ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.1.14–3.1.22
Ο Κύρος στην Αρμενία: ο Τιγράνης υπερασπίζεται τον πατέρα του – Συζήτηση περί σωφροσύνης
Με μια σειρά από έξυπνους χειρισμούς ο Κύρος έφερε τον βασιλιά της Αρμενίας (βλ. σχετικά ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.4.7–2.4.11) σε δύσκολη θέση και τον ανάγκασε να περάσει από δίκη, ώστε να εξηγήσει για ποιους λόγους αθετούσε τις υποχρεώσεις του απέναντι στον Κυαξάρη. Κατά την απολογία του ο βασιλιάς παραδέχτηκε την ενοχή του, αλλά παρέμεινε σιωπηλός, όταν ο Κύρος τον ρώτησε τι θα άξιζε να πάθει μετά από αυτήν την παραδοχή.
[3.1.14] ὁ δὲ παῖς αὐτοῦ Τιγράνης ἐπήρετο τὸν Κῦρον· Εἰπέ μοι,
ἔφη, ὦ Κῦρε, ἐπεὶ ὁ πατὴρ ἀποροῦντι ἔοικεν, ἦ συμβουλεύσω
περὶ αὐτοῦ ἃ οἶμαί σοι βέλτιστα εἶναι; καὶ ὁ Κῦρος, ᾐσθη-
μένος, ὅτε συνεθήρα αὐτῷ ὁ Τιγράνης, σοφιστήν τινα αὐτῷ
συνόντα καὶ θαυμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Τιγράνου, πάνυ ἐπεθύμει
αὐτοῦ ἀκοῦσαι ὅ τι ποτ’ ἐροίη· καὶ προθύμως ἐκέλευσε λέγειν
ὅ τι γιγνώσκοι.
[3.1.15] Ἐγὼ τοίνυν, ἔφη ὁ Τιγράνης, εἰ μὲν ἄγασαι τοῦ πατρὸς
ἢ ὅσα βεβούλευται ἢ ὅσα πέπραχε, πάνυ σοι συμβουλεύω
τοῦτον μιμεῖσθαι· εἰ μέντοι σοι δοκεῖ πάντα ἡμαρτηκέναι,
συμβουλεύω τοῦτον μὴ μιμεῖσθαι. Οὐκοῦν, ἔφη ὁ Κῦρος,
τὰ δίκαια ποιῶν ἥκιστ’ ἂν τὸν ἁμαρτάνοντα μιμοίμην.
Ἔστιν, ἔφη, ταῦτα. Κολαστέον ἄρ’ ἂν εἴη κατά γε τὸν
σὸν λόγον τὸν πατέρα, εἴπερ τὸν ἀδικοῦντα δίκαιον κολάζειν.
Πότερα δ’ ἡγῇ, ὦ Κῦρε, ἄμεινον εἶναι σὺν τῷ σῷ ἀγαθῷ τὰς
τιμωρίας ποιεῖσθαι ἢ σὺν τῇ σῇ ζημίᾳ; Ἐμαυτὸν ἄρα, ἔφη,
οὕτω γ’ ἂν τιμωροίμην. [3.1.16] Ἀλλὰ μέντοι, ἔφη ὁ Τιγράνης,
μεγάλα γ’ ἂν ζημιοῖο, εἰ τοὺς σεαυτοῦ κατακαίνοις τότε
ὁπότε σοι πλείστου ἄξιοι εἶεν κεκτῆσθαι. Πῶς δ’ ἄν, ἔφη
ὁ Κῦρος, τότε πλείστου ἄξιοι γίγνοιντο ἅνθρωποι ὁπότε
ἀδικοῦντες ἁλίσκοιντο; Εἰ τότε, οἶμαι, σώφρονες γίγνοιντο.
δοκεῖ γάρ μοι, ὦ Κῦρε, οὕτως ἔχειν, ἄνευ μὲν σωφροσύνης
οὐδ’ ἄλλης ἀρετῆς οὐδὲν ὄφελος εἶναι· τί γὰρ ἄν, ἔφη,
χρήσαιτ’ ἄν τις ἰσχυρῷ ἢ ἀνδρείῳ μὴ σώφρονι, [ἢ ἱππικῷ],
τί δὲ πλουσίῳ, τί δὲ δυνάστῃ ἐν πόλει; σὺν δὲ σωφροσύνῃ
καὶ φίλος πᾶς χρήσιμος καὶ θεράπων πᾶς ἀγαθός. [3.1.17] Τοῦτ’
οὖν, ἔφη, λέγεις ὡς καὶ ὁ σὸς πατὴρ ἐν τῇδε τῇ μιᾷ ἡμέρᾳ
ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται; Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. Πάθημα
ἄρα τῆς ψυχῆς σὺ λέγεις εἶναι τὴν σωφροσύνην, ὥσπερ
λύπην, οὐ μάθημα· οὐ γὰρ ἂν δήπου, εἴγε φρόνιμον δεῖ
γενέσθαι τὸν μέλλοντα σώφρονα ἔσεσθαι, παραχρῆμα ἐξ
ἄφρονος σώφρων ἄν τις γένοιτο. [3.1.18] Τί δ’, ἔφη, ὦ Κῦρε,
οὔπω ᾔσθου καὶ ἕνα ἄνδρα δι’ ἀφροσύνην μὲν ἐπιχειροῦντα
κρείττονι ἑαυτοῦ μάχεσθαι, ἐπειδὰν δὲ ἡττηθῇ, εὐθὺς πεπαυ-
μένον τῆς πρὸς τοῦτον ἀφροσύνης; πάλιν δ’, ἔφη, οὔπω
ἑώρακας πόλιν ἀντιταττομένην πρὸς πόλιν ἑτέραν, ἧς ἐπειδὰν
ἡττηθῇ παραχρῆμα ταύτῃ ἀντὶ τοῦ μάχεσθαι πείθεσθαι
ἐθέλει; [3.1.19] Ποίαν δ’, ἔφη ὁ Κῦρος, καὶ σὺ τοῦ πατρὸς ἧτταν
λέγων οὕτως ἰσχυρίζει σεσωφρονίσθαι αὐτόν; Ἧι νὴ
Δί’, ἔφη, σύνοιδεν ἑαυτῷ ἐλευθερίας μὲν ἐπιθυμήσας,
δοῦλος δ’ ὡς οὐδεπώποτε γενόμενος, ἃ δὲ ᾠήθη χρῆναι
λαθεῖν ἢ φθάσαι ἢ ἀποβιάσασθαι, οὐδὲν τούτων ἱκανὸς
γενόμενος διαπράξασθαι. σὲ δὲ οἶδεν, ἃ μὲν ἐβουλήθης
ἐξαπατῆσαι αὐτόν, οὕτως ἐξαπατήσαντα ὥσπερ ἄν τις
τυφλοὺς καὶ κωφοὺς καὶ μηδ’ ὁτιοῦν φρονοῦντας ἐξαπατή-
σειεν· ἃ δὲ ᾠήθης λαθεῖν χρῆναι, οὕτω σὲ οἶδε λαθόντα
ὥστε ἃ ἐνόμιζεν ἑαυτῷ ἐχυρὰ χωρία ἀποκεῖσθαι, σὺ εἰρκτὰς
ταῦτα ἔλαθες προκατασκευάσας· τάχει δὲ τοσοῦτον περιε-
γένου αὐτοῦ ὥστε πρόσωθεν ἔφθασας ἐλθὼν σὺν πολλῷ
στόλῳ πρὶν τοῦτον τὴν παρ’ ἑαυτῷ δύναμιν ἁθροίσασθαι.
[3.1.20] Ἔπειτα δοκεῖ σοι, ἔφη ὁ Κῦρος, καὶ ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονί-
ζειν ἱκανὴ εἶναι ἀνθρώπους, τὸ γνῶναι ἄλλους ἑαυτῶν
βελτίονας ὄντας; Πολύ γε μᾶλλον, ἔφη ὁ Τιγράνης, ἢ ὅταν
μάχῃ τις ἡττηθῇ. ὁ μὲν γὰρ ἰσχύι κρατηθεὶς ἔστιν ὅτε
ᾠήθη σωμασκήσας ἀναμαχεῖσθαι· καὶ πόλεις γε ἁλοῦσαι
συμμάχους προσλαβοῦσαι οἴονται ἀναμαχέσασθαι ἄν· οὓς
δ’ ἂν βελτίους τινὲς ἑαυτῶν ἡγήσωνται, τούτοις πολλάκις
καὶ ἄνευ ἀνάγκης ἐθέλουσι πείθεσθαι. [3.1.21] Σύ, ἔφη, ἔοικας
οὐκ οἴεσθαι τοὺς ὑβριστὰς γιγνώσκειν τοὺς ἑαυτῶν σωφρονε-
στέρους, οὐδὲ τοὺς κλέπτας τοὺς μὴ κλέπτοντας, οὐδὲ τοὺς
ψευδομένους τοὺς τἀληθῆ λέγοντας, οὐδὲ τοὺς ἀδικοῦντας
τοὺς τὰ δίκαια ποιοῦντας· οὐκ οἶσθα, ἔφη, ὅτι καὶ νῦν ὁ
σὸς πατὴρ ἐψεύσατο καὶ οὐκέτ’ ἠμπέδου τὰς πρὸς ἡμᾶς
συνθήκας, εἰδὼς ὅτι ἡμεῖς οὐδ’ ὁτιοῦν ὧν Ἀστυάγης συνέθετο
παραβαίνομεν; [3.1.22] Ἀλλ’ οὐδ’ ἐγὼ τοῦτο λέγω ὡς τὸ γνῶναι
μόνον τοὺς βελτίονας σωφρονίζει ἄνευ τοῦ δίκην διδόναι
ὑπὸ τῶν βελτιόνων, ὥσπερ ὁ ἐμὸς πατὴρ νῦν δίδωσιν.
Ἀλλ’, ἔφη ὁ Κῦρος, ὅ γε σὸς πατὴρ πέπονθε μὲν οὐδ’
ὁτιοῦν πω κακόν· φοβεῖταί γε μέντοι εὖ οἶδ’ ὅτι μὴ πάντα
τὰ ἔσχατα πάθῃ.
***
O γυιος του Τιγράνης ρώτησε τότε τον Κύρο: Πες μου, Κύρε, επειδή ο πατέρας μου φαίνεται πως βρίσκεται σε απορία να απαντήση, επιτρέπεις να σε συβουλεύσω γι' αυτόν, όσα θεωρώ συμφέροντα για σένα; Και ο Κύρος επειδή ήξερε ότι, όταν ο Τιγράνης κυνηγούσε μαζί του, είχε πλησίον του κάποιον σοφόν και τον θαύμαζε, επιθυμούσε πολύ να ακούση τι τέλος πάντων θα είπη, και προθύμως τον προέτρεψε να πη εκείνο που σκέπτεται.
Εγώ λοιπόν, είπε ο Τιγράνης, εάν θαυμάζης τον πατέρα μου για όσα έχει σκεφθή ή για όσα έπραξε, σε συμβουλεύω να τον μιμηθής∙ εάν όμως σου φαίνεται ότι όλα όσα έκανε είναι σφάλματα, σε συμβουλεύω να μη τον μιμηθής. Εάν πράττω τα δίκαια, απάντησε ο Κύρος, ελάχιστα μιμούμαι εκείνον που περιέπεσε σε σφάλματα. Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Τιγράνης. Πρέπει λοιπόν να τιμωρήσω τον πατέρα σου σύμφωνα μ' αυτά που λες, εάν βέβαια δίκαιο είναι να τιμωρή κανείς τους αδικούντας. Ποιο από τα δύο θεωρείς, Κύρε, ωφελιμώτερο, να τιμωρής με ζημίαν ή με ωφέλειάν σου; Εάν βέβαια τιμωρώ με ζημίαν μου, είπε ο Κύρος, τον εαυτό μου τιμωρώ. Αλλ' όμως, είπε ο Τιγράνης, πολύ θα ζημιωθής αν φονεύσης τους δικούς σου τότε που θα σου ήσαν πολύ χρήσιμοι να τους έχης. Πώς, είπε ο Κύρος είναι δυνατόν να είναι πολύ χρήσιμοι άνθρωποι όταν συλλαμβάνωνται να διαπράττουν αδικήματα; Εάν, νομίζω, γίνουν φρόνιμοι. Γιατί νομίζω, Κύρε, πως έτσι είναι το πράγμα, χωρίς σωφροσύνη δηλαδή καμιά άλλη αρετή δεν χρησιμεύει∙ επειδή και σε τι μπορεί κανείς να χρησιμοποιήση άντρα δυνατό ή ανδρείο, εάν αυτός δεν είναι σώφρων, σε τι πλούσιον, σε τι άρχοντα πόλεως; Όταν όμως είναι φρόνιμος, και κάθε φίλος είναι χρήσιμος και κάθε υπηρέτης ωφέλιμος. Αυτά λοιπόν λέγεις, είπε ο Κύρος, ότι δηλαδή ο πατέρας σου σε μία μέρα έχει γίνει φρόνιμος, ενώ ήτο ανόητος; Βεβαιότατα, είπε ο Τιγράνης. Υποστηρίζεις λοιπόν ότι η σωφροσύνη είναι ψυχική διάθεση όπως ή λύπη, και ότι δεν αποκτάται με τη διδασκαλία και άσκηση· γιατί βέβαια, εάν χρειάζεται να γίνη φρόνιμος εκείνος που μέλλει να είναι σώφρων, δεν είναι δυνατόν, ενώ είναι άφρων, να γίνη αμέσως σώφρων. Τι δε συμβαίνει, είπε, Κύρε∙ κανένα άνθρωπο ακόμη δεν είδες που από ανοησία να επιχειρή να μάχεται εναντίον ανωτέρου του κατά τη δύναμη, και όταν νικηθή, δεν είδες πως παύει την ως προς τούτο αφροσύνην του; Πάλι δεν είδες ακόμη πόλη να αντιτάσσεται προς άλλη πόλη και όταν νικηθή, να θέλη αμέσως να υπακούη εις την νικήτριαν παρά να μάχεται εναντίον αυτής; Ποιαν ήττα του πατέρα σου, είπε ο Κύρος, εννοείς, και ισχυρίζεσαι πως κατά τον ίδιο τρόπο έχει σωφρονιστή; Εκείνη μα το θεό, είπε ο Τιγράνης, που και ο ίδιος αισθάνεται, ότι δηλαδή, ενώ επεθύμησε ελευθερία, έγινε δούλος όσο ουδέποτε άλλοτε, και όσα φαντάστηκε ότι πρέπει να κάμη κρυφά, ή να προφθάσει να χρησιμοποιήση βία, (βλέπει) ότι τίποτα απ' αυτά δε μπόρεσε να κάμη. Και συναισθάνεται ότι συ, σε όσα θέλησες να τον εξαπατήσης, έτσι τον απάτησες, όπως μπορεί κανείς να απατήση τους τυφλούς, τους κουφούς, και τους εντελώς ανόητους. Και όσα νόμισες: πως πρέπει να κρύψης, καταλαβαίνει ότι έτσι τα έκρυψες, ώστε όσα οχυρά μέρη φανταζότανε πως έχει για τον εαυτό του, αυτά χωρίς να το καταλάβη πρόφτασες να τα κάμης φυλακές γι' αυτόν. Και στην ταχύτητα τόσο τον υπερτέρησες, ώστε από μακριά πρόφτασες να έλθης με πολύ στρατό προτού αυτός μαζέψη τους δικούς του στρατιώτες. Έπειτα φρονείς, είπε, ο Κύρος, πως και η τέτοια ήττα είναι ικανή να σωφρονίση τους ανθρώπους, να τους κάμη δηλαδή να συναισθάνωνται ότι άλλοι είναι ανώτεροί τους; Πολύ περισσότερο βέβαια μία τέτοια συμφορά σωφρονίζει τους ανθρώπους, είπε ο Τιγράνης, παρά όταν κανείς νικηθή σε μάχη. Γιατί εκείνος που νικήθηκε με τη δύναμη, ενδέχεται να φαντασθή πως, αν σηκωθή, θα διορθώση με άλλη μάχη εκείνη στην οποία νικήθηκε, και πόλεις που κυριευθήκανε, φαντάζονται πως θα μπορέσουν να επανορθώσουν την ήττα τους, αν πάρουν σύμμαχους. Όσους όμως μερικοί θεωρούν ανωτέρους τους, σε τούτους πολλές φορές και χωρίς ανάγκη επιθυμούν να υπακούουν. Συ, είπε ο Κύρος, φαίνεσαι πώς νομίζεις ότι οι θρασείς δεν γνωρίζουν τούς σωφρονεστέρους τους, ουδέ οι κλέφτες εκείνους που δεν κλέφτουν, ουδέ οι ψεύτες εκείνους που λένε την αλήθεια, ουδέ οι άδικοι εκείνους που πράττουν τα δίκαια. Δεν ξέρεις είπε, ότι και τώρα ο πατέρας σου εψεύσθη, και δεν εφύλαξε τις προς ημάς συνθήκες, μολονότι ήξερε ότι εμείς τίποτα από όσα συμφώνησε ο Αστυάγης δεν παραβαίνομε; Αλλά ουδ' εγώ ισχυρίζομαι τούτο, ότι δηλαδή κάνει τον άνθρωπο φρόνιμο το να γνωρίζη μόνο τους καλυτέρους του, χωρίς να τιμωρήται από τους ανωτέρους του, καθώς τώρα τιμωρείται ο πατέρας μου. Αλλά, είπε ο Κύρος, δεν έπαθε κανένα κακό ακόμη ο πατέρας σου∙ φοβάται όμως, το γνωρίζω καλά, μήπως πάθη το μεγαλύτερο κακό.
O γυιος του Τιγράνης ρώτησε τότε τον Κύρο: Πες μου, Κύρε, επειδή ο πατέρας μου φαίνεται πως βρίσκεται σε απορία να απαντήση, επιτρέπεις να σε συβουλεύσω γι' αυτόν, όσα θεωρώ συμφέροντα για σένα; Και ο Κύρος επειδή ήξερε ότι, όταν ο Τιγράνης κυνηγούσε μαζί του, είχε πλησίον του κάποιον σοφόν και τον θαύμαζε, επιθυμούσε πολύ να ακούση τι τέλος πάντων θα είπη, και προθύμως τον προέτρεψε να πη εκείνο που σκέπτεται.
Εγώ λοιπόν, είπε ο Τιγράνης, εάν θαυμάζης τον πατέρα μου για όσα έχει σκεφθή ή για όσα έπραξε, σε συμβουλεύω να τον μιμηθής∙ εάν όμως σου φαίνεται ότι όλα όσα έκανε είναι σφάλματα, σε συμβουλεύω να μη τον μιμηθής. Εάν πράττω τα δίκαια, απάντησε ο Κύρος, ελάχιστα μιμούμαι εκείνον που περιέπεσε σε σφάλματα. Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Τιγράνης. Πρέπει λοιπόν να τιμωρήσω τον πατέρα σου σύμφωνα μ' αυτά που λες, εάν βέβαια δίκαιο είναι να τιμωρή κανείς τους αδικούντας. Ποιο από τα δύο θεωρείς, Κύρε, ωφελιμώτερο, να τιμωρής με ζημίαν ή με ωφέλειάν σου; Εάν βέβαια τιμωρώ με ζημίαν μου, είπε ο Κύρος, τον εαυτό μου τιμωρώ. Αλλ' όμως, είπε ο Τιγράνης, πολύ θα ζημιωθής αν φονεύσης τους δικούς σου τότε που θα σου ήσαν πολύ χρήσιμοι να τους έχης. Πώς, είπε ο Κύρος είναι δυνατόν να είναι πολύ χρήσιμοι άνθρωποι όταν συλλαμβάνωνται να διαπράττουν αδικήματα; Εάν, νομίζω, γίνουν φρόνιμοι. Γιατί νομίζω, Κύρε, πως έτσι είναι το πράγμα, χωρίς σωφροσύνη δηλαδή καμιά άλλη αρετή δεν χρησιμεύει∙ επειδή και σε τι μπορεί κανείς να χρησιμοποιήση άντρα δυνατό ή ανδρείο, εάν αυτός δεν είναι σώφρων, σε τι πλούσιον, σε τι άρχοντα πόλεως; Όταν όμως είναι φρόνιμος, και κάθε φίλος είναι χρήσιμος και κάθε υπηρέτης ωφέλιμος. Αυτά λοιπόν λέγεις, είπε ο Κύρος, ότι δηλαδή ο πατέρας σου σε μία μέρα έχει γίνει φρόνιμος, ενώ ήτο ανόητος; Βεβαιότατα, είπε ο Τιγράνης. Υποστηρίζεις λοιπόν ότι η σωφροσύνη είναι ψυχική διάθεση όπως ή λύπη, και ότι δεν αποκτάται με τη διδασκαλία και άσκηση· γιατί βέβαια, εάν χρειάζεται να γίνη φρόνιμος εκείνος που μέλλει να είναι σώφρων, δεν είναι δυνατόν, ενώ είναι άφρων, να γίνη αμέσως σώφρων. Τι δε συμβαίνει, είπε, Κύρε∙ κανένα άνθρωπο ακόμη δεν είδες που από ανοησία να επιχειρή να μάχεται εναντίον ανωτέρου του κατά τη δύναμη, και όταν νικηθή, δεν είδες πως παύει την ως προς τούτο αφροσύνην του; Πάλι δεν είδες ακόμη πόλη να αντιτάσσεται προς άλλη πόλη και όταν νικηθή, να θέλη αμέσως να υπακούη εις την νικήτριαν παρά να μάχεται εναντίον αυτής; Ποιαν ήττα του πατέρα σου, είπε ο Κύρος, εννοείς, και ισχυρίζεσαι πως κατά τον ίδιο τρόπο έχει σωφρονιστή; Εκείνη μα το θεό, είπε ο Τιγράνης, που και ο ίδιος αισθάνεται, ότι δηλαδή, ενώ επεθύμησε ελευθερία, έγινε δούλος όσο ουδέποτε άλλοτε, και όσα φαντάστηκε ότι πρέπει να κάμη κρυφά, ή να προφθάσει να χρησιμοποιήση βία, (βλέπει) ότι τίποτα απ' αυτά δε μπόρεσε να κάμη. Και συναισθάνεται ότι συ, σε όσα θέλησες να τον εξαπατήσης, έτσι τον απάτησες, όπως μπορεί κανείς να απατήση τους τυφλούς, τους κουφούς, και τους εντελώς ανόητους. Και όσα νόμισες: πως πρέπει να κρύψης, καταλαβαίνει ότι έτσι τα έκρυψες, ώστε όσα οχυρά μέρη φανταζότανε πως έχει για τον εαυτό του, αυτά χωρίς να το καταλάβη πρόφτασες να τα κάμης φυλακές γι' αυτόν. Και στην ταχύτητα τόσο τον υπερτέρησες, ώστε από μακριά πρόφτασες να έλθης με πολύ στρατό προτού αυτός μαζέψη τους δικούς του στρατιώτες. Έπειτα φρονείς, είπε, ο Κύρος, πως και η τέτοια ήττα είναι ικανή να σωφρονίση τους ανθρώπους, να τους κάμη δηλαδή να συναισθάνωνται ότι άλλοι είναι ανώτεροί τους; Πολύ περισσότερο βέβαια μία τέτοια συμφορά σωφρονίζει τους ανθρώπους, είπε ο Τιγράνης, παρά όταν κανείς νικηθή σε μάχη. Γιατί εκείνος που νικήθηκε με τη δύναμη, ενδέχεται να φαντασθή πως, αν σηκωθή, θα διορθώση με άλλη μάχη εκείνη στην οποία νικήθηκε, και πόλεις που κυριευθήκανε, φαντάζονται πως θα μπορέσουν να επανορθώσουν την ήττα τους, αν πάρουν σύμμαχους. Όσους όμως μερικοί θεωρούν ανωτέρους τους, σε τούτους πολλές φορές και χωρίς ανάγκη επιθυμούν να υπακούουν. Συ, είπε ο Κύρος, φαίνεσαι πώς νομίζεις ότι οι θρασείς δεν γνωρίζουν τούς σωφρονεστέρους τους, ουδέ οι κλέφτες εκείνους που δεν κλέφτουν, ουδέ οι ψεύτες εκείνους που λένε την αλήθεια, ουδέ οι άδικοι εκείνους που πράττουν τα δίκαια. Δεν ξέρεις είπε, ότι και τώρα ο πατέρας σου εψεύσθη, και δεν εφύλαξε τις προς ημάς συνθήκες, μολονότι ήξερε ότι εμείς τίποτα από όσα συμφώνησε ο Αστυάγης δεν παραβαίνομε; Αλλά ουδ' εγώ ισχυρίζομαι τούτο, ότι δηλαδή κάνει τον άνθρωπο φρόνιμο το να γνωρίζη μόνο τους καλυτέρους του, χωρίς να τιμωρήται από τους ανωτέρους του, καθώς τώρα τιμωρείται ο πατέρας μου. Αλλά, είπε ο Κύρος, δεν έπαθε κανένα κακό ακόμη ο πατέρας σου∙ φοβάται όμως, το γνωρίζω καλά, μήπως πάθη το μεγαλύτερο κακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου