Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2023

Η θέση του Σωκράτη στην ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού

Ίσως πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν κερδίσει τόσο σημαντική θέση στην Ιστορία της Ανθρωπότητας όσο ο Σωκράτης, χωρίς να έχει γράψει βιβλία, χωρίς να έχει κερδίσει μάχες, χωρίς να έχει πραγματοποιήσει εφευρέσεις, χωρίς να έχει διοικήσει αυτοκρατορία, χωρίς να έχει δημιουργήσει περιουσία. Κέρδισε την πιο μεγάλη φήμη για τη φτώχια, την ταπεινοφροσύνη και το ήθος του γενικά, μέσα σε μια κοινωνία που δεν μπόρεσε τελικά να τον ανεχτεί, γιατί εκείνος είχε το θάρρος να στοχάζεται για το ήθος των ανθρώπων και να ασκεί κριτική[1].

Γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα (470/469 π.Χ. έως το 399 π.Χ.) και φαίνεται ότι έγινε πολύ γνωστός στην αθηναϊκή κοινωνία γύρω στα 425 π.Χ. ως γενναίος στρατιώτης σε μια εκστρατεία των Αθηναίων και ως τακτικός θαμώνας της Αγοράς και ακούραστος συνομιλητής, με όποιους τον πλησίαζαν, για θέματα που εκείνος συνήθιζε να θέτει, θέματα πεζά, ανθρώπινα, αλλά ασυνήθη και κάποτε ενοχλητικότατα για πολλούς (π.χ. τι σημαίνει δίκαιο και άδικο), μάλιστα με τον τρόπο που τα ερευνούσε, τρόπο «ειρωνικό» για πολλούς και γοητευτικό για άλλους.

Οι πληροφορίες που έχουμε για το Σωκράτη, ο οποίος δεν έγραψε τίποτε, οφείλονται σε συγγραφείς σύγχρονούς του ή νεότερους, που επέκριναν ή θαύμαζαν και επαινούσαν το Σωκράτη[2]. Πληροφορίες πιο συγκεκριμένες για τη διδασκαλία του Σωκράτη έχουμε από τον Αριστοτέλη (πέθανε το 322 π.Χ.) και άλλες αργότερα από άλλους, π.χ. το Διογένη το Λαέρτιο (Βίοι Φιλοσόφων, βιβλίο β΄κεφ.5).

Σήμερα τα βιβλία που έχουμε για το Σωκράτη μπορεί να αποτελούν μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Μνημονεύουμε σε υποσημείωση μερικά μόνο[3] από εκείνα που είναι προσιτά και ενδέχεται να ενδιαφέρονται γι’ αυτά κάποιοι, για να έχουν πληρέστερη εικόνα από αυτή που προσφέρει ένα άρθρο.

Παρακολουθώντας λοιπόν τη ζωή και το φιλοσοφικό λόγο του Σωκράτη σημειώνουμε τα ακόλουθα:

.α΄. Ως την ολοκλήρωση της «Χρυσής Πεντηκονταετίας» της Αθήνας (480-431 π.Χ.) κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα ήταν η μελέτη της φύσης, το Είναι και Γίγνεσθαι του φυσικού κόσμου. Κορυφαίος εκφραστής αυτού του στοχασμού στην Αθήνα του Περικλή ήταν ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, ο οποίος μάλιστα φαίνεται ότι είχε προκαλέσει την οργή των Αθηναίων με τις απόψεις του[4].

Όμως από τα μέσα κυρίως του 5ου αιώνα πληθύνονται τα προβλήματα κοινωνικής , ηθικής ζωής και με αυτά ασχολούνται ολοένα και περισσότερο οι στοχαστές: προβλήματα συμπεριφοράς των ατόμων μέσα στην κοινωνία τους, των κοινωνικών ομάδων που διεκδικούν δικαιοσύνη, των κοινωνιών μεταξύ τους, όταν συγκρούονται τα συμφέροντά τους[5]. Οι στοχαστές ολοένα και πιο συχνά ασχολούνται με προβλήματα ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο στοχασμός τώρα κινείται περισσότερο προς την κατεύθυνση Φιλοσοφίας του Ανθρώπου, της κοινωνίας των Ανθρώπων, παρά Φιλοσοφίας της Φύσης. Οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται σε όλα τα πεδία πνευματικής δραστηριότητας ειδικότερα της Τέχνης (Τραγωδία , Κωμωδία), της Ιστοριογραφίας, της Σοφιστικής. Στο πεδίο της Φιλοσοφίας πρωτοπόροι που έστρεψαν το φιλοσοφικό στοχασμό από τα ουράνια στα επίγεια προβλήματα του ανθρώπου ήταν οι Σοφιστές και ο Σωκράτης. Μπορεί να είχαν άλλες αφετηρίες και επιδιώξεις και διαφορετικές επιλογές, αλλά και εκείνοι και αυτός ασχολήθηκαν με προβλήματα του κοινωνικού ανθρώπου, που αδικεί και αδικείται, που επιχειρεί να πείσει για το δίκιο του (ρητορική των Σοφιστών), να διαμαρτυρηθεί για την αδικία, να αναζητήσει την αλήθεια και το δίκιο μέσα στην κοινωνία (διαλεκτική του Σωκράτη)[6]. Στην ιστορία της Φιλοσοφίας πολλοί αντιπαραθέτουν τη διδασκαλία του Σωκράτη (του κήρυκα της ηθικής) προς εκείνη των Σοφιστών, που κάποιοι τους θεωρούν υπέρμαχους της θεωρίας για το Δίκαιο του Δυνατού (ότι δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρού)[7].

.β΄. Γέννημα της εποχής του ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε αποδεχτεί κάποιες θέσεις και επιχείρησε να κηρύξει στην κοινωνία του κάποιες απόψεις:

- Οι άνθρωποι έχουν λογική ικανότητα, νόηση και μπορούν με το λογικό τους να διακρίνουν σε κάθε περίσταση τι είναι ορθό και δίκαιο και να πράξουν ανάλογα. Να θυμίσουμε ότι για την αρχαία ελληνική κοινωνία (στις αποικίες και στο μητροπολιτικό χώρο) η πορεία από το Μύθο στο Λόγο είχε συντελεστεί με τη συμβολή όλων των Προσωκρατικών στοχαστών[8]. Ο Αναξαγόρας (περί το 430 π.Χ.) είχε τιμήσει ιδιαίτερα τη δυνατότητα του νου, αναγορεύοντάς τον σε δύναμη κοσμοποιό, όταν έγραψε: «ομού πάντα χρήματα ην, νους δε επελθών πάντα ταύτα διεκόσμησεν»[9] (όλα στη φύση ήταν σωρός, χάος, ήρθε ο νους κι έβαλε τάξη κι ομορφιά). Ο Ευριπίδης, τραγικός ποιητής και φιλοσοφικός νους , έφτασε να θεοποιήσει το νου του ανθρώπου. Ένας στίχος του, που σώθηκε ως απόσπασμα άγνωστου έργου του είναι ο ακόλουθος: «ο νους ημών εν εκάστω θεός»[10] (= ο νους που έχει ο καθένας άνθρωπος μέσα του είναι η θεότητα).

- Με τέτοια λοιπόν μεγαλειώδη νοητική / λογική ικανότητα μπορούσε ο άνθρωπος να διακρίνει τι είναι καλό και τι κακό, δίκιο και άδικο. Δεν μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να προτιμάει το άδικο, να κάνει το κακό, εκτός αν δεν έτυχε να το γνωρίζει. Ο ίδιος ο Σωκράτης ως άτομο φαίνεται ότι δεν είχε νικηθεί από τη γοητεία της αδικίας και μπορούσε να καυχιέται ότι: «ουδενί άλλω πείθομαι ή τω λόγω, ος αν μοι λογιζομένω βέλτιστος φαίνοιτο»[11] (= δεν υπακούω σε τίποτε άλλο παρά στο λογικό μου , σε ό,τι μου φαίνεται λογικό, όταν στοχάζομαι, συλλογίζομαι).

- Κρίνοντας από τον Εαυτό του (όπου η δύναμη της λογικής κυριαρχούσε πάνω στις επιθυμίες και αναδείκνυε το ήθος του ανθρώπου) ο Σωκράτης έφτασε να διατυπώσει ως αξίωμα ηθικής δύναμης του Ανθρώπου ότι «ουδείς εκών κακός» (= κανένας δε γίνεται κακός με τη θέλησή του, αλλά από άγνοια ή αδυναμία διάκρισης του καλού και του κακού μπορεί να παρασυρθεί στο κακό). Ο ίδιος ακολούθησε τον κανόνα αυτό και προσπάθησε επίμονα και αταλάντευτα να μεταδώσει αυτή την αρχή στους άλλους, στους συμπολίτες του, με τη συζήτηση που άνοιγε όπου βρισκόταν, στην Αγορά ή στα Συμπόσια των φίλων του, όπου ήταν τακτικός καλεσμένος.

.γ΄. Στις ατέλειωτες συζητήσεις τους εκείνος ήταν, ή σταδιακά έγινε, πολύ μεθοδικός και πολλοί εύρισκαν στους λόγους του ενδιαφέρον και γοητεία. Οι πιο συνήθεις συζητήσεις γίνονταν για ζητήματα ανθρώπινης συμπεριφοράς, ατομικής ή ομαδικής και ήταν εύλογο συχνά να επανέρχονται ερωτήματα όπως:

Τι είναι καλό και τι κακό;

Τι είναι δίκαιο και τι άδικο;

Τι είναι όσιο και τι βέβηλο;

Τι είναι ανδρεία; κλπ. [12]

Έτσι εισήγαγε στο φιλοσοφικό /επιστημονικό λόγο την έννοια του ορισμού των εννοιών, για να υπάρχει συμφωνημένη βάση στις συζητήσεις. Και για να φτάσει στον ορισμό χρειαζόταν να παρουσιάζει πολλά παραδείγματα (ανδρείας ή δικαιοσύνης, οσιότητας ή βεβήλωσης κ.λπ.) ώστε με αυτά ως βάση να προχωρεί σε γενικευτικές κρίσεις. Αλλά αυτή η πρακτική είναι επαγωγικός συλλογισμός[13].

Κατά τις συζητήσεις του ο Σωκράτης ένιωθε φαίνεται έντονα την απόσταση που τον χώριζε ως στοχαστή από πολλούς συνομιλητές του αγύμναστους και ίσως επιπόλαιους και συνήθιζε να αμβλύνει (φραστικά) τη διαφορά λέγοντας ότι ο ίδιος αισθανόταν μαθητευόμενος μπροστά στη μαγεία της γνώσης. Χωρίς κανένα δισταγμό διακήρυττε : «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» (= ένα μόνο πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δε γνωρίζω). Είχε όμως συνείδηση της ικανότητάς του να στοχάζεται και να θέτει στους συνομιλητές του ερωτήματα συναφή προς τους ισχυρισμούς τους, με τα οποία αποκάλυπτε συχνά την κενότητά τους ή τους οδηγούσε στο να στοχαστούν σοβαρά το θέμα τους και να φτάσουν στην ουσία του. Στην πρώτη περίπτωση προκαλούσε συχνά την οργή τους, στη δεύτερη μπορούσε να καμαρώνει ότι με τις ερωτήσεις του οδηγούσε το μυαλό τους να γεννήσει ιδέες, σκέψεις, που πραγματικά κυοφορούσε. Ο ίδιος έλεγε ότι έτσι ασκούσε το επάγγελμα της μάνας του, που ήταν μαία. Έκανε διάλογο μαιευτικό[14]. Όλη αυτή η πρακτική του Σωκράτη να προφασίζεται άγνοια, για να προκαλέσει τη διερεύνηση / συζήτηση με τον τρόπο του, την ονόμασαν Σωκρατική Ειρωνεία , όχι βέβαια με το νόημα που δίνουμε σήμερα (προσβολή της προσωπικότητας του άλλου), αλλά ως έκφραση προσποιητής άγνοιας, για να προωθηθεί μαιευτικός διάλογος με συμμετοχή του συνομιλητή (W. C. Guthrie, Socrates, σελ. 122-124)

.δ΄. Πάντως, οι συζητήσεις του Σωκράτη , με τον τρόπο που γίνονταν:

- Συχνά προκαλούσαν τη δυσφορία εκείνων που αποκαλύπτονταν κενοί ή επιφανειολόγοι πάνω σε πολύ σοβαρά θέματα της ζωής, της κοινωνίας. Περισσότερη ίσως δυσφορία προκαλούσαν με το περιεχόμενό τους οι λόγοι του Σωκράτη που είχαν ερωτήσεις για το τι είναι δίκαιο σε μια κοινωνία που είχε μετατρέψει την Αθηναϊκή Συμμαχία σε Ηγεμονία επί των «Συμμάχων» για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της,[15] που είχε φτάσει σε αποφάσεις εξόντωσης των Συμμάχων, όταν τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν. Τέτοιες ερωτήσεις μοιραία άγγιζαν τις πιο άδικες πτυχές της δράσης μιας κοινωνίας εκμεταλλευτικής στις προθέσεις της, αλαζονικής στη συμπεριφορά της, κάποτε εγκληματικής στις πράξεις της[16]. Δε γνωρίζουμε αν ο Σωκράτης οδηγούσε τη συζήτηση σε τέτοια έργα εγκληματικά συγκεκριμένα, αλλά οι συνειρμοί των συνομιλητών οδηγούνταν μοιραία στα συγκεκριμένα γεγονότα και προκαλούσαν αφύπνιση των συνειδήσεων για τα αμαρτήματα, στα οποία ως άτομα ή ως κοινωνία είχαν συμπράξει ενεργά ή είχαν σιωπήσει. Έτσι ο Σωκράτης δημιουργούσε κύμα δυσαρεστημένων είτε γιατί είχαν ταπεινωθεί από τον ίδιο ως άτομα[17], είτε γιατί είχαν αποκαλυφθεί ένοχοι αμαρτημάτων συλλογικών (κατά των Ναξίων και Μυτιληναίων, των Μηλίων και πολλών άλλων Ελλήνων ….)[18].

- Παράλληλα, πολλοί νεότεροι γοητεύονταν από τις συζητήσεις του Σωκράτη για τους ίδιους λόγους που οι άλλοι δυσαρεστούνταν αλλά και γιατί οι αναλύσεις του Σωκράτη ήταν συλλογιστικά γοητευτικές , και είναι πιθανό ότι αυτοί, οι γοητευμένοι, χρησιμοποιούσαν την τεχνική του Σωκράτη ή μάλλον τα επιχειρήματά του, για να κρίνουν και να επικρίνουν όλους εκείνους των οποίων τις πράξεις αποδοκίμαζαν[19].

- Έτσι ο Σωκράτης αποκτούσε πολλούς επικριτές της διαλεκτικής του , άμεσα ή έμμεσα δυσαρεστημένους μαζί του. Και , όπως ήταν εύλογο, αντέδρασαν με τρόπους ποικίλους από τη διακωμώδηση των ιδεών του και των τρόπων του (περίπτωση του Αριστοφάνη) ως την προσπάθεια διαβολής του [20].

Συγκεκριμένα:

Ο Αριστοφάνης, ο πιο γνωστός κωμωδιογράφος της Ελληνικής Αρχαιότητας παρέλαβε το Σωκράτη ως αεροβατούντα κριτή της Κοινωνίας στην κωμωδία Νεφέλες. Τον παρουσιάζει ως Σοφιστή, που είχε ανοίξει φροντιστήριο, όπου διαφθείρει τους νέους μαθαίνοντάς τους πώς να μετατρέπουν τον άδικο λόγο σε δίκαιο. Ένας από αυτούς τους νέους εξοργίζει τόσο των πατέρα του, ώστε εκείνος αποφασίζει να πάει να τιμωρήσει τον κακό δάσκαλο. Η κωμωδία τελειώνει με εμπρησμό του Φροντιστηρίου του Σωκράτη από τον αγανακτισμένο γονέα.

.ε΄. Η κριτική που ασκούσε ο Σωκράτης για συμπεριφορές του Δήμου των Αθηναίων, όπου με την αρχή της ισηγορίας μπορούσαν να εισηγούνται για ποικίλα θέματα ρήτορες αδαείς ως προς αυτά, θεωρήθηκε ή ερμηνεύτηκε ως κριτική κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος[21]. Η άποψη μάλιστα του Σωκράτη ότι «ουδείς εκών κακός» με το σκεπτικό που είδαμε στην αρχή (§ β΄) εύκολα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως άφεση αμαρτιών για τους Τριάκοντα Τυράννους μετά την πτώση τους, το 403 (αν οι άνθρωποι είχαν ενεργήσει από άγνοια……!)[22]

Τελικά, φαίνεται ότι η Αθηναϊκή Κοινωνία της μεταπολεμικής περιόδου (μετά το 404 π.Χ.), πολλαπλά τραυματισμένη, δεν μπόρεσε να ανεχτεί την άμεση ή έμμεση κριτική του Σωκράτη. Εύκολο ήταν να βρεθούν κατήγοροι[23] και να τον οδηγήσουν στο Δικαστήριο με την κατηγορία ότι:

- Δεν πιστεύει τους θεούς που πιστεύει η Αθηναϊκή Κοινωνία,

- Αλλά καινά δαιμόνια εισάγει,

- Αδικεί, επίσης, για το λόγο ότι διαφθείρει τα ήθη των νέων [24].

Σχετικά με τη Δίκη του Σωκράτη και την καταδίκη του και τη φυλάκισή του έχουμε τρία έργα γραμμένα από αφοσιωμένους μαθητές του: Ο Πλάτων και ο Ξενοφών έγραψαν δυο έργα με τον ίδιο τίτλο: Σωκράτους Απολογία. Διαφέρουν σε πολλά και σημαντικά, αλλά συμφωνούν σε στοιχεία που συνθέτουν μια σεβαστή προσωπικότητα: παρουσιάζουν ένα Σωκράτη με υψηλό φρόνημα, με αξιοπρέπεια, που προσπαθεί να μεταδώσει και στους συμπολίτες του την ικανότητα να στοχάζονται και να διακρίνουν το δίκιο από το άδικο και να αποδέχονται ότι αυτό είναι τόσο σημαντικό για την ευδαιμονία του ανθρώπου, ώστε να είναι προτιμότερο για τον άνθρωπο να δέχεται την αδικία από άλλους, παρά να τη διαπράττει ο ίδιος εις βάρος άλλων. Επιπλέον, παρουσιάζουν ένα Σωκράτη ατρόμητο μπροστά στο θάνατο και στην πιθανότητα να καταδικαστεί ο ίδιος σε θάνατο[25], τόσο ατρόμητο ώστε σχεδόν να προκαλεί τους δικαστές του να τον διευκολύνουν στα 70/ 71 χρόνια της ζωής του να συναντήσει γενναίος το θάνατο, πριν βιώσει τις δυσκολίες των γηρατειών. Επιπλέον, ο Πλάτων εμφανίζει το φυλακισμένο Σωκράτη να συνομιλεί με το φίλο του Κρίτωνα (στον ομώνυμο διάλογο) με την ίδια αξιοπρέπεια και να αναπτύσσει εκεί ζηλευτή θεωρία για τα καθήκοντα του έντιμου πολίτη:

Αυτός που είναι στα 70 χρόνια του,

Που έχει ζήσει 50 χρόνια ως ενεργός πολίτης,

Που έχει ο ίδιος ψηφίσει τους νόμους που ισχύουν

(ή τους έχει αποδεχτεί, αφού δεν τους έχει καταγγείλει),

έχει ηθικό στήριγμα τώρα, επειδή είναι στη φυλακή, να υποχωρήσει μπροστά στο φόβο του θανάτου και να παραβιάσει το νόμο με τον οποίο δικάστηκε - έστω και άδικα – και να δραπετεύσει μεταμφιεσμένος και ντροπιασμένος, για να διασώσει ένα γηρασμένο κορμί και να ντροπιάσει το όνομά του; Όχι, οφείλει να δώσει ένα μάθημα ήθους, με μια γενναία απόφαση / πράξη, ως νομοταγής πολίτης[26].

Έτσι ο Σωκράτης έδωσε στην τότε κοινωνία και στην Ανθρωπότητα όλη αξιομίμητο παράδειγμα φιλοσόφου με τη ζωή του και με την πορεία του προς το θάνατο. Είναι πιθανό ότι με το παράδειγμά του ανταποκρίθηκε ο ίδιος στο αίτημα που προερχόταν από του Δελφούς (από το Μαντείο) αλλά ο ίδιος το είχε αποδεχτεί ως κανόνα ζωής: «γνώθι σαυτόν» (=γνώρισε τον εαυτό σου ): Μελέτησε τη ζωή και αποφάσισε αν αξίζει να τη ζεις με μικρόνοια, μικροψυχία και μικρότητες ή ως αξιοπρεπής και γενναίος περιπατητής. Ο Σωκράτης ελεύθερα διάλεξε αυτόν το δρόμο, που του έδωσε τελικά ως ανταμοιβή την αθανασία που του άξιζε για τον τρόπο που είχε ζήσει .

.στ΄. Είναι γνωστό ότι έχουν διατυπωθεί και κρίσεις αντίθετες για την όλη ζωή και δράση και συμπεριφορά του Σωκράτη:

- Ότι παραμέλησε την οικογένειά του, αυτός που δεν κουράστηκε να ερευνά τι είναι καλό και δίκαιο για τους άλλους…

- Ότι περιφρονούσε τον κοινό λαό και το δημοκρατικό πολίτευμα για τα ποικίλα ολισθήματά του (αποφάσεις συλλογικές που ήταν σκληρές έως εγκληματικές, π.χ. συμπεριφορά των Αθηναίων προς τους Ναξίους, τους Μυτιληναίους, τους Μηλίους )[27].

- Ότι ο Σωκράτης επέκρινε το θεσμό ανάδειξης αξιωματούχων και δικαστών με κλήρωση και αντιπαρέθετε στη συλλογική γνώμη των πολλών την ατομική και υπεύθυνη κρίση των επαϊόντων [28], άρα ήταν επικριτής ή αντίπαλος του δημοκρατικού πολιτεύματος, αντιδημοκράτης.

- Ότι έφτασε να συμπαθεί το πολίτευμα πόλης εχθρικής, της Σπάρτης, άρα ήταν και αντιπατριώτης (ένδειξη το πλήθος των φίλων, μαθητών και θαυμαστών του με τέτοια φρονήματα φιλοσπαρτιατικά: Ξενοφών, Πλάτων, Κριτίας, Αλκιβιάδης….)

- Ότι, ενώ ηθικολογούσε ποικιλότροπα, δεν έφτασε να κρίνει και να καταδικάζει το θεσμό της δουλείας (κάτι που εξυπηρετούσε τη γαιοκτητική αριστοκρατία), τον οποίο είχαν αρχίσει να κρίνουν οι σύγχρονοί του και κυρίως οι νεότεροί του Σοφιστές[29].

- Ότι με τη διδασκαλία του δε συνέβαλε στην ηθικοποίηση της κοινωνίας, αλλά στην άμβλυνση της αντίστασης του λαού στην αριστοκρατία, άρα ότι αυτός , παιδί του λαού, υπηρετούσε τελικά με την ηθικολογία του την αντιδημοκρατική / δουλοκτητική αριστοκρατία της Αθήνας,[30] ενώ γύρω του ακούονταν κιόλας διακηρύξεις για την ανθρώπινη φύση που είναι ίδια για όλους[31].

.ζ΄. Κατά την εκτίμησή μου:

Ο Σωκράτης δεν ήταν αντιδημοκράτης, δεν ήταν φίλος της αριστοκρατίας ή υπέρμαχος της δουλοκτησίας, δεν ήταν θαυμαστής της Λακεδαιμονίων Πολιτείας, δεν ήταν ο υπαίτιος για το ήθος του Αλκιβιάδη ή την εγκληματική δράση του Κριτία.

Ο Σωκράτης ήταν στοχαστής, που με το λογικό του ρύθμιζε τη δική του συμπεριφορά προς ό, τι νόμιζε δίκαιο και πρέσβευε ότι με τον ίδιο τρόπο μπορούν όλοι οι άνθρωποι να αποφεύγουν την αδικία για το καλό των συνανθρώπων τους και για τη δική τους ψυχική γαλήνη.

Και δοκίμαζε με το διάλογο να οδηγεί και άλλους προς αυτή τη συμπεριφορά[32].

Όμως δημιουργούσε πολλές δυσαρέσκειες με τον τρόπο που συζητούσε.

Επίσης, η αθηναϊκή κοινωνία ήταν πολύ ευερέθιστη ύστερα από 404/ 403 π.Χ. (νικημένη από τη Σπάρτη, ματωμένη από τους Τριάκοντα Τυράννους). Τότε πια δεν μπορούσε να ανεχθεί και το σωκρατικό απόφθεγμα «ουδείς εκών κακός», που αθώωνε συμπτωματικά και τους Τριάκοντα Τυράννους, ούτε το Σωκράτη να συνεχίζει συζήτηση για το «τι είναι δίκαιο» , που έφερνε πολλούς συνειρμούς ενοχής.

Τότε πια δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν κατήγοροι για να τον διώξουν από την Αθήνα και να απαλλαγούν από την καθημερινή παρουσία του στην Αγορά.… (Θυμίζω ότι κατά την τότε νομοθεσία είχε ο κατηγορούμενος τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε θανατική ποινή, που είχε προταθεί από τους κατήγορους, και αειφυγία, δηλαδή εξορία για όλη του τη ζωή, την οποία εκείνος μπορούσε να αντιπροτείνει).

Ο Σωκράτης τους διέψευσε με το Ήθος του: προτίμησε το κώνειο, όχι τον εξευτελισμό. Έχασε λίγα χρόνια γηρατειών, αλλά κέρδισε την αιωνιότητα στην Ιστορία του Φιλοσοφικού Στοχασμού, προβάλλοντας στην πράξη μια Φιλοσοφία Ζωής με Ήθος ζηλευτό.

Και οι δικαστές τον έκριναν ένοχο: 280 από τους 500 του λαϊκού δικαστηρίου. Μετά την ετυμηγορία αυτή ο Σωκράτης είχε δικονομικά το δικαίωμα να αντιπροτείνει αειφυγία. Προτίμησε να εμμείνει στην αξιοπρέπεια, να μείνει ο Σωκράτης με Ήθος. Με πλειοψηφία μεγαλύτερη οι δικαστές επικύρωσαν τη θανατική ποινή του. Έμειναν κι εκείνοι στην αιωνιότητα ανώνυμοι ως συνεργοί για το θάνατο ενός αθώου, αμετανόητου όμως κριτή της κοινωνίας για τα ολισθήματα, τα οποία αυτή δεν είχε τη δύναμη ούτε να τα αναστοχαστεί ούτε απ’ αυτά να προχωρήσει στο σοφό δελφικό βήμα αυτογνωσίας, το «γνώθι σαυτόν». Αυτό χρειάζεται σωκρατικό πνεύμα και σωκρατικό ήθος για να αξιοποιηθεί[33].
---------------------------
[1] Υπάρχουν κρίσεις και κριτικές συγκεκριμένες που θα μας απασχολήσουν παρακάτω (στις §§ δ΄, ε΄).

[2] Ο κωμικός Αριστοφάνης σατίριζε τον ενοχλητικό Σωκράτη, ο Ξενοφών, μαθητής του, έγραψε για να τιμήσει τον υπέροχο δάσκαλό του, ο Πλάτων, επίσης μαθητής του Σωκράτη, αφιέρωσε στο σοφό δάσκαλό του όλα τα έργα του – εκτός από τους Νόμους – με την έννοια ότι σε όλα αυτά που είναι σε διαλογική μορφή, ο Σωκράτης είναι το κύριο πρόσωπο των διαλόγων. Σε ένα, μοναδικό έργο μονοπρόσωπο, ο Σωκράτης αναπτύσσει την Απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο (το 399 π.Χ.).

[3] Ενδεικτική βιβλιογραφία.

[4] Το Ψήφισμα του Διοπείθη (432 π.Χ.). Με αυτό τον όρο είναι γνωστή απόφαση του Δήμου, ύστερα από εισήγηση του μάντη Διοπείθη το 432 π.Χ.. Σύμφωνα με το ψήφισμα αυτό μπορούσε οποιοσδήποτε είχε στοιχεία «εισαγγέλλεσθαι τους τα θεία μη νομίζοντας ή λόγους περί μεταρσίων διδάσκοντας.»…. (Πλούταρχος, Βίος Περικλέους, § 32). Πρώτη δίωξη γνωστή ήταν κατά του Αναξαγόρα.

[5] Και στα πλαίσια ακόμη της Συμμαχίας της Δήλου είχαν εκδηλωθεί συμπτώματα σύγκρουσης σοβαρά, από το 468 π.Χ., όταν εκδηλώθηκε η πρώτη ενδοσυμμαχική διαφωνία που οδήγησε σε υποδούλωση των Ναξίων στους «Συμμάχους Αθηναίους» (Θουκυδίδης Ξυγγραφή, 99-100: «Η Νάξος πρώτη των ελληνίδων πόλεων εδουλώθη»). Λεπτομέρειες στο : «Διάλογος Αθηναίων Μηλίων» (στο βιβλίο του Φ. Κ. Βώρου, Δοκίμια Ιστορίας, Κοινωνιολογίας, Γενικής Παιδείας, «Παπαδήμας» 1984, σελ. 116-146).

[6] Στην κοινωνία των συγκρούσεων και της αδικίας γίνεται πεδίο επιδόσεων και η ρητορική (προσπάθεια του ανθρώπου να πείσει τους άλλους για να υπηρετήσει το συμφέρον του αδιαφορώντας ίσως για την αλήθεια) και η διαλεκτική (ανταλλαγή απόψεων μεταξύ ατόμων που διαλέγονται με κύριο στόχο να βρουν την αλήθεια και το δρόμο της δικαιοσύνης).

7 Ενδεικτική βιβλιογραφία: W.K.Guthrie, The Sophists, p. 101 ff., όπου ειδική παράγραφος με τίτλο: η «Φύσις», με το νόημα ότι «δίκιο είναι το συμφέρον του ισχυρού» (με αναφορά στον πλατωνικό σοφιστή Καλλικλή).Might is Right! (= Η δύναμη είναι το δίκαιο ή Δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρού)!
Επίσης, Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Η Αρχαία Σοφιστική, σελ. 337, Θρασύμαχος (ως σελ. 357, όπου: «φημί ….το δίκαιον είναι ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον», Πλάτωνος, Νόμοι, 338c).

[8] Αυτή η ονομασία για την πνευματική πορεία των Ελλήνων δόθηκε με τον τίτλο έργου του γερμανού μελετητή W. Nestle, ο οποίος δημοσίευσε το σχετικό βιβλίο του Vom Mythos zum Logos, München, 1942,

[9] Diels – Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 59 A1.

[10] Augustus Nauck, Fragmenta Tragicorum Graecorum, Ευριπίδης, fr. 1014.

[11] Αυτό δηλώνει ο ίδιος στο φίλο του Κρίτωνα (στον ομώνυμο πλατωνικό Διάλογο), όταν αυτός τον επισκέφθηκε στη φυλακή και του πρότεινε να δραπετεύσει, πράγμα για το Σωκράτη παράνομο, παράλογο, ανήθικο.

[12] Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Α΄,1,16. Συνοπτικά το θεματολόγιο των συζητήσεων / αναζητήσεων του Σωκράτη το δίνει ο Ξενοφών με τα ακόλουθα: «Αυτός (ο Σ. ) περί των ανθρωπείων αεί διελέγετο σκοπών τι ευσεβές, τι ασεβές, τι καλόν, τι αισχρόν, τι δίκαιον, τι άδικον, τι σωφροσύνη, τι μανία, τι ανδρεία, τι δειλία, τι πόλις, τι πολιτικός, τι αρχή ανθρώπων, τι αρχικός ανθρώπων, και περί των άλλων, α τους μεν ειδότας ηγείτο καλούς καγαθούς είναι, τους δε αγνοούντας ανδραποδώδεις αν δικαίως κεκλήσθαι».

Με συζητήσεις για τέτοια ζητήματα γέμισε ο Ξενοφών τα Απομνημονεύματά του, για τη ζωή και τη δράση του Σωκράτη∙ και ανάλογες αναλύσεις (με διαφορετική μόνο βαθύνοια) βρίσκουμε στους πλατωνικούς διαλόγους, όπου κύριος συνομιλητής είναι ο Σωκράτης.

[13] Ο Αριστοτέλης προσγράφει στο Σωκράτη ως συμβολή στη Φιλοσοφία «τους επακτικούς λόγους και το ορίζειν καθόλου».

[14] Πλάτων, Θεαίτητος, 149-151.

[15] Οι σχετικές αναλύσεις του Θουκυδίδη για τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι μετέτρεψαν τη Συμμαχία σε δική τους Ηγεμονία δεν έχουν, όσο γνωρίζω, αμφισβητηθεί. Ειδική μελέτη: Φ. Κ.Βώρος, «Διάλογος Μηλίων και Αθηναίων» (στο βιβλίο του ίδιου : Δοκίμια Ιστορίας, Κοινωνιολογίας, Γενικής Παιδείας , Αθήνα, 1988. )

[16] Ενδεικτικά θυμίζω: τη συμπεριφορά των Αθηναίων έναντι των Ναξίων, των Θασίων , όλων των Συμμάχων (όταν μετέφεραν, αυθαίρετα , το ταμείο της Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα , 457 π.Χ. , όταν επέβαλλαν το αθηναϊκό νόμισμα σε όλους, το 448 π.Χ., όταν δαπανούσαν τις εισφορές των Συμμάχων για δημόσια έργα και μισθούς στην Αθήνα), έναντι των Μηλίων το 416 π.Χ.

[17] ‘Ούτοι διαπτυχθέντες ώφθησαν κενοί», κατά τη διατύπωση του Σοφοκλή (στίχος του στην τραγωδία Αντιγόνη, στ. 709) και φυσικά δεν ξεχνούσαν την ταπείνωση που είχαν υποστεί συνομιλώντας με ακαταμάχητο στη λογική και στη γαλήνη του συνομιλητή.

[18] Είναι χαρακτηριστικός ο πίνακας τέτοιων εγκλημάτων που θυμάται και θυμίζει ο Ξενοφών (Ελληνικά, βιβλίο Β), τη στιγμή που οι Αθηναίοι έχασαν την τελευταία ναυμαχία (το 404 π.Χ.) και έμαθαν τη θλιβερή είδηση με την άφιξη του ταχύπλοου της εποχής: «εν δε ταις Αθήναις, της Παράλου αφικομένης…..»

[19] Φαίνεται ότι υπήρξαν και περιπτώσεις που νεαροί ακροατές του Σωκράτη αξιοποιούσαν τα επιχειρήματά του για να επικρίνουν τους γονείς τους για τη συμμετοχή τους σε έργα που οι νέοι άνθρωποι τα έκριναν άδικα, έστω κι αν είχαν συντελεστεί από τους γονείς τους.

[20] Αγάθης Γεωργιάδου, «Ο Σωκράτης (στο έργο) του Αριστοφάνη» (στο συλλογικό τόμο: Ο Σωκράτης Σήμερα, Πρακτικά Συνεδρίου ΕΚΔΕΦ).

[21] Κυριάκου Κατσιμάνη, Πρακτική φιλοσοφία και Πολιτικό Ήθος του Σωκράτη (ειδικά τα κεφάλαια 3,4).

[22] Φ. Κ. Βώρου, «Γιατί καταδίκασαν οι Αθηναίοι το Σωκράτη» στο βιβλίο του ίδιου: Διδασκαλία της Αρχαίας Γραμματείας). Η θέση του Σωκράτη έναντι των πολλών εκφράζεται , νομίζω με σαφήνεια στην ακόλουθη κρίση του παρμένη από το διάλογο Κρίτων (§ 48 α): «ου πανυ ημίν φροντιστέον τι ερούσιν οι πολλοί ημάς, αλλ’ ό,τι ο επαΐων περί των δικαίων και αδίκων, ο εις και αυτή η αλήθεια». Έμμεσα οι επικριτές επικαλούμενοι τέτοιες κρίσεις του ποικίλες έφταναν στο συμπέρασμα – κατηγορία ότι ο Σωκράτης περιφρονούσε τους πολλούς και μαζί τις δημοκρατικές διαδικασίες, όπου κυβερνούσε η κοινή γνώμη των πολλών, των μη «επαϊόντων» (επαΐων=αυτός που αντιλαμβάνεται καλά την πραγματικότητα, τη φωνή της αλήθειας, ο σοφός, για την αλήθεια ο ειδικός).

[23] Μέλητος, Λύκων , Άνυτος. Σχετικά: Λευτέρη Πλατή, Οι Κατήγοροι του Σωκράτη, Αθήνα 1980.

Επίσης Κ. Κατσιμάνη, ο.π., κεφ. 3 § 41: «Οι δυο μαρτυρίες για τη γραφή» (την κατηγορία που διατυπώθηκε κατά του Σωκράτη).

[24] Διατύπωσαν την κατηγορία έτσι (αδικεί Σωκράτης ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δε καινά δαιμόνια εισάγων. Αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων) γιατί εμποδίζονταν από το Ψήφισμα της Λήθης (403π.Χ.). να τον καταγγείλουν για θέμα πολιτικό, ότι λ.χ. επέκρινε κάποιους θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αξιοποίησαν όμως το ψήφισμα του Διοπείθη (δείτε τη σημ. 4) προσθέτοντας και τη μομφή ότι με τη διδασκαλία του τους νέους διαφθείρει…..κάτι που φαίνεται ότι είχε κάποια απήχηση σε γονείς οι οποίοι ενοχλούνταν ακούγοντας κριτική από τα παιδιά τους, τα επαναστατημένα νιάτα.

[25] Λεπτομέρειες για την Αθηναϊκή Νομοθεσία που ίσχυε τότε και ευκόλυνε τέτοια πορεία της δίκης στο βιβλίο του Κ.Μπέη, που μνημονεύουμε στο τέλος του άρθρου (Ενδεικτική Βιβλιογραφία).

[26] Έτσι θα επιβεβαίωνε έμπρακτα μια αρχή, την οποία δίδασκε, όταν έλεγε στο συνομιλητή του: « ου σοι δοκεί αξιοτεκμαρτότερον του λόγου το έργον είναι»; (Ξενοφών, Απομνημονεύματα, Δ΄5.10).

[27] Το 468 π.Χ. οι Αθηναίοι με απόφαση του Δήμου υποδούλωσαν πόλη συμμαχική, τη Νάξο. Το 416 π.Χ. κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τη Μήλο, γιατί οι Μήλιοι αρνούνταν να ενταχθούν στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Και πολλά άλλα εγκλήματα διέπραξαν…Μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο ενοχλούνταν, αν κάποιος Σωκράτης τους ρωτούσε επίμονα: τι σημαίνει δίκαιο; (Και θύμιζε συνεχώς ίδια αμαρτήματα); Δείτε πιο πάνω τις σημειώσεις 15,16.

[28] Το σχετικό επιχείρημα του Σωκράτη ήταν ότι: για όλα τα ζητήματα (ανάγκες της ζωής) αναζητούν οι άνθρωποι και ακούνε τη γνώμη των ειδικών (των επαϊόντων) π.χ. για θέματα υγείας ρωτούν το γιατρό, για θέματα εκστρατείας το στρατηγό, ενώ για τα σοβαρότερα θέματα της κοινωνίας , τα οικονομικά, πολιτικά κ.λπ. δέχονται ως ομιλητή – εισηγητή στην Πνύκα τον οποιονδήποτε. Γι’ αυτό και συχνά ο Δήμος πήρε αποφάσεις βλαπτικές για την Αθήνα, άδικες για τους άλλους. Ήταν άραγε αυτό άρνηση της Δημοκρατίας ή κριτική των ολισθημάτων της για βελτίωση; (Αναλυτική παρουσίαση του θέματος από τον Κ.Κατσιμάνη, ο.π.. κεφ. 3-4). Δείτε και τη σημ.22

[29] Κάποια στιγμή προς το τέλος του ε΄ αιώνα π.Χ. ακούστηκε στην Αθήνα από Σοφιστές και από τη σκηνή του Θεάτρου η άποψη ότι από τη φύση τους οι άνθρωποι είναι ίσοι (ομοίως πεφυκότες), ενώ από το νόμο των κοινωνιών διακρίνονται σε πολίτες με πλήρη δικαιώματα (εξ αμφοίν Αθηναίοιν – τέκνα γονέων γηγενών, Αθηναίων) και με περιορισμένα ή πολύ περιορισμένα δικαιώματα (: οι μέτοικοι, οι δούλοι, οι ξένοι), δηλ. γίνονται άνισοι.

[30] Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, εκδ. «Μπουκουμάνη», σελ. 229-51.

[31] Ο Ευριπίδης στον Ίωνά του (στίχοι 854-56) είχε γράψει , άρα από τη σκηνή του θεάτρου είχε διδάξει: «Μόνο στο όνομα διαφέρει ο δούλος από τον ελεύθερο, κατά τα άλλα είναι ίδιος».

Λίγο αργότερα (περί το 380 π.Χ. ) εκφράστηκε ανάλογα και σαφέστερα ο Αλκιδάμας λέγοντας « ελεύθερους αφήκε πάντας θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν».

[32] Προς αυτή την άποψη, νομίζω, έκλινε και ο συγγραφέας της Αληθινής Απολογίας του Σωκράτη, ο Κ. Βάρναλης, (χαρακτηριστική η διευκρίνιση του ίδιου στον Πρόλογο της 4ης έκδοσης του βιβλίου του). Ενδιαφέρουσα, επίσης, η ανάλυση που έγραψε ο Δ. Γληνός και προτάσσεται στο ίδιο βιβλίο.

[33] Σε σχέση προς τη σοφή αυτή ρήση (επίγραμμα στο μαντείο των Δελφών), που επαναλάμβανε Σωκράτης ως συμβουλή, νομίζω καλό να παραπέμψω σε ένα κινέζικο παραμύθι, που αφηγείται ο Daniel Goleman στο βιβλίο του: Συναισθηματική Νοημοσύνη , κεφάλαιο 4, με τίτλο Γνώθι σαυτόν (σελ. 83-95).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου