υδάτων του η οποία συνοδευόταν συνήθως από χάρτες.
Έτσι, υπάρχουν στα αρχεία πολλών πόλεων σειρές τέτοιων χαρτών. ∆ύο σηµαντικές φυσιογνωµίες στην ανατολή, ανάλογες µε τον Πτολεµαίο και τον Ερατοσθένη στη δύση, είναι ο Chang Heng και ο Phei Hsiu. Ο Chang Heng ήταν αστρονόµος και θεωρείται ο δηµιουργός του ορθογώνιου συστήµατος, του κανάβου τον 1ο αιώνα µ.Χ., που είναι βασικό χαρακτηριστικό της Κινέζικης χαρτογραφίας. Ο Pei Hsiu (224 - 273 µ.Χ.) θεωρείται ο πατέρας της Κινεζικής Χαρτογραφίας. To 267 µ.Χ. είχε διοριστεί ως Υπουργός Έργων. Στα πλαίσια της εργασίας του µελέτησε το Yu Kung (το παλαιότερο Κινέζικο γεωγραφικό ντοκουµέντο που διασώζεται) και βρήκε ότι είχαν γίνει πολλές αλλαγές στα ονόµατα τόπων, ποταµών και βουνών που αναφέρονταν σε αυτό.
Ταξινόµησε τα αρχαία ονόµατα και συνέθεσε ένα χάρτη συνενώνοντας πολλούς τοπικούς χάρτες. Ο χάρτης αυτός, αποτέλεσµα της πρώτης χαρτοσύνθεσης, δε σώζεται σήµερα, υπάρχει, ωστόσο, το κείµενο που τον συνόδευε και στο οποίο δίνονται βασικές χαρτογραφικές αρχές, όπως:
Σπουδαίος, επίσης, χαρτογράφος θεωρείται ο Chia Tan (730 - 805 µ.Χ.), που σύνθεσε ένα χάρτη περίπου 30 τετραγωνικά πόδια ο οποίος κάλυπτε εκτάσεις πέραν της Ασιατικής ηπείρου. Ο χάρτης αυτός δε διασώζεται. Ωστόσο, σώζεται ένας χάρτης, µια πέτρινη πλάκα του 12ου αιώνα, που πιθανόν να βασίστηκε στο χάρτη του Chian Tan και απεικονίζει τµήµα του Σινικού Τοίχους που διασχίζεται από τον Κίτρινο ποταµό. Το 16ο αιώνα , όταν οι Ιησουΐτες έφθασαν στην Κίνα βρήκαν αρκετό υλικό για να συνθέσουν ένα εξαιρετικό άτλαντα της αυτοκρατορίας. Από εδώ και πέρα αρχίζει η επιρροή της δυτικής χαρτογραφίας στους Κινέζικους χάρτες.
Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ - Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΝ (1400 - 1600 μ.Χ.)
Κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, ένα σημαντικό γεγονός, που έδωσε νέα ώθηση στην εξέλιξη της χαρτογραφίας, ήταν η ανακάλυψη στη Δύση της «Γεωγραφίας» του Πτολεμαίου, όπου εκεί πρωτοκαθιερώθηκε ένα σύστημα μέτρησης μήκους - πλάτους, καθώς μετά την πτώση του Βυζαντίου, αρκετοί Έλληνες λόγιοι που κατέφυγαν στην Ιταλία είχαν διασώσει κάποια αρχαία χειρόγραφα του μνημειώδους αυτού έργου. Το γεγονός αυτό συνδυάστηκε με το επίσης σπουδαίο γεγονός της εφεύρεσης της τυπογραφίας το 1456 από τον Γουτεμβέργιο, χάρη στην οποία έγινε δυνατή η αναπαραγωγή των χαρτών σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων και η ευρεία κυκλοφορία τους σε όλο τον κόσμο.
Συγκεκριμένα, η «Γεωγραφία» του Πτολεμαίου μεταφράστηκε στα Λατινικά το 1405, και αποτέλεσε πολύτιμο βοήθημα για τους χαρτογράφους της Δύσης, ενώ περίπου 500 αντίγραφα του χάρτη του Πτολεμαίου τυπώθηκαν στη Μπολόνια το 1477 και μεγάλος αριθμός επίσης στην Ιταλία και τη Γερμανία. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την παράλληλη επινόηση και τελειοποίηση οργάνων και μεθόδων μέτρησης, συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας χρυσής εποχής της χαρτογραφίας. Η πρόοδος επίσης στις άλλες τεχνολογίες, όπως στην πλοήγηση, τη ναυπηγική και στα όργανα αστρονομίας, αναβάθμισε τις χαρτογραφικές γνώσεις και ενθάρρυνε τις εξερευνήσεις και τις ανακαλύψεις.
Οι μεγάλες ανακαλύψεις του Κολόμβου, ο οποίος έγραψε το «Βρήκα τα κλειδιά που θα μας ανοίξουν τις υποτιθέμενες αλυσίδες των υποτιθέμενων ορίων των ωκεανών» άλλαξε ριζικά τη μορφή του κόσμου και τη ροή της Ιστορίας. Θαυμαστή απεικόνιση των μυστηριωδών μέχρι τότε Ωκεανών παρουσιάζεται στο χάρτη του Cantino, ο οποίος χρονολογείται από το 1502 και απεικονίζει τον τεράστιο πλανήτη που σιγά-σιγά αποκτά τις πραγματικές του διαστάσεις. Ο Χριστόφορος Κολόμβος μαζί με τους Βάσκο ντα Γκάμα, Αμέρικο Βεσπούτσι, Μαγγελάνο και άλλους εξερευνητές, οδήγησαν στην τροποποίηση των παλιών χαρτών λόγω της προσθήκης νέων εδαφών, αλλά και στη βελτίωσή τους λόγω της πληθώρας των νέων πληροφοριών.
Το 15o αιώνα τρία γεγονότα στάθηκαν καθοριστικά για την αλλαγή του τρόπου αντιµετώπισης της χαρτογραφίας και κατασκευής των χαρτών:
Σημαντικό επίσης να σημειωθεί, είναι ότι οι χάρτες αυτοί έχουν σχεδιαστεί με την μέθοδο της Γεωγραφικής προβολής, που υποτίθεται ότι εφευρέθηκε τον 20ο αιώνα. Οι αποστάσεις που αναφέρονται μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Αμερικής, έχουν μεγάλη ακρίβεια. Οι αποστάσεις αυτές, μετρήθηκαν τον 18ο αιώνα. Πάνω στους ίδιους χάρτες, φαίνονται οι περιοχές κάτω από το Νότιο παγωμένο Ωκεανό (όπως θα ήταν χωρίς τους πάγους), οι οποίες ανακαλύφθηκαν τον 18ο αιώνα. Παρουσιάζουν επίσης την Ανταρκτική η οποία ανακαλύφθηκε το 1830, σημειώνοντας τα βουνά της με τα ύψη τους που ακόμα και σήμερα δεν έχουν υπολογιστεί.
Οι Χάρτες των Βαβυλωνίων
Στην ιστορία της Χαρτογραφίας, θεωρώντας τα προηγούµενα προϊόντα σαν πρωτόγονη µορφή χαρτογραφικής έκφρασης, τα πρώτα γνωστά δείγµατα χαρτών προέρχονται από τη Μεσοποταµία. Είναι ενδιαφέρον ακόμη το γεγονός ότι σε μια πινακίδα, που βρέθηκε σε ανασκαφές στο Ιράκ και που χρονολογείται στα 1000 π.Χ., απεικονίζεται η γη σαν επίπε δος δίσκος περιβαλλόμενος από νερό με κέντρο τη Βαβυλώνα. Το απόσπασµα χάρτη µεγάλης κλίµακας µέρους της Nipur, χρονολογείται στο 1500 π.Χ. και απεικονίζει κανάλια διαφορετικού πλάτους, µέρος του τοίχους της πόλης µε τις πύλες και την τάφρο, σπίτια, πάρκο κλπ. Το όνοµα των χαρακτηριστικών αναγράφεται στο χάρτη.
Ο χάρτης Akkadian, αναφέρεται συχνά στη βιβλιογραφία ως ο παλαιότερος χάρτης στον κόσµο. Είναι χάρτης µεσαίας κλίµακας, αν και η πήλινη πλάκα είναι διαστάσεων µόλις 7,6 x 6,8 εκ. Η κατασκευή του τοποθετείται γύρω στο 2500 π.Χ. και βρέθηκε στα ερείπια της Ga Sur (250 km βόρεια της Βαβυλώνας). Σήµερα, βρίσκεται στο Σηµιτικό µουσείο του πανεπιστηµίου του Harvard. Ο χάρτης είναι προσανατολισµένος µε την ανατολή προς τα πάνω. Απεικονίζει κοιλάδα που διασχίζεται από ποταµό, πιθανόν τον Ευφράτη και τα γύρω βουνά µε ιδιαίτερο συµβολισµό. Το δέλτα του ποταµού καταλήγει σε λίµνη ή θάλασσα.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της απεικόνισης είναι ο συµβολισµός µε κύκλους των σηµείων του ορίζοντα. Χαρακτηριστική είναι επίσης η καθαρότητα των χαρακτήρων σφηνοειδής γραφής. Οι Βαβυλώνιοι θεωρούσαν τη γη σαν ένα δίσκο που επέπλεε στον ωκεανό, µε τον ουράνιο θόλο από πάνω και πάνω από όλα το στερέωµα. Η άποψη αυτή επικράτησε αργότερα στους Έλληνες, τους Ρωµαίους, τους Ισραηλίτες και διαµέσου των ιερών κειµένων, στη Χριστιανική Ευρώπη το Μεσαίωνα. Από την αρχαιότητα, ο άνθρωπος επιχειρούσε να αποδώσει γραφικά τις υποθέσεις του για τη φύση της γης και τη θέση της στο σύµπαν, και µια µικρή Βαβυλωνιακή πλάκα, που τοποθετείται στο 500 π.Χ., θεωρείται ως το πιο παλαιό γνωστό παράδειγµα τέτοιας προσπάθειας.
∆είχνει τη γη επίπεδη, στρογγυλή, να περιβάλλεται από τον ωκεανό. Στο κέντρο του χάρτη απεικονίζεται η Βαβυλώνα, ενώ µε κύκλο απεικονίζονται και άλλες πόλεις. Ο Ευφράτης ποταµός ρέει από τα βουνά της Αρµενίας, στον Περσικό κόλπο. Ο χάρτης πιθανόν να αποσκοπεί στην απόδοση της σχέσης µεταξύ του «Γήινου Ωκεανού» και των «Επτά Νησιών» (µακρινά µέρη) που συµβολίζονται µε τρίγωνα και ένα µόνο από αυτά φαίνεται ανέπαφο στην πλάκα. Η γραφική απεικόνιση συνοδεύεται από κείµενα σε σφηνοειδή γραφή, από τα οποία προκύπτει η αστρολογική και θρησκευτική σηµασία του χάρτη.
Παρόµοιες πλάκες, όπως αυτές που περιγράφτηκαν πιο πάνω, διασώζονται και εκτίθενται στο Βρετανικό µουσείο, µαρτυρώντας έτσι την αρχαιότητα της χαρτογραφίας. Η πιο σηµαντική, ωστόσο, συνεισφορά των Βαβυλωνίων στη χαρτογραφία είναι η διαίρεση του κύκλου σε µοίρες. Το αριθµητικό σύστηµα µέτρησης που χρησιµοποιούσαν, µε βάση το δώδεκα, αποτέλεσε την αρχή για τη µετέπειτα διαίρεση του κύκλου σε 360ο .
Οι Χάρτες των Αιγυπτίων
Στην Αίγυπτο, από το 15ο αιώνα π.Χ., γίνεται συστηµατική ταξινόµηση της περιγραφής και αναπαράστασης του γεωγραφικού χώρου, κατά κλίµακες. Προκύπτουν έτσι περιγραφές του Ουράνιου Σύµπαντος (Κοσµογραφία), της Γης (Γεωγραφία), της Αιγύπτου (Χωρογραφία) και περιγραφές του Νείλου και των διωρύγων του (Τοπογραφία). Όλα τα παραπάνω τεκµηριώνονται σε σχέδια, πρόδροµους των χαρτών. Η τοπογραφία, για πρώτη φορά στην ιστορία, διεξάγεται στην Αίγυπτο, στην κοιλάδα και το δέλτα του Νείλου. Ο Ραµσής Β' (1333 - 1300 π.Χ.) άρχισε µια συστηµατική τοπογράφηση της Αυτοκρατορίας.
Για διευκόλυνση της επιβολής φόρων, έγιναν µετρήσεις µε σκοπό τον καθορισµό των εκτάσεων και των ορίων των ιδιοκτησιών. Τα αποτελέσµατα αυτών των εργασιών είχαν καταγραφεί και πιστεύεται ότι είχαν αποδοθεί και σε χάρτες, που όµως δεν έχουν σωθεί. Αιώνες αργότερα οι Έλληνες, και ιδιαίτερα ο Ερατοσθένης, χρησιµοποίησαν τις µετρήσεις των Αιγυπτίων.
Οι Χάρτες των Ελλήνων
Χρειάστηκε ωστόσο να φθάσουμε στην εποχή των Ελλήνων φιλοσόφων της Ιωνίας, για να τεθούν, όπως και σε πολλές άλλες επιστήμες, οι βάσεις της επιστημονικής ενασχόλησης με τη γεωγραφία και τη χαρτογραφία. Βασική πηγή γνώσης για τη χαρτογραφία των Ελλήνων αποτελούν τα κείµενα του Ηρόδοτου (410 - 355 π.Χ.) και του Στράβωνα (68 π.Χ. - 20 µ.Χ.). Ο Στράβων και οι Στωικοί φιλόσοφοι θωρούν τον Όµηρο εισηγητή της γεωγραφικής επιστήµης (από τον 8ο αιώνα π.Χ.), έτσι όπως την εννοούσαν οι Έλληνες, να περιλαµβάνει κείµενα (λεκτικές περιγραφές) και χάρτες (γραφικές περιγραφές). Ο Όµηρος στην Ιλιάδα περιγράφει τη γη επίπεδη, κυκλική, να περιβάλλεται από τον ωκεανό.
Κάτω από την επιφάνεια της γης βρίσκονται ο Άδης και τα Τάρταρα. Από την περιφέρεια του ωκεανού ξεκινά ο ουράνιος θόλος. Ο ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια ανατέλλουν από τον ωκεανό, διαγράφουν ένα τόξο πάνω από τη γη και βυθίζονται ξανά στη θάλασσα για να ολοκληρώσουν την πορεία τους. Η ατµόσφαιρα πάνω από τη γη είναι πυκνή µε σύννεφα και οµίχλη αλλά ψηλότερα βρίσκεται ο Αιθέρας. Όπως αναγνωρίζεται ευρύτατα σήµερα, η παλαιότερη γραπτή χαρτογραφική αναφορά περιέχεται στην Ιλιάδα και αφορά την περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα. Η ασπίδα του Αχιλλέα χωριζόταν σε τέσσερις οµόκεντρες κυκλικές ζώνες και αυτές σε επιµέρους τοµείς.
Γύρω από τον κεντρικό κυκλικό πυρήνα απεικονιζόταν η γη, η θάλασσα, ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα. Στην πρώτη, προς τα άκρα, ζώνη και σε δύο τµήµατα, απεικονιζόταν η πόλη σε ειρήνη και σε πόλεµο. Στη δεύτερη ζώνη και σε τρεις τοµείς, απεικονίζονταν η σπορά, ο θερισµός και η αµπελουργία. Στην τρίτη ζώνη και σε επίσης τρεις τοµείς, τα θηράµατα, η βοσκή και ο χορός. Στην εξωτερική και τελευταία ζώνη, ήταν ο ποταµός και ο ωκεανός. Από τον 7ο αιώνα π.Χ., µε τη συστηµατική συµβολή της Ελληνικής επιστήµης, οι Ίωνες αρχίζουν µια νέα εποχή στη Χαρτογραφία.
Η εποχή αυτή καλύπτει όλη την κλασσική περίοδο, από τις αφετηρίες της στην Ιωνία, την ακµή της, τον 4ο αιώνα π.Χ., µέχρι την Αλεξανδρινή ολοκλήρωσή της, τους πρώτους αιώνες µ.Χ. (Λιβιεράτος 1998). Στο διάστηµα αυτό, η Χαρτογραφία θα πρέπει να µελετηθεί µέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των επιστηµών της γεωµετρίας, της αστρονοµίας, της γεωδαισίας και της γεωγραφίας. Θα πρέπει, επίσης, να εξεταστεί η εµπειρική και πρακτική της διάσταση που αφορά το σύνολο των τότε γεωγραφικών παρατηρήσεων, που προέκυπταν σχεδόν αποκλειστικά από τα ναυτικά ταξίδια και τις τότε µετρήσεις µε τη χρήση κλασσικών οργάνων και τη βοήθεια κατάλληλων υπολογισµών.
∆ιευκρινίζεται, ωστόσο, ότι στο κείµενο αυτό η έµφαση δίνεται στην εξέλιξη των χαρτών. Μετά το 2ο µ.Χ., και µέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, η χαρτογραφία ξεφεύγει από την επιστηµονική αντιµετώπιση, µε εξαίρεση το χαρτογραφικό έργο των Αράβων. Ωστόσο, κατά το διάστηµα αυτό προστίθενται άλλα στοιχεία στους χάρτες που παρουσιάζουν ενδιαφέρον από φιλοσοφική, ηθική και αισθητική άποψη. Επιστροφή στις Ελληνικές αφετηρίες της χαρτογραφίας και στον επιστηµονικό τρόπο αντιµετώπισης της θα συµβεί το 16ο αιώνα. Στη συνέχεια, αναφέρεται συνοπτικά το έργο διακεκριµένων προσώπων που συνέβαλαν άµεσα ή έµµεσα στην άνθηση της Ελληνικής Χαρτογραφίας από τον 7ο π.Χ. µέχρι το 2ο µ.Χ. αιώνα.
Ο πρώτος χάρτης (πίνακας) του τότε κατοικηµένου κόσµου, όπως ήταν γνωστός µέχρι τότε, κατασκευάστηκε από τον Αναξίµανδρο το Μιλήσιο (610 - 545 π.Χ.). Ο χάρτης αυτός βελτιώθηκε στη συνέχεια από τον Εκαταίο το Μιλήσιο (549 - 472 π.Χ.), ο οποίος θεωρούσε τη γη επίπεδο δίσκο που περιβάλλεται από τον ωκεανό. Ο Θαλής ο Μιλήσιος (640 - 546 π.Χ.) δεχόταν τη σφαιρικότητα του σύµπαντος. Αναγνώρισε τη Μικρή Άρκτο και τον Πολικό αστέρα ως κύριο και σταθερό προσανατολισµό για τους ταξιδιώτες. Ο Πυθαγόρας ο Σάµιος (580 - 500 π.χ.), πατέρας της θεωρητικής γεωµετρίας, δίδασκε τη σφαιρικότητα της γης και την περιστροφή της περί άξονα.
Η άποψη για τη σφαιρικότητα της γης προέκυψε κυρίως από φιλοσοφική θεώρηση και όχι τόσο από αστρονοµικές παρατηρήσεις. Η σφαίρα έχει το τελειότερο σχήµα και κατά συνέπεια, η γη που είναι το δηµιούργηµα των θεών, πρέπει να είναι σφαίρα. Ο Αριστοτέλής ο Σταργείτης (384 - 322 π.Χ.) είναι αυτός που παραθέτει τέσσερα επιχειρήµατα που αποδεικνύουν τη σφαιρικότητα της Γης (340 π.Χ.):
- Την καµπυλότητα της θαλάσσιας επιφάνειας, όπως πιστοποιεί η ναυσιπλοΐα.
- Την αλλαγή του ύψους των αστέρων σε διάφορα γεωγραφικά πλάτη της γης.
- Την αλλαγή του ύψους του ήλιου σε διαφορά γεωγραφικά µήκη της γης.
- Το στρογγυλό της σκιάς της γης κατά την έκλειψη της σελήνης.
Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος
Γύρω στο 600 π.Χ. η Μίλητος υπήρξε το κέντρο της γεωγραφικής γνώσης και των πρώτων κοσμογραφικών θεωριών, και μάλιστα μαρτυρείται ότι ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (610 - 545 π.Χ.), μαθητής του Θαλή, ήταν ο πρώτος που συνέταξε και σχεδίασε παγκόσμιο χάρτη με βάση πληροφορίες από τα αποικιστικά και εμπορικά ταξίδια των Ελλήνων και των Φοινίκων του 8ου και του 7ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο, η γη είναι κυλινδρική και αιωρείται στο μέσο του ουράνιου θόλου χωρίς να στηρίζεται πουθενά, ενώ στην επάνω επιφάνεια του κυλίνδρου, που περιβρέχεται από τον Ωκεανό, κατοικούν οι άνθρωποι και το πλάτος της είναι τριπλάσιο του βάθους της. Δυστυχώς ο χάρτης αυτός, γνωστός ως «Πίναξ του Αναξίμανδρου», δεν διασώθηκε.
Εκαταίος ο Μιλήσιος
Ο Εκαταίος ο Μιλήσιος (549 - 472 π.Χ.) είναι ο δεύτερος που συνέταξε παγκόσμιο χάρτη, περισσότερο πλήρη και ακριβή από εκείνον του Αναξίμανδρου, βασιζόμενος σε πληροφορίες σύγχρονών του ταξιδιωτών και ο ιστορικός Ηρόδοτος (μέσα του 5ου αιώνα), ο οποίος εμπλούτισε το βιβλίο του Εκαταίου. Στον χάρτη μάλιστα που συντάχθηκε με βάση τις πληροφορίες και τις περιγραφές του, ορίζεται ως έσχατο όριο του κόσμου προς Ανατολάς η Ινδική, προς Δυσμάς οι Ηράκλειες Στήλες, προς Νότο η Αραβία και προς Βορρά η Κασπία Θάλασσα, την οποία ο ΄Ελληνας ιστορικός και σε προσωπικά του ταξίδια. Στον χάρτη αυτόν η γη αναπαριστάνεται ως επίπεδος δίσκος που περιβρέχεται από τον Ωκεανό.
Η απεικόνιση αυτή ανταποκρίνεται στην περιγραφή του Ομήρου, ότι η γη είναι κυκλικό σύμπλεγμα νησιών, που περιβάλλεται από υδάτινη κυκλική ζώνη. Ακόμη, ο Εκαταίος θεωρείται πιθανώς ότι είναι ο συγγραφέας του περίφημου ορειχάλκινου γεωγραφικού πίνακα, τον οποίο ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας είχε επιδείξει στον βασιλιά της Σπάρτης Κλεομέ νη το 504 π.Χ., για να τον πείσει να συμμαχήσει με αυτόν εναντίον των Περσών.
Ηρόδοτος
Μεταξύ των πολύπλευρων ενδιαφερό ντων του, με τη γεωγραφία ασχολήθηκε και ο ιστορικός Ηρόδοτος (μέσα του 5ου αιώνα), ο οποίος εμπλούτισε το βιβλίο του Εκαταίου. Στον χάρτη μάλιστα που συντάχθηκε με βάση τις πληροφορίες και τις περιγραφές του, ορίζεται ως έσχατο όριο του κόσμου προς Ανατολάς η Ινδική, προς Δυσμάς οι Ηράκλειες Στήλες, προς Νότο η Αραβία και προς Βορρά η Κασπία Θάλασσα, την οποία ο ΄Ελληνας ιστορικός θεωρούσε λίμνη, αντίθετα με την ως τότε επικρατούσα άποψη ότι ήταν τμήμα του βόρειου ωκεανού. Ο Ηρόδοτος κατέγραψε ακόμη και έναν περίπλου της Αφρικής από τους Φοίνικες γύρω στο 600 π.Χ., δια μέσου των Ηράκλειων Στηλών.
Πυθαγόρας - Αριστοτέλης
Αν και ο Εκαταίος θεωρούσε τη Γη ως επίπεδη, η άποψη αυτή αμφισβητήθηκε ήδη από την εποχή του Ηρόδοτου και των οπαδών του, και μάλιστα ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές αποδίδουν την πρώ τη υπόθεση για τη σφαιρικότητα της Γης και την περιστροφή της περί άξονα στον Πυθαγόρα τον Σάμιο (580 - 500 π.Χ.). Η άποψη για τη σφαιρικότητα της Γης κατέ ληξε να γίνει μέχρι τα μέσα του 4ου αιώναπλήρως αποδεκτή στους κύκλους των Ελλήνων λογίων, με αποκορύφωμα τον Αριστοτέλη τον Σταγειρίτη (384 - 322 π.Χ.).
Άννωνας - Μ. Αλέξανδρος - Πυθέας
Μεγάλη ώθηση στην κατασκευή περισσότερο ενημερωμένων χαρτών έδωσαν επίσης ο μεγάλος θαλασσοπόρος και εξε ρευνητής, Καρχηδόνιος στρατηγός Άννωνας, με τον περίπλου της Δυτικής Αφρικής (που χρονολογείται μεταξύ των ετών 520 και 470 π.Χ.), ο μάγος Πέρσης, που με τον περίπλου της Αφρικής επί Δαρείου του Υστάσπη έφτασε στην Αυλή του Συρακούσιου Γέλωνα το 492 π.Χ., ο ανάπλους του Ινδού ποταμού από τον Καρχηδόνιο Σκύλακα που έγινε με εντολή του Δαρείου, τα ταξίδια του Νέαρχου από την Κρήτη στον Ινδικό το 326 π.Χ., ο περίπλους των Λιβυκών ακτών από τον Ευθυμένη τον Μασσαλιώτη (340 π.Χ.).
Οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου (335 - 323 π.Χ.) ο οποίος είχε στον στρατό του τους «βηματιστές», με κύρια αποστολή τους την μέτρηση των αποστάσεων προκειμένου να τις καταγράφει ο χαρτογράφος Ευμένης, ο οποίος χρησιμοποίησε στο χάρτη του δύο διαχωριστικές γραμμές ανάλογες με τον σημερινό παράλληλο και τον μεσημβρινό που τότε διασταυρώνονταν στο νησί της Ρόδου, και τέλος, οι ανακαλύψεις του Έλληνα Πυθέα του Μασσαλιώτη (345 π.Χ.), ο οποίος περιέπλευσε τη Δυτική Ευρώπη κατά μήκος του ωκεανού του «χάους και του σκότους» (Ατλαντικού) μέχρι τις Σκανδιναβικές χώρες.
Δικαίαρχος
Γύρω στα 300 π.Χ. ο μαθητής του Αριστοτέλη Δικαίαρχος από την Μεσσήνη (340 - 290 π.Χ.) σχεδίασε μια γραμμή προσανατολισμού σε έναν παγκόσμιο χάρτη, με κέντρο τη Ρόδο. Ο Δικαίαρχος συγκεκριμένα διαίρεσε την οικουμένη σε δύο τμήματα, στο Βόρειο και στο Νότιο, με μια παράλληλη γραμμή που άρχιζε από τις Ηράκλειες Στήλες, και, διαμέσου της Μ. Ασίας, κατέληγε στην Ινδική χερσόνησο (το όριο, όπως είπαμε, του τότε γνωστού κόσμου). Αργότερα, στην οριζόντια αυτή γραμμή, που ονομάστηκε «διάφραγμα», προστέθηκε, από τον ίδιο ή από άλλον γεωγράφο, και μία κάθετη, που διερχόταν μέσα από την πόλη Λυσιμάχεια.
Με τη χάραξη των δύο αυτών γραμμών έγινε δυνατή η κατασκευή ενός δικτυωτού, δηλαδή ενός υποτυπώδους συστήματος συντεταγμένων, με το οποίο γινόταν εύκολα ο προσδιορισμός οποιου δήποτε σημείου της εικονιζόμενης επιφά νειας. Δυστυχώς όμως αυτός ο χάρτης του Δικαίαρχου δεν διασώθηκε.
Ερατοσθένης
Ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (275 - 194 π.Χ.), βιβλιοθηκάριος στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, συμπλήρωσε και τε λειοποίησε τον χάρτη του Δικαίαρχου. Δυστυχώς ούτε ο δικός του χάρτης σώζεται, μαρτυρείται όμως, ότι είχε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, ενώ η γη ήταν νησί ακανόνιστου σχήματος και περιβάλλονταν από τον Ωκεανό. Ο χάρτης αυτός ήταν επίσης διαιρεμένος σε ένα δίκτυο επτά παραλλήλων και επτά μεσημβρινών που τέμνονταν κάθετα. Ο Ερατοσθένης, του οποίου το κύριο έργο ήταν τα «Γεωγραφικά», σε τρία βιβλία, έθεσε με τριγωνομετρικές μετρήσεις τις βάσεις για τον καθορισμό του ακριβούς σχήματος και των διαστάσεων της γης, και γι’ αυτό θεωρείται ο πρώτος γεωδαίτης.
Για τη μέτρηση της περιφέρειας της γης στηρίχτηκε στην παρατήρηση των ακτινών του ήλιου κατά την ημέρα του θερινού ηλιοστάσιου, στα φρέατα της Σιήνης (Ασσουάν) της Αιγύπτου και της Αλεξάνδρειας, δυο τόποι που ο Ερατοσθένης θεωρούσε ότι βρισκόταν στον ίδιο μεσημβρινό.
Ίππαρχος - Μαρίνος
Ακολουθώντας τα βήματα του Ερατοσθένη, ο Έλληνας αστρονόμος Ίππαρχος ο Ρόδιος (180 - 120 π.Χ.) εισήγαγε τις γεωγραφικές συντεταγμένες (γεωγραφικό πλάτος και γεωγραφικό μήκος) και διαίρεσε στον χάρτη του τον τότε γνωστό κόσμο σε κλιματικές ζώνες. Στη συνέχεια, ο Έλληνας χαρτογρά φος και γεωγράφος Μαρίνος ο Τύριος (60 - 130 μ.Χ.), ο οποίος θε ωρείται ο θεμελιωτής της μαθηματικής γεωγραφίας, καθόρισε σε μια προβολή τη θέση των διαφόρων τόπων με βάση τις γεωγραφικές συντεταγμένες.
Επινόησε την ορθή κυλινδρική προβολή, δεκαπέντε αιώνες πριν από το Mercator και εισήγαγε για πρώτη φορά το μεσημβρινό των Μακάριων νήσων ως το μεσημβρινό αναφοράς. H επιστήμη της χαρτογραφίας γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ελλάδα και έχει τις ρίζες της τόσο στην πολύπλευρη επιστημονική γνώση των Ελλήνων όσο και στην αξιοποίηση των εμπειριών που αποκόμιζαν από τα αποικιστικά και εμπορικά τους ταξίδια.
Κλαύδιος Πτολεμαίος
Η μεγαλύτερη μορφή του αρχαίου κόσμου στην εξέλιξη της γεωγραφίας και της χαρτογραφίας ήταν ο Έλληνας αστρονόμος και μαθηματικός Κλαύδιος Πτολεμαίος ο Αλεξανδρεύς (85 - 165 μ.Χ.), ο οποίος αφιέρωσε πολλά χρόνια μελετώντας στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Ο Πτολεμαίος απεικόνισε το 150 μ.Χ. τον τότε γνωστό κόσμο σε χάρτη, ο οποίος θεωρείται ως ο τελειότερος της εποχής του, ενώ συνέγραψε το οκτάτομο μνημειώδες έργο «Γεωγραφίας Υφήγησις», που απο τελούσε την επιτομή των μέχρι τότε συσσωρευμένων γεωγραφικών γνώσεων.
Ο πρώτος τόμος περιείχε βασικές αρχές της χαρτογραφίας και της δομής της γήινης σφαίρας, ενώ στους επόμενους έξι τόμους περιλαμβάνονταν 8.000 περίπου τοπωνύμια, καθώς και οι γεωγραφικές τους συντεταγμένες κατά προσέγγιση, με βάση παλαιότερους χάρτες και πληροφορίες ταξιδιωτών. Ο όγδοος τόμος περιείχε οδηγίες για τη σχεδίαση των παγκόσμιων χαρτών και κανόνες της μαθηματικής γεωγραφίας. Από το έργο του αυτό δίκαια ο Πτολεμαίος χαρακτηρίστηκε «πατέρας της χαρτογραφίας». Αναφέρει τις θεωρητικές αρχές και τις τεχνικές των προβολών και ορίζει κωνικές προβολές. Περιγράφει αναλυτικά τις αρχές και τους κανόνες με βάση τους οποίους συντάσσεται ένας χάρτης.
Το έργο συνοδεύεται από 26 χάρτες, του συνόλου του τότε γνωστού κόσμου, κατά γεωγραφικές περιφέρειες, έτσι ώστε να θεωρείται ο Πτολεμαίος εκείνος που επινόησε το χαρτογραφικό άτλαντα, αν και ο όρος αυτός δόθηκε πολύ αργότερα από τον Mercator.
Η Συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στην Χαρτογραφία
Στα τέλη του 4ου και αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. δραστηριοποιούνται πολλοί ανώνυµοι κατασκευαστές πινάκων (χαρτών), που στήριζαν τις χαρτογραφήσεις τους στα στοιχεία του Πυθέα του Μασσαλιώτη. Ο Πυθέας έπλευσε το 330 π.Χ. στις Βρετανικές θάλασσες, φθάνοντας µέχρι τον ωκεανό του «χάους και του σκότους» αγγίζοντας τη νήσο Θούλη, πιθανόν η Νορβηγία, η Ισλανδία, τα νησιά Σέτλαντ ή τα νησιά Ορκάδες βορείως της Σκοτίας. Για περίπου 1500 χρόνια θα απεικονίζεται στους χάρτες η νήσος Θούλη. Το σύστηµα ορθογώνιων συντεταγµένων επινοήθηκε και εισήχθηκε το 300 π.Χ. από τον ∆ικαίαρχο τον Μεσσήνιο, Σικελιώτη (340 - 290 π.Χ.).
Ο ∆ικαίαρχος έθεσε ως αρχή των αξόνων στη Ρόδο, προσανατολισµένων έτσι ώστε ο ένας άξονας (διάφραγµα) να ακολουθεί τη διεύθυνση ∆ύση - Ανατολή (το «µήκος») και ο άλλος τη διεύθυνση Βορρά - Νότου (το «πλάτος»). Για πρώτη φορά εισάγεται η έννοια του γεωγραφικού πλέγµατος (κάναβος) που αποτελεί τη βάση της επιστηµονικής χαρτογραφίας. Ο χάρτης που συνέταξε ο ∆ικαίαρχος, χρησιµοποιώντας στοιχεία από την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, παρέµεινε η βάση των γεωγραφικών χαρτών τους επόµενους τέσσερις αιώνες. Εξέχουσα θέση στην ιστορία της χαρτογραφίας έχει ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (275 - 195 π.Χ.), ο οποίος διεύθυνε τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Ο Ερατοσθένης υπολόγισε µε µετρήσεις το µέγεθος της γήινης σφαίρας. Οι µετρήσεις έγιναν στην Αλεξάνδρεια και τη Σιήνη (Ασσουάν), δύο τόποι που ο Ερατοσθένης θεωρούσε ότι βρίσκονταν στον ίδιο µεσηµβρινό. Στη Σιήνη υπήρχε ένα πηγάδι στον πυθµένα του οποίου καθρεφτίζονταν οι ακτίνες του ηλίου µόνο το µεσηµέρι του θερινού ηλιοστασίου, στις 21 Ιουνίου. Προέκυπτε, έτσι, ότι η Σιήνη βρισκόταν στον Τροπικό του Καρκίνου. Η απόσταση µεταξύ Σιήνης Αλεξάνδρειας ήταν ήδη γνωστή στον Ερατοσθένη (5000 στάδια) γιατί ήταν µετρηµένη από τους Αιγυπτίους. Το 220 π.Χ., στο θερινό ηλιοστάσιο, µέτρησε στην Αλεξάνδρεια την ηλιακή ζενίθεια απόσταση (µε τη βοήθεια γνώµονα), την οποία βρήκε να ισούται µε το 1/50 του κύκλου, δηλαδή µε 7,2 µοίρες.
Με τα δεδοµένα αυτά (γωνία τόξου, µήκος τόξου µεσηµβρινού) υπολόγισε το µήκος τόξου µιας µοίρας µεσηµβρινού. Η µέτρηση του Ερατοσθένη αντιστοιχεί σε ακτίνα της Γης µήκους 7.420 χιλιοµέτρων αντί για τα 6.370 χιλιόµετρα της σηµερινής τιµής (16% µεγαλύτερη της πραγµατικής). Η µέτρηση είναι πολύ ακριβής λαµβάνοντας υπόψη ότι η Σιήνη δε βρίσκεται ακριβώς στον Τροπικό του Καρκίνου αλλά κάπου βορειότερα, η Αλεξάνδρεια δε βρίσκεται στον ίδιο µεσηµβρινό µε τη Σιήνη αλλά 3ο πιο δυτικά, η µεταξύ τους απόσταση δεν είναι 5.000 στάδια αλλά 4.530 και η γωνία δεν µετρήθηκε µε ακρίβεια. Τα τέσσερα σφάλµατα αλληλοαναιρέθηκαν και έτσι το αποτέλεσµα έχει πολύ µικρή απόκλιση.
Ανεξαρτήτως του αποτελέσµατος, ο συλλογισµός και η εφαρµογή του, για την εποχή εκείνη, είναι καταπληκτικοί. Μεγάλη επίδραση στη χαρτογραφία είχαν επίσης οι µετρήσεις διαφόρων αποστάσεων πάνω στη γη που διεξήγαγε ο Ερατοσθένης, περιλαµβανοµένου του µήκους της Μεσογείου (η καλύτερη µέτρηση για τους επόµενους δεκατρείς αιώνες), καθώς και οι προσθήκες του στον παγκόσµιο χάρτη ιδιαίτερα στη Νότια Ασία και στη Βόρεια Ευρώπη. Στο έργο του τα «Γεωγραφικά» περιλαµβάνεται ένας χάρτης τον οποίο συνέταξε. Ο χάρτης απεικονίζει όλο τον τότε γνωστό κόσµο πάνω σε ένα κάναβο επτά µεσηµβρινών και επτά παραλλήλων και δίνει πολλές γεωγραφικές πληροφορίες που είχαν συγκεντρωθεί από την Εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο χάρτης αυτός δεν έχει σωθεί, ωστόσο, από τις περιγραφές στα γραπτά κείµενα είναι δυνατή η ανακατασκευή του. Εµφανίζεται στο χάρτη για πρώτη φορά η Κεϋλάνη, ως Taprobana, αρκετά, ωστόσο, µετατοπισµένη. Παραµορφωµένες φαίνονται οι ακτές της Αφρικής και της Ινδίας, που τελειώνουν πριν τον Ισηµερινό. Επικρατούσε άλλωστε η άποψη ότι τα νερά της θάλασσας στον Ισηµερινό είναι πολύ ζεστά για να τα διασχίσει κανείς. Στο χάρτη απεικονίζονται επίσης η Αγγλία και η Ιρλανδία. Ο Ερατοσθένης υποστήριζε ότι η γη καλύπτεται κυρίως από νερό, σε αντίθεση µε άλλους, όπως ο Κράτης, που υποστήριζαν ότι καλύπτεται κυρίως από στεριά.
Ο Κράτης ο Μαλλώτης (270 - 180 π.Χ.) κατασκεύασε µια µεγάλη υδρόγειο σφαίρα, γνωστή ως «Κράτειος σφαίρα», στην οποία απεικονίζονται συµµετρικά τέσσερις ήπειροι, δύο στο βόρειο και δύο στο νότιο ηµισφαίριο, που διαχωρίζονται από στενές λουρίδες νερού (αργότερα Ωκεανός). Με βάση την απεικόνιση του Κράτη, υπήρχαν τέσσερις γήινες µάζες, τρεις επιπλέον του γνωστού κατοικηµένου κόσµου. Η άποψη αυτή επικράτησε για αιώνες. Πολύ σηµαντική είναι η χαρτογραφική συµβολή του Ίππαρχου του Ρόδιου (180 - 120 π.Χ.). Ο Ίππαρχος ήταν µεγάλη µορφή της αστρονοµίας, που τη συνέδεσε µε τη γεωγραφία και καθιέρωσε τον αστρονοµικό προσδιορισµό θέσεων στην επιφάνεια της Γης.
Οι θέσεις των τόπων προσδιορίζονται από τις γεωγραφικές τους συντεταγµένες, το γεωγραφικό πλάτος και µήκος. Υποδιαίρεσε την περίµετρο της γης σε 360 µοίρες και καθιέρωσε αυτό που ισχύει µέχρι σήµερα, το ορθογώνιο γεωγραφικό πλέγµα (γεωγραφικό κάναβο) των µεσηµβρινών και παραλλήλων, προσανατολισµένο σε σχέση µε τον άξονα περιστροφής της γης. Όρισε ως αρχή για τους παράλληλους τον Ισηµερινό και για τους µεσηµβρινούς το µεσηµβρινό της Ρόδου. ∆ίδαξε τη µέτρηση του πλάτους µε το γνώµονα, κατά το θερινό ηλιοστάσιο και τη µέτρηση του µήκους µέσω παρατηρήσεων της τοπικής ώρας, τη στιγµή των εκλείψεων της σελήνης.
Η πρώτη µέτρηση του γεωγραφικού µήκους έγινε µε τη µέθοδο του Ίππαρχου και θα παραµείνει η µοναδική µέθοδος µέχρι το 16ο αιώνα. Ο Ίππαρχος θεωρείται ότι εισήγαγε τις χαρτογραφικές προβολές. Στον Ίππαρχο αποδίδονται η στερεογραφική και ορθογραφική προβολή, οι οποίες επί εποχής του χρησιµοποιήθηκαν στην αστρονοµία και αργότερα ευρύτατα σε χάρτες της γης. Στο Σχήµα 13 απεικονίζεται χάρτης του Ίππαρχου (150 π.Χ.), ο πρώτος σε γεωµετρική προβολή και ισαπέχοντα κάναβο σε στάδια. Ο Ποσειδώνιος ο Απαµεύς (135 - 51 π.Χ.) διεξήγαγε το 85 π.Χ. τη δεύτερη, µετά τον Ερατοσθένη, µέτρηση του µεγέθους της γήινης σφαίρας εφαρµόζοντας τη µέθοδό του στο τόξο Ρόδου - Αλεξάνδρειας.
Ο Ποσειδώνιος χρησιµοποίησε το λαµπρό αστέρι Κάνωβο (του αστερισµού του Άργους) που είναι ορατό κυρίως στο νότιο ηµισφαίριο και κοντά στον ορίζοντα, στα χαµηλά πλάτη του βόρειου ηµισφαιρίου. Όταν η Κάνωβος ήταν στον ορίζοντα της Ρόδου, στον ουρανό της Αλεξάνδρειας είχε ύψος το 1/48 του κύκλου (7,5 µοίρες). ∆εδοµένης της γνωστής απόστασης Ρόδου - Αλεξάνδρειας (3.750 στάδια) υπολογίστηκε το µέγεθος της γήινης σφαίρας, ωστόσο, κατά 17% µικρότερο της πραγµατικής.
Η κύρια αιτία του σφάλµατος του Ποσειδώνιου, εκτός της παραδοχής ότι η Ρόδος βρίσκεται στον ίδιο µεσηµβρινό µε την Αλεξάνδρεια, οφείλεται στην αστρονοµική µέτρηση, κυρίως λόγω της έντονης διάθλασης που επηρεάζει σηµαντικά τις οπτικές µετρήσεις κοντά στον ορίζοντα. Οι µετρήσεις του Ποσειδώνιου χρησιµοποιήθηκαν στη συνέχεια από τον Πτολεµαίο, αλλά και από πολλούς χαρτογράφους και γεωγράφους, µέχρι το 17ο αιώνα. Η µετέπειτα χρήση της µικρότερης σφαίρας του Ποσειδώνιου για υπολογισµούς πάνω στην επιφάνεια της, είχε ως αποτέλεσµα να επηρεάσει θετικά τον Κολόµβο στην οριστική απόφαση για τα ταξίδια του, θεωρώντας τις αποστάσεις πιο µικρές από τις πραγµατικές και να επιλέξει την «προς δυσµάς» πλεύση για την Ινδία.
Ο Γέµινος ο Ρόδιος (110 - 40 π.Χ.) συνεχίζει το έργο του Ποσειδώνιου. Θεµελιώνει µε επιχειρήµατα τη θεωρία των αντιπόδων (αντίθετη ή αντιδιαµετρική διεύθυνση των κατακορύφων) που είχε αναφερθεί από τον Πλάτωνα τον 5ο π.Χ. αιώνα. Το θέµα των αντιπόδων αποτέλεσε το µέγα θέµα των γεωγράφων του Μεσαίωνα και αντικείµενο θρησκευτικής αντιπαράθεσης. Με τον Γέµινο ολοκληρώνεται η σπουδαία Ροδιο-Αλεξανδρινή περίοδος. Ο Μαρίνος ο Τύριος (60 - 130 µ.Χ.) έκανε χρήση των γεωγραφικών συντεταγµένων σε µοίρες για τον προσδιορισµό τόπων, αντί γραµµικών µεγεθών (αποστάσεων) και γωνιακών διευθύνσεων.
Επινόησε την ορθή κυλινδρική προβολή, δεκαπέντε αιώνες πριν από το Mercator και εισήγαγε για πρώτη φορά το µεσηµβρινό των Μακάριων νήσων (Κανάριοι Ν., Islas Fortunatas) ως το µεσηµβρινό αναφοράς. Αργότερα και για πολλούς αιώνες, ο µεσηµβρινός αυτός θα χρησιµοποιείται συστηµατικά ως αφετηρία για µέτρηση των γεωγραφικών µηκών. Συνέταξε χάρτη κατά ορθή τετραγωνική προβολή, ο οποίος επανασχεδιάστηκε από τον Toscanelli τα τέλη του 15ου αιώνα και χρησιµοποιήθηκε από τον Κολόµβο στα ταξίδια του. Απεικονίζεται ο τότε γνωστό κόσµος που εκτείνεται από τη νήσο Θούλη στο βορρά µέχρι την Αιθιοπία στο νότο και από τις Μακάριες νήσους µέχρι την Κίνα.
Θεωρείται ο πατέρας των ναυτιλιακών χαρτών, εφόσον οι χάρτες του περιέγραφαν ακτές, κατέγραφαν τα τοπωνύµια των ακτών και τα δεδοµένα του ήταν οι ναυτικές διαδροµές και παρατηρήσεις, όπως οι περίπλοες και οι σταδιασµοί. Στο έργο του Μαρίνου στηρίχτηκε στη συνέχεια ο Πτολεµαίος. Ο Μαρίνος, µαζί µε τον Ερατοσθένη και τον Ίππαρχο, είναι οι ιδρυτές της λεγόµενης Μαθηµατικής Γεωγραφίας και Χαρτογραφίας της αρχαιότητας. Κορυφαία µορφή της χαρτογραφίας, ίσως σε όλη την ιστορία της και όχι µόνο στην αρχαιότητα, είναι ο Κλαύδιος Πτολεµαίος ο Αλεξανδρεύς (85 - 165 µ.Χ.).
Σηµαντικός αστρονόµος, µαθηµατικός και γεωγράφος, υπήρξε διακεκριµένος βιβλιοθηκάριος της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Πρώτος χαρτογράφος µε τη σύγχρονη έννοια του όρου, ολοκλήρωσε και προώθησε το έργο του Ίππαρχου, του Στράβωνα και του Μαρίνου. ∆ύο µεγάλα έργα του είναι το αστρονοµικό Μαθηµατική Σύνταξις (ή Μέγιστη) και το γεωγραφικό και χαρτογραφικό οκτάτοµο έργο Γεωγραφική Υφήγησις (ή Γεωγραφία). Τα παλαιότερα σωζόµενα Ελληνικά χειρόγραφα της Γεωγραφίας ανάγονται στο 12ο και 14ο αιώνα. Η Γεωγραφία αναφέρει τις αρχές της χαρτογραφίας, της µαθηµατικής γεωγραφίας και των µεθόδων των αστρονοµικών παρατηρήσεων.
Περιλαµβάνει κατάλογο 10.000 τόπων µε τα ονόµατα τους (τοπωνύµια) και µε τιµές γεωγραφικού µήκους και γεωγραφικού πλάτους. Αναφέρει τις θεωρητικές αρχές και τις τεχνικές των προβολών και ορίζει κωνικές προβολές (µια από αυτές είναι πρόδροµος των προβολών του Werner και του Bonne). Περιγράφει αναλυτικά τις αρχές και τους κανόνες µε βάση τους οποίους συντάσσεται ένας χάρτης. Το έργο συνοδεύεται από 26 χάρτες, του συνόλου του τότε γνωστού κόσµου, κατά γεωγραφικές περιφέρειες, έτσι ώστε να θεωρείται ο Πτολεµαίος εκείνος που επινόησε το χαρτογραφικό άτλαντα, αν και ο όρος αυτός δόθηκε πολύ αργότερα από τον Mercator.
Ο χάρτης του Πτολεµαίου, στον οποίο απεικονίζεται ο µέχρι τότε γνωστός κόσµος, ξεκινά από τα Μακάρια Νησιά µέχρι την Κίνα που αναφέρεται ως ''Serica'' (η γη του µεταξιού). Οι ατέλειες του χάρτη είναι πιο εµφανείς, όπως είναι φυσικό, στο ανατολικό και στο νότιο τµήµα. Η χερσόνησος της Ινδίας έχει συρρικνωθεί πολύ, ενώ αντίθετα η Κεϋλάνη (Tabrobana) απεικονίζεται µε µεγαλύτερες διαστάσεις από τις πραγµατικές. Η Αφρική µέχρι τον ισηµερινό απεικονίζεται µε ικανοποιητική ακρίβεια. Μετά όµως, οι δύο πλευρές της, αντί να συγκλίνουν σε ένα σηµείο, αποκλίνουν προς δύο διευθύνσεις. Στα δυτικά η απεικόνιση σταµατά απότοµα, ενώ στα ανατολικά η Αφρική ενώνεται µε την Ασία και ο Ινδικός Ωκεανός φαίνεται σαν κλειστή θάλασσα.
Που στηρίχτηκε η απόδοση αυτή της Αφρικής δεν είναι γνωστό. Το βασικότερο σφάλµα, ωστόσο, του Πτολεµαίου ήταν η αποδοχή των µετρήσεων του Ποσειδώνιου και η υποεκτίµηση του µεγέθους της γης. Έτσι, η Ευρώπη και η Ασία εκτείνονται στο µισό ηµισφαίριο, ενώ στην πραγµατικότητα καλύπτουν µόνο 130ο . Η Μεσόγειος επίσης εκτείνεται σε 62ο ενώ στην πραγµατικότητα καλύπτει 42ο . Ενώ οι Άραβες από το 13ο αιώνα διόρθωσαν την παραµόρφωση αυτή, εντούτοις παραµένει στην Ευρωπαϊκή χαρτογραφία µέχρι το 1700.
Η χαρτογραφική συµβολή των Ελλήνων µπορεί να συνοψιστεί στα εξής:
- Αναγνώριση του σφαιρικού σχήµατος της γης, µε τους πόλους, τον ισηµερινό και τους τροπικούς κύκλους. Η γη προσοµοιώνεται µε σφαίρα.
- Χρησιµοποίηση των γεωµετρικών µεθόδων και µέσων για την περιγραφή της γήινης πραγµατικότητας.
- Βελτίωση και κατασκευή οργάνων µέτρησης γεωγραφικών ποσοτήτων.
- Στη βοηθητική χρησιµοποίηση άλλων τεχνολογικών και κατασκευαστικών επινοήσεων για τη διευκόλυνση των µετρήσεων και των υπολογισµών καθώς και για την κατανόηση των φαινοµένων του σύµπαντος.
- Μετάβαση από την εµπειρική στην επιστηµονική παρατήρηση µέσω µετρήσεων.
- Σύνδεση των µετρήσεων µε υπολογισµούς.
- Μετρήσεις των διαστάσεων της γης.
- Μαθηµατική οργάνωση της γήινης σφαιρικής επιφάνειας.
- Επινόηση των προβολών.
Οι Χάρτες των Ρωµαίων
Αν και ο Πτολεμαίος έζησε την εποχή της μεγάλης ακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι χαρτογραφικές του μελέτες και ο χάρτης του ήταν άγνωστος στους Ρωμαίους. Αυτό πιθανώς οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ρωμαίοι, σε αντίθεση με τους Έλληνες, δεν ενδιαφέρονταν τό σο για τη μαθηματική γεωγραφία, αλλά χρησιμοποιούσαν χάρτες περισσότερο για πρακτικούς σκοπούς, όπως ήταν οι στρατιωτικές εκστρατείες ή η διοίκηση των επαρχιών. Για τον λόγο αυτόν οι Ρωμαίοι διατήρησαν την παλιά θεωρία της μορφής της Γης ως δίσκου και όχι ως σφαίρας, η οποία τους διευκόλυνε στη χρήση των χαρτών.
Ο χάρτης του Πτολεμαίου παρέμει νε άγνωστος μέχρι και κατά το Μεσαί ωνα, και όταν βρέθηκε τον 15ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε για αρκετό καιρό ως το τελειότερο επιστημονικό απόκτημα. Είναι ενδεικτικό ότι στον χάρτη αυτόν βασίστηκε ο Χριστόφορος Κολόμβος για τα εξερευνητικά του ταξίδια, και μάλιστα ένα βασικό σφάλμα του Πτολεμαίου, που ήταν η υποτίμηση του μεγέθους της Γης, είχε ως συνέπεια να υποτιμήσει και ο Κολόμβος τις αποστάσεις για την Κίνα και τις Ινδίες. Ο Πτολεμαίος συγκεκριμένα απεικόνιζε την Ευρώπη και την Ασία να καταλαμβάνουν πάνω από το μισό της γήινης σφαίρας, αντί των 130 μοιρών της πραγματικής τους έκτασης.
Ο πιο παλιός παγκόσμιος χάρτης που χρησιμοποίησαν οι Ρωμαίοι, προγενέστερος του Πτολεμαίου, είχε σχεδιαστεί από τον Ρωμαίο στρατηγό Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα, και ήταν ένας χάρτης οδικού δικτύου με έμφαση στις οδούς στρατηγικής σημασίας. Με βάση τον χάρτη του Αγρίππα σχεδιάστηκε, την περίοδο της ακμής του Ρωμαϊκού κράτους, ένας χάρτης που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας σε κύλινδρο από περγαμηνή, και ονο μάζεται «Πίνακας Πόυτινγκερ» (Tabula Peutingeriana) από το όνομα του ανθρωπιστή Κόνρατ Πόυτινγκερ, στου οποίου την κατοχή περιήλθε από κάποιο μοναχό Κολμάρ κατά το Μεσαίωνα.
Ο χάρτης αυτός βρίσκεται σήμερα στη βιβλιοθήκη της Σιένας, και είναι γνωστός ως «itinerorium scriptum» ή «χάρτης των μεγάλων οδών του κόσμου». Ένας άλλος χάρτης, που σώζεται επίσης και βρίσκεται στο Μουσείο του Καπιτωλίου, περιλαμβάνει ένα τμήμα του σχεδίου της αρχαίας Ρώμης και χρονολογείται από την εποχή του Αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου. Εκτός από τους χάρτες αυτούς κατασκευάστηκαν και πολλοί άλλοι, από τους οποίους ο κυριότερος ήταν ο χάρτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που έγινε με διαταγή του Ιουλίου Καίσαρα και ολοκληρώθηκε στην εποχή του Αυγούστου.
Από αυτούς όμως τους χάρτες ελάχιστα στοιχεία διασώθηκαν, γιατί, με την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (395 μ.Χ.), η επιστημονική πρόοδος παρουσίασε γενικά οπισθοδρόμηση και το ενδιαφέρον ειδικότερα για την χαρτογράφηση εγκαταλείφθηκε, με συνέπεια πολλά σχέδια και χάρτες να καταστραφούν ή να χαθούν. Οι όποιες πληροφορίες για την χαρτογραφική απεικόνιση των αρχαίων χρόνων οφείλονται στην πραγματεία του Στράβωνα, ο οποίος περιέλαβε στο έργο του αντίγραφα αρκετών παλιών χαρτών. Μόνο ο χάρτης του Πτολεμαίου και ένα μεγάλο μέρος από τις μελέτες του διατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, και αυτό πιθανώς οφείλεται στη μεγάλη δημοτικότητα και απήχηση που είχε.
Στον χάρτη αυτόν προστέθηκαν με τον καιρό καινούργια στοιχεία από τις εξερευνήσεις και τις ανακαλύψεις νέων χωρών, με αποτέλεσμα να καταστεί κατά την Αναγέννηση, όπως ήδη αναφέραμε, ο πληρέστερος παγκόσμιος χάρτης. Η διαφορά µεταξύ της Ρωµαϊκής και Ελληνικής σκέψης αντικατοπτρίζεται και στους χάρτες τους. Οι Ρωµαίοι δεν ενδιαφέρονται για τις επιστηµονικές και θεωρητικές πτυχές της χαρτογραφίας, για θέµατα όπως το σύστηµα παραλλήλων και µεσηµβρινών, τις αστρονοµικές µετρήσεις και το πρόβληµα των προβολών. Ο χάρτης για τους Ρωµαίους είχε πρακτική χρήση που θα εξυπηρετούσε στρατιωτικούς και διοικητικούς σκοπούς.
Βάση δε για την κατασκευή χαρτών αποτέλεσαν οι θεωρίες των Ιώνων, που όπως ήδη αναφέρθηκε θεωρούσαν ότι η γη είναι ένας στρογγυλός δίσκος. Μέσα σε ένα κυκλικό πλαίσιο απεικονίζεται ολόκληρη η γη ''Orbis Terrarum''. Η Ευρώπη, η Ασία και η Αφρική απεικονίζονται σχεδόν συµµετρικά µε την Ασία στο πάνω µέρος του χάρτη. Η Ιταλία απεικονίζεται φανερά µεγεθυσµένη δίνοντας τη δυνατότητα να απεικονιστούν οι Ιταλικές επαρχίες σε µεγαλύτερη κλίµακα και να δοθεί έµφαση στη Ρώµη. Η Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία απεικονίζεται σαν κυρίαρχη δύναµη του κόσµου και καλύπτει περίπου τα τέσσερα πέµπτα της έκτασης του χάρτη.
Η Ινδία, η Κίνα (Seres), η Ρωσία (Scythia και Samartia) απεικονίζονται σαν µικρές περιοχές στην περιφέρεια. Οι πρόσφατες για αυτούς θεωρίες των Ελλήνων για το σχήµα και το µέγεθος της γης και τις προβολές αγνοήθηκαν εντελώς. Ο πρώτος χάρτης που θεωρείται ότι διαχωρίζει τον κατοικηµένο κόσµο σε τρεις ηπείρους, Ευρώπη, Ασία και Αφρική (Libya) είναι ο χάρτης του Agrippa. Ο χάρτης αυτός έµπνευση του Augustus Caesar (27 π.Χ. - 14 µ.Χ.), έγινε από τον γαµπρό του Marcus Vispanius Agrippa και ολοκληρώθηκε από άλλους. Ο σκοπός του χάρτη αυτού ήταν κυρίως διδακτικός και θεωρείται πρόδροµος του γνωστού σχολικού χάρτη τοίχου.
Από τους Ρωµαϊκούς χάρτες δε σώζεται κανένας. Η ανακατασκευή τους στηρίζεται σε χάρτες του Μεσαίωνα που στηρίζονταν στους Ρωµαϊκούς και σε γραπτά κείµενα µεγάλων γεωγράφων όπως του Στράβωνα και του Ποµπόνιου Μέλα. ∆είγµα της Ρωµαϊκής χαρτογραφίας που έχει σωθεί είναι ο Πίνακας Peutinger. Έχει φτιαχτεί το 12o µ.Χ. αιώνα από ένα µοναχό, αλλά πιστεύεται ότι είναι πιστό αντίγραφο έργου του 4ου µ.Χ. αιώνα. Ο Πίνακας Peutinger δεν έχει τα χαρακτηριστικά ενός πραγµατικού χάρτη. Απεικονίζει τους δρόµους της αυτοκρατορίας σε ένα επιµήκης περίγραµµα του κόσµου (µήκος περίπου 7 µέτρα και πλάτος 30 εκατοστά), καθώς και στρατηγικού ενδιαφέροντος σηµεία.
Παρ’ όλο που δεν υπάρχει συνέπεια στην κλίµακα απεικόνισης των αποστάσεων, ο Πίνακας Peutinger δίνει µεγάλο όγκο πληροφοριών σε ότι αφορά τα τοπωνύµια. ∆ίνει τα ονόµατα περισσότερων από 5000 τοποθεσιών, ιδιαίτερα χρήσιµα για τη µελέτη της γεωγραφίας της εποχής. Περισσότερα στοιχεία υπάρχουν για τις κτηµατογραφήσεις που διεξάχθηκαν από τους Ρωµαίους, µε βάση τα οποία η τοπογραφία ήταν αρκετά αναπτυγµένη από τον 1ο αιώνα µ.Χ. Στις τοπoγραφήσεις χρησιµοποιούσαν όργανα όπως η ''gromma'', για να χαράζουν ορθές γωνίες, και ηλιακά ρολόγια.
ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ
Η πρόοδος της χαρτογραφίας κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα ήταν υποτυπώδης, και αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι οι χαρτογράφοι ήταν επηρεασμένοι από το δόγμα της Εκκλησίας με αποτέλεσμα το ενδιαφέρον να μετατοπίζεται στη Μέση Ανατολή με επίκεντρο τους Άγιους Τόπους, και κυρίως την Ιερουσαλήμ, λόγω των Θρησκευτικών πολέμων και Σταυροφοριών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στους χάρτες αυτής της εποχής να μην υπάρχουν ούτε μεσημβρινοί ούτε παράλληλοι, αλλά να σχεδιάζονται τέρατα, ζώα, φυτά, μικρογραφίες πόλεων και άλλα παρό μοια αντικείμενα. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τάσης είναι η «Χριστιανική Τοπογραφία».
Χάρτης που σχεδιάστηκε τον 6ο αιώνα από τον Κωνσταντίνο τον Αντιοχέα, στον οποίο η γη αναπαριστά νεται ως επίπεδος δίσκος. Αργότερα, οι μεταγενέστεροι χαρτογράφοι του Μεσαίωνα σχεδίασαν χάρτες, στους οποίους η γη αναπαριστάνονταν ως σφαίρα, αυτοί όμως ήταν μικρού μεγέθους και είχαν το σχήμα Ο μέσα στο οποίο εφάπτονταν σχεδιασμένο ένα Τ. Στο σχήμα αυτό, το Τ αναπαριστάνει θάλασσα που περιβάλλεται από τον Ωκεανό, ο οποίος συμβολίζεται με το Ο, ενώ στο κέντρο του κύκλου και στο σημείο τομής του Τ τοποθετείται η Ιερουσαλήμ στους Άγιους Τόπους. Τα τρία διαστήματα που περιλαμ βάνονται μεταξύ Ο και Τ αναπαρίσταναν την Ασία, την Ευρώπη και την Αφρική.
Για τις ανάγκες μάλιστα του προσανατολισμού, η Ανατολή ήταν τοποθετημένη στο πάνω μέρος του χάρτη. Ένας τέτοιος χάρτης ήταν και του Ισιδώρου Επισκόπου από τη Σεβίλλη, τελευταίου των Πατέρων της Εκκλησίας στη Δύση, με χρονολογία 630 μ.Χ. Σημαντικό ντοκουμέντο της Μεσαιωνικής χαρτογραφίας είναι το χειρόγραφο που υπάρχει στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης με τον τίτλο «ο Περίπλους της Μεγάλης Θάλασσας» ή «Στασιασμός».
Το θάνατο του Πτολεµαίου ακολουθεί µια µακρά περίοδος γενικής πτώσης των επιστηµών µε αρνητικές συνέπειες και στη Χαρτογραφία. Ιδιαίτερα σε ότι αφορούσε τη Γη, και κυρίως τη Χαρτογραφία, τους αιώνες αυτούς (3ος - 4ος µ.Χ.), η Χριστιανική αντιµετώπιση ήταν από αδιάφορη µέχρι αρνητική, εφ’ όσον η ερµηνεία των κειµένων έστρεφε το ενδιαφέρον εκτός της Γης, στη βασιλεία των Ουρανών. Οι γεωγραφικές γνώσεις και «εικόνες» των πρώτων Χριστιανών ήταν ότι περιλάµβανε η Βίβλος, χωρίς καµιά άλλη γεωγραφική αναζήτηση.
Έτσι τα ίχνη της Χαρτογραφίας των Ελληνικών και Ρωµαϊκών περιόδων χάνονται, τουλάχιστον τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, εφόσον οι ιδέες των επιστηµόνων ήταν αντίθετες µε την ερµηνεία των Γραφών. Η Γη επανήλθε στην επίπεδη µορφή της και η θεωρία των αντιπόδων αντιµετωπιζόταν µε σκωπτικότητα. Ακόµη και ο ιδρυτής της δυτικής Θεολογίας, Άγιος Αυγουστίνος, από τους λίγους που δέχονταν τη σφαιρικότητα της γης, αρνιόταν ότι οι άνθρωποι θα µπορούσαν να περπατούν στους αντίποδες «µε το κεφάλι προς τα κάτω». Η Χαρτογραφία των πρώτων Χριστιανικών χρόνων πήρε µια απλοϊκή µορφή και χωρίς ιδιαίτερη σηµασία. Ο Κόσµος περιβαλλόταν από ένα οριζόντιο κύκλο, αυτόν που έβλεπαν οι άνθρωποι γύρω τους.
Η Γη ως κύκλος χωριζόταν σε τρία τµήµατα. Η θεωρία αυτή µαζί µε τη θεωρία του «κοσµογραφικού αυγού», ακολουθήθηκε τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους, αλλά και τα πρώτα χρόνια της εξάπλωσης των Αράβων, τον 7ο µ.Χ. αιώνα. Χαρακτηριστικό δείγµα της γεωγραφικής αντίληψης των µέσων του 3ου αιώνα, αποτελούν τα έργα του Γάιου Ιούλιου Σόλινου που εισήγαγε, για πρώτη φορά σε τέτοια κλίµακα, την τερατοµορφία στις φανταστικές του γεωγραφικές περιγραφές. Στο έργο του ''Polyhistor'' περιγράφονται δράκοι, παραµορφωµένα όντα και τέρατα µακρινών τόπων. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, το έργο αυτό αποτελεί ίσως το πιο δηµοφιλές ανάγνωσµα και τα τερατόµορφα όντα εικονογραφούν πολύ συχνά τους χάρτες.
Ανάµεσα στα είδη χαρτών που εµφανίζονται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα είναι οι παγκόσµιοι χάρτες κλιµατικών ζωνών µε ιδιαίτερα γνωστούς τους Μακρόβιους χάρτες. Ο Αυρήλιος Θεοδόσιος Μακρόβιος, που έζησε µεταξύ 4ου και 5ου αιώνα, ήταν µελετητής των Ελλήνων φιλοσόφων και εικονογραφούσε τα κείµενα του µε χάρτες µε βάση το µοντέλο των κλιµατικών ζωνών που είχαν αναπτύξει οι αρχαίοι Έλληνες. Θεωρούσε τη Γη κυκλική, να υποδιαιρείται σε τέσσερα ίσα µέρη, εκ των οποίων µόνο το ένα να κατοικείται. Στο χάρτη της Οικουµένης του Μακρόβιου δεν περιλαµβάνεται η Ελλάδα.
Από τον 5ο αιώνα γενικεύεται ο προσανατολισµός των χαρτών µε την ανατολή στην κορυφή του χάρτη, σε αντίθεση µε τους αρχαίους Έλληνες που τοποθετούσαν πάντα το βορρά στην κορυφή του χάρτη. Αργότερα, οι Άραβες τοποθετούσαν στην κορυφή το νότο. Κατά τον 5ο αιώνα αναπαράγονται πολυάριθµα αντίγραφα του Ρωµαϊκού χάρτη, µε τις προσθήκες του Ονόριου Ιουλίου. Ο Ονόριος είναι γνωστός για την αναφορά του στο Πτολεµαίο και γιατί συµπλήρωσε τον Ρωµαϊκό χάρτη µε βάση τη «Γεωγραφία». Βασικές πηγές της γεωγραφίας, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αποτελούσαν οι διηγήσεις ταξιδιωτών-προσκυνητών, οι θρύλοι και τα παραµύθια µε Χριστιανικό περιεχόµενο.
Βασικότερη, ωστόσο, πηγή γεωγραφικής γνώσης για τους µοναχούς και τους αντιγραφείς, για την κατασκευή των χαρτών τους, αποτελούσε η Βίβλος. Ακραίο παράδειγµα προσκόλλησης στη Βίβλο αποτελεί το έργο του Κοσµά του Ινδικοπλεύστη από την Αλεξάνδρεια, ο οποίος χαρτογραφεί τον κόσµο µε βάση τις γραφές και την εκκλησιαστική παράδοση. Ως έµπορος ταξίδευε για µεγάλο διάστηµα στην Αραβία, την ανατολική Αφρική µέχρι την Ινδία. Στη συνέχεια µόνασε στο Σινά όπου έγραψε τη Χριστιανική Τοπογραφία (Topographia Christiana) (548 µ.Χ) µε βάση την Αγία Γραφή και µε κύριο στόχο να ανατρέψει τη λανθασµένη και ειδωλολατρική άποψη για τη σφαιρικότητα της γης.
Στο χάρτη του απεικονίζεται η επίπεδη και επιµήκης γη που περιβάλλεται από τον Ωκεανό, µε τρεις κύριες κολπώσεις, τη Μεσόγειο, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Πέρα από τη γη, υπάρχει µια άλλη (Terra ultra Oceanum), στην οποία βρίσκεται ο Παράδεισος. Στη γη ρέουν τέσσερις ποταµοί που πηγάζουν από τον Παράδεισο (ο Τίγρης και ο Ευφράτης, ο Gihon ή ο Νείλος, πιθανόν ο Ινδός ή ο Γάγγης). Ο χάρτης του Κοσµά χαρακτηρίζεται από απλές γεωµετρικές γραµµές και ευρείς ποταµούς, στοιχεία που θα ακολουθήσουν αργότερα οι Άραβες.
Γύρω στα µέσα του 6ου αιώνα ο Ιρλανδός µοναχός Βρανδάνος (484 - 578 µ.Χ.) προσδιόρισε µια φανταστική νήσο στο κέντρο του Ατλαντικού µεταξύ της Ισπανίας και των Ινδιών, ακολουθώντας τις δοξασίες της εποχής σύµφωνα µε τις οποίες ο επίγειος Παράδεισος βρίσκεται σε ένα νησί κάπου στην Άπω Ανατολή ή ότι υπήρχαν απλησίαστοι µακρινοί τόποι µυθικού πλούτου ή ακόµη και ένα τόπος µε την «πηγή της αιώνιας νεότητας». Το νησί αυτό έγινε αντικείµενο µάταιων αναζητήσεων κατά το Μεσαίωνα και σηµειωνόταν σε χάρτες µε το όνοµα του Βρανδάνου (San Brandano) µέχρι το 15ο αιώνα.
Μεγάλη επίδραση στη χαρτογραφία του Μεσαίωνα είχε το έργο του Ισίδωρου, Επισκόπου της Σεβίλλης (7ος αιώνας), τελευταίος των Πατέρων της Εκκλησίας στη ∆ύση. Ερµηνεύοντας τις γραφές, σχεδόν γραµµή προς γραµµή, περιγράφει τον κόσµο. Αναφέρει ότι, στον παράδεισο, µε µόνιµα ανοιξιάτικο καιρό, υπήρχαν όλα τα είδη δένδρων, καθώς και το δένδρο της ζωής. Στο κέντρο του κήπου του παραδείσου, πηγή ανάβλυζε νερό. Τέσσερα ποτάµια πήγαζαν από αυτήν και έδιναν νερό σε ολόκληρη τη γη. Σε µικρό χάρτη που υπάρχει στο βιβλίο του, ο παράδεισος τοποθετείται στο ανατολικότερο άκρο της Ασίας, αφού σύµφωνα µε τις Γραφές οι πρωτόπλαστοι τοποθετήθηκαν στον κήπο του παραδείσου, ανατολικά στην Εδέµ.
Οι γήινες µάζες περιβάλλονται κυκλικά από νερό. Ο κόσµος χωρίζεται σε τρία τµήµατα -τρεις ηπείρους- και κάθε τµήµα ανατίθεται σε ένα από τους τρεις γιους του Νώε. Έτσι, οι τρεις ήπειροι κατοικούνταν από απογόνους ενός ανθρώπου, ο οποίος ήταν απόγονος του Αδάµ και της Εύας. Η Ασία καλύπτει το πάνω ηµικύκλιο, η Ευρώπη τοποθετείται στο κάτω αριστερά τεταρτηµόριο και η Αφρική στο κάτω δεξιά. Η Ασία χωρίζεται από την Ευρώπη µε τον Ποταµό ∆ον και από την Αφρική, µε τον Νείλο. Στο χάρτη, οι δύο ποταµοί σχηµατίζουν οριζόντια γραµµή. Η κάθετη γραµµή, που χωρίζει την Ευρώπη από την Αφρική, είναι η Μεσόγειος. Οι δύο γραµµές σχηµατίζουν «Τ» και τέµνονται στην Ιερουσαλήµ, στους Αγίους Τόπους.
Η Ιερουσαλήµ βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου αφού, σύµφωνα µε τις Γραφές, ο Θεός την τοποθέτησε στο κέντρο των εθνών και οι υπόλοιπες χώρες την περιβάλλουν. Τον 7ο αιώνα, µε βάση την περιγραφή του Ισίδωρου, αρχίζει η εποχή των λεγόµενων χαρτών «Ο-Τ», όπου το «Ο» συµβολίζει το κυκλικό της Γης και το περιεχόµενο στον κύκλο «Τ» το χωρισµό της σε τρία τµήµατα κατοικηµένου κόσµου. Γύρω από τη γη υπάρχει η θάλασσα. Η ανατολή τοποθετείται στο πάνω µέρος του χάρτη, µε τον Παράδεισο στο ανατολικότερο σηµείο και την Ιερουσαλήµ στο κέντρο.
Ιδιαιτέρως γνωστοί χάρτες του 7ου και 8ου αιώνα είναι: ο χάρτης του Ανώνυµου της Ραβέννας, ο χάρτης Albi και ο χάρτης του Βεάτιου. Γύρω στα µέσα του 7ου αιώνα, στη Ραβέννα, ένας ανώνυµος µοναχός, ο Ανώνυµος της Ραβέννας, όπως είναι γνωστός σήµερα, έγραψε µια Κοσµογραφία µε βάση ελληνικές και γοτθικές πηγές άγνωστης προέλευσης. Κατέγραψε για κάθε τόπο την απόσταση και τον προσανατολισµό της από τα Ιεροσόλυµα µε µια µέθοδο που σήµερα θα την προσδιορίζαµε ως «ισαπέχουσα αζιµουθιακή προβολή». Η απόσταση και ο προσανατολισµός αναφερόταν σε ρόδο 24 ανέµων µε κέντρο τα Ιεροσόλυµα.
Ο χάρτης Albi (730 µ.Χ.), όπως είναι γνωστός σήµερα, από το όνοµα της οµώνυµης Γαλλικής πόλης στη βιβλιοθήκη της οποίας βρίσκεται, είναι συντεταγµένος µε βάση τις διδασκαλίες των εκκλησιαστικών Πατέρων. Είναι ο τελευταίος τετραγωνισµένος χάρτης, παράδειγµα της επίδρασης του χάρτη του Κοσµά στο Λατινικό Μεσαίωνα, αλλά στραµµένος κατά ενενήντα µοίρες. Ο χάρτης που συντάσσει ο µοναχός Βεάτιος (730 - 798 µ.Χ) από την Αστουρία, το 776 µ.Χ. θεωρείται ότι αποτελεί τη µετάβαση από την εποχή της απεικόνισης του Κοσµά στην εποχή των δυτικών Μεσαιωνικών απεικονίσεων. Πιθανόν, προέρχεται από Ρωµαϊκό χάρτη του 4ου αιώνα. Το σχήµα των θαλασσών και της ξηράς θυµίζουν τους Ρωµαϊκούς χάρτες µε οδοιπορικά.
Το περιεχόµενο του εκτείνεται ανατολικά µέχρι την Κίνα, νότια µέχρι τις πηγές του Νείλου στα όρη της Σελήνης, δυτικά µέχρι τις Μακάριους νήσους και βόρεια µέχρι τη νήσο Θούλη. Τα δυτικά και βόρεια όρια συµπίπτουν µε εκείνα του Πτολεµαίου. Στην ανατολή τοποθετείται ο Αδάµ και η Εύα ως έµβληµα του επίγειου παραδείσου, που συναντάται από τότε σε δυτικούς Χριστιανικούς Μεσαιωνικούς χάρτες. Ο χάρτης αυτός περιέχεται στα Σχόλια της Αποκάλυψης του Αγίου Σεβερίου.
Δύο Παγκόσµιοι Χάρτες του 13ου αιώνα - Mappamundi
Όπως αναφέρει ο Tooley: «Οι κληρικοί χρησιµοποιούσαν τους mappamundi ή παγκόσµιους χάρτες για τη διαπαιδαγώγηση του πλήθους, συχνά για να εικονογραφήσουν ιστορικές ή εγκυκλοπαιδικές εργασίες ή σαν εικονογραφικές αποδόσεις του Εκκλησιαστικού Δόγµατος». Σήµερα, διασώζονται γύρω στους 600 mappamundi, που δεν αποτελούν διαγράµµατα σε γεωγραφικά κείµενα, αλλά κυρίως εικονογραφικό υλικό στις πιο δηµοφιλής εργασίες της εποχής: ιστορικές, εγκυκλοπαιδικές, φιλοσοφικές και θεολογικές.
Παρόλο που στην πλειοψηφία τους οι θεολογικής βάσης χάρτες του Μεσαίωνα είναι µικροί σε µέγεθος και βρίσκονται σε κείµενα, εντούτοις, κάποιοι από αυτούς είναι εξαιρετικά µεγάλοι και λεπτοµερείς. Οι χάρτες Ebstorf και Hereford, µεγάλοι σε διαστάσεις, αποτελούν κορυφαία δείγµατα χαρτών του Μεσαίωνα, mappamundi, που απεικονίζουν την κυκλική γη. Ο ένας χάρτης στο µοναστήρι του Ebstorf και ο άλλος στον καθεδρικό ναό του Hereforfd στην Αγγλία, αποτελούσαν πιθανόν µέρος της Αγίας Τράπεζας ή ήταν αναρτηµένοι πίσω από αυτήν. ∆υστυχώς, ο χάρτης Ebstorf καταστράφηκε κατά τον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο, ωστόσο διασώζονται έγχρωµα αντίγραφα του.
Προϊόντα του 13ου αιώνα, οι δύο χάρτες µοιάζουν στη σύλληψη, διαφέρουν ωστόσο στη λεπτοµέρεια. Αποτελούν και οι δύο παραλλαγές του χάρτη τύπου «ΟΤ» µε επιδράσεις από χάρτες όπως του Μακρόβιου, του Ορόζιου και του Ισίδωρου. Ο χάρτης του Hereford (1275 µ.Χ.) έχει µήκος 1,55 µέτρα και πλάτος 1,35 µέτρα πλάτος. Μπορεί να θεωρηθεί ως περίληψη της γεωγραφικής παράδοσης, λαϊκής και θρησκευτικής, του Μεσαίωνα. Απεικονίζει µυθικά και ανθρωποειδή όντα, παρµένα τα περισσότερα από τον Σόλινο, αλλά και πληροφορίες από εµπορικά ταξίδια, από προσκυνητές σταυροφορίες, ιδιαίτερα στο τµήµα της Ευρώπης.
Στο κέντρο του χάρτη, όπου απεικονίζεται η Ιερουσαλήµ, αναπαριστάται η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού. Τα διάφορα όντα, απεικονίζονται σε ολόκληρη την περιφέρεια του χάρτη. Στο πάνω µέρος του χάρτη απεικονίζεται ο Χριστός περιστοιχισµένος από αγγέλους, απονέµοντας δικαιοσύνη. Οι πιστοί οδηγούνται στις πύλες του ουρανού από έναν φτερωτό άγγελο και οι αµαρτωλοί σέρνονται στην κόλαση από ένα δαίµονα. Ο χάρτης του Ebstorf (1235 µ.Χ.) έχει διάµετρο γύρω στα 3,5 µέτρα. Αποδίδει µε µεγαλύτερη λεπτοµέρεια την πληροφορία που απεικονίζει και ο προηγούµενος χάρτης.
Ο Παράδεισος βρίσκεται στο ανατολικότερο σηµείο (στο πάνω µέρος του χάρτη), στο κέντρο βρίσκεται η Ιερουσαλήµ και στην περιφέρεια του χάρτη και ιδιαίτερα κοντά στην Αφρική, µορφές παρόµοιες µε του Σόλινου. Αυτές οι τροµερές φιγούρες µπορεί να δηλώνουν ότι η άγνωστη περιοχή, terra incognita, είναι επικίνδυνη, αποτρέποντας την εξερεύνηση της. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χάρτη αυτού είναι η τοποθέτηση του κόσµου στο σώµα του εσταυρωµένου Χριστού του οποίου τα άκρα προεξέχουν από τον χάρτη.
Η Βυζαντινή «Ανακάλυψη» της Γεωγραφίας του Πτολεµαίου
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ανδρόνικου Β' στο Βυζάντιο προωθούνται οι επιστηµονικές σπουδές. Ο ίδιος ο Ανδρόνικός εντυπωσιάζεται από τους χάρτες που του έδειξε ο µοναχός Πλανούδης και αποφασίζει την προώθηση της κατασκευής χαρτών βασισµένων στη Γεωγραφία του Πτολεµαίου. Ο Μάξιµος Πλανούδης (1260 - 1310) από τη Νικοµήδεια, συγγραφέας και µοναχός, θεωρείται ένας από τους Βυζαντινούς λόγιους προδρόµους της αναγέννησης των ελληνικών σπουδών στη ∆ύση. Η συµβολή του Πλανούδη είναι καθοριστική στην αναγέννηση της Γεωγραφίας και της Χαρτογραφίας µέσα από την «ανακάλυψη» του Πτολεµαίου.
Ο Ανδρόνικος Β' ζήτησε από τον πρώην Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιο που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη (1293 - 1308) να του ετοιµάσει ένα αντίγραφο της Γεωγραφίας συµπεριλαµβάνοντας σε αυτό, χάρτες. Με τη συµβολή του Πλανούδη ο Αθανάσιος έφερε σε πέρας το έργο αυτό, επιβεβαιώνοντας ότι στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε η απαιτούµενη τεχνογνωσία και οι επιστηµονικές και πρακτικές δεξιότητες που επέτρεπαν την ερµηνεία και εφαρµογή των οδηγιών του Πτολεµαίου για τη σύνταξη χαρτών. Το πλούσια εικονογραφηµένο Ελληνικό αντίγραφο χειρόγραφο, από τα σπουδαία έργα της Ιστορίας της Χαρτογραφίας, κατέληξε στο Βατικανό το 1657.
ΟΙ ΠΟΡΤΟΛΑΝΟΙ
Σημαντική εξέλιξη στον τομέα της χαρτογραφίας σημειώνεται γύρω στον 12ο αιώνα, την εποχή των μεγάλων ναυτικών εξερευνήσεων. Οι πρώτοι θαλασσοπόροι έπλεαν κοντά στις ακτές και καθόριζαν την πορεία τους με τη βοήθεια των ακρωτηρίων, χωρίς να χρειάζονται χάρτη. Με την ανακάλυψη όμως της μα γνητικής πυξίδας τον 12ο αιώνα, έγινε δυνατή η απευθείας πλεύση από το ένα λιμάνι στο άλλο και η κατασκευή θαλάσσιων χαρτών. Ο παλαιότερος χάρτης που διασώζεται είναι γνωστός με την ονομασία Κάρτα Πιζάνα (Carta Pisana), βρέθηκε στην Πίζα και σήμερα φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού. Πιστεύε ται ότι κατασκευάστηκε γύρω στα 1275 μ.Χ.
Έχει σχεδιαστεί με το χέρι πάνω σε δέρμα προβάτου και απεικονίζει ολόκλη ρη την Μεσόγειο θάλασσα. Τέτοιοι ναυτικοί χάρτες είναι γνωστοί με την ονομασία «πορτολάνοι» (Portolans) από το πορτολάνο ή βιβλίο των πλοηγών από Ιταλούς και Καταλανούς κυρίως σχεδιαστές. Στους πορτολάνους, οι οποίοι ονομάζονταν και χάρτες λιμανιών ση μειώνονταν πορείες πλεύσης, λιμάνια και αγκυροβόλια για τα πλοία που διέσχιζαν τους ωκεανούς και τις θάλασσες, είχαν μεγάλη ζήτηση λόγω της ανάπτυξης της ναυτιλίας από πόλεις που ήταν εμπορικά λιμάνια, όπως η Πίζα, η Γένουα, η Βενε τία, η Μαγιόρκα και η Βαρκελώνη.
Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα εμφανίζονται πολλοί τέτοιοι Πορτολάνοι, οι οποίοι απεικονίζουν κυρίως περιοχές της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου, μερικοί όμως καλύπτουν μέχρι και την Ιρλανδία και τις δυτικές ακτές της Αφρικής. Οι πρώτοι Πορτολάνοι ήταν σχεδιασμένοι με το χέρι και είχαν μεγάλο κόστος, αργότερα όμως, με την ανάπτυξη της χαρακτικής και τη διάδοση κατά τον 16ο αιώνα του χαρτιού με μαλακή επιφάνεια, απέκτησαν ευρεία διάδοση.
Για τους πρώτους ναυτικούς ο µόνος οδηγός για την εύρεση της πορείας τους ήταν ευδιάκριτα χαρακτηριστικά στις ακτές. Τα ναυτιλιακά διαγράµµατα έχουν την προέλευση τους σε οδηγίες προς ναυτικούς, προφορικές ή σε µορφή σκίτσου. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα οι Έλληνες, χρησιµοποιούσαν οδηγούς πλοήγησης -περίπλους- για τη Μεσόγειο. O περίπλους ήταν ένας κατάλογος µε οδηγίες στους ναυτικούς, µε θαλάσσιες αποστάσεις και διευθύνσεις, µεταξύ διαφόρων σηµείων, µε ονόµατα ακτών και παράκτιων τόπων. Έχουν σωθεί γραπτοί περίπλοες αλλά όχι διαγράµµατα.
Τα παλαιότερα σωζόµενα διαγράµµατα είναι γεωµετρικές σχηµατικές απεικονίσεις της Μεσογείου, του Περσικού Κόλπου και της Κασπίας Θάλασσας και περιέχονται στον ονοµαζόµενο «Ισλαµικό Άτλαντα» που αποτελείται από εικοσιένα χάρτες, οι οποίοι κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά το 10ο µ.Χ. αιώνα. Στη νότια Ευρώπη, οι οδηγοί πλοήγησης -pilot books ή portolani- που περιείχαν γραπτές οδηγίες για ναυτικούς, χρονολογούνται το 13ο µ.Χ. αιώνα. Ωστόσο, από το τέλος του 19ου αιώνα, ο όρος Πορτολάνος χρησιµοποιείται για τα ναυτιλιακά διαγράµµατα, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων είναι το δίκτυο των γραµµών διευθύνσεων.
Οι πορτολάνοι εµφανίζονται στο τέλος του 13ου αιώνα, σε µια εποχή που η χαρτογραφία ήταν κάτω από την επίδραση της εκκλησιαστικής ιδεολογίας και οι χάρτες απεικόνιζαν ένα φανταστικό κόσµο, ξεπερνώντας σε ακρίβεια όλους τους προηγούµενους χάρτες. Η εµφάνιση τους, πιθανόν να είναι το αποτέλεσµα της χρήσης της πυξίδας στη ναυτιλία. Οι χάρτες αυτοί, σε σχέση µε τους mappa mundi, αποδίδουν µε µεγάλη λεπτοµέρεια και µε µεγαλύτερη ακρίβεια τις ακτογραµµές, παρά το γεγονός ότι σχεδιάζονταν µε απλές παρατηρήσεις χωρίς χρήση οργάνων αποτύπωσης. Σχεδιάζονταν συνήθως σε δέρµα προβάτου και στην πλειοψηφία είναι προσανατολισµένοι κατά τη διεύθυνση της µαγνητικής βελόνας.
Η ονοµατολογία περιορίζεται κυρίως σε λιµάνια, ακρωτήρια και άλλα χαρακτηριστικά της ακτής. Η στεριά µένει κενή ή διακοσµείται µε όπλα, σηµαίες, εικόνες βασιλιάδων κλπ. Περιστασιακά, απεικονίζονται ποτάµια και πόλεις της ενδοχώρας, χωρίς, ωστόσο, ακρίβεια. Χαρακτηριστικό, ωστόσο, στοιχείο των πορτολάνων, όπως αναφέρθηκε, είναι το δίκτυο των γραµµών διευθύνσεων. Οι γραµµές αυτές εκτείνονται σε ολόκληρο τον χάρτη, από ένα σύστηµα καλά οργανωµένων ρόδων του ανέµου, συνήθως δύο κεντρικά τοποθετηµένων στο χάρτη, που συνδέονται µε άλλα τοποθετηµένα στην περιφέρεια.
Οι γραµµές διευθύνσεων αν και σχετίζονται µε τις γραµµές της πυξίδας, ωστόσο δεν µπορεί να είναι πραγµατικές λοξοδροµίες (γραµµές σταθερής διεύθυνσης), αφού η Μερκατορική προβολή, στην οποία οι ευθείες γραµµές είναι γραµµές σταθερής διεύθυνσης, επινοήθηκε το 1569, και οι πορτολάνοι δε στηρίχτηκαν σε καµία προβολή. Στην πλειοψηφία τους οι πρώτοι Πορτολάνοι έγιναν στις Ιταλικές πόλεις Γένοβα και Βενετία και περιορίζονταν στην απεικόνιση της δυτικής Ευρώπης µε τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Οι χάρτες που προέρχονταν από τη Μαγιόρκα και τη Βαρκελώνη, τη χαρτογραφική δηλαδή σχολή της Καταλονίας.
Συνδύαζαν τη µορφή των mappamundi, µε τις «γραµµές διεύθυνσης - λοξοδροµίες» των πορτολάνων και το περιεχόµενο τους εκτείνονταν, από την Σκανδιναβία µέχρι την Κίνα. Η Μεσόγειος και η Μαύρη Θάλασσα απεικονίζονταν µε µεγαλύτερη ακρίβεια. Η παραγωγή χαρτών µε τη µορφή Πορτολάνων συνεχίστηκε και το 17ο αιώνα, αρκετά δηλαδή, µετά την εισαγωγή των αποτυπώσεων µε όργανα και της τυπογραφίας. Έχουν σωθεί αρκετά φύλλα χαρτών, κυρίως του 16ου αιώνα. Το παλαιότερο σωζόµενο δείγµα πορτολάνου είναι ο Carte Pisane (1290 µ.Χ.), µε απλή µορφή, χωρίς τα ρόδα των ανέµων, ενώ ο παλαιότερος χάρτης που φέρει ηµεροµηνία είναι του Petro Vesconte και έγινε στη Γένοβα το 1311 µ.Χ.
Ο Άτλαντας της Καταλονίας αποτελεί εξαίρετο δείγµα της σχολής της Καταλονίας και ένα από τα σηµαντικότερα χαρτογραφικά προϊόντα του τέλους του Μεσαίωνα, αλλά και της ιστορίας των ναυτιλιακών χαρτών. Ο χάρτης έγινε από τον εβραίο Abraham Cresques (1375) και το γιο του, στη Μαγιόρκα. Ο Άτλαντας της Καταλονίας, επεκτείνοντας το σκοπό του παραδοσιακού Πορτολάνου και απεικονίζοντας ολόκληρη την Ασία, µπορεί να θεωρηθεί ως ο πρόδροµος του παγκόσµιου χάρτη της Αναγέννησης. Με βάση τα κείµενα του Μάρκο Πόλο, απεικονίζει την Ανατολική Ασία, την Ινδική χερσόνησο, τον Ινδικό Ωκεανό πολύ καλύτερο από όλους τους προγενέστερους χάρτες.
Το 1381 ο Άτλαντας της Καταλονίας δόθηκε στον Κάρολο Ε' της Γαλλίας και σήµερα αποτελεί ένα από τους θησαυρούς της εθνικής πινακοθήκης της Γαλλίας.
ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αντίθετα με τη στασιμότητα που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη οι Άραβες σημείωσαν μεγάλη πρόοδο τόσο στην χαρτογραφική επιστήμη όσο και στην κατασκευή χαρτών. Ειδικότερα μετέφρασαν τα έργα του Πτολεμαίου, και συνέβαλαν έτσι στη διατήρηση της παράδοσης των Ελλήνων στον τομέα αυτόν. Κατά την περίοδο αυτοί αξίζει να αναφερθούν δύο σημαντικοί Άραβες χαρτογράφοι: ο Ιμπν Χάουκαλ, ο οποίος έγραψε το «Βιβλίο των Οδών και Αποικιών», εικονογραφημένο με χάρτες, και ο Αλ Ιντρισί, ο οποίος σχεδίασε το 1154 έναν παγκόσμιο χάρτη για τον Νορμανδό βασιλιά της Σικελίας Roger II, με πληρέστερη περιγραφή των Ασιατικών χωρών σε σχέση με το παρελθόν.
Στη Βαγδάτη μάλιστα αναφέρεται η χρησιμοποίηση της πυξίδας πολύ νωρίτερα απ’ ότι στην Ευρώπη. Στους Άραβες οφείλεται επίσης η καθιέρωση του εξηκονταδικού συστήματος στη χαρτογραφία, το οποίο επικράτησε από τότε μέχρι τη χρήση του κύκλου των 360 μοιρών. Ενώ µετά την πτώση της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η χαρτογραφία υπέπεσε σε παρακµή και η αναφορά στην παλαιά χαρτογραφική γνώση ήταν αµελητέα, οι θεωρίες και οι επιτεύξεις των αρχαίων Ελλήνων χαρτογράφων χρησιµοποιήθηκαν και εξελίχθηκαν από τους Άραβες. Η Γεωγραφία του Πτολεµαίου είχε µεταφραστεί στα Αραβικά τον 8ο µ.Χ. αιώνα, σε µια περίοδο που στη δύση είχε χαθεί.
Οι Άραβες, που διακρίνονταν στην αστρονοµία, στα µαθηµατικά και τη γεωµετρία, δεν ακολούθησαν άκριτα τον Πτολεµαίο. Το µήκος της Μεσογείου όπως είχε υπερτιµηθεί από τον Πτολεµαίο µειώθηκε τον 9ο αιώνα από τον al-Khwarizimi στις 52ο και ως αποτέλεσµα των παρατηρήσεων του al-Zargali το 12ο αιώνα, η Μεσόγειος υπολογίστηκε στις σωστές τις διαστάσεις 42ο . Άλλο επίτευγµα των Αράβων ήταν ο προσδιορισµός του γεωγραφικού πλάτους και µήκους τόπων µε αστρονοµικές παρατηρήσεις. Κατασκεύασαν επίσης ουράνιες σφαίρες και µελέτησαν το πρόβληµα των προβολών.
Από τον 8ο µέχρι τον 11ο αιώνα, περίοδος της Αραβικής θρησκευτικής κοσµογραφίας, πολλά κείµενα εικονογραφούνταν µε µικρούς κυκλικούς χάρτες κατά το πρότυπο των δυτικών «Ο-Τ». Ενώ στους δυτικούς θρησκευτικούς χάρτες στο κέντρο βρίσκεται η Ιερουσαλήµ, στους Αραβικούς χάρτες βρίσκεται, όπως είναι αναµενόµενο, η Μέκκα. Ο πιο σηµαντικός Αραβικός χάρτης είναι ο παγκόσµιος χάρτης του al-Idrisi, Μαροκινού, γεννηµένου το 1109, ο οποίος ήταν γεωγράφος στον Νορµανδό Βασιλιά Roger II στη Σικελία. Ο al-Idrisi χρησιµοποίησε όλες τις διαθέσιµες πηγές για να κατασκευάσει τους πιο ακριβείς χάρτες της εποχής του.
Το σηµαντικότερο έργο του είναι ένας παγκόσµιος χάρτης που καλύπτει 70 φύλλα, γνωστός ως Tabula Rogeriana, προσανατολισµένος στο νότο. Συνοδεύεται από κείµενα που αφορούν τους τότε γνωστούς τόπους, το γεωγραφικό τους πλάτος και µήκος και τις µεταξύ τους αποστάσεις. Στο παρακάτω σχήµα φαίνεται αντίγραφο χάρτη του 1533 από το Tabula Rogeriana.
ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ
Οι Κινέζοι ανέπτυξαν τη χαρτογραφία, όπως και τις άλλες επιστήμες και τέχνες, ανεξάρτητα από τη Δύση. Οι πρώτοι χάρτες χαράσσονταν σε φύλλα χαλκού, και από τον 10ο αιώνα άρχισε η χάραξή τους σε ξύλινες πινακίδες. Ο αρχαιότερος γνωστός Κινέζικος χάρτης χρονολογείται από το 1137, ενώ ονομαστός έγινε και ο Κινέζικος Άτλας, που εκδόθηκε από τον Του-σιε-Πουν το 1311 και 1312, του οποίου πολλές εκδόσεις έγιναν κατά τον 16ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε ευρέως μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα. Οι κινέζικοι χάρτες ήταν σχεδιασμένοι με πρό χειρο τρόπο, μέχρις ότου έφθασαν στην Κίνα οι Ιησουΐτες μοναχοί, οι οποίοι τους επεξεργάστηκαν και τους βελτίωσαν. Από τότε η Κινέζικη χαρτογραφία δέχθηκε την επίδραση της Ευρωπαϊκής τεχνοτροπίας.
Στην Κινέζικη βιβλιογραφία, το 227 π.Χ. γίνεται η πρώτη αναφορά σε χάρτη. Μετά την ανακάλυψη του χαρτιού (100 µ.Χ.), τοπικοί χάρτες έγιναν σε όλα τα µέρη της Αυτοκρατορίας. Στη χαρτογραφία, όπως και σε άλλες επιστήµες, οι Κινέζοι ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα χωρίς την επιρροή της δύσης. Η χαρτογραφία ανθούσε στην Κίνα όταν στη Ευρώπη βρισκόταν σε παρακµή, την περίοδο του Μεσαίωνα. Η Κίνα είχε ήδη χαρτογραφηθεί σε λεπτοµέρεια πριν από την επίσκεψη οποιουδήποτε Ευρωπαίου στη χώρα. Από τους αρχαίους χρόνους, ο κάθε τοπικός διοικητικής είχε την υποχρέωση να συντάσσει πλήρη γεωγραφική περιγραφή των εκτάσεων του και των υδάτων του η οποία συνοδευόταν συνήθως από χάρτες.
Έτσι, υπάρχουν στα αρχεία πολλών πόλεων σειρές τέτοιων χαρτών. ∆ύο σηµαντικές φυσιογνωµίες στην ανατολή, ανάλογες µε τον Πτολεµαίο και τον Ερατοσθένη στη δύση, είναι ο Chang Heng και ο Phei Hsiu. Ο Chang Heng ήταν αστρονόµος και θεωρείται ο δηµιουργός του ορθογώνιου συστήµατος, του κανάβου τον 1ο αιώνα µ.Χ., που είναι βασικό χαρακτηριστικό της Κινέζικης χαρτογραφίας. Ο Pei Hsiu (224 - 273 µ.Χ.) θεωρείται ο πατέρας της Κινεζικής Χαρτογραφίας. To 267 µ.Χ. είχε διοριστεί ως Υπουργός Έργων. Στα πλαίσια της εργασίας του µελέτησε το Yu Kung (το παλαιότερο Κινέζικο γεωγραφικό ντοκουµέντο που διασώζεται) και βρήκε ότι είχαν γίνει πολλές αλλαγές στα ονόµατα τόπων, ποταµών και βουνών που αναφέρονταν σε αυτό.
Ταξινόµησε τα αρχαία ονόµατα και συνέθεσε ένα χάρτη συνενώνοντας πολλούς τοπικούς χάρτες. Ο χάρτης αυτός, αποτέλεσµα της πρώτης χαρτοσύνθεσης, δε σώζεται σήµερα, υπάρχει, ωστόσο, το κείµενο που τον συνόδευε και στο οποίο δίνονται βασικές χαρτογραφικές αρχές, όπως:
- Η χρήση κανάβου ορθογωνίων διαιρέσεων για τον προσδιορισµό σχετικών θέσεων.
- Ο προσανατολισµός ως µέσο προσδιορισµού των διευθύνσεων µεταξύ τόπων.
- Η ακριβής ένδειξη αποστάσεων.
- Οι ενδείξεις για τα µέγιστα και ελάχιστα υψόµετρα.
Σπουδαίος, επίσης, χαρτογράφος θεωρείται ο Chia Tan (730 - 805 µ.Χ.), που σύνθεσε ένα χάρτη περίπου 30 τετραγωνικά πόδια ο οποίος κάλυπτε εκτάσεις πέραν της Ασιατικής ηπείρου. Ο χάρτης αυτός δε διασώζεται. Ωστόσο, σώζεται ένας χάρτης, µια πέτρινη πλάκα του 12ου αιώνα, που πιθανόν να βασίστηκε στο χάρτη του Chian Tan και απεικονίζει τµήµα του Σινικού Τοίχους που διασχίζεται από τον Κίτρινο ποταµό. Το 16ο αιώνα , όταν οι Ιησουΐτες έφθασαν στην Κίνα βρήκαν αρκετό υλικό για να συνθέσουν ένα εξαιρετικό άτλαντα της αυτοκρατορίας. Από εδώ και πέρα αρχίζει η επιρροή της δυτικής χαρτογραφίας στους Κινέζικους χάρτες.
Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ - Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΝ (1400 - 1600 μ.Χ.)
Κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, ένα σημαντικό γεγονός, που έδωσε νέα ώθηση στην εξέλιξη της χαρτογραφίας, ήταν η ανακάλυψη στη Δύση της «Γεωγραφίας» του Πτολεμαίου, όπου εκεί πρωτοκαθιερώθηκε ένα σύστημα μέτρησης μήκους - πλάτους, καθώς μετά την πτώση του Βυζαντίου, αρκετοί Έλληνες λόγιοι που κατέφυγαν στην Ιταλία είχαν διασώσει κάποια αρχαία χειρόγραφα του μνημειώδους αυτού έργου. Το γεγονός αυτό συνδυάστηκε με το επίσης σπουδαίο γεγονός της εφεύρεσης της τυπογραφίας το 1456 από τον Γουτεμβέργιο, χάρη στην οποία έγινε δυνατή η αναπαραγωγή των χαρτών σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων και η ευρεία κυκλοφορία τους σε όλο τον κόσμο.
Συγκεκριμένα, η «Γεωγραφία» του Πτολεμαίου μεταφράστηκε στα Λατινικά το 1405, και αποτέλεσε πολύτιμο βοήθημα για τους χαρτογράφους της Δύσης, ενώ περίπου 500 αντίγραφα του χάρτη του Πτολεμαίου τυπώθηκαν στη Μπολόνια το 1477 και μεγάλος αριθμός επίσης στην Ιταλία και τη Γερμανία. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την παράλληλη επινόηση και τελειοποίηση οργάνων και μεθόδων μέτρησης, συνετέλεσαν στη δημιουργία μιας χρυσής εποχής της χαρτογραφίας. Η πρόοδος επίσης στις άλλες τεχνολογίες, όπως στην πλοήγηση, τη ναυπηγική και στα όργανα αστρονομίας, αναβάθμισε τις χαρτογραφικές γνώσεις και ενθάρρυνε τις εξερευνήσεις και τις ανακαλύψεις.
Οι μεγάλες ανακαλύψεις του Κολόμβου, ο οποίος έγραψε το «Βρήκα τα κλειδιά που θα μας ανοίξουν τις υποτιθέμενες αλυσίδες των υποτιθέμενων ορίων των ωκεανών» άλλαξε ριζικά τη μορφή του κόσμου και τη ροή της Ιστορίας. Θαυμαστή απεικόνιση των μυστηριωδών μέχρι τότε Ωκεανών παρουσιάζεται στο χάρτη του Cantino, ο οποίος χρονολογείται από το 1502 και απεικονίζει τον τεράστιο πλανήτη που σιγά-σιγά αποκτά τις πραγματικές του διαστάσεις. Ο Χριστόφορος Κολόμβος μαζί με τους Βάσκο ντα Γκάμα, Αμέρικο Βεσπούτσι, Μαγγελάνο και άλλους εξερευνητές, οδήγησαν στην τροποποίηση των παλιών χαρτών λόγω της προσθήκης νέων εδαφών, αλλά και στη βελτίωσή τους λόγω της πληθώρας των νέων πληροφοριών.
Το 15o αιώνα τρία γεγονότα στάθηκαν καθοριστικά για την αλλαγή του τρόπου αντιµετώπισης της χαρτογραφίας και κατασκευής των χαρτών:
- Η ''ανακάλυψη'' των γραπτών του Πτολεµαίου.
- Η ανακάλυψη της τυπογραφίας στην Ευρώπη.
- Η ανακάλυψη της Αµερικής.
Η Συµβολή των Γραπτών του Πτολεµαίου
Το 14ο αιώνα, Βυζαντινοί πρόσφυγες µετέφεραν στη δύση, µεταξύ άλλων χειρογράφων, τη Γεωγραφία του Πτολεµαίου. Στην Ιταλία, η Γεωγραφία µεταφράστηκε στα Λατινικά. Μετά την ολοκλήρωση της µετάφρασης το 1406 από τον Jacobus Angelus, χειρόγραφα αντίγραφα άρχισαν να κυκλοφορούν στην Ιταλία και τη Γαλλία, αρχικά χωρίς χάρτες και στη συνέχεια µε 26 χάρτες περιοχών και ένα παγκόσµιο χάρτη. Στο τέλος του 15ου αιώνα , κυκλοφόρησαν τυπωµένες πλέον εκδώσεις της Γεωγραφίας µε χάρτες γκραβούρες από ξυλοτυπίες ή χαλκογραφίες.
Η επίδραση του έργου του Πτολεµαίου στους χαρτογράφους ήταν τόσο µεγάλη, ώστε διατηρούσαν ακόµα και τα λάθη του στην απόδοση γεωγραφικών µορφών, παραγνωρίζοντας πιο σύγχρονες καταγεγραµµένες παρατηρήσεις ναυτικών και ταξιδιωτών. Οι παραµορφώσεις αυτές εξακολουθούσαν να εµφανίζονται στους χάρτες, σε µικρότερο ωστόσο βαθµό, και µετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, και συναντούνται ακόµη και σε χάρτες του 17ου αιώνα. Για παράδειγµα, η Μεσόγειος θάλασσα απεικονίζεται πιο επιµήκης κατά 20 µοίρες. Ο Mercator θα µειώσει το µήκος της στις 53 µοίρες, αλλά πολύ αργότερα, το 1700, στο χάρτη του Delisle, απεικονίζεται στο σωστό µήκος των 42 µοιρών.
Ο Ινδικός ωκεανός απεικονίζεται σαν κλειστή θάλασσα, η Κεϋλάνη δυσανάλογα µεγάλη σε σχέση µε την Ινδική χερσόνησο, η ανατολική Ασία χωρίς ακτογραµµή. Ο παγκόσµιος χάρτης που φαίνεται στο παρακάτω σχήµα αποτελεί παράδειγµα χάρτη που στηρίχτηκε στον Πτολεµαίο και είναι σε ψευδο-κωνική προβολή. Είναι αποτέλεσµα χαρακτικής σε χαλκό και κατασκευάστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα στην Ιταλία. Η σύγκριση του χάρτη του Πτολεµαίου µε τον καλύτερο mappamundi του Μεσαίωνα καταδεικνύει την υπεροχή του πρώτου, τουλάχιστον, ως προς την απόδοση των γεωγραφικών χαρακτηριστικών.
Ωστόσο, από την αρχή της αναβίωσης των χαρτών του Πτολεµαίου, χαρτογράφοι εκδήλωσαν πρωτοβουλίες εκσυγχρονισµού τους, ενσωµατώνοντας καινούργιες πληροφορίες από ταξιδιώτες και ναυτιλιακά διαγράµµατα. Έτσι, συναντάµε χάρτες, γνωστοί ως ''Tabulae Modernae'', οι οποίοι λειτουργούσαν ως συµπληρωµατικοί των χαρτών του Πτολεµαίου. Ένα τέτοιο παράδειγµα, αποτελεί ο χάρτης που εκδόθηκε από τον ∆ανό Claudius Clavus το 1486 που συµπεριέλαβε στο χάρτη του Πτολεµαίου τη Νορβηγία, την Ισλανδία και νότια Γροιλανδία την οποία είχε επισκεφτεί. ∆ιευρύνονται έτσι για πρώτη φορά προς τα βόρεια τα χαρτογραφικά όρια του κόσµου της αρχαιότητας.
Τυπογραφία και Χαρακτική
Το δεύτερο γεγονός -ορόσηµο- στην ανάπτυξη της χαρτογραφίας αποτέλεσε η ανακάλυψη της τυπογραφίας (από τον Γουτεµβέργιο το 1440) και της χαρακτικής. Μέχρι τότε ο σχεδιασµός των χαρτών γινόταν στο χέρι και για αυτό ήταν επίπονος και δαπανηρός. Σε πόλεις, όπως η Βενετία και το Άµστερνταµ, υπήρχαν εργαστήρια παραγωγής χαρτών, όπου πλήθος σχεδιαστών αντέγραφε χάρτες. Ωστόσο, το υψηλό κόστος παραγωγής περιόριζε τη χρήση των χαρτών στη βασιλική αυλή, στους αξιωµατικούς του στρατού και σε ορισµένα πανεπιστήµια, ενώ ο µέσος άνθρωπος δεν είχε καµιά επαφή µε χάρτες. Οι συνθήκες παραγωγής των χαρτών άλλαξαν µε τις ανακαλύψεις της τυπογραφίας και της χαρακτικής.
Στα πρώτα δείγµατα εφαρµογής της χαρακτικής τέχνης στη χαρτογραφία, χρησιµοποιήθηκε το ξύλο ως µέσο χάραξης του πρωτότυπου χάρτη. Σύντοµα όµως το ξύλο αντικαταστάθηκε από το χαλκό και η χαλκογραφία αποτέλεσε τη µέθοδο παραγωγής των χαρτών µέχρι το 19ο αιώνα. Οι χάρτες, παράγωγα αυτής της διαδικασίας, ήταν ασπρόµαυροι και χρωµατίζονταν εκ των υστέρων στο χέρι. Η πρώτη εκτύπωση χαρτών στην Ευρώπη τοποθετείται στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα. Η χάραξη των πρώτων χαρτών έγινε, όπως αναφέρθηκε, σε ξύλο και ήταν απλοί χάρτες τύπου «Ο-Τ», παγκόσµιοι χάρτες κλιµατικών ζωνών, ο παγκόσµιος χάρτης του Πτολεµαίου και χάρτες περιοχών της Ιταλίας και της Γερµανίας.
Ορόσηµο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής χαρτογραφίας αποτελεί ο πρώτος χάρτης που εκτυπώθηκε στην Ευρώπη, συγκεκριµένα στο Augsburg το 1472, και είναι ένας απλός χάρτης «Ο-Τ» του Ισίδωρου. Ορόσηµο αποτελεί και ο πρώτος Πτολεµαϊκός χάρτης που εκδόθηκε στη Μπολόνια το 1477 και αποτελείται από 26 φύλλα που χαράχθηκαν σε χαλκό.
Οι Ανακαλύψεις των Νέων Ηπείρων
Ο τρίτος καθοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη της χαρτογραφίας ήταν οι µεγάλες ανακαλύψεις των ηπείρων. Οι πρώτες µεγάλες ανακαλύψεις έγιναν από Πορτογάλους θαλασσοπόρους κατά µήκος της ακτής της δυτικής Αφρικής. Οι ανακαλύψεις αυτές αποδόθηκαν σε πορτολάνους της εποχής, καθώς επίσης και στην υδρόγειο σφαίρα του Martin Behaim από τη Νυρεµβέργη. Η υδρόγειος αυτή, η πιο παλιά Ευρωπαϊκή υδρόγειος που διασώζεται, κατασκευάστηκε το 1492 και δείχνει τον κόσµο, έτσι όπως ήταν γνωστός, πριν από την επιστροφή του Κολόµβου από το πρώτο του υπερατλαντικό ταξίδι.
Η επίδραση του χάρτη του Πτολεµαίου στην υδρόγειο του Behaim είναι προφανής, ωστόσο, αυτή περιλαµβάνει νέες πληροφορίες, που προέκυψαν από περιγραφές του Marco Polo και αφορούν τµήµατα της ανατολικής Ασίας. Η σηµαντικότερη όµως βελτίωση, σε σχέση µε το χάρτη του Πτολεµαίου, έγκειται στην απεικόνιση της ακτογραµµής της νοτίου Αφρικής. Οι χαρτογράφοι της περιόδου των ανακαλύψεων προσπαθούσαν να εναρµονίσουν -να ενσωµατώσουν- τα νέα δεδοµένα στο χάρτη του Πτολεµαίου.
Ο χάρτης του Juan De La Cosa, χρονολογείται στα 1500, αν και πολλοί ερευνητές τον τοποθετούν αργότερα. Ο De La Cosa, µέλος του πληρώµατος του Κολόµβου στο δεύτερο ταξίδι του, απεικονίζει στο χάρτη από τα ταξίδια του Κολόμβου τα νησιά του Ατλαντικού, Μπαχάµες, Κούβα, Αϊτή και Δοµινικανή Δηµοκρατία, από το ταξίδι του Cabot τις ακτές του Καναδά και ακτές της Βραζιλίας. Οι περιοχές αυτές θεωρούνται και απεικονίζονται σαν ακτές της Ασίας. Στο χάρτη απεικονίζονται επίσης το ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, οι ανατολικές ακτές της Αφρικής από το ταξίδι του Vasco De Gama που διέσχισε τον Ινδικό και έφτασε στην Ινδία.
Ο πρώτος χάρτης που διαχωρίζει την Αµερικανική ήπειρο από την Ασία κατασκευάστηκε το 1507 από τον Αλσατό χαρτογράφο Martin Waldsmuller. Ο χάρτης, εξαιρετικό δείγµα της Γερµανικής Αναγεννησιακής Σχολής µε πολλή λεπτοµέρεια, έχει διατάσεις 1,35 x 2,45 µέτρα και αποτελείται από 12 φύλλα. Με εξαίρεση τις νέες ανακαλύψεις, ο χάρτης βασίζεται κυρίως στον Πτολεµαίο, κατασκευάστηκε ωστόσο σε µια καινούργια προβολή, που µοιάζει µε την προβολή Bonne. Για πρώτη φορά στο χάρτη αυτό αναγράφεται το όνοµα Αµερική, στο νότιο ωστόσο µέρος της ηπείρου, προς τιµή του Amerigo Vespucci. Το όνοµα αυτό δεν έγινε αµέσως αποδεκτό.
Καθιερώθηκε ωστόσο στη συνέχεια από τον Apianus και τον Mercator και για το βόρειο τµήµα της ηπείρου. Ανάµεσα στους πρώτους χάρτες που απεικονίζουν την καινούργια αντίληψη για τον κόσµο είναι ο ναυτιλιακός χάρτης του Diego Ribero (1529), Πορτογάλου που εργαζόταν στην Ισπανική βασιλική αυλή. Η νέα αντίληψη για τον κόσµο είναι αποτέλεσµα της γνώσης που αποκοµίστηκε από το γύρω του κόσµου που έκανε ο Μαγγελάνος. Η Αµερική τοποθετείται στην πραγµατική της θέση και αναγνωρίζεται η απεραντοσύνη του Ινδικού Ωκεανού.
Σύγκριση του χάρτη του Ribero µε το χάρτη του Cosa δείχνει τη µεγάλη αλλαγή στην αντίληψη για τον κόσµο, η οποία συντελέστηκε µέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα και δεν έχει ανάλογο προηγούµενο. Ο χάρτης του Ribero, όπως όλα τα Ισπανικά ναυτιλιακά διαγράµµατα της εποχής, κατασκευάστηκε στο πρότυπο των πορτολάνων.
Η Ιταλική Χαρτογραφική Σχολή
Στον 16ο αιώνα η Ιταλική Σχολή έδωσε ταωραιότερα δημιουργήματά της στον το μέα της χαρτογραφίας, που απέδειξαν τη μεγάλη καλλιτεχνική υπεροχή των Ιταλών καλλιτεχνών, τουλάχιστον στην τεχνική της χαλκογραφίας, μεθόδου εκτύπωσης που αντικατέστησε την ξυλογραφία και που διατηρήθηκε μέχρι την εποχή της ανακάλυψης της φωτολιθογραφίας. Λόγω αυτής της νέας τεχνικής, οι χάρτες διακρίνονται πλέον για τη λεπτότητα και αυστηρότητα των γραμμών τους. Τα χαρτογραφικά κέντρα της Ιταλίας εκείνη την περίοδο είναι η Ρώμη και η Βενετία. Εκεί πρωτοεμφανίζονται οι άτλαντες Lafreri.
Για τους ιΙταλικούς χάρτες της Ελλάδας αυτής της περιόδου υπάρχει και ένας ιδιαίτερος λόγος ενδιαφέροντος, γιατί πολλοί απ’ αυτούς στηρίζονται, σε γενικές γραμμές, σε έργο Έλληνα χαρτογρά φου, του Κερκυραίου Ν. Σοφιανού. Από τις ξυλογραφημένες εκδόσεις αυτού του οκτάφυλλου χάρτη δεν σώζονται αντίτυπα της πρώτης (1536) και της δεύτερης (1544), αλλά σώζονται αντίτυπα της επανέκδοσης του 1601 και της χαλκογραφημένης του 1552. Ο N. Σοφιανός χρησιμοποίησε σαν κύρια πηγή για το χάρτη του τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Παυσανία, Στράβωνα και Πτολεμαίο.
Τον ίδιο αιώνα στην Ευρώπη διακρί νεται ο περίφημος χαρτογράφος Martin Waldseemuller, ο οποίος το 1507 σχεδίασε χάρτη της Β. και Ν. Αμερικής, που είναι πιθανότατα ο πρώτος χάρτης στον οποίο ο Νέος Κόσμος ονομάστηκε Αμερική από το όνομα του Αμέρικο Βεσπούτσι. Ο Waldseemuller εξέδωσε ακόμη στο Στρασβούργο υδρόγειο σφαίρα διαμέτρου 110 εκατοστών. Μια υδρόγειο σφαίρα κατασκεύασε επίσης και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, η οποία αποτελούνταν από 8 κομμάτια κολλημένα μεταξύ τους. Από τον 16ο αιώνα εμφανίζεται επίσης η τάση για την καλλιτεχνική χαρτογρά φηση.
Οι νέοι χάρτες είναι έγχρωμοι, αληθινά αριστουργήματα τέχνης, και διακοσμημένοι με παραστάσεις, αφού εξακολουθούσαν να περιλαμβάνουν πολ λές κενές περιοχές, για τις οποίες ο καλλι τέχνης χρησιμοποιούσε τη φαντασία του. Τον 16ο αιώνα επίσης εμφανίστηκαν και οι λεγόμενες «Κοσμογραφίες», εγχειρίδια γεωγραφίας, αστρονομίας, ιστορίας και φυσικών επιστημών, εικονογραφημένα με χάρτες και σχήματα. Στο πρώτο µισό του 16ου αιώνα, την περίοδο που η Ιταλική αναγέννηση βρισκόταν στην κορύφωση της, η παραγωγή χαρτών στην Ιταλία έφθασε σε πολύ υψηλό επίπεδο, ιδιαίτερα από καλλιτεχνική πλευρά.
Οι πρώτοι χάρτες της Ιταλικής σχολής κατασκευάστηκαν στο πρότυπο των Πορτολάνων, µε τις γραµµές διευθύνσεων και τα ρόδα των ανέµων. Αργότερα, στους χάρτες και τα ναυτιλιακά διαγράµµατα εισήχθηκαν προβολές. Από τους πιο παραγωγικούς χαρτογράφους της Ιταλικής σχολής είναι ο Battista Agnse από τη Βενετία, του οποίου οι χειρόγραφοι έγχρωµοι χάρτες θεωρούνται έργα τέχνης. Από τα βασικότερα δείγµατα χαρτογραφικής εργασίας της περιόδου είναι ο άτλαντας του Lafreri (Ρώµη, 1556 - 1572) που περιέχει τυπωµένους χάρτες των καλύτερων χαρτογράφων της εποχής.
Οι Κοσµογραφίες
Ανάµεσα στα πιο δηµοφιλή βιβλία της Αναγέννησης ήταν οι κοσµογραφίες «cosmographiae» - βιβλία γεωγραφίας, αστρονοµίας, ιστορίας και φυσικών επιστηµών στα οποία υπήρχαν χάρτες και εικόνες. Από τις πρώτες και πιο δηµοφιλής ήταν η κοσµογραφία «Cosmographia» του Petrus Apianus (1495 - 1554) καθηγητή µαθηµατικών στη Βαυαρία και από τους πιο διακεκριµένους κοσµογράφους της εποχής του. Εισήγαγε επίσης τη στερεογραφική προβολή που προς τιµή του αναφέρεται και ως προβολή «Apianus». Η Cosmographia του Apianus (1524) έγινε σύντοµα το πιο δηµοφιλές σχετικό ανάγνωσµα, µεταφράστηκε σε πέντε γλώσσες και είναι γνωστές τουλάχιστον δεκαπέντε εκδόσεις.
Η Ολλανδική Χαρτογραφική Σχολή
Η Ιταλική Σχολή άρχισε βαθμιαία να φθίνει στα τέλη του 16ου αιώνα, καθώς το κέντρο βάρους του εμπορίου και της γενικότερης οικονομικής ανάπτυξης μετα τοπίζεται βορειότερα. ΄Ετσι, την σκυτάλη στον τομέα της χαρτογραφίας παίρνει η Ολλανδική Σχολή, η παραγωγή της οποίας άρχισε από το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα και έφθασε, ουσιαστικά χωρίς διακοπή, μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Ολλανδικής Σχολής υπήρξε ο μαθηματικός και γεωγράφος Γεράρδος Μερκάτορ (1512 - 1594).
Σ’ αυτόν οφείλεται η επινόηση της Μερκατορικής προβολής, χάρη στην οποία λύθηκε ένα μακροχρόνιο πρό βλημα των θαλασσοπόρων, αφού τους έδωσε τη δυνατότητα να χαράζουν τις διοπτεύσεις τους ως ευθείες γραμμές, δηλαδή να αναπαριστάνουν σε επίπεδο τη σφαιρική επιφάνεια της Γης. Ο Μερκάτορ κατασκεύασε επίσης όργα να αστρονο μικών και γεωγραφι κών παρα τηρήσε ων, με τη βοήθεια των οποί ων προχώρη σε στην χαρτο γράφηση μεγάλων εκτάσεων της γης. Ήταν ο πρώτος μάλιστα που συνέλαβε την ιδέα της χαρτογράφησης ολόκληρης της επιφάνειας του πλανήτη και παρου σίασε συστηματική συλλογή πολλαπλών χαρτών σε φύλλα μέσα σε έναν δεμένο τόμο, τον οποίο ονόμασε «Άτλαντα».
Εξέδωσε ειδικότερα χάρτη των δύο ημισφαιρίων το 1538, χάρτη της Ευρώπης το 1554, και γενικά χάρτη που περιλάμ βανε τον τότε γνωστό κόσμο, δηλαδή την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική. Δίκαια λοιπόν ο Μερκάτορ θεωρείται ως ο θεμελιωτής της νεότερης χαρτογραφίας. Κάποιοι από τους χάρτες που σχεδιάστηκαν με βάση το σύστημα της Μερκατορικής προβολής είναι ο χάρτης του Νέου Κόσμου, που καταρτίστηκε το 1509 από τον Juan de la Cosa της εξερευνητικής αποστολής του Κολόμβου και ιδιοκτήτη της ναυαρχίδας «Santa Maria».
Ο χάρτης αυτός περιελάμβανε όλες τις ανακαλύψεις του Κολόμβου, τις προσεγγίσεις του Cobral στη Βραζιλία, τα ταξίδια του Cabot στον Καναδά και τις θαλάσσιες οδούς του Βάσκο ντα Γκά μα προς τις Ινδίες. Άλλοι χάρτες του Νέου Κόσμου σχεδιάστηκαν από τον Πέτρο Ραϊνέλ (1504 - 1542), τον Νούνιο Γκαρθία ντε Τορένο (1520), του οποίου το χαρτογραφικό έργο περιλαμβάνει 21 χάρτες του στενού του Μαγγελάνου και τον Πορτογάλο κοσμογράφο του βασιλιά της Ισπανίας Diego Ribero (1529), ο οποίος παρουσίασε εκτεταμένο χάρτη του Ειρηνικού, που για πρώτη φορά γινόταν γνωστός την εποχή εκείνη, με στοιχεία που συγκέντρωσε από επιζήσαντες συντρόφους του Μαγγελάνου που έφτασαν στη Σεβίλλη το 1522.
Κατά τους 16ο και 17ο αιώνα τα κυριότερα κέντρα χαρτογρα φικής δραστηριότη τας ήταν η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, οι Χώρες του Ρήνου, η Ολλανδία και η Ελβετία. Γρήγορα όμως η Αγγλία και η Γαλλία πήραν τα πρωτεία, λόγω της ανάπτυξης της ναυτιλίας τους και της αποικιακής ισχύος τους. Την περίοδο αυτή ωστόσο το σκήπτρο της χαρτογραφί ας κατείχε, όπως αναφέραμε παραπάνω, η Ολλανδία, ιδιαίτερα με την περίφημη έκδοση στην Αμβέρσα το 1570 από τον Abraham Ortelius de Jode, τον δεύτερο μεγάλο εκπρόσωπο της Ολλανδικής Σχολής, του άτλαντα «Theatrum Orbis Terrarum» (Θέατρο όλης της γης), ο οποίος περιελάμβανε 119 χάρτες και 12 χάρτες αρχαίας ιστορίας.
Ο Ortelius δεν ήταν πρωτότυπος χαρτογράφος, αλλά χρησιμοποίησε για το έργο του προγενέστερους χάρτες, χρησιμοποιώντας όμως πλουσιότερη διακόσμηση. Τόσο το έργο του Μερκάτορ όσο και το έργο του Ortelius γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις. Περίφημοι επίσης την ίδια περίοδο ήταν οι χάρτες της Βιρτζίνια και της νέας Αγγλίας, που σχεδιάστηκαν από τον πλοίαρχο Τζών Σμιθ και ήταν οι πρώτοι χάρτες των Αγγλικών αποικιών που εκδόθηκαν στο Λονδίνο το 1612.
Η θέση της Ολλανδίας, ως εµπορικό κέντρο της Ευρώπης, η ανάπτυξη της βιοµηχανίας και της ναυσιπλοΐας, η επικράτηση της ως αποικιακή δύναµη, σε συνδυασµό µε την καλλιτεχνική φύση των κατοίκων της, είχαν ως αποτέλεσµα την εξέλιξη και άνθιση της χαρτογραφίας και τη δηµιουργία συγκεκριµένης τεχνοτροπίας, η οποία χαρακτηρίζεται ως Ολλανδική χαρτογραφική σχολή. Η περίοδος που ξεκινά από τα µέσα του 16ου αιώνα και διαρκεί για περισσότερο από εκατό χρόνια χαρακτηρίζεται ως η χρυσή περίοδος της Ολλανδικής χαρτογραφίας. Πατέρας της Ολλανδικής χαρτογραφίας ήταν ο Geradus Mercator (1512 - 1594).
Η µεγαλύτερη συµβολή του Mercator ήταν η απελευθέρωση της χαρτογραφίας από την επίδραση του Πτολεµαίου. Έως αυτήν την εποχή οι χαρτογράφοι ήταν δέσµιοι των θεωριών του Πτολεµαίου και διαιώνιζαν τις απόψεις και τα σφάλµατα του, χωρίς να επιχειρήσουν να τα δουν κριτικά. Ο Mercator χρησιµοποίησε όλες τις υπάρχουσες πηγές για να συνθέσει το υλικό του, µελέτησε κριτικά τους υπάρχοντες χάρτες, τους αντιπαράθεσε µε τις περιγραφές των θαλασσοπόρων και µε τις δικές του εµπειρίες από τα ταξίδια του. Έγινε γνωστός για το χάρτη της Μεσογείου που κατασκεύασε το 1554, στον οποίο ελαττώνει το µήκος της Μεσογείου στις 53 µοίρες, διορθώνοντας ως ένα βαθµό το σφάλµα του Πτολεµαίου.
Σήµερα είναι πιο γνωστός για τη Μερκατορική προβολή, η οποία εξαιτίας της ιδιότητας της να απεικονίζει της λοξοδροµίες ως ευθείες γραµµές, εφαρµόζεται στα ναυτιλιακά διαγράµµατα. Ο Mercator χρησιµοποίησε την προβολή αυτή στο µεγάλο παγκόσµιο ναυτιλιακό του χάρτη το 1569. Ο Mercator δεν έκδωσε κανένα σπουδαίο άτλαντα κατά τη διάρκεια της ζωής του, ωστόσο, ενθάρρυνε το φίλο του Abraham Ortelius στην έκδοση του άτλαντα «Theatrum Orbis Terrarum» το 1570, ο οποίος θεωρείται ο πρώτος σύγχρονος παγκόσµιος άτλαντας. Τον άτλαντα αποτελούσαν 53 πρωτότυπα φύλλα χαλκού. Το χρώµα είχε προστεθεί στους χάρτες µε το χέρι.
Στη σύνθεση του άτλαντα, στη µεν πρώτη έκδοση έλαβαν µέρος 87 γεωγράφοι και χαρτογράφοι, στη δε δεύτερη που έγινε το 1587, τα φύλλα αυξήθηκαν σε 108 και οι συµµετέχοντες σε 137. Ο άτλαντας του Mercator εκδόθηκε µετά το θάνατο του το 1595 από το γιο του Rumold. Οι χαρτογραφικές παραγωγές του εκδοτικού οίκου του Mercator συνεχίστηκαν από το γαµπρό του, γνωστό χαρτογράφο, Jodocus Hondius (1563 - 1611) και στην συνέχεια, από το γιο και το γαµπρό του δεύτερου, Jan Janszoon (1596 - 1664). Ο άτλαντας του Janszoon «Niewe Atlas» αποτελείται από 400 φύλλα χαρακτικής υψηλής αισθητικής.
Την ίδια εποχή, ένας άλλος χαρτογραφικός εκδοτικός οίκος, µε τίτλο «Cartographer for the Republic», ιδρύθηκε στο Άµστερνταµ από τον Willem Janszoon Blaeu (1571 - 1638), φίλο και µαθητή του σπουδαίου Δανού αστρονόµου Tycho Brahe. Ο τίτλος του εκδοτικού οίκου είναι χαρακτηριστικός της αλλαγής που έγινε αυτήν την περίοδο στη λειτουργία του χάρτη, που από µέσο ενασχόλησης των ευγενών και των ναυτικών, περνούσε στα χέρια του ευρύτερου κοινού. Ο άτλαντας του οίκου αυτού, µε τίτλο «Atlas Novus» κυκλοφόρησε το 1634 και περιλάµβανε έξι µεγάλους τόµους. Στην επόµενη έκδοση, µε τίτλο «Major Atlas» οι τόµοι αυξήθηκαν στους δώδεκα και µεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Στο τέλος του 17ου αιώνα, είχαν ιδρυθεί πολλοί χαρτογραφικοί εκδοτικοί οίκοι κυρίως στο Άµστερνταµ, και τα προϊόντα τους χάρτες, άτλαντες, υδρόγειοι κατέκλυσαν την Ευρώπη. Εκατοντάδες άτλαντες εκδόθηκαν, ωστόσο, ελάχιστοι συγκρίνονταν σε ποιότητα και αισθητική µε τους χάρτες των Janszoon και Blaeu. Οι χαρτογραφικοί οίκοι για να αντέξουν τον ανταγωνισµό και για να µπορέσουν να απευθυνθούν σε µεγαλύτερο κοινό αναγκάστηκαν να χαµηλώσουν την ποιότητα. Η ποσότητα επικράτησε εις βάρος της ποιότητας. Οι χάρτες των Γάλλων πλέον υπερείχαν των Ολλανδών µε εξαίρεση τα ναυτιλιακά διαγράµµατα στα οποία υπερτερούσαν οι Ολλανδοί µέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, οπότε θα ξεπεραστούν από αυτά των Άγγλων.
Οι πρώτοι Ολλανδικοί χάρτες µπορούν να θεωρηθούν κορυφαία δείγµατα σε ότι αφορά την καλλιτεχνική έκφραση στη χαρτογραφία. Οι µεταγενέστεροι χάρτες υπερέχουν µεν στην ακρίβεια, ωστόσο από άποψη αισθητικής δε συγκρίνονται µε χάρτες όπως για παράδειγµα των Janzoon και Blaeu. Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του Ολλανδικού λαού και τα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης της ζωγραφικής την ίδια εποχή, είχαν ως αποτέλεσµα την αντιµετώπιση των χαρτών ως έργων τέχνης. Κάθε φύλλο χάρτη χαρακτηρίζεται από την αρµονία της σύνθεσης του. Η θάλασσα, η στεριά, οι τίτλοι και η διακόσµηση ήταν αρµονικά κατανεµηµένα.
Χαρακτηριστικές πινελιές «swash lines» διακοσµούσαν συχνά τους κενούς χώρους και ένας πιο ευανάγνωστος τύπος γραµµάτων εισήχθηκε από τον Mercator. Ο τίτλος, η κλίµακα και άλλες πληροφορίες συνήθως τοποθετούνταν µέσα σε πλαίσια «cartouches», τα οποία συχνά κοσµούνταν µε χαρακτηριστικά της χώρας. Ωστόσο, οι προσπάθειες διακόσµησης δεν ήταν πάντοτε επιτυχείς και καµιά φορά µπορούν να χαρακτηριστούν αφελείς, όπως για παράδειγµα Αφρικανοί βασιλιάδες να ζουν σε Ολλανδικά παλάτια σε τροπικές περιοχές. Συχνά ο χάρτης δεν ήταν προσανατολισµένος µε το βορρά στην κορυφή έτσι ώστε η όλη διάταξη να ταιριάζει καλύτερα στο χαρτί. Το σηµείο του βορρά ήταν επίσης διακοσµηµένο.
Ο χάρτης, ωστόσο, είναι µέσο µετάδοσης πληροφοριών και εξετάζοντας µε βάση αυτή την άποψη τους Ολλανδικούς χάρτες, διαπιστώνεται ότι γινόταν άκριτη χρήση πληροφορίας και θυσιαζόταν η ακρίβεια εις βάρος ης καλλιτεχνικής αρµονίας. Για παράδειγµα, στις περιοχές που δεν είχαν εξερευνηθεί και δεν υπήρχαν δεδοµένα του γεωγραφικού χώρου, γίνονταν συµπληρώσεις µε διακοσµητικά στοιχεία και φανταστικά χαρακτηριστικά αφού ο άδειος χώρος δε βοηθούσε στις πωλήσεις.
Η Χαρτογραφική Δραστηριότητα των άλλων Χωρών κατά την Περίοδο της Αναγέννησης
Στη χαρτογραφία οι Γάλλοι διατήρησαν για περισσότερο καιρό κάποια χαρακτηριστικά του Μεσαίωνα. Οι πρώτοι Γαλλικοί χάρτες, στα µέσα του 16ου αιώνα, κατασκευάστηκαν στο πρότυπο των Πορτολάνων, µε έµφαση ωστόσο στην καλλιτεχνική µορφή του χάρτη, έτσι που να µοιάζουν µε πίνακες ζωγραφικής. Τα ναυτιλιακά διαγράµµατα των χαρτογράφων της σχολής της Dieppe είναι από τους πιο ωραίους χάρτες που έχουν γίνει. Λιγότερο διακοσµητικοί είναι οι χάρτες των «διαφωτιστών» (elumineurs) Guillotiere και Bouguerau στο τέλος του 16ου αιώνα. Η ανάπτυξη της Γαλλικής χαρτογραφίας ήταν βαθιά επηρεασµένη από την εργασία της οικογένειας Sanson.
Ο ιδρυτής του εκδοτικού οίκου ήταν ο Nicolas Sansos d’ Arville (1600 - 1667), Φλαµανδικής καταγωγής, ο οποίος είχε επιδράσεις από την Ολλανδική χαρτογραφία. Ο εκδοτικός αυτός οίκος περνώντας στους απογόνους του ιδρυτή, ανέπτυξε δραστηριότητα για πολλά χρόνια. Έκδωσε πολλούς άτλαντες, χάρτες δρόµων και ποταµών της Γαλλίας και πολλούς ιστορικούς χάρτες. Οι χάρτες του οίκου Sanson, µοιάζουν µε τους χάρτες της Ολλανδικής σχολής, ωστόσο, συνήθως, χαρακτηρίζονται από µεγαλύτερη επιστηµονική αντιµετώπιση της απεικόνισης, µε πολύ λιγότερα διακοσµητικά στοιχεία, µε µεγαλύτερη ακρίβεια στις απεικονιζόµενες γεωγραφικές πληροφορίες, συχνά µε τη µορφή σύντοµων γραπτών κειµένων.
Σηµαντική δουλειά στη γεωγραφία και τη χαρτογραφία έκανε την ίδια εποχή ο Alexis Hubert Jaillot, ο οποίος χρησιµοποίησε πρωτότυπους χάρτες του οίκου Sanson και τους συµπλήρωσε µε στοιχεία που ο ίδιος είχε συλλέξει. Έκδωσε επίσης, το σηµαντικότερο γεωγραφικό έργο της περιόδου εκείνης, το ''Le Neptune Francois'' (1693) σε συνεργασία µε τον Jean Dominique Cassini και άλλους χαρτογράφους της εποχής. Αξιοσηµείωτη χαρτογραφική δραστηριότητα είχε και η Αγγλία κατά την περίοδο της Αναγέννησης και πιο συγκεκριµένα την εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ.
Οι Αγγλικοί χάρτες είχαν έντονη την επίδραση της Ολλανδικής χαρτογραφικής σχολής, µε πρόσθετο στοιχείο την απεικόνιση µεγάλης λεπτοµέρειας, που σε συνδυασµό µε τη λιγότερη αίσθηση της αναλογίας, καθιστούσε συχνά τους χάρτες δυσανάγνωστους. Πρωτοπόρος της Αγγλικής χαρτογραφίας θεωρείται ο Christopher Saxton (1542 - 1608?). Η µεγάλη του συνεισφορά είναι ο άτλαντας των επαρχιών της Αγγλίας που εκδόθηκε το 1579. Ένας σηµαντικός Αγγλικός χάρτης, είναι ένας ναυτιλιακός παγκόσµιος χάρτης που εκδόθηκε το 1599 σε Μερκατορική προβολή και περιλάµβανε πληροφορίες από τα ταξίδια και τις ανακαλύψεις του Drake. Πιθανόν έργο του Edward Wright.
Ο χάρτης θεωρείται από τους καλύτερους χάρτες της εποχής και ο Shakespeare κάνει αναφορά σε αυτόν στη «∆ωδέκατη Νύχτα». Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ο άτλαντας οδικών λουρίδων του John Ogilvie. Σε σειρά χαρτών «λουρίδων» δίνει τις αποστάσεις σε µίλια κατά µήκος κύριων οδικών αξόνων από το Λονδίνο προς επαρχιακές πόλεις. Στους χάρτες υπάρχουν διακοσµητικά στοιχεία που περιγράφουν τον τρόπο µέτρησης των γεωµετρικών δεδοµένων του χάρτη, όπως για παράδειγµα άλογο µε τοπογράφο και όργανα µέτρησης.
Ο µεγαλύτερος χαρτογράφος προς τα τέλη της Αναγέννησης θεωρείται ο Βενετός Vincenzo Coronelli (1650 - 1718) γνωστός για τις υδρόγειους και ουράνιες σφαίρες που κατασκεύασε στο Παρίσι γα τον Λουδοβίκο XIV.
Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ
Η σύγχρονη εποχή της χαρτογραφίας αρχίζει από τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι μετρήσεις και όλες γενικά οι χαρτογραφικές εργασίες γίνονται πλέον με επιστημονικές μεθόδους και οι χάρτες που καταρτίζονται είναι περισσότερο ακριβείς και λεπτομερείς, καθώς παραστάσεις τεράτων ή λιονταριών εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους σε πραγματικά στοιχεία. Η ανακάλυψη νέων οπτικών οργάνων και ιδιαίτερα του τηλεσκόπιου, συμβάλλει σημαντικά στην ακρίβεια των αστρονομικών παρατηρήσεων, ενώ η ανακάλυψη του χρονομέτρου κατέστησε επίσης ευκολότερο τον υπολογισμό του γεωγραφικού μήκους, με αποτέλεσμα οι χαρτογράφοι να έχουν στη διάθεσή τους πολύ περισσότερες πληροφορίες για τα νησιά και τις ακτές.
Με την ανατολή του 18ου αιώνα αρχίζει ουσιαστικά να φθίνει η Ολλανδική Σχολή. Έτσι, τον αιώνα αυτόν τα σκήπτρα στη χαρτογραφία πήρε η Γαλλία, καθώς οι Γαλλικοί χάρτες συνδυάζουν με αξιοθαύμαστο τρόπο τη μαθηματική ακρίβεια με την καλλιτεχνική παρουσίαση. Περίφημοι είναι οι 98 χάρτες του Guillaume Delisle (1675 - 1726), μεταξύ των οποίων και πολλοί χάρτες της Ελλάδας, ιστορικοί και σύγχρονοι. Ως αφετηρία μάλιστα της σύγχρονης εποχής της χαρτογραφίας μπορεί να θεωρηθεί ο τοπογραφικός χάρτης της Γαλλίας, που καταρτίστηκε το 1760 από τον Καίσαρα Φραγκίσκο Cassini de Thury (1714 - 1784) κλίμακας 1:86.400, και ήταν ο πρώτος τοπογραφικός χάρτης που στηρίχτηκε σε τριγωνισμό ακριβείας.
Η έκδοση του χάρτη αυτού άρχισε από το 1744 και συ μπληρώθηκε το 1793 από τον γιο του Jean Cassini. Στη Γαλλία τις χαρτογραφικές εργασίες ανέλαβε η Γαλλική Ακαδημία, και το 1748 εκδόθηκε ο «Γεωμετρικός χάρτης της Γαλλίας», που αποτελούνταν από 182 φύλλα με συμπλήρωση και αναθεώρηση των μετρήσεων και παρατηρήσεων από στρατιωτικό προσωπικό. Ο Ναπολέοντας ήταν θερμός υποστηρικτής της σύνταξης χαρτών, και αποφάσισε μάλιστα την χαρτογραφική απεικόνιση ολόκληρης της Ευρώπης σε κλίμακα 1:100.000, μετά την πτώση του όμως το σχέδιο αυτό ναυάγησε. Με την περίοδο αυτήν και ιδιαίτερα με τη Γαλλική Επανάσταση συνδέεται και η ανάπτυξη των συναφών επιστημών, όπως της γεωδαισίας, της αστρονομίας, της υδρογραφίας, και άλλων.
Από τους Ναπολεόντειους πολέμους η ανάγκη χρησιμοποίησης των χαρτών για στρατιωτικούς σκοπούς γίνεται περισσότερο επιτακτική, και έτσι οι προσπάθειες των Ευρωπαϊκών κρατών στρέφονται προς αυτόν το σκοπό, ώστε να υπάρχει ενημέρωση σε κάθε στιγμή για τα εδάφη στα οποία λαμβάνουν χώρα κινήσεις των εχθρικών στρατευμάτων. Και επειδή τα τεχνικά μέσα και οι δαπάνες που απαιτούνται για τις έρευνες είναι υπέρογκα και ξεπερνούν τις δυνατότητες των ιδιωτών χαρτογράφων, τα ίδια τα κράτη αναλαμβάνουν την οργάνωση εθνικών υπηρεσιών για τη σύνταξη κάθε είδους χαρτών, στρατιωτικών, εμπορικών, οδικών κτλ.
Τέτοιου είδους οργανισμοί αποτελούν η Χαρτογραφική Υπηρεσία της Βρετανίας, το Εθνικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο της Γαλλίας και το Landestopographie της Ελβετίας. Στις Η.Π.Α., όπου οι ανάγκες εθνικής άμυνας δεν ήταν σε πρώτη προτεραιότητα, εξαιτίας της απόστασής τους από την Ευρώπη και από τους πολέμους που διεξάγονταν εκεί, τη σύνταξη χαρτών ανέλαβαν ιδιωτικοί οργανισμοί με πολιτικό χαρακτήρα, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι με συμβάσεις να παραδίδουν όλα τα αποτελέσματα των μελετών τους στο κράτος. Τέτοιοι οργανισμοί στις Η.Π.Α. ήταν η Υπηρεσία Γεωλογικών Ερευνών και η Εθνική Υδρογραφική Υπηρεσία.
Μόνο μετά την εμπλοκή της Αμερικής στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η σύνταξη των το πογραφικών κυρίως χαρτών ανατέθηκε στην Army Map Service («Στρατιωτική Χαρτογραφική Υπηρεσία») εξαιτίας του απόρρητου χαρακτήρα τους. Τον 18ο αιώνα η Μεγάλη Βρετανία αναδείχθηκε σε πρώτη ναυτική δύναμη του κόσμου, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μεγάλη ανάπτυξη της χαρτογραφίας, ιδιαίτερα σε ναυτικούς χάρτες για τη διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας. Η Μεγάλη Βρετανία πρότεινε μάλιστα ο πρώτος μεσημβρινός να διέρχεται από το Γκρήνουιτς, πρόταση την οποία αποδέχθηκαν σταδιακά όλα τα κράτη.
Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα της ωκεανογραφίας ήταν ο παλιός μαγνητικός χάρτης του ΄Εντμοντ Χάλεϋ, ο οποίος αναθεωρείται με νέα δεδομένα. Αργότερα σχεδιάστηκαν παρόμοιοι χάρτες για τα θαλάσσια ρεύματα, τις παλίρροιες και τους ανέμους. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει εδώ για τον μοναδικό, σχεδόν, Έλληνα χαρτογράφο του 18ου αιώνα, τον βάρδο Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίο), στον οποίο ανήκει ο, άγνωστος ίσως στην Ευρώπη αλλά ιδιαίτερα γνωστός στην Ελλάδα, δωδεκάφυλλος χάρτης της Ελληνικής Ανατολής, η περίφημη «Χάρτα», τυπωμένη στη Βιέννη το 1797.
Ο τεράστιος αυτός χάρτης, που αρχίζει από τα Καρπάθια και το Δούναβη και φθάνει ως την Κρήτη, απλώνεται από την Αδριατική ως τον Εύξεινο Πόντο και τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας, παρουσιάζει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, κυκλοφόρησε ελάχιστα και γι’ αυτό έχει γίνει σπανιότατος. Ο χάρτης βασίζεται σε υλικό που άντλησε ο Ρήγας από το έργο του J. Barthelemy «Ταξείδιον του Νέου Αναχάρσιδος εις Ελλάδα», που τυπώθηκε στο Παρίσι το 1788 από χάρτες Γάλλων και Γερμανών γεωγράφων της εποχής και χαράχθηκε από τον Βιεννέζο Φ. Μύλλερ. Κάθε κενός χώρος του αξιοποιείται με πολλές πληροφορίες, παραστάσεις 162 αρχαίων νομισμάτων, καταλόγους ενδόξων ανδρών της Ελληνικής ιστορίας, χρονολογίες μαχών κτλ.
Το 18ο αιώνα, µέσα από µεγάλης κλίµακας, σχεδόν συνεχείς πολέµους, αρχίζουν να συγκροτούνται στην Ευρώπη οι µεγάλες δυνάµεις. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δε µπορούσαν αν σχεδιαστούν και να συντονιστούν χωρίς λεπτοµερείς και ακριβείς χάρτες. Έτσι, η παραγωγή χαρτών αντιµετωπίστηκε σε εθνική πλέον βάση µε ίδρυση στρατιωτικών χαρτογραφικών υπηρεσιών, οι οποίες ξεκίνησαν τοπογραφικές αποτυπώσεις εθνικής κλίµακας και αντίστοιχες χαρτογραφήσεις. Ακολουθεί σύντοµη αναφορά στη Γαλλία και Αγγλία, χώρες που ανέπτυξαν ιδιαίτερες χαρτογραφικές δραστηριότητες κατά το 18ο αιώνα.
Η Γαλλική Χαρτογραφία
Αν η Ολλανδία ήταν η χώρα που η χαρτογραφική της δραστηριότητα στάθηκε καθοριστική στην εξέλιξη της χαρτογραφίας την περίοδο της Αναγέννησης, η Γαλλία έπαιξε ένα αντίστοιχο ρόλο το 18ο αιώνα. Οι χάρτες των δύο αυτών σχολών, έχουν σηµαντικές διαφορές, οι οποίες απορρέουν και από τα διαφορετικά κίνητρα και τους διαφορετικούς σκοπούς κατασκευής τους. Στην Ολλανδία, οι χαρτογραφικοί εκδοτικοί οίκοι, που άνθησαν το 16ο και 17ο αιώνα, είχαν κίνητρο το οικονοµικό κέρδος και εποµένως, έριχναν το βάρος τους στην καλλιτεχνική µορφή του χάρτη, ως τρόπου προσέλκυσης πολυπληθέστερου αγοραστικού κοινού.
Στη Γαλλία όµως, του 18ου αιώνα, οι χαρτογράφοι ήταν επιστήµονες, ευγενικής συνήθως καταγωγής, που κατασκεύαζαν χάρτες για λογαριασµό της αυλής, ή για την ακαδηµαϊκή τους προβολή και όχι για κερδοσκοπικούς λόγους. Επίσης, η φιλοσοφία που επικρατούσε την περίοδο αυτή και στηριζόταν στην αναζήτηση της αιτίας των φαινοµένων, επέδρασε στην αλλαγή της µορφής των χαρτών και στον τρόπο απεικόνισης του γεωγραφικού χώρου. Τα διακοσµητικά στοιχεία, που ήταν βασικό χαρακτηριστικό των χαρτών του 16ου και 17ου αιώνα, και είχαν ως αποτέλεσµα να κατασκευαστούν χάρτες έργα τέχνης, αλλά και που πολλές φορές απεικόνιζαν φανταστικά φαινόµενα, δεν εµφανίζονται πλέον στους χάρτες του 18ου αιώνα.
Αυτό που ενδιέφερε πλέον ήταν η ακρίβεια απόδοσης των στοιχείων και η συνέπεια στην απεικόνιση των δεδοµένων εκείνων που εξακριβωµένα υπήρχαν. Χαρακτηριστικό της νέας αυτής νοοτροπίας ήταν η ύπαρξη σηµειώσεων πάνω στο χάρτη για τις ανεξακρίβωτες πληροφορίες. Η τάση αυτή για ακρίβεια ενισχύθηκε και από την κατασκευή καινούργιων οργάνων µέτρησης όπως ο εξάντας και το χρονόµετρο το οποίο κατέστησε δυνατό τον εύκολο προσδιορισµό του γεωγραφικού µήκους. Στο τέλος του αιώνα η διόπτρα αντικαταστάθηκε από το θεοδόλιχο. Επίσης, τελειοποιήθηκε η µέθοδος του τριγωνισµού για τον προσδιορισµό θέσεων στο χώρο από τον William Blaue.
H «αναδιάρθρωση» της χαρτογραφίας ξεκίνησε µε τις µετρήσεις του γεωγραφικού µήκους από τη Γαλλική Ακαδηµία στα τέλη του 17ου αιώνα. Τα γεωγραφικά µήκη προσδιορίστηκαν µε ταυτόχρονες παρατηρήσεις των εκλείψεων των δορυφόρων του ∆ία από διάφορα σηµεία της γης. Ως αποτέλεσµα, ένας καινούργιος χάρτης κατασκευάστηκε από τον Jean Dominique Cassini και τοποθετήθηκε στο πάτωµα του Παρισινού αστεροσκοπείου το 1682 -ένας από τους βασικότερους χάρτες στην ιστορία των χαρτών. Ο Guillaume Delisle, ήταν ο πιο διακεκριµένος χαρτογράφος στις αρχές του 18ου αιώνα στη Γαλλία και η βασική συνεισφορά ήταν η εξάλειψη πολλών σφαλµάτων που διαιωνίζονταν στη χαρτογραφία.
Προσδιόρισε το σωστό µήκος της Μεσογείου, δίνοντας τέλος στη συνέχιση της απεικόνισης του σφάλµατος του Πτολεµαίου. ∆ιόρθωσε το χάρτη της Καλιφόρνια, που ενώ η νότια Καλιφόρνια απεικονιζόταν από τον Mercator και τους σύγχρονους του ως χερσόνησος, το 17ο αιώνα απεικονιζόταν σε όλους τους χάρτες σαν νησί. Σε χάρτη της Βόρειας Αµερικής του 1700, που θεωρείται ο καλύτερος της εποχής του, ο Delisle την απεικόνισε µε το σωστό της σχήµα. Οι χάρτες των ηπείρων του Jean Baptise Bourguignon d’Anville (1697 - 1782), αφαιρώντας τη φανταστική πληροφορία που απεικονιζόταν στους παλαιότερους χάρτες, έκαναν φανερό πόσο λίγη γνώση υπήρχε για το εσωτερικό της Ασίας, της Αφρικής και της Αµερικής.
Σύγκριση του χάρτη της Αφρικής του Janszoon (1628) µε το χάρτη του d’Anville (1747) δείχνει τη διαφορά στην αντιµετώπιση του χάρτη από την Ολλανδική σχολή το 17ο αιώνα και από τη Γαλλική σχολή το 18ο αιώνα. Ο πρώτος χάρτης απεικονίζει την Αφρική που είναι διαιρεµένη σε βασίλεια µε σαφώς προσδιορισµένα όρια, γεµάτη από πόλεις, ποταµούς και λίµνες ακόµη και στην έρηµο της Σαχάρας. Τέρατα, ελέφαντες και λιοντάρια απεικονίζονται στο χάρτη γεµίζοντας τον άδειο χώρο σε µια εποχή που δεν υπήρχε ουσιαστικά καµία γνώση για το εσωτερικό της Αφρικής. Στο χάρτη του d’Anville όλη η φανταστική πληροφορία αποµακρύνεται και το µόνο διακοσµητικό στοιχείο είναι το πλαίσιο του τίτλου του χάρτη.
Δίπλα από αµφίβολες πληροφορίες υπάρχει σηµείωση. Η πρώτη σηµαντική τοπογραφική αποτύπωση σε εθνική κλίµακα οργανώθηκε στη Γαλλία. Το πρώτο τριγωνοµετρικό δίκτυο της χώρας οργανώθηκε από επιτροπή της Ακαδηµίας µε επικεφαλή τον Cesar Francois Cassini (1714 - 1784), το διαπρεπέστερο µέλος οικογένειας αστρονόµων και χαρτογράφων. Το αποτέλεσµα των µετρήσεων του τριγωνισµού αποδόθηκε σε χάρτη του τριγωνοµετρικού δικτύου το 1744. Το 1747 ολοκληρώθηκε από τον Cassini ένας µεγάλης κλίµακας χάρτης της περιοχής της Flanders, ο οποίος βασίστηκε στο τριγωνοµετρικό δίκτυο και κατασκευάστηκε από µηχανικούς του στρατού.
Μετά από εντολή του Βασιλιά Λουδοβίκου 15ου, ο Cassini ξεκίνησε ένα πρόγραµµα χαρτογράφησης όλης της χώρας µε την ίδια µέθοδο. Πολύ σύντοµα η συνέχιση του προγράµµατος αντιµετώπισε οικονοµικές δυσκολίες εξαιτίας της αδυναµίας του κράτους να συνεχίσει την επιχορήγηση. Ωστόσο, ο Cassini συνέχισε το έργο του, καλύπτοντας τα έξοδα από την προσωπική του περιουσία, αλλά ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει τους χάρτες να ολοκληρώνονται. Το έργο συνεχίστηκε από το γιο του Jaques Dominique και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Η ''Carte Geometrique de la France'' αποτελείται από 182 φύλλα χάρτη κλίµακας 1:86400.
Απεικονίζει πολλές λεπτοµέρειες της γήινης επιφάνειας, ωστόσο υστερεί στο τρόπο απόδοσης του αναγλύφου που γίνεται µε ένα είδος γραµµοσκίασης, µετάβασης από τη εικονογραφική απόδοση των προηγούµενων χώρων στην αυστηρή γραµµοσκίαση. Ο Ναπολέων ήταν θερµός υποστηρικτής των αποτυπώσεων και της χαρτογραφίας. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιταλία, κατ’ εντολή του ο Bacler d’Albe κατασκεύασε χάρτη της Ιταλίας κλίµακας 1:256.000 που θεωρείται από τους καλύτερους χάρτες της εποχής. Το σχέδιο του Ναπολέοντα ήταν να χαρτογραφήσει την Ευρώπη σε κλίµακα 1:100.000. Ξεκίνησε τοπογραφήσεις στη Γερµανία, την Ελλάδα και την Αίγυπτο, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Χάρτες που είχαν κατασκευαστεί έπεσαν τελικά στα χέρια των Κοζάκων στη Berezina.
Η Αγγλική Χαρτογραφία
Το 18ο αιώνα η Αγγλία έγινε η κύρια ναυτική δύναµη στην Ευρώπη. Με την εξάπλωση της κυριαρχίας της σε χώρες άλλων ηπείρων και την ανάπτυξη του εµπορίου, οι χάρτες και τα ναυτιλιακά διαγράµµατα έγιναν περιζήτητα. Η ζήτηση αυτή είχε ως αποτέλεσµα την εγκατάσταση στο Λονδίνο χαρτογράφων από την Ολλανδία και τη Γαλλία και το Λονδίνο να καταστεί χαρτογραφικό κέντρο. Οι Αγγλικοί χάρτες δε διέφεραν από τους Γαλλικούς, ενώ πολλοί ήταν αντίγραφα των χαρτών του Delisle ή του d’Arville χωρίς αυτό να αναφέρεται πάντα. Από τους πιο παραγωγικούς χαρτογράφους της εποχής ήταν ο Hermann Moll, Ολλανδός που εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το 1688.
Χαρακτηριστικό των χαρτών του ήταν η χρήση πολλών γεωγραφικών σηµειώσεων, µε τις οποίες κάλυπτε όλο το διαθέσιµο χώρο, καθιστώντας τους χάρτες του σχεδόν εγχειρίδια γεωγραφίας. Η χρυσή περίοδος για την Αγγλική χαρτογραφία ξεκινά από τα µέσα του 18ου αιώνα. Με προτροπή της Γαλλίας, στο δεύτερο µισό του 18ου αιώνα αρχίζει η τοπογραφική αποτύπωση της Αγγλίας.
Το 1787 τελείωσε ο προσδιορισµός του τριγωνοµετρικού δικτύου της χώρας από το στρατηγό Roy και το 1791 ιδρύθηκε η Στρατιωτική Τοπογραφική Υπηρεσία της Μεγάλης Βρετανίας, (Ordance Survey of Great Britain) που εξακολουθεί µέχρι σήµερα να είναι ο βασικό χαρτογραφικός φορέας της χώρας. Ο πρώτος χάρτης κλίµακας 1 ίντσα: 1 µίλι εκδόθηκε το 1791, αλλά πέρασαν αρκετές δεκαετίες πριν την ολοκλήρωση της τοπογράφησης της χώρας.
Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
Στις αρχές του 19ου αιώνα στον το μέα της επιστημονικής χαρτογραφίας ηγείται η Γερμανία με τους ονομα στούς χαρτογράφους Χούμπολτ Μπεργκχάους, Κίπερτ και Πέτερμαν. Την ίδια εποχή εκδίδονται οι άτλαντες της γεωγραφίας του Στίλερ, της ιστορίας του Σπρούνερ, οι σχολικοί χάρτες του Σύντοβ και της φυσικής του Μπεργκχάους. Περίφημοι χάρτες την εποχή αυτή εκδόθηκαν στην Ελβετία, στη Γαλλία, στην Αυστρία και στην Ιαπωνία με την ίδρυση το 1888 του Imperial Land Survey. Κατά τον 19ο αιώνα ιδρύονται επί σης διεθνείς γεωγραφικές ενώσεις, οι οποίες οργανώνουν συνέδρια με σκοπό την επίλυση βασικών προβλημάτων της χαρτογραφίας.
Ειδικότερα, στο Διεθνές Γεωγραφικό Συνέδριο στην Αμβέρσα το 1871 αποφασίστηκε η καθιέρωση του μεσημβρινού του Γκρήνουιτς ως βασικού κοινού για όλα τα κράτη μεσημβρινού και στο ίδιο Συνέδριο στη Βέρνη το 1891 προτάθηκε η κατάρτιση ενός «Πα γκόσμιου Χάρτη» κλίμακας 1:1.000.000. Ωστόσο, αν και καθορίστηκαν οι τεχνικές και επιστημονικές προδιαγραφές αυτού του χάρτη, η σύνταξή του γινόταν με αργούς ρυθμούς γιατί πολλές περιοχές του γήινου πλανήτη δεν είχαν ακόμη χαρτογραφηθεί. Το ενδιαφέρον για τη συνέχιση αυτού του προγράμματος ανα ζωπυρώθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και στα μέσα της δεκαετίας του 1980 βρισκόταν κοντά στην ολοκλήρωσή του.
Τέλος, στο Γεωγραφικό Συνέδριο στο Βερολίνο το 1899 αποφασίστηκε η κατάρτιση του «Παγκόσμιου Βυθομετρικού Χάρτη των Ωκεανών». Στις αρχές του 20ου αιώνα τα σκήπτρα στον τομέα της χαρτογραφίας κατείχε η Γαλλία με τους ονομαστούς χάρτες των Σράντερ, Μπογκ, Βιβιέν ντε Σαιν-Μαρτέν και άλλων. Στο ίδιο επίπεδο βρίσκονταν και οι Ιταλικοί χάρτες των γεωγραφικών ινστιτούτων του Πέργκαμο και του Ντε Αγκοστίνι. Το 1922 ιδρύθηκε η Διεθνής Γεωγραφική Ένωση, η οποία εκτός από γεωγρα φικά συνέδρια, διοργανώνει διεθνείς επιτροπές που ερευνούν σημαντικά θέματα της χαρτογραφίας (συνοπτικοί εθνικοί και περιφερειακοί άτλαντες, πληθυσμιακοί χάρτες και παγκόσμιοι γεωμορφολογικοί χάρτες).
Κατά το 19ο αιώνα ο δυτικός πολιτισµός επεκτείνεται σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσµο µε εξαίρεση την Ιαπωνία και την Κίνα και κάποιων µικρών κρατών. Όλες σχεδόν οι χώρες ήταν κάτω από την κυριαρχία άµεση ή έµµεση των Ευρωπαίων ή των απογόνων τους. Οι αποικίες, που τον προηγούµενο αιώνα περιορίζονταν σε παράκτιες περιοχές, τώρα επεκτείνονται στο εσωτερικό των ηπείρων. Η προσπάθεια εξερεύνησης του εσωτερικού των ηπείρων είχε ως αποτέλεσµα τις τοπογραφικές αποτυπώσεις των περιοχών αυτών και τη συλλογή πληροφοριών, έτσι ώστε να αρχίσουν να εµφανίζονται χάρτες κρατών, των οποίων ως τότε µόνο τα παράλια ήταν χαρτογραφηµένα µε ακρίβεια.
Ο 19ος αιώνας, περίοδος της βιοµηχανικής επανάστασης και της µηχανής, επέδρασε στη χαρτογραφία µε διάφορους τρόπους. Τα δίκτυα των σιδηροδρόµων χρειάζονταν αποτυπώσεις ακριβείας που σε πολλές χώρες αποτέλεσαν τη βάση της κατασκευής του χάρτη της χώρας. Η τοποθέτηση υποθαλάσσιων καλωδίων δηµιούργησε την ανάγκη αποτύπωσης των βυθών. Τηλεγραφικές γραµµές µετάδιδαν την ώρα του Greenwich σε διάφορες θέσεις, καθιστώντας εύκολο τον προσδιορισµό του γεωγραφικού µήκους. Η ανάπτυξη της λιθογραφίας, της χαλκογραφίας, της φωτολιθογραφίας και της έγχρωµης τυπογραφίας δηµιούργησαν νέας µορφής χάρτες, έγχρώµους, ωραιότερους, αλλά κυρίως µικρότερου κόστους κατασκευής και άρα πιο προσιτούς σε ευρύτερο κοινό.
Ένα άλλο γεγονός του 19ου αιώνα που συνέβαλε στην εξέλιξη της χαρτογραφίας, ήταν η ανάπτυξη των επιστηµών, οι οποίες για πρώτη φορά εισήγαγαν το χάρτη ως εργαλείο µελέτης και έρευνας του γνωστικού τους αντικειµένου. Εµφανίζεται, δηλαδή, µια νέα κατηγορία χαρτών που έχει αντικείµενο την απεικόνιση φαινοµένων του γεωγραφικού χώρου, όχι κατ’ ανάγκη συγκεκριµένων ή ορατών, η οποία µελλοντικά θα δηµιουργήσει ένα ιδιαίτερο τοµέα της χαρτογραφίας, τη θεµατική χαρτογραφία.
Στις αρχές του 19ου αιώνα εµφανίζονται οι πρώτοι γεωλογικοί χάρτες και στη συνέχεια, άτλαντες µετεωρολογίας, ωκεανογραφίας, βιολογίας, εθνογραφίας κλπ. Οι σχολικοί χάρτες και άτλαντες χρησιµοποιούνται σταθερά ως βοηθήµατα στην εκπαίδευση. Ο επαναπροσδιορισµός της επιστήµης της γεωγραφίας το 19ο αιώνα έδωσε νέα ώθηση στη χαρτογραφία. Το 18ο αιώνα η γεωγραφία είχε περιγραφικό χαρακτήρα και συνέλεγε ετερόκλητα δεδοµένα. Ο Alexander von Humboldt επισήµανε τη σηµασία του επιστηµονικού ταξιδιού και της κριτικής παρατήρησης των αιτιών και των αποτελεσµάτων - της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου µε το περιβάλλον.
Ο σπουδαίος εξερευνητής Ferdinand von Richthofen έδωσε έµφαση στη γεωµορφολογία του περιβάλλοντος. Οι καινούργιες αυτές απόψεις συνέβαλαν στη δηµιουργία νέων και καλύτερων χαρτών. Το εµπόριο καθώς και οι κλάδοι της στατιστικής και των οικονοµικών έδιναν δεδοµένα στη χαρτογραφία και έτσι χαρτογράµµατα, διαγράµµατα και χάρτες εικονογραφούν βιβλία, περιοδικά και εφηµερίδες. Η χώρα που διακρίνεται για την παραγωγή χαρτών το 19ο αιώνα είναι η Γερµανία. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των χαρτών αυτών είναι η ακρίβεια και το πλήθος των λεπτοµερειών απόδοσης και η πολυχρωµία. Το ανάγλυφο αποδίδεται µε ένα είδος απλής γραµµοσκίασης (hacturing).
Οι χάρτες εκδίδονται από ιδιωτικούς εκδοτικούς οίκους και εξέχουσα είναι χαρτογραφική δουλεία που γίνεται στο Γεωγραφικό Ινστιτούτου του Justus Perthes. Στα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζουν να κυκλοφορούν οι πρώτοι εθνικοί άτλαντες, που είναι µεγάλου µεγέθους τόµοι µε σειρές χαρτών, κυρίως θεµατικών, για το συγκεκριµένο κράτος. Τα δεδοµένα των χαρτών είναι στατιστικά αποτελέσµατα µετεωρολογικών παρατηρήσεων, γεωλογικών στοιχείων, δεικτών οικονοµικής και κοινωνικής υποδοµής. Τέτοιας µορφής άτλαντες κατασκευάστηκαν κατ’ αρχήν στη Φιλανδία, τη Σουηδία, τη Γαλλία, τη Σκοτία, την Τσεχοσλοβακία, τη Ρωσία, και τις ΗΠΑ.
Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ
Αν ο 19ος αιώνας µπορεί να χαρακτηριστεί ως ο αιώνας των εθνικών χαρτογραφήσεων, ο 20ος µπορεί να χαρακτηριστεί ως ο αιώνας των χαρτογραφήσεων σε διεθνές επίπεδο. Στην αλλαγή αυτή συνετέλεσε η εισαγωγή της αεροφωτογραφίας στη µέθοδο κατασκευής του χάρτη, καθώς και οι ανάγκες που δηµιουργήθηκαν µε τη χρήση του αεροπλάνου στην ανάπτυξη των διακρατικών εµπορικών συναλλαγών και γενικά των µετακινήσεων. Παράλληλα µε τη φωτογραφία, η συνεχής εξέλιξη της φωτολιθογραφίας και της φωτοχαρακτικής έχουν συνεχή επίδραση στην ποιότητα των παραγοµένων χαρτών καθώς επίσης και η ανάπτυξη των συστηµάτων offset.
Το 1891 ξεκίνησε ένα πρόγραµµα για τη χαρτογράφηση κάλυψη ολόκληρου του πλανήτη σε ενιαία κλίµακα 1:1.000.000, αλλά χρειάστηκαν 15 χρόνια για να θεσµοθετηθούν οι προδιαγραφές του. Εκδόθηκαν κάποιοι χάρτες αλλά οι παγκόσµιοι πόλεµοι διέκοψαν το έργο. Ιδιαίτερα µετά το 2ο παγκόσµιο πόλεµο, ραγδαία είναι η εξέλιξη της θεµατικής χαρτογραφίας. Όλο και περισσότερες επιστήµες και τεχνολογίες χρησιµοποιούν τους χάρτες ως µέσα έρευνας και µελέτης. Τα µεγάλα επίσης τεχνικά έργα απαιτούν σχεδιασµό και µελέτη σε χάρτες υπόβαθρα. Το γεγονός, ωστόσο, που πραγµατικά αποτέλεσε την επανάσταση στη χαρτογραφία, όπως άλλωστε σε πολλές επιστήµες, ήταν η εισαγωγή του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Η συνεχής εξέλιξη των ηλεκτρονικών τεχνικών εξοπλισµών και λογισµικών, έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές σε όλα τα στάδια της χαρτογραφικής διαδικασίας - συλλογή, επεξεργασία και απόδοση. Οι αλλαγές αυτές συχνά επιδρούν σε αρχές και κανόνες καθιερωµένους και θεσµοθετηµένους κατά τη διάρκεια της µακρόχρονης εξέλιξης της χαρτογραφίας, όπως αλλαγές στο µέσο απόδοσης του χάρτη, που από σχέδιο σε χαρτί γίνεται εικόνα σε οθόνη υπολογιστή, στο τρόπο σχεδίασης του και στα µέσα εκτύπωσης του µε τη διάδοση των εκτυπωτών Laser.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και Μεταγενέστεροι Χρόνοι
Πριν και κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου λίγες περιοχές του πλανήτη είχαν χαρτογραφηθεί, διότι λεπτομερείς χάρτες ή δεν υπήρ χαν ή ήταν περιορισμένης έκτασης και ακρίβειας. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως αναφέρει και μια έκθεση της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, μέχρι το 1940 μόλις το 10% του κόσμου είχε χαρτογραφη θεί με επαρκή λεπτομέρεια. Κατά τη δεκαετία 1930 - 1940 μόνο η Γερμανία ασχολείται συστηματικά με τη χαρτογραφία. Λόγω της προετοιμασίας της για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη για τη σύνταξη χαρτών για στρατιωτικούς κυρίως σκοπούς πήρε εθνικό χαρακτήρα.
Οι στρατηγικοί χάρτες που διέθετε το Γ' Ράιχ κατά τη διάρκεια του πολέμου καλύπτουν όλη την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική και αποτελούν αριστουργήματα καλαισθησίας και ακρίβειας. Αλλά και στις ΗΠΑ με την κήρυξη του πολέμου έγινε επιτακτική η ανάγκη για την κατάρτιση χαρτών, με συνέπεια να τεθεί σε εφαρμογή ένα μεγάλο πρόγραμμα αεροφωτογράφησης και επεξεργασίας των στοιχείων με τη χρήση της τριγωνομετρικής μεθόδου, ώστε να υποβοηθούνται οι στρατιωτικές μονάδες που δρούσαν στον Ειρηνικό, Ατλαντικό και αλλού. Ταυτόχρονα, πολλές συμμαχικές χώρες εξέδωσαν χάρτες για την κάλυψη των στρατιωτικών τους αναγκών, είτε με στοιχεία που δανείζονταν από τις ΗΠΑ, είτε με στοιχεία των δικών τους γεωγραφικών υπηρεσιών.
Κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, λόγω του Ψυχρού Πολέμου η ανά γκη για τη σύνταξη χαρτών έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Οι χώρες του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας συνέχισαν την κατάρτιση χαρτών τόσο για στρατιωτικούς όσο και για οικονομικούς σκοπούς. Παράλληλα, εκπονήθηκαν προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης για την κατάρτιση χαρτών οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, καθώς και για λόγους γεωργικής και βιομηχανι κής εκμετάλλευσης. Εκτός από τα παραπάνω, πολλές χώρες άρχισαν την κατάρτιση του κτηματολογίου τους, γεγονός που συνετέλεσε στην οι κονομική και βιομηχανική τους ανάπτυξη μέσω του εντοπισμού όλων των πόρων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών που διαθέτουν (εδάφους, υπεδάφους, θαλάσσιου βυθού κτλ.).
Μετά το 1950 η χαρτογραφία έφτασε στο απόγειό της με τη ραγδαία ανάπτυξη της αεροφωτογράφησης, των σύγχρονων οπτικών μέσων και συσκευών μέτρησης αποστάσεων, της χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της χρησιμοποίησης φωτοχημικών εκτυπωτικών μεθόδων και εκτυπωτικών μηχανών (offset) μέγιστης ακριβείας και απόδοσης. Επίσης, η ίδρυση το 1961 της Διεθνούς Οργάνωσης Χαρτογραφίας εξασφάλισε τη συστηματική μελέτη των προβλη μάτων της χαρτογραφίας, βασισμένη στη συνεργασία των ενδιαφερό μενων κρατών, η οποία γίνεται με επιστημονικά και τεχνικά συνέδρια κάθε δύο χρόνια και με ειδικές επιτροπές εργασίας.
Σημαντικό ρόλο, τέλος, διαδραματίζει το Γραφείο Χαρτογραφίας Ηνωμένων Εθνών, που διοργανώνει χαρτογραφικά συνέδρια κάθε τρία χρόνια, τα οποία ασχολούνται κυρίως με ζητήματα που αφορούν τις αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Άπω Ανατολής.
Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 15ο ΕΩΣ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ
H Ιστορία της Χαρτογραφίας είναι ο πολυτιμότερος αρωγός της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, κυρίως, των περιοχών που βρέθηκαν υπό βενετική διοίκηση από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα. Χάρτες, τοπογραφικά σχέδια και κτηματολόγια εικονογραφούν την Κρήτη, την Πελοπόννησο και τις νησιωτικές περιοχές του Ιονίου. Με προεξάρχοντες τους χάρτες της Κρήτης του 16ου και 17ου αιώνα και της Πελοποννήσου του 18ου, η εικόνα του χώρου πού συνέβησαν πολλά από τα ιστορικά γεγονότα είναι σαφής. Οι χάρτες της Κρήτης παρουσιάζουν το αμετάβλητο της μορφής των οικισμών για αιώνες, επιβεβαιώνοντας τα φιλολογικά και ιστορικά κείμενα.
Οι χάρτες της Πελοποννήσου δείχνουν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις και τους νέους οικισμούς που ιδρύθηκαν, κυρίως, μετά τον 18ο αιώνα και κάνουν κατανοητό το ευάλωτο της χερσονήσου. Τα κτηματολόγια επιτρέπουν την γνώση της σύνθεσης του πληθυσμού, της καλλιέργειας της γης και των πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων. Επιτρέπουν ακόμη την εύρεση ή ταύτηση αρχαίων και Μεσαιωνικών οικισμών. Από τα χαρτογραφικά πρωτόλεια των Isolarii του Αιγαίου τον 15ο και 16ο αιώνα, μέχρι τα αριστουργηματικά κτηματογραφικά σχέδια της Κέρκυρας τον 18ο, οι θαλασσοκρατούντες Βενετοί, επέτυχαν να σχεδιάσουν τον ωραιότερο πορτολάνο χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, αποδεικνύοντας ότι βασική αρχή του διοικείν είναι η πλήρης γνώση των εδαφών των εκάστοτε κτήσεων.
Θα ήταν ευχής έργον τα πολύτιμα αυτά πληροφοριακά στοιχεία, που παρέχονται με τόση αφθονία από τους χειρόγραφους και έντυπους Βενετσιάνικους χάρτες και τα τοπογραφικά σχέδια, να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ανωτάτη εκπαίδευση των Ελληνικών και διεθνών πανεπιστημίων και λοιπών ιδρυμάτων. Όχι μόνον για τις γνώσεις, αλλά και για το υψηλό αισθητικό επίπεδο των χαρτογραφικών και τοπογραφικών τους απεικονίσεων. Η Ελληνική χαρτογραφία είχε την τύχη να βρει στο πρόσωπο του C. Buοndelmonti ένα άξιο χαρτογράφο του Αιγαίου. Οι χειρόγραφοι χάρτες του τον 15ο αιώνα περιέχουν ανεκτίμητες πληροφορίες. Στην περίοδο αυτή οι χάρτες δεν παρουσιάζουν όμως τη σωστή απεικόνιση των Ελληνικών ακτών.
Μία πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι η υφιστάμενη παραμόρφωση οφείλεται στο λαθεμένο προσδιορισμό των παραλλήλων και μεσημβρινών των διαφόρων τόπων. Τα χαρτογραφικά αυτά λάθη, που είναι αρκετά, οφείλονται στο γεγονός ότι οι χαρτογράφοι της εποχής σχεδίαζαν με βάση τις πληροφορίες τρίτων, συνήθως ναυτών που μετέφεραν τις παρατηρήσεις τους στηριζόμενοι καθαρά σε υποκειμενικά κριτήρια. Στην Ιταλία εμφανίζονται μια σειρά από ιζολάρια και μονόφυλλοι χάρτες που εξετάζουν την Ελλάδα από τοπογραφική άποψη. Ενδιαφέροντα ιζολάρια εκδίδει ο A. Myller το 1683. Τα ιζολάρια του Widman είναι χωρίς χαρτογραφική σημασία μια και στην εποχή της γραφής του 1750, υπάρχουν έργα πολύ πιο προηγμένα τεχνολογικά.
Τα χαρτογραφικά κέντρα της Ιταλίας εκείνη την περίοδο είναι η Ρώμη και η Βενετία. Στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα τα κέντρα χαρτογραφίας μετατοπίζονται από την Ιταλία στην Βόρεια Ευρώπη. Με πρότυπο τα αντίστοιχα Ιταλικά, οι χαρτογραφικοί οίκοι του Βορρά κατασκευάζουν πορτολάνους χάρτες με ανάλογο ύφος, δηλ. με λοξοδρομικές γραμμές. Τον 16ο και 17ο αιώνα παρουσιάζονται και έργα περιηγητικών περιγραφών. Στη μεταβατική αυτή περίοδο αναπτύσσεται και η ιστορική χαρτογραφία του Ελλαδικού χώρου. Ξένοι περιηγητές, αρχαιολόγοι αλλά και έμποροι ταξιδεύουν στην Ελλάδα για να ανακαλύψουν αντικείμενα ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας.
Καταγράφουν τις εμπειρίες τους σε βιβλία και μεταφέρουν το ενδιαφέρον τους για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο σε ευρύτερο κοινό. Έτσι τον 17ο αιώνα εμφανίζονται χάρτες της Ελλάδας με ιστορικό περιεχόμενο π.χ. η Αργοναυτική εκστρατεία, ο Τρωικός πόλεμος, η θαλασσοπορία του Οδυσσέα κ.α. Από τα μέσα του 17ου αιώνα δυναμώνει η Ιταλική χαρτογραφική παράδοση. Ο σημαντικότερος ιταλός χαρτογράφος Coronelli μας άφησε ένα εκτεταμένο έργο για την Ελληνική χαρτογραφία. Τον 18ο αιώνα οι Γάλλοι διοργανώνουν στην Ελλάδα ειδικές χαρτογραφικές αποστολές με ειδικούς επιστήμονες.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Κόμης Choiseul Gouffier σχεδιάζει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τις Ακτές της Τρωάδας και κάνει κριτική της χαρτογραφίας της Ελλάδας. Το 1818 εκδίδεται στο Παρίσι ο ναυτικός χάρτης της Ελλάδας από τον Ζακυνθινό Νικόλαο Κεφάλα, με πρότυπο τους αντίστοιχους Αγγλικούς, Γαλλικούς και Ισπανικούς χάρτες. Με την πτώση του Ναπολέοντα την χαρτογραφική πρωτοπορία του Ελλαδικού χώρου την κερδίζουν οι Άγγλοι. Μας δίνουν καλούς χάρτες των Ελληνικών νησιών και ακτών. Η επιστημονική τους χάραξη έγινε στις αρχές του 19ου αιώνα από την Υδρογραφική Υπηρεσία του Βρετανικού Ναυαρχείου.
ΚΡHTH
To έτος 1538 ένας ανώνυμος Βενετός μηχανικός παραδίδει τον, έως τώρα θεωρούμενο, πρώτο τοπογραφικό χάρτη της Κρήτης, διαστάσεων 15,5 x 49 εκ. Ο χάρτης είναι έγχρωμος, γεωφυσικός και αναγράφονται τα παράλια τοπωνύμια όπως γίνεται και στους πορτολάνους χάρτες. Σε όλη την επιφάνειά του διακρίνεται εσχάρα με τετράγωνα διαστάσεων 1,8 x 1,8 εκ, που σημαίνει ή ότι αντιγράφει άλλον προγενέστερο χάρτη, ή ότι τον έχουν αντιγράψει. Τα έτη 1562 και 1563 ο Κρητικός καπετάνιος και χαρτογράφος Giorgio Sideri Calapoda στηριγμένος, προφανώς, στα περιγράμματα του ανωνύμου Βενετού, παραλαμβάνει τη σκυτάλη και παραδίδει τρεις χάρτες της Κρήτης, αισθητικά αριστουργήματα.
Ο παλαιότερος και ωραιότερος όλων είναι περγαμηνός διαστάσεων 1,42 x 63,5 εκ. και φυλάσσεται στο Μουσείο Correr της Βενετίας. Είναι δε κατάμεστος με τα τοπωνύμια της γενέτειρας του Sideri Calapoda, κυρίως στο εσωτερικό του νησιού. Ο χάρτης αυτός είναι ο πρώτος τοπογραφικός ο οποίος παύει να σημειώνει μόνον τα παράλια τοπωνύμια και ξεφεύγει, έτσι, από τη παράδοση των πορτολάνων χαρτών. Το πολύ σημαντικό αυτό γεγονός, αποδεικνύει τις άριστες γνώσεις του χαρτογράφου τοπωνυμιακές αλλά και τοπογραφικές, εφ' όσον τα τοπωνύμια είναι στη σωστή, ως προς τις συντεταγμένες τους, θέση.
Οι δύο άλλοι χάρτες, με μικρότερες διαστάσεις, βρίσκονται σε δύο ναυτικούς άτλαντες, οι οποίοι φυλάσσονται ο μεν πρώτος στη Βρεταννική Βιβλιοθήκη, ο δε δεύτερος στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και οι δύο αντιγράφουν το χάρτη του Μουσείου Correr σε γενικευμένη μορφή και υπό σμίκρυνση. Το έτος 1612 ο μηχανικός Francesco Basilicata παραδίδει τον πρώτο από τους έξι δικούς του χάρτες της Κρήτης, διαστάσεων 32,2 x 74,4 εκ., συνοδεύοντάς τον με 51 πίνακες των ακτών, των λιμένων, των σημαντικών πόλεων, των νησίδων, των καστελλιών.
Από την έρευνα για το ανώνυμο χειρόγραφο, το οποίο αποτελείται από 13 σχέδια της Κρήτης και βρίσκεται στον τόμο GT 229q της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, αποδείχθηκε ότι ο μηχανικός είχε σχεδιάσει και άλλον χάρτη της Κρήτης, περί το 1600. Δυστυχώς, ο χάρτης αυτός έχει χαθεί. Ο Basilicata, τελικά, σφράγισε με το έργο του τους συνυπηρετούντες μηχανικούς συναδέλφους του, έστω και αν δύο από αυτούς -οι Angello Oddi και Raffael Monanni- υπήρξαν επικεφαλής του. Το 1638 μετά από 40 χρόνια γονιμότατης και ακαταπόνητης παρουσίας στην Κρήτη, και τουλάχιστον 250 σχέδια, στο τελευταίο χειρόγραφό του, αυτό της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Μπολώνιας, κλείνει τον κύκλο των χαρτών και των αποτυπώσεών του για το Βασίλειον της Κρήτης (Regno di Candia).
Στο χειρόγραφο αυτό εκτός από τον πλήρη χάρτη περιέχονται άλλοι τέσσερεις μικρότεροι που αποτυπώνουν με κάθε λεπτομέρεια τις τέσσερεις επαρχίες (territorii) της Κρήτης. Όπως έχει τεκμηριωθεί από τις νεώτερες έρευνες στη Βενετία τα τελευταία 40 χρόνια, η Κρήτη ήταν για τους θαλασσοκρατούντες Βενετούς σημαντικώτατη για τέσσερεις ολόκληρους αιώνες (1211 - 1669). Και αγωνίστηκαν με νύχια και με δόντια να την κρατήσουν όπως αποδεικνύει η, για σχεδόν 25 χρόνια, πολιορκία του Χάνδακα από τους Τούρκους. Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία κάστρου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όλος ο 17ος αιώνας υπήρξε εξαιρετικά κρίσιμος για την άμυνα της Κρήτης.
Αφού τελείωσαν οι εργασίες κατασκευής των νέων τειχών σύμφωνα με το προμαχωνικό σύστημα (fronte bastionato), που εξασφάλιζε την επαρκή προστασία από το καινούργιο όπλο, την πυρίτιδα, το ενδιαφέρον της διοικήσεως επικεντρώθηκε στον έλεγχο των ακτών και των νησίδων, κυρίως των ευάλωτων βορείων παραλίων, που παρείχαν εύκολη πρόσβαση στο νησί. Πολλοί μηχανικοί βρέθηκαν να αποτυπώνουν το κάθε τι με λεπτομέρεια και περισσότερα από 1.000 σχέδια παρουσιάζουν ανάγλυφα την Κρήτη και την αγωνία όλων των κατοίκων εντοπίων και Βενετών.
Μελετώντας τα σχέδια αυτά τα δύο τελευταία χρόνια έμεινα έκθαμβη όχι μόνο από την ποιότητα και την αισθητική τους, αλλά, κυρίως, για τον αγώνα των τοπογράφων μηχανικών που περιπολούσαν τις ακτές και τις νησίδες χειμώνα καλοκαίρι. Ανεβοκατέβαιναν τα βουνά ελέγχοντας τις φρυκτωρίες και τους αμυντικούς πύργους. Ξαναέχτιζαν τα γκρεμισμένα από τη θάλασσα νεώρια και επισκεύαζαν τους προμαχώνες στον Χάνδακα, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στη Σητεία στην Ιεράπετρα, στο Παλαιόκαστρο, στους Καλούς Λιμνιώνες και στις νησίδες της Γραμβούσας, των Αγίων Θεοδώρων, της Σούδας, της Ντίας, της Σπιναλόγγας, της Γαύδου.
Ο μηχανικός Monanni αναφέρει ότι τα σχέδιά του, τα οποία κοσμούν το χειρόγραφό του Relazione Topografica del Regno di Candia, που φυλάσσεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, ήταν: frutto delle mie continuate fatiche. Ο μηχανικός Basilicata αφήνει, μέσα από το κείμενο της περίφημης Αναφοράς (Relazione), που συντάσσει το έτος 1630, να φανεί ο μεγάλος έρωτάς του για το νησί το οποίο σημάδεψε για 40 ολόκληρα χρόνια τη ζωή του. Αποκαλεί την Κρήτη: si preggiato Regno. Στα 1618 στη προμετωπίδα του εξαίρετου χειρογράφου του, του Μουσείου Correr, γράφει: Pervetusti, atque nobilissimi Cretensis Regni.
Η έρευνα του έργου των μηχανικών, την οποία η γράφουσα ξεκίνησε στη Βενετία από το 1998, αποκάλυψε ένα σωρό λεπτομέρειες για τον τρόπο εργασίας τους και την επίδραση του έργου του ενός στον άλλον. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τρία από τα σωζόμενα σχέδια της νησίδας Γαύδου (Gozzo) του μηχανικού Monanni. To πρώτο προέρχεται από τη συλλογή της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Χανίων η οποία χρονολογείται στα 1621 και είναι η πρώτη σχεδιαστική απόπειρα του μηχανικού όταν έφθασε στην Κρήτη. Το δεύτερο, αχρονολόγητο, φυλάσσεται στη Βusta 43 των Βενετικών Κρατικών Αρχείων και το τρίτο, του έτους 1631, στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη.
Τα τρία σχέδια της Γαύδου αποκάλυψαν τις τότε διαδικασίες αντιγραφής. H πρώτη διαδικασία ήταν η γνωστή εσχάρα με ισομεγέθη τετράγωνα μέσα στα οποία αντέγραφαν, κυρίως, τα περιγράμματα με σχετική και όχι απόλυτη ακρίβεια. Στη δεύτερη, το χαρτί στο οποίο αποτυπωνόταν το σχέδιο ήταν διπλωμένο στα δύο. Έτσι, ο μηχανικός είχε αυτομάτως στη διάθεσή του τέσσερεις σελίδες. Στο φ. 1r απεικονιζόταν το θέμα του. Με βελόνι, σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιοστού, δημιουργούσε τρύπες σε όλα τα σημεία που πέρασε το μολύβι του. Αυτομάτως, ακριβές αντίγραφο του σχεδίου εδημιουργείτο στο φ. 2r. Η σελίδα αυτή γινόταν η μήτρα αναπαραγωγής του θέματος δίνοντας ακριβέστατα αντίγραφα.
Ένα τρίτο χαρτί ετοποθετείτο ακριβώς από κάτω και όλη η επιφάνεια του 2r εκαλύπτετο με κάρβουνο, το οποίο περνούσε από τις τρύπες σχηματίζοντας έτσι το επόμενο ακριβές αντίγραφο. Με αυτό τον τρόπο το αρχικό σχέδιο δεν επρόκειτο να υποστεί φθορές κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής του. Ένας μικρός αριθμός αντιτύπων ήταν στην διάθεση του μηχανικού και για τις τοπικές αρχές και για να αποσταλούν στη Βενετία. Ακόμα και να δωρηθούν σε ανωτέρους αξιωματούχους των οποίων οι μηχανικοί αποζητούσαν την εύνοια. Από τα τρία σχέδια της Γαύδου το δεύτερο, το schizzo 158 της Βusta 43, έχει στην επιφάνειά του εσχάρα με 14 τετράγωνα κατά μήκος και 10 κατά πλάτος.
Επιπλέον, είναι διάτρητο με βελόνι και στο φ. 2r διακρίνεται πολύ καθαρά το κάρβουνο για τη διαδικασία της αντιγραφής. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το schizzo 158 αντιγράφει το πρώτο σχέδιο του χειρογράφου των Χανίων, αλλά, ταυτοχρόνως, είναι η μήτρα του φ. 443 του χειρογράφου της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, όπως αποδεικνύεται από την πιστότητα και τις διαστάσεις. Ένα δεύτερο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι δύο όψεις του Ρεθύμνου που συναντούμε στα ίδια χειρόγραφα, δηλαδή, στη Βusta 43 με χρονολογία 1629, και στο Relazione Topografica del Regno di Candia, της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης.
Χαρακτηριστικά σχέδια με τον μηχανικό να διακρίνεται καθισμένος στις πλαγιές του Εβλιγιά, στα νότια του Ρεθύμνου, και να σχεδιάζει την πόλη, τη Φορτέτσα και τη θάλασσα στο βάθος. Το επιχρωματισμένο σχέδιο της Μαρκιανής είναι αντίγραφο του πρώτου ασπρόμαυρου και έγινε με τη διαδικασία του βελονιού. Έτσι τα περιγράμματά του είναι λίγο πιο χοντροκομένα από το σχέδιο του Αρχείου και λείπει η φρεσκάδα της πρώτης αποτυπώσεως. Οι αποτυπώσεις της Γαύδου βοήθησαν να ταυτιστεί ο άγνωστος μηχανικός του οποίου τα σχέδια κοσμούν ένα ανώνυμο και αχρονολόγητο χειρόγραφο αφιερωμένο στη Κρήτη. Το χειρόγραφο αυτό φυλάσσεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πάδοβας.
Από την τεχνοτροπία και την μορφή των σχεδίων είναι φανερό ότι είναι έργα του Monanni. Ένα από αυτά, μάλιστα, είναι της Γαύδου και έχει τα χαρακτηριστικά περιγράμματα των υπολοίπων σχεδίων της νησίδας όλα έργα του ιδίου μηχανικού. Επιπλέον, το σχέδιο Città di Candia του φ. 21r του ιδίου χειρογράφου, στο οποίο φαίνεται η διαδρομή του περίφημου υδραγωγείου από τον Γιούχτα στον Χάνδακα, χρονολογεί το χειρόγραφο μετά το έτος 1629. Ως γνωστόν, το υδραγωγείο αυτό έγινε από τον Γενικό Προβλεπτή (Provveditor General) Francesco Moresini, ο οποίος είχε αναθέσει στον μηχανικό Monanni την καταγραφή και το σχεδιάγραμμα των δεξαμενών.
ΠEΛOΠONNHΣOΣ
Το 1700 ο μηχανικός Francesco Van Deyk, στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία, παραδίδει το Συνοπτικό Κτηματολόγιο (Catastico Ordinario), το Λεπτομερές Κτηματολόγιο (Catastico Particolare) και το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα (Disegno) της επαρχίας της Βοστίτσας (σημερινή επαρχία Αιγιάλειας). Έτσι, διασώζει με τον πλέον έγκυρο τρόπο μαρτυρίες για την μορφή της ζωής στο Βασίλειο του Μορέως (Regno di Morea) στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν για 30 χρόνια (1685 - 1715), η χερσόνησος είχε την εξαιρετική τύχη να βρεθεί στα χέρια των Βενετών.
Tα ονόματα των κατοίκων, η μορφή των εδαφών, οι καλλιέργειες, η κτηνοτροφία, τα δημόσια κτίρια, οι εκκλησίες, τα σπίτια και κυρίως το ονόματα των οικισμών καταγράφονται με απόλυτη ακρίβεια. Αρκετές φορές, μάλιστα, έχουν αλλάξει όνομα στην διάρκεια των αιώνων δυσκολεύοντας εμάς σήμερα. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με την σχεδόν αδιατάρακτη συνέχεια των οικισμών της Κρήτης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο οικισμός της Μαμουσιάς (Mamussa), που μας οδήγησε σε περαιτέρω προτάσεις για έρευνα και ανασκαφές. Ο οικισμός αυτός, με Σλαβικής προελεύσεως όνομα, βρίσκεται στα νότιοδυτικα του Διακοπτού, εντός των ορίων του δήμου που ταυτίζεται με την αρχαία Κερύνεια.
Αυτομάτως θέτει το ερώτημα της απαρχής του, της υπάρξεως του ή μη στους Βυζαντινούς χρόνους και άλλης παλαιότερης ονομασίας του. Επιπλέον το εγκυρότατο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα (Disegno) του Van Deyk καταγράφει τη θέση των εκβολών του Σελινούντος ποταμού στα ανατολικά του Αιγίου, πριν τους καταστροφικούς σεισμούς του 1748 και 1817, οι οποίοι πρέπει να άλλαξαν τη ροή του, τρέποντάς τον ανατολικώτερα στο σημείο που τον αποτύπωσε 120 χρόνια αργότερα, το 1832, ο χάρτης της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής (Εxpedition Scientifique de Morée) στον Μωριά.
Το 1707 ο επικεφαλής μηχανικός (sopra intendente) Bortolo Carmoy και οι συνάδελφοί του (publici periti) Tomaso Castelli και Antonio Borini παρέδωσαν τον πρώτο μεγάλο τοπογραφικό χάρτη της Πελοποννήσου, διαστάσεων 98 x 72 εκ. Ο τίτλος του είναι, Del Regno di Morea και αφιερώνεται στον Γενικό Προβλεπτή Angiolo Emo, μαζί με έναν ακόμα χάρτη με τίτλο, Pianta Geografica del Regno di Morea, έργο των μηχανικών Gaetano Ramena και Captain Riuiera. Οι διαστάσεις του δεύτερου χάρτη είναι 1,25 x 90 εκ. Οι μηχανικοί αποτύπωσαν με θαυμαστό, για τα μέσα της εποχής, τρόπο την χερσόνησο και τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες που διέθετε. Το διοικητικό διαχωρισμό σε τέσσερα διαμερίσματα και 24 επαρχίες.
Τις οροσειρές, τους ποταμούς, τις λίμνες και όλο τον υδάτινο πλούτο. Και τοποθέτησαν στο χάρτη στο σωστό σημείο 314 οικισμούς, δηλαδή, το 20,1% του συνόλου των 1.548 οικισμών της Πελοποννήσου οι οποίοι περιέχονται στην απογραφή Grimani του έτους 1700. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι μηχανικοί εργάσθηκαν σε διαφορετικές ομάδες χωρίς να συνεργαστούν. Έτσι, η ομάδα η οποία εσχεδίασε τον πρώτο μεγάλο τοπογραφικό χάρτη Del Regno di Morea, δεν χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες αποτυπώσεις των Disegni, τα οποία είχαν ήδη τελειώσει. Οι αποτυπώσεις των δύο χαρτών έγιναν από την αρχή.
Διαπιστώθηκε από την σύγκριση της ακτογραμμής του Disegnο της Βοστίτσας με το αντίστοιχο τμήμα του Βενετσιάνικου χάρτη του 1707. Παραμένει πάντα ανοιχτό το ερώτημα του χρόνου τον οποίον χρειάστηκαν οι μηχανικοί για την αποτύπωση του χάρτη. Με κάθε επιείκεια θα πρέπει να ξεπέρασε τα τρία χρόνια τα οποία χρειάστηκαν οι Γάλλοι μηχανικοί για να αποτυπώσουν το χάρτη της Πελοποννήσου της περίφημης Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής.
ΕΠΤΑΝΗΣΑ
Στα Ιόνια νησιά είναι γνωστό ότι η Βενετική παρουσία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και διατηρήθηκε, εν πολλοίς, μέχρι τη Συνθήκη του Campo-Formio στα 1797, όταν οι Γάλλοι Δημοκρατικοί διαδέχθηκαν την Γαληνοτάτη Δημοκρατία. Δυστυχώς, η έρευνα των χαρτογραφικών δεδομένων είναι ελλιπής. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι τα βενετικά αρχεία, αλλά και τα επιτόπια των Ιονίων νήσων επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Στα άψογα οργανωμένα Γενικά Αρχεία Κέρκυρας, υπάρχουν πολλά διάσπαρτα τοπογραφικά σχέδια και μεγάλο μέρος του Βενετσιάνικου κτηματολογίου του 1785. Από όλα αυτά ξεχώριζε, πραγματικά, το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του χωριού Γιαννάδες του μηχανικού Alessandro Ganassa.
Το χωριό βρίσκεται 18 χλμ. στα δυτικά της Κέρκυρας. Εκτός από τον άψογα σχεδιασμένο οικισμό διακρίνονται και οι διαφορετικές καλλιέργειες της γης στα κτήματα γύρω από τον οικισμό. Από την επιτόπια έρευνα φάνηκε ότι, οι τότε αμπελώνες και οι καλλιέργειες σίτου αντικαταστάθηκαν με ελαιόδενδρα τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Υπάρχει, επίσης, μια έρευνα για την Λευκάδα που ασχολείται με τις χαρτογραφικές πηγές, κυρίως τις Βενετσιάνικες. Επιπλέον, δύο άρθρα για την Ζάκυνθο από το ΣΤ' Πανιόνιο Συνέδριο. Στα δύο αυτά άρθρα γίνεται φανερός ο ρόλος της Βενετικής διοικήσεως για άλλη μια φορά, κυρίως όσον αφορά τις πρώτες απόπειρες αποτυπώσεων του νησιού.
Επίσης, είναι φανερό ότι τα Επτάνησα είχαν τοπογραφικά σχεδιαγράμματα (Disegni), τα οποία πρέπει να συνόδευαν τα Κτηματολόγια, όπως συνέβαινε και στη Πελοπόννησο. Το 1735 ιδρύθηκε στην Κέρκυρα σχολή για στρατιωτικούς μηχανικούς (ingegneri militari) και απ' ότι φαίνεται δύο, τουλάχιστον, μηχανικοί από την Πελοπόννησο όταν οι Βενετοί έφυγαν για πάντα από τον Μωριά το 1715, συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους στην Κέρκυρα. Ήσαν οι Captain Riuiera και Tomasso Castelli.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το πρώτο μεγάλο χαρτογραφικό και τοπογραφικό "σπουδαστήριο" του Ελλαδικού χώρου για τους Βενετούς υπήρξε το Βασίλειον της Κρήτης. Η πληθώρα των χαρτών και των τοπογραφικών σχεδίων, ήδη από τον 16ο αιώνα, το αποδεικνύει περίτρανα. Από την Κρήτη, όμως, λείπουν τα κτηματολόγια. Δεν γνωρίζω μέχρι τώρα τους λόγους και δεν είναι του παρόντος η απόπειρα ερμηνείας. Από το 1685 μέχρι το 1715 οι τοπογραφικές και χαρτογραφικές αποτυπώσεις συνεχίζονται στον Μωριά. Εδώ πρωτοεμφανίζονται και τα κτηματολόγια -όσα πρόλαβαν να γίνουν- στα 30 χρόνια της Βενετικής διοικήσεως στη Πελοπόννησο.
Έτσι, μαζί με τους δύο μεγάλους τοπογραφικούς χάρτες και τα πάμπολλα τοπογραφικά -κυρίως αμυντικά- σχέδια, συμπληρώνεται άριστα η εικόνα της χερσονήσου στις αρχές του 18ου αιώνα. Το πέρασμα των Βενετών μηχανικών από την Πελοπόννησο στα Επτάνησα μετά το 1715 και η ίδρυση της Βενετικής στρατιωτικής σχολής στη Κέρκυρα τον 18ο αιώνα, αποτελούν τη συνέχεια και την τοπογραφική διαδοχή της Πελοποννήσου. Η παράδοση των κτηματολογίων συνεχίστηκε και εδώ, όπως φάνηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας. Δυστυχώς, μέχρι τώρα η χαρτογραφική έρευνα για τα Επτάνησα είναι ελλιπής. Οι υπάρχοντες έντυποι χάρτες του 17ου και 18ου αιώνα αποδεικνύουν τοπογραφικές αποτυπώσεις.
Η πιθανότης υπάρξεως κτηματολογίων στα Επτάνησα πριν το 1650 μπορεί να αποτελέσει μία ευχάριστη έκπληξη και ευκαιρία για περαιτέρω έρευνα. των πηγών και στη Βενετία και στα Επτάνησα. Έτσι γίνεται σαφές πόσο σημαντικές και ακριβείς πληροφορίες παρέχει η Βενετική παρουσία στον Ελληνικό χώρο για τέσσερεις αιώνες. Ευτυχείς οι τόποι που δεν εγνώρισαν "φακιόλιον τούρκικον" αλλά βρέθηκαν στα χέρια των ανθρώπων της θάλασσας. Στα χέρια της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία, που υπήρξε στην ανατολική Μεσόγειο θυγατέρα - διάδοχος της Κωνσταντινουπόλεως και απέδειξε ότι η γνώση των εδαφών και η απόκτηση καίριων στρατηγικών σημείων συντηρεί θαλάσσιες αυτοκρατορίες για αιώνες.
Αναντίρρητα, θα ήταν ευχής έργον η διοίκηση όλων των περιοχών να είχε παραμείνει σε Ελληνικά χέρια. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, οι χαρτογραφικές γνώσεις να διευρυνθούν και να διοχετευθούν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα θετικών και κλασσικών επιστημών και για τις προσφερόμενες ιστορικές πληροφορίες αλλά και για το εξαιρετικό αισθητικό τους επίπεδο.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Ιδρυτής της σύγχρονης χαρτογραφίας θεωρείται ο Φλαμναδός γεωγράφος Γεράρδος Μερκάτωρ, ο πρώτος που έδωσε μια συστηματοποίηση στις εκτεταμένες γεωγραφικές και χαρτογραφικές γνώσεις της εποχής του, κυρίως στο φημισμένο του έργο Άτλας (1585 - 1895). Οι μεγάλες πρόοδοι της χαρτογραφίας συνέπεσαν με την ανακάλυψη νεότερων συστημάτων μέτρησης, που στηρίζονταν σε αστρονομικές και γεωδαιτικές αρχές. Από τον 19ο αιώνα όλες οι οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες φρόντισαν για τη συστηματική χαρτογράφηση του εδάφους τους και για τη σύνταξη τοπογραφικών χαρτών ή χορογραφικών χαρτών με μεγάλη κλίμακα.
Η χαρτογραφία από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα αναζητούσε μια ρεαλιστική αναπαράσταση της γεώσφαιρας. Ο σκοπός του χαρτογράφου ήταν να επικοινωνήσει την γεωγραφική πληροφορία την οποία κατείχε, σαν ειδικός, με τον έκαστο χρήστη του. Έχοντας αυτά κατά νου, αντιλαμβανόμαστε τα επιμέρους σημεία της παράγωγης και επικοινωνίας χαρτών που είναι : χαρτογράφος - γεωγραφική πληροφορία - τελικός χρηστής. Αυτό μας λέει και ο μεγάλος της χαρτογραφίας Robinson (1995), ο όποιος αναγνωρίζει τα στάδια της παράγωγης ενός χάρτη ως:
α) Συλλογή / επιλογή δεδομένων
β) Διαχείριση και γενίκευση δεδομένων, σχεδίαση χάρτη
γ) Ανάγνωση χάρτη και
δ) Ερμηνεία του χάρτη
Αυτό το τρίγωνο παραγόντων αποτελεί και τα κριτήρια παραγωγής ενός χάρτη. Ο χαρτογράφος είναι ο κύριος παράγοντας, από τον οποίο εξαρτάται και το προϊόν. Οι χαρτογράφοι στο παρελθόν χρησιμοποιούσαν πενιχρά μέσα για την εκπόνηση των πρώτων χαρτών. Μικρή ήταν και η γνώση τους σχετικά με τον κόσμο πέραν των συνόρων μιας Αυτοκρατορίας, για παράδειγμα. Σήμερα, η γνώση και η κατοχή όσο το δυνατόν περισσότερων γεωγραφικών πληροφοριών, σημαίνει και δύναμη στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και τα σύγχρονα κράτη τα οποία συλλέγουν την γεωγραφική πληροφορία σε όλο και πιο «έξυπνη» μορφή.
Η μορφή είναι ψηφιακή και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τεχνολογίες όπως γεωγραφικές βάσεις δεδομένων, λογισμικά Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π), tablet PCs, PDAs, ή ακόμα και δορυφορικές φωτογραφίες. Ο σύγχρονος χαρτογράφος λοιπόν πρέπει να κατέχει αρκετές τεχνολογικές γνώσεις ώστε να φέρει εις πέρας τη διαδικασία παράγωγης. Η φύση της γεωγραφικής πληροφορίας όπως την γνωρίζουμε σήμερα έχει αλλάξει άρδην σε σχέση με το παρελθόν. Πλέον, και με την τεχνολογική εξέλιξη, μιλούμε για γεωγραφικά δεδομένα ή Geo-Data, τα οποία έχουν ψηφιακή δομή και η χρήση/διαχείριση τους, απαιτεί λογισμικά Γ.Σ.Π.
Παρόλα αυτά όμως, οι γεωγράφοι έχουν ακόμα αρκετή δουλειά στον τομέα της ψηφιοποίησης των δεδομένων ώστε να είναι δυνατή η διαχείριση τους με σύγχρονα μέσα. Αυτό που έχει σημασία σήμερα, είναι η δημιουργία δεδομένων με διακρατική εφαρμογή, και η εναρμόνιση των διαφόρων υπαρχόντων δεδομένων στα πλαίσια υπερεθνικών σχημάτων όπως η Ε.Ε. Καθοριστικό ρόλο παίζει η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής ντιρεκτίβας Inspire προς αυτό το σκοπό (European Commission, 2007), με απώτερο στόχο την μείωση τους κόστους, αλλά και τη μείωση του χρόνου μετατροπής δεδομένων από τύπο σε τύπο.
Οι συνέπειες θα είναι ευεργετικές για τους χαρτογράφους αλλά και για τους τελικούς χρήστες των χαρτών. Το πως θα στηθεί ένας χάρτης εξαρτάται και από το ποιος θα είναι ο τελικός χρηστής. Διαφορετικά επεξεργάζεται ένα χάρτη ένας πεπειραμένος γεωγράφος σε σχέση με κάποιο στέλεχος χρηματιστηριακής εταιρείας. Αυτό είναι κάτι που ο παραγωγός χαρτών πρέπει να γνωρίζει κατά τη διάρκεια παραγωγής του χάρτη. Παραδείγματα χρηστών αποτελούν οι κυβερνητικές υπηρεσίες, οι αναγνώστες ενός περιοδικού, οι ερευνητές ενός πανεπιστημιακού προγράμματος γεωγραφίας / Γ.Σ.Π, κοκ.
Αυτό καταδεικνύει ότι ο χάρτης μεταλλάσσεται ανάλογα με το για ποιον προορίζεται και τι χρήση θα έχει. Η Χαρτογραφία παραδοσιακά έχει χωρισθεί σε διάφορους κλάδους, που ασχολούνται με ορισμένα επί μέρους γνωστικά αντικείμενα όπως :
Θεματική Χαρτογραφία
Ο κλάδος της Χαρτογραφίας που έχει ως αντικείμενο τη σύνθεση θεματικών χαρτών. Το κύριο αντικείμενο της Θεματικής Χαρτογραφίας είναι η γραφική απεικόνιση και ειδικότερα η χαρτογραφική αναπαράσταση με κατάλληλες τεχνικές, φαινομένων που έχουν κατανομή στον γεωγραφικό χώρο, είτε αυτός είναι ο φυσικός είτε ο ανθρωπογενής. Τα φαινόμενα αυτά μπορεί να είναι καταγεγραμμένα μέσω ποιοτικών ή (κυρίως) ποσοτικών χαρακτηριστικών και μεγεθών. Η Θεματική Χαρτογραφία αποτελεί μια σειρά από καθαρά εφαρμοσμένες διαδικασίες και μεθοδολογίες.
Μπορεί να θεωρηθεί και ως επιστήμη, εφόσον βασίζεται σε θεωρητικές επιστήμες όπως τα μαθηματικά, αλλά και ως τέχνη, αφού στόχος της είναι η ισορροπία μεταξύ της αισθητικής και της γρήγορης αντίληψης των φαινομένων που απεικονίζει ο θεματικός χάρτης. Τα σημαντικότερα θέματα που περιλαμβάνει το γνωστικό αντικείμενο της Θεματικής Χαρτογραφίας είναι:
Αναλυτική ή Μαθηματική Χαρτογραφία
Ο κλάδος της Χαρτογραφίας που ασχολείται με την επίλυση χαρτογραφικών προβλημάτων χρησιμοποιώντας μαθηματικούς ή αναλυτικούς τρόπους. Ο όρος μαθηματική χαρτογραφία χρησιμοποιούνταν από παλιά, για να περιγραφεί ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολήθηκε με το πρόβλημα των απεικονίσεων. Ο όρος αναλυτική χαρτογραφία χρησιμοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τον καθηγητή Waldo Tobler, γεωγράφο και χαρτογράφο στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, ο οποίος και θεωρείται από πολλούς ο πατέρας της Αναλυτικής Χαρτογραφίας.
Η Αναλυτική Χαρτογραφία περιλαμβάνει μαθηματικές έννοιες και μεθόδους που εφαρμόζονται στη σύγχρονη χαρτογραφία και στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών. Το αντικείμενο της περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
Ψηφιακή Χαρτογραφία
Ψηφιακή ή Αυτοματοποιημένη Χαρτογραφία, ή Χαρτογραφία με χρήση Η/Υ είναι ο κλάδος που καλύπτει ένα πλήθος δραστηριοτήτων όπως για παράδειγμα η αυτόματη σχεδίαση με ηλεκτρονικό υπολογιστή, οι μεθοδολογίες συμπίεσης δεδομένων, οι τρόποι και μέθοδοι αποθήκευσης στοιχείων, οι δομές βάσεων δεδομένων καθώς και τα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών. Εννοιολογικά είναι υποσύνολο των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών και ταυτίζεται με το στάδιο της οπτικοποίησης (visualization), καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις το παράγωγο προϊόν είναι κάποιος χάρτης εκτυπωμένος σε χαρτί (hardcopy) ή σε ψηφιακό αρχείο (softcopy).
Και επίσης δεν απαιτεί όλες τις λειτουργίες (κυρίως αυτές της επεξεργασίας και ανάλυσης) που παρέχει ένα Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών. Τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (Σ.Γ.Π) είναι Πληροφοριακά Συστήματα (Information Systems) που παρέχουν τις παρακάτω δυνατότητες:
Το 14ο αιώνα, Βυζαντινοί πρόσφυγες µετέφεραν στη δύση, µεταξύ άλλων χειρογράφων, τη Γεωγραφία του Πτολεµαίου. Στην Ιταλία, η Γεωγραφία µεταφράστηκε στα Λατινικά. Μετά την ολοκλήρωση της µετάφρασης το 1406 από τον Jacobus Angelus, χειρόγραφα αντίγραφα άρχισαν να κυκλοφορούν στην Ιταλία και τη Γαλλία, αρχικά χωρίς χάρτες και στη συνέχεια µε 26 χάρτες περιοχών και ένα παγκόσµιο χάρτη. Στο τέλος του 15ου αιώνα , κυκλοφόρησαν τυπωµένες πλέον εκδώσεις της Γεωγραφίας µε χάρτες γκραβούρες από ξυλοτυπίες ή χαλκογραφίες.
Η επίδραση του έργου του Πτολεµαίου στους χαρτογράφους ήταν τόσο µεγάλη, ώστε διατηρούσαν ακόµα και τα λάθη του στην απόδοση γεωγραφικών µορφών, παραγνωρίζοντας πιο σύγχρονες καταγεγραµµένες παρατηρήσεις ναυτικών και ταξιδιωτών. Οι παραµορφώσεις αυτές εξακολουθούσαν να εµφανίζονται στους χάρτες, σε µικρότερο ωστόσο βαθµό, και µετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, και συναντούνται ακόµη και σε χάρτες του 17ου αιώνα. Για παράδειγµα, η Μεσόγειος θάλασσα απεικονίζεται πιο επιµήκης κατά 20 µοίρες. Ο Mercator θα µειώσει το µήκος της στις 53 µοίρες, αλλά πολύ αργότερα, το 1700, στο χάρτη του Delisle, απεικονίζεται στο σωστό µήκος των 42 µοιρών.
Ο Ινδικός ωκεανός απεικονίζεται σαν κλειστή θάλασσα, η Κεϋλάνη δυσανάλογα µεγάλη σε σχέση µε την Ινδική χερσόνησο, η ανατολική Ασία χωρίς ακτογραµµή. Ο παγκόσµιος χάρτης που φαίνεται στο παρακάτω σχήµα αποτελεί παράδειγµα χάρτη που στηρίχτηκε στον Πτολεµαίο και είναι σε ψευδο-κωνική προβολή. Είναι αποτέλεσµα χαρακτικής σε χαλκό και κατασκευάστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα στην Ιταλία. Η σύγκριση του χάρτη του Πτολεµαίου µε τον καλύτερο mappamundi του Μεσαίωνα καταδεικνύει την υπεροχή του πρώτου, τουλάχιστον, ως προς την απόδοση των γεωγραφικών χαρακτηριστικών.
Ωστόσο, από την αρχή της αναβίωσης των χαρτών του Πτολεµαίου, χαρτογράφοι εκδήλωσαν πρωτοβουλίες εκσυγχρονισµού τους, ενσωµατώνοντας καινούργιες πληροφορίες από ταξιδιώτες και ναυτιλιακά διαγράµµατα. Έτσι, συναντάµε χάρτες, γνωστοί ως ''Tabulae Modernae'', οι οποίοι λειτουργούσαν ως συµπληρωµατικοί των χαρτών του Πτολεµαίου. Ένα τέτοιο παράδειγµα, αποτελεί ο χάρτης που εκδόθηκε από τον ∆ανό Claudius Clavus το 1486 που συµπεριέλαβε στο χάρτη του Πτολεµαίου τη Νορβηγία, την Ισλανδία και νότια Γροιλανδία την οποία είχε επισκεφτεί. ∆ιευρύνονται έτσι για πρώτη φορά προς τα βόρεια τα χαρτογραφικά όρια του κόσµου της αρχαιότητας.
Τυπογραφία και Χαρακτική
Το δεύτερο γεγονός -ορόσηµο- στην ανάπτυξη της χαρτογραφίας αποτέλεσε η ανακάλυψη της τυπογραφίας (από τον Γουτεµβέργιο το 1440) και της χαρακτικής. Μέχρι τότε ο σχεδιασµός των χαρτών γινόταν στο χέρι και για αυτό ήταν επίπονος και δαπανηρός. Σε πόλεις, όπως η Βενετία και το Άµστερνταµ, υπήρχαν εργαστήρια παραγωγής χαρτών, όπου πλήθος σχεδιαστών αντέγραφε χάρτες. Ωστόσο, το υψηλό κόστος παραγωγής περιόριζε τη χρήση των χαρτών στη βασιλική αυλή, στους αξιωµατικούς του στρατού και σε ορισµένα πανεπιστήµια, ενώ ο µέσος άνθρωπος δεν είχε καµιά επαφή µε χάρτες. Οι συνθήκες παραγωγής των χαρτών άλλαξαν µε τις ανακαλύψεις της τυπογραφίας και της χαρακτικής.
Στα πρώτα δείγµατα εφαρµογής της χαρακτικής τέχνης στη χαρτογραφία, χρησιµοποιήθηκε το ξύλο ως µέσο χάραξης του πρωτότυπου χάρτη. Σύντοµα όµως το ξύλο αντικαταστάθηκε από το χαλκό και η χαλκογραφία αποτέλεσε τη µέθοδο παραγωγής των χαρτών µέχρι το 19ο αιώνα. Οι χάρτες, παράγωγα αυτής της διαδικασίας, ήταν ασπρόµαυροι και χρωµατίζονταν εκ των υστέρων στο χέρι. Η πρώτη εκτύπωση χαρτών στην Ευρώπη τοποθετείται στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 15ου αιώνα. Η χάραξη των πρώτων χαρτών έγινε, όπως αναφέρθηκε, σε ξύλο και ήταν απλοί χάρτες τύπου «Ο-Τ», παγκόσµιοι χάρτες κλιµατικών ζωνών, ο παγκόσµιος χάρτης του Πτολεµαίου και χάρτες περιοχών της Ιταλίας και της Γερµανίας.
Ορόσηµο στην ιστορία της Ευρωπαϊκής χαρτογραφίας αποτελεί ο πρώτος χάρτης που εκτυπώθηκε στην Ευρώπη, συγκεκριµένα στο Augsburg το 1472, και είναι ένας απλός χάρτης «Ο-Τ» του Ισίδωρου. Ορόσηµο αποτελεί και ο πρώτος Πτολεµαϊκός χάρτης που εκδόθηκε στη Μπολόνια το 1477 και αποτελείται από 26 φύλλα που χαράχθηκαν σε χαλκό.
Οι Ανακαλύψεις των Νέων Ηπείρων
Ο τρίτος καθοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη της χαρτογραφίας ήταν οι µεγάλες ανακαλύψεις των ηπείρων. Οι πρώτες µεγάλες ανακαλύψεις έγιναν από Πορτογάλους θαλασσοπόρους κατά µήκος της ακτής της δυτικής Αφρικής. Οι ανακαλύψεις αυτές αποδόθηκαν σε πορτολάνους της εποχής, καθώς επίσης και στην υδρόγειο σφαίρα του Martin Behaim από τη Νυρεµβέργη. Η υδρόγειος αυτή, η πιο παλιά Ευρωπαϊκή υδρόγειος που διασώζεται, κατασκευάστηκε το 1492 και δείχνει τον κόσµο, έτσι όπως ήταν γνωστός, πριν από την επιστροφή του Κολόµβου από το πρώτο του υπερατλαντικό ταξίδι.
Η επίδραση του χάρτη του Πτολεµαίου στην υδρόγειο του Behaim είναι προφανής, ωστόσο, αυτή περιλαµβάνει νέες πληροφορίες, που προέκυψαν από περιγραφές του Marco Polo και αφορούν τµήµατα της ανατολικής Ασίας. Η σηµαντικότερη όµως βελτίωση, σε σχέση µε το χάρτη του Πτολεµαίου, έγκειται στην απεικόνιση της ακτογραµµής της νοτίου Αφρικής. Οι χαρτογράφοι της περιόδου των ανακαλύψεων προσπαθούσαν να εναρµονίσουν -να ενσωµατώσουν- τα νέα δεδοµένα στο χάρτη του Πτολεµαίου.
Ο χάρτης του Juan De La Cosa, χρονολογείται στα 1500, αν και πολλοί ερευνητές τον τοποθετούν αργότερα. Ο De La Cosa, µέλος του πληρώµατος του Κολόµβου στο δεύτερο ταξίδι του, απεικονίζει στο χάρτη από τα ταξίδια του Κολόμβου τα νησιά του Ατλαντικού, Μπαχάµες, Κούβα, Αϊτή και Δοµινικανή Δηµοκρατία, από το ταξίδι του Cabot τις ακτές του Καναδά και ακτές της Βραζιλίας. Οι περιοχές αυτές θεωρούνται και απεικονίζονται σαν ακτές της Ασίας. Στο χάρτη απεικονίζονται επίσης το ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, οι ανατολικές ακτές της Αφρικής από το ταξίδι του Vasco De Gama που διέσχισε τον Ινδικό και έφτασε στην Ινδία.
Ο πρώτος χάρτης που διαχωρίζει την Αµερικανική ήπειρο από την Ασία κατασκευάστηκε το 1507 από τον Αλσατό χαρτογράφο Martin Waldsmuller. Ο χάρτης, εξαιρετικό δείγµα της Γερµανικής Αναγεννησιακής Σχολής µε πολλή λεπτοµέρεια, έχει διατάσεις 1,35 x 2,45 µέτρα και αποτελείται από 12 φύλλα. Με εξαίρεση τις νέες ανακαλύψεις, ο χάρτης βασίζεται κυρίως στον Πτολεµαίο, κατασκευάστηκε ωστόσο σε µια καινούργια προβολή, που µοιάζει µε την προβολή Bonne. Για πρώτη φορά στο χάρτη αυτό αναγράφεται το όνοµα Αµερική, στο νότιο ωστόσο µέρος της ηπείρου, προς τιµή του Amerigo Vespucci. Το όνοµα αυτό δεν έγινε αµέσως αποδεκτό.
Καθιερώθηκε ωστόσο στη συνέχεια από τον Apianus και τον Mercator και για το βόρειο τµήµα της ηπείρου. Ανάµεσα στους πρώτους χάρτες που απεικονίζουν την καινούργια αντίληψη για τον κόσµο είναι ο ναυτιλιακός χάρτης του Diego Ribero (1529), Πορτογάλου που εργαζόταν στην Ισπανική βασιλική αυλή. Η νέα αντίληψη για τον κόσµο είναι αποτέλεσµα της γνώσης που αποκοµίστηκε από το γύρω του κόσµου που έκανε ο Μαγγελάνος. Η Αµερική τοποθετείται στην πραγµατική της θέση και αναγνωρίζεται η απεραντοσύνη του Ινδικού Ωκεανού.
Σύγκριση του χάρτη του Ribero µε το χάρτη του Cosa δείχνει τη µεγάλη αλλαγή στην αντίληψη για τον κόσµο, η οποία συντελέστηκε µέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα και δεν έχει ανάλογο προηγούµενο. Ο χάρτης του Ribero, όπως όλα τα Ισπανικά ναυτιλιακά διαγράµµατα της εποχής, κατασκευάστηκε στο πρότυπο των πορτολάνων.
Η Ιταλική Χαρτογραφική Σχολή
Στον 16ο αιώνα η Ιταλική Σχολή έδωσε ταωραιότερα δημιουργήματά της στον το μέα της χαρτογραφίας, που απέδειξαν τη μεγάλη καλλιτεχνική υπεροχή των Ιταλών καλλιτεχνών, τουλάχιστον στην τεχνική της χαλκογραφίας, μεθόδου εκτύπωσης που αντικατέστησε την ξυλογραφία και που διατηρήθηκε μέχρι την εποχή της ανακάλυψης της φωτολιθογραφίας. Λόγω αυτής της νέας τεχνικής, οι χάρτες διακρίνονται πλέον για τη λεπτότητα και αυστηρότητα των γραμμών τους. Τα χαρτογραφικά κέντρα της Ιταλίας εκείνη την περίοδο είναι η Ρώμη και η Βενετία. Εκεί πρωτοεμφανίζονται οι άτλαντες Lafreri.
Για τους ιΙταλικούς χάρτες της Ελλάδας αυτής της περιόδου υπάρχει και ένας ιδιαίτερος λόγος ενδιαφέροντος, γιατί πολλοί απ’ αυτούς στηρίζονται, σε γενικές γραμμές, σε έργο Έλληνα χαρτογρά φου, του Κερκυραίου Ν. Σοφιανού. Από τις ξυλογραφημένες εκδόσεις αυτού του οκτάφυλλου χάρτη δεν σώζονται αντίτυπα της πρώτης (1536) και της δεύτερης (1544), αλλά σώζονται αντίτυπα της επανέκδοσης του 1601 και της χαλκογραφημένης του 1552. Ο N. Σοφιανός χρησιμοποίησε σαν κύρια πηγή για το χάρτη του τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Θουκυδίδη, Παυσανία, Στράβωνα και Πτολεμαίο.
Τον ίδιο αιώνα στην Ευρώπη διακρί νεται ο περίφημος χαρτογράφος Martin Waldseemuller, ο οποίος το 1507 σχεδίασε χάρτη της Β. και Ν. Αμερικής, που είναι πιθανότατα ο πρώτος χάρτης στον οποίο ο Νέος Κόσμος ονομάστηκε Αμερική από το όνομα του Αμέρικο Βεσπούτσι. Ο Waldseemuller εξέδωσε ακόμη στο Στρασβούργο υδρόγειο σφαίρα διαμέτρου 110 εκατοστών. Μια υδρόγειο σφαίρα κατασκεύασε επίσης και ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, η οποία αποτελούνταν από 8 κομμάτια κολλημένα μεταξύ τους. Από τον 16ο αιώνα εμφανίζεται επίσης η τάση για την καλλιτεχνική χαρτογρά φηση.
Οι νέοι χάρτες είναι έγχρωμοι, αληθινά αριστουργήματα τέχνης, και διακοσμημένοι με παραστάσεις, αφού εξακολουθούσαν να περιλαμβάνουν πολ λές κενές περιοχές, για τις οποίες ο καλλι τέχνης χρησιμοποιούσε τη φαντασία του. Τον 16ο αιώνα επίσης εμφανίστηκαν και οι λεγόμενες «Κοσμογραφίες», εγχειρίδια γεωγραφίας, αστρονομίας, ιστορίας και φυσικών επιστημών, εικονογραφημένα με χάρτες και σχήματα. Στο πρώτο µισό του 16ου αιώνα, την περίοδο που η Ιταλική αναγέννηση βρισκόταν στην κορύφωση της, η παραγωγή χαρτών στην Ιταλία έφθασε σε πολύ υψηλό επίπεδο, ιδιαίτερα από καλλιτεχνική πλευρά.
Οι πρώτοι χάρτες της Ιταλικής σχολής κατασκευάστηκαν στο πρότυπο των Πορτολάνων, µε τις γραµµές διευθύνσεων και τα ρόδα των ανέµων. Αργότερα, στους χάρτες και τα ναυτιλιακά διαγράµµατα εισήχθηκαν προβολές. Από τους πιο παραγωγικούς χαρτογράφους της Ιταλικής σχολής είναι ο Battista Agnse από τη Βενετία, του οποίου οι χειρόγραφοι έγχρωµοι χάρτες θεωρούνται έργα τέχνης. Από τα βασικότερα δείγµατα χαρτογραφικής εργασίας της περιόδου είναι ο άτλαντας του Lafreri (Ρώµη, 1556 - 1572) που περιέχει τυπωµένους χάρτες των καλύτερων χαρτογράφων της εποχής.
Οι Κοσµογραφίες
Ανάµεσα στα πιο δηµοφιλή βιβλία της Αναγέννησης ήταν οι κοσµογραφίες «cosmographiae» - βιβλία γεωγραφίας, αστρονοµίας, ιστορίας και φυσικών επιστηµών στα οποία υπήρχαν χάρτες και εικόνες. Από τις πρώτες και πιο δηµοφιλής ήταν η κοσµογραφία «Cosmographia» του Petrus Apianus (1495 - 1554) καθηγητή µαθηµατικών στη Βαυαρία και από τους πιο διακεκριµένους κοσµογράφους της εποχής του. Εισήγαγε επίσης τη στερεογραφική προβολή που προς τιµή του αναφέρεται και ως προβολή «Apianus». Η Cosmographia του Apianus (1524) έγινε σύντοµα το πιο δηµοφιλές σχετικό ανάγνωσµα, µεταφράστηκε σε πέντε γλώσσες και είναι γνωστές τουλάχιστον δεκαπέντε εκδόσεις.
Η Ολλανδική Χαρτογραφική Σχολή
Η Ιταλική Σχολή άρχισε βαθμιαία να φθίνει στα τέλη του 16ου αιώνα, καθώς το κέντρο βάρους του εμπορίου και της γενικότερης οικονομικής ανάπτυξης μετα τοπίζεται βορειότερα. ΄Ετσι, την σκυτάλη στον τομέα της χαρτογραφίας παίρνει η Ολλανδική Σχολή, η παραγωγή της οποίας άρχισε από το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα και έφθασε, ουσιαστικά χωρίς διακοπή, μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Ολλανδικής Σχολής υπήρξε ο μαθηματικός και γεωγράφος Γεράρδος Μερκάτορ (1512 - 1594).
Σ’ αυτόν οφείλεται η επινόηση της Μερκατορικής προβολής, χάρη στην οποία λύθηκε ένα μακροχρόνιο πρό βλημα των θαλασσοπόρων, αφού τους έδωσε τη δυνατότητα να χαράζουν τις διοπτεύσεις τους ως ευθείες γραμμές, δηλαδή να αναπαριστάνουν σε επίπεδο τη σφαιρική επιφάνεια της Γης. Ο Μερκάτορ κατασκεύασε επίσης όργα να αστρονο μικών και γεωγραφι κών παρα τηρήσε ων, με τη βοήθεια των οποί ων προχώρη σε στην χαρτο γράφηση μεγάλων εκτάσεων της γης. Ήταν ο πρώτος μάλιστα που συνέλαβε την ιδέα της χαρτογράφησης ολόκληρης της επιφάνειας του πλανήτη και παρου σίασε συστηματική συλλογή πολλαπλών χαρτών σε φύλλα μέσα σε έναν δεμένο τόμο, τον οποίο ονόμασε «Άτλαντα».
Εξέδωσε ειδικότερα χάρτη των δύο ημισφαιρίων το 1538, χάρτη της Ευρώπης το 1554, και γενικά χάρτη που περιλάμ βανε τον τότε γνωστό κόσμο, δηλαδή την Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική. Δίκαια λοιπόν ο Μερκάτορ θεωρείται ως ο θεμελιωτής της νεότερης χαρτογραφίας. Κάποιοι από τους χάρτες που σχεδιάστηκαν με βάση το σύστημα της Μερκατορικής προβολής είναι ο χάρτης του Νέου Κόσμου, που καταρτίστηκε το 1509 από τον Juan de la Cosa της εξερευνητικής αποστολής του Κολόμβου και ιδιοκτήτη της ναυαρχίδας «Santa Maria».
Ο χάρτης αυτός περιελάμβανε όλες τις ανακαλύψεις του Κολόμβου, τις προσεγγίσεις του Cobral στη Βραζιλία, τα ταξίδια του Cabot στον Καναδά και τις θαλάσσιες οδούς του Βάσκο ντα Γκά μα προς τις Ινδίες. Άλλοι χάρτες του Νέου Κόσμου σχεδιάστηκαν από τον Πέτρο Ραϊνέλ (1504 - 1542), τον Νούνιο Γκαρθία ντε Τορένο (1520), του οποίου το χαρτογραφικό έργο περιλαμβάνει 21 χάρτες του στενού του Μαγγελάνου και τον Πορτογάλο κοσμογράφο του βασιλιά της Ισπανίας Diego Ribero (1529), ο οποίος παρουσίασε εκτεταμένο χάρτη του Ειρηνικού, που για πρώτη φορά γινόταν γνωστός την εποχή εκείνη, με στοιχεία που συγκέντρωσε από επιζήσαντες συντρόφους του Μαγγελάνου που έφτασαν στη Σεβίλλη το 1522.
Κατά τους 16ο και 17ο αιώνα τα κυριότερα κέντρα χαρτογρα φικής δραστηριότη τας ήταν η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, οι Χώρες του Ρήνου, η Ολλανδία και η Ελβετία. Γρήγορα όμως η Αγγλία και η Γαλλία πήραν τα πρωτεία, λόγω της ανάπτυξης της ναυτιλίας τους και της αποικιακής ισχύος τους. Την περίοδο αυτή ωστόσο το σκήπτρο της χαρτογραφί ας κατείχε, όπως αναφέραμε παραπάνω, η Ολλανδία, ιδιαίτερα με την περίφημη έκδοση στην Αμβέρσα το 1570 από τον Abraham Ortelius de Jode, τον δεύτερο μεγάλο εκπρόσωπο της Ολλανδικής Σχολής, του άτλαντα «Theatrum Orbis Terrarum» (Θέατρο όλης της γης), ο οποίος περιελάμβανε 119 χάρτες και 12 χάρτες αρχαίας ιστορίας.
Ο Ortelius δεν ήταν πρωτότυπος χαρτογράφος, αλλά χρησιμοποίησε για το έργο του προγενέστερους χάρτες, χρησιμοποιώντας όμως πλουσιότερη διακόσμηση. Τόσο το έργο του Μερκάτορ όσο και το έργο του Ortelius γνώρισαν πολλές επανεκδόσεις. Περίφημοι επίσης την ίδια περίοδο ήταν οι χάρτες της Βιρτζίνια και της νέας Αγγλίας, που σχεδιάστηκαν από τον πλοίαρχο Τζών Σμιθ και ήταν οι πρώτοι χάρτες των Αγγλικών αποικιών που εκδόθηκαν στο Λονδίνο το 1612.
Η θέση της Ολλανδίας, ως εµπορικό κέντρο της Ευρώπης, η ανάπτυξη της βιοµηχανίας και της ναυσιπλοΐας, η επικράτηση της ως αποικιακή δύναµη, σε συνδυασµό µε την καλλιτεχνική φύση των κατοίκων της, είχαν ως αποτέλεσµα την εξέλιξη και άνθιση της χαρτογραφίας και τη δηµιουργία συγκεκριµένης τεχνοτροπίας, η οποία χαρακτηρίζεται ως Ολλανδική χαρτογραφική σχολή. Η περίοδος που ξεκινά από τα µέσα του 16ου αιώνα και διαρκεί για περισσότερο από εκατό χρόνια χαρακτηρίζεται ως η χρυσή περίοδος της Ολλανδικής χαρτογραφίας. Πατέρας της Ολλανδικής χαρτογραφίας ήταν ο Geradus Mercator (1512 - 1594).
Η µεγαλύτερη συµβολή του Mercator ήταν η απελευθέρωση της χαρτογραφίας από την επίδραση του Πτολεµαίου. Έως αυτήν την εποχή οι χαρτογράφοι ήταν δέσµιοι των θεωριών του Πτολεµαίου και διαιώνιζαν τις απόψεις και τα σφάλµατα του, χωρίς να επιχειρήσουν να τα δουν κριτικά. Ο Mercator χρησιµοποίησε όλες τις υπάρχουσες πηγές για να συνθέσει το υλικό του, µελέτησε κριτικά τους υπάρχοντες χάρτες, τους αντιπαράθεσε µε τις περιγραφές των θαλασσοπόρων και µε τις δικές του εµπειρίες από τα ταξίδια του. Έγινε γνωστός για το χάρτη της Μεσογείου που κατασκεύασε το 1554, στον οποίο ελαττώνει το µήκος της Μεσογείου στις 53 µοίρες, διορθώνοντας ως ένα βαθµό το σφάλµα του Πτολεµαίου.
Σήµερα είναι πιο γνωστός για τη Μερκατορική προβολή, η οποία εξαιτίας της ιδιότητας της να απεικονίζει της λοξοδροµίες ως ευθείες γραµµές, εφαρµόζεται στα ναυτιλιακά διαγράµµατα. Ο Mercator χρησιµοποίησε την προβολή αυτή στο µεγάλο παγκόσµιο ναυτιλιακό του χάρτη το 1569. Ο Mercator δεν έκδωσε κανένα σπουδαίο άτλαντα κατά τη διάρκεια της ζωής του, ωστόσο, ενθάρρυνε το φίλο του Abraham Ortelius στην έκδοση του άτλαντα «Theatrum Orbis Terrarum» το 1570, ο οποίος θεωρείται ο πρώτος σύγχρονος παγκόσµιος άτλαντας. Τον άτλαντα αποτελούσαν 53 πρωτότυπα φύλλα χαλκού. Το χρώµα είχε προστεθεί στους χάρτες µε το χέρι.
Στη σύνθεση του άτλαντα, στη µεν πρώτη έκδοση έλαβαν µέρος 87 γεωγράφοι και χαρτογράφοι, στη δε δεύτερη που έγινε το 1587, τα φύλλα αυξήθηκαν σε 108 και οι συµµετέχοντες σε 137. Ο άτλαντας του Mercator εκδόθηκε µετά το θάνατο του το 1595 από το γιο του Rumold. Οι χαρτογραφικές παραγωγές του εκδοτικού οίκου του Mercator συνεχίστηκαν από το γαµπρό του, γνωστό χαρτογράφο, Jodocus Hondius (1563 - 1611) και στην συνέχεια, από το γιο και το γαµπρό του δεύτερου, Jan Janszoon (1596 - 1664). Ο άτλαντας του Janszoon «Niewe Atlas» αποτελείται από 400 φύλλα χαρακτικής υψηλής αισθητικής.
Την ίδια εποχή, ένας άλλος χαρτογραφικός εκδοτικός οίκος, µε τίτλο «Cartographer for the Republic», ιδρύθηκε στο Άµστερνταµ από τον Willem Janszoon Blaeu (1571 - 1638), φίλο και µαθητή του σπουδαίου Δανού αστρονόµου Tycho Brahe. Ο τίτλος του εκδοτικού οίκου είναι χαρακτηριστικός της αλλαγής που έγινε αυτήν την περίοδο στη λειτουργία του χάρτη, που από µέσο ενασχόλησης των ευγενών και των ναυτικών, περνούσε στα χέρια του ευρύτερου κοινού. Ο άτλαντας του οίκου αυτού, µε τίτλο «Atlas Novus» κυκλοφόρησε το 1634 και περιλάµβανε έξι µεγάλους τόµους. Στην επόµενη έκδοση, µε τίτλο «Major Atlas» οι τόµοι αυξήθηκαν στους δώδεκα και µεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Στο τέλος του 17ου αιώνα, είχαν ιδρυθεί πολλοί χαρτογραφικοί εκδοτικοί οίκοι κυρίως στο Άµστερνταµ, και τα προϊόντα τους χάρτες, άτλαντες, υδρόγειοι κατέκλυσαν την Ευρώπη. Εκατοντάδες άτλαντες εκδόθηκαν, ωστόσο, ελάχιστοι συγκρίνονταν σε ποιότητα και αισθητική µε τους χάρτες των Janszoon και Blaeu. Οι χαρτογραφικοί οίκοι για να αντέξουν τον ανταγωνισµό και για να µπορέσουν να απευθυνθούν σε µεγαλύτερο κοινό αναγκάστηκαν να χαµηλώσουν την ποιότητα. Η ποσότητα επικράτησε εις βάρος της ποιότητας. Οι χάρτες των Γάλλων πλέον υπερείχαν των Ολλανδών µε εξαίρεση τα ναυτιλιακά διαγράµµατα στα οποία υπερτερούσαν οι Ολλανδοί µέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, οπότε θα ξεπεραστούν από αυτά των Άγγλων.
Οι πρώτοι Ολλανδικοί χάρτες µπορούν να θεωρηθούν κορυφαία δείγµατα σε ότι αφορά την καλλιτεχνική έκφραση στη χαρτογραφία. Οι µεταγενέστεροι χάρτες υπερέχουν µεν στην ακρίβεια, ωστόσο από άποψη αισθητικής δε συγκρίνονται µε χάρτες όπως για παράδειγµα των Janzoon και Blaeu. Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του Ολλανδικού λαού και τα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης της ζωγραφικής την ίδια εποχή, είχαν ως αποτέλεσµα την αντιµετώπιση των χαρτών ως έργων τέχνης. Κάθε φύλλο χάρτη χαρακτηρίζεται από την αρµονία της σύνθεσης του. Η θάλασσα, η στεριά, οι τίτλοι και η διακόσµηση ήταν αρµονικά κατανεµηµένα.
Χαρακτηριστικές πινελιές «swash lines» διακοσµούσαν συχνά τους κενούς χώρους και ένας πιο ευανάγνωστος τύπος γραµµάτων εισήχθηκε από τον Mercator. Ο τίτλος, η κλίµακα και άλλες πληροφορίες συνήθως τοποθετούνταν µέσα σε πλαίσια «cartouches», τα οποία συχνά κοσµούνταν µε χαρακτηριστικά της χώρας. Ωστόσο, οι προσπάθειες διακόσµησης δεν ήταν πάντοτε επιτυχείς και καµιά φορά µπορούν να χαρακτηριστούν αφελείς, όπως για παράδειγµα Αφρικανοί βασιλιάδες να ζουν σε Ολλανδικά παλάτια σε τροπικές περιοχές. Συχνά ο χάρτης δεν ήταν προσανατολισµένος µε το βορρά στην κορυφή έτσι ώστε η όλη διάταξη να ταιριάζει καλύτερα στο χαρτί. Το σηµείο του βορρά ήταν επίσης διακοσµηµένο.
Ο χάρτης, ωστόσο, είναι µέσο µετάδοσης πληροφοριών και εξετάζοντας µε βάση αυτή την άποψη τους Ολλανδικούς χάρτες, διαπιστώνεται ότι γινόταν άκριτη χρήση πληροφορίας και θυσιαζόταν η ακρίβεια εις βάρος ης καλλιτεχνικής αρµονίας. Για παράδειγµα, στις περιοχές που δεν είχαν εξερευνηθεί και δεν υπήρχαν δεδοµένα του γεωγραφικού χώρου, γίνονταν συµπληρώσεις µε διακοσµητικά στοιχεία και φανταστικά χαρακτηριστικά αφού ο άδειος χώρος δε βοηθούσε στις πωλήσεις.
Η Χαρτογραφική Δραστηριότητα των άλλων Χωρών κατά την Περίοδο της Αναγέννησης
Στη χαρτογραφία οι Γάλλοι διατήρησαν για περισσότερο καιρό κάποια χαρακτηριστικά του Μεσαίωνα. Οι πρώτοι Γαλλικοί χάρτες, στα µέσα του 16ου αιώνα, κατασκευάστηκαν στο πρότυπο των Πορτολάνων, µε έµφαση ωστόσο στην καλλιτεχνική µορφή του χάρτη, έτσι που να µοιάζουν µε πίνακες ζωγραφικής. Τα ναυτιλιακά διαγράµµατα των χαρτογράφων της σχολής της Dieppe είναι από τους πιο ωραίους χάρτες που έχουν γίνει. Λιγότερο διακοσµητικοί είναι οι χάρτες των «διαφωτιστών» (elumineurs) Guillotiere και Bouguerau στο τέλος του 16ου αιώνα. Η ανάπτυξη της Γαλλικής χαρτογραφίας ήταν βαθιά επηρεασµένη από την εργασία της οικογένειας Sanson.
Ο ιδρυτής του εκδοτικού οίκου ήταν ο Nicolas Sansos d’ Arville (1600 - 1667), Φλαµανδικής καταγωγής, ο οποίος είχε επιδράσεις από την Ολλανδική χαρτογραφία. Ο εκδοτικός αυτός οίκος περνώντας στους απογόνους του ιδρυτή, ανέπτυξε δραστηριότητα για πολλά χρόνια. Έκδωσε πολλούς άτλαντες, χάρτες δρόµων και ποταµών της Γαλλίας και πολλούς ιστορικούς χάρτες. Οι χάρτες του οίκου Sanson, µοιάζουν µε τους χάρτες της Ολλανδικής σχολής, ωστόσο, συνήθως, χαρακτηρίζονται από µεγαλύτερη επιστηµονική αντιµετώπιση της απεικόνισης, µε πολύ λιγότερα διακοσµητικά στοιχεία, µε µεγαλύτερη ακρίβεια στις απεικονιζόµενες γεωγραφικές πληροφορίες, συχνά µε τη µορφή σύντοµων γραπτών κειµένων.
Σηµαντική δουλειά στη γεωγραφία και τη χαρτογραφία έκανε την ίδια εποχή ο Alexis Hubert Jaillot, ο οποίος χρησιµοποίησε πρωτότυπους χάρτες του οίκου Sanson και τους συµπλήρωσε µε στοιχεία που ο ίδιος είχε συλλέξει. Έκδωσε επίσης, το σηµαντικότερο γεωγραφικό έργο της περιόδου εκείνης, το ''Le Neptune Francois'' (1693) σε συνεργασία µε τον Jean Dominique Cassini και άλλους χαρτογράφους της εποχής. Αξιοσηµείωτη χαρτογραφική δραστηριότητα είχε και η Αγγλία κατά την περίοδο της Αναγέννησης και πιο συγκεκριµένα την εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ.
Οι Αγγλικοί χάρτες είχαν έντονη την επίδραση της Ολλανδικής χαρτογραφικής σχολής, µε πρόσθετο στοιχείο την απεικόνιση µεγάλης λεπτοµέρειας, που σε συνδυασµό µε τη λιγότερη αίσθηση της αναλογίας, καθιστούσε συχνά τους χάρτες δυσανάγνωστους. Πρωτοπόρος της Αγγλικής χαρτογραφίας θεωρείται ο Christopher Saxton (1542 - 1608?). Η µεγάλη του συνεισφορά είναι ο άτλαντας των επαρχιών της Αγγλίας που εκδόθηκε το 1579. Ένας σηµαντικός Αγγλικός χάρτης, είναι ένας ναυτιλιακός παγκόσµιος χάρτης που εκδόθηκε το 1599 σε Μερκατορική προβολή και περιλάµβανε πληροφορίες από τα ταξίδια και τις ανακαλύψεις του Drake. Πιθανόν έργο του Edward Wright.
Ο χάρτης θεωρείται από τους καλύτερους χάρτες της εποχής και ο Shakespeare κάνει αναφορά σε αυτόν στη «∆ωδέκατη Νύχτα». Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ο άτλαντας οδικών λουρίδων του John Ogilvie. Σε σειρά χαρτών «λουρίδων» δίνει τις αποστάσεις σε µίλια κατά µήκος κύριων οδικών αξόνων από το Λονδίνο προς επαρχιακές πόλεις. Στους χάρτες υπάρχουν διακοσµητικά στοιχεία που περιγράφουν τον τρόπο µέτρησης των γεωµετρικών δεδοµένων του χάρτη, όπως για παράδειγµα άλογο µε τοπογράφο και όργανα µέτρησης.
Ο µεγαλύτερος χαρτογράφος προς τα τέλη της Αναγέννησης θεωρείται ο Βενετός Vincenzo Coronelli (1650 - 1718) γνωστός για τις υδρόγειους και ουράνιες σφαίρες που κατασκεύασε στο Παρίσι γα τον Λουδοβίκο XIV.
Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ
Η σύγχρονη εποχή της χαρτογραφίας αρχίζει από τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι μετρήσεις και όλες γενικά οι χαρτογραφικές εργασίες γίνονται πλέον με επιστημονικές μεθόδους και οι χάρτες που καταρτίζονται είναι περισσότερο ακριβείς και λεπτομερείς, καθώς παραστάσεις τεράτων ή λιονταριών εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους σε πραγματικά στοιχεία. Η ανακάλυψη νέων οπτικών οργάνων και ιδιαίτερα του τηλεσκόπιου, συμβάλλει σημαντικά στην ακρίβεια των αστρονομικών παρατηρήσεων, ενώ η ανακάλυψη του χρονομέτρου κατέστησε επίσης ευκολότερο τον υπολογισμό του γεωγραφικού μήκους, με αποτέλεσμα οι χαρτογράφοι να έχουν στη διάθεσή τους πολύ περισσότερες πληροφορίες για τα νησιά και τις ακτές.
Με την ανατολή του 18ου αιώνα αρχίζει ουσιαστικά να φθίνει η Ολλανδική Σχολή. Έτσι, τον αιώνα αυτόν τα σκήπτρα στη χαρτογραφία πήρε η Γαλλία, καθώς οι Γαλλικοί χάρτες συνδυάζουν με αξιοθαύμαστο τρόπο τη μαθηματική ακρίβεια με την καλλιτεχνική παρουσίαση. Περίφημοι είναι οι 98 χάρτες του Guillaume Delisle (1675 - 1726), μεταξύ των οποίων και πολλοί χάρτες της Ελλάδας, ιστορικοί και σύγχρονοι. Ως αφετηρία μάλιστα της σύγχρονης εποχής της χαρτογραφίας μπορεί να θεωρηθεί ο τοπογραφικός χάρτης της Γαλλίας, που καταρτίστηκε το 1760 από τον Καίσαρα Φραγκίσκο Cassini de Thury (1714 - 1784) κλίμακας 1:86.400, και ήταν ο πρώτος τοπογραφικός χάρτης που στηρίχτηκε σε τριγωνισμό ακριβείας.
Η έκδοση του χάρτη αυτού άρχισε από το 1744 και συ μπληρώθηκε το 1793 από τον γιο του Jean Cassini. Στη Γαλλία τις χαρτογραφικές εργασίες ανέλαβε η Γαλλική Ακαδημία, και το 1748 εκδόθηκε ο «Γεωμετρικός χάρτης της Γαλλίας», που αποτελούνταν από 182 φύλλα με συμπλήρωση και αναθεώρηση των μετρήσεων και παρατηρήσεων από στρατιωτικό προσωπικό. Ο Ναπολέοντας ήταν θερμός υποστηρικτής της σύνταξης χαρτών, και αποφάσισε μάλιστα την χαρτογραφική απεικόνιση ολόκληρης της Ευρώπης σε κλίμακα 1:100.000, μετά την πτώση του όμως το σχέδιο αυτό ναυάγησε. Με την περίοδο αυτήν και ιδιαίτερα με τη Γαλλική Επανάσταση συνδέεται και η ανάπτυξη των συναφών επιστημών, όπως της γεωδαισίας, της αστρονομίας, της υδρογραφίας, και άλλων.
Από τους Ναπολεόντειους πολέμους η ανάγκη χρησιμοποίησης των χαρτών για στρατιωτικούς σκοπούς γίνεται περισσότερο επιτακτική, και έτσι οι προσπάθειες των Ευρωπαϊκών κρατών στρέφονται προς αυτόν το σκοπό, ώστε να υπάρχει ενημέρωση σε κάθε στιγμή για τα εδάφη στα οποία λαμβάνουν χώρα κινήσεις των εχθρικών στρατευμάτων. Και επειδή τα τεχνικά μέσα και οι δαπάνες που απαιτούνται για τις έρευνες είναι υπέρογκα και ξεπερνούν τις δυνατότητες των ιδιωτών χαρτογράφων, τα ίδια τα κράτη αναλαμβάνουν την οργάνωση εθνικών υπηρεσιών για τη σύνταξη κάθε είδους χαρτών, στρατιωτικών, εμπορικών, οδικών κτλ.
Τέτοιου είδους οργανισμοί αποτελούν η Χαρτογραφική Υπηρεσία της Βρετανίας, το Εθνικό Γεωγραφικό Ινστιτούτο της Γαλλίας και το Landestopographie της Ελβετίας. Στις Η.Π.Α., όπου οι ανάγκες εθνικής άμυνας δεν ήταν σε πρώτη προτεραιότητα, εξαιτίας της απόστασής τους από την Ευρώπη και από τους πολέμους που διεξάγονταν εκεί, τη σύνταξη χαρτών ανέλαβαν ιδιωτικοί οργανισμοί με πολιτικό χαρακτήρα, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι με συμβάσεις να παραδίδουν όλα τα αποτελέσματα των μελετών τους στο κράτος. Τέτοιοι οργανισμοί στις Η.Π.Α. ήταν η Υπηρεσία Γεωλογικών Ερευνών και η Εθνική Υδρογραφική Υπηρεσία.
Μόνο μετά την εμπλοκή της Αμερικής στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η σύνταξη των το πογραφικών κυρίως χαρτών ανατέθηκε στην Army Map Service («Στρατιωτική Χαρτογραφική Υπηρεσία») εξαιτίας του απόρρητου χαρακτήρα τους. Τον 18ο αιώνα η Μεγάλη Βρετανία αναδείχθηκε σε πρώτη ναυτική δύναμη του κόσμου, με αποτέλεσμα να σημειωθεί μεγάλη ανάπτυξη της χαρτογραφίας, ιδιαίτερα σε ναυτικούς χάρτες για τη διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας. Η Μεγάλη Βρετανία πρότεινε μάλιστα ο πρώτος μεσημβρινός να διέρχεται από το Γκρήνουιτς, πρόταση την οποία αποδέχθηκαν σταδιακά όλα τα κράτη.
Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα της ωκεανογραφίας ήταν ο παλιός μαγνητικός χάρτης του ΄Εντμοντ Χάλεϋ, ο οποίος αναθεωρείται με νέα δεδομένα. Αργότερα σχεδιάστηκαν παρόμοιοι χάρτες για τα θαλάσσια ρεύματα, τις παλίρροιες και τους ανέμους. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει εδώ για τον μοναδικό, σχεδόν, Έλληνα χαρτογράφο του 18ου αιώνα, τον βάρδο Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίο), στον οποίο ανήκει ο, άγνωστος ίσως στην Ευρώπη αλλά ιδιαίτερα γνωστός στην Ελλάδα, δωδεκάφυλλος χάρτης της Ελληνικής Ανατολής, η περίφημη «Χάρτα», τυπωμένη στη Βιέννη το 1797.
Ο τεράστιος αυτός χάρτης, που αρχίζει από τα Καρπάθια και το Δούναβη και φθάνει ως την Κρήτη, απλώνεται από την Αδριατική ως τον Εύξεινο Πόντο και τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας, παρουσιάζει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον, κυκλοφόρησε ελάχιστα και γι’ αυτό έχει γίνει σπανιότατος. Ο χάρτης βασίζεται σε υλικό που άντλησε ο Ρήγας από το έργο του J. Barthelemy «Ταξείδιον του Νέου Αναχάρσιδος εις Ελλάδα», που τυπώθηκε στο Παρίσι το 1788 από χάρτες Γάλλων και Γερμανών γεωγράφων της εποχής και χαράχθηκε από τον Βιεννέζο Φ. Μύλλερ. Κάθε κενός χώρος του αξιοποιείται με πολλές πληροφορίες, παραστάσεις 162 αρχαίων νομισμάτων, καταλόγους ενδόξων ανδρών της Ελληνικής ιστορίας, χρονολογίες μαχών κτλ.
Το 18ο αιώνα, µέσα από µεγάλης κλίµακας, σχεδόν συνεχείς πολέµους, αρχίζουν να συγκροτούνται στην Ευρώπη οι µεγάλες δυνάµεις. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δε µπορούσαν αν σχεδιαστούν και να συντονιστούν χωρίς λεπτοµερείς και ακριβείς χάρτες. Έτσι, η παραγωγή χαρτών αντιµετωπίστηκε σε εθνική πλέον βάση µε ίδρυση στρατιωτικών χαρτογραφικών υπηρεσιών, οι οποίες ξεκίνησαν τοπογραφικές αποτυπώσεις εθνικής κλίµακας και αντίστοιχες χαρτογραφήσεις. Ακολουθεί σύντοµη αναφορά στη Γαλλία και Αγγλία, χώρες που ανέπτυξαν ιδιαίτερες χαρτογραφικές δραστηριότητες κατά το 18ο αιώνα.
Η Γαλλική Χαρτογραφία
Αν η Ολλανδία ήταν η χώρα που η χαρτογραφική της δραστηριότητα στάθηκε καθοριστική στην εξέλιξη της χαρτογραφίας την περίοδο της Αναγέννησης, η Γαλλία έπαιξε ένα αντίστοιχο ρόλο το 18ο αιώνα. Οι χάρτες των δύο αυτών σχολών, έχουν σηµαντικές διαφορές, οι οποίες απορρέουν και από τα διαφορετικά κίνητρα και τους διαφορετικούς σκοπούς κατασκευής τους. Στην Ολλανδία, οι χαρτογραφικοί εκδοτικοί οίκοι, που άνθησαν το 16ο και 17ο αιώνα, είχαν κίνητρο το οικονοµικό κέρδος και εποµένως, έριχναν το βάρος τους στην καλλιτεχνική µορφή του χάρτη, ως τρόπου προσέλκυσης πολυπληθέστερου αγοραστικού κοινού.
Στη Γαλλία όµως, του 18ου αιώνα, οι χαρτογράφοι ήταν επιστήµονες, ευγενικής συνήθως καταγωγής, που κατασκεύαζαν χάρτες για λογαριασµό της αυλής, ή για την ακαδηµαϊκή τους προβολή και όχι για κερδοσκοπικούς λόγους. Επίσης, η φιλοσοφία που επικρατούσε την περίοδο αυτή και στηριζόταν στην αναζήτηση της αιτίας των φαινοµένων, επέδρασε στην αλλαγή της µορφής των χαρτών και στον τρόπο απεικόνισης του γεωγραφικού χώρου. Τα διακοσµητικά στοιχεία, που ήταν βασικό χαρακτηριστικό των χαρτών του 16ου και 17ου αιώνα, και είχαν ως αποτέλεσµα να κατασκευαστούν χάρτες έργα τέχνης, αλλά και που πολλές φορές απεικόνιζαν φανταστικά φαινόµενα, δεν εµφανίζονται πλέον στους χάρτες του 18ου αιώνα.
Αυτό που ενδιέφερε πλέον ήταν η ακρίβεια απόδοσης των στοιχείων και η συνέπεια στην απεικόνιση των δεδοµένων εκείνων που εξακριβωµένα υπήρχαν. Χαρακτηριστικό της νέας αυτής νοοτροπίας ήταν η ύπαρξη σηµειώσεων πάνω στο χάρτη για τις ανεξακρίβωτες πληροφορίες. Η τάση αυτή για ακρίβεια ενισχύθηκε και από την κατασκευή καινούργιων οργάνων µέτρησης όπως ο εξάντας και το χρονόµετρο το οποίο κατέστησε δυνατό τον εύκολο προσδιορισµό του γεωγραφικού µήκους. Στο τέλος του αιώνα η διόπτρα αντικαταστάθηκε από το θεοδόλιχο. Επίσης, τελειοποιήθηκε η µέθοδος του τριγωνισµού για τον προσδιορισµό θέσεων στο χώρο από τον William Blaue.
H «αναδιάρθρωση» της χαρτογραφίας ξεκίνησε µε τις µετρήσεις του γεωγραφικού µήκους από τη Γαλλική Ακαδηµία στα τέλη του 17ου αιώνα. Τα γεωγραφικά µήκη προσδιορίστηκαν µε ταυτόχρονες παρατηρήσεις των εκλείψεων των δορυφόρων του ∆ία από διάφορα σηµεία της γης. Ως αποτέλεσµα, ένας καινούργιος χάρτης κατασκευάστηκε από τον Jean Dominique Cassini και τοποθετήθηκε στο πάτωµα του Παρισινού αστεροσκοπείου το 1682 -ένας από τους βασικότερους χάρτες στην ιστορία των χαρτών. Ο Guillaume Delisle, ήταν ο πιο διακεκριµένος χαρτογράφος στις αρχές του 18ου αιώνα στη Γαλλία και η βασική συνεισφορά ήταν η εξάλειψη πολλών σφαλµάτων που διαιωνίζονταν στη χαρτογραφία.
Προσδιόρισε το σωστό µήκος της Μεσογείου, δίνοντας τέλος στη συνέχιση της απεικόνισης του σφάλµατος του Πτολεµαίου. ∆ιόρθωσε το χάρτη της Καλιφόρνια, που ενώ η νότια Καλιφόρνια απεικονιζόταν από τον Mercator και τους σύγχρονους του ως χερσόνησος, το 17ο αιώνα απεικονιζόταν σε όλους τους χάρτες σαν νησί. Σε χάρτη της Βόρειας Αµερικής του 1700, που θεωρείται ο καλύτερος της εποχής του, ο Delisle την απεικόνισε µε το σωστό της σχήµα. Οι χάρτες των ηπείρων του Jean Baptise Bourguignon d’Anville (1697 - 1782), αφαιρώντας τη φανταστική πληροφορία που απεικονιζόταν στους παλαιότερους χάρτες, έκαναν φανερό πόσο λίγη γνώση υπήρχε για το εσωτερικό της Ασίας, της Αφρικής και της Αµερικής.
Σύγκριση του χάρτη της Αφρικής του Janszoon (1628) µε το χάρτη του d’Anville (1747) δείχνει τη διαφορά στην αντιµετώπιση του χάρτη από την Ολλανδική σχολή το 17ο αιώνα και από τη Γαλλική σχολή το 18ο αιώνα. Ο πρώτος χάρτης απεικονίζει την Αφρική που είναι διαιρεµένη σε βασίλεια µε σαφώς προσδιορισµένα όρια, γεµάτη από πόλεις, ποταµούς και λίµνες ακόµη και στην έρηµο της Σαχάρας. Τέρατα, ελέφαντες και λιοντάρια απεικονίζονται στο χάρτη γεµίζοντας τον άδειο χώρο σε µια εποχή που δεν υπήρχε ουσιαστικά καµία γνώση για το εσωτερικό της Αφρικής. Στο χάρτη του d’Anville όλη η φανταστική πληροφορία αποµακρύνεται και το µόνο διακοσµητικό στοιχείο είναι το πλαίσιο του τίτλου του χάρτη.
Δίπλα από αµφίβολες πληροφορίες υπάρχει σηµείωση. Η πρώτη σηµαντική τοπογραφική αποτύπωση σε εθνική κλίµακα οργανώθηκε στη Γαλλία. Το πρώτο τριγωνοµετρικό δίκτυο της χώρας οργανώθηκε από επιτροπή της Ακαδηµίας µε επικεφαλή τον Cesar Francois Cassini (1714 - 1784), το διαπρεπέστερο µέλος οικογένειας αστρονόµων και χαρτογράφων. Το αποτέλεσµα των µετρήσεων του τριγωνισµού αποδόθηκε σε χάρτη του τριγωνοµετρικού δικτύου το 1744. Το 1747 ολοκληρώθηκε από τον Cassini ένας µεγάλης κλίµακας χάρτης της περιοχής της Flanders, ο οποίος βασίστηκε στο τριγωνοµετρικό δίκτυο και κατασκευάστηκε από µηχανικούς του στρατού.
Μετά από εντολή του Βασιλιά Λουδοβίκου 15ου, ο Cassini ξεκίνησε ένα πρόγραµµα χαρτογράφησης όλης της χώρας µε την ίδια µέθοδο. Πολύ σύντοµα η συνέχιση του προγράµµατος αντιµετώπισε οικονοµικές δυσκολίες εξαιτίας της αδυναµίας του κράτους να συνεχίσει την επιχορήγηση. Ωστόσο, ο Cassini συνέχισε το έργο του, καλύπτοντας τα έξοδα από την προσωπική του περιουσία, αλλά ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει τους χάρτες να ολοκληρώνονται. Το έργο συνεχίστηκε από το γιο του Jaques Dominique και ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Η ''Carte Geometrique de la France'' αποτελείται από 182 φύλλα χάρτη κλίµακας 1:86400.
Απεικονίζει πολλές λεπτοµέρειες της γήινης επιφάνειας, ωστόσο υστερεί στο τρόπο απόδοσης του αναγλύφου που γίνεται µε ένα είδος γραµµοσκίασης, µετάβασης από τη εικονογραφική απόδοση των προηγούµενων χώρων στην αυστηρή γραµµοσκίαση. Ο Ναπολέων ήταν θερµός υποστηρικτής των αποτυπώσεων και της χαρτογραφίας. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιταλία, κατ’ εντολή του ο Bacler d’Albe κατασκεύασε χάρτη της Ιταλίας κλίµακας 1:256.000 που θεωρείται από τους καλύτερους χάρτες της εποχής. Το σχέδιο του Ναπολέοντα ήταν να χαρτογραφήσει την Ευρώπη σε κλίµακα 1:100.000. Ξεκίνησε τοπογραφήσεις στη Γερµανία, την Ελλάδα και την Αίγυπτο, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Χάρτες που είχαν κατασκευαστεί έπεσαν τελικά στα χέρια των Κοζάκων στη Berezina.
Η Αγγλική Χαρτογραφία
Το 18ο αιώνα η Αγγλία έγινε η κύρια ναυτική δύναµη στην Ευρώπη. Με την εξάπλωση της κυριαρχίας της σε χώρες άλλων ηπείρων και την ανάπτυξη του εµπορίου, οι χάρτες και τα ναυτιλιακά διαγράµµατα έγιναν περιζήτητα. Η ζήτηση αυτή είχε ως αποτέλεσµα την εγκατάσταση στο Λονδίνο χαρτογράφων από την Ολλανδία και τη Γαλλία και το Λονδίνο να καταστεί χαρτογραφικό κέντρο. Οι Αγγλικοί χάρτες δε διέφεραν από τους Γαλλικούς, ενώ πολλοί ήταν αντίγραφα των χαρτών του Delisle ή του d’Arville χωρίς αυτό να αναφέρεται πάντα. Από τους πιο παραγωγικούς χαρτογράφους της εποχής ήταν ο Hermann Moll, Ολλανδός που εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το 1688.
Χαρακτηριστικό των χαρτών του ήταν η χρήση πολλών γεωγραφικών σηµειώσεων, µε τις οποίες κάλυπτε όλο το διαθέσιµο χώρο, καθιστώντας τους χάρτες του σχεδόν εγχειρίδια γεωγραφίας. Η χρυσή περίοδος για την Αγγλική χαρτογραφία ξεκινά από τα µέσα του 18ου αιώνα. Με προτροπή της Γαλλίας, στο δεύτερο µισό του 18ου αιώνα αρχίζει η τοπογραφική αποτύπωση της Αγγλίας.
Το 1787 τελείωσε ο προσδιορισµός του τριγωνοµετρικού δικτύου της χώρας από το στρατηγό Roy και το 1791 ιδρύθηκε η Στρατιωτική Τοπογραφική Υπηρεσία της Μεγάλης Βρετανίας, (Ordance Survey of Great Britain) που εξακολουθεί µέχρι σήµερα να είναι ο βασικό χαρτογραφικός φορέας της χώρας. Ο πρώτος χάρτης κλίµακας 1 ίντσα: 1 µίλι εκδόθηκε το 1791, αλλά πέρασαν αρκετές δεκαετίες πριν την ολοκλήρωση της τοπογράφησης της χώρας.
Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
Στις αρχές του 19ου αιώνα στον το μέα της επιστημονικής χαρτογραφίας ηγείται η Γερμανία με τους ονομα στούς χαρτογράφους Χούμπολτ Μπεργκχάους, Κίπερτ και Πέτερμαν. Την ίδια εποχή εκδίδονται οι άτλαντες της γεωγραφίας του Στίλερ, της ιστορίας του Σπρούνερ, οι σχολικοί χάρτες του Σύντοβ και της φυσικής του Μπεργκχάους. Περίφημοι χάρτες την εποχή αυτή εκδόθηκαν στην Ελβετία, στη Γαλλία, στην Αυστρία και στην Ιαπωνία με την ίδρυση το 1888 του Imperial Land Survey. Κατά τον 19ο αιώνα ιδρύονται επί σης διεθνείς γεωγραφικές ενώσεις, οι οποίες οργανώνουν συνέδρια με σκοπό την επίλυση βασικών προβλημάτων της χαρτογραφίας.
Ειδικότερα, στο Διεθνές Γεωγραφικό Συνέδριο στην Αμβέρσα το 1871 αποφασίστηκε η καθιέρωση του μεσημβρινού του Γκρήνουιτς ως βασικού κοινού για όλα τα κράτη μεσημβρινού και στο ίδιο Συνέδριο στη Βέρνη το 1891 προτάθηκε η κατάρτιση ενός «Πα γκόσμιου Χάρτη» κλίμακας 1:1.000.000. Ωστόσο, αν και καθορίστηκαν οι τεχνικές και επιστημονικές προδιαγραφές αυτού του χάρτη, η σύνταξή του γινόταν με αργούς ρυθμούς γιατί πολλές περιοχές του γήινου πλανήτη δεν είχαν ακόμη χαρτογραφηθεί. Το ενδιαφέρον για τη συνέχιση αυτού του προγράμματος ανα ζωπυρώθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και στα μέσα της δεκαετίας του 1980 βρισκόταν κοντά στην ολοκλήρωσή του.
Τέλος, στο Γεωγραφικό Συνέδριο στο Βερολίνο το 1899 αποφασίστηκε η κατάρτιση του «Παγκόσμιου Βυθομετρικού Χάρτη των Ωκεανών». Στις αρχές του 20ου αιώνα τα σκήπτρα στον τομέα της χαρτογραφίας κατείχε η Γαλλία με τους ονομαστούς χάρτες των Σράντερ, Μπογκ, Βιβιέν ντε Σαιν-Μαρτέν και άλλων. Στο ίδιο επίπεδο βρίσκονταν και οι Ιταλικοί χάρτες των γεωγραφικών ινστιτούτων του Πέργκαμο και του Ντε Αγκοστίνι. Το 1922 ιδρύθηκε η Διεθνής Γεωγραφική Ένωση, η οποία εκτός από γεωγρα φικά συνέδρια, διοργανώνει διεθνείς επιτροπές που ερευνούν σημαντικά θέματα της χαρτογραφίας (συνοπτικοί εθνικοί και περιφερειακοί άτλαντες, πληθυσμιακοί χάρτες και παγκόσμιοι γεωμορφολογικοί χάρτες).
Κατά το 19ο αιώνα ο δυτικός πολιτισµός επεκτείνεται σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσµο µε εξαίρεση την Ιαπωνία και την Κίνα και κάποιων µικρών κρατών. Όλες σχεδόν οι χώρες ήταν κάτω από την κυριαρχία άµεση ή έµµεση των Ευρωπαίων ή των απογόνων τους. Οι αποικίες, που τον προηγούµενο αιώνα περιορίζονταν σε παράκτιες περιοχές, τώρα επεκτείνονται στο εσωτερικό των ηπείρων. Η προσπάθεια εξερεύνησης του εσωτερικού των ηπείρων είχε ως αποτέλεσµα τις τοπογραφικές αποτυπώσεις των περιοχών αυτών και τη συλλογή πληροφοριών, έτσι ώστε να αρχίσουν να εµφανίζονται χάρτες κρατών, των οποίων ως τότε µόνο τα παράλια ήταν χαρτογραφηµένα µε ακρίβεια.
Ο 19ος αιώνας, περίοδος της βιοµηχανικής επανάστασης και της µηχανής, επέδρασε στη χαρτογραφία µε διάφορους τρόπους. Τα δίκτυα των σιδηροδρόµων χρειάζονταν αποτυπώσεις ακριβείας που σε πολλές χώρες αποτέλεσαν τη βάση της κατασκευής του χάρτη της χώρας. Η τοποθέτηση υποθαλάσσιων καλωδίων δηµιούργησε την ανάγκη αποτύπωσης των βυθών. Τηλεγραφικές γραµµές µετάδιδαν την ώρα του Greenwich σε διάφορες θέσεις, καθιστώντας εύκολο τον προσδιορισµό του γεωγραφικού µήκους. Η ανάπτυξη της λιθογραφίας, της χαλκογραφίας, της φωτολιθογραφίας και της έγχρωµης τυπογραφίας δηµιούργησαν νέας µορφής χάρτες, έγχρώµους, ωραιότερους, αλλά κυρίως µικρότερου κόστους κατασκευής και άρα πιο προσιτούς σε ευρύτερο κοινό.
Ένα άλλο γεγονός του 19ου αιώνα που συνέβαλε στην εξέλιξη της χαρτογραφίας, ήταν η ανάπτυξη των επιστηµών, οι οποίες για πρώτη φορά εισήγαγαν το χάρτη ως εργαλείο µελέτης και έρευνας του γνωστικού τους αντικειµένου. Εµφανίζεται, δηλαδή, µια νέα κατηγορία χαρτών που έχει αντικείµενο την απεικόνιση φαινοµένων του γεωγραφικού χώρου, όχι κατ’ ανάγκη συγκεκριµένων ή ορατών, η οποία µελλοντικά θα δηµιουργήσει ένα ιδιαίτερο τοµέα της χαρτογραφίας, τη θεµατική χαρτογραφία.
Στις αρχές του 19ου αιώνα εµφανίζονται οι πρώτοι γεωλογικοί χάρτες και στη συνέχεια, άτλαντες µετεωρολογίας, ωκεανογραφίας, βιολογίας, εθνογραφίας κλπ. Οι σχολικοί χάρτες και άτλαντες χρησιµοποιούνται σταθερά ως βοηθήµατα στην εκπαίδευση. Ο επαναπροσδιορισµός της επιστήµης της γεωγραφίας το 19ο αιώνα έδωσε νέα ώθηση στη χαρτογραφία. Το 18ο αιώνα η γεωγραφία είχε περιγραφικό χαρακτήρα και συνέλεγε ετερόκλητα δεδοµένα. Ο Alexander von Humboldt επισήµανε τη σηµασία του επιστηµονικού ταξιδιού και της κριτικής παρατήρησης των αιτιών και των αποτελεσµάτων - της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου µε το περιβάλλον.
Ο σπουδαίος εξερευνητής Ferdinand von Richthofen έδωσε έµφαση στη γεωµορφολογία του περιβάλλοντος. Οι καινούργιες αυτές απόψεις συνέβαλαν στη δηµιουργία νέων και καλύτερων χαρτών. Το εµπόριο καθώς και οι κλάδοι της στατιστικής και των οικονοµικών έδιναν δεδοµένα στη χαρτογραφία και έτσι χαρτογράµµατα, διαγράµµατα και χάρτες εικονογραφούν βιβλία, περιοδικά και εφηµερίδες. Η χώρα που διακρίνεται για την παραγωγή χαρτών το 19ο αιώνα είναι η Γερµανία. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των χαρτών αυτών είναι η ακρίβεια και το πλήθος των λεπτοµερειών απόδοσης και η πολυχρωµία. Το ανάγλυφο αποδίδεται µε ένα είδος απλής γραµµοσκίασης (hacturing).
Οι χάρτες εκδίδονται από ιδιωτικούς εκδοτικούς οίκους και εξέχουσα είναι χαρτογραφική δουλεία που γίνεται στο Γεωγραφικό Ινστιτούτου του Justus Perthes. Στα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζουν να κυκλοφορούν οι πρώτοι εθνικοί άτλαντες, που είναι µεγάλου µεγέθους τόµοι µε σειρές χαρτών, κυρίως θεµατικών, για το συγκεκριµένο κράτος. Τα δεδοµένα των χαρτών είναι στατιστικά αποτελέσµατα µετεωρολογικών παρατηρήσεων, γεωλογικών στοιχείων, δεικτών οικονοµικής και κοινωνικής υποδοµής. Τέτοιας µορφής άτλαντες κατασκευάστηκαν κατ’ αρχήν στη Φιλανδία, τη Σουηδία, τη Γαλλία, τη Σκοτία, την Τσεχοσλοβακία, τη Ρωσία, και τις ΗΠΑ.
Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ
Αν ο 19ος αιώνας µπορεί να χαρακτηριστεί ως ο αιώνας των εθνικών χαρτογραφήσεων, ο 20ος µπορεί να χαρακτηριστεί ως ο αιώνας των χαρτογραφήσεων σε διεθνές επίπεδο. Στην αλλαγή αυτή συνετέλεσε η εισαγωγή της αεροφωτογραφίας στη µέθοδο κατασκευής του χάρτη, καθώς και οι ανάγκες που δηµιουργήθηκαν µε τη χρήση του αεροπλάνου στην ανάπτυξη των διακρατικών εµπορικών συναλλαγών και γενικά των µετακινήσεων. Παράλληλα µε τη φωτογραφία, η συνεχής εξέλιξη της φωτολιθογραφίας και της φωτοχαρακτικής έχουν συνεχή επίδραση στην ποιότητα των παραγοµένων χαρτών καθώς επίσης και η ανάπτυξη των συστηµάτων offset.
Το 1891 ξεκίνησε ένα πρόγραµµα για τη χαρτογράφηση κάλυψη ολόκληρου του πλανήτη σε ενιαία κλίµακα 1:1.000.000, αλλά χρειάστηκαν 15 χρόνια για να θεσµοθετηθούν οι προδιαγραφές του. Εκδόθηκαν κάποιοι χάρτες αλλά οι παγκόσµιοι πόλεµοι διέκοψαν το έργο. Ιδιαίτερα µετά το 2ο παγκόσµιο πόλεµο, ραγδαία είναι η εξέλιξη της θεµατικής χαρτογραφίας. Όλο και περισσότερες επιστήµες και τεχνολογίες χρησιµοποιούν τους χάρτες ως µέσα έρευνας και µελέτης. Τα µεγάλα επίσης τεχνικά έργα απαιτούν σχεδιασµό και µελέτη σε χάρτες υπόβαθρα. Το γεγονός, ωστόσο, που πραγµατικά αποτέλεσε την επανάσταση στη χαρτογραφία, όπως άλλωστε σε πολλές επιστήµες, ήταν η εισαγωγή του ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Η συνεχής εξέλιξη των ηλεκτρονικών τεχνικών εξοπλισµών και λογισµικών, έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές σε όλα τα στάδια της χαρτογραφικής διαδικασίας - συλλογή, επεξεργασία και απόδοση. Οι αλλαγές αυτές συχνά επιδρούν σε αρχές και κανόνες καθιερωµένους και θεσµοθετηµένους κατά τη διάρκεια της µακρόχρονης εξέλιξης της χαρτογραφίας, όπως αλλαγές στο µέσο απόδοσης του χάρτη, που από σχέδιο σε χαρτί γίνεται εικόνα σε οθόνη υπολογιστή, στο τρόπο σχεδίασης του και στα µέσα εκτύπωσης του µε τη διάδοση των εκτυπωτών Laser.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και Μεταγενέστεροι Χρόνοι
Πριν και κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου λίγες περιοχές του πλανήτη είχαν χαρτογραφηθεί, διότι λεπτομερείς χάρτες ή δεν υπήρ χαν ή ήταν περιορισμένης έκτασης και ακρίβειας. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως αναφέρει και μια έκθεση της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, μέχρι το 1940 μόλις το 10% του κόσμου είχε χαρτογραφη θεί με επαρκή λεπτομέρεια. Κατά τη δεκαετία 1930 - 1940 μόνο η Γερμανία ασχολείται συστηματικά με τη χαρτογραφία. Λόγω της προετοιμασίας της για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη για τη σύνταξη χαρτών για στρατιωτικούς κυρίως σκοπούς πήρε εθνικό χαρακτήρα.
Οι στρατηγικοί χάρτες που διέθετε το Γ' Ράιχ κατά τη διάρκεια του πολέμου καλύπτουν όλη την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική και αποτελούν αριστουργήματα καλαισθησίας και ακρίβειας. Αλλά και στις ΗΠΑ με την κήρυξη του πολέμου έγινε επιτακτική η ανάγκη για την κατάρτιση χαρτών, με συνέπεια να τεθεί σε εφαρμογή ένα μεγάλο πρόγραμμα αεροφωτογράφησης και επεξεργασίας των στοιχείων με τη χρήση της τριγωνομετρικής μεθόδου, ώστε να υποβοηθούνται οι στρατιωτικές μονάδες που δρούσαν στον Ειρηνικό, Ατλαντικό και αλλού. Ταυτόχρονα, πολλές συμμαχικές χώρες εξέδωσαν χάρτες για την κάλυψη των στρατιωτικών τους αναγκών, είτε με στοιχεία που δανείζονταν από τις ΗΠΑ, είτε με στοιχεία των δικών τους γεωγραφικών υπηρεσιών.
Κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, λόγω του Ψυχρού Πολέμου η ανά γκη για τη σύνταξη χαρτών έγινε ακόμη μεγαλύτερη. Οι χώρες του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας συνέχισαν την κατάρτιση χαρτών τόσο για στρατιωτικούς όσο και για οικονομικούς σκοπούς. Παράλληλα, εκπονήθηκαν προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης για την κατάρτιση χαρτών οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, καθώς και για λόγους γεωργικής και βιομηχανι κής εκμετάλλευσης. Εκτός από τα παραπάνω, πολλές χώρες άρχισαν την κατάρτιση του κτηματολογίου τους, γεγονός που συνετέλεσε στην οι κονομική και βιομηχανική τους ανάπτυξη μέσω του εντοπισμού όλων των πόρων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών που διαθέτουν (εδάφους, υπεδάφους, θαλάσσιου βυθού κτλ.).
Μετά το 1950 η χαρτογραφία έφτασε στο απόγειό της με τη ραγδαία ανάπτυξη της αεροφωτογράφησης, των σύγχρονων οπτικών μέσων και συσκευών μέτρησης αποστάσεων, της χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της χρησιμοποίησης φωτοχημικών εκτυπωτικών μεθόδων και εκτυπωτικών μηχανών (offset) μέγιστης ακριβείας και απόδοσης. Επίσης, η ίδρυση το 1961 της Διεθνούς Οργάνωσης Χαρτογραφίας εξασφάλισε τη συστηματική μελέτη των προβλη μάτων της χαρτογραφίας, βασισμένη στη συνεργασία των ενδιαφερό μενων κρατών, η οποία γίνεται με επιστημονικά και τεχνικά συνέδρια κάθε δύο χρόνια και με ειδικές επιτροπές εργασίας.
Σημαντικό ρόλο, τέλος, διαδραματίζει το Γραφείο Χαρτογραφίας Ηνωμένων Εθνών, που διοργανώνει χαρτογραφικά συνέδρια κάθε τρία χρόνια, τα οποία ασχολούνται κυρίως με ζητήματα που αφορούν τις αναπτυσσόμενες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Άπω Ανατολής.
Η ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 15ο ΕΩΣ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ
H Ιστορία της Χαρτογραφίας είναι ο πολυτιμότερος αρωγός της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας, κυρίως, των περιοχών που βρέθηκαν υπό βενετική διοίκηση από τον 15ο έως τον 18ο αιώνα. Χάρτες, τοπογραφικά σχέδια και κτηματολόγια εικονογραφούν την Κρήτη, την Πελοπόννησο και τις νησιωτικές περιοχές του Ιονίου. Με προεξάρχοντες τους χάρτες της Κρήτης του 16ου και 17ου αιώνα και της Πελοποννήσου του 18ου, η εικόνα του χώρου πού συνέβησαν πολλά από τα ιστορικά γεγονότα είναι σαφής. Οι χάρτες της Κρήτης παρουσιάζουν το αμετάβλητο της μορφής των οικισμών για αιώνες, επιβεβαιώνοντας τα φιλολογικά και ιστορικά κείμενα.
Οι χάρτες της Πελοποννήσου δείχνουν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις και τους νέους οικισμούς που ιδρύθηκαν, κυρίως, μετά τον 18ο αιώνα και κάνουν κατανοητό το ευάλωτο της χερσονήσου. Τα κτηματολόγια επιτρέπουν την γνώση της σύνθεσης του πληθυσμού, της καλλιέργειας της γης και των πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων. Επιτρέπουν ακόμη την εύρεση ή ταύτηση αρχαίων και Μεσαιωνικών οικισμών. Από τα χαρτογραφικά πρωτόλεια των Isolarii του Αιγαίου τον 15ο και 16ο αιώνα, μέχρι τα αριστουργηματικά κτηματογραφικά σχέδια της Κέρκυρας τον 18ο, οι θαλασσοκρατούντες Βενετοί, επέτυχαν να σχεδιάσουν τον ωραιότερο πορτολάνο χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου, αποδεικνύοντας ότι βασική αρχή του διοικείν είναι η πλήρης γνώση των εδαφών των εκάστοτε κτήσεων.
Θα ήταν ευχής έργον τα πολύτιμα αυτά πληροφοριακά στοιχεία, που παρέχονται με τόση αφθονία από τους χειρόγραφους και έντυπους Βενετσιάνικους χάρτες και τα τοπογραφικά σχέδια, να μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην ανωτάτη εκπαίδευση των Ελληνικών και διεθνών πανεπιστημίων και λοιπών ιδρυμάτων. Όχι μόνον για τις γνώσεις, αλλά και για το υψηλό αισθητικό επίπεδο των χαρτογραφικών και τοπογραφικών τους απεικονίσεων. Η Ελληνική χαρτογραφία είχε την τύχη να βρει στο πρόσωπο του C. Buοndelmonti ένα άξιο χαρτογράφο του Αιγαίου. Οι χειρόγραφοι χάρτες του τον 15ο αιώνα περιέχουν ανεκτίμητες πληροφορίες. Στην περίοδο αυτή οι χάρτες δεν παρουσιάζουν όμως τη σωστή απεικόνιση των Ελληνικών ακτών.
Μία πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι η υφιστάμενη παραμόρφωση οφείλεται στο λαθεμένο προσδιορισμό των παραλλήλων και μεσημβρινών των διαφόρων τόπων. Τα χαρτογραφικά αυτά λάθη, που είναι αρκετά, οφείλονται στο γεγονός ότι οι χαρτογράφοι της εποχής σχεδίαζαν με βάση τις πληροφορίες τρίτων, συνήθως ναυτών που μετέφεραν τις παρατηρήσεις τους στηριζόμενοι καθαρά σε υποκειμενικά κριτήρια. Στην Ιταλία εμφανίζονται μια σειρά από ιζολάρια και μονόφυλλοι χάρτες που εξετάζουν την Ελλάδα από τοπογραφική άποψη. Ενδιαφέροντα ιζολάρια εκδίδει ο A. Myller το 1683. Τα ιζολάρια του Widman είναι χωρίς χαρτογραφική σημασία μια και στην εποχή της γραφής του 1750, υπάρχουν έργα πολύ πιο προηγμένα τεχνολογικά.
Τα χαρτογραφικά κέντρα της Ιταλίας εκείνη την περίοδο είναι η Ρώμη και η Βενετία. Στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα τα κέντρα χαρτογραφίας μετατοπίζονται από την Ιταλία στην Βόρεια Ευρώπη. Με πρότυπο τα αντίστοιχα Ιταλικά, οι χαρτογραφικοί οίκοι του Βορρά κατασκευάζουν πορτολάνους χάρτες με ανάλογο ύφος, δηλ. με λοξοδρομικές γραμμές. Τον 16ο και 17ο αιώνα παρουσιάζονται και έργα περιηγητικών περιγραφών. Στη μεταβατική αυτή περίοδο αναπτύσσεται και η ιστορική χαρτογραφία του Ελλαδικού χώρου. Ξένοι περιηγητές, αρχαιολόγοι αλλά και έμποροι ταξιδεύουν στην Ελλάδα για να ανακαλύψουν αντικείμενα ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας.
Καταγράφουν τις εμπειρίες τους σε βιβλία και μεταφέρουν το ενδιαφέρον τους για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο σε ευρύτερο κοινό. Έτσι τον 17ο αιώνα εμφανίζονται χάρτες της Ελλάδας με ιστορικό περιεχόμενο π.χ. η Αργοναυτική εκστρατεία, ο Τρωικός πόλεμος, η θαλασσοπορία του Οδυσσέα κ.α. Από τα μέσα του 17ου αιώνα δυναμώνει η Ιταλική χαρτογραφική παράδοση. Ο σημαντικότερος ιταλός χαρτογράφος Coronelli μας άφησε ένα εκτεταμένο έργο για την Ελληνική χαρτογραφία. Τον 18ο αιώνα οι Γάλλοι διοργανώνουν στην Ελλάδα ειδικές χαρτογραφικές αποστολές με ειδικούς επιστήμονες.
Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Κόμης Choiseul Gouffier σχεδιάζει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τις Ακτές της Τρωάδας και κάνει κριτική της χαρτογραφίας της Ελλάδας. Το 1818 εκδίδεται στο Παρίσι ο ναυτικός χάρτης της Ελλάδας από τον Ζακυνθινό Νικόλαο Κεφάλα, με πρότυπο τους αντίστοιχους Αγγλικούς, Γαλλικούς και Ισπανικούς χάρτες. Με την πτώση του Ναπολέοντα την χαρτογραφική πρωτοπορία του Ελλαδικού χώρου την κερδίζουν οι Άγγλοι. Μας δίνουν καλούς χάρτες των Ελληνικών νησιών και ακτών. Η επιστημονική τους χάραξη έγινε στις αρχές του 19ου αιώνα από την Υδρογραφική Υπηρεσία του Βρετανικού Ναυαρχείου.
ΚΡHTH
To έτος 1538 ένας ανώνυμος Βενετός μηχανικός παραδίδει τον, έως τώρα θεωρούμενο, πρώτο τοπογραφικό χάρτη της Κρήτης, διαστάσεων 15,5 x 49 εκ. Ο χάρτης είναι έγχρωμος, γεωφυσικός και αναγράφονται τα παράλια τοπωνύμια όπως γίνεται και στους πορτολάνους χάρτες. Σε όλη την επιφάνειά του διακρίνεται εσχάρα με τετράγωνα διαστάσεων 1,8 x 1,8 εκ, που σημαίνει ή ότι αντιγράφει άλλον προγενέστερο χάρτη, ή ότι τον έχουν αντιγράψει. Τα έτη 1562 και 1563 ο Κρητικός καπετάνιος και χαρτογράφος Giorgio Sideri Calapoda στηριγμένος, προφανώς, στα περιγράμματα του ανωνύμου Βενετού, παραλαμβάνει τη σκυτάλη και παραδίδει τρεις χάρτες της Κρήτης, αισθητικά αριστουργήματα.
Ο παλαιότερος και ωραιότερος όλων είναι περγαμηνός διαστάσεων 1,42 x 63,5 εκ. και φυλάσσεται στο Μουσείο Correr της Βενετίας. Είναι δε κατάμεστος με τα τοπωνύμια της γενέτειρας του Sideri Calapoda, κυρίως στο εσωτερικό του νησιού. Ο χάρτης αυτός είναι ο πρώτος τοπογραφικός ο οποίος παύει να σημειώνει μόνον τα παράλια τοπωνύμια και ξεφεύγει, έτσι, από τη παράδοση των πορτολάνων χαρτών. Το πολύ σημαντικό αυτό γεγονός, αποδεικνύει τις άριστες γνώσεις του χαρτογράφου τοπωνυμιακές αλλά και τοπογραφικές, εφ' όσον τα τοπωνύμια είναι στη σωστή, ως προς τις συντεταγμένες τους, θέση.
Οι δύο άλλοι χάρτες, με μικρότερες διαστάσεις, βρίσκονται σε δύο ναυτικούς άτλαντες, οι οποίοι φυλάσσονται ο μεν πρώτος στη Βρεταννική Βιβλιοθήκη, ο δε δεύτερος στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και οι δύο αντιγράφουν το χάρτη του Μουσείου Correr σε γενικευμένη μορφή και υπό σμίκρυνση. Το έτος 1612 ο μηχανικός Francesco Basilicata παραδίδει τον πρώτο από τους έξι δικούς του χάρτες της Κρήτης, διαστάσεων 32,2 x 74,4 εκ., συνοδεύοντάς τον με 51 πίνακες των ακτών, των λιμένων, των σημαντικών πόλεων, των νησίδων, των καστελλιών.
Από την έρευνα για το ανώνυμο χειρόγραφο, το οποίο αποτελείται από 13 σχέδια της Κρήτης και βρίσκεται στον τόμο GT 229q της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, αποδείχθηκε ότι ο μηχανικός είχε σχεδιάσει και άλλον χάρτη της Κρήτης, περί το 1600. Δυστυχώς, ο χάρτης αυτός έχει χαθεί. Ο Basilicata, τελικά, σφράγισε με το έργο του τους συνυπηρετούντες μηχανικούς συναδέλφους του, έστω και αν δύο από αυτούς -οι Angello Oddi και Raffael Monanni- υπήρξαν επικεφαλής του. Το 1638 μετά από 40 χρόνια γονιμότατης και ακαταπόνητης παρουσίας στην Κρήτη, και τουλάχιστον 250 σχέδια, στο τελευταίο χειρόγραφό του, αυτό της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Μπολώνιας, κλείνει τον κύκλο των χαρτών και των αποτυπώσεών του για το Βασίλειον της Κρήτης (Regno di Candia).
Στο χειρόγραφο αυτό εκτός από τον πλήρη χάρτη περιέχονται άλλοι τέσσερεις μικρότεροι που αποτυπώνουν με κάθε λεπτομέρεια τις τέσσερεις επαρχίες (territorii) της Κρήτης. Όπως έχει τεκμηριωθεί από τις νεώτερες έρευνες στη Βενετία τα τελευταία 40 χρόνια, η Κρήτη ήταν για τους θαλασσοκρατούντες Βενετούς σημαντικώτατη για τέσσερεις ολόκληρους αιώνες (1211 - 1669). Και αγωνίστηκαν με νύχια και με δόντια να την κρατήσουν όπως αποδεικνύει η, για σχεδόν 25 χρόνια, πολιορκία του Χάνδακα από τους Τούρκους. Ήταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία κάστρου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όλος ο 17ος αιώνας υπήρξε εξαιρετικά κρίσιμος για την άμυνα της Κρήτης.
Αφού τελείωσαν οι εργασίες κατασκευής των νέων τειχών σύμφωνα με το προμαχωνικό σύστημα (fronte bastionato), που εξασφάλιζε την επαρκή προστασία από το καινούργιο όπλο, την πυρίτιδα, το ενδιαφέρον της διοικήσεως επικεντρώθηκε στον έλεγχο των ακτών και των νησίδων, κυρίως των ευάλωτων βορείων παραλίων, που παρείχαν εύκολη πρόσβαση στο νησί. Πολλοί μηχανικοί βρέθηκαν να αποτυπώνουν το κάθε τι με λεπτομέρεια και περισσότερα από 1.000 σχέδια παρουσιάζουν ανάγλυφα την Κρήτη και την αγωνία όλων των κατοίκων εντοπίων και Βενετών.
Μελετώντας τα σχέδια αυτά τα δύο τελευταία χρόνια έμεινα έκθαμβη όχι μόνο από την ποιότητα και την αισθητική τους, αλλά, κυρίως, για τον αγώνα των τοπογράφων μηχανικών που περιπολούσαν τις ακτές και τις νησίδες χειμώνα καλοκαίρι. Ανεβοκατέβαιναν τα βουνά ελέγχοντας τις φρυκτωρίες και τους αμυντικούς πύργους. Ξαναέχτιζαν τα γκρεμισμένα από τη θάλασσα νεώρια και επισκεύαζαν τους προμαχώνες στον Χάνδακα, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στη Σητεία στην Ιεράπετρα, στο Παλαιόκαστρο, στους Καλούς Λιμνιώνες και στις νησίδες της Γραμβούσας, των Αγίων Θεοδώρων, της Σούδας, της Ντίας, της Σπιναλόγγας, της Γαύδου.
Ο μηχανικός Monanni αναφέρει ότι τα σχέδιά του, τα οποία κοσμούν το χειρόγραφό του Relazione Topografica del Regno di Candia, που φυλάσσεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, ήταν: frutto delle mie continuate fatiche. Ο μηχανικός Basilicata αφήνει, μέσα από το κείμενο της περίφημης Αναφοράς (Relazione), που συντάσσει το έτος 1630, να φανεί ο μεγάλος έρωτάς του για το νησί το οποίο σημάδεψε για 40 ολόκληρα χρόνια τη ζωή του. Αποκαλεί την Κρήτη: si preggiato Regno. Στα 1618 στη προμετωπίδα του εξαίρετου χειρογράφου του, του Μουσείου Correr, γράφει: Pervetusti, atque nobilissimi Cretensis Regni.
Η έρευνα του έργου των μηχανικών, την οποία η γράφουσα ξεκίνησε στη Βενετία από το 1998, αποκάλυψε ένα σωρό λεπτομέρειες για τον τρόπο εργασίας τους και την επίδραση του έργου του ενός στον άλλον. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τρία από τα σωζόμενα σχέδια της νησίδας Γαύδου (Gozzo) του μηχανικού Monanni. To πρώτο προέρχεται από τη συλλογή της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Χανίων η οποία χρονολογείται στα 1621 και είναι η πρώτη σχεδιαστική απόπειρα του μηχανικού όταν έφθασε στην Κρήτη. Το δεύτερο, αχρονολόγητο, φυλάσσεται στη Βusta 43 των Βενετικών Κρατικών Αρχείων και το τρίτο, του έτους 1631, στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη.
Τα τρία σχέδια της Γαύδου αποκάλυψαν τις τότε διαδικασίες αντιγραφής. H πρώτη διαδικασία ήταν η γνωστή εσχάρα με ισομεγέθη τετράγωνα μέσα στα οποία αντέγραφαν, κυρίως, τα περιγράμματα με σχετική και όχι απόλυτη ακρίβεια. Στη δεύτερη, το χαρτί στο οποίο αποτυπωνόταν το σχέδιο ήταν διπλωμένο στα δύο. Έτσι, ο μηχανικός είχε αυτομάτως στη διάθεσή του τέσσερεις σελίδες. Στο φ. 1r απεικονιζόταν το θέμα του. Με βελόνι, σε απόσταση μικρότερη του ενός χιλιοστού, δημιουργούσε τρύπες σε όλα τα σημεία που πέρασε το μολύβι του. Αυτομάτως, ακριβές αντίγραφο του σχεδίου εδημιουργείτο στο φ. 2r. Η σελίδα αυτή γινόταν η μήτρα αναπαραγωγής του θέματος δίνοντας ακριβέστατα αντίγραφα.
Ένα τρίτο χαρτί ετοποθετείτο ακριβώς από κάτω και όλη η επιφάνεια του 2r εκαλύπτετο με κάρβουνο, το οποίο περνούσε από τις τρύπες σχηματίζοντας έτσι το επόμενο ακριβές αντίγραφο. Με αυτό τον τρόπο το αρχικό σχέδιο δεν επρόκειτο να υποστεί φθορές κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής του. Ένας μικρός αριθμός αντιτύπων ήταν στην διάθεση του μηχανικού και για τις τοπικές αρχές και για να αποσταλούν στη Βενετία. Ακόμα και να δωρηθούν σε ανωτέρους αξιωματούχους των οποίων οι μηχανικοί αποζητούσαν την εύνοια. Από τα τρία σχέδια της Γαύδου το δεύτερο, το schizzo 158 της Βusta 43, έχει στην επιφάνειά του εσχάρα με 14 τετράγωνα κατά μήκος και 10 κατά πλάτος.
Επιπλέον, είναι διάτρητο με βελόνι και στο φ. 2r διακρίνεται πολύ καθαρά το κάρβουνο για τη διαδικασία της αντιγραφής. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το schizzo 158 αντιγράφει το πρώτο σχέδιο του χειρογράφου των Χανίων, αλλά, ταυτοχρόνως, είναι η μήτρα του φ. 443 του χειρογράφου της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, όπως αποδεικνύεται από την πιστότητα και τις διαστάσεις. Ένα δεύτερο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι δύο όψεις του Ρεθύμνου που συναντούμε στα ίδια χειρόγραφα, δηλαδή, στη Βusta 43 με χρονολογία 1629, και στο Relazione Topografica del Regno di Candia, της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης.
Χαρακτηριστικά σχέδια με τον μηχανικό να διακρίνεται καθισμένος στις πλαγιές του Εβλιγιά, στα νότια του Ρεθύμνου, και να σχεδιάζει την πόλη, τη Φορτέτσα και τη θάλασσα στο βάθος. Το επιχρωματισμένο σχέδιο της Μαρκιανής είναι αντίγραφο του πρώτου ασπρόμαυρου και έγινε με τη διαδικασία του βελονιού. Έτσι τα περιγράμματά του είναι λίγο πιο χοντροκομένα από το σχέδιο του Αρχείου και λείπει η φρεσκάδα της πρώτης αποτυπώσεως. Οι αποτυπώσεις της Γαύδου βοήθησαν να ταυτιστεί ο άγνωστος μηχανικός του οποίου τα σχέδια κοσμούν ένα ανώνυμο και αχρονολόγητο χειρόγραφο αφιερωμένο στη Κρήτη. Το χειρόγραφο αυτό φυλάσσεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Πάδοβας.
Από την τεχνοτροπία και την μορφή των σχεδίων είναι φανερό ότι είναι έργα του Monanni. Ένα από αυτά, μάλιστα, είναι της Γαύδου και έχει τα χαρακτηριστικά περιγράμματα των υπολοίπων σχεδίων της νησίδας όλα έργα του ιδίου μηχανικού. Επιπλέον, το σχέδιο Città di Candia του φ. 21r του ιδίου χειρογράφου, στο οποίο φαίνεται η διαδρομή του περίφημου υδραγωγείου από τον Γιούχτα στον Χάνδακα, χρονολογεί το χειρόγραφο μετά το έτος 1629. Ως γνωστόν, το υδραγωγείο αυτό έγινε από τον Γενικό Προβλεπτή (Provveditor General) Francesco Moresini, ο οποίος είχε αναθέσει στον μηχανικό Monanni την καταγραφή και το σχεδιάγραμμα των δεξαμενών.
ΠEΛOΠONNHΣOΣ
Το 1700 ο μηχανικός Francesco Van Deyk, στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία, παραδίδει το Συνοπτικό Κτηματολόγιο (Catastico Ordinario), το Λεπτομερές Κτηματολόγιο (Catastico Particolare) και το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα (Disegno) της επαρχίας της Βοστίτσας (σημερινή επαρχία Αιγιάλειας). Έτσι, διασώζει με τον πλέον έγκυρο τρόπο μαρτυρίες για την μορφή της ζωής στο Βασίλειο του Μορέως (Regno di Morea) στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν για 30 χρόνια (1685 - 1715), η χερσόνησος είχε την εξαιρετική τύχη να βρεθεί στα χέρια των Βενετών.
Tα ονόματα των κατοίκων, η μορφή των εδαφών, οι καλλιέργειες, η κτηνοτροφία, τα δημόσια κτίρια, οι εκκλησίες, τα σπίτια και κυρίως το ονόματα των οικισμών καταγράφονται με απόλυτη ακρίβεια. Αρκετές φορές, μάλιστα, έχουν αλλάξει όνομα στην διάρκεια των αιώνων δυσκολεύοντας εμάς σήμερα. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με την σχεδόν αδιατάρακτη συνέχεια των οικισμών της Κρήτης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο οικισμός της Μαμουσιάς (Mamussa), που μας οδήγησε σε περαιτέρω προτάσεις για έρευνα και ανασκαφές. Ο οικισμός αυτός, με Σλαβικής προελεύσεως όνομα, βρίσκεται στα νότιοδυτικα του Διακοπτού, εντός των ορίων του δήμου που ταυτίζεται με την αρχαία Κερύνεια.
Αυτομάτως θέτει το ερώτημα της απαρχής του, της υπάρξεως του ή μη στους Βυζαντινούς χρόνους και άλλης παλαιότερης ονομασίας του. Επιπλέον το εγκυρότατο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα (Disegno) του Van Deyk καταγράφει τη θέση των εκβολών του Σελινούντος ποταμού στα ανατολικά του Αιγίου, πριν τους καταστροφικούς σεισμούς του 1748 και 1817, οι οποίοι πρέπει να άλλαξαν τη ροή του, τρέποντάς τον ανατολικώτερα στο σημείο που τον αποτύπωσε 120 χρόνια αργότερα, το 1832, ο χάρτης της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής (Εxpedition Scientifique de Morée) στον Μωριά.
Το 1707 ο επικεφαλής μηχανικός (sopra intendente) Bortolo Carmoy και οι συνάδελφοί του (publici periti) Tomaso Castelli και Antonio Borini παρέδωσαν τον πρώτο μεγάλο τοπογραφικό χάρτη της Πελοποννήσου, διαστάσεων 98 x 72 εκ. Ο τίτλος του είναι, Del Regno di Morea και αφιερώνεται στον Γενικό Προβλεπτή Angiolo Emo, μαζί με έναν ακόμα χάρτη με τίτλο, Pianta Geografica del Regno di Morea, έργο των μηχανικών Gaetano Ramena και Captain Riuiera. Οι διαστάσεις του δεύτερου χάρτη είναι 1,25 x 90 εκ. Οι μηχανικοί αποτύπωσαν με θαυμαστό, για τα μέσα της εποχής, τρόπο την χερσόνησο και τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες που διέθετε. Το διοικητικό διαχωρισμό σε τέσσερα διαμερίσματα και 24 επαρχίες.
Τις οροσειρές, τους ποταμούς, τις λίμνες και όλο τον υδάτινο πλούτο. Και τοποθέτησαν στο χάρτη στο σωστό σημείο 314 οικισμούς, δηλαδή, το 20,1% του συνόλου των 1.548 οικισμών της Πελοποννήσου οι οποίοι περιέχονται στην απογραφή Grimani του έτους 1700. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι μηχανικοί εργάσθηκαν σε διαφορετικές ομάδες χωρίς να συνεργαστούν. Έτσι, η ομάδα η οποία εσχεδίασε τον πρώτο μεγάλο τοπογραφικό χάρτη Del Regno di Morea, δεν χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες αποτυπώσεις των Disegni, τα οποία είχαν ήδη τελειώσει. Οι αποτυπώσεις των δύο χαρτών έγιναν από την αρχή.
Διαπιστώθηκε από την σύγκριση της ακτογραμμής του Disegnο της Βοστίτσας με το αντίστοιχο τμήμα του Βενετσιάνικου χάρτη του 1707. Παραμένει πάντα ανοιχτό το ερώτημα του χρόνου τον οποίον χρειάστηκαν οι μηχανικοί για την αποτύπωση του χάρτη. Με κάθε επιείκεια θα πρέπει να ξεπέρασε τα τρία χρόνια τα οποία χρειάστηκαν οι Γάλλοι μηχανικοί για να αποτυπώσουν το χάρτη της Πελοποννήσου της περίφημης Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής.
ΕΠΤΑΝΗΣΑ
Στα Ιόνια νησιά είναι γνωστό ότι η Βενετική παρουσία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και διατηρήθηκε, εν πολλοίς, μέχρι τη Συνθήκη του Campo-Formio στα 1797, όταν οι Γάλλοι Δημοκρατικοί διαδέχθηκαν την Γαληνοτάτη Δημοκρατία. Δυστυχώς, η έρευνα των χαρτογραφικών δεδομένων είναι ελλιπής. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όμως, ότι τα βενετικά αρχεία, αλλά και τα επιτόπια των Ιονίων νήσων επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Στα άψογα οργανωμένα Γενικά Αρχεία Κέρκυρας, υπάρχουν πολλά διάσπαρτα τοπογραφικά σχέδια και μεγάλο μέρος του Βενετσιάνικου κτηματολογίου του 1785. Από όλα αυτά ξεχώριζε, πραγματικά, το τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του χωριού Γιαννάδες του μηχανικού Alessandro Ganassa.
Το χωριό βρίσκεται 18 χλμ. στα δυτικά της Κέρκυρας. Εκτός από τον άψογα σχεδιασμένο οικισμό διακρίνονται και οι διαφορετικές καλλιέργειες της γης στα κτήματα γύρω από τον οικισμό. Από την επιτόπια έρευνα φάνηκε ότι, οι τότε αμπελώνες και οι καλλιέργειες σίτου αντικαταστάθηκαν με ελαιόδενδρα τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα. Υπάρχει, επίσης, μια έρευνα για την Λευκάδα που ασχολείται με τις χαρτογραφικές πηγές, κυρίως τις Βενετσιάνικες. Επιπλέον, δύο άρθρα για την Ζάκυνθο από το ΣΤ' Πανιόνιο Συνέδριο. Στα δύο αυτά άρθρα γίνεται φανερός ο ρόλος της Βενετικής διοικήσεως για άλλη μια φορά, κυρίως όσον αφορά τις πρώτες απόπειρες αποτυπώσεων του νησιού.
Επίσης, είναι φανερό ότι τα Επτάνησα είχαν τοπογραφικά σχεδιαγράμματα (Disegni), τα οποία πρέπει να συνόδευαν τα Κτηματολόγια, όπως συνέβαινε και στη Πελοπόννησο. Το 1735 ιδρύθηκε στην Κέρκυρα σχολή για στρατιωτικούς μηχανικούς (ingegneri militari) και απ' ότι φαίνεται δύο, τουλάχιστον, μηχανικοί από την Πελοπόννησο όταν οι Βενετοί έφυγαν για πάντα από τον Μωριά το 1715, συνέχισαν τη σταδιοδρομία τους στην Κέρκυρα. Ήσαν οι Captain Riuiera και Tomasso Castelli.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το πρώτο μεγάλο χαρτογραφικό και τοπογραφικό "σπουδαστήριο" του Ελλαδικού χώρου για τους Βενετούς υπήρξε το Βασίλειον της Κρήτης. Η πληθώρα των χαρτών και των τοπογραφικών σχεδίων, ήδη από τον 16ο αιώνα, το αποδεικνύει περίτρανα. Από την Κρήτη, όμως, λείπουν τα κτηματολόγια. Δεν γνωρίζω μέχρι τώρα τους λόγους και δεν είναι του παρόντος η απόπειρα ερμηνείας. Από το 1685 μέχρι το 1715 οι τοπογραφικές και χαρτογραφικές αποτυπώσεις συνεχίζονται στον Μωριά. Εδώ πρωτοεμφανίζονται και τα κτηματολόγια -όσα πρόλαβαν να γίνουν- στα 30 χρόνια της Βενετικής διοικήσεως στη Πελοπόννησο.
Έτσι, μαζί με τους δύο μεγάλους τοπογραφικούς χάρτες και τα πάμπολλα τοπογραφικά -κυρίως αμυντικά- σχέδια, συμπληρώνεται άριστα η εικόνα της χερσονήσου στις αρχές του 18ου αιώνα. Το πέρασμα των Βενετών μηχανικών από την Πελοπόννησο στα Επτάνησα μετά το 1715 και η ίδρυση της Βενετικής στρατιωτικής σχολής στη Κέρκυρα τον 18ο αιώνα, αποτελούν τη συνέχεια και την τοπογραφική διαδοχή της Πελοποννήσου. Η παράδοση των κτηματολογίων συνεχίστηκε και εδώ, όπως φάνηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας. Δυστυχώς, μέχρι τώρα η χαρτογραφική έρευνα για τα Επτάνησα είναι ελλιπής. Οι υπάρχοντες έντυποι χάρτες του 17ου και 18ου αιώνα αποδεικνύουν τοπογραφικές αποτυπώσεις.
Η πιθανότης υπάρξεως κτηματολογίων στα Επτάνησα πριν το 1650 μπορεί να αποτελέσει μία ευχάριστη έκπληξη και ευκαιρία για περαιτέρω έρευνα. των πηγών και στη Βενετία και στα Επτάνησα. Έτσι γίνεται σαφές πόσο σημαντικές και ακριβείς πληροφορίες παρέχει η Βενετική παρουσία στον Ελληνικό χώρο για τέσσερεις αιώνες. Ευτυχείς οι τόποι που δεν εγνώρισαν "φακιόλιον τούρκικον" αλλά βρέθηκαν στα χέρια των ανθρώπων της θάλασσας. Στα χέρια της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αδρία, που υπήρξε στην ανατολική Μεσόγειο θυγατέρα - διάδοχος της Κωνσταντινουπόλεως και απέδειξε ότι η γνώση των εδαφών και η απόκτηση καίριων στρατηγικών σημείων συντηρεί θαλάσσιες αυτοκρατορίες για αιώνες.
Αναντίρρητα, θα ήταν ευχής έργον η διοίκηση όλων των περιοχών να είχε παραμείνει σε Ελληνικά χέρια. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, οι χαρτογραφικές γνώσεις να διευρυνθούν και να διοχετευθούν στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα θετικών και κλασσικών επιστημών και για τις προσφερόμενες ιστορικές πληροφορίες αλλά και για το εξαιρετικό αισθητικό τους επίπεδο.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Ιδρυτής της σύγχρονης χαρτογραφίας θεωρείται ο Φλαμναδός γεωγράφος Γεράρδος Μερκάτωρ, ο πρώτος που έδωσε μια συστηματοποίηση στις εκτεταμένες γεωγραφικές και χαρτογραφικές γνώσεις της εποχής του, κυρίως στο φημισμένο του έργο Άτλας (1585 - 1895). Οι μεγάλες πρόοδοι της χαρτογραφίας συνέπεσαν με την ανακάλυψη νεότερων συστημάτων μέτρησης, που στηρίζονταν σε αστρονομικές και γεωδαιτικές αρχές. Από τον 19ο αιώνα όλες οι οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες φρόντισαν για τη συστηματική χαρτογράφηση του εδάφους τους και για τη σύνταξη τοπογραφικών χαρτών ή χορογραφικών χαρτών με μεγάλη κλίμακα.
Η χαρτογραφία από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα αναζητούσε μια ρεαλιστική αναπαράσταση της γεώσφαιρας. Ο σκοπός του χαρτογράφου ήταν να επικοινωνήσει την γεωγραφική πληροφορία την οποία κατείχε, σαν ειδικός, με τον έκαστο χρήστη του. Έχοντας αυτά κατά νου, αντιλαμβανόμαστε τα επιμέρους σημεία της παράγωγης και επικοινωνίας χαρτών που είναι : χαρτογράφος - γεωγραφική πληροφορία - τελικός χρηστής. Αυτό μας λέει και ο μεγάλος της χαρτογραφίας Robinson (1995), ο όποιος αναγνωρίζει τα στάδια της παράγωγης ενός χάρτη ως:
α) Συλλογή / επιλογή δεδομένων
β) Διαχείριση και γενίκευση δεδομένων, σχεδίαση χάρτη
γ) Ανάγνωση χάρτη και
δ) Ερμηνεία του χάρτη
Αυτό το τρίγωνο παραγόντων αποτελεί και τα κριτήρια παραγωγής ενός χάρτη. Ο χαρτογράφος είναι ο κύριος παράγοντας, από τον οποίο εξαρτάται και το προϊόν. Οι χαρτογράφοι στο παρελθόν χρησιμοποιούσαν πενιχρά μέσα για την εκπόνηση των πρώτων χαρτών. Μικρή ήταν και η γνώση τους σχετικά με τον κόσμο πέραν των συνόρων μιας Αυτοκρατορίας, για παράδειγμα. Σήμερα, η γνώση και η κατοχή όσο το δυνατόν περισσότερων γεωγραφικών πληροφοριών, σημαίνει και δύναμη στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και τα σύγχρονα κράτη τα οποία συλλέγουν την γεωγραφική πληροφορία σε όλο και πιο «έξυπνη» μορφή.
Η μορφή είναι ψηφιακή και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τεχνολογίες όπως γεωγραφικές βάσεις δεδομένων, λογισμικά Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π), tablet PCs, PDAs, ή ακόμα και δορυφορικές φωτογραφίες. Ο σύγχρονος χαρτογράφος λοιπόν πρέπει να κατέχει αρκετές τεχνολογικές γνώσεις ώστε να φέρει εις πέρας τη διαδικασία παράγωγης. Η φύση της γεωγραφικής πληροφορίας όπως την γνωρίζουμε σήμερα έχει αλλάξει άρδην σε σχέση με το παρελθόν. Πλέον, και με την τεχνολογική εξέλιξη, μιλούμε για γεωγραφικά δεδομένα ή Geo-Data, τα οποία έχουν ψηφιακή δομή και η χρήση/διαχείριση τους, απαιτεί λογισμικά Γ.Σ.Π.
Παρόλα αυτά όμως, οι γεωγράφοι έχουν ακόμα αρκετή δουλειά στον τομέα της ψηφιοποίησης των δεδομένων ώστε να είναι δυνατή η διαχείριση τους με σύγχρονα μέσα. Αυτό που έχει σημασία σήμερα, είναι η δημιουργία δεδομένων με διακρατική εφαρμογή, και η εναρμόνιση των διαφόρων υπαρχόντων δεδομένων στα πλαίσια υπερεθνικών σχημάτων όπως η Ε.Ε. Καθοριστικό ρόλο παίζει η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής ντιρεκτίβας Inspire προς αυτό το σκοπό (European Commission, 2007), με απώτερο στόχο την μείωση τους κόστους, αλλά και τη μείωση του χρόνου μετατροπής δεδομένων από τύπο σε τύπο.
Οι συνέπειες θα είναι ευεργετικές για τους χαρτογράφους αλλά και για τους τελικούς χρήστες των χαρτών. Το πως θα στηθεί ένας χάρτης εξαρτάται και από το ποιος θα είναι ο τελικός χρηστής. Διαφορετικά επεξεργάζεται ένα χάρτη ένας πεπειραμένος γεωγράφος σε σχέση με κάποιο στέλεχος χρηματιστηριακής εταιρείας. Αυτό είναι κάτι που ο παραγωγός χαρτών πρέπει να γνωρίζει κατά τη διάρκεια παραγωγής του χάρτη. Παραδείγματα χρηστών αποτελούν οι κυβερνητικές υπηρεσίες, οι αναγνώστες ενός περιοδικού, οι ερευνητές ενός πανεπιστημιακού προγράμματος γεωγραφίας / Γ.Σ.Π, κοκ.
Αυτό καταδεικνύει ότι ο χάρτης μεταλλάσσεται ανάλογα με το για ποιον προορίζεται και τι χρήση θα έχει. Η Χαρτογραφία παραδοσιακά έχει χωρισθεί σε διάφορους κλάδους, που ασχολούνται με ορισμένα επί μέρους γνωστικά αντικείμενα όπως :
Θεματική Χαρτογραφία
Ο κλάδος της Χαρτογραφίας που έχει ως αντικείμενο τη σύνθεση θεματικών χαρτών. Το κύριο αντικείμενο της Θεματικής Χαρτογραφίας είναι η γραφική απεικόνιση και ειδικότερα η χαρτογραφική αναπαράσταση με κατάλληλες τεχνικές, φαινομένων που έχουν κατανομή στον γεωγραφικό χώρο, είτε αυτός είναι ο φυσικός είτε ο ανθρωπογενής. Τα φαινόμενα αυτά μπορεί να είναι καταγεγραμμένα μέσω ποιοτικών ή (κυρίως) ποσοτικών χαρακτηριστικών και μεγεθών. Η Θεματική Χαρτογραφία αποτελεί μια σειρά από καθαρά εφαρμοσμένες διαδικασίες και μεθοδολογίες.
Μπορεί να θεωρηθεί και ως επιστήμη, εφόσον βασίζεται σε θεωρητικές επιστήμες όπως τα μαθηματικά, αλλά και ως τέχνη, αφού στόχος της είναι η ισορροπία μεταξύ της αισθητικής και της γρήγορης αντίληψης των φαινομένων που απεικονίζει ο θεματικός χάρτης. Τα σημαντικότερα θέματα που περιλαμβάνει το γνωστικό αντικείμενο της Θεματικής Χαρτογραφίας είναι:
- Η οπτικοποίηση δεδομένων και φαινομένων που κατανέμονται στον γεωγραφικό χώρο.
- Η χωρική δειγματοληψία και η βασική στατιστική επεξεργασία.
- Η ομαδοποίηση ποσοτικών δεδομένων.
- Η σωστή χρήση του χρώματος μέσα από τη χρωματική θεωρία και τα σχετικά μοντέλα χρωμάτων.
- Ο χαρτογραφικός σχεδιασμός και η απόδοση με διάφορους συμβολισμούς (π.χ. σημειακά, γραμμικά και επιφανειακά σύμβολα).
- Η ισαριθμική (ή ισοπληθής) απεικόνιση.
- Η χωροπληθής (ή δασυμμετρική) απεικόνιση.
- Οι χάρτες κουκίδων και τα χαρτογράμματα.
- Οι Τοπολογικές και εστιακές / πολυεστιακές απεικονίσεις.
- Η Πολυμεταβλητή και Δυναμική χαρτογραφική απόδοση που ασχολείται με τηνØ επεξεργασία και απόδοση της θεματικής (μη γεωμετρικής) πληροφορίας, ενώ κάποιο ιδιαίτερο κομμάτι της, ασχολείται με τη μελέτη του συμβολισμού και των χρωμάτων που χρησιμοποιούνται, όπως και του τρόπου με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται έναν χάρτη.
Αναλυτική ή Μαθηματική Χαρτογραφία
Ο κλάδος της Χαρτογραφίας που ασχολείται με την επίλυση χαρτογραφικών προβλημάτων χρησιμοποιώντας μαθηματικούς ή αναλυτικούς τρόπους. Ο όρος μαθηματική χαρτογραφία χρησιμοποιούνταν από παλιά, για να περιγραφεί ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολήθηκε με το πρόβλημα των απεικονίσεων. Ο όρος αναλυτική χαρτογραφία χρησιμοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τον καθηγητή Waldo Tobler, γεωγράφο και χαρτογράφο στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, ο οποίος και θεωρείται από πολλούς ο πατέρας της Αναλυτικής Χαρτογραφίας.
Η Αναλυτική Χαρτογραφία περιλαμβάνει μαθηματικές έννοιες και μεθόδους που εφαρμόζονται στη σύγχρονη χαρτογραφία και στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών. Το αντικείμενο της περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:
- Μεθόδους απεικόνισης της φυσικής γήινης επιφάνειας σε ένα επίπεδο, γνωστές ως χαρτογραφικές προβολές.
- Μεθόδους μονοδιάστατης και δισδιάστατης παρεμβολής (π.χ. για την προσαρμογή καμπύλων γραμμών).
- Μεθόδους αυτόματης γενίκευσης για τη δημιουργία χαρτών μικρής κλίμακας από γεωχωρικά δεδομένα που έχουν συλλεχθεί σε μεγάλες κλίμακες.
- Μεθόδους αντιμετώπισης προβλήματος της άρσης πιθανών συμπτώσεων των χαρτογραφικών συμβόλων λόγω της χωρικής μεταβολής (π.χ. μετάθεσης) που υφίστανται κατά τη διαδικασία της γενίκευσης, οι οποίες προκαλούν οπτική σύγχυση.
- Μεθόδους δημιουργίας ψηφιακών μοντέλων εδάφους / υψομέτρων και αυτόματης σκίασης του ανάγλυφου.
- Μεθόδους αυτόματης τοποθέτησης ονοματολογίας στους χάρτες.
- Μεθόδους επεξεργασίας χωρικών δεδομένων και δειγματοληψίας.
- Μεθόδους αυτόματης επίλυσης προβλημάτων αλληλοτομίας γραφικών αντικειμένων στο δισδιάστατο χώρο (επίπεδο).
- Μεθόδους γεωμετρικών μετασχηματισμών όπως π.χ ο μετασχηματισμός ομοιότητας, ο ομοπαράλληλος μετασχηματισμός που χρησιμοποιούνται συχνά σε χαρτογραφικές εφαρμογές κυρίως στις διαδικασίες γεωαναφοράς σαρωμένων χαρτών και διαγραμμάτων.
- μεθόδους χαρτομετρίας. Η χαρτομετρία έχει ορισθεί από τη Διεθνή Χαρτογραφική Ένωση (ICA) ως: «Η μέτρηση και ο υπολογισμός αριθμητικών τιμών από τους χάρτες».
- Η μέτρηση αποστάσεων (μηκών).
- Η μέτρηση επιφανειών (εμβαδών).
- Η μέτρηση γωνιών και διευθύνσεων (π.χ. αζιμούθιο).
- Η καταμέτρηση του αριθμού των οντοτήτων που απεικονίζονται σε ένα χάρτη.
Ψηφιακή Χαρτογραφία
Ψηφιακή ή Αυτοματοποιημένη Χαρτογραφία, ή Χαρτογραφία με χρήση Η/Υ είναι ο κλάδος που καλύπτει ένα πλήθος δραστηριοτήτων όπως για παράδειγμα η αυτόματη σχεδίαση με ηλεκτρονικό υπολογιστή, οι μεθοδολογίες συμπίεσης δεδομένων, οι τρόποι και μέθοδοι αποθήκευσης στοιχείων, οι δομές βάσεων δεδομένων καθώς και τα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών. Εννοιολογικά είναι υποσύνολο των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών και ταυτίζεται με το στάδιο της οπτικοποίησης (visualization), καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις το παράγωγο προϊόν είναι κάποιος χάρτης εκτυπωμένος σε χαρτί (hardcopy) ή σε ψηφιακό αρχείο (softcopy).
Και επίσης δεν απαιτεί όλες τις λειτουργίες (κυρίως αυτές της επεξεργασίας και ανάλυσης) που παρέχει ένα Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών. Τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (Σ.Γ.Π) είναι Πληροφοριακά Συστήματα (Information Systems) που παρέχουν τις παρακάτω δυνατότητες:
- Συλλογή
- Διαχείριση
- Αποθήκευση
- Επεξεργασία
- Ανάλυση
- Οπτικοποίηση
Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται για την λειτουργία αυτή βασίζεται είτε στο σχεσιακό μοντέλο δεδομένων (relational), όπου τα περιγραφικά δεδομένα πινακοποιούνται χωριστά και αργότερα συσχετίζονται με τα χωρικά δεδομένα μέσω κάποιων μοναδικών τιμών που είναι κοινές και στα δύο είδη δεδομένων, είτε στο αντικειμενοστραφές μοντέλο δεδομένων (object-oriented), όπου τόσο τα χωρικά όσο και τα περιγραφικά δεδομένα συγχωνεύονται σε αντικείμενα, τα οποία μπορεί να μοντελοποιούν κάποια αντικείμενα με φυσική υπόσταση (π.χ. κατηγορία = "δρόμος", όνομα = "Πανεπιστημίου", γεωμετρία = "[Χ1,Υ1],[Χ2,Υ2]...", πλάτος = "20μέτρα").
Το αντικειμενοστραφές μοντέλο τείνει να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο σε εφαρμογές GIS εξαιτίας των αυξημένων δυνατοτήτων του σε σχέση με το σχεσιακό μοντέλο, καθώς και της δυνατότητας που παρέχει για την εύκολη και απλοποιημένη μοντελοποίηση σύνθετων φυσικών φαινομένων και αντικειμένων με χωρική διάσταση. Πολλές φορές η Ολοκληρωμένη Έννοια των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (integrated GIS concept) επεκτείνεται για να συμπεριλάβει τόσο τα δεδομένα (που αποτελούν ουσιαστικά τον πυρήνα τους), το λογισμικό και τον μηχανικό εξοπλισμό όσο και τις διαδικασίες και το ανθρώπινο δυναμικό που αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα ενός οργανισμού.
Το αντικειμενοστραφές μοντέλο τείνει να χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο σε εφαρμογές GIS εξαιτίας των αυξημένων δυνατοτήτων του σε σχέση με το σχεσιακό μοντέλο, καθώς και της δυνατότητας που παρέχει για την εύκολη και απλοποιημένη μοντελοποίηση σύνθετων φυσικών φαινομένων και αντικειμένων με χωρική διάσταση. Πολλές φορές η Ολοκληρωμένη Έννοια των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (integrated GIS concept) επεκτείνεται για να συμπεριλάβει τόσο τα δεδομένα (που αποτελούν ουσιαστικά τον πυρήνα τους), το λογισμικό και τον μηχανικό εξοπλισμό όσο και τις διαδικασίες και το ανθρώπινο δυναμικό που αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα ενός οργανισμού.
Ο οποίος οργανισμός έχει σαν πρωταρχική του δραστηριότητα την διαχείριση πληροφορίας με την βοήθεια Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών. Οι λειτουργείες ενός GIS μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπου υπάρχει ανάγκη για διαχείριση χωρικών δεδομένων ή ακόμα και όπου υπάρχει ανάγκη για ανάλυση της χωρικής διάστασης των δεδομένων. Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας των υπολογιστών, καθιστά εφικτές πολλές από τις εφαρμογές που εξαιτίας του όγκου και της πολυπλοκότητας της διαθέσιμης πληροφορίας μέχρι και πριν από λίγα χρόνια παρέμεναν εξωπραγματικές. Ενδεικτικά, μερικές από τις πλέον κοινές εφαρμογές των GIS είναι οι παρακάτω:
- Περιβαλλοντική Διαχείριση (Environmental Management)
- Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης
- Πολεδομία και Χωροταξία
- Κατασκευές έργων μεγάλης κλίμακας (π.χ.οδοποιία κ.α.)
- Διαχείριση Δικτύων Κοινής Ωφελείας (ΑΜ/FM)
- Κτηματολόγιο και Κτηματογραφήσεις
- Τοπογραφία, Γεωδαισία και Υδρογραφία
- Γεωλογία και Υδρογεωλογία
- Δίκτυα Μεταφορών και Επικοινωνιών
- Αυτόματη Πλοήγηση
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ
Το σύγχρονο εργαλείο το οποίο παρέχει - µεταξύ των άλλων - λύσεις στις απαιτήσεις για ακρίβεια, ευκολία αναθεώρησης, αυτοµατισµούς και συµβατότητα µε τα GPS, είναι η τεχνολογία των Συστηµάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (Σ.Γ.Π ή GIS). Τα σύγχρονα λογισµικά Σ.Γ.Π προσφέρουν µια εξελιγµένη και µε πολλές δυνατότητες πλατφόρµα για τη δηµιουργία χαρτών, ιδιαίτερα όσον αφορά στην οργάνωση και ψηφιακή καταγραφή των δεδοµένων και στην αρχική δηµιουργία της χαρτοσύνθεσης.
Σε ότι αφορά στην ψηφιοποίηση και την επεξεργασία των δεδοµένων υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες δυνατότητες όπως η ηµιαυτόµατη (συνεχής ριπή κόµβων µε καθορισµένο βήµα: Streaming) ή αυτόµατη (Raster to Vector) ψηφιοποίηση, η δυνατότητα ταυτόχρονης επεξεργασίας σε πολλαπλά επίπεδα, η ευχέρεια στην ταυτόχρονη απεικόνιση δεδοµένων από διαφορετικές χαρτογραφικές προβολές µε τη διαδικασία της αυτόµατης προβολής (on the flight), η δυνατότητα δηµιουργίας και παρουσίασης ψηφιακών µοντέλων εδάφους και τέλος αυξηµένες δυνατότητες για τη δηµιουργία συµβόλων και τη διαχείριση των κειµένων της ονοµατολογίας.
Η συνδυασµένη χρήση δέκτη GPS και υπολογιστή παλάµης (Palm top) δίνει τη δυνατότητα για εισαγωγή δεδοµένων απευθείας σε διανυσµατική µορφή (σηµεία, γραµµές, πολύγωνα), την ταυτόχρονη επισκόπηση υπαρχόντων δεδοµένων, την οργάνωση των δεδοµένων σε επίπεδα, την απεικόνισή τους µε ποικιλία συµβόλων (µεγέθη, πάχη, χρώµατα) και την απεικόνιση ονοµατολογίας. Σήµερα, µπορεί
κανείς µε ένα µικρό υπολογιστή παλάµης και ένα φορητό δέκτη GPS να συνθέσει ένα εύχρηστο,
ευέλικτο και ακριβέστατο «γεωγραφικό» σηµειωµατάριο στο οποίο µπορεί να καταχωρεί κάθε είδους δεδοµένα (µετά από κατάλληλη προετοιµασία και σχεδιασµό της βάσης δεδοµένων).
Ο συνδυασµός του σηµερινού κοινώς διαθέσιµου δορυφορικού δικτύου (δηλαδή του Navstar) µε τους κοινώς χρησιµοποιούµενους δέκτες έχει προδιαγραφεί για ακρίβεια 20 µέτρων (Robinson et al, 1995)(χωρίς διαφορική διόρθωση), και στην πράξη βρίσκεται στην περιοχή των 10 µέτρων. Η ακρίβεια αυτή είναι ικανοποιητική για κλίµακες µέχρι 1:25.000. Συµπληρωµατική πληροφορία µπορεί να αντληθεί από αεροφωτογραφίες, δορυφορικές εικόνες και άλλους χάρτες. Η συνόρθωση των ψηφιακών εικόνων γίνεται µε τεχνικές γεωαναφοράς (georeferencing) οι οποίες επίσης υποστηρίζονται από αρκετά λογισµικά Σ.Γ.Π.
Τέλος σηµειώνεται ότι µε την τεχνολογική εξέλιξη των περιφερειακών συσκευών, παρέχονται δυνατότητες ποιοτικών εκτυπώσεων των δοκιµίων σε ενδιάµεσα στάδια επεξεργασίας του χάρτη οι οποίες αφενός βοηθούν στον επαναπροσδιορισµό των επιλογών των συµβόλων ή των θεµατικών απεικονίσεων, αφετέρου επιταχύνουν τη χαρτογραφική παραγωγή.
ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Το Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (Σ.Γ.Π), γνωστό ευρέως και ως G.I.S. Geographic Information Systems, είναι σύστημα διαχείρισης χωρικώνδεδομένων (spatial data) και συσχετισμένων ιδιοτήτων. Στην πιο αυστηρή μορφή του είναι ένα ψηφιακό σύστημα, ικανό να ενσωματώσει, αποθηκεύσει, προσαρμόσει, αναλύσει και παρουσιάσει γεωγραφικά συσχετισμένες (geographically-referenced) πληροφορίες.
Σε πιο γενική μορφή, ένα Σ.Γ.Π είναι ένα εργαλείο "έξυπνου χάρτη", το οποίο επιτρέπει στους χρήστες του να αποτυπώσουν μια περίληψη του πραγματικού κόσμου, να δημιουργήσουν διαδραστικά ερωτήσεις χωρικού ή περιγραφικού χαρακτήρα (αναζητήσεις δημιουργούμενες από τον χρήστη), να αναλύσουν τα χωρικά δεδομένα (spatial data), να τα προσαρμόσουν και να τα αποδώσουν σε αναλογικά μέσα (εκτυπώσεις χαρτών και διαγραμμάτων) ή σε ψηφιακά μέσα (αρχεία χωρικών δεδομένων, διαδραστικοί χάρτες στο Διαδίκτυο).
Τα συστήματα GIS, όπως και τα συστήματα CAD, αποτυπώνουν χωρικά δεδομένα σε γεωγραφικό ή χαρτογραφικό ή καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων. Βασικό χαρακτηριστικό των Σ.Γ.Π είναι ότι τα χωρικά δεδομένα συνδέονται και με περιγραφικά δεδομένα, π.χ. μια ομάδα σημείων που αναπαριστούν θέσεις πόλεων συνδέεται με ένα πίνακα όπου κάθε εγγραφή εκτός από τη θέση περιέχει πληροφορίες όπως ονομασία, πληθυσμός κλπ. Ένα Σ.Γ.Π, ως σύστημα, αποτελείται από τα παρακάτω στοιχεία:
Το σύγχρονο εργαλείο το οποίο παρέχει - µεταξύ των άλλων - λύσεις στις απαιτήσεις για ακρίβεια, ευκολία αναθεώρησης, αυτοµατισµούς και συµβατότητα µε τα GPS, είναι η τεχνολογία των Συστηµάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (Σ.Γ.Π ή GIS). Τα σύγχρονα λογισµικά Σ.Γ.Π προσφέρουν µια εξελιγµένη και µε πολλές δυνατότητες πλατφόρµα για τη δηµιουργία χαρτών, ιδιαίτερα όσον αφορά στην οργάνωση και ψηφιακή καταγραφή των δεδοµένων και στην αρχική δηµιουργία της χαρτοσύνθεσης.
Σε ότι αφορά στην ψηφιοποίηση και την επεξεργασία των δεδοµένων υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες δυνατότητες όπως η ηµιαυτόµατη (συνεχής ριπή κόµβων µε καθορισµένο βήµα: Streaming) ή αυτόµατη (Raster to Vector) ψηφιοποίηση, η δυνατότητα ταυτόχρονης επεξεργασίας σε πολλαπλά επίπεδα, η ευχέρεια στην ταυτόχρονη απεικόνιση δεδοµένων από διαφορετικές χαρτογραφικές προβολές µε τη διαδικασία της αυτόµατης προβολής (on the flight), η δυνατότητα δηµιουργίας και παρουσίασης ψηφιακών µοντέλων εδάφους και τέλος αυξηµένες δυνατότητες για τη δηµιουργία συµβόλων και τη διαχείριση των κειµένων της ονοµατολογίας.
Η συνδυασµένη χρήση δέκτη GPS και υπολογιστή παλάµης (Palm top) δίνει τη δυνατότητα για εισαγωγή δεδοµένων απευθείας σε διανυσµατική µορφή (σηµεία, γραµµές, πολύγωνα), την ταυτόχρονη επισκόπηση υπαρχόντων δεδοµένων, την οργάνωση των δεδοµένων σε επίπεδα, την απεικόνισή τους µε ποικιλία συµβόλων (µεγέθη, πάχη, χρώµατα) και την απεικόνιση ονοµατολογίας. Σήµερα, µπορεί
κανείς µε ένα µικρό υπολογιστή παλάµης και ένα φορητό δέκτη GPS να συνθέσει ένα εύχρηστο,
ευέλικτο και ακριβέστατο «γεωγραφικό» σηµειωµατάριο στο οποίο µπορεί να καταχωρεί κάθε είδους δεδοµένα (µετά από κατάλληλη προετοιµασία και σχεδιασµό της βάσης δεδοµένων).
Ο συνδυασµός του σηµερινού κοινώς διαθέσιµου δορυφορικού δικτύου (δηλαδή του Navstar) µε τους κοινώς χρησιµοποιούµενους δέκτες έχει προδιαγραφεί για ακρίβεια 20 µέτρων (Robinson et al, 1995)(χωρίς διαφορική διόρθωση), και στην πράξη βρίσκεται στην περιοχή των 10 µέτρων. Η ακρίβεια αυτή είναι ικανοποιητική για κλίµακες µέχρι 1:25.000. Συµπληρωµατική πληροφορία µπορεί να αντληθεί από αεροφωτογραφίες, δορυφορικές εικόνες και άλλους χάρτες. Η συνόρθωση των ψηφιακών εικόνων γίνεται µε τεχνικές γεωαναφοράς (georeferencing) οι οποίες επίσης υποστηρίζονται από αρκετά λογισµικά Σ.Γ.Π.
Τέλος σηµειώνεται ότι µε την τεχνολογική εξέλιξη των περιφερειακών συσκευών, παρέχονται δυνατότητες ποιοτικών εκτυπώσεων των δοκιµίων σε ενδιάµεσα στάδια επεξεργασίας του χάρτη οι οποίες αφενός βοηθούν στον επαναπροσδιορισµό των επιλογών των συµβόλων ή των θεµατικών απεικονίσεων, αφετέρου επιταχύνουν τη χαρτογραφική παραγωγή.
ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Το Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (Σ.Γ.Π), γνωστό ευρέως και ως G.I.S. Geographic Information Systems, είναι σύστημα διαχείρισης χωρικώνδεδομένων (spatial data) και συσχετισμένων ιδιοτήτων. Στην πιο αυστηρή μορφή του είναι ένα ψηφιακό σύστημα, ικανό να ενσωματώσει, αποθηκεύσει, προσαρμόσει, αναλύσει και παρουσιάσει γεωγραφικά συσχετισμένες (geographically-referenced) πληροφορίες.
Σε πιο γενική μορφή, ένα Σ.Γ.Π είναι ένα εργαλείο "έξυπνου χάρτη", το οποίο επιτρέπει στους χρήστες του να αποτυπώσουν μια περίληψη του πραγματικού κόσμου, να δημιουργήσουν διαδραστικά ερωτήσεις χωρικού ή περιγραφικού χαρακτήρα (αναζητήσεις δημιουργούμενες από τον χρήστη), να αναλύσουν τα χωρικά δεδομένα (spatial data), να τα προσαρμόσουν και να τα αποδώσουν σε αναλογικά μέσα (εκτυπώσεις χαρτών και διαγραμμάτων) ή σε ψηφιακά μέσα (αρχεία χωρικών δεδομένων, διαδραστικοί χάρτες στο Διαδίκτυο).
Τα συστήματα GIS, όπως και τα συστήματα CAD, αποτυπώνουν χωρικά δεδομένα σε γεωγραφικό ή χαρτογραφικό ή καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων. Βασικό χαρακτηριστικό των Σ.Γ.Π είναι ότι τα χωρικά δεδομένα συνδέονται και με περιγραφικά δεδομένα, π.χ. μια ομάδα σημείων που αναπαριστούν θέσεις πόλεων συνδέεται με ένα πίνακα όπου κάθε εγγραφή εκτός από τη θέση περιέχει πληροφορίες όπως ονομασία, πληθυσμός κλπ. Ένα Σ.Γ.Π, ως σύστημα, αποτελείται από τα παρακάτω στοιχεία:
Εισαγωγή
Το τμήμα του συστήματος που είναι υπεύθυνο για τροφοδότηση του συστήματος με δεδομένα. Αυτά πρέπει να είναι σε ψηφιακή δομή και συνήθως προκύπτουν με ψηφιοποίηση αναλογικών δεδομένων (π.χ. τυπωμένοι χάρτες) ή με τη συλλογή πρωτογενών δεδομένων με τη χρήση ψηφιακών μεθόδων αποτύπωσης χώρου (αποτύπωση με GPS, Τηλεπισκόπηση). Αυτό το στάδιο αφορά τόσο τη γεωγραφική όσο και την περιγραφική διάσταση των δεδομένων.
Επεξεργασία
Τα δεδομένα πρέπει να υποστούν εκείνη την επεξεργασία που τα καθιστά κατάλληλα για παραπέρα ανάλυση και χρήση. Αυτό μπορεί να αφορά την ορθή απόδοση του συστήματος συντεταγμένων, την δημιουργία σχέσεων μεταξύ των δεδομένων, τη διόρθωση σφαλμάτων, την μετάβαση από μια δομή σε μια άλλη.
Το τμήμα του συστήματος που είναι υπεύθυνο για τροφοδότηση του συστήματος με δεδομένα. Αυτά πρέπει να είναι σε ψηφιακή δομή και συνήθως προκύπτουν με ψηφιοποίηση αναλογικών δεδομένων (π.χ. τυπωμένοι χάρτες) ή με τη συλλογή πρωτογενών δεδομένων με τη χρήση ψηφιακών μεθόδων αποτύπωσης χώρου (αποτύπωση με GPS, Τηλεπισκόπηση). Αυτό το στάδιο αφορά τόσο τη γεωγραφική όσο και την περιγραφική διάσταση των δεδομένων.
Επεξεργασία
Τα δεδομένα πρέπει να υποστούν εκείνη την επεξεργασία που τα καθιστά κατάλληλα για παραπέρα ανάλυση και χρήση. Αυτό μπορεί να αφορά την ορθή απόδοση του συστήματος συντεταγμένων, την δημιουργία σχέσεων μεταξύ των δεδομένων, τη διόρθωση σφαλμάτων, την μετάβαση από μια δομή σε μια άλλη.
Ανάλυση
Ο χρήστης - αναλυτής θέτει ερωτήσεις σύμφωνα με την δυνατότητα των ίδιων των δεδομένων. Οι ερωτήσεις μπορεί να είναι του τύπου :
- Πώς απεικονίζεται η περιοχή ενδιαφέροντος;
- Πού βρίσκεται το Α;
- Που βρίσκεται το Α σε σχέση με το Β;
- Τι θα συμβεί εάν...;
- Πόσο από το Α υπάρχει στην περιοχή Γ;
- Ποιος είναι συντομότερος από το Α στο Β;
- Ποιος είναι ο οικονομικότερος δρόμος από το Α στο Β;
Απόδοση
Η απόδοση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης γίνεται σε αναλογικά μέσα με την οργάνωση της εκτύπωσης χαρτογραφικών προϊόντων ή με την απόδοση σε ψηφιακές πλατφόρμες είτε με τη χρήση του Διαδικτύου, μέσω διαδραστικών χαρτών (Web-based GIS), είτε σε μέσω εσωτερικών δικτύων οργανισμών μέσω εφαρμογών που υποστηρίζουν πολλαπλούς χρήστες με διακριτούς ρόλους (Enterprise GIS).
Η απόδοση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης γίνεται σε αναλογικά μέσα με την οργάνωση της εκτύπωσης χαρτογραφικών προϊόντων ή με την απόδοση σε ψηφιακές πλατφόρμες είτε με τη χρήση του Διαδικτύου, μέσω διαδραστικών χαρτών (Web-based GIS), είτε σε μέσω εσωτερικών δικτύων οργανισμών μέσω εφαρμογών που υποστηρίζουν πολλαπλούς χρήστες με διακριτούς ρόλους (Enterprise GIS).
Έλεγχος
Κάθε σύστημα οφείλει να έχει μηχανισμούς ανάδρασης (feedback) ώστε να εξασφαλίζεται η ορθότητα και ακρίβεια των πληροφοριών. Αυτό μπορεί να γίνεται μέσω λογισμικού με διαδικασίες κανόνων επικύρωσης, με διαδικασίες ελέγχου ακρίβειας συντεταγμένων και γενικότερα με διαδικασίες ποιοτικών και ποσοτικών ελέγχων ανάλογα με τη φύση των δεδομένων.
Δομές Δεδομένων
Σε ένα Σ.Γ.Π τα χωρικά δεδομένα μπορούν να αναπαρίστανται με δύο βασικές δομές: την διανυσματική δομή και τη ψηφιδωτή δομή. Σε όλα τα Σ.Γ.Π οι δύο δομές αποδίδονται ταυτόχρονα σε κοινές απεικονίσεις ενώ πολλά λογισμικά GIS προσφέρουν την δυνατότητα μετάβασης από τη μία δομή στην άλλη.
1. Διανύσματα (Vector)
Όλα τα χωρικά δεδομένα μπορούν να αναπαρασταθούν με τρεις βασικούς τύπου γεωμετριών: σημεία, γραμμές, πολύγωνα. Έτσι για την απόδοση της θέσης μια πόλης σε ένα χάρτη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα σημείο, για την αποτύπωση του οδικού δικτύου μια γραμμή αποτελούμενη από πολλές κορυφές και για την αποτύπωση μιας ιδιοκτησίας ένα πολύγωνο. Στην ουσία τα πάντα αναπαρίστανται από γραμμές. Το σημείο είναι μια γραμμή μηδενικού μήκους, ενώ το πολύγωνο είναι μια ακολουθία γραμμών με αρχή και τέλος την ίδια κορυφή.
Η γεωμετρία που θα υιοθετηθεί για το συμβολισμό ενός αντικειμένου εξαρτάται από την κλίμακα απεικόνισης και το σκοπό της εφαρμογής που αναπτύσσεται. Έτσι π.χ. σε μια πολύ μεγάλη κλίμακα (1:1000) τα κτίσματα αποτυπώνονται ως πολύγωνα, ενώ σε μικρότερες κλίμακες (1:10.000) είναι ορθότερο να χρησιμοποιηθεί η γεωμετρία του σημείου. Τέλος κάθε γεωμετρία συνδέεται με μια σχέση 1-1 με μια εγγραφή σε ένα πίνακα περιγραφικών χαρακτηριστικών.
2. Ψηφιδωτά (Raster)
2. Ψηφιδωτά (Raster)
Η ψηφιδωτή δομή δεδομένων χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που το χωρικό φαινόμενο που αποτυπώνεται χαρακτηρίζεται ως συνεχής μεταβλητή (π.χ. το υψόμετρο του εδάφους, η κατανομή του θορύβου) ή σε περιπτώσεις που στο ΣΓΠ θέλουμε να ενσωματώσουμε μια δορυφορική εικόνα ή μια σαρωμένη αεροφωτογραφία. Οι ψηφιδωτές δομές δεδομένων έχουν περιορισμένες δυνατότητες σύνδεσης με περιγραφικά χαρακτηριστικά. Παράδειγμα πληροφορίας ψηφιδωτής δομής σε ένα GIS είναι η εικόνα που φαίνεται παραπάνω (Χάρτης Οικιστικής Πυκνότητας) που περιέχει την πληροφορία του αριθμού κατοικιών ανά εκτάριο σε ψηφιδωτή δομή.
Τοπολογία
Στη γεωπληροφορική ως Τοπολογία εννοούμε το σύνολο των γεωμετρικών κανόνων που πρέπει να ακολουθεί η γεωγραφική πληροφορία ανάλογα με την φύση της. Έτσι για παράδειγμα, εάν η πληροφορία είναι τα οικοδομικά τετράγωνα τότε τα πολύγωνα που τα αναπαριστούν θα πρέπει να ακολουθούν μεταξύ άλλων τους κανόνες: δεν επιτρέπεται η αλληλοεπικάλυψη, δεν επιτρέπεται η ταύτιση των ορίων. Σε άλλες περιπτώσεις και για την ίδια γεωγραφική περιοχή ο κανόνας μπορεί να ισχύει αντίθετα. Π.χ στην περίπτωση που το χαρακτηριστικό που απεικονίζεται είναι τα όρια των ιδιοκτησιών, επιβάλλεται η ταύτιση των ορίων για τα όμορα ακίνητα.
Ελεύθερο Λογισμικό / Λογισμικό Ανοιχτού Κώδικα Σ.Γ.Π
Στην αγορά διακινούνται διάφορα πακέτα λογισμικού Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών που λειτουργούν σε διαφορετικά λειτουργικά συστήματα (όπως Windows, MacOS, Linux). Μερικά από αυτά, όπως το GRASS GIS και το QUANTUM GIS, διακινούνται ελεύθερα υπό το καθεστώς Άδεια Ελεύθερης Τεκμηρίωσης GNU και λειτουργούν σε όλα τα λειτουργικά συστήματα.
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ
Στη Χαρτογραφία με τον όρο Χαρτογραφική Προβολή ή Προβολή χάρτου (chart projection) ονομάζεται η μέθοδος απεικόνισης όλης ή τμήματος της φυσικής γήινης επιφάνειας σε ένα επίπεδο, αυτό του χάρτη. Ο κλάδος της χαρτογραφίας που ασχολείται με τα θέματα των προβολών ονομάζεται Αναλυτική Χαρτογραφία (ή πιο παραδοσιακά Μαθηματική Χαρτογραφία) και συνδυάζει μαθηματικές και αναλυτικές μεθόδους για την επίλυση χαρτογραφικών προβλημάτων. Το σημαντικότερο πρόβλημα που παρουσιάζει η δημιουργία ενός χάρτη είναι η κατάλληλη απεικόνιση της σφαιρικήςεπιφάνειας της Γης, μιας μη αναπτυκτής επιφάνειας, στην επίπεδη επιφάνεια του χάρτη.
Η απεικόνιση αυτή δεν μπορεί να κατασκευασθεί χωρίς να υπάρξουν παραμορφώσεις στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των σχημάτων, δηλαδή στις αποστάσεις, στις γωνίες, στις διευθύνσεις (γνωστές και ως αζιμούθια) και στα εμβαδά. Για να αντιμετωπισθεί αυτό το πρόβλημα, ακολουθούνται διάφοροι μαθηματικοί (ή αναλυτικοί) μέθοδοι προβολής των σημείων της επιφάνειας της Γης σε ένα επίπεδο ή σε μια γεωμετρικά αναπτυκτή επιφάνεια όπως είναι π.χ. η επιφάνεια του κώνου, η επιφάνεια του κυλίνδρου, ή η επιφάνεια ενός επιπέδου, έτσι ώστε κάθε φορά να διατηρείται τουλάχιστον ένα από τα παραπάνω μεγέθη, και τα υπόλοιπα να παραμορφώνονται με γνωστό τρόπο.
Κάθε χαρτογραφική προβολή ορίζει με μαθηματικούς τύπους τόσο την αντιστοίχηση των σημείων αλλά και τις παραμορφώσεις (ποσότητα και είδος) που εισάγονται. Τα μαθηματικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή της προβολής προέρχονται, μεταξύ άλλων, και από τη θεωρία των επιφανειών. Επειδή στην πραγματικότητα το σχήμα και το μέγεθος της γης δεν μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικό (ή γεωμετρικό) τρόπο (στις γεωεπιστήμες, και ειδικότερα στη Γεωδαισία, το πραγματικό σχήμα της Γης αναφέρεται ως γεωειδές), υιοθετείται μια μαθηματική επιφάνεια αναφοράς προκειμένου να είναι εφικτή η προβολή της στο επίπεδο.
Τέτοιες επιφάνειες αναφοράς που προσεγγίζουν όσο το δυνατόν καλύτερα το πραγματικό σχήμα της γης μπορεί να είναι:
1. Η σφαίρα
2. Το ελλειψοειδές εκ περιστροφής (γνωστό και ως σφαιροειδές)
Κάθε χαρτογραφική προβολή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά που την καθιστούν προτιμητέα για ορισμένη χρήση. Καμία όμως δεν μπορεί να συγκεντρώσει όλα τις παραπάνω ιδιότητες και να παρέχει ταυτόχρονα μηδενικές παραμορφώσεις αποστάσεων, γωνιών και επιφανειών, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί καθολικά αποδεκτή και κατάλληλη για κάθε χρήση. Τα κύρια κριτήρια επιλογής της χαρτογραφικής προβολής περιλαμβάνουν την η έκταση και το είδος της γεωγραφικής περιοχής που καλείται να απεικονίσει ο χάρτης, το είδος του χάρτη κ.λπ. Έτσι υπάρχουν χαρτογραφικές προβολές κατάλληλες για την απεικόνιση όλης της γης, μιας ηπείρου, μιας χώρας, προβολές για το θαλάσσιο χώρο και τη ναυτιλία, προβολές για τοπογραφικούς ή θεματικούς χάρτες κ.ο.κ.
Απαιτήσεις - Προϋποθέσεις
Οι συνήθεις απαιτήσεις που λαμβάνονται υπόψη και που χαρακτηρίζονται συνθήκες που θα πρέπει να πληρούνται για τη κατασκευή μιας προβολής, μεταξύ άλλων, είναι:
Ταξινόμηση Χαρτογραφικών Προβολών
Οι χαρτογραφικές προβολές ταξινομούνται ανάλογα της γεωμετρικής επιφάνειας στην οποία απεικονίζεται (προβάλλεται) η επιφάνεια αναφοράς (επιφάνεια της Γης), οι οποίες και είναι οι:
1. Κωνική προβολή, όταν χρησιμοποιείται ένας κώνος, στην οποία περιλαμβάνονται η απλή κωνική, η τύπου "Λάμπερτ", και η πολυκωνική προβολή.
2. Αζιμουθιακή προβολή, (γνωστή και ως επίπεδη) όταν χρησιμοποιείται ένα επίπεδο. Περιλαμβάνεται η γνωμονική, ηστερεογραφική, η ορθογραφική προβολή και η ισαπέχουσα προβολή (ή ισοαζιμουθιακή)
3. Κυλινδρική προβολή, όταν χρησιμοποιείται ένας κύλινδρος, η οποία περιλαμβάνει και την Μερκατορική προβολή. Η Μερκατορική προβολή είναι σύμμορφη, ονομάζεται και ισοκυλινδρική προβολή και είναι αυτή που χρησιμοποιείται στην κατασκευή και σύνθεση του ναυτικού χάρτη. Μια απλοποιημένη έκδοση της Μερκατορικής προβολής χρησιμοποιείται στους ψηφιακούς χάρτες της Google.
Υπάρχουν αρκετές χαρτογραφικές προβολές οι οποίες δεν χρησιμοποιούν απλές γεωμετρικές μεθόδους αντιστοίχισης σημείων αλλά σύνθετους μαθηματικούς τύπους οπότε και δεν είναι εύκολο να καταταχθούν σε μία από τις τρεις παραπάνω κύριες κατηγορίες. Παραδείγματα τέτοιων προβολών είναι:
1. Η Ψευδοκωνική (pseudoconic)
2. Η Ψευδοκυλινδρική (pseudocylindrical)
3. Η Ψευδοαζιμουθιακή (pseudoazimuthal)
4. Η Πολυκωνική (polyconic)
Ανάλογα με τον προσανατολισμό της γεωμετρικής επιφάνειας σε σχέση με τον άξονα περιστροφής της Γης, η απεικόνιση διακρίνεται σε:
1. Ορθή όταν ο άξονας συμμετρίας της αναπτυκτής επιφάνειας προβολής ταυτίζεται με τον άξονα περιστροφής της γης.
2. Πλάγια όταν ο άξονας συμμετρίας της αναπτυκτής επιφάνειας προβολής σχηματίζει μια τυχαία γωνία με τον άξονα περιστροφής της γης.
3. Εγκάρσια όταν ο άξονας συμμετρίας της αναπτυκτής επιφάνειας προβολή είναι κάθετος με τον άξονα περιστροφής της γης.
Ανάλογα με το είδος του γεωμετρικού μεγέθους που διατηρεί αναλλοίωτο μια χαρτογραφική προβολή από την επιφάνεια αναφοράς (της Γης) στο τελικό επίπεδο του χάρτη, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως:
1. Ισαπέχουσα, όταν διατηρούνται αναλλοίωτες οι αποστάσεις (μήκη) από ένα ή περισσότερα σημεία
2. Σύμμορφη, όταν διατηρούνται αναλλοίωτες οι γωνίες ή οι διευθύνσεις (π.χ. το αζιμούθιο). Οι σύμμορφες προβολές διατηρούν τα σχήματα (τη μορφή τους).
3. Ισοδύναμη, όταν διατηρούνται τα εμβαδά των επιφανειών.
Χαρτογραφικές Προβολές στον Ελληνικό Χώρο
Οι κυριότερες χαρτογραφικές προβολές που έχουν χρησιμοποιηθεί έως σήμερα είναι οι παρακάτω τέσσερις:
1. Η Πλάγια Ισαπέχουσα Αζιμουθιακή προβολή του ΗΑΤΤ που χρησιμοποιείται στο προβολικό σύστημα HATT από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού.
2. Η Εγκάρσια Μερκατορική Προβολή 3 μοιρών (Tranvserse Mercator) που χρησιμοποιήθηκε από το ΥΠΕΧΩΔΕστο προβολικό σύστημα 3 μοιρών (ΕΜΠ3° ή ΤΜ3°).
3. Η Παγκόσμια Εγκάρσια Μερκατορική Προβολή (Universal Transverse Mercator) που χρησιμοποιείται παγκοσμίως και έχει υιοθετηθεί κυρίως από τις στρατιωτικές υπηρεσίες διαφόρων χωρών.
4. Η Εγκάρσια Μερκατορική Προβολή (Tranvserse Mercator) που χρησιμοποιείται στο Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ '87), το οποίο είναι προϊόν συνεργασίας του Εργαστηρίου Ανώτερης Γεωδαισίας του Τμήματος Αγρονόμων - Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού και του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ).
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ
Η κατασκευή ενός χάρτη είναι µια διαδικασία µακρόχρονη και επίπονη. Όσο κι αν υπάρχουν συγκεκριµένες προδιαγραφές και αυστηρά πρωτόκολλα, η αντίληψη και η γενικότερη κατάρτιση των συντακτών επηρεάζουν καθοριστικά τη µορφή του τελικού προϊόντος. Ακολουθεί η καταγραφή των σταδίων για τη δηµιουργία ενός χάρτη που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, µε αρκετές αναφορές από το παράδειγµα κατασκευής των χαρτών της σειράς Topo50. Αρχικά λαµβάνει χώρα ο προσδιορισµός των ορίων της υπό χαρτογράφηση περιοχής και η επιλογή της κλίµακας.
Στον προσδιορισµό της περιοχής που θα καλύπτει ο χάρτης καθοριστικές παράµετροι είναι: η ολοκληρωµένη αποτύπωση µιας χωρικής ενότητας σχετικής µε το θέµα του χάρτη (ένας χάρτης νοµού θα περικλείει την οριογραµµή του, ένας χάρτης νησιού, το σύνολο της έκτασής του, ένας χάρτης βουνού, όλο τον ορεινό όγκο και τον άµεσο περίγυρό), το µέγεθος του χαρτιού σε σχέση µε τα διαθέσιµα στο εµπόριο αλλά και την ευχρηστία του. Η επιλογή της κλίµακας σχετίζεται άµεσα µε το χαρακτήρα του χάρτη.
Ένας χάρτης για την πεζοπορία κατασκευάζεται σε κλίµακα µεταξύ 1:50.000 και 1:10.000 σε µια προσπάθεια συµβιβασµού ανάµεσα στην απεικόνιση λεπτοµερειών χρήσιµων για τον προσανατολισµό του πεζοπόρου και στην παραγωγή ενός χάρτη εύχρηστου µεγέθους που να καλύπτει µια ολοκληρωµένη ενότητα πεζοποριών. Ένας χάρτης για τον εποχούµενο ταξιδιώτη που ενδιαφέρεται να περιηγηθεί και να γνωρίσει τα αξιοθέατα µιας περιοχής συνήθως κατασκευάζεται σε κλίµακα µεταξύ 1:100.000 και 1:50.000. Στις κλίµακες αυτές είναι ακόµα εφικτή η αποτύπωση σηµειακών δεδοµένων µε τρόπο που να µπορεί να τα εντοπίσει ο επισκέπτης από το χάρτη.
Κλίµακες µικρότερες από 1:250.000 χρησιµεύουν µόνο για τη µετακίνηση σε µεγάλες αποστάσεις και δεν µπορούν να δώσουν παρά µια πολύ αδρή εικόνα του χώρου. Μετά από αυτές τις αρχικές επιλογές ακολουθεί η φάση της συλλογής στοιχείων. Για τη συλλογή δεδοµένων που αναφέρονται στην περιοχή υπό χαρτογράφηση διενεργείται έρευνα στη βιβλιογραφία, καταγραφή και απόκτηση υπαρχόντων χαρτών, καθώς και αξιοποίηση δεδοµένων τηλεπισκόπισης, όπου αυτά είναι διαθέσιµα. Θα πρέπει να αναζητηθούν δεδοµένα που εκτείνονται τόσο στο χώρο των περιβαλλοντικών όσο και στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστηµών, λαµβάνοντας βέβαια πάντα υπόψη το είδος, τον επιδιωκόµενο χαρακτήρα και τη χρήση του υπό κατασκευή χάρτη.
Πρόκειται για ένα στάδιο του οποίου η σηµασία είναι κεφαλαιώδης. Το εύρος και το βάθος της έρευνας καθορίζει τον πλούτο σε ποσότητα και ποιότητα των πληροφοριών οι οποίες αποτυπώνονται στο χάρτη. Βασική πηγή δεδοµένων υποβάθρου αλλά και θεµατικής πληροφορίας αποτελούν οι χάρτες της Γ.Υ.Σ τα στοιχεία των οποίων συµπληρώνονται και ενηµερώνονται από πρωτογενή ή άλλα βιβλιογραφικά δεδοµένα. Ακολουθεί ο σχεδιασµός και η οργάνωση του Σ.Γ.Π που θα δηµιουργηθεί. Η θεµατική πληροφορία οργανώνεται µε βάση τη γεωµετρία των υπό χαρτογράφηση στοιχείων σε σηµειακή, γραµµική και επιφανειακή µορφή.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα πληροφορίας που καταχωρίζεται σε επιφανειακή µορφή είναι η βλάστηση και οι χρήσεις γης. Σε µορφή γραµµικών στοιχείων καταχωρίζονται οι ισοϋψείς καµπύλες, το υδρογραφικό δίκτυο, το οδικό δίκτυο και τα µονοπάτια, καθώς και διαφόρων ειδών όρια (διοικητικά, θεσµικά). Αξίζει να αναφερθεί ότι το µεγαλύτερο µέρος της πληροφορίας καταχωρίζεται σε σηµειακή µορφή. Στους χάρτες Topo50, αποτυπώνονται δεδοµένα 40 περίπου διαφορετικών αρχείων σηµειακών δεδοµένων, που το καθένα έχει από 2 έως 6 πεδία. Η απλή και ευνόητη κωδικοποίηση της πληροφορίας βοηθάει στη γρήγορη καταχώριση στο πεδίο και την αποφυγή λαθών.
Για παράδειγµα το επίπεδο των δρόµων έχει δύο αριθµητικά πεδία (κατηγορία και βατότητητα) που έχουν από µία θέση το καθένα. Σήµερα καταχωρούνται 16 διαφορετικές κατηγορίες δρόµων ενώ υπάρχει ακόµα δυνατότητα για περαιτέρω επέκταση των κατηγοριών. Στα αρχεία των σηµειακών επιπέδων έχει γίνει προσπάθεια να υπάρχει µια όσο το δυνατόν ενιαία ονοµατολογία των πεδίων ώστε να διευκολύνεται η καταχώριση και η διανοµή των δεδοµένων που έρχονται από τις εργασίες πεδίου.
Συνήθως υπάρχουν δύο πεδία ονόµατος (Ελληνικά και Αγγλικά) ένα πεδίο STATUS ή CATEGORY που από αρχείο σε αρχείο µπορεί να έχει διαφορετική έννοια, ένα πεδίο στροφής (για στοιχεία που πρέπει να τοποθετούνται σε σωστή γωνία σε σχέση µε το ανάγλυφο (π.χ σπηλιές, αναβλύσεις, πηγές). Προτιµάται γενικά η χρήση αριθµητικών πεδίων -συνήθως µίας θέσης- όπου η πιθανότητα λάθους καταχώρισης είναι µικρότερη. Η σωστή ιεράρχηση µε την αντίστοιχη κωδικοποίηση των δεδοµένων είναι πολύ σηµαντική στη χαρτογραφική διαδικασία. Είναι η βασική παράµετρος που µορφοποιεί τα δεδοµένα, κάνει το σηµαντικό να ξεχωρίζει από το λιγότερο σηµαντικό και βελτιώνει τόσο την αναγνωσιµότητα όσο και ευχρησία του χάρτη.
Για παράδειγµα σε ένα οδικό δίκτυο σωστά ιεραρχηµένο και απεικονισµένο µπορεί κανείς µε µια µατιά να εντοπίσει το δρόµο που πρέπει να ακολουθήσει. Μετά την αρχική συλλογή της υπάρχουσας πληροφορίας και την οργάνωση της, ακολουθεί η ένταξή της στο Σύστηµα Γεωγραφικών Πληροφοριών. Η εργασία αυτή µετατροπής - εισαγωγής δεδοµένων σε ψηφιακή µορφή είναι πολύ σηµαντική στην αυτοµατοποιηµένη χαρτογραφική διαδικασία αφού η ποιότητα των ψηφιακών δεδοµένων συσχετίζεται άµεσα µε την ποιότητα των τελικών χαρτών. Τα σύγχρονα λογισµικά Σ.Γ.Π παρέχουν πληθώρα δυνατοτήτων για την εισαγωγή δεδοµένων µεταξύ των οποίων και κάποιες ιδιαίτερα εξελιγµένες τεχνικές.
Η ψηφιοποίηση τοπογραφικών δεδοµένων θα πρέπει να γίνεται από προσωπικό ικανό να ερµηνεύσει τα πρωτογενή δεδοµένα αφού αρκετές είναι οι φορές που αυτά περιέχουν σηµαντικές αστοχίες. Παράλληλα υλοποιούνται οι απαραίτητοι έλεγχοι ποιότητας των τελικών διανυσµατικών δεδοµένων (αξιολόγηση µέσου τετραγωνικού σφάλµατος, έλεγχος του βαθµού γενίκευσης, δειγµατοληπτικοί έλεγχοι ακρίβειας τελικών δεδοµένων). Σε χάρτες που απευθύνονται στον περιηγητή και πρόκειται να χρησιµοποιηθούν στην ύπαιθρο, ένα στοιχείο το οποίο θα πρέπει να αποδίδεται παραστατικά και µε πληρότητα είναι το ανάγλυφο. Οι βασικές µεθοδολογίες χαρτογραφικής αναπαράστασης του αναγλύφου είναι:
Τα δεδοµένα αυτά χρησιµοποιούνται για την κατασκευή του ψηφιακού µοντέλου εδάφους (Digital Elevation Model ή DEM, τύπου raster) της περιοχής ενδιαφέροντος. Το παραγόµενο ψηφιακό µοντέλο εδάφους, αφού ελεγχθεί και βελτιωθεί, µπορεί να αποδώσει χρήσιµα δευτερογενή δεδοµένα που χρησιµοποιούνται στη χαρτογραφική διαδικασία όπως το σκιασµένο ανάγλυφο, οι χάρτες κλίσεων και τα τρισδιάστατα γραφήµατα. Στους χάρτες της σειράς Topo50, χρησιµοποιείται τεχνική η οποία αξιοποιεί τόσο τις ισοϋψείς καµπύλες, όσο και το σκιασµένο ανάγλυφο, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα λήψης µετρήσεων και αναγνώρισης λεπτοµερειών του αναγλύφου, και η παραστατική χαρτογραφική του απόδοση.
Μετά την ψηφιακή καταχώριση των υπαρχόντων δεδοµένων στο πληροφοριακό σύστηµα, σειρά έχει η εργασία πεδίου. Σηµειώνεται ότι οι δύο αυτές φάσεις εργασίας σε επίπεδο πρακτικής εφαρµογής µπορεί να επικαλύπτονται χρονικά. Η συλλογή δεδοµένων από εργασία πεδίου βοηθά αφενός στην αξιολόγηση της πιστότητας των δεδοµένων που ψηφιοποιούνται αφετέρου στην συµπλήρωση και επικαιροποίησή τους. Ιδιαίτερα σε περιοχές µε σηµαντική ανθρώπινη παρουσία και ανθρωπογενείς κατασκευές, οι εργασίες πεδίου είναι εκτεταµένες αφού οι ανθρώπινες κατασκευές έχουν αρκετά γρήγορο ρυθµό ανανέωσης - δηµιουργίας και έτσι σε πολλές περιπτώσεις δεν αποτυπώνονται µε ακρίβεια σε υπάρχοντες χάρτες.
Είναι ένα δαπανηρό στάδιο που απαιτεί καλό προγραµµατισµό και οργάνωση ώστε να συλλεχθεί όσο το δυνατόν περισσότερη πληροφορία µέσα στο διαθέσιµο χρόνο. Στη διάρκεια των εργασιών πεδίου γίνονται συµπληρώσεις και διορθώσεις στα υπάρχοντα δεδοµένα και αναζήτηση στοιχείων του χώρου που εντοπίστηκαν από τη βιβλιογραφία. Πολύ σηµαντική είναι και η επικοινωνία µε τους ντόπιους για τη συµπλήρωση και διόρθωση του τοπωνυµικού, αλλά και για τον εντοπισµό άλλων στοιχείων του χώρου.
Οι εργασίες πεδίου γίνονται µε τη συνδυασµένη χρήση δέκτη GPS και φορητού υπολογιστή (κατά την κίνηση µε αυτοκίνητο) ή υπολογιστή παλάµης (κατά την κίνηση µε τα πόδια) στον οποίο είναι αποθηκευµένα και προσιτά για άµεση επισκόπηση όλα τα προϋπάρχοντα δεδοµένα της περιοχή που ερευνάται. Η σύγχρονη τεχνολογία των λογισµικών GIS µε παράλληλη χρήση συσκευής GPS παρέχει αρκετές αξιόπιστες λύσεις σε αυτή τη κατεύθυνση. Η εργασία πεδίου βοηθά αφενός στην συµπλήρωση του ΣΓΠ µε πληροφορίες οι οποίες δεν ήταν διαθέσιµες, αφετέρου στην αναθεώρηση και επικαιροποίηση των στοιχείων που έχουν ήδη καταχωριστεί.
Tα δεδοµένα των εργασιών πεδίου διανέµονται στα οικεία αρχεία και λαµβάνουν χώρα η παραβολή των στοιχείων, και οι πιθανές αναθεωρήσεις ή προσθήκες νέων θεµατικών επιπέδων. Με αυτό τον τρόπο υλοποιείται η τελική σύνθεση και επεξεργασία όλων των διαθέσιµων δεδοµένων. Για την τελική σύνθεση του χάρτη γίνεται εισαγωγή των δεδοµένων όλων των θεµατικών πεδίων σε αρχείο-πιλότο που έχει αποθηκευµένες όλες τις επιλογές συµβόλων, χρωµάτων. Τα σύγχρονα εργαλεία που αναφέρθηκαν παραπάνω, παρέχουν πληθώρα χαρτογραφικών επιλογών που σχετίζονται µε τα σύµβολα, τη διαχείριση του χρώµατος, την ονοµατολογία και τις γραµµατοσειρές και άλλα χαρτογραφικά στοιχεία.
Εδώ σηµαντικό στοιχείο είναι η συµµόρφωση µε κάποιες συµβάσεις και διεθνή πρότυπα που σχετίζονται µε τη χρήση συµβόλων και χρωµάτων, έτσι ώστε να ακολουθείται κάποια τυποποίηση η οποία βοηθά στη γρηγορότερη εξοικείωση µε το χάρτη. Η προσθήκη χαρτογραφικού και γεωγραφικού κανάβου είναι ιδιαίτερα σηµαντικό στοιχείο του χάρτη, αφού έτσι διευκολύνεται η διενέργεια µετρήσεων πάνω στο χάρτη σε οικείες µονάδες, καθώς και ο εντοπισµός της θέσης, µε την παράλληλη χρήση συσκευής GPS.
Συγκεκριµένα γίνεται προβολή των γεωγραφικών συντεταγµένων από το παγκόσµιο γεωδαιτικό σύστηµα WGS84 στο τοπικό σύστηµα αναφοράς του χάρτη (ΕΓΣΑ87) και απεικονίζονται τα στίγµατα αυτά ανά ένα πρώτο λεπτό σε WGS84 για τη διευκόλυνση των χρηστών GPS. Η εκτύπωση σειράς δοκιµίων σε σχεδιογράφο που ακολουθεί, έχει σαν στόχο τον έλεγχο του αποτελέσµατος και τις τελικές τροποποιήσεις. Μετά από αυτή τη διαδικασία οριστικοποιούνται οι τελικές επιλογές. Σε αυτή τη φάση λαµβάνει χώρα εξαγωγή των αρχείων σε µορφή postscript σε ειδικό γραφιστικό λογισµικό για την ευχερέστερη ένθεση συµπληρωµατικών στοιχείων της µακέτας του τελικού χάρτη.
Τέλος σειρά έχει η τελική εργασία στο τυπογραφείο. Μετά την εκτύπωση σε φίλµ και την επιλογή του χαρτιού, λαµβάνει χώρα η µαζική εκτύπωση στο τυπογραφείο , η πλαστικοποίηση, το δίπλωµα του χάρτη και η τελική του διάθεση. Σηµειώνεται ότι η επιλογή των υλικών του χάρτη που πρόκειται να βγει στην παραγωγή θα πρέπει να γίνεται µε ιδιαίτερη προσοχή ελέγχοντας για πιθανά σφάλµατα (αναντιστοιχίες ψηφιακών αρχείων - τελικού προϊόντος) τα οποία µπορεί να υποβαθµίσουν την ποιότητα του τελικού χάρτη. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι για κάθε χάρτη και µετά την εκτύπωση τηρείται αρχείο, στο οποίο αναφέρονται οι πιθανές αστοχίες του καθώς και άλλες παρατηρήσεις, έτσι όπως καταγράφονται από τους χρήστες του χάρτη.
Με βάση αυτό το αρχείο και αφού αξιολογηθούν οι καταχωρίσεις του, υλοποιούνται διορθώσεις - τροποποιήσεις στα δεδοµένα του Σ.Γ.Π ή στη σύνθεση του χάρτη. Ο στόχος είναι η βελτιωµένη ποιότητα των νέων εκδόσεων των χαρτών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η χρήση της τεχνολογίας των συστηµάτων γεωγραφικών πληροφοριών για την καταχώριση και οργάνωση των γεωγραφικών πληροφοριών έχει µερικά πολύ σηµαντικά πλεονεκτήµατα, όπως αυτά της ακρίβειας των δεδοµένων, της επιτάχυνσης της χαρτογραφικής διαδικασίας, της ευκολίας αναθεωρήσεων και διορθώσεων και της δυνατότητας χρήσης εξελιγµένων τεχνικών (αυτοµατοποιηµένη σκίαση αναγλύφου) που συντελούν στην ποιοτική αναβάθµιση των παραγόµενων χαρτών. Σηµαντικό ακόµη πλεονέκτηµα είναι η δυνατότητα άµεσης εξαγωγής δεδοµένων για συνδυασµένη χρήση µε συστήµατα εντοπισµού θέσης.
Οι εφαρµογές αυτές προβλέπεται να έχουν µεγάλη διάδοση στο άµεσο µέλλον και καθιερώνουν ουσιαστικά τη χρήση των Σ.Γ.Π ως µονόδροµο για την συλλογή και αποθήκευση γεωγραφικών δεδοµένων. Η τεχνολογία των GPS, βοηθά επίσης σηµαντικά στη βελτίωση της ποιότητας και αξιοπιστίας των δεδοµένων ενός χάρτη, αφού µε τη χρήση απλών συσκευών GPS, µπορούν να ληφθούν γρήγορα, ακριβή δεδοµένα για χάρτες µέσης κλίµακας. Παράλληλα, η δυνατότητα ψηφιακής σάρωσης και γεωαναφοράς του χάρτη (λειτουργία που την προσφέρουν ακόµη και απλά λογισµικά µε πολύ µικρό κόστος) βελτιώνει την ακρίβεια στην κατασκευή και έκδοση χαρτών.
Τοπολογία
Στη γεωπληροφορική ως Τοπολογία εννοούμε το σύνολο των γεωμετρικών κανόνων που πρέπει να ακολουθεί η γεωγραφική πληροφορία ανάλογα με την φύση της. Έτσι για παράδειγμα, εάν η πληροφορία είναι τα οικοδομικά τετράγωνα τότε τα πολύγωνα που τα αναπαριστούν θα πρέπει να ακολουθούν μεταξύ άλλων τους κανόνες: δεν επιτρέπεται η αλληλοεπικάλυψη, δεν επιτρέπεται η ταύτιση των ορίων. Σε άλλες περιπτώσεις και για την ίδια γεωγραφική περιοχή ο κανόνας μπορεί να ισχύει αντίθετα. Π.χ στην περίπτωση που το χαρακτηριστικό που απεικονίζεται είναι τα όρια των ιδιοκτησιών, επιβάλλεται η ταύτιση των ορίων για τα όμορα ακίνητα.
Ελεύθερο Λογισμικό / Λογισμικό Ανοιχτού Κώδικα Σ.Γ.Π
Στην αγορά διακινούνται διάφορα πακέτα λογισμικού Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών που λειτουργούν σε διαφορετικά λειτουργικά συστήματα (όπως Windows, MacOS, Linux). Μερικά από αυτά, όπως το GRASS GIS και το QUANTUM GIS, διακινούνται ελεύθερα υπό το καθεστώς Άδεια Ελεύθερης Τεκμηρίωσης GNU και λειτουργούν σε όλα τα λειτουργικά συστήματα.
ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ
Στη Χαρτογραφία με τον όρο Χαρτογραφική Προβολή ή Προβολή χάρτου (chart projection) ονομάζεται η μέθοδος απεικόνισης όλης ή τμήματος της φυσικής γήινης επιφάνειας σε ένα επίπεδο, αυτό του χάρτη. Ο κλάδος της χαρτογραφίας που ασχολείται με τα θέματα των προβολών ονομάζεται Αναλυτική Χαρτογραφία (ή πιο παραδοσιακά Μαθηματική Χαρτογραφία) και συνδυάζει μαθηματικές και αναλυτικές μεθόδους για την επίλυση χαρτογραφικών προβλημάτων. Το σημαντικότερο πρόβλημα που παρουσιάζει η δημιουργία ενός χάρτη είναι η κατάλληλη απεικόνιση της σφαιρικήςεπιφάνειας της Γης, μιας μη αναπτυκτής επιφάνειας, στην επίπεδη επιφάνεια του χάρτη.
Η απεικόνιση αυτή δεν μπορεί να κατασκευασθεί χωρίς να υπάρξουν παραμορφώσεις στα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των σχημάτων, δηλαδή στις αποστάσεις, στις γωνίες, στις διευθύνσεις (γνωστές και ως αζιμούθια) και στα εμβαδά. Για να αντιμετωπισθεί αυτό το πρόβλημα, ακολουθούνται διάφοροι μαθηματικοί (ή αναλυτικοί) μέθοδοι προβολής των σημείων της επιφάνειας της Γης σε ένα επίπεδο ή σε μια γεωμετρικά αναπτυκτή επιφάνεια όπως είναι π.χ. η επιφάνεια του κώνου, η επιφάνεια του κυλίνδρου, ή η επιφάνεια ενός επιπέδου, έτσι ώστε κάθε φορά να διατηρείται τουλάχιστον ένα από τα παραπάνω μεγέθη, και τα υπόλοιπα να παραμορφώνονται με γνωστό τρόπο.
Κάθε χαρτογραφική προβολή ορίζει με μαθηματικούς τύπους τόσο την αντιστοίχηση των σημείων αλλά και τις παραμορφώσεις (ποσότητα και είδος) που εισάγονται. Τα μαθηματικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή της προβολής προέρχονται, μεταξύ άλλων, και από τη θεωρία των επιφανειών. Επειδή στην πραγματικότητα το σχήμα και το μέγεθος της γης δεν μπορεί να περιγραφεί με μαθηματικό (ή γεωμετρικό) τρόπο (στις γεωεπιστήμες, και ειδικότερα στη Γεωδαισία, το πραγματικό σχήμα της Γης αναφέρεται ως γεωειδές), υιοθετείται μια μαθηματική επιφάνεια αναφοράς προκειμένου να είναι εφικτή η προβολή της στο επίπεδο.
Τέτοιες επιφάνειες αναφοράς που προσεγγίζουν όσο το δυνατόν καλύτερα το πραγματικό σχήμα της γης μπορεί να είναι:
1. Η σφαίρα
2. Το ελλειψοειδές εκ περιστροφής (γνωστό και ως σφαιροειδές)
Κάθε χαρτογραφική προβολή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά που την καθιστούν προτιμητέα για ορισμένη χρήση. Καμία όμως δεν μπορεί να συγκεντρώσει όλα τις παραπάνω ιδιότητες και να παρέχει ταυτόχρονα μηδενικές παραμορφώσεις αποστάσεων, γωνιών και επιφανειών, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί καθολικά αποδεκτή και κατάλληλη για κάθε χρήση. Τα κύρια κριτήρια επιλογής της χαρτογραφικής προβολής περιλαμβάνουν την η έκταση και το είδος της γεωγραφικής περιοχής που καλείται να απεικονίσει ο χάρτης, το είδος του χάρτη κ.λπ. Έτσι υπάρχουν χαρτογραφικές προβολές κατάλληλες για την απεικόνιση όλης της γης, μιας ηπείρου, μιας χώρας, προβολές για το θαλάσσιο χώρο και τη ναυτιλία, προβολές για τοπογραφικούς ή θεματικούς χάρτες κ.ο.κ.
Απαιτήσεις - Προϋποθέσεις
Οι συνήθεις απαιτήσεις που λαμβάνονται υπόψη και που χαρακτηρίζονται συνθήκες που θα πρέπει να πληρούνται για τη κατασκευή μιας προβολής, μεταξύ άλλων, είναι:
- Απεικόνιση πραγματικού σχήματος των φυσικών χαρακτηριστικών.
- Ομοιότητα σχημάτων των φυσικών χαρακτηριστικών.
- Ομοιότητα παρεχομένων συμβόλων.
- Ομοιότητα παρεχομένων ενδείξεων και προσανατολισμού.
- Αναλογική αναπαράσταση των φυσικών χαρακτηριστικών, δηλαδή υπό κλίμακα.
- Σταθερή κλίμακα μέτρησης αποστάσεων.
- Απεικόνιση της ορθοδρομίας ως ευθεία γραμμή.
- Απεικόνιση της λοξοδρομίας ως ευθεία γραμμή.
- Υπόδειγμα μέτρησης αποστάσεων σε πολλαπλά μέτρα μέτρησης.
- Αναφορά του εκδότη, του έτους κατασκευής, της απόκλισης, καθώς και άλλων σχετικών στοιχείων.
Ταξινόμηση Χαρτογραφικών Προβολών
Οι χαρτογραφικές προβολές ταξινομούνται ανάλογα της γεωμετρικής επιφάνειας στην οποία απεικονίζεται (προβάλλεται) η επιφάνεια αναφοράς (επιφάνεια της Γης), οι οποίες και είναι οι:
1. Κωνική προβολή, όταν χρησιμοποιείται ένας κώνος, στην οποία περιλαμβάνονται η απλή κωνική, η τύπου "Λάμπερτ", και η πολυκωνική προβολή.
2. Αζιμουθιακή προβολή, (γνωστή και ως επίπεδη) όταν χρησιμοποιείται ένα επίπεδο. Περιλαμβάνεται η γνωμονική, ηστερεογραφική, η ορθογραφική προβολή και η ισαπέχουσα προβολή (ή ισοαζιμουθιακή)
3. Κυλινδρική προβολή, όταν χρησιμοποιείται ένας κύλινδρος, η οποία περιλαμβάνει και την Μερκατορική προβολή. Η Μερκατορική προβολή είναι σύμμορφη, ονομάζεται και ισοκυλινδρική προβολή και είναι αυτή που χρησιμοποιείται στην κατασκευή και σύνθεση του ναυτικού χάρτη. Μια απλοποιημένη έκδοση της Μερκατορικής προβολής χρησιμοποιείται στους ψηφιακούς χάρτες της Google.
Υπάρχουν αρκετές χαρτογραφικές προβολές οι οποίες δεν χρησιμοποιούν απλές γεωμετρικές μεθόδους αντιστοίχισης σημείων αλλά σύνθετους μαθηματικούς τύπους οπότε και δεν είναι εύκολο να καταταχθούν σε μία από τις τρεις παραπάνω κύριες κατηγορίες. Παραδείγματα τέτοιων προβολών είναι:
1. Η Ψευδοκωνική (pseudoconic)
2. Η Ψευδοκυλινδρική (pseudocylindrical)
3. Η Ψευδοαζιμουθιακή (pseudoazimuthal)
4. Η Πολυκωνική (polyconic)
Ανάλογα με τον προσανατολισμό της γεωμετρικής επιφάνειας σε σχέση με τον άξονα περιστροφής της Γης, η απεικόνιση διακρίνεται σε:
1. Ορθή όταν ο άξονας συμμετρίας της αναπτυκτής επιφάνειας προβολής ταυτίζεται με τον άξονα περιστροφής της γης.
2. Πλάγια όταν ο άξονας συμμετρίας της αναπτυκτής επιφάνειας προβολής σχηματίζει μια τυχαία γωνία με τον άξονα περιστροφής της γης.
3. Εγκάρσια όταν ο άξονας συμμετρίας της αναπτυκτής επιφάνειας προβολή είναι κάθετος με τον άξονα περιστροφής της γης.
Ανάλογα με το είδος του γεωμετρικού μεγέθους που διατηρεί αναλλοίωτο μια χαρτογραφική προβολή από την επιφάνεια αναφοράς (της Γης) στο τελικό επίπεδο του χάρτη, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως:
1. Ισαπέχουσα, όταν διατηρούνται αναλλοίωτες οι αποστάσεις (μήκη) από ένα ή περισσότερα σημεία
2. Σύμμορφη, όταν διατηρούνται αναλλοίωτες οι γωνίες ή οι διευθύνσεις (π.χ. το αζιμούθιο). Οι σύμμορφες προβολές διατηρούν τα σχήματα (τη μορφή τους).
3. Ισοδύναμη, όταν διατηρούνται τα εμβαδά των επιφανειών.
Χαρτογραφικές Προβολές στον Ελληνικό Χώρο
Οι κυριότερες χαρτογραφικές προβολές που έχουν χρησιμοποιηθεί έως σήμερα είναι οι παρακάτω τέσσερις:
1. Η Πλάγια Ισαπέχουσα Αζιμουθιακή προβολή του ΗΑΤΤ που χρησιμοποιείται στο προβολικό σύστημα HATT από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού.
2. Η Εγκάρσια Μερκατορική Προβολή 3 μοιρών (Tranvserse Mercator) που χρησιμοποιήθηκε από το ΥΠΕΧΩΔΕστο προβολικό σύστημα 3 μοιρών (ΕΜΠ3° ή ΤΜ3°).
3. Η Παγκόσμια Εγκάρσια Μερκατορική Προβολή (Universal Transverse Mercator) που χρησιμοποιείται παγκοσμίως και έχει υιοθετηθεί κυρίως από τις στρατιωτικές υπηρεσίες διαφόρων χωρών.
4. Η Εγκάρσια Μερκατορική Προβολή (Tranvserse Mercator) που χρησιμοποιείται στο Ελληνικό Γεωδαιτικό Σύστημα Αναφοράς 1987 (ΕΓΣΑ '87), το οποίο είναι προϊόν συνεργασίας του Εργαστηρίου Ανώτερης Γεωδαισίας του Τμήματος Αγρονόμων - Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού και του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ).
Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ
Η κατασκευή ενός χάρτη είναι µια διαδικασία µακρόχρονη και επίπονη. Όσο κι αν υπάρχουν συγκεκριµένες προδιαγραφές και αυστηρά πρωτόκολλα, η αντίληψη και η γενικότερη κατάρτιση των συντακτών επηρεάζουν καθοριστικά τη µορφή του τελικού προϊόντος. Ακολουθεί η καταγραφή των σταδίων για τη δηµιουργία ενός χάρτη που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, µε αρκετές αναφορές από το παράδειγµα κατασκευής των χαρτών της σειράς Topo50. Αρχικά λαµβάνει χώρα ο προσδιορισµός των ορίων της υπό χαρτογράφηση περιοχής και η επιλογή της κλίµακας.
Στον προσδιορισµό της περιοχής που θα καλύπτει ο χάρτης καθοριστικές παράµετροι είναι: η ολοκληρωµένη αποτύπωση µιας χωρικής ενότητας σχετικής µε το θέµα του χάρτη (ένας χάρτης νοµού θα περικλείει την οριογραµµή του, ένας χάρτης νησιού, το σύνολο της έκτασής του, ένας χάρτης βουνού, όλο τον ορεινό όγκο και τον άµεσο περίγυρό), το µέγεθος του χαρτιού σε σχέση µε τα διαθέσιµα στο εµπόριο αλλά και την ευχρηστία του. Η επιλογή της κλίµακας σχετίζεται άµεσα µε το χαρακτήρα του χάρτη.
Ένας χάρτης για την πεζοπορία κατασκευάζεται σε κλίµακα µεταξύ 1:50.000 και 1:10.000 σε µια προσπάθεια συµβιβασµού ανάµεσα στην απεικόνιση λεπτοµερειών χρήσιµων για τον προσανατολισµό του πεζοπόρου και στην παραγωγή ενός χάρτη εύχρηστου µεγέθους που να καλύπτει µια ολοκληρωµένη ενότητα πεζοποριών. Ένας χάρτης για τον εποχούµενο ταξιδιώτη που ενδιαφέρεται να περιηγηθεί και να γνωρίσει τα αξιοθέατα µιας περιοχής συνήθως κατασκευάζεται σε κλίµακα µεταξύ 1:100.000 και 1:50.000. Στις κλίµακες αυτές είναι ακόµα εφικτή η αποτύπωση σηµειακών δεδοµένων µε τρόπο που να µπορεί να τα εντοπίσει ο επισκέπτης από το χάρτη.
Κλίµακες µικρότερες από 1:250.000 χρησιµεύουν µόνο για τη µετακίνηση σε µεγάλες αποστάσεις και δεν µπορούν να δώσουν παρά µια πολύ αδρή εικόνα του χώρου. Μετά από αυτές τις αρχικές επιλογές ακολουθεί η φάση της συλλογής στοιχείων. Για τη συλλογή δεδοµένων που αναφέρονται στην περιοχή υπό χαρτογράφηση διενεργείται έρευνα στη βιβλιογραφία, καταγραφή και απόκτηση υπαρχόντων χαρτών, καθώς και αξιοποίηση δεδοµένων τηλεπισκόπισης, όπου αυτά είναι διαθέσιµα. Θα πρέπει να αναζητηθούν δεδοµένα που εκτείνονται τόσο στο χώρο των περιβαλλοντικών όσο και στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστηµών, λαµβάνοντας βέβαια πάντα υπόψη το είδος, τον επιδιωκόµενο χαρακτήρα και τη χρήση του υπό κατασκευή χάρτη.
Πρόκειται για ένα στάδιο του οποίου η σηµασία είναι κεφαλαιώδης. Το εύρος και το βάθος της έρευνας καθορίζει τον πλούτο σε ποσότητα και ποιότητα των πληροφοριών οι οποίες αποτυπώνονται στο χάρτη. Βασική πηγή δεδοµένων υποβάθρου αλλά και θεµατικής πληροφορίας αποτελούν οι χάρτες της Γ.Υ.Σ τα στοιχεία των οποίων συµπληρώνονται και ενηµερώνονται από πρωτογενή ή άλλα βιβλιογραφικά δεδοµένα. Ακολουθεί ο σχεδιασµός και η οργάνωση του Σ.Γ.Π που θα δηµιουργηθεί. Η θεµατική πληροφορία οργανώνεται µε βάση τη γεωµετρία των υπό χαρτογράφηση στοιχείων σε σηµειακή, γραµµική και επιφανειακή µορφή.
Χαρακτηριστικό παράδειγµα πληροφορίας που καταχωρίζεται σε επιφανειακή µορφή είναι η βλάστηση και οι χρήσεις γης. Σε µορφή γραµµικών στοιχείων καταχωρίζονται οι ισοϋψείς καµπύλες, το υδρογραφικό δίκτυο, το οδικό δίκτυο και τα µονοπάτια, καθώς και διαφόρων ειδών όρια (διοικητικά, θεσµικά). Αξίζει να αναφερθεί ότι το µεγαλύτερο µέρος της πληροφορίας καταχωρίζεται σε σηµειακή µορφή. Στους χάρτες Topo50, αποτυπώνονται δεδοµένα 40 περίπου διαφορετικών αρχείων σηµειακών δεδοµένων, που το καθένα έχει από 2 έως 6 πεδία. Η απλή και ευνόητη κωδικοποίηση της πληροφορίας βοηθάει στη γρήγορη καταχώριση στο πεδίο και την αποφυγή λαθών.
Για παράδειγµα το επίπεδο των δρόµων έχει δύο αριθµητικά πεδία (κατηγορία και βατότητητα) που έχουν από µία θέση το καθένα. Σήµερα καταχωρούνται 16 διαφορετικές κατηγορίες δρόµων ενώ υπάρχει ακόµα δυνατότητα για περαιτέρω επέκταση των κατηγοριών. Στα αρχεία των σηµειακών επιπέδων έχει γίνει προσπάθεια να υπάρχει µια όσο το δυνατόν ενιαία ονοµατολογία των πεδίων ώστε να διευκολύνεται η καταχώριση και η διανοµή των δεδοµένων που έρχονται από τις εργασίες πεδίου.
Συνήθως υπάρχουν δύο πεδία ονόµατος (Ελληνικά και Αγγλικά) ένα πεδίο STATUS ή CATEGORY που από αρχείο σε αρχείο µπορεί να έχει διαφορετική έννοια, ένα πεδίο στροφής (για στοιχεία που πρέπει να τοποθετούνται σε σωστή γωνία σε σχέση µε το ανάγλυφο (π.χ σπηλιές, αναβλύσεις, πηγές). Προτιµάται γενικά η χρήση αριθµητικών πεδίων -συνήθως µίας θέσης- όπου η πιθανότητα λάθους καταχώρισης είναι µικρότερη. Η σωστή ιεράρχηση µε την αντίστοιχη κωδικοποίηση των δεδοµένων είναι πολύ σηµαντική στη χαρτογραφική διαδικασία. Είναι η βασική παράµετρος που µορφοποιεί τα δεδοµένα, κάνει το σηµαντικό να ξεχωρίζει από το λιγότερο σηµαντικό και βελτιώνει τόσο την αναγνωσιµότητα όσο και ευχρησία του χάρτη.
Για παράδειγµα σε ένα οδικό δίκτυο σωστά ιεραρχηµένο και απεικονισµένο µπορεί κανείς µε µια µατιά να εντοπίσει το δρόµο που πρέπει να ακολουθήσει. Μετά την αρχική συλλογή της υπάρχουσας πληροφορίας και την οργάνωση της, ακολουθεί η ένταξή της στο Σύστηµα Γεωγραφικών Πληροφοριών. Η εργασία αυτή µετατροπής - εισαγωγής δεδοµένων σε ψηφιακή µορφή είναι πολύ σηµαντική στην αυτοµατοποιηµένη χαρτογραφική διαδικασία αφού η ποιότητα των ψηφιακών δεδοµένων συσχετίζεται άµεσα µε την ποιότητα των τελικών χαρτών. Τα σύγχρονα λογισµικά Σ.Γ.Π παρέχουν πληθώρα δυνατοτήτων για την εισαγωγή δεδοµένων µεταξύ των οποίων και κάποιες ιδιαίτερα εξελιγµένες τεχνικές.
Η ψηφιοποίηση τοπογραφικών δεδοµένων θα πρέπει να γίνεται από προσωπικό ικανό να ερµηνεύσει τα πρωτογενή δεδοµένα αφού αρκετές είναι οι φορές που αυτά περιέχουν σηµαντικές αστοχίες. Παράλληλα υλοποιούνται οι απαραίτητοι έλεγχοι ποιότητας των τελικών διανυσµατικών δεδοµένων (αξιολόγηση µέσου τετραγωνικού σφάλµατος, έλεγχος του βαθµού γενίκευσης, δειγµατοληπτικοί έλεγχοι ακρίβειας τελικών δεδοµένων). Σε χάρτες που απευθύνονται στον περιηγητή και πρόκειται να χρησιµοποιηθούν στην ύπαιθρο, ένα στοιχείο το οποίο θα πρέπει να αποδίδεται παραστατικά και µε πληρότητα είναι το ανάγλυφο. Οι βασικές µεθοδολογίες χαρτογραφικής αναπαράστασης του αναγλύφου είναι:
- Με ισοϋψείς καµπύλες.
- Με χρωµατισµό υψοµετρικών ζωνών.
- Με τεχνικές σκίασης του αναγλύφου.
Τα δεδοµένα αυτά χρησιµοποιούνται για την κατασκευή του ψηφιακού µοντέλου εδάφους (Digital Elevation Model ή DEM, τύπου raster) της περιοχής ενδιαφέροντος. Το παραγόµενο ψηφιακό µοντέλο εδάφους, αφού ελεγχθεί και βελτιωθεί, µπορεί να αποδώσει χρήσιµα δευτερογενή δεδοµένα που χρησιµοποιούνται στη χαρτογραφική διαδικασία όπως το σκιασµένο ανάγλυφο, οι χάρτες κλίσεων και τα τρισδιάστατα γραφήµατα. Στους χάρτες της σειράς Topo50, χρησιµοποιείται τεχνική η οποία αξιοποιεί τόσο τις ισοϋψείς καµπύλες, όσο και το σκιασµένο ανάγλυφο, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα λήψης µετρήσεων και αναγνώρισης λεπτοµερειών του αναγλύφου, και η παραστατική χαρτογραφική του απόδοση.
Μετά την ψηφιακή καταχώριση των υπαρχόντων δεδοµένων στο πληροφοριακό σύστηµα, σειρά έχει η εργασία πεδίου. Σηµειώνεται ότι οι δύο αυτές φάσεις εργασίας σε επίπεδο πρακτικής εφαρµογής µπορεί να επικαλύπτονται χρονικά. Η συλλογή δεδοµένων από εργασία πεδίου βοηθά αφενός στην αξιολόγηση της πιστότητας των δεδοµένων που ψηφιοποιούνται αφετέρου στην συµπλήρωση και επικαιροποίησή τους. Ιδιαίτερα σε περιοχές µε σηµαντική ανθρώπινη παρουσία και ανθρωπογενείς κατασκευές, οι εργασίες πεδίου είναι εκτεταµένες αφού οι ανθρώπινες κατασκευές έχουν αρκετά γρήγορο ρυθµό ανανέωσης - δηµιουργίας και έτσι σε πολλές περιπτώσεις δεν αποτυπώνονται µε ακρίβεια σε υπάρχοντες χάρτες.
Είναι ένα δαπανηρό στάδιο που απαιτεί καλό προγραµµατισµό και οργάνωση ώστε να συλλεχθεί όσο το δυνατόν περισσότερη πληροφορία µέσα στο διαθέσιµο χρόνο. Στη διάρκεια των εργασιών πεδίου γίνονται συµπληρώσεις και διορθώσεις στα υπάρχοντα δεδοµένα και αναζήτηση στοιχείων του χώρου που εντοπίστηκαν από τη βιβλιογραφία. Πολύ σηµαντική είναι και η επικοινωνία µε τους ντόπιους για τη συµπλήρωση και διόρθωση του τοπωνυµικού, αλλά και για τον εντοπισµό άλλων στοιχείων του χώρου.
Οι εργασίες πεδίου γίνονται µε τη συνδυασµένη χρήση δέκτη GPS και φορητού υπολογιστή (κατά την κίνηση µε αυτοκίνητο) ή υπολογιστή παλάµης (κατά την κίνηση µε τα πόδια) στον οποίο είναι αποθηκευµένα και προσιτά για άµεση επισκόπηση όλα τα προϋπάρχοντα δεδοµένα της περιοχή που ερευνάται. Η σύγχρονη τεχνολογία των λογισµικών GIS µε παράλληλη χρήση συσκευής GPS παρέχει αρκετές αξιόπιστες λύσεις σε αυτή τη κατεύθυνση. Η εργασία πεδίου βοηθά αφενός στην συµπλήρωση του ΣΓΠ µε πληροφορίες οι οποίες δεν ήταν διαθέσιµες, αφετέρου στην αναθεώρηση και επικαιροποίηση των στοιχείων που έχουν ήδη καταχωριστεί.
Tα δεδοµένα των εργασιών πεδίου διανέµονται στα οικεία αρχεία και λαµβάνουν χώρα η παραβολή των στοιχείων, και οι πιθανές αναθεωρήσεις ή προσθήκες νέων θεµατικών επιπέδων. Με αυτό τον τρόπο υλοποιείται η τελική σύνθεση και επεξεργασία όλων των διαθέσιµων δεδοµένων. Για την τελική σύνθεση του χάρτη γίνεται εισαγωγή των δεδοµένων όλων των θεµατικών πεδίων σε αρχείο-πιλότο που έχει αποθηκευµένες όλες τις επιλογές συµβόλων, χρωµάτων. Τα σύγχρονα εργαλεία που αναφέρθηκαν παραπάνω, παρέχουν πληθώρα χαρτογραφικών επιλογών που σχετίζονται µε τα σύµβολα, τη διαχείριση του χρώµατος, την ονοµατολογία και τις γραµµατοσειρές και άλλα χαρτογραφικά στοιχεία.
Εδώ σηµαντικό στοιχείο είναι η συµµόρφωση µε κάποιες συµβάσεις και διεθνή πρότυπα που σχετίζονται µε τη χρήση συµβόλων και χρωµάτων, έτσι ώστε να ακολουθείται κάποια τυποποίηση η οποία βοηθά στη γρηγορότερη εξοικείωση µε το χάρτη. Η προσθήκη χαρτογραφικού και γεωγραφικού κανάβου είναι ιδιαίτερα σηµαντικό στοιχείο του χάρτη, αφού έτσι διευκολύνεται η διενέργεια µετρήσεων πάνω στο χάρτη σε οικείες µονάδες, καθώς και ο εντοπισµός της θέσης, µε την παράλληλη χρήση συσκευής GPS.
Συγκεκριµένα γίνεται προβολή των γεωγραφικών συντεταγµένων από το παγκόσµιο γεωδαιτικό σύστηµα WGS84 στο τοπικό σύστηµα αναφοράς του χάρτη (ΕΓΣΑ87) και απεικονίζονται τα στίγµατα αυτά ανά ένα πρώτο λεπτό σε WGS84 για τη διευκόλυνση των χρηστών GPS. Η εκτύπωση σειράς δοκιµίων σε σχεδιογράφο που ακολουθεί, έχει σαν στόχο τον έλεγχο του αποτελέσµατος και τις τελικές τροποποιήσεις. Μετά από αυτή τη διαδικασία οριστικοποιούνται οι τελικές επιλογές. Σε αυτή τη φάση λαµβάνει χώρα εξαγωγή των αρχείων σε µορφή postscript σε ειδικό γραφιστικό λογισµικό για την ευχερέστερη ένθεση συµπληρωµατικών στοιχείων της µακέτας του τελικού χάρτη.
Τέλος σειρά έχει η τελική εργασία στο τυπογραφείο. Μετά την εκτύπωση σε φίλµ και την επιλογή του χαρτιού, λαµβάνει χώρα η µαζική εκτύπωση στο τυπογραφείο , η πλαστικοποίηση, το δίπλωµα του χάρτη και η τελική του διάθεση. Σηµειώνεται ότι η επιλογή των υλικών του χάρτη που πρόκειται να βγει στην παραγωγή θα πρέπει να γίνεται µε ιδιαίτερη προσοχή ελέγχοντας για πιθανά σφάλµατα (αναντιστοιχίες ψηφιακών αρχείων - τελικού προϊόντος) τα οποία µπορεί να υποβαθµίσουν την ποιότητα του τελικού χάρτη. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι για κάθε χάρτη και µετά την εκτύπωση τηρείται αρχείο, στο οποίο αναφέρονται οι πιθανές αστοχίες του καθώς και άλλες παρατηρήσεις, έτσι όπως καταγράφονται από τους χρήστες του χάρτη.
Με βάση αυτό το αρχείο και αφού αξιολογηθούν οι καταχωρίσεις του, υλοποιούνται διορθώσεις - τροποποιήσεις στα δεδοµένα του Σ.Γ.Π ή στη σύνθεση του χάρτη. Ο στόχος είναι η βελτιωµένη ποιότητα των νέων εκδόσεων των χαρτών.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η χρήση της τεχνολογίας των συστηµάτων γεωγραφικών πληροφοριών για την καταχώριση και οργάνωση των γεωγραφικών πληροφοριών έχει µερικά πολύ σηµαντικά πλεονεκτήµατα, όπως αυτά της ακρίβειας των δεδοµένων, της επιτάχυνσης της χαρτογραφικής διαδικασίας, της ευκολίας αναθεωρήσεων και διορθώσεων και της δυνατότητας χρήσης εξελιγµένων τεχνικών (αυτοµατοποιηµένη σκίαση αναγλύφου) που συντελούν στην ποιοτική αναβάθµιση των παραγόµενων χαρτών. Σηµαντικό ακόµη πλεονέκτηµα είναι η δυνατότητα άµεσης εξαγωγής δεδοµένων για συνδυασµένη χρήση µε συστήµατα εντοπισµού θέσης.
Οι εφαρµογές αυτές προβλέπεται να έχουν µεγάλη διάδοση στο άµεσο µέλλον και καθιερώνουν ουσιαστικά τη χρήση των Σ.Γ.Π ως µονόδροµο για την συλλογή και αποθήκευση γεωγραφικών δεδοµένων. Η τεχνολογία των GPS, βοηθά επίσης σηµαντικά στη βελτίωση της ποιότητας και αξιοπιστίας των δεδοµένων ενός χάρτη, αφού µε τη χρήση απλών συσκευών GPS, µπορούν να ληφθούν γρήγορα, ακριβή δεδοµένα για χάρτες µέσης κλίµακας. Παράλληλα, η δυνατότητα ψηφιακής σάρωσης και γεωαναφοράς του χάρτη (λειτουργία που την προσφέρουν ακόµη και απλά λογισµικά µε πολύ µικρό κόστος) βελτιώνει την ακρίβεια στην κατασκευή και έκδοση χαρτών.
Οι απαιτήσεις επικαιροποίησης και ακρίβειας καθιστούν αναγκαία τη χρήση σαφών προδιαγραφών σε όλα τα στάδια της συλλογής, επεξεργασίας, σύνθεσης και απεικόνισης των επιµέρους στοιχείων. Το κυριότερο µειονέκτηµα είναι το υψηλό κόστος του λογισµικού και το µεγάλο κόστος για την προπαρασκευή – οργάνωση και δηµιουργία µιας ψηφιακής γεωγραφικής βάσης δεδοµένων. Στα παραπάνω θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η ανάγκη εµπλοκής στη χαρτογραφική διαδικασία εξειδικευµένου προσωπικού µε τεχνικές γνώσεις.
Θα πρέπει να τονιστούν επίσης και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την άκριτη χρήση αυτοµατισµών τους οποίους παρέχουν τα εργαλεία αυτά (προεπιλογές συµβόλων - χρωµάτων, αυτοµατοποιηµένες ταξινοµήσεις, αστοχίες στην αυτοµατοποιηµένη εισαγωγή κειµένου, αδυναµίες σε διαδικασίες χαρτογραφικής γενίκευσης κλπ.) η οποία µπορεί να οδηγήσει σε σηµαντικές αστοχίες. Πεποίθηση είναι πως τα τεχνολογικά εργαλεία και οι τεχνικές που αναπτύχθηκαν παραπάνω, µπορούν να συµβάλλουν σηµαντικά στην αναβάθµιση των χαρτών που παράγονται στη χώρα µας και απευθύνονται στο ευρύ κοινό.
Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει µε κανένα τρόπο να υποβαθµίζεται η εκτεταµένη βιβλιογραφική έρευνα και η εργασία πεδίου, αφού είναι ιδιαίτερα καθοριστικές για την τελική ποιότητα του χάρτη. Η κριτική σκέψη, η εµπειρία και το αισθητήριο του Χαρτογράφου, σε συνδυασµό µε την ορθολογική χρήση των σύγχρονων αυτών εργαλείων και την κατανόηση των ορίων τους, µπορεί να αποδώσει ιδιαίτερα αναβαθµισµένα χαρτογραφικά προϊόντα.
Θα πρέπει να τονιστούν επίσης και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την άκριτη χρήση αυτοµατισµών τους οποίους παρέχουν τα εργαλεία αυτά (προεπιλογές συµβόλων - χρωµάτων, αυτοµατοποιηµένες ταξινοµήσεις, αστοχίες στην αυτοµατοποιηµένη εισαγωγή κειµένου, αδυναµίες σε διαδικασίες χαρτογραφικής γενίκευσης κλπ.) η οποία µπορεί να οδηγήσει σε σηµαντικές αστοχίες. Πεποίθηση είναι πως τα τεχνολογικά εργαλεία και οι τεχνικές που αναπτύχθηκαν παραπάνω, µπορούν να συµβάλλουν σηµαντικά στην αναβάθµιση των χαρτών που παράγονται στη χώρα µας και απευθύνονται στο ευρύ κοινό.
Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει µε κανένα τρόπο να υποβαθµίζεται η εκτεταµένη βιβλιογραφική έρευνα και η εργασία πεδίου, αφού είναι ιδιαίτερα καθοριστικές για την τελική ποιότητα του χάρτη. Η κριτική σκέψη, η εµπειρία και το αισθητήριο του Χαρτογράφου, σε συνδυασµό µε την ορθολογική χρήση των σύγχρονων αυτών εργαλείων και την κατανόηση των ορίων τους, µπορεί να αποδώσει ιδιαίτερα αναβαθµισµένα χαρτογραφικά προϊόντα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
Ως γνωστόν, οι χάρτες, ανάμεσα στα άλλα, βοηθούν στην καλύτερη επικοινωνία με το περιβάλλον και στην πληρέστερη κατανόηση του χώρου όπου δρα και κινείται ο άνθρωπος. Δεν εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι χάρτες συναντούμε ήδη από τους λεγόμενους Προϊστορικούς χρόνους. Σε βραχογραφίες π.χ. σπηλαίων, που χρονολογούνται γύρω στο 30000 π.Χ., εικονίζονται «τοποπαραστάσεις», δηλαδή σκηνές συνήθως από το άμεσο περιβάλλον των δημιουργών τους, ενώ από τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο μας σώζονται οι παλιότερες κατόψεις πόλεων (3000 - 2000 π.Χ.).
Από την ίδια την Αίγυπτο έχουμε και τα πρώτα σοβαρά δείγματα οργανωμένης κρατικής χαρτογράφησης (γύρω στο 1300 π.Χ.), που απέβλεπε κυρίως στην πιο συστηματική εκμετάλλευση των γαιών. Ωστόσο, με βάση τις ως σήμερα γνώσεις μας, οι αρχαίοι Έλληνες, και μάλιστα οι Ίωνες, ήταν αυτοί που έδωσαν για πρώτη φορά επιστημονικό χαρακτήρα στη χαρτογραφία, συνδυάζοντας με θαυμαστό τρόπο τη γνώση με την τεχνολογία, τη θεωρία με την πράξη. Ο πρώτος που αποπειράθηκε να φτιάξει ένα σχεδιάγραμμα της γης ήταν ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Ο κόσμος του Αναξιμάνδρου εκτεινόταν από τον Ατλαντικό Ωκεανό ως την Κασπία Θάλασσα και είχε ως κέντρο του το Αιγαίο.
Πολύ γνωστός ήταν ο χάρτης που σχεδίασε γύρω στο 500 π.Χ. ένας άλλος Μιλήσιος, ο πολυταξιδευμένος Εκαταίος. Σ' αυτόν θα είχε ενσωματώσει όλες τις πληροφορίες που είχαν αντληθεί από το θρυλικό ταξίδι που είχε κάνει στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, ερευνώντας τις πέρα από τις εκβολές του Ινδού ποταμού ασιατικές ακτές. Ακόμη θα είχε λάβει υπόψη του και την πληθώρα των νέων στοιχείων από την πρόσφατη εκστρατεία του Δαρείου Α' στη Σκυθία, όπως και τις πληροφορίες που θα του είχαν δώσει οι Μιλήσιοι ναυτικοί οι οποίοι, από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., όργωναν τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα τον Εύξεινο Πόντο.
Δεν αποκλείεται ο Εκαταίος να είναι και ο δημιουργός ενός περίφημου ορειχάλκινου χάρτη, που γύρω στο 500 π.Χ. τον έφερε μαζί του ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας όταν επισκέφθηκε τη Σπάρτη με σκοπό να πείσει τους Σπαρτιάτες να τον βοηθήσουν στον αγώνα του εναντίον των Περσών. Ο χάρτης αυτός είναι ο πρώτος γνωστός που χρησιμοποιήθηκε σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε συνδυασμό και με τη μεγάλη πρόοδο σχετικών επιστημών, συντελούν αποφασιστικά στη μεγάλη ανάπτυξη της χαρτογραφίας που παρατηρείται από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.
Στον Δικαίαρχο, έναν μαθητή του Αριστοτέλη, αποδίδεται η πρώτη προσπάθεια καταμέτρησης των διαστάσεων της γης. Με μια οριζόντια γραμμή, γνωστή ως «διάφραγμα», που άρχιζε από τις Ηράκλειες Στήλες, το σημερινό Γιβραλτάρ, και τελείωνε στον Ινδικό Καύκασο (αυτά ήταν τα προς Δυσμάς και Ανατολάς όρια του τότε γνωστού κόσμου), διαίρεσε τη γη σε δύο τμήματα, το βόρειο και το νότιο. Ο ίδιος ο Δικαίαρχος, ή κάποιος μεταγενέστερος γεωγράφος, πρόσθεσε στο «διάφραγμα» και μια κάθετη γραμμή που ξεκινούσε από τη θρακική Λυσιμάχεια και κατέληγε στην αιγυπτιακή Συήνη, το σημερινό Ασσουάν.
Στον 3ο αιώνα π.Χ. έζησε ο Κυρηναίος Ερατοσθένης, ο μεγαλύτερος ίσως γεωγράφος της αρχαιότητας. Είναι αυτός που πρώτος προσδιόρισε το ακριβές σχήμα της γης, όπως και τις διαστάσεις της. Στον χάρτη του, που προς Ανατολάς έφθανε ως τον Γάγγη ποταμό και προς Νότον ως τις πηγές του Νείλου, υπήρχαν επτά παράλληλοι και επτά μεσημβρινοί σε άνισα διαστήματα. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την καλύτερη γνώση των κατοικημένων περιοχών και με τη διεύρυνση των ορίων του κόσμου, είχαμε χωρίς άλλο σημαντική πρόοδο και στον τομέα της χαρτογραφίας, με πολλούς πρωταγωνιστές.
Όπως π.χ. τον Μαρίνο από την Τύρα, που ως αφετηρία για τη μέτρηση των μηκών καθιέρωσε έναν μεσημβρινό που περνούσε από τα νησιά των Μακάρων, πιθανόν τα σημερινά Κανάρια νησιά. Ωστόσο όλους τους επισκιάζει ο Πτολεμαίος Κλαύδιος (85 - 165 μ.Χ.), που σχεδίασε τον πληρέστερο και ακριβέστερο χάρτη που είχε ως τότε δει ο κόσμος. Είναι όμως αξιοπερίεργο ότι ο χάρτης αυτός όχι μόνον δεν αξιοποιήθηκε από τους Ρωμαίους αλλά και αγνοήθηκε. Επισημαίνω ότι οι Ρωμαίοι ενδιαφέρθηκαν για τη χαρτογραφία στον βαθμό που εξυπηρετούνταν πρωτίστως τα στρατιωτικά τους σχέδια και δευτερευόντως ο εξωραϊσμός των μεγάλων πόλεων.
Έτσι κατά τη Ρωμαϊκή εποχή έχουμε εμφάνιση χαρτών που αποτυπώνουν κυρίως οδικά δίκτυα και ακτογραμμές ή κατόψεις πόλεων. Ο χάρτης όμως του Πτολεμαίου δεν επρόκειτο να μείνει στη λήθη. Τον ανακάλυψε η Ευρώπη του 15ου αιώνα και αμέσως παρατηρήθηκε μια έντονη κινητικότητα στον τομέα της χαρτογραφίας, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως προάγγελος της αλματώδους εξέλιξής της που παρατηρείται στους επόμενους αιώνες.
Σήμερα, η χαρτογραφία λειτουργεί πάνω σε μία ανταλλαγή συμβατών ψηφιακών βάσεων με τα συστήματα γεωγραφικών πληροφοριών, τα οποία αποτελούν την πηγή πληροφοριών για μεθόδους ψηφιακής χαρτογραφίας. Με αυτό το τρόπο παρέχεται η δυνατότητα εξαγωγής χαρτών σε ψηφιακές μηχανές διαχωρισμού χρώματος, έτσι που να προκύπτουν καλύτερες έγχρωμες εκδόσεις.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
Ως γνωστόν, οι χάρτες, ανάμεσα στα άλλα, βοηθούν στην καλύτερη επικοινωνία με το περιβάλλον και στην πληρέστερη κατανόηση του χώρου όπου δρα και κινείται ο άνθρωπος. Δεν εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι χάρτες συναντούμε ήδη από τους λεγόμενους Προϊστορικούς χρόνους. Σε βραχογραφίες π.χ. σπηλαίων, που χρονολογούνται γύρω στο 30000 π.Χ., εικονίζονται «τοποπαραστάσεις», δηλαδή σκηνές συνήθως από το άμεσο περιβάλλον των δημιουργών τους, ενώ από τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο μας σώζονται οι παλιότερες κατόψεις πόλεων (3000 - 2000 π.Χ.).
Από την ίδια την Αίγυπτο έχουμε και τα πρώτα σοβαρά δείγματα οργανωμένης κρατικής χαρτογράφησης (γύρω στο 1300 π.Χ.), που απέβλεπε κυρίως στην πιο συστηματική εκμετάλλευση των γαιών. Ωστόσο, με βάση τις ως σήμερα γνώσεις μας, οι αρχαίοι Έλληνες, και μάλιστα οι Ίωνες, ήταν αυτοί που έδωσαν για πρώτη φορά επιστημονικό χαρακτήρα στη χαρτογραφία, συνδυάζοντας με θαυμαστό τρόπο τη γνώση με την τεχνολογία, τη θεωρία με την πράξη. Ο πρώτος που αποπειράθηκε να φτιάξει ένα σχεδιάγραμμα της γης ήταν ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Ο κόσμος του Αναξιμάνδρου εκτεινόταν από τον Ατλαντικό Ωκεανό ως την Κασπία Θάλασσα και είχε ως κέντρο του το Αιγαίο.
Πολύ γνωστός ήταν ο χάρτης που σχεδίασε γύρω στο 500 π.Χ. ένας άλλος Μιλήσιος, ο πολυταξιδευμένος Εκαταίος. Σ' αυτόν θα είχε ενσωματώσει όλες τις πληροφορίες που είχαν αντληθεί από το θρυλικό ταξίδι που είχε κάνει στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, ερευνώντας τις πέρα από τις εκβολές του Ινδού ποταμού ασιατικές ακτές. Ακόμη θα είχε λάβει υπόψη του και την πληθώρα των νέων στοιχείων από την πρόσφατη εκστρατεία του Δαρείου Α' στη Σκυθία, όπως και τις πληροφορίες που θα του είχαν δώσει οι Μιλήσιοι ναυτικοί οι οποίοι, από τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ., όργωναν τη Μεσόγειο και ιδιαίτερα τον Εύξεινο Πόντο.
Δεν αποκλείεται ο Εκαταίος να είναι και ο δημιουργός ενός περίφημου ορειχάλκινου χάρτη, που γύρω στο 500 π.Χ. τον έφερε μαζί του ο τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας όταν επισκέφθηκε τη Σπάρτη με σκοπό να πείσει τους Σπαρτιάτες να τον βοηθήσουν στον αγώνα του εναντίον των Περσών. Ο χάρτης αυτός είναι ο πρώτος γνωστός που χρησιμοποιήθηκε σε Ευρωπαϊκό έδαφος. Οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε συνδυασμό και με τη μεγάλη πρόοδο σχετικών επιστημών, συντελούν αποφασιστικά στη μεγάλη ανάπτυξη της χαρτογραφίας που παρατηρείται από τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.
Στον Δικαίαρχο, έναν μαθητή του Αριστοτέλη, αποδίδεται η πρώτη προσπάθεια καταμέτρησης των διαστάσεων της γης. Με μια οριζόντια γραμμή, γνωστή ως «διάφραγμα», που άρχιζε από τις Ηράκλειες Στήλες, το σημερινό Γιβραλτάρ, και τελείωνε στον Ινδικό Καύκασο (αυτά ήταν τα προς Δυσμάς και Ανατολάς όρια του τότε γνωστού κόσμου), διαίρεσε τη γη σε δύο τμήματα, το βόρειο και το νότιο. Ο ίδιος ο Δικαίαρχος, ή κάποιος μεταγενέστερος γεωγράφος, πρόσθεσε στο «διάφραγμα» και μια κάθετη γραμμή που ξεκινούσε από τη θρακική Λυσιμάχεια και κατέληγε στην αιγυπτιακή Συήνη, το σημερινό Ασσουάν.
Στον 3ο αιώνα π.Χ. έζησε ο Κυρηναίος Ερατοσθένης, ο μεγαλύτερος ίσως γεωγράφος της αρχαιότητας. Είναι αυτός που πρώτος προσδιόρισε το ακριβές σχήμα της γης, όπως και τις διαστάσεις της. Στον χάρτη του, που προς Ανατολάς έφθανε ως τον Γάγγη ποταμό και προς Νότον ως τις πηγές του Νείλου, υπήρχαν επτά παράλληλοι και επτά μεσημβρινοί σε άνισα διαστήματα. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την καλύτερη γνώση των κατοικημένων περιοχών και με τη διεύρυνση των ορίων του κόσμου, είχαμε χωρίς άλλο σημαντική πρόοδο και στον τομέα της χαρτογραφίας, με πολλούς πρωταγωνιστές.
Όπως π.χ. τον Μαρίνο από την Τύρα, που ως αφετηρία για τη μέτρηση των μηκών καθιέρωσε έναν μεσημβρινό που περνούσε από τα νησιά των Μακάρων, πιθανόν τα σημερινά Κανάρια νησιά. Ωστόσο όλους τους επισκιάζει ο Πτολεμαίος Κλαύδιος (85 - 165 μ.Χ.), που σχεδίασε τον πληρέστερο και ακριβέστερο χάρτη που είχε ως τότε δει ο κόσμος. Είναι όμως αξιοπερίεργο ότι ο χάρτης αυτός όχι μόνον δεν αξιοποιήθηκε από τους Ρωμαίους αλλά και αγνοήθηκε. Επισημαίνω ότι οι Ρωμαίοι ενδιαφέρθηκαν για τη χαρτογραφία στον βαθμό που εξυπηρετούνταν πρωτίστως τα στρατιωτικά τους σχέδια και δευτερευόντως ο εξωραϊσμός των μεγάλων πόλεων.
Έτσι κατά τη Ρωμαϊκή εποχή έχουμε εμφάνιση χαρτών που αποτυπώνουν κυρίως οδικά δίκτυα και ακτογραμμές ή κατόψεις πόλεων. Ο χάρτης όμως του Πτολεμαίου δεν επρόκειτο να μείνει στη λήθη. Τον ανακάλυψε η Ευρώπη του 15ου αιώνα και αμέσως παρατηρήθηκε μια έντονη κινητικότητα στον τομέα της χαρτογραφίας, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως προάγγελος της αλματώδους εξέλιξής της που παρατηρείται στους επόμενους αιώνες.
Σήμερα, η χαρτογραφία λειτουργεί πάνω σε μία ανταλλαγή συμβατών ψηφιακών βάσεων με τα συστήματα γεωγραφικών πληροφοριών, τα οποία αποτελούν την πηγή πληροφοριών για μεθόδους ψηφιακής χαρτογραφίας. Με αυτό το τρόπο παρέχεται η δυνατότητα εξαγωγής χαρτών σε ψηφιακές μηχανές διαχωρισμού χρώματος, έτσι που να προκύπτουν καλύτερες έγχρωμες εκδόσεις.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου