Αναρωτιέμαι μερικές φορές: Είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία; Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν; Μούτρα. Νʼ αντικρίζεις την ζωή με μούτρα. Την μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μην φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.
Και να μην βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σʼ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μην νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι δυο-τρία πράγματα στην ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια εργασία, ένα καλό κρασί, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.
Να κλαίγεσαι που δεν έχεις, άπληστα, πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μπερδεύεις την άποψη, με τα μιμίδια που αναμασάς. Να μαζεύεις λύπες κι απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος. Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στην θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω.
Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν την ζωή.
Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα. Που διαθέτουν διάκριση και καλοσύνη. Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Που κάνουν το τίποτα, κάτι. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα. Είναι ονειροπόλοι …μα δεν υπάρχει άλλη ζωή.
Τι είναι αυτό που σε καθηλώνει σε ένα τόπο, σε μια σχέση, σε μια κατάσταση; Είναι φόβος για το άγνωστο; Για το μετά; Eίναι η καρδιά σου που είναι κολλημένη σε αυτά που ξέρεις, εκτιμάς και τιμάς; Είναι που δεν σου αρέσουν οι αλλαγές; Μήπως είναι ότι ακόμα δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για κάτι τέτοιο; Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να φύγουν, να απαλλαχτούν, να πάνε μακριά από όλα και όλους και όμως μένουν πάλι πίσω, μένουν πάντα εδώ.
Κάποτε άφησαν τους δούλους ελεύθερους κι εκείνοι ξαναγύρισαν.
Είναι η σιγουριά που θέλεις να έχεις ζώντας σε γνωστά πλαίσια; Ή ακολουθείς πιστά εκείνο που λένε «μοίρα». Κάποτε έλεγες, «θα φύγω» μα έγινες δέντρο, έβγαλες ρίζες που σε κρατούν γερά δεμένο εδώ, τα δε κλαδιά σου θέριεψαν, ξεπέρασαν τις στέγες των σπιτιών και είναι τα μόνα που βλέπουν μακριά. Ατενίζουν το απέραντο γαλάζιο του ουρανού και το μπλε βαθύ της θάλασσας. Όλοι οι άνθρωποι θέλουν κάποια στιγμή να φύγουν από κάπου, να αλλάξουν τοπία, παραστάσεις, να αλλάξουν επάγγελμα, σπίτι, συνήθειες, ακόμα και τους ανθρώπους που έχουν δίπλα τους.
Κάποιοι, όμως, σε όλη την διάρκεια της ζωή τους θέλουν να φύγουν και λένε συνέχεια «κάποτε θα φύγω» και ονειρεύονται την φυγή … ποτέ δεν το κάνουν, απλά το λένε, ίσως για να το πιστέψουν και οι ίδιοι, ίσως για να νιώσουν καλύτερα. Βαρέθηκαν να ζουν νεκροί, στης απονιάς τον τόπο. Θέλουν να ανοίξουν τα φτερά, να βρουν καινούριο στόχο. Η μιζέρια τους κυριεύει, κάθε μέρα πιο πολύ. Και η θλίψη τους ποτίζει δηλητήριο την ψυχή. Η ζωή τους περιμένει κάπου αλλού, σε άλλο τόπο. Και χαρά θα βρουν εκεί σίγουρα με κάποιο τρόπο …κάποτε.
Και όμως πάλι εδώ, για πάντα εδώ. “Κάποτε θα φύγω” λένε και φωτίζει το πρόσωπό τους. “Κάποτε θα φύγω” λένε, για να πάρουν δύναμη για να βγάλουν πέρα με τις δύσκολες καταστάσεις που περνάνε. Ναι έτσι είναι, “κάποτε θα φύγουν”, τότε όμως θα είναι η μοναδική φορά που θα θέλουν να μείνουν.
Πέρα από αυτό που νομίζουμε, από αυτό που ζητάμε απελπισμένα, από αυτό που λέμε ότι θέλουμε, υπάρχει και μια άλλη αλήθεια: πάντα, ζούμε ακριβώς αυτό που θέλουμε να ζήσουμε. Η μεμψιμοιρία, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης, μας διακατέχει! Μοιρολογούμε λοιπόν για την ζωή μας, θέλουμε να ξεφύγουμε από καταστάσεις- και όμως, πώς να ξεφύγουμε από τις πεποιθήσεις, από το Λερναιοκέφαλο ‘εγώ’; Γιατί πραγματικά δεν υπάρχει «δεν μπορώ» αλλά «δεν θέλω». Αναβάλουμε κάτι για το οποίο δεν είμαστε σίγουροι. Έτσι κι εδώ, γιατί όποιος θέλει δεν λέει «Κάποτε» αλλά ΤΩΡΑ! Και δεν το λέει απλά και μόνο, αλλά το πράττει κιόλας.
Αν θέλεις να φύγεις, μην λες «κάποτε θα φύγω» άνοιξε τα φτερά και πέτα εκεί που θες τώρα.
Τώρα… δεν είσαι ένα ακίνητο δέντρο πια, τώρα δεν βλέπουν μόνο τα κλαδιά σου την θάλασσα και τον ουρανό αλλά ΕΣΥ! τώρα δεν έχεις ρίζες παρά μόνο φτερά, τώρα πετάς ελεύθερα και μακριά από όλα και όλους. Επιθύμησε το αυτό που λες ανύπαρκτο. Η χειρότερη μορφή δουλείας είναι εκείνη στον ίδιο σου τον εαυτό. Στα πραγματικά σου «θέλω» που εσύ ο ίδιος δεν τα πραγματοποιείς και τα καταπιέζεις στα βάθη της ψυχής σου. Είσαι αλυσοδεμένος σε αυτό που λες και λες και ξαναλές… ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις, σε αυτό που λες ανύπαρκτο.
Μην λες, λοιπόν «κάποτε θα φύγω» και πας να το ονειρευτείς… μόνο φύγε! Φύγε, τώρα!
Δώσε στο όνειρο σου σάρκα και οστά. Ζήσε το όνειρό σου!!!
Επίσης μην χρησιμοποιείς, λάθος λέξεις, όταν λες ‘ΘΑ’ κάνω αυτό ή το άλλο, το τοποθετείς σε κάποιον αόριστο μελλοντικό χρόνο και αν το επαναλαμβάνεις μένει και το όνειρο σου μόνιμα στο αόριστο μέλλον. Προπονήσου και αντικατέστησε την λέξη ‘ΘΑ’ με την λέξη ‘ΝΑ’ πχ «θέλω να κάνω … αυτό» και όχι «θα κάνω αυτό …» Αντικατέστησε τις λέξεις που είναι τροχοπέδη στην ζωή σου… με λέξεις που σε κατευθύνουν προς τον Σκοπό και το όνειρό σου.
Η πρώτη και σημαντική ικανότητα που απαιτείται για να βαδίσει κάποιος στο μονοπάτι του Πολεμιστή – Κατεργάρη είναι η ικανότητα του να διαφοροποιεί και ν’ αντιλαμβάνεται αφηρημένες έννοιες. Γι’ αυτό χρειάζεται ικανότητα ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ και ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗΣ αλλά κι ένα καλό λεξικό, όπως και την ικανότητα να μπορείς να διαβάζεις ένα λεξικό.
Σε αντιδιαστολή με τον κοινό άνθρωπο που σε κατάσταση ύπνωσης, πελαγοδρομεί, ταυτίζοντας τα όλα με όλα, χωρίς Διαφοροποίηση και μιλάει χωρίς να γνωρίζει τους ορισμούς των λέξεων που χρησιμοποιεί και με αντώνυμο της Διαφοροποίησης να είναι η Ταύτιση ο μαζάνθρωπος είναι ανίκανος να ξεχωρίσει τι είναι καλό γι αυτόν και την επιβίωση του και τι δεν είναι.
Έτσι φαντασιώνεται πως αυτό που τον μπερδεύει είναι η παραπληροφόρηση κάποιων κακών… ενώ το πρόβλημα έγκειται στην ανικανότητα του να Διαφοροποιεί, και στην πολύ κακή -έως ανύπαρκτη- σχέση που έχει με τα λεξικά και τους ορισμούς των λέξεων που χρησιμοποιούνται γύρω του.
Αν θέλεις να δεις την πνευματική υγεία και την αξία ενός ανθρώπου κοίταξε πόση ικανότητα έχει να Διαφοροποιεί τα Όμοια ή να Ταυτίζει τα Ανόμοια. Επίσης πόσο καλή σχέση έχει με τους ορισμούς των λέξεων που χρησιμοποιεί.
Αυτή η ικανότητα του να αξιολογείς τους γύρω σου, στις επιχειρήσεις, στις πωλήσεις, στην δικτύωση, στις σχέσεις, στην ζωή γενικότερα, είναι τόσο πολύτιμη, γιατί σε προστατεύει από μπελάδες και άσκοπα χαμένο χρόνο απ’ αυτούς που επιδιώκουν να αποτύχεις στην ζωή σου. Αν έχεις απορίες σχετικά με κάποιο θέμα βρες ποια λέξη σε μπλοκάρει και χρησιμοποίησε ένα καλό λεξικό. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να ξεφύγεις από την σύγχυση που σου προκαλεί η άγνοια.
Η προπόνηση είναι η τεχνική, με την οποία μαθαίνουμε να είμαστε οι καλύτεροι φίλοι του εαυτού μας, αλλά και οι πιο αυστηροί προπονητές του προκειμένου να γίνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Η Προπόνηση ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο εκπαιδεύουμε καθημερινά τον εαυτό να διαχειρίζεται καταστάσεις είναι αποδεδειγμένα ο δρόμος με τον οποίο μπορούμε να επιτύχουμε σε κάθε τομέα της ζωής χωρίς αυτό να είναι υπερβολή.
Μελέτες που έχουν διεξαχθεί σε αθλητές καταδεικνύουν πόσο σημαντική διαφορά κάνει το γεγονός ότι ορισμένοι αθλητές πετυχαίνουν περισσότερους στόχους σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Έρευνα που διεξήχθη σε αθλητές από επτά διαφορετικά αθλήματα απ’ όλο τον κόσμο κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: Η αυτοπεποίθηση, η δυνατότητα αυτοσυγκέντρωσης καθώς και το ισχυρό κίνητρο, ήταν παράγοντες κλειδιά στην δυνατότητά που είχαν, για να πετύχουν με συνέπεια τον σκοπό και τους στόχους τους. Προπονηθείτε, λοιπόν, μόνοι σας.
Η Απληστία
Ένα ον θεωρείται νοήμον εάν είναι ικανό να παράγει νοημοσύνη.
Αλλά πώς θα παράγει νοημοσύνη αν πρώτα δεν είναι νοήμων;
Εάν εξετάσουμε επιφανειακά, ο αφορισμός αυτός φαίνεται μια ταυτολογία. Ωστόσο εξαλείφοντας τούτη την τελευταία υπόθεση, βλέπουμε ότι αμέσως παράγουμε μια αναδρομική διαδικασία, διότι η νοημοσύνη που παράγεται από το ον που θεωρήσαμε νοήμον, οφείλει η ίδια να δημιουργήσει νοημοσύνη για να θεωρηθεί κι εκείνη ως νοήμων. Έτσι με τον ορισμό μας περί νοημοσύνης αποκτούμε μια «ευφυή» αλυσίδα, η οποία δεν είναι πλέον ατομική!
Το πλεονέκτημα του ορισμού αυτού είναι πως δεν υποθέτει μια προϋπάρχουσα νοημοσύνη σε κείνη που εμείς θεωρούμε, προκύπτει εκ τούτου πως η νοημοσύνη μπορεί να προκύψει με τρόπο αυθόρμητο.
Θα φαινόταν αντίθετα να έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα, η αλυσίδα οφείλει να είναι άπειρη, στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι τίποτε, το μόνο πράγμα που ο ορισμός αυτός συνεπάγεται είναι ότι η νοημοσύνη αναπτύσσεται αναγκαία σε βρόχους. (με άλλα λόγια, δανειζόμενοι από την θεωρεία των γράφων: η αλυσίδα δεν μπορεί να είναι ένα δένδρο).
Η αναγκαιότητα τούτη μπορεί να προτείνει την αυθόρμητη δημιουργία, από το κβαντικό κενό, ενός ζεύγους σωματιδίου-αντισωματιδίου.
Ολοκληρώνουμε προσωρινά αυτό το προσχέδιο με ένα παράδειγμα, για να μην φαίνονται όλα τούτα ένα αμάλγαμα λέξεων, κενό νοήματος.
Αρκεί γι’ αυτό να φανταστούμε έναν ‘ειδικό’ από τις θετικές επιστήμες και έναν ‘ειδικό’ από τις ανθρωπιστικές επιστήμες που θα αντήλλασαν τις απόψεις τους και τις αντίστοιχες αναγωγές τους πάνω σ’ ένα θεμελιώδες πρόβλημα και οι οποίοι θα κατέληγαν να το λύσουν, όταν ο καθένας ξεχωριστά θα ήταν ανίκανος. Και είναι, βεβαίως, η ένταξη αυτού του νέου αποτελέσματος που τους καθιστά ευφυείς, θα ήταν λοιπόν ικανοί να παράγουν ταυτόχρονα ευφυΐα και θα επαλήθευαν έτσι τον δικό μας, παράξενο προφανώς, ορισμό!
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι και η απληστία. Η λέξη παράγεται από το στερητικό «α» και το «πληστός» που σημαίνει πλήρης – γεμάτος. Άπληστος, επομένως, είναι ο πλεονέκτης, ο ακόρεστος, ο ανεκπλήρωτος από την επιθυμία.
«Από την επιθυμία» κι όχι «από τα μέσα της ζωής του», διότι αυτή αποτελεί την κινούσα δύναμη για την επίτευξη των αναγκών που δημιουργούν τα μέσα. «Επιθυμώ», σημαίνει «προάγω εκ του στήθους μου μια εσώτερη θερμή ανάγκη», μετά έρχεται η «βούληση» που παραπέμπει στο «θέλω και μπορώ». Επομένως, η επιθυμία έρχεται πρώτη κι όχι η βούληση, καθόσον αυτή επιφέρει τις ανάγκες. Πρώτα το θέλεις κάτι και κατόπιν κινείσαι προς την απόκτηση ή την ικανοποίηση αυτού του θέλω.
Η επιθυμία και η βούληση είναι δυο αρχέτυπα, «τάση» και «θέση» της ζωής, τα οποία οι πρόγονοί μας τα συμβόλιζαν με τις Δαναΐδες και τον Σίσυφο. Οι πρώτες με το άπατο πιθάρι τους, ο δεύτερος με την αέναη μετακυλούσα πέτρα. Άρα, η απληστία μπορεί να ιδωθεί και ως «η διαρκής προσπάθεια της πραγμάτωσης του Σίσυφου του επιθυμητού των Δαναΐδων». Σίσυφος και Δαναΐδες, (είναι) ένα γονιδιακό ζεύγος δίζυγο, μια σχέση δυσδιάκριτη, ένα μαρτύριο της τιμωρίας των Θεών προς το γένος των ανθρώπων.
Κατά την μυθολογία, η έναρξη της απληστίας εμφανίζεται με τα παιδιά του βγαλμένου από την θάλασσα Πρωτέα. Ο Πρωτέας, που θεωρείτο μονογενής και περιγράφεται με φύκια και ανάμεσα σε φώκιες, ανάλογα με τις επιθυμίες του γινόταν τα πάντα. Απέκτησε με κάποιες ασαφείς νύμφες και Θεές, διάφορα παιδιά.
Δυο του γιοί, ο Πολύγονος και ο Τηλέγονος ήταν άπληστοι, καταλήγοντας τελικά ληστές, τους οποίους σκότωσε ο Ηρακλής. Και ο Πρωτέας το αποδέχτηκε αυτό, φθάνοντας στο σημείο να αποκαθάρει εκ του φόνου τον φονιά τους. Ο μύθος αυτός δείχνει μέσα από μια βιολογική σκοπιά, την έναρξη και την αντιμετώπιση του πρώτου φαινόμενου της απληστίας. Αλλά και ο μύθος της Εύας με την αποδοχή του απαγορευμένου καρπού, στο ίδιο παραπέμπει από άλλο δρόμο.
«Τρεις δυνάμεις κινούν τον κόσμο. Η ανοησία, ο φόβος και η απληστία».
Ο Μίδας, έμεινε παροιμιώδης για την απληστία του στον χρυσό. Αλλά και ο Κροίσος, που δεν άκουσε τον Σόλωνα στην αρετή του μέσου δρόμου αλλά τους ιερείς του Απόλλωνα για να επιτεθεί στον Κύρο και ν’ αυγατίσει κι άλλο την περιουσία του, τιμωρήθηκε δεόντως. Άπληστοι καθώς είχαν γίνει από τα δώρα του και αυτοί, δίνοντάς του έναν εκ πρώτης όψεως θετικό χρησμό, επέδρασαν ως Νέμεση, παίρνοντάς τον στο λαιμό τους. Ο Μωυσής, τον οποίο ο Θεός τιμώρησε να μην δει την εκπλήρωση της αποστολής του, ένας λόγος ήταν η απληστία του, καθόσον ευθυνόταν για την υφαρπαγή εκ μέρους του λαού του αυτών που νέμονταν οι Φιλισταίοι.
«Η γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ανθρώπου, όχι όμως την απληστία του», είπε κάποτε, ο φιλόσοφος. Τι είναι λοιπόν αυτό, το συγγενές ή επίκτητο ιδίωμα, ιδιαίτερα εμφανές στο ανθρώπινο είδος, το οποίο αναδύεται όλο πιο έντονο με την έναρξη του πολιτισμού του; Ζιγκουράτ, Βαβυλώνα, πυραμίδες, αυτοκρατορίες, όλα παραπέμπουν σε κάποια μορφή απληστίας των πρωτεργατών τους.
Η φύση έχει μια αρχή, την μοιρασιά-νομή του οίκου της που λέγεται οικονομία. Η οικονομία μοιράζει «νέμει» στον οίκο της τα απαραίτητα. Όταν αυτά, κατά την κρίση ενός όντος δεν αρκούν, αρχίζει η αναζήτηση για την συσσώρευσή τους. Ο φόβος του θανάτου είναι το κινούν αίτιο αυτής της διαδικασίας. Και έως εδώ καλά μέχρι την υπερβολή, που συνοψίζεται στο ότι «εγώ τα θέλω όλα». Το φαινόμενο αυτό στον κοινωνικό ιστό είναι αναμφίβολα κατακριτέο. Δεν ζει κάποιος στερώντας την ζωή των άλλων, αλλά διατηρώντας το υπέδαφος της ζωής πάνω στο οποίο διάγει την ζωή του.
Αυτό σημαίνει «επιβίωση», ζωή πάνω σε ζωή.
Η ανθρώπινη κοινωνία είναι μια «κατά συνθήκη», μια «κατ’ ανάγκη» κοινωνία. Δεν έχει την συνεκτική δομή της ανάλογης των μυρμηγκιών ή των μελισσών που όλα τα έντομα είναι ίδια, «αδέλφια» μεταξύ τους, καθώς γεννιούνται και πεθαίνουν κατά φουρνιές, μαζί. Η κοινωνία των ανθρώπων είναι χαλαρή, ανομοιογενής, και ετερόκλητη, που την αποτελούν διάφορες μη οικογενείς ομάδες.
Στην ουσία, πρόκειται για ένα συνονθύλευμα από υποκοινωνίες, στις οποίες τα μεμονωμένα άτομα συμβιούν με σκοπό το όφελος από την μεταξύ τους σχέση, έχοντας παράλληλα το κάθε ένα εξ αυτών την τάση να δημιουργεί ένα δικό του κόσμο. Επομένως, η ανθρώπινη «κοινωνία» είναι συναγωνιστική και ανταγωνιστική συγχρόνως, οπότε η απληστία κάτω από αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί. Ο άνθρωπος δεν είναι κοινωνικό ον, γίνεται κοινωνικό για την ασφάλειά του και αυτό του προσδίδει μια ιδιαίτερη συμπεριφορά η οποία τον κάνει ον πολιτικό.
Η κοινωνική ζωή επιφέρει ευμενέστερες συνθήκες διαβίωσης μέσω της διαδικασίας που καλείται οικονομία κλίμακας. Κατ’ αυτήν, μέσω της σύνδεσης πολλών μονάδων επιτυγχάνεται όφελος. Όταν κάποια στιγμή το όφελος και το κόστος βρεθούν σε κρίσιμη καμπή, τότε η κοινωνία είτε ρικνώνεται τείνοντας να γίνει συμπαγής είτε επεκτείνεται τείνοντας στην μεταλλαγή της.
Στην πρώτη περίπτωση, η ρίκνωση οδηγεί στην λεγόμενη «κλειστή κοινωνία» με κατάληξη τον μαρασμό, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, η επέκταση οδηγεί στη λεγόμενη «ανοικτή κοινωνία» με κατάληξη την απροσδιοριστία. Ο άπληστος, επομένως, ορίζεται ως καταλύτης του συστήματος, φθάνοντας στο σημείο να οδηγεί στις μέρες μας τον ευαίσθητο και ασταθή κοινωνικό ιστό.
Η παγκόσμια ανοικτή κοινωνία δεν είναι άλλο από μια άπληστη κοινωνία σε σχέση με την έννοια των προγενέστερων αξιών της πάτριας ζωής. Από οικονομικής πλευράς, αυτή στηρίζεται σε δύο βάρκες: στην ελευθερία της παραγωγής όπως την περιέγραψε ο Άνταμ Σμιθ, και στην ανάγκη της αυξημένης κατανάλωσης κατά τον Κέυνς. Οπότε, διαμορφώνεται μια κοινωνία Λεβιάθαν, η οποία χωνεύει τα παιδιά της. Στην διαδικασία όμως αυτή συμβαίνουν κρίσεις, όπου το ζητούμενο είναι ο επαναπροσδιορισμός των ορίων των συμβαλλόμενων.
Η ιστορία διδάσκει ότι στις κρίσεις, οι πιο αδύναμες κοινωνικά ομάδες παραδίδονται βορά στο σύστημα, γενόμενες μέρος του συστήματος. Το φαινόμενο αυτό ο Ρουσσώ αντί να το ονομάσει «εξαναγκαστική παράδοση» το βάφτισε «κοινωνικό συμβόλαιο». Το οποιοδήποτε όμως συμβόλαιο επενεργεί προς όφελος της πλεονεκτικότερης ομάδας. Πλεονεξία, πλεονεκτικότητα και πλεονασμός, είναι η «αγία τριάδα» της σύγχρονης πλέον κοινωνίας.
Φεύγουμε από την κοινωνία και επιστρέφουμε στα μέλη της, τις άπληστες αράχνες που υφαίνουν την ροή του ιστού της ιστορίας. Στην ύφανσή του, όπως και στο κάθε γίγνεσθαι, δεν υπάρχει διπολισμός, αλλά μονο-πειθαναγκασμός.
Το αντίθετο του άπληστου είναι ο «πληστός», που σημαίνει «πλήρης -ολοκληρωμένος». Θεωρητικά ορίζεται ως πρότυπο αξίας, καθόσον υποτίθεται ότι τα πάει περίφημα με τον εαυτό του. Είναι στις ανάγκες του εξαιρετικά ολιγαρκής, επομένως ευχαριστημένος με αυτά που έχει, οπότε καθιερώνεται σαν πρότυπο συμπεριφοράς πολίτη, τόσο από τους ολιγαρκείς όσο και από τους πλεονέκτες.
Διότι οι ολιγαρκείς τον έχουν πρότυπο στην δυστυχία τους, πράγμα που βολεύει παράλληλα τους πλεονέκτες. Σε σπάνιες περιπτώσεις ο ολοκληρωμένος ή πληστός οδεύει στον εξοβελισμό του, σαν ένα κύτταρο κατεξοχήν παθολογικό, που τείνει να περιορίσει το σύστημα έχοντας βάση μια αλλιώτικη αθανασία που προκύπτει από την μέλλουσα πληρέστερη ολοκλήρωσή του.
Η απληστία όμως για την ολοκλήρωση οδηγεί στην ολοκλήρωση της απληστίας, αλλά αυτός είναι ο άπληστος. Επομένως, τι συνέβη; Αυξήθηκε απλά η πολυπλοκότητα του συστήματος με μια τροχοπέδη. Η φύση αυτορυθμίζεται, η θέση που θα βρεθεί το κάθε κύτταρο ή άνθρωπος είναι δεδομένη. Το κλειδί στην ψυχολογία του άπληστου λέγεται «άγχος επιβίωσης από το άχθος του θανάτου». Είναι μια αντίδραση «φυσιολογική» η οποία εκδηλώνεται με την μεταβολή των ορμονών και της ψυχολογίας.
Το φαινόμενο της απληστίας απαντάται τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους, ασχέτως φύλου, με μεγαλύτερη έκταση στο θηλυκό. Δείτε ένα παιδί σε μια βιτρίνα παιχνιδιών, η απληστία που ζωγραφίζεται στα μάτια του παραπέμπει στο αν θα μπορούσε να έχει τα περισσότερα… Δείτε έναν άντρα σε μια αγορά, ο περιορισμός που ζωγραφίζεται στα μάτια του θα τον αναγκάσει να πάρει το καλύτερο για τα λεφτά του (best value for money). Στις γυναίκες δεν αναφερόμαστε διότι άπτονται μιας ευρύτερης ψυχολογίας η οποία ξεκινά από την επιλογή του ανδρός ως το καλάθι με τα φρούτα (shoping theraphy).
Η απληστία, επομένως, αποτελεί μια φυσική διαδικασία αντίδρασης του επιθυμητού, σημαντική στην εξελικτικότητα. Η ψυχολογία του άπληστου, πρέπει κάποτε να ιδωθεί κάτω απο το πρίσμα της εσώτερης βαθιάς ψυχολογίας που φτάνει μέχρι τα γονίδια.
Ακραία φαινόμενα απληστίας δεν είναι άγνωστα και στα ζώα. Η αλεπού, για παράδειγμα, πνίγει όλες τις κότες στο κοτέτσι ενώ τρώει μια, πράγμα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αμόκ ζωτικής ανησυχίας». Το γεγονός αυτό συνδέεται με την «λίμπιντο», λέξη που συνάδει με το πάθος για ζωή με το σπόρο του θανάτου. Στο βάθος της ψυχής του άπληστου, ελλοχεύει έντονα, μα διακριτά, ο θάνατος.
Η γη κατέληξε «μονοειδής». Αυτό σημαίνει ότι επικράτησε (φαινομενικά) μόνο το ένα είδος, ο άνθρωπος. Η μονοειδότητα είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στην φύση που συμβαίνει κατά διαστήματα, όπως την εποχή των φυτών, των δεινοσαύρων, των θηλαστικών και δη των πρωτευόντων, του ανθρώπου.
Ο κίνδυνος για την επιβίωση του ανθρώπου προέρχεται πλέον από το ίδιο τον άνθρωπο, που σημαίνει ότι ο φόβος του είναι «από και προς τον εαυτό του». Η μάχη ανάμεσα στα μέλη του ίδιου είδους, της αυτής ομάδας, του ίδιου μας του εαυτού, όταν επισυμβεί είναι η πλέον κανιβαλοφόρα. Επομένως, στο ανθρώπινο είδος θα επικρατήσει τελικά ένα υποείδος, μέχρι να χαθεί και αυτό μέσα στην απροσδιοριστία.
Η απληστία στην φάση αυτή της μονοειδικής αιχμής, προβάλλεται ως αρχή -τάση επιβίωσης στους πλέον φοβισμένους, ανάγοντας τον εγωκεντρικό- εγωιστικό μηχανισμό της θεωρούμενης «ελπίδας» τους. Αυτή είναι μια προσέγγιση μέσα από ένα πώρο του βιολογικού κοινωνικού ιστού, που παραπέμπει στο ότι δεν επιφέρουμε εμείς το σύστημα αλλά ότι εκείνο μας ορίζει.
Παραταύτα, όταν το γεγονός αυτό ιδωθεί βαθύτερα, οδηγεί με την σειρά του στο ότι εμείς μετέχουμε και καθορίζουμε τις φυσιολογικές νόρμες, μέσα από την πλειοψηφία. Αυτό, να ιδωθεί πέραν του καλού και του κακού και της ιδεοληψίας, με ευρύτητα στην σκέψη και την γνώση. Ούτως ή άλλως, στην απληστία της γνώσης χρωστάμε αυτά που καταλαβαίνουμε σήμερα.
Παρότι από την απληστία δομήθηκε η κοινωνία, παρότι πλεονέκτες με την εξουσία ήταν οι μεγαλύτεροι ηγέτες και με την αγάπη οι καλύτερες μητέρες, η απληστία ιδωμένη ως εκ των μεγαλύτερων αμαρτημάτων, στηλιτεύεται. Τι γίνεται, όμως, εδώ; Εθελοτυφλούμε, προσδιοριζόμενοι απο δυο μέτρα και σταθμά ή θα επιλέξουμε ως άριστο το ένα; Θαυμασμός από την μια και αποτροπιασμός από την άλλη, δεν γίνεται, σημαίνει μπέρδεμα ή υποκρισία.
Ως εκ τούτου, εξετάζοντας τα πράγματα με όσο το δυνατόν αδέσμευτη χροιά, η απληστία μπορεί να ιδωθεί ως «τάση επιβίωσης υπό οριακές συνθήκες».
Στο σύμπαν, που και αυτό επεκτείνεται άπληστα, υπάρχουν μαύρες τρύπες που ρουφούν και άσπροι νάνοι που παράγουν. Αμφότερα τα φαινόμενα υπηρετούν μια σκοπιμότητα, την ύπαρξη της φύσης. Ένα εκ των δυο να έλλειπε, θα ήταν ουδέτερο, ανύπαρκτο το σύμπαν. Το ζητούμενο είναι μια κοινή γραμμή, η οριοθέτηση στον κοινωνικό ιστό των φυσιο-λογικών ορίων.
Η θέση του άπληστου, χωρίς να φτάνουμε σε άκρα, είναι φυσική. Ο ολίγον άπληστος είναι παραγωγικό κύτταρο, ο πολύ άπληστος είναι πρόβλημα. Η πρακτική του πρώτου επιφέρει θαυμασμό, του δεύτερου γεννά το φθόνο. Πέραν του ορίου, ο άπληστος ρουφά τα στοιχεία της ζωής των άλλων, και ο πληστός τα φτύνει. Και στο βασικό ερώτημα «τι κάνουμε», η απάντηση είναι «σε ότι είμαστε ταγμένοι». Τα όρια της δυναμικής του συστήματος που θέτει η πλειοψηφία καθορίζουν τις φυσιολογικές νόρμες και η αντιμετώπιση των πολύ άπληστων είναι θεμιτή.
Είτε λοιπόν μιλάμε για την απληστία του πνεύματος, είτε της ύλης, ένα είναι γεγονός. Ότι, όπως το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πληρότητας είναι ο εφησυχασμός, το αντίστοιχο της απληστίας είναι η ανησυχία. Ζω και ανησυχώ σημαίνει ότι είμαι ενεργός, ορίζω εγώ τις νόρμες μου τις οποίες επεκτείνω στο κοινωνικό μου περίγυρο όπου δεν εφησυχάζω. Ούτως ή άλλως, ο Ηρακλής στον κοινωνικό ιστό είναι ο λαός και ρόπαλο η δικαιοσύνη. «Ηρακλής κοιμώμενος» δεν υπάρχει ως τραγωδία, θα μπορούσε βέβαια να υπάρξει ως κωμωδία, για να ολοκληρωθεί με τον «Ηρακλή μαινόμενο» ως σατυρικό δράμα.
Στον ελληνικό τρόπο της ζωής, κυριάρχησε κάποτε έντονα το άπληστο πνευματικό στοιχείο. Αυτό δημιούργησε στον πλουραλισμό των ιδεών όπου προέκυψε φως, το οποίο μεταλαμπαδεύτηκε στο δυτικό πολιτισμό και κατόπιν εκτενέστερα. Το είδος του φωτός που εξέπεμψαν οι πρόγονοί μας ονομαζόταν φάος, που σημαίνει φως από αυτόκαυστο υλιστικό μανδύα ενός πνεύματος που φλέγεται χαοτικά. Αυτή είναι μια περίπτωση κατά την οποία ο καιγόμενος προσφέρει στο σύνολο το φως του, μέσα από τον έμπειρο ή ένπυρο χαμό του. Ποιος είπε ότι άπληστος είναι κοιλιόδουλος και καταναλωτής μονάχα;
Λένε πως ο χρόνος είναι χρήμα.
Ο Θεόφραστος έχει πει πως ο χρόνος είναι το πιο πολύτιμο αγαθό που μπορεί να ξοδέψει ο άνθρωπος. Σωστές είναι αυτές οι σκέψεις και ωραία διατυπωμένες, όμως μας παρακινούν να αναλάβουμε δράση, να αδράξουμε την μέρα, να εκμεταλλευτούμε πιεστικά την στιγμή που περνάει, αλλά να μην είμαστε και άπληστοι.
Προσωπικά όμως δεν μπορώ να σκεφθώ μεγαλύτερη πολυτέλεια από τον ελεύθερο χρόνο. Δεν εννοώ τις δύο ώρες πριν από τον ύπνο ή το κενό ανάμεσα στην δουλειά και στο γυμναστήριο.
Ο χρόνος, για να είναι πραγματικά ελεύθερος, πρέπει να σου επιτρέπει να βαρεθείς και λίγο, να αισθανθείς σαν να κάνεις διακοπές, σαν να μην υπάρχει σχέδιο για το μετά. Ο ελεύθερος χρόνος μοιάζει σαν να διαστέλλεται εκείνη την στιγμή, ενώ ο χρόνος που γεμίζει με χιλιάδες ασχολίες μοιάζει διεσταλμένος μόνο όταν γυρνάς και τον αναλογίζεσαι. Και οι δύο χρήσιμοι είναι, όμως ο χρόνος που είναι πραγματικά ελεύθερος είναι πιο ακριβός.
Γιατί μας αναγκάζει να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στα μάτια και να παραδεχθούμε με τι θα θέλαμε πραγματικά να τον γεμίσουμε, μας επιτρέπει να ονειρευτούμε. Όπως και στην εκφορά μιας πολύ κωμικής ή πολύ δραματικής ατάκας, έτσι και στην ζωή η σωστή παύση είναι που τα καθορίζει όλα.
Γίνε ένα νέο είδος ανθρώπου. Σε λίγο όλοι θα είναι σαν κι εσένα. Αν δεν γίνουν, σε λίγο, όλα θα γίνουν στάχτες.
Δεν είσαι κάτι ιδιαίτερο, ίσα ίσα, κατ’ αρχήν είσαι τυπικά άνεργος όπως εκατομμύρια άλλοι. Περνάς την μέρα σου δουλεύοντας 2-3 ώρες το πολύ με κάποια αναγκαστική εργασία για τα απαραίτητα. Γιατί δεν υπάρχει αρκετή δουλειά για να δουλεύουν όλοι 8 και 12 ώρες, σαν τους σκλάβους. Έχεις όμως πολύ ελεύθερο χρόνο. Τον κάνεις λοιπόν Ανάπτυξη. Όχι αυτή που ξέρουμε όλοι. Που πρέπει να περιμένεις να την φέρει κάποια κυβέρνηση. Πώς θα βγάλεις περισσότερα λεφτά για να αγοράσεις περισσότερα άχρηστα πράγματα από καθαρή απληστία. Όχι. Όλες οι κυβερνήσεις στον κόσμο υπόσχονται ότι θα την φέρουν αυτή. Εσύ δεν την περιμένεις γιατί ξέρεις ότι είναι ένα τεράστιο ψέμα, εξαπάτηση.
Αφού για να βρεις εσύ περισσότερα λεφτά θα πρέπει στα ράφια του σούπερ μάρκετ να προκύψουν ακόμη περισσότερα είδη. Για να δουλεύουν κάποιοι σαν κι εσένα να τα παράγουν και όλοι μαζί να τα αγοράζουμε. Όμως εγώ καταναλώνω το πολύ 100-200 είδη και μια φορά που ρώτησα στο λογιστήριο ενός σούπερ μάρκετ μου είπαν ότι πουλούσαν 12.500 !
Ενημερώνομαι λοιπόν διαβάζοντας δεκάδες ή και εκατοντάδες σελίδες καθημερινά γύρω από την Ενέργεια, το κύριο θέμα με το οποίο ασχολούμαι. Θα μπορούσε να είναι και μια επιστήμη ή ξένες γλώσσες. Ασχολούμαι πολλές ώρες με την τέχνη που έχω επιλέξει και αγαπώ, γράφω. Κάνω μεγάλους περιπάτους στην φύση, φυσικές δραστηριότητες και αθλητισμό όσο μπορώ. Τέλος συμμετέχω καθημερινά στα κοινωνικά δίκτυα όπου μοιράζομαι τις ιδέες, τα συναισθήματα τις σκέψεις και τις γνώσεις που αποκομίζω. Κι έτσι κάπως περνάω την μέρα μου.
Αν όλοι οι άνεργοι κάναμε τα ίδια, στον ελεύθερο χρόνο που ολοένα περισσότεροι έχουμε, προφανώς θα οδηγούμασταν αντί στην απόλυτη απελπισία σε μια έκρηξη της επιστημονικής γνώσης και έρευνας online, του αθλητισμού, της πολυπολιτισμικής επικοινωνίας και των τεχνών.
Αν συμμετέχουμε σε συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα, με ένα σύστημα on line δημοσκοπήσεων, θα μπορούμε εύκολα να αποφασίσουμε από κοινού για σημαντικά θέματα, οπότε χωρίς κοινωνικές προστριβές και προβλήματα. Χωρίς τις παλαιού τύπου κυβερνήσεις που στην πλειοψηφία τους θα αποφάσιζαν μόνο για το συμφέρον τους. Και τότε η κοινή λογική θα αποφάσιζε το κοινό καλό.
Λέγεται «άμεση δημοκρατία».
Δεν ξέρω πότε θα έχουμε νέου είδους κυβερνήσεις ή online δημοψηφίσματα. Είναι πολύ περίπλοκη αυτή την στιγμή η παγκόσμια κατάσταση. Επιλέγω λοιπόν το μόνο που εξαρτάται από εμένα, αφού μόνον εγώ είμαι κύριος της ψυχής μου. Να γίνω νέου είδους άνθρωπος.
Αλλιώς, όσο η άλλη ανάπτυξη δεν θα έρχεται, η ανεργία θα αυξάνει, και θέλω δεν θέλω όλο και περισσότεροι θα έχουμε όλο και περισσότερο ελεύθερο χρόνο, πώς θα βοηθήσω κι εγώ να αλλάξει όλο αυτό; Παραμένοντας το παλιό είδος ανθρώπου; Που όλον αυτό το χρόνο θα σκέφτομαι τι ή ποιόν να σκοτώσω κι εγώ, για να βγάλω μερικά λεφτά; Περισσότερη απληστία;
Είμαι ένα νέο είδος ανθρώπου, ή τουλάχιστον προσπαθώ να γίνω. Σε λίγο όλοι θα είναι σαν κι εμένα, κυβερνήσεις και κοινοί θνητοί. Φτιάχνοντας ένα κόσμο που αντί να ξοδεύει την ώρα του πως θα κατασκευάσει, θα πουλήσει και μετά θα αγοράσει την επόμενη άχρηστη ανοησία… να παράγει ολοένα περισσότερη γνώση, επιστήμη, κάλος, φιλία, αγαλλίαση. Ένα νέο είδος κόσμου.
Αν δεν γίνουμε, σε λίγο θα γίνουν όλα στάχτες.
Ξοδέψτε υπεύθυνα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου