ΞΕΝ Απομν 4.4.12–4.4.16
Περί της φύσεως και λειτουργίας των νόμων
Το κεφάλαιο αυτό είναι αφιερωμένο στις αντιλήψεις του Σωκράτη για το δίκαιο και την ανάγκη υπακοής στους νόμους. Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από τη συζήτησή του περί δικαίου με τον διάσημο σοφιστή Ιππία.
[4.4.12] Ἀλλ’ ᾤμην ἔγωγ’, ἔφη ὁ Σωκράτης, τὸ μὴ θέλειν ἀδικεῖν
ἱκανὸν δικαιοσύνης ἐπίδειγμα εἶναι. εἰ δέ σοι μὴ δοκεῖ,
σκέψαι ἐὰν τόδε σοι μᾶλλον ἀρέσκῃ· φημὶ γὰρ ἐγὼ τὸ
νόμιμον δίκαιον εἶναι. Ἆρα τὸ αὐτὸ λέγεις, ὦ Σώκρατες,
νόμιμόν τε καὶ δίκαιον εἶναι; Ἔγωγε, ἔφη. [4.4.13] Οὐ γὰρ αἰσθά-
νομαί σου ὁποῖον νόμιμον ἢ ποῖον δίκαιον λέγεις. Νόμους
δὲ πόλεως, ἔφη, γιγνώσκεις; Ἔγωγε, ἔφη. Καὶ τίνας
τούτους νομίζεις; Ἃ οἱ πολῖται, ἔφη, συνθέμενοι ἅ τε δεῖ
ποιεῖν καὶ ὧν ἀπέχεσθαι ἐγράψαντο. Οὐκοῦν, ἔφη, νόμιμος
μὲν ἂν εἴη ὁ κατὰ ταῦτα πολιτευόμενος, ἄνομος δὲ ὁ ταῦτα
παραβαίνων; Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. Οὐκοῦν καὶ δίκαια μὲν
ἂν πράττοι ὁ τούτοις πειθόμενος, ἄδικα δ’ ὁ τούτοις ἀπειθῶν;
Πάνυ μὲν οὖν. Οὐκοῦν ὁ μὲν τὰ δίκαια πράττων δίκαιος,
ὁ δὲ τὰ ἄδικα ἄδικος; Πῶς γὰρ οὔ; Ὁ μὲν ἄρα νόμιμος
δίκαιός ἐστιν, ὁ δὲ ἄνομος ἄδικος. [4.4.14] καὶ ὁ Ἱππίας, Νόμους
δ’, ἔφη, ὦ Σώκρατες, πῶς ἄν τις ἡγήσαιτο σπουδαῖον πρᾶγμα
εἶναι ἢ τὸ πείθεσθαι αὐτοῖς, οὕς γε πολλάκις αὐτοὶ οἱ
θέμενοι ἀποδοκιμάσαντες μετατίθενται; Καὶ γὰρ πόλεμον,
ἔφη ὁ Σωκράτης, πολλάκις ἀράμεναι πόλεις πάλιν εἰρήνην
ποιοῦνται. Καὶ μάλα, ἔφη. Διάφορον οὖν τι οἴει ποιεῖν,
ἔφη, τοὺς τοῖς νόμοις πειθομένους φαυλίζων, ὅτι καταλυθεῖεν
ἂν οἱ νόμοι, ἢ εἰ τοὺς ἐν τοῖς πολέμοις εὐτακτοῦντας ψέγοις,
ὅτι γένοιτ’ ἂν εἰρήνη; ἢ καὶ τοὺς ἐν τοῖς πολέμοις ταῖς
πατρίσι προθύμως βοηθοῦντας μέμφῃ; Μὰ Δί’ οὐκ ἔγωγ’,
ἔφη. [4.4.15] Λυκοῦργον δὲ τὸν Λακεδαιμόνιον, ἔφη ὁ Σωκράτης,
καταμεμάθηκας, ὅτι οὐδὲν ἂν διάφορον τῶν ἄλλων πόλεων
τὴν Σπάρτην ἐποίησεν, εἰ μὴ τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις
μάλιστα ἐνειργάσατο αὐτῇ; τῶν δὲ ἀρχόντων ἐν ταῖς πό-
λεσιν οὐκ οἶσθα ὅτι, οἵτινες ἂν τοῖς πολίταις αἰτιώτατοι
ὦσι τοῦ τοῖς νόμοις πείθεσθαι, οὗτοι ἄριστοί εἰσι, καὶ
πόλις, ἐν ᾗ μάλιστα οἱ πολῖται τοῖς νόμοις πείθονται, ἐν
εἰρήνῃ τε ἄριστα διάγει καὶ ἐν πολέμῳ ἀνυπόστατός ἐστιν;
[4.4.16] ἀλλὰ μὴν καὶ ὁμόνοιά γε μέγιστόν τε ἀγαθὸν δοκεῖ ταῖς
πόλεσιν εἶναι καὶ πλειστάκις ἐν αὐταῖς αἵ τε γερουσίαι καὶ
οἱ ἄριστοι ἄνδρες παρακελεύονται τοῖς πολίταις ὁμονοεῖν,
καὶ πανταχοῦ ἐν τῇ Ἑλλάδι νόμος κεῖται τοὺς πολίτας
ὀμνύναι ὁμονοήσειν, καὶ πανταχοῦ ὀμνύουσι τὸν ὅρκον τοῦ-
τον· οἶμαι δ’ ἐγὼ ταῦτα γίγνεσθαι οὐχ ὅπως τοὺς αὐτοὺς
χοροὺς κρίνωσιν οἱ πολῖται, οὐδ’ ὅπως τοὺς αὐτοὺς αὐλητὰς
ἐπαινῶσιν, οὐδ’ ὅπως τοὺς αὐτοὺς ποιητὰς αἱρῶνται, οὐδ’
ἵνα τοῖς αὐτοῖς ἥδωνται, ἀλλ’ ἵνα τοῖς νόμοις πείθωνται.
τούτοις γὰρ τῶν πολιτῶν ἐμμενόντων, αἱ πόλεις ἰσχυρόταταί
τε καὶ εὐδαιμονέσταται γίγνονται· ἄνευ δὲ ὁμονοίας οὔτ’
ἂν πόλις εὖ πολιτευθείη οὔτ’ οἶκος καλῶς οἰκηθείη.
***
Αλλ' εφανταζόμην, είπεν ο Σωκράτης, εγώ τουλάχιστον, ότι το να μη θέλη κανείς να αδική ήτο αρκετή απόδειξις δικαιοσύνης. Εάν δε δεν το παραδέχεσαι αυτό, σκέψου αν το εξής σου αρέση περισσότερον· δηλ. διισχυρίζομαι εγώ, ότι είναι δίκαιον ό,τι είναι νόμιμον. ― Άρα γε εννοείς, ω Σωκράτη, ότι το ίδιον πράγμα είναι και νόμιμον και δίκαιον; ― Μάλιστα, είπεν. ― Αλλά δεν σε εννοώ περισσότερον, ποίον πράγμα θέλεις νόμιμον και ποίον δίκαιον; ― Αλλά τους νόμους της πόλεως, τους γνωρίζεις; ― Μάλιστα,είπε. ― Και ποίοι, νομίζεις, είναι αυτοί οι νόμοι; ― Αυτοί είπε, τους οποίους οι πολίται έγραψαν, αφού συνεφώνησαν, τι πρέπει να κάμνωμεν και από τι να απέχωμεν. ― Λοιπόν, είπε, θα ήτο νόμιμος εκείνος που έχει διαγωγήν σύμφωνον με αυτά, άνομος δε εκείνος, που τα παραβαίνει; ― Βεβαιότατα, είπε. ― Λοιπόν δίκαια θα έκαμνεν εκείνος που πείθεται εις αυτά, άδικα δε εκείνος που δεν πείθεται; ― Βεβαιότατα, είπε. ― Λοιπόν εκείνος μεν που κάμνει τα δίκαια είναι δίκαιος, εκείνος δε που κάμνει τα άδικα είναι άδικος; ― Πώς όχι; ― Λοιπόν ο μεν νόμιμος (σύμφωνος με τους νόμους) είναι δίκαιος, ο δε άνομος άδικος. Και ο Ιππίας. ― Αλλά πώς θα ημπορούσε κανείς να θεωρήση σπουδαίον πράγμα τους νόμους ή το πείθεσθαι εις αυτούς, αφού, ως γνωστόν, πολλάκις οι ίδιοι, που τους έθεσαν αφού τους αποδοκιμάσουν, τους μεταβάλλουν; ― Αλλά και πόλεμον, είπεν ο Σωκράτης πολλές φορές κηρύξασαι αι πόλεις, πάλιν κάμνουν ειρήνην. ― Και βέβαια, είπε. ― Νομίζεις λοιπόν, ότι κάμνεις τίποτε διάφορον με το να κακίζης εκείνους που πείθονται εις τους νόμους, διότι είναι δυνατόν να καταργηθούν οι νόμοι, παρά εάν ήθελες κατηγορεί εκείνους που εν καιρώ πολέμου τηρούν τας τάξεις των, επειδή είναι δυνατόν να γίνη ειρήνη; Ή μήπως μέμφεσαι και εκείνους που εις τους πολέμους προθύμως βοηθούν τας πατρίδας των; ― Μα τον Δία, εγώ τουλάχιστον δεν τους μέμφομαι. ― Περί δε του Λυκούργου του Λακεδαιμονίου, είπεν ο Σωκράτης, έχεις αντιληφθή ότι καθόλου διάφορον από τας άλλας πόλεις δεν έκαμνε την Σπάρτην, εάν κυρίως δεν ήθελεν εμπνεύσει εις αυτήν την εις τους νόμους πειθαρχίαν; Δεν ηξεύρεις δε ότι από τους άρχοντας των πόλεων εκείνοι που εμπνέουν εις τους πολίτας πειθαρχίαν εις τους νόμους, αυτοί είναι οι καλύτεροι, και ότι η πόλις, εις την οποίαν προ πάντων οι πολίται πείθονται εις τους νόμους, αυτή και εν καιρώ ειρήνης άριστα ζη και εν καιρώ πολέμου είναι ακαταμάχητος; Αλλά προσέτι και η ομόνοια τω όντι θεωρείται ότι είναι εις τας πόλεις και μέγιστον αγαθόν και πολλάκις εις αυτάς και αι γερουσίαι και οι καλύτεροι άνδρες συμβουλεύουν τους πολίτας να έχουν ομόνοιαν και παντού εις την Ελλάδα είναι νομοθετημένον να ορκίζωνται οι πολίται, ότι θα ομονοούν και παντού ορκίζονται αυτόν τον όρκον· νομίζω δε εγώ, ότι γίνονται αυτά όχι διά να βραβεύσουν οι πολίται τους ιδίους χορούς, ούτε διά να επαινούν τους ιδίους αυλητάς, ούτε διά να προτιμούν τους ιδίους ποιητάς, ούτε διά να έχουν τας ιδίας απολαύσεις, αλλά διά να πείθωνται εις τους νόμους. Διότι, όταν οι πολίται μένουν σταθεροί εις τους νόμους, αι πόλεις γίνονται ισχυρόταται και ευτυχέσταται, χωρίς δε ομόνοιαν ούτε πόλις θα ημπορούσε καλά να κυβερνηθή ούτε σπίτι καλά να διοικηθή.
Αλλ' εφανταζόμην, είπεν ο Σωκράτης, εγώ τουλάχιστον, ότι το να μη θέλη κανείς να αδική ήτο αρκετή απόδειξις δικαιοσύνης. Εάν δε δεν το παραδέχεσαι αυτό, σκέψου αν το εξής σου αρέση περισσότερον· δηλ. διισχυρίζομαι εγώ, ότι είναι δίκαιον ό,τι είναι νόμιμον. ― Άρα γε εννοείς, ω Σωκράτη, ότι το ίδιον πράγμα είναι και νόμιμον και δίκαιον; ― Μάλιστα, είπεν. ― Αλλά δεν σε εννοώ περισσότερον, ποίον πράγμα θέλεις νόμιμον και ποίον δίκαιον; ― Αλλά τους νόμους της πόλεως, τους γνωρίζεις; ― Μάλιστα,είπε. ― Και ποίοι, νομίζεις, είναι αυτοί οι νόμοι; ― Αυτοί είπε, τους οποίους οι πολίται έγραψαν, αφού συνεφώνησαν, τι πρέπει να κάμνωμεν και από τι να απέχωμεν. ― Λοιπόν, είπε, θα ήτο νόμιμος εκείνος που έχει διαγωγήν σύμφωνον με αυτά, άνομος δε εκείνος, που τα παραβαίνει; ― Βεβαιότατα, είπε. ― Λοιπόν δίκαια θα έκαμνεν εκείνος που πείθεται εις αυτά, άδικα δε εκείνος που δεν πείθεται; ― Βεβαιότατα, είπε. ― Λοιπόν εκείνος μεν που κάμνει τα δίκαια είναι δίκαιος, εκείνος δε που κάμνει τα άδικα είναι άδικος; ― Πώς όχι; ― Λοιπόν ο μεν νόμιμος (σύμφωνος με τους νόμους) είναι δίκαιος, ο δε άνομος άδικος. Και ο Ιππίας. ― Αλλά πώς θα ημπορούσε κανείς να θεωρήση σπουδαίον πράγμα τους νόμους ή το πείθεσθαι εις αυτούς, αφού, ως γνωστόν, πολλάκις οι ίδιοι, που τους έθεσαν αφού τους αποδοκιμάσουν, τους μεταβάλλουν; ― Αλλά και πόλεμον, είπεν ο Σωκράτης πολλές φορές κηρύξασαι αι πόλεις, πάλιν κάμνουν ειρήνην. ― Και βέβαια, είπε. ― Νομίζεις λοιπόν, ότι κάμνεις τίποτε διάφορον με το να κακίζης εκείνους που πείθονται εις τους νόμους, διότι είναι δυνατόν να καταργηθούν οι νόμοι, παρά εάν ήθελες κατηγορεί εκείνους που εν καιρώ πολέμου τηρούν τας τάξεις των, επειδή είναι δυνατόν να γίνη ειρήνη; Ή μήπως μέμφεσαι και εκείνους που εις τους πολέμους προθύμως βοηθούν τας πατρίδας των; ― Μα τον Δία, εγώ τουλάχιστον δεν τους μέμφομαι. ― Περί δε του Λυκούργου του Λακεδαιμονίου, είπεν ο Σωκράτης, έχεις αντιληφθή ότι καθόλου διάφορον από τας άλλας πόλεις δεν έκαμνε την Σπάρτην, εάν κυρίως δεν ήθελεν εμπνεύσει εις αυτήν την εις τους νόμους πειθαρχίαν; Δεν ηξεύρεις δε ότι από τους άρχοντας των πόλεων εκείνοι που εμπνέουν εις τους πολίτας πειθαρχίαν εις τους νόμους, αυτοί είναι οι καλύτεροι, και ότι η πόλις, εις την οποίαν προ πάντων οι πολίται πείθονται εις τους νόμους, αυτή και εν καιρώ ειρήνης άριστα ζη και εν καιρώ πολέμου είναι ακαταμάχητος; Αλλά προσέτι και η ομόνοια τω όντι θεωρείται ότι είναι εις τας πόλεις και μέγιστον αγαθόν και πολλάκις εις αυτάς και αι γερουσίαι και οι καλύτεροι άνδρες συμβουλεύουν τους πολίτας να έχουν ομόνοιαν και παντού εις την Ελλάδα είναι νομοθετημένον να ορκίζωνται οι πολίται, ότι θα ομονοούν και παντού ορκίζονται αυτόν τον όρκον· νομίζω δε εγώ, ότι γίνονται αυτά όχι διά να βραβεύσουν οι πολίται τους ιδίους χορούς, ούτε διά να επαινούν τους ιδίους αυλητάς, ούτε διά να προτιμούν τους ιδίους ποιητάς, ούτε διά να έχουν τας ιδίας απολαύσεις, αλλά διά να πείθωνται εις τους νόμους. Διότι, όταν οι πολίται μένουν σταθεροί εις τους νόμους, αι πόλεις γίνονται ισχυρόταται και ευτυχέσταται, χωρίς δε ομόνοιαν ούτε πόλις θα ημπορούσε καλά να κυβερνηθή ούτε σπίτι καλά να διοικηθή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου