Από τη στιγμή που αυτά γίνονται αποδεκτά, τότε και η έννοια της φιλίας, ως υψίστης μορφής συνύπαρξης, αναγκαστικά θα προσδιοριστεί αναλόγως: «Άρα και η ζωή μαζί με τον άλλο δεν μπορεί παρά να σημαίνει αίσθηση και γνώση μαζί με τον άλλο» (1244b 31-32).
Με δεδομένο ότι έχει ήδη καθοριστεί ότι απώτερος σκοπός της ανθρώπινης ζωής είναι η ευτυχία καθίσταται σαφές ότι η γνώση και η αίσθηση τοποθετούνται τόσο ψηλά στην κατάκτηση της που φτάνουν στα όρια της ταύτισης. Από αυτή την άποψη, ευτυχής είναι αυτός που διαρκώς γνωρίζει μέσω των αισθήσεων (και της λογικής επεξεργασίας των δεδομένων που πηγάζουν από αυτές). Η κατάταξη της γνώσης σε κύριο παράγοντα ευτυχίας σε συνδυασμό με τη φυσική τάση του ανθρώπου για κοινωνικοποίηση θα οδηγήσει στο δεύτερο συμπέρασμα που καθιστά το φίλο συνοδοιπόρο στη γνώση.
Όμως, ο αριστοτελικός συλλογισμός θα συνεχίσει: «Αλλά η αυτοσυναίσθηση και η αυτογνωσία είναι το πιο ποθητό για τον καθένα. Γι’ αυτό και η επιθυμία της ζωής είναι έμφυτη στους πάντες: διότι είναι δεδομένο πως η ζωή είναι μια μορφή γνώσης» (1244b 32-36).
Η προτεραιότητα που θα δοθεί στην αυτογνωσία και την αυτοσυναίσθηση δεν έχει στόχο να καταδείξει την αγάπη προς τον εαυτό (ούτε βέβαια και την αποκλείει), αλλά την αναγκαιότητα του φίλου για να γνωρίσει κανείς καλύτερα τον εαυτό του. Η αυτογνωσία δεν αφορά την αποξένωση –πολύ περισσότερο την απομόνωση– αλλά τη συνύπαρξη που θα οριοθετήσει τον εαυτό μέσα στον κόσμο που θα μοιραστεί με τους άλλους. Από αυτή την άποψη, η ανάγκη του φίλου παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς χωρίς αυτή χάνεται κάθε δυνατότητα αυτογνωσίας που θα καταστήσει την ευτυχία εφικτή.
Από την άλλη, είναι αδύνατο να εκληφθεί η γνώση ως κάτι ξέχωρο από τη ζωή. Ένας τέτοιος διαχωρισμός θα ήταν παράλογος, αφού όχι μόνο η ίδια η ζωή επιφέρει τη γνώση, αλλά (και αντιστρόφως) η γνώση διαμορφώνει τη ζωή.
Η αντίληψη του αδιάσπαστου της γνώσης με τη ζωή καθιστά σαφή την εννοιολογική ενότητα όλων των δεδομένων, καθώς η ευτυχία προϋποθέτει τη γνώση, η γνώση τη ζωή, η ζωή τη συνύπαρξη και η συνύπαρξη τους φίλους. Όπως δεν υπάρχει αυτογνωσία χωρίς συνύπαρξη, έτσι δεν υπάρχει ευτυχία χωρίς φίλους.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Έστω, λοιπόν, ότι κανείς τα διαχωρίζει και παίρνει τη γνώση αυτήν καθ’ εαυτήν, ως κάτι ξέχωρο από τη ζωή και από το να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του (αυτό όμως είναι κάτι θεωρητικό, σαν μια απλή κουβέντα, ενώ στην πραγματικότητα δεν υφίσταται), τότε αυτή η γνώση θα σήμαινε ότι δε διαφέρουν σε τίποτε το να γνωρίζεις κάποιον άλλο και το να γνωρίζεις τον εαυτό σου. Και αυτό με τη σειρά του θα σήμαινε να ζει κάποιος άλλος αντί του εαυτού σου. Οπωσδήποτε, όμως, το να αισθάνεσαι και να γνωρίζεις τον εαυτό σου, είναι πάντα προτιμότερο» (1244b 36-43).
Η αποδοχή ότι η γνώση είναι κάτι ξέχωρο από τη ζωή και την αυτογνωσία κρίνεται ψευδής, αφού μια τέτοια αντίληψη θα ισοδυναμούσε με το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη γνώση του άλλου και τη γνώση του εαυτού. Με άλλα λόγια, η αντίληψη της γνώσης ως κάτι εντελώς ανεξάρτητο, σε βαθμό που να αποκόβεται από τη ζωή και την αυτογνωσία, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει και στην αντίληψη του απολύτους συγκεχυμένου περιεχομένου της, αφού ως άσχετη με τη ζωή κάθε γνώση χάνει κάθε ιδιαίτερο γνώρισμα.
Η οριοθέτηση της γνώσης προκύπτει μόνο μέσα από τη ζωή που ορίζει τις αναζητήσεις. Αν το νήμα αυτό χαθεί, τότε όλες οι γνώσεις τίθενται χωρίς προσανατολισμό, σαν κάτι τυχαίο και ασυγκρότητο, σαν να είναι το ίδιο η γνώση του εαυτού με τη γνώση του άλλου. Αν, όμως, ισχύει κάτι τέτοιο, τότε η ζωή του άλλου πρέπει να είναι η ίδια με τη δική μας, πράγμα όχι μόνο αδύνατο αλλά και ανεπιθύμητο, αφού το «να γνωρίζεις τον εαυτό σου, είναι πάντα προτιμότερο».
Σε τελική ανάλυση, η ακατανίκητη επιθυμία για αίσθηση και γνώση (και κατ’ επέκταση αυτογνωσία), που αποτελεί ιδιότητα όλων των ανθρώπων, είναι η δύναμη που κινεί τη ζωή: «Επειδή, λοιπόν, δεν αποτελεί προσωπική μας ιδιότητα ούτε η γνώση ούτε η αίσθηση, αλλά μετοχή στην ανθρώπινη ικανότητα της γνώσης και της αίσθησης (με την ικανότητα αυτή ο άνθρωπος, καθώς αισθάνεται γίνεται μαζί την ίδια στιγμή και αισθητός, μέσω της συγκεκριμένης λειτουργίας και του συγκεκριμένου αντικειμένου της αίσθησης· παράλληλα, καθώς γνωρίζει, γίνεται και γνωστός), γι’ αυτό και επιθυμεί πάντα τη ζωή, διότι πάντα θέλει τη γνώση, και θέλει τη γνώση διότι αντικείμενό της είναι αυτός ο ίδιος» (1245a 7-14).
Η αντίληψη ότι η γνώση έχει πάντα (εν τέλει) ως βάση τον ίδιο τον εαυτό (καθένας μαθαίνει αυτά που τον ενδιαφέρουν), δεν πρέπει να ταυτιστεί με την αποχαλίνωση του εγωισμού, που θέτοντας τον εαυτό στο επίκεντρο κάθε αναζήτησης καθιστά περιττές τις σχέσεις με τους άλλους. Κάτι τέτοιο θα αναιρούσε όχι μόνο την έννοια της φιλίας, αλλά και την πάγια αριστοτελική πεποίθηση της εκ φύσεως κοινωνικότητας. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης παραδέχεται: «’Οσον αφορά, τώρα, την επιλογή της κοινής ζωής, αυτή θα έμοιαζε ακατανόητη με βάση την προηγούμενη εξέταση» (1245a 14-15).
Η ομολογία αυτής της παραδοξότητας, που από τη μια τοποθετεί τη γνώση (και την αυτογνωσία) στο επίκεντρο της ανθρώπινης δράσης κι από την άλλη καθιστά τη φιλία αδιαπραγμάτευτη πηγή ευτυχίας, θα οδηγήσει σε περαιτέρω διευκρινίσεις: «Οπωσδήποτε, το ότι οι φίλοι θέλουν τη συντροφική ζωή είναι κάτι που το βλέπουμε. Και όλοι μας τα αγαθά τα απολαμβάνουμε πιο πολύ όταν τα μοιραζόμαστε με τους φίλους μας, όσο γίνεται με τον καθένα και όποιο είναι το καλύτερο για τον καθένα: με τον ένα χαιρόμαστε τις απολαύσεις του σώματος, με τον άλλο τις τέχνες, με τον τρίτο τη φιλοσοφία» (1245a 23-28).
Το ότι οι φίλοι μοιράζονται μεταξύ τους τα κοινά που τους ενώνουν κρίνεται αδιαπραγμάτευτο. Από κει και πέρα, η ποιότητα των στοιχείων αυτών που μοιράζονται οι φίλοι θα καθορίσουν και την ποιότητα-βάθος της φιλίας. Είναι σαφές ότι η φιλία που βασίζεται στις απολαύσεις του σώματος είναι ρηχή σε σχέση με τις φιλίες που αφορούν τη μοιρασιά των τεχνών και της φιλοσοφίας. Εξάλλου, έχει γίνει ήδη ο διαχωρισμός των μορφών τις φιλίας (χρησιμότητα, ευχαρίστηση, αρετή) και η αξιολόγησή τους.
Η έννοια της κοινής ζωής που τίθεται ως επιλογή των ανθρώπων εμπεριέχει το πλαίσιο των δραστηριοτήτων που γίνονται ομαδικά, οι οποίες είναι αδύνατο να περιοριστούν στα στενά όρια των σωματικών απολαύσεων του φαγητού και του ποτού παίρνοντας (σχεδόν αναγκαστικά) διανοητικές διαστάσεις: «…διότι, αν αφαιρέσεις την παρέα και την κουβέντα, πού θα έγκειται η διαφορά ανάμεσα στο να τρως ή να πίνεις μαζί με τον άλλο και στο χώρια από αυτόν; Αλλά, βέβαια, υπάρχει διαφορά ακόμα και στο με ποιον ανταλλάσσεις την κουβέντα» (1245a 17-20).
Κανένα φαγοπότι δεν αποσκοπεί στην καθαυτή διαδικασία της θρέψης, αφού αυτή θα μπορούσε να εκπληρωθεί πλήρως και με τον πιο μοναχικό τρόπο. Το φαγητό τίθεται ως αφορμή της συνάθροισης με μοναδικό στόχο την επικοινωνία.
Από αυτή την άποψη σημασία δεν έχει τόσο η ποιότητα του φαγητού που θα σερβιριστεί (χωρίς, όμως και να απαξιώνεται, αφού ένα καλό γεύμα ανεβάζει τη διάθεση), όσο η ποιότητα των ανθρώπων που θα πλαισιώσουν τη συγκέντρωση. Το επίπεδο των ανθρώπων θα καθορίσει και το επίπεδο της επικοινωνίας.
Κι αυτό είναι το νόημα της κοινής ζωής που περιγράφει ο Αριστοτέλης. Ο ποιοτικός άνθρωπος είναι αδύνατο να βρει ευχαρίστηση σε ένα τραπέζι που απαρτίζεται από ευτελείς συνδαιτυμόνες, ακόμη κι αν έχει τους καλύτερους μεζέδες του κόσμου.
Έχοντας υπόψη αυτά γίνεται σαφές ότι η επιθυμία της αυτογνωσίας δεν αντιφάσκει με την ανάγκη για φίλους. Μπορεί η γνώση του εαυτού να τίθεται στο κέντρο των ανθρώπινων επιδιώξεων, ως δίψα για ζωή, αλλά ο φίλος είναι αυτός που θα δώσει τη σπίθα που θα κινήσει τη δράση. Η παραδοχή ότι η αυτογνωσία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τη συναναστροφή με τους άλλους ανθρώπους καθιστά σαφές ότι οι αληθινοί φίλοι (με την πρωταρχική σημασία του όρου) όχι μόνο είναι απαραίτητοι ως πηγή ευτυχίας, αλλά έρχονται σε τόσο στενή συναισθηματική επαφή σαν να επρόκειτο για έναν άνθρωπο.
Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει: «Το να νιώθεις τον φίλο σου, λοιπόν, είναι κατά κάποιο τρόπο το ίδιο με το να νιώθεις τον εαυτό σου· και το να γνωρίζεις τον φίλο σου, με το να γνωρίζει τον εαυτό σου. Κατά συνέπεια, μαζί με τον φίλο μπορείς να χαίρεσαι ακόμα και πράγματα ενοχλητικά καθ’ εαυτά. Αλλά και η κοινή ζωή με έναν φίλο, είναι φυσικά πολύ ευχάριστη (διότι διαρκώς έχεις το αίσθημα ότι νιώθεις τον εαυτό σου)» (1245a 44-48).
Η ταύτιση του φίλου με τον εαυτό θα οδηγήσει στην ύψιστη αυτογνωσία εξασφαλίζοντας ευτυχία που τείνει στο θεϊκό. Η ισορροπία που αποκτούν μέσα από τις μεταξύ τους σχέσεις είναι η ευεργεσία της αμοιβαιότητας που τίθεται ως ολοκλήρωση όλων των ανθρώπων: «Αν, μάλιστα, έχεις την ευτυχία, και την έχει και ο φίλος σου, και ενώσετε τότε τις δυνάμεις σας μέσα στην κοινή ζωή, προκύπτει η άριστη σχέση των ώριμων ανθρώπων. Αυτός είναι και ο λόγος να σπεύδει κανείς σε τελετές και πανηγύρεις, και όχι βέβαια να φάει ή να ικανοποιεί φυσικές ανάγκες» (1245b 3-7).
Κι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα στις απολαύσεις και τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι απολαύσεις έχουν να κάνουν με το φαΐ και το πιοτό, ενώ οι σχέσεις με τη συνύπαρξη. Τα γλέντια και τα φαγοπότια εμπεριέχουν τις απολαύσεις, αλλά δεν τις θέτουν ως αυτοσκοπό. Ο τελικός σκοπός είναι η σύσφιξη των σχέσεων των ανθρώπων.
Η ταύτιση των απολαύσεων με τις ανθρώπινες σχέσεις αποτελεί παρανόηση και (προφανώς) δεν αφορά τους ανθρώπους με ποιότητα: «Διότι αυτά τα τελευταία τα θεωρούν οι άνθρωποι σχέσεις, ενώ δεν είναι παρά σκέτες απολαύσεις. Όμως το πλαίσιο της ζωής του μαζί με τους άλλους το θέτει ο καθένας, ανάλογα με το σκοπό που μπορεί να πετύχει. Αλλά και να μην τον πετύχει, επιλέγει πάνω από όλα να κάνει το καλό στους φίλους του, αλλά και να χαίρεται το καλό που του κάνουν αυτοί» (1245b 8-12).
Οι επιμέρους κοινωνικοί στόχοι που προσπαθεί κανείς να εκπληρώσει μέσα από την κοινωνική του ζωή αφορούν τις φιλοδοξίες και την προσωπικότητά του. Όμως, σε κάθε περίπτωση δεν έχουν τόση σημασία μπροστά στο όφελος της συναναστροφής. Οι στόχοι αυτοί καλό είναι να υπάρχουν και (αν είναι δυνατό) να εκπληρώνονται, αλλά σίγουρα δεν αποτελούν το νόημα της ζωής.
Οι άνθρωποι που θυσιάζουν φιλικές σχέσεις στην υπηρεσία προσωπικών φιλοδοξιών ή συμφερόντων όχι μόνο κρίνονται ευτελείς, αλλά κατά κανόνα οδηγούνται στη δυστυχία. Ακόμη κι αν αποκτήσουν αυτά που επιθυμούν (κατά κανόνα πλούτη και δόξα) η επίγνωση της μοναξιάς και της έλλειψης φίλων τους καθιστά δυστυχείς.
Η κατάδειξη αυτού καθιστά με σαφήνεια το αδύνατο της ανθρώπινης αυτάρκειας. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να νιώθει αυτάρκης συναναστρεφόμενος αποκλειστικά τον εαυτό του, ώστε να φτάσει μόνος στη γνώση κατανοώντας την αξία της συναισθηματικής μοιρασιάς (που είναι η ύψιστη γνώση).
Αυτή η ιδιότητα αρμόζει μονάχα στο θεό: «… παίρνουμε πολύ σωστά ως δεδομένο ότι ο θεός δεν έχει ανάγκη από φίλους, αλλά μετά κρίνουμε λανθασμένα ότι το ίδιο ισχύει και για τον αυτάρκη, που ομοιάζει προς τον θεό. Κι όμως, με αυτό το σκεπτικό ούτε καν νόηση δε θα έχει ο εξαιρετικός άνθρωπος· διότι η ευτυχία του θεού είναι τόσο ανώτερη, που δε νοεί τίποτε άλλο παρά μόνο ο ίδιος τον εαυτό του. Και αυτό συμβαίνει, διότι για τον άνθρωπο η ευτυχία εντοπίζεται σε κάποια εξωτερική σχέση, ενώ για τον θεό αποτελεί εσωτερική του υπόθεση» (1245b 18-23).
Με άλλα λόγια, η αναζήτηση του απολύτως αυτάρκη ανθρώπου στην ουσία αποτελεί αναζήτηση του ανθρώπου-θεού. Και μια τέτοια αναζήτηση κρίνεται άτοπη. Η απόρριψη, όμως, της πλήρους αυτάρκειας για τους ανθρώπους δεν αναιρεί το δεδομένο της διαβάθμισης. Ο ενάρετος άνθρωπος που κατανοεί την αξία των πνευματικών ηδονών και της φιλοσοφίας είναι σαφώς περισσότερο αυτάρκης από τον απαίδευτο, αφού η ζωή του είναι από θέση αρχής πλουσιότερη με το να βρίσκεται πιο κοντά στη γνώση.
Όμως, το ότι ένας τέτοιος άνθρωπος έχει λιγότερη ανάγκη από φίλους δε σημαίνει ότι επιδιώκει να ζει ολομόναχος. Σημαίνει ότι είναι περισσότερο επιλεκτικός αναζητώντας φίλους που θα έχουν τη δική του ποιότητα. Κατανοώντας όλο το βάθος της αληθινής (με την πρωταρχική σημασία) φιλίας είναι σε θέση να απολαύσει το ανώτερο είδος της (που έτσι κι αλλιώς αφορά λίγους) γνωρίζοντας την ύψιστη ευτυχία.
Η αναγνώριση αυτού αποτελεί άλλη μια απόδειξη του αδύνατου της πλήρους ανθρώπινης αυτάρκειας, αφού η αυτάρκεια ματαιώνει κάθε έννοια συναναστροφής που βασίζεται στην αέναη επιθυμία της γνώσης: «Παράλληλα, οι απόλυτα αυτάρκεις φίλοι δε γίνεται ούτε να διδάσκουν ούτε να μαθαίνουν· αν ο ένας μαθαίνει, σημαίνει ότι δεν είναι όπως πρέπει να είναι· ενώ αν διδάσκει, τότε ο φίλος του δεν είναι όπως πρέπει να είναι…» (1245a 20-23).
Το αδύνατο της παντογνωσίας ακυρώνει κάθε έννοια αυτάρκειας. Μια τέτοια εκδοχή αρμόζει μονάχα στο θεό.
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου