Το πρώτο είδος βασιλείας που εντοπίζει ο Αριστοτέλης είναι εκείνο της Σπάρτης, όπου ο βασιλιάς είναι πρωτίστως στρατηγός και αποκτά δικαίωμα ζωής και θανάτου στους υπηκόους του μόνο σε περίπτωση απειθαρχίας στον πόλεμο. Πέρα από τη στρατηγία οι βασιλιάδες της Σπάρτης είχαν και όλες τις θρησκευτικές αρμοδιότητες. Επρόκειτο για μία συνταγματικού τύπου βασιλεία περιορισμένων αρμοδιοτήτων: «Άρα η βασιλεία αυτή μοιάζει με το αξίωμα της ισόβιας στρατηγίας με απεριόριστη εξουσία, γιατί οι Σπαρτιάτες βασιλείς δεν έχουν δικαίωμα να θανατώσουν πολίτη παρά μόνο στις εκστρατείες σε περίπτωση δειλίας, όπως ακριβώς και οι αρχαίοι βασιλείς είχαν νόμιμα το δικαίωμα αυτό σε καιρό πολεμικής εκστρατείας». Τα λόγια του Αγαμέμνονα, όπως πηγάζουν από τον Όμηρο το επιβεβαιώνουν: “«και όποιον θα νιώσω να κάθεται μακριά από τη μάχη, πολύ θα του είναι, αν δεν τον φάνε τα σκυλιά και τα όρνια. Γιατί έχω εγώ του θανάτου το δικαίωμα»”. Η τελική διαπίστωση ότι «αυτή η ισόβια στρατηγία είναι ένα είδος βασιλείας» ξεκαθαρίζει ότι η βασιλεία αφορά οποιαδήποτε θέση εξουσίας ασκείται ισοβίως, ασχέτως αν δεν συμπεριλαμβάνει το σύνολο των πολιτειακών εξουσιών. Υπό αυτή την έννοια κάθε ισόβιο αξίωμα αποτελεί μορφή βασιλείας, αφού σε τελική ανάλυση ο βασιλιάς δεν ορίζεται τόσο από το εύρος της ισχύος των αποφάσεών του όσο από τη δυναμική του αμετάκλητου που μπορεί να έχουν οι αποφάσεις αυτές και από τη μονιμότητα της κατοχής κάθε αξιώματος.
Το πρώτο είδος βασιλείας που εντοπίζει ο Αριστοτέλης είναι εκείνο της Σπάρτης, όπου ο βασιλιάς είναι πρωτίστως στρατηγός και αποκτά δικαίωμα ζωής και θανάτου στους υπηκόους του μόνο σε περίπτωση απειθαρχίας στον πόλεμο.
Εντελώς διαφορετικά αντιλαμβάνονται τη βασιλεία στην Ασία: «Η δύναμή τους» (των μοναρχιών εκείνων εννοείται) «πλησιάζει τη δύναμη των τυραννικών καθεστώτων, υπακούν όμως σε νόμους και είναι κληρονομικές, οι βασιλείες αυτές είναι τυραννικές, ο κληρονομικός όμως και συνταγματικός τους χαρακτήρας τις καθιστά ασφαλείς. Για την ίδια αιτία τα σώματα περιφρούρησης δεν έχουν τυραννικό χαρακτήρα αλλά βασιλικό, δηλαδή ένοπλοι πολίτες φρουρούν τους βασιλείς, ενώ τους τυράννους ξένοι μισθοφόροι». Ο διαχωρισμός της βασιλείας, ως ορθό πολίτευμα, και της τυραννίας, ως στρεβλό, διαφαίνεται ακόμη και στον τρόπο περιφρούρησης των αξιωματούχων, αφού η ίδια η φρουρά καταδεικνύει την αποδοχή ή την απόρριψη του μονάρχη από τη λαϊκή βούληση. Σε τελική ανάλυση, το στοιχείο που σε κάθε περίπτωση νομιμοποιεί την εξουσία, ασχέτως αν αυτή χαράσσεται από τη φρόνηση του ενός, είναι η συγκατάθεση των πολλών. Αν αυτό δεν ισχύει τότε δεν μπορούμε να μιλάμε παρά για πολιτική στρέβλωση, που από θέση αρχής καθιστά τα πάντα επικίνδυνα: «οι βασιλείς ασκούν εξουσία συνταγματικά κατοχυρωμένη και αποδεκτή από το λαό, οι τύραννοι όμως εξουσιάζουν χωρίς τη λαϊκή συγκατάθεση, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να διαθέτουν φρουρά από πολίτες, ενώ οι δεύτεροι φρουρά εναντίον των πολιτών».
Ανασκαλεύοντας όμως το παρελθόν θα δούμε ότι στους παλιότερους (ο Αριστοτέλης τους αποκαλεί αρχαίους Έλληνες) υπήρξε κι ένα άλλο είδος αρχόντων οι οποίοι ονομάζονταν αισυμνήτες: «Αυτό με απλά λόγια είναι αιρετή τυραννίδα και διαφέρει από τη βαρβαρική βασιλεία όχι ως προς το ότι δεν είναι συνταγματική, αλλά μόνο ως προς το ότι δεν είναι κληρονομική. Από τους αισυμνήτες άλλοι ασκούσαν ισοβίως την εξουσία και άλλοι για ορισμένο χρονικό διάστημα ή μόνο για τη διεκπεραίωση πολιτικών υποθέσεων». Ο Αριστοτέλης προκειμένου να καταστήσει σαφείς τις αισυμνητείες καταφεύγει στην περίπτωση της Μυτιλήνης όπου εκλέχτηκε αισυμνήτης ο Πιττακός. Το γεγονός ότι εκλέχτηκε από το λαό αποτελεί νομιμοποίηση της εξουσίας ασχέτως αν ο Πιττακός κυβέρνησε τυραννικά δίνοντας αμνηστία στους ακραίους ολιγαρχικούς που εκδιώχτηκαν λόγω των βιαιοπραγιών που διέπραξαν. Για τον Πιττακό, που συγκαταλέγεται στους εφτά σοφούς της αρχαιότητας, ο Αριστοτέλης παραθέτει ένα σατιρικό στίχο του Αλκαίου προκειμένου να διαφωτιστεί περαιτέρω η κατάσταση: “«τον παρακατιανό Πιττακό τον έκανε τύραννο στην ήρεμη και βαριόμοιρη πόλη το πλήθος με μια φωνή γεμάτη έπαινο”». Το τελικό συμπέρασμα δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το τι ήταν οι αισυμνητείες: «Μοιάζουν με τις τυραννίδες, επειδή έχουν δεσποτικό χαρακτήρα, και με τις βασιλείες, επειδή είναι αιρετές και ασκούνται με τη συγκατάθεση των πολιτών».
Το μόνο που μένει είναι η τέταρτη και τελευταία μορφή της βασιλείας, που αφορά την περίοδο των ηρωικών χρόνων και η οποία ήταν και συνταγματική και κληρονομική: «Οι βασιλείς είχαν τη λαϊκή αποδοχή και ήταν κληρονομικοί, επειδή οι πρώτοι πρόγονοί τους ευεργέτησαν το πλήθος στις τέχνες ή στον πόλεμο ή στην πολιτική συνένωση ή στην προσθήκη εδαφών. Έφεραν τα αξιώματα του αρχιστράτηγου στον πόλεμο, του αρχιερέα στις θυσίες, όταν το αξίωμα αυτό δεν αποδιδόταν σε ιερείς, και επιπλέον του δικαστή». Το σίγουρο είναι ότι με το πέρασμα των χρόνων ο θεσμός της βασιλείας περισσότερο φθειρόταν παρά άκμαζε: «Αργότερα όμως, γενικά στις πόλεις οι θυσίες μόνο έμειναν στην αρμοδιότητα των βασιλέων, επειδή πολλά προνόμιά τους τα παραχωρούσαν οι βασιλείς με τη θέλησή τους στο λαό και άλλα οι λαοί τα αποσπούσαν απ’ αυτούς. Όπου ωστόσο διατηρήθηκε βασιλεία άξια του ονόματός της, οι βασιλείς συνέχισαν να έχουν την αρχιστρατηγία στις μακρινές εκστρατείες».
Όμως, όταν ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει και συνοψίζει τα τέσσερα είδη της βασιλείας, αμέσως μετά σπεύδει να διευκρινίσει ότι υπάρχει κι ένα πέμπτο που επίσης οφείλει να παρουσιαστεί: «Πέμπτο είδος βασιλείας είναι εκείνο στο οποίο ένας μόνο εξουσιάζει τα πάντα, όπως ακριβώς κάθε έθνος και κάθε πόλη ασκούν εξουσία σε όλες τις δημόσιες υποθέσεις κατά το πρότυπο της διαχείρισης των υποθέσεων του οίκου. Γιατί, όπως ακριβώς η διαχείριση των υποθέσεων του οίκου συνιστά κάποιο είδος βασιλείας του οίκου, έτσι και η βασιλεία είναι μια μορφή διαχείρισης ζητημάτων της πόλης ή του έθνους, ενός ή περισσότερων». Το ζήτημα που ανακύπτει δεν αφορά τόσο την παρουσία αυτού του πέμπτου είδους βασιλείας, ενώ είχε δοθεί η εντύπωση ότι τα είδη είναι τέσσερα, όσο ο παραλληλισμός του με τη διαχείριση των υποθέσεων του οίκου, αφού από την πρώτη σελίδα του πρώτου βιβλίου των Πολιτικών είχε ξεκαθαρίσει: «Δεν έχουν δίκιο λοιπόν όσοι νομίζουν ότι είναι το ίδιο πράγμα ένας πολιτικός, ένας βασιλιάς, ένας οικοδεσπότης και ένας δουλοκτήτης. (Νομίζουν δηλαδή ότι η διαφορά τους έγκειται μόνο στο πλήθος των εξουσιαζόμενων και όχι στο είδος της εξουσίας που ασκεί ο καθένας απ’ αυτούς. Αν δηλαδή κανείς εξουσιάζει λίγους, νομίζουν ότι είναι ένας δουλοκτήτης, αν εξουσιάζει περισσότερους, είναι ένας οικοδεσπότης και αν εξουσιάζει ακόμη πιο πολλούς, είναι ένας πολιτικός ή ένας βασιλιάς, σα να μη διαφέρει σε τίποτε μια μεγάλη οικογένεια από μια μικρή πόλη)».
Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών του διαχωρίζει τον τρόπο που διαμορφώνονται οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια: «Κι αυτές είναι πρώτον η δεσποτική» (αφορά τις σχέσεις του αφέντη με τους δούλους), «δεύτερον η γαμική» (αφορά τις σχέσεις του άντρα με τη γυναίκα), «και τρίτον η τεκνοποιητική» (αφορά τις σχέσεις με τα παιδιά). Κι αργότερα, όταν θέλει να διευκρινίσει ότι οτιδήποτε αποτελεί μια ολότητα που αποτελείται από πολλά μέρη σύμφωνα με τη φύση κάποια από τα μέρη αυτά άρχονται από τα άλλα για χάρη της διατήρησης της ολότητας, αναφέρει ότι ο τρόπος που άρχει κανείς είναι ανάλογος με το τι ακριβώς άρχει. Για παράδειγμα άλλο να άρχει κανείς ανθρώπους κι άλλο θηρία. Στα θηρία αρμόζει η δεσποτική εξουσία. Στους ανθρώπους όχι. Με τον ίδιο τρόπο: «η ψυχή εξουσιάζει το σώμα κατά τρόπο δεσποτικό, ενώ ο νους εξουσιάζει τις άλογες – ορεκτικές δυνάμεις, όπως ο πολιτικός ή ο βασιλιάς». Ο διαχωρισμός της τυραννικής και της βασιλικής εξουσίας είναι ξεκάθαρος, αφού η ψυχή δεν μπορεί παρά να διατάξει το σώμα (όπως θα διέταζε κανείς ένα θηρίο), ενώ ο νους οφείλει να επιβληθεί στις άλογες δυνάμεις, διαδικασία πιο σύνθετη, που απαιτεί μεγαλύτερες ικανότητες, αφού δεν αφορά μόνο το φόβο ή το αυτονόητο της υποταγής, αλλά και την πειθώ που θα επιφέρει την εθελοντική υπακοή απέναντι σε κάτι καλύτερο. Κι αυτός είναι ο διαχωρισμός της δεσποτικής – τυραννικής εξουσίας από τη βασιλική. Η διαχείριση των υποθέσεων του οίκου συμπεριλαμβάνει και τις δύο μορφές εξουσίας, αφού η δεσποτική αρμόζει στους δούλους, όχι όμως στις γυναίκες και στα παιδιά, που είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Προφανώς ο παραλληλισμός του πέμπτου είδους βασιλείας με τη διαχείριση των υποθέσεων του οίκου αναφέρεται ακριβώς στον τρόπο άσκησης της εξουσίας που δεν μπορεί να είναι δεσποτική, αλλά βασιλική κι όχι στην καθαυτό ομοιότητα των δύο καταστάσεων (διαχείριση οίκου, διαχείριση πόλης), αφού αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να υποστηρίξουμε ότι ο Αριστοτέλης φάσκει και αντιφάσκει.
Το σίγουρο είναι ότι από όλες αυτές τις μορφές της βασιλείας η πέμπτη, που αναφέρεται ως παμβασιλεία, κι εκείνη των Σπαρτιατών ορίζονται ως τα δύο άκρα στην ευρύτητα εξουσίας που μπορούν να έχουν όλες οι βασιλείες: «Τα περισσότερα είδη από τα υπόλοιπα είναι ενδιάμεσοι τύποι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, γιατί άλλα έχουν μικρότερη εξουσία από την παμβασιλεία, ενώ άλλα έχουν μεγαλύτερη εξουσία από τη σπαρτιατική βασιλεία». Και το ερώτημα που διατυπώνεται ευθέως είναι «αν συμφέρει ένα πρόσωπο να έχει απόλυτη εξουσία σε όλα ή δε συμφέρει», το οποίο σε τελική ανάλυση ισοδυναμεί με το ερώτημα «αν συμφέρει να ασκείται η εξουσία από τον άριστο άντρα ή από τους άριστους νόμους». Ο Αριστοτέλης ξεκινά την αναζήτηση παραθέτοντας τη γνώμη αυτών που υποστηρίζουν τη βασιλεία: «Οι υπερασπιστές της βασιλείας εκκινούν από την άποψη ότι οι νόμοι αποφαίνονται γενικά και όχι συγκεκριμένα και επιτακτικά για τις απρόβλεπτες καταστάσεις, συμπεραίνοντας ότι είναι ηλίθιο οι γραπτοί νόμοι να ρυθμίζουν και να ελέγχουν οποιαδήποτε τέχνη, για την ίδια αιτία δεν είναι άριστο πολίτευμα εκείνο που λειτουργεί μόνο με γραπτές διατάξεις και νόμους, οι άρχοντες έχουν χρέος να διαθέτουν την καθολικότητα του λόγου που έχει ο νόμος. Στο νόμο βέβαια δεν υπάρχει εμπάθεια. το μειονέκτημα αυτό αντισταθμίζεται με το πλεονέκτημα του μονάρχη να σκέφτεται και ν’ αποφασίζει καλύτερα για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση».
Εντελώς διαφορετικά αντιλαμβάνονται τη βασιλεία στην Ασία: «Η δύναμή τους» (των μοναρχιών εκείνων εννοείται) «πλησιάζει τη δύναμη των τυραννικών καθεστώτων, υπακούν όμως σε νόμους και είναι κληρονομικές, οι βασιλείες αυτές είναι τυραννικές, ο κληρονομικός όμως και συνταγματικός τους χαρακτήρας τις καθιστά ασφαλείς. Για την ίδια αιτία τα σώματα περιφρούρησης δεν έχουν τυραννικό χαρακτήρα αλλά βασιλικό, δηλαδή ένοπλοι πολίτες φρουρούν τους βασιλείς, ενώ τους τυράννους ξένοι μισθοφόροι». Ο διαχωρισμός της βασιλείας, ως ορθό πολίτευμα, και της τυραννίας, ως στρεβλό, διαφαίνεται ακόμη και στον τρόπο περιφρούρησης των αξιωματούχων, αφού η ίδια η φρουρά καταδεικνύει την αποδοχή ή την απόρριψη του μονάρχη από τη λαϊκή βούληση. Σε τελική ανάλυση, το στοιχείο που σε κάθε περίπτωση νομιμοποιεί την εξουσία, ασχέτως αν αυτή χαράσσεται από τη φρόνηση του ενός, είναι η συγκατάθεση των πολλών. Αν αυτό δεν ισχύει τότε δεν μπορούμε να μιλάμε παρά για πολιτική στρέβλωση, που από θέση αρχής καθιστά τα πάντα επικίνδυνα: «οι βασιλείς ασκούν εξουσία συνταγματικά κατοχυρωμένη και αποδεκτή από το λαό, οι τύραννοι όμως εξουσιάζουν χωρίς τη λαϊκή συγκατάθεση, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να διαθέτουν φρουρά από πολίτες, ενώ οι δεύτεροι φρουρά εναντίον των πολιτών».
Ανασκαλεύοντας όμως το παρελθόν θα δούμε ότι στους παλιότερους (ο Αριστοτέλης τους αποκαλεί αρχαίους Έλληνες) υπήρξε κι ένα άλλο είδος αρχόντων οι οποίοι ονομάζονταν αισυμνήτες: «Αυτό με απλά λόγια είναι αιρετή τυραννίδα και διαφέρει από τη βαρβαρική βασιλεία όχι ως προς το ότι δεν είναι συνταγματική, αλλά μόνο ως προς το ότι δεν είναι κληρονομική. Από τους αισυμνήτες άλλοι ασκούσαν ισοβίως την εξουσία και άλλοι για ορισμένο χρονικό διάστημα ή μόνο για τη διεκπεραίωση πολιτικών υποθέσεων». Ο Αριστοτέλης προκειμένου να καταστήσει σαφείς τις αισυμνητείες καταφεύγει στην περίπτωση της Μυτιλήνης όπου εκλέχτηκε αισυμνήτης ο Πιττακός. Το γεγονός ότι εκλέχτηκε από το λαό αποτελεί νομιμοποίηση της εξουσίας ασχέτως αν ο Πιττακός κυβέρνησε τυραννικά δίνοντας αμνηστία στους ακραίους ολιγαρχικούς που εκδιώχτηκαν λόγω των βιαιοπραγιών που διέπραξαν. Για τον Πιττακό, που συγκαταλέγεται στους εφτά σοφούς της αρχαιότητας, ο Αριστοτέλης παραθέτει ένα σατιρικό στίχο του Αλκαίου προκειμένου να διαφωτιστεί περαιτέρω η κατάσταση: “«τον παρακατιανό Πιττακό τον έκανε τύραννο στην ήρεμη και βαριόμοιρη πόλη το πλήθος με μια φωνή γεμάτη έπαινο”». Το τελικό συμπέρασμα δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το τι ήταν οι αισυμνητείες: «Μοιάζουν με τις τυραννίδες, επειδή έχουν δεσποτικό χαρακτήρα, και με τις βασιλείες, επειδή είναι αιρετές και ασκούνται με τη συγκατάθεση των πολιτών».
Το μόνο που μένει είναι η τέταρτη και τελευταία μορφή της βασιλείας, που αφορά την περίοδο των ηρωικών χρόνων και η οποία ήταν και συνταγματική και κληρονομική: «Οι βασιλείς είχαν τη λαϊκή αποδοχή και ήταν κληρονομικοί, επειδή οι πρώτοι πρόγονοί τους ευεργέτησαν το πλήθος στις τέχνες ή στον πόλεμο ή στην πολιτική συνένωση ή στην προσθήκη εδαφών. Έφεραν τα αξιώματα του αρχιστράτηγου στον πόλεμο, του αρχιερέα στις θυσίες, όταν το αξίωμα αυτό δεν αποδιδόταν σε ιερείς, και επιπλέον του δικαστή». Το σίγουρο είναι ότι με το πέρασμα των χρόνων ο θεσμός της βασιλείας περισσότερο φθειρόταν παρά άκμαζε: «Αργότερα όμως, γενικά στις πόλεις οι θυσίες μόνο έμειναν στην αρμοδιότητα των βασιλέων, επειδή πολλά προνόμιά τους τα παραχωρούσαν οι βασιλείς με τη θέλησή τους στο λαό και άλλα οι λαοί τα αποσπούσαν απ’ αυτούς. Όπου ωστόσο διατηρήθηκε βασιλεία άξια του ονόματός της, οι βασιλείς συνέχισαν να έχουν την αρχιστρατηγία στις μακρινές εκστρατείες».
Όμως, όταν ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει και συνοψίζει τα τέσσερα είδη της βασιλείας, αμέσως μετά σπεύδει να διευκρινίσει ότι υπάρχει κι ένα πέμπτο που επίσης οφείλει να παρουσιαστεί: «Πέμπτο είδος βασιλείας είναι εκείνο στο οποίο ένας μόνο εξουσιάζει τα πάντα, όπως ακριβώς κάθε έθνος και κάθε πόλη ασκούν εξουσία σε όλες τις δημόσιες υποθέσεις κατά το πρότυπο της διαχείρισης των υποθέσεων του οίκου. Γιατί, όπως ακριβώς η διαχείριση των υποθέσεων του οίκου συνιστά κάποιο είδος βασιλείας του οίκου, έτσι και η βασιλεία είναι μια μορφή διαχείρισης ζητημάτων της πόλης ή του έθνους, ενός ή περισσότερων». Το ζήτημα που ανακύπτει δεν αφορά τόσο την παρουσία αυτού του πέμπτου είδους βασιλείας, ενώ είχε δοθεί η εντύπωση ότι τα είδη είναι τέσσερα, όσο ο παραλληλισμός του με τη διαχείριση των υποθέσεων του οίκου, αφού από την πρώτη σελίδα του πρώτου βιβλίου των Πολιτικών είχε ξεκαθαρίσει: «Δεν έχουν δίκιο λοιπόν όσοι νομίζουν ότι είναι το ίδιο πράγμα ένας πολιτικός, ένας βασιλιάς, ένας οικοδεσπότης και ένας δουλοκτήτης. (Νομίζουν δηλαδή ότι η διαφορά τους έγκειται μόνο στο πλήθος των εξουσιαζόμενων και όχι στο είδος της εξουσίας που ασκεί ο καθένας απ’ αυτούς. Αν δηλαδή κανείς εξουσιάζει λίγους, νομίζουν ότι είναι ένας δουλοκτήτης, αν εξουσιάζει περισσότερους, είναι ένας οικοδεσπότης και αν εξουσιάζει ακόμη πιο πολλούς, είναι ένας πολιτικός ή ένας βασιλιάς, σα να μη διαφέρει σε τίποτε μια μεγάλη οικογένεια από μια μικρή πόλη)».
Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών του διαχωρίζει τον τρόπο που διαμορφώνονται οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια: «Κι αυτές είναι πρώτον η δεσποτική» (αφορά τις σχέσεις του αφέντη με τους δούλους), «δεύτερον η γαμική» (αφορά τις σχέσεις του άντρα με τη γυναίκα), «και τρίτον η τεκνοποιητική» (αφορά τις σχέσεις με τα παιδιά). Κι αργότερα, όταν θέλει να διευκρινίσει ότι οτιδήποτε αποτελεί μια ολότητα που αποτελείται από πολλά μέρη σύμφωνα με τη φύση κάποια από τα μέρη αυτά άρχονται από τα άλλα για χάρη της διατήρησης της ολότητας, αναφέρει ότι ο τρόπος που άρχει κανείς είναι ανάλογος με το τι ακριβώς άρχει. Για παράδειγμα άλλο να άρχει κανείς ανθρώπους κι άλλο θηρία. Στα θηρία αρμόζει η δεσποτική εξουσία. Στους ανθρώπους όχι. Με τον ίδιο τρόπο: «η ψυχή εξουσιάζει το σώμα κατά τρόπο δεσποτικό, ενώ ο νους εξουσιάζει τις άλογες – ορεκτικές δυνάμεις, όπως ο πολιτικός ή ο βασιλιάς». Ο διαχωρισμός της τυραννικής και της βασιλικής εξουσίας είναι ξεκάθαρος, αφού η ψυχή δεν μπορεί παρά να διατάξει το σώμα (όπως θα διέταζε κανείς ένα θηρίο), ενώ ο νους οφείλει να επιβληθεί στις άλογες δυνάμεις, διαδικασία πιο σύνθετη, που απαιτεί μεγαλύτερες ικανότητες, αφού δεν αφορά μόνο το φόβο ή το αυτονόητο της υποταγής, αλλά και την πειθώ που θα επιφέρει την εθελοντική υπακοή απέναντι σε κάτι καλύτερο. Κι αυτός είναι ο διαχωρισμός της δεσποτικής – τυραννικής εξουσίας από τη βασιλική. Η διαχείριση των υποθέσεων του οίκου συμπεριλαμβάνει και τις δύο μορφές εξουσίας, αφού η δεσποτική αρμόζει στους δούλους, όχι όμως στις γυναίκες και στα παιδιά, που είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Προφανώς ο παραλληλισμός του πέμπτου είδους βασιλείας με τη διαχείριση των υποθέσεων του οίκου αναφέρεται ακριβώς στον τρόπο άσκησης της εξουσίας που δεν μπορεί να είναι δεσποτική, αλλά βασιλική κι όχι στην καθαυτό ομοιότητα των δύο καταστάσεων (διαχείριση οίκου, διαχείριση πόλης), αφού αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να υποστηρίξουμε ότι ο Αριστοτέλης φάσκει και αντιφάσκει.
Το σίγουρο είναι ότι από όλες αυτές τις μορφές της βασιλείας η πέμπτη, που αναφέρεται ως παμβασιλεία, κι εκείνη των Σπαρτιατών ορίζονται ως τα δύο άκρα στην ευρύτητα εξουσίας που μπορούν να έχουν όλες οι βασιλείες: «Τα περισσότερα είδη από τα υπόλοιπα είναι ενδιάμεσοι τύποι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο, γιατί άλλα έχουν μικρότερη εξουσία από την παμβασιλεία, ενώ άλλα έχουν μεγαλύτερη εξουσία από τη σπαρτιατική βασιλεία». Και το ερώτημα που διατυπώνεται ευθέως είναι «αν συμφέρει ένα πρόσωπο να έχει απόλυτη εξουσία σε όλα ή δε συμφέρει», το οποίο σε τελική ανάλυση ισοδυναμεί με το ερώτημα «αν συμφέρει να ασκείται η εξουσία από τον άριστο άντρα ή από τους άριστους νόμους». Ο Αριστοτέλης ξεκινά την αναζήτηση παραθέτοντας τη γνώμη αυτών που υποστηρίζουν τη βασιλεία: «Οι υπερασπιστές της βασιλείας εκκινούν από την άποψη ότι οι νόμοι αποφαίνονται γενικά και όχι συγκεκριμένα και επιτακτικά για τις απρόβλεπτες καταστάσεις, συμπεραίνοντας ότι είναι ηλίθιο οι γραπτοί νόμοι να ρυθμίζουν και να ελέγχουν οποιαδήποτε τέχνη, για την ίδια αιτία δεν είναι άριστο πολίτευμα εκείνο που λειτουργεί μόνο με γραπτές διατάξεις και νόμους, οι άρχοντες έχουν χρέος να διαθέτουν την καθολικότητα του λόγου που έχει ο νόμος. Στο νόμο βέβαια δεν υπάρχει εμπάθεια. το μειονέκτημα αυτό αντισταθμίζεται με το πλεονέκτημα του μονάρχη να σκέφτεται και ν’ αποφασίζει καλύτερα για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση».
Ο λαός, ως κυρίαρχο σώμα για την ορθότητα όλων των επιλογών, δεν πρέπει ποτέ – ως σύνολο – να υστερεί σε ισχύ από οποιονδήποτε μονάρχη. Γιατί τότε είναι πιθανό να χάσει τον έλεγχο. Με άλλα λόγια, η βασιλεία μπορεί να υφίσταται μόνο με την προϋπόθεση ότι και πάλι ο λαός έχει τη μεγαλύτερη ισχύ.
Ο Αριστοτέλης μπροστά σ’ αυτού του είδους τους προβληματισμούς σχετικά με την ανεπάρκεια του νόμου να προβλέψει όλες τις πιθανές περιπτώσεις και το αδιαμφισβήτητο της υπεροχής του ανθρώπου που ξέρει να αποδίδει δικαιοσύνη εφαρμόζοντας τους νόμους και ταυτόχρονα καλύπτοντας όλα τα πιθανά κενά τους, δεν μπορεί παρά να προβεί στη διαπίστωση: «Γίνεται σαφές βέβαια ότι ο μονάρχης επιβάλλεται να είναι και νομοθέτης ο ίδιος και ακόμη να θεσπίζονται νόμοι έγκυροι, έγκυροι όμως όχι για όσα δεν προβλέπουν οι νόμοι, αλλά για όλες τις άλλες περιπτώσεις που προβλέπουν». Ωστόσο, από τη στιγμή που είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο μονάρχης οφείλει να είναι και νομοθέτης εξασφαλίζοντας την πληρότητα στην απονομή του δικαίου, δε μένει παρά να οδηγηθούμε και πάλι στο ίδιο ερώτημα: «Όμως, αν δεν είναι δυνατόν ο νόμος να αποφαίνεται σωστά ή για όλες τις περιπτώσεις, τότε είναι σωστό να εξουσιάζει ο ένας ο άριστος ή όλοι;».
Το ότι φαίνεται να συμμετέχει στον προβληματισμό σχετικά με την ανεπάρκεια του νόμου και την καλύτερη απόδοση δικαίου από τον άρχοντα γίνεται ακριβώς για να φτάσει στο συγκεκριμένο ερώτημα και να καταδείξει για μια ακόμη φορά την υπεροχή της πλειοψηφίας. Γιατί ο Αριστοτέλης θεωρεί το νόμο ύψιστη αρχή της πόλης και θα υποστηρίξει ανεπιφύλακτα ότι ο νόμος είναι αυτός που θα προστατέψει την πόλη από τους δημαγωγούς. Η παρουσίαση της θέσης που θέλει τη βασιλεία προτιμότερη από το νόμο δεν έχει άλλο σκοπό απ’ το να γίνουν αντιληπτά τα αδιέξοδά της. Γιατί και πάλι θα έρθουμε μπροστά στην αθροιστική θεωρία που καθιστά σαφή την υπεροχή των πολλών όταν δράσουν αθροιστικά, ως σύνολο: «η πόλη αποτελείται από πολλούς, και, όπως ακριβώς είναι πλουσιότερο το συμπόσιο που γίνεται με τη συνεισφορά όλων, από αυτό που το αναλαμβάνει μόνο ένας, έτσι και το πλήθος αποφαίνεται καλύτερα για πολλά ζητήματα απ’ ό,τι ο ένας, όποιος κι αν είναι αυτός».
Και σα να μην έφτανε αυτό ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Ακόμη το πλήθος είναι περισσότερο αδιάφθορο. Όπως το περισσότερο νερό μολύνεται λιγότερο, έτσι και το πλήθος διαφθείρεται λιγότερο συγκριτικά με τους λίγους. Όταν κάποιος κυριεύεται από οργή ή άλλο παρόμοιο πάθος, η κρίση του σίγουρα θολώνει. Όταν όμως είναι πολλοί, είναι δύσκολο να οργιστούν και να σφάλουν όλοι μαζί συγχρόνως». Γι’ αυτό το πλήθος είναι καταδικασμένο να υπερτερεί. Γι’ αυτό η λαϊκή κυριαρχία κρίνεται αναμφισβήτητη. Η ισχύς που οφείλει να διαθέτει ο βασιλιάς προκειμένου να επιβάλλει την εξουσία του πρέπει να είναι ανώτερη απ’ τον καθένα ξεχωριστά – διαφορετικά δε θα μπορούσε να ασκήσει καμιά εξουσία – αλλά ποτέ δεν πρέπει να ξεπερνά την ισχύ που μπορεί να έχει το σύνολο του λαού της πόλης. Γιατί τότε κρίνεται επικίνδυνος. Ο λαός, ως κυρίαρχο σώμα για την ορθότητα όλων των επιλογών, δεν πρέπει ποτέ – ως σύνολο – να υστερεί σε ισχύ από οποιονδήποτε μονάρχη. Γιατί τότε είναι πιθανό να χάσει τον έλεγχο. Με άλλα λόγια, η βασιλεία μπορεί να υφίσταται μόνο με την προϋπόθεση ότι και πάλι ο λαός έχει τη μεγαλύτερη ισχύ.
Ο βασιλιάς, ως φαινομενικά απόλυτος άρχων, οφείλει να γνωρίζει ότι τελικά η λαϊκή κυριαρχία είναι ανίκητη: «Τώρα δεν είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τη δύναμη που χρειάζεται ο βασιλιάς. Αυτός πρέπει να διαθέτει ισχύ και να είναι τόση η ισχύς αυτή, ώστε να είναι ισχυρότερος από κάθε άτομο χωριστά, ασθενέστερος όμως από το πλήθος. Την αναλογία αυτή ισχύος οι αρχαίοι την τηρούσαν, όταν έδιναν φρουρά σε όποιον καθιστούσαν αισυμνήτη ή τύραννο της πόλης, όπως τον ονόμαζαν. Επίσης όταν ο Διονύσιος ζητούσε φρουρούς, κάποιος συμβούλευε τους Συρακουσίους να του δώσουν τόσους μόνο φρουρούς (ώστε να είναι ισχυρότερος από τον καθένα χωριστά αλλά ασθενέστερος από το πλήθος)».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ο Αριστοτέλης μπροστά σ’ αυτού του είδους τους προβληματισμούς σχετικά με την ανεπάρκεια του νόμου να προβλέψει όλες τις πιθανές περιπτώσεις και το αδιαμφισβήτητο της υπεροχής του ανθρώπου που ξέρει να αποδίδει δικαιοσύνη εφαρμόζοντας τους νόμους και ταυτόχρονα καλύπτοντας όλα τα πιθανά κενά τους, δεν μπορεί παρά να προβεί στη διαπίστωση: «Γίνεται σαφές βέβαια ότι ο μονάρχης επιβάλλεται να είναι και νομοθέτης ο ίδιος και ακόμη να θεσπίζονται νόμοι έγκυροι, έγκυροι όμως όχι για όσα δεν προβλέπουν οι νόμοι, αλλά για όλες τις άλλες περιπτώσεις που προβλέπουν». Ωστόσο, από τη στιγμή που είναι κοινώς αποδεκτό ότι ο μονάρχης οφείλει να είναι και νομοθέτης εξασφαλίζοντας την πληρότητα στην απονομή του δικαίου, δε μένει παρά να οδηγηθούμε και πάλι στο ίδιο ερώτημα: «Όμως, αν δεν είναι δυνατόν ο νόμος να αποφαίνεται σωστά ή για όλες τις περιπτώσεις, τότε είναι σωστό να εξουσιάζει ο ένας ο άριστος ή όλοι;».
Το ότι φαίνεται να συμμετέχει στον προβληματισμό σχετικά με την ανεπάρκεια του νόμου και την καλύτερη απόδοση δικαίου από τον άρχοντα γίνεται ακριβώς για να φτάσει στο συγκεκριμένο ερώτημα και να καταδείξει για μια ακόμη φορά την υπεροχή της πλειοψηφίας. Γιατί ο Αριστοτέλης θεωρεί το νόμο ύψιστη αρχή της πόλης και θα υποστηρίξει ανεπιφύλακτα ότι ο νόμος είναι αυτός που θα προστατέψει την πόλη από τους δημαγωγούς. Η παρουσίαση της θέσης που θέλει τη βασιλεία προτιμότερη από το νόμο δεν έχει άλλο σκοπό απ’ το να γίνουν αντιληπτά τα αδιέξοδά της. Γιατί και πάλι θα έρθουμε μπροστά στην αθροιστική θεωρία που καθιστά σαφή την υπεροχή των πολλών όταν δράσουν αθροιστικά, ως σύνολο: «η πόλη αποτελείται από πολλούς, και, όπως ακριβώς είναι πλουσιότερο το συμπόσιο που γίνεται με τη συνεισφορά όλων, από αυτό που το αναλαμβάνει μόνο ένας, έτσι και το πλήθος αποφαίνεται καλύτερα για πολλά ζητήματα απ’ ό,τι ο ένας, όποιος κι αν είναι αυτός».
Και σα να μην έφτανε αυτό ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Ακόμη το πλήθος είναι περισσότερο αδιάφθορο. Όπως το περισσότερο νερό μολύνεται λιγότερο, έτσι και το πλήθος διαφθείρεται λιγότερο συγκριτικά με τους λίγους. Όταν κάποιος κυριεύεται από οργή ή άλλο παρόμοιο πάθος, η κρίση του σίγουρα θολώνει. Όταν όμως είναι πολλοί, είναι δύσκολο να οργιστούν και να σφάλουν όλοι μαζί συγχρόνως». Γι’ αυτό το πλήθος είναι καταδικασμένο να υπερτερεί. Γι’ αυτό η λαϊκή κυριαρχία κρίνεται αναμφισβήτητη. Η ισχύς που οφείλει να διαθέτει ο βασιλιάς προκειμένου να επιβάλλει την εξουσία του πρέπει να είναι ανώτερη απ’ τον καθένα ξεχωριστά – διαφορετικά δε θα μπορούσε να ασκήσει καμιά εξουσία – αλλά ποτέ δεν πρέπει να ξεπερνά την ισχύ που μπορεί να έχει το σύνολο του λαού της πόλης. Γιατί τότε κρίνεται επικίνδυνος. Ο λαός, ως κυρίαρχο σώμα για την ορθότητα όλων των επιλογών, δεν πρέπει ποτέ – ως σύνολο – να υστερεί σε ισχύ από οποιονδήποτε μονάρχη. Γιατί τότε είναι πιθανό να χάσει τον έλεγχο. Με άλλα λόγια, η βασιλεία μπορεί να υφίσταται μόνο με την προϋπόθεση ότι και πάλι ο λαός έχει τη μεγαλύτερη ισχύ.
Ο βασιλιάς, ως φαινομενικά απόλυτος άρχων, οφείλει να γνωρίζει ότι τελικά η λαϊκή κυριαρχία είναι ανίκητη: «Τώρα δεν είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τη δύναμη που χρειάζεται ο βασιλιάς. Αυτός πρέπει να διαθέτει ισχύ και να είναι τόση η ισχύς αυτή, ώστε να είναι ισχυρότερος από κάθε άτομο χωριστά, ασθενέστερος όμως από το πλήθος. Την αναλογία αυτή ισχύος οι αρχαίοι την τηρούσαν, όταν έδιναν φρουρά σε όποιον καθιστούσαν αισυμνήτη ή τύραννο της πόλης, όπως τον ονόμαζαν. Επίσης όταν ο Διονύσιος ζητούσε φρουρούς, κάποιος συμβούλευε τους Συρακουσίους να του δώσουν τόσους μόνο φρουρούς (ώστε να είναι ισχυρότερος από τον καθένα χωριστά αλλά ασθενέστερος από το πλήθος)».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου