Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ

ΞΕΝ ΚΑναβ 7.1.22–7.1.31

Ο Ξενοφώντας αποτρέπει την κατάληψη του αρχαίου Βυζαντίου

Μετά την άρνηση του Ξενοφώντα να αναλάβει την αρχηγία (βλ. ΞΕΝ ΚΑναβ 6.1.25–6.1.31), οι Μύριοι εξέλεξαν αρχηγό τον Χειρίσοφο και έπλευσαν αρχικά για την Ηράκλεια και στη συνέχεια για τη Χρυσόπολη. Με παρότρυνση του σατράπη της Μικρής Φρυγίας Φαρνάβαζου, που φοβόταν εκστρατεία των Μυρίων ενάντια στην επικράτειά του, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Αναξίβιος τους κάλεσε να περάσουν στο αρχαίο Βυζάντιο, υποσχόμενος μισθοδοσία. Όταν, όμως, αθέτησε την υπόσχεσή του και τους εγκατέλειψε έξω από τα τείχη της πόλης, αυτοί εξοργίστηκαν και προέτρεψαν τον Ξενοφώντα να καταλάβει το Βυζάντιο. Στο παρακάτω απόσπασμα δίνεται η απάντησή του.


[7.1.22] ὁ δ’ ἀπεκρίνατο· Ἀλλ’ εὖ γε
λέγετε καὶ ποιήσω ταῦτα· εἰ δὲ τούτων ἐπιθυμεῖτε, θέσθε
τὰ ὅπλα ἐν τάξει ὡς τάχιστα· βουλόμενος αὐτοὺς κατη-
ρεμίσαι· καὶ αὐτός τε παρηγγύα ταῦτα καὶ τοὺς ἄλλους
ἐκέλευε παρεγγυᾶν [καὶ] τίθεσθαι τὰ ὅπλα. [7.1.23] οἱ δὲ αὐτοὶ
ὑφ’ ἑαυτῶν ταττόμενοι οἵ τε ὁπλῖται ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ εἰς
ὀκτὼ ἐγένοντο καὶ οἱ πελτασταὶ ἐπὶ τὸ κέρας ἑκάτερον
παρεδεδραμήκεσαν. [7.1.24] τὸ δὲ χωρίον οἷον κάλλιστον ἐκτά-
ξασθαί ἐστι τὸ Θρᾴκιον καλούμενον, ἔρημον οἰκιῶν καὶ
πεδινόν. ἐπεὶ δὲ ἔκειτο τὰ ὅπλα καὶ κατηρεμίσθησαν,
συγκαλεῖ ὁ Ξενοφῶν τὴν στρατιὰν καὶ λέγει τάδε. [7.1.25] Ὅτι
μὲν ὀργίζεσθε, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, καὶ νομίζετε δεινὰ
πάσχειν ἐξαπατώμενοι οὐ θαυμάζω. ἢν δὲ τῷ θυμῷ χαρι-
ζώμεθα καὶ Λακεδαιμονίους τε τοὺς παρόντας τῆς ἐξαπάτης
τιμωρησώμεθα καὶ τὴν πόλιν τὴν οὐδὲν αἰτίαν διαρπάσωμεν,
ἐνθυμεῖσθε ἃ ἔσται ἐντεῦθεν. [7.1.26] πολέμιοι μὲν ἐσόμεθα ἀπο-
δεδειγμένοι Λακεδαιμονίοις καὶ τοῖς συμμάχοις. οἷος δὲ
πόλεμος ἂν γένοιτο εἰκάζειν δὴ πάρεστιν, ἑορακότας καὶ
ἀναμνησθέντας τὰ νῦν δὴ γεγενημένα. [7.1.27] ἡμεῖς γὰρ οἱ Ἀθη-
ναῖοι ἤλθομεν εἰς τὸν πόλεμον τὸν πρὸς Λακεδαιμονίους καὶ
τοὺς συμμάχους ἔχοντες τριήρεις τὰς μὲν ἐν θαλάττῃ τὰς δ’
ἐν τοῖς νεωρίοις οὐκ ἐλάττους τριακοσίων, ὑπαρχόντων δὲ
πολλῶν χρημάτων ἐν τῇ πόλει καὶ προσόδου οὔσης κατ’
ἐνιαυτὸν ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ τῆς ὑπερορίας οὐ μεῖον
χιλίων ταλάντων· ἄρχοντες δὲ τῶν νήσων ἁπασῶν καὶ ἔν τε
τῇ Ἀσίᾳ πολλὰς ἔχοντες πόλεις καὶ ἐν τῇ Εὐρώπῃ ἄλλας
τε πολλὰς καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ Βυζάντιον, ὅπου νῦν ἐσμεν,
ἔχοντες κατεπολεμήθημεν οὕτως ὡς πάντες ὑμεῖς ἐπίστασθε.
[7.1.28] νῦν δὲ δὴ τί ἂν οἰόμεθα παθεῖν, Λακεδαιμονίοις μὲν καὶ τῶν
ἀρχαίων συμμάχων ὑπαρχόντων, Ἀθηναίων δὲ καὶ οἳ ἐκεί-
νοις τότε ἦσαν σύμμαχοι πάντων προσγεγενημένων, Τισσα-
φέρνους δὲ καὶ τῶν ἐπὶ θαλάττῃ ἄλλων βαρβάρων πάντων
πολεμίων ἡμῖν ὄντων, πολεμιωτάτου δὲ αὐτοῦ τοῦ ἄνω
βασιλέως, ὃν ἤλθομεν ἀφαιρησόμενοι τὴν ἀρχὴν καὶ ἀπο-
κτενοῦντες, εἰ δυναίμεθα; τούτων δὴ πάντων ὁμοῦ ὄντων
ἔστι τις οὕτως ἄφρων ὅστις οἴεται ἂν ἡμᾶς περιγενέσθαι;
[7.1.29] μὴ πρὸς θεῶν μαινώμεθα μηδ’ αἰσχρῶς ἀπολώμεθα πολέμιοι
ὄντες καὶ ταῖς πατρίσι καὶ τοῖς ἡμετέροις αὐτῶν φίλοις τε
καὶ οἰκείοις. ἐν γὰρ ταῖς πόλεσίν εἰσι πάντες ταῖς ἐφ’
ἡμᾶς στρατευσομέναις, καὶ δικαίως, εἰ βάρβαρον μὲν πόλιν
οὐδεμίαν ἠθελήσαμεν κατασχεῖν, καὶ ταῦτα κρατοῦντες,
Ἑλληνίδα δὲ εἰς ἣν πρώτην ἤλθομεν πόλιν, ταύτην ἐξαλα-
πάξομεν. [7.1.30] ἐγὼ μὲν τοίνυν εὔχομαι πρὶν ταῦτα ἐπιδεῖν ὑφ’
ὑμῶν γενόμενα μυρίας ἐμέ γε κατὰ τῆς γῆς ὀργυιὰς γενέσθαι.
καὶ ὑμῖν δὲ συμβουλεύω Ἕλληνας ὄντας τοῖς τῶν Ἑλλήνων
προεστηκόσι πειθομένους πειρᾶσθαι τῶν δικαίων τυγχάνειν.
ἐὰν δὲ μὴ δύνησθε ταῦτα, ἡμᾶς δεῖ ἀδικουμένους τῆς γοῦν
Ἑλλάδος μὴ στέρεσθαι. [7.1.31] καὶ νῦν μοι δοκεῖ πέμψαντας
Ἀναξιβίῳ εἰπεῖν ὅτι ἡμεῖς οὐδὲν βίαιον ποιήσοντες παρελη-
λύθαμεν εἰς τὴν πόλιν, ἀλλ’ ἢν μὲν δυνώμεθα παρ’ ὑμῶν
ἀγαθόν τι εὑρίσκεσθαι, εἰ δὲ μή, ἀλλὰ δηλώσοντες ὅτι οὐκ
ἐξαπατώμενοι ἀλλὰ πειθόμενοι ἐξερχόμεθα.

***
Αυτός δε θέλων να τους καθησυχάση τους απάντησε: «Πολύ ορθώς ομιλείτε και θα κάμω όσα ζητείτε∙ εάν θέλετε να πραγματοποιηθούν αι επιθυμίαι σας, καταθέσατε τα όπλα και συνταχθήτε αμέσως». Τότε και αυτός ο ίδιος διεβίβαζεν όσα επρότεινεν εις όλον το στράτευμα και τους άλλους συνεβούλευε να μεταδίδουν προς αλλήλους την περί καταθέσεως των όπλων εντολήν του. Αυτοί δε μόνοι των ετακτοποιούντο. Και οι μεν οπλίται εντός ελαχίστου χρόνου παρετάχθησαν εις βάθος οκτώ ανδρών, οι δε πελτασταί έτρεχον εις τας δύο πτέρυγας του στρατεύματος. Ο τόπος, εις τον οποίον ετάχθησαν οι στρατιώται ήτο κατ' εξοχήν κατάλληλος προς παράταξιν στρατεύματος, ωνομάζετο δε Θράκιον και ήτο έρημον οικιών και πεδινόν. Επειδή λοιπόν τα όπλα κατετέθησαν και οι στρατιώται παρετάχθησαν ηρεμήσαντες πλέον, συγκαλεί ο Ξενοφών τον στρατόν και λέγει τα εξής: «Στρατιώται, ότι μεν οργίζεσθε και νομίζετε ότι πάσχετε δεινά, με το να εξαπατάσθε, δι' αυτό δεν απορώ. Αν όμως παρασυρώμεθα από τον θυμόν μας και τους παρόντας Λακεδαιμονίους τιμωρήσωμεν δια την απάτην και την πόλιν, ήτις ουδόλως πταίει, διαρπάσωμεν, συλλογισθείτε ποία θα είναι η συνέπεια τούτων. Θα γίνωμεν κεκηρυγμένοι πολέμιοι των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων των. Οποίος δε πόλεμος δύναται εκ τούτου να προέλθη, ημπορείτε βεβαίως να συμπεράνετε, αφού επί των ημερών μας έχομεν ίδει και ενθυμούμεθα ακόμη εκείνα τα οποία προ ολίγου έχουν συμβή. Διότι ημείς οι Αθηναίοι, ηρχίσαμεν τον πόλεμον με τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους των, έχοντες τριήρεις άλλας εις την θάλασσαν και άλλας εις τα νεώρια, όχι ολιγωτέρας των τριακοσίων, είχομεν δε και πολλά χρήματα εις την πόλιν∙ επίσης είχομεν εισοδήματα κατ' έτος και από τους φόρους τους εισπραττομένους εν τη Αττική και από τους φόρους των συμμάχων όχι ολιγώτερα των χιλίων ταλάντων. Καίτοι δε είμεθα κύριοι όλων των νήσων και είχομεν υπό την εξουσίαν μας και εις την Ασίαν πολλάς πόλεις και εις την Ευρώπην, και πολλάς άλλας πόλεις και αυτό το ίδιον το Βυζάντιον, όπου τώρα ευρισκόμεθα, εν τούτοις ενικήθημεν κατά κράτος, όπως όλοι σας γνωρίζετε. Τώρα δε τι νομίζομεν ότι ηθέλομεν πάθει, ότε οι Λακεδαιμόνιοι έχουν ακόμη και τους αρχαίους συμμάχους, οι Αθηναίοι και όλοι οι τότε σύμμαχοι εκείνων έχουν προστεθή εις αυτούς (τους Λακεδαιμονίους), ο δε Τισσαφέρνης και όλοι οι κατοικούντες εις τα παραθαλάσσια βάρβαροι είναι εχθροί μας, καθώς εχθρός μας είναι και ο ίδιος ο βασιλεύς των Περσών, κατά του οποίου εξεστρατεύσαμεν δια να του αφαιρέσωμεν την αρχήν και να τον φονεύσωμεν, εάν ηδυνάμεθα; Αφού λοιπόν όλοι ούτοι είναι ηνωμένοι, υπάρχει κανείς τόσον ανόητος ώστε να νομίζη ότι ημείς θα τους ενικώμεν; Όχι, δι' όνομα των θεών, ας μη είμεθα τρελλοί και ας μη καταστραφώμεν κατά τρόπον επονείδιστον, κηρυσσόμενοι πολέμιοι και των πατρίδων μας και των φίλων μας και των οικείων μας. Όλοι ούτοι είναι εις τας πόλεις, αι οποίαι θα εκστρατεύσουν εναντίον μας, και δικαίως, εάν λεηλατήσωμεν την πρώτην ελληνικήν πόλιν εις την οποίαν εφθάσαμεν, αφού καμμίαν εχθρικήν πόλιν δεν ηθελήσαμεν να καταλάβωμεν και μάλιστα, ότε είμεθα νικηταί. Εγώ μεν λοιπόν εύχομαι προτού ζήσω και ίδω να γίνωνται ταύτα από σας, να χωθώ μέσα εις την γην πολλάς οργυιάς. Και σας συμβουλεύω, αφού είσθε Έλληνες, να προσπαθήτε να επιτυγχάνετε όσα θέλετε, πειθόμενοι εις τους ευρισκομένους επί κεφαλής της Ελλάδος. Εάν δε δεν δύνασθε να εύρετε το δίκαιόν σας, πρέπει ημείς να υπομείνωμεν την αδικίαν, ίνα μη στερηθώμεν τουλάχιστον της Ελλάδος. Και τώρα έχω την γνώμην, αφού στείλωμεν πρέσβεις προς τον Αναξίβιον, να του καταστήσωμεν γνωστόν ότι ημείς εισήλθομεν εις την πόλιν ουχί διά να διαπράξωμεν κάτι το βίαιον, αλλά διά να επιτύχωμεν από αυτούς κάτι καλόν, αν δυνηθώμεν, ει δε μη, τουλάχιστον διά να δηλώσωμεν εις αυτούς, ότι εξερχόμεθα της πόλεως όχι εξαπατώμενοι, αλλά πειθόμενοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου