Σάββατο 5 Αυγούστου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ

ΞΕΝ Οικ 1.18–1.23

Ελαττώματα και πάθη που υποδουλώνουν

Στον Οικονομικό παρουσιάζεται ο Σωκράτης να συζητά αρχικά με τον Κριτόβουλο (κεφ.1–6) και στη συνέχεια με τον Ισχόμαχο (κεφ. 7–21) για ζητήματα οικιακής οικονομίας και αγροτικής παραγωγής. Με τον πρώτο συνομιλητή του ο μεγάλος φιλόσοφος επιχείρησε αρχικά να συνεξετάσει τι αποτελεί περιουσία και τι όχι. Συμφώνησαν ότι κάτι γίνεται περιουσία μας, μόνον αν γνωρίζουμε πώς να το χρησιμοποιούμε. Ο Κριτόβουλος αναρωτιέται, λοιπόν, πώς εξηγείται κάποιοι να μην μπορούν να ευδοκιμήσουν, ενώ διαθέτουν και γνώσεις και κεφάλαια. Ο Σωκράτης τότε επισημαίνει ότι ο Κριτόβουλος αναφέρεται σε δούλους, ο συνομιλητής του όμως επιμένει ότι μιλά για ελεύθερους ανθρώπους, προκαλώντας την παρακάτω διευκρίνιση του φιλοσόφου.


[1.18] Καὶ πῶς ἄν, ἔφη ὁ Σωκράτης, δεσπότας οὐκ ἔχοιεν, εἰ
εὐχόμενοι εὐδαιμονεῖν καὶ ποιεῖν βουλόμενοι ἀφ’ ὧν <ἂν>
ἔχοιεν ἀγαθὰ ἔπειτα κωλύονται ποιεῖν ταῦτα ὑπὸ τῶν
ἀρχόντων; Καὶ τίνες δὴ οὗτοί εἰσιν, ἔφη ὁ Κριτόβουλος,
οἳ ἀφανεῖς ὄντες ἄρχουσιν αὐτῶν; [1.19] Ἀλλὰ μὰ Δί’, ἔφη ὁ
Σωκράτης, οὐκ ἀφανεῖς εἰσιν, ἀλλὰ καὶ πάνυ φανεροί. καὶ
ὅτι πονηρότατοί γέ εἰσιν οὐδὲ σὲ λανθάνουσιν, εἴπερ πονηρίαν
γε νομίζεις ἀργίαν τ’ εἶναι καὶ μαλακίαν ψυχῆς καὶ ἀμέλειαν.
[1.20] καὶ ἄλλαι δ’ εἰσὶν ἀπατηλαί τινες δέσποιναι προσποιούμεναι
ἡδοναὶ εἶναι, κυβεῖαί τε καὶ ἀνωφελεῖς ἀνθρώπων ὁμιλίαι,
αἳ προϊόντος τοῦ χρόνου καὶ αὐτοῖς τοῖς ἐξαπατηθεῖσι κατα-
φανεῖς γίγνονται ὅτι λῦπαι ἄρα ἦσαν ἡδοναῖς περιπεπεμ-
μέναι, αἳ διακωλύουσιν αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ὠφελίμων ἔργων
κρατοῦσαι. [1.21] Ἀλλὰ καὶ ἄλλοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐργάζεσθαι
μὲν οὐ κωλύονται ὑπὸ τούτων, ἀλλὰ καὶ πάνυ σφοδρῶς πρὸς
τὸ ἐργάζεσθαι ἔχουσι καὶ μηχανᾶσθαι προσόδους· ὅμως δὲ
καὶ τοὺς οἴκους κατατρίβουσι καὶ ἀμηχανίαις συνέχονται.
[1.22] Δοῦλοι γάρ εἰσι καὶ οὗτοι, ἔφη ὁ Σωκράτης, καὶ πάνυ γε
χαλεπῶν δεσποτῶν, οἱ μὲν λιχνειῶν, οἱ δὲ λαγνειῶν, οἱ δὲ
οἰνοφλυγιῶν, οἱ δὲ φιλοτιμιῶν τινων μώρων καὶ δαπανηρῶν,
ἃ οὕτω χαλεπῶς ἄρχει τῶν ἀνθρώπων ὧν ἂν ἐπικρατήσωσιν,
ὥσθ’ ἕως μὲν ἂν ὁρῶσιν ἡβῶντας αὐτοὺς καὶ δυναμένους
ἐργάζεσθαι, ἀναγκάζουσι φέρειν ἃ ἂν αὐτοὶ ἐργάσωνται καὶ
τελεῖν εἰς τὰς αὑτῶν ἐπιθυμίας, ἐπειδὰν δὲ αὐτοὺς ἀδυνάτους
αἴσθωνται ὄντας ἐργάζεσθαι διὰ τὸ γῆρας, ἀπολείπουσι
τούτους κακῶς γηράσκειν, ἄλλοις δ’ αὖ πειρῶνται δούλοις
χρῆσθαι. [1.23] ἀλλὰ δεῖ, ὦ Κριτόβουλε, πρὸς ταῦτα οὐχ ἧττον
διαμάχεσθαι περὶ τῆς ἐλευθερίας ἢ πρὸς τοὺς σὺν ὅπλοις
πειρωμένους καταδουλοῦσθαι. πολέμιοι μὲν οὖν ἤδη ὅταν
καλοὶ κἀγαθοὶ ὄντες καταδουλώσωνταί τινας, πολλοὺς δὴ
βελτίους ἠνάγκασαν εἶναι σωφρονίσαντες, καὶ ῥᾷον βιοτεύειν
τὸν λοιπὸν χρόνον ἐποίησαν· αἱ δὲ τοιαῦται δέσποιναι αἰκιζό-
μεναι τὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰς ψυχὰς καὶ τοὺς
οἴκους οὔποτε λήγουσιν, ἔστ’ ἂν ἄρχωσιν αὐτῶν.

***
(Σωκρ.) Και πώς μπορεί, είπε ο Σωκράτης, να μην έχουν κυρίους που, ενώ εύχονται να ευτυχούν κι ενώ θέλουν να κάνουν εκείνα απ' τα οποία θα κέρδιζαν αγαθά, εμποδίζονται να τα εκτελέσουν απ' αυτούς, που τους κυριαρχούν;

(Κριτ.) Και ποιοι λοιπόν ειν' αυτοί, που από κρυφά τούς επιβάλλονται; είπε ο Κριτόβουλος.

(Σωκρ.) Μα, για το θεό, δεν είναι κρυφοί, είπε ο Σωκράτης, απεναντίας είναι πάρα πολύ φανεροί. Και τους καταλαβαίνεις πως είναι πάρα πολύ κακοί, αν φυσικά έχεις και συ τη γνώμη πως η πονηρία κι η τεμπελιά είναι και μαλακία ψυχής και νωθρότητα.

Είναι δε κι άλλες μερικές απατηλές κυρίες, που καμώνονται πως είναι ηδονές, παραδείγματος χάρη τα τυχερά παιγνίδια, κι οι κακές συναναστροφές των ανθρώπων, που σαν περάσει ο καιρός και σ' αυτούς τους ίδιους τους ξεγελασμένους φανερώνονται πως ήταν λύπες φυσικά, σκεπασμένες με ηδονές, που τους εμποδίζουν απ' την εκτέλεση ωφελίμων έργων, γιατί τους κυριαρχούν.

(Κριτ.) Μα, Σωκράτη, είναι κι άλλοι, είπε, που όχι μόνο δεν εμποδίζονται, απ' τις κυρίες αυτές, στη δουλειά, μα και όρεξη μεγάλη έχουν να δουλεύουν και να προσπαθούν να βρουν τρόπο να κερδίζουν· κι όμως και τα σπιτικά τους καταστρέφουν και πάντα βρίσκονται σε στενοχώριες οικονομικές.

(Σωκρ.) Σωστά, γιατί κι αυτοί δούλοι είναι, είπε ο Σωκράτης, δούλοι μάλιστα πολύ σκληρών κυρίων, άλλοι δούλοι στη λαιμαργία, άλλοι δούλοι στο σεξουαλισμό τους, άλλοι στο μπεκρουλίκι, κι άλλοι είναι δούλοι, κάτι φιλοδοξιών κουτών και πολυέξοδων, που τόσο σκληρά κυριαρχούν τους ανθρώπους ώστε, ως ότου τους βλέπουν νέους και γερούς για δουλειά, τους επιβάλλονται να σκορπίζουν και να σπαταλούν στα πάθη τους, όσα μπορούσαν να κερδίζουν απ' τη δουλειά τους, σαν τους καταλάβουν όμως πως γίνηκαν ανίκανοι, απ' τα γεράματα να δουλέψουν, τους αφήνουν να περάσουν άσχημα γεράματα και προσπαθούν πάλι να πιάσουν άλλους δούλους.

Και πρέπει, Κριτόβουλε, ν' αγωνίζεται κανείς ενάντια σ' αυτούς τους εχθρούς, για να 'ναι ελεύθερος, όχι λιγώτερο απ' όσο αγωνίζεται ενάντια σ' εκείνους, που προσπαθούν με τα όπλα να τον κάνουν σκλάβο τους. Οι εχθροί αυτοί τουλάχιστο, όσες φορές υποδούλωσαν μερικούς, αν ήταν καλοί, πολλούς, καθώς ξέρουμε, τους σωφρόνισαν και τους ανάγκασαν να 'ναι καλύτεροι και τους έκαμαν να περνούν την υπόλοιπη ζωή τους ανετώτερα. Οι κυρίες όμως αυτές δεν παύουν ποτέ να κακοποιούν τα σώματα των ανθρώπων και τις ψυχές και τα σπιτικά τους, όσο καιρό τούς κυριαρχούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου