Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ, ΚΑΤΑ ΛΕΩΚΡΑΤΟΥΣ

ΛΥΚΟΥΡ Λεωκ 75–82

Ο όρκος των Αθηναίων εφήβων και οι πράξεις του Λεωκράτη – Το παράδειγμα του όρκου πριν από τη μάχη των Πλαταιών

Ο Λυκούργος εισηγείται εἰσαγγελίαν προδοσίας εναντίον του Λεωκράτη για τη φυγή του από την Αθήνα τις κρίσιμες στιγμές μετά την ήττα στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.). Αρχικά, ο ρήτορας παρέθεσε τα ψηφίσματα και τα μέτρα με τα οποία προσπάθησε η πόλη να αντιμετωπίσει τη δυσχερή κατάσταση. Ένα μάλιστα από αυτά καθιστούσε ενόχους προδοσίας όσους θα εγκατέλειπαν στο εξής την Αθήνα. Ο Λεωκράτης, όμως, πρόλαβε να καταφύγει στη Ρόδο κάποιες ώρες πριν από την ψήφισή του και έτσι, στην πίστιν του λόγου του, ο ρήτορας εστιάζει στην ηθική –και όχι τη νομική– πλευρά του ζητήματος. Αφού αναφέρθηκε στην εκστρατεία του Ξέρξη, οπότε οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους, για να την υπερασπιστούν αποτελεσματικότερα, ο ρήτορας επισημαίνει
:

[75] Καίτοι ὑμεῖς τίνα τρόπον νενομίκατε περὶ τούτων,
καὶ πῶς ἔχετε ταῖς διανοίαις, θεωρήσατε. ἄξιον γὰρ
ὅμως καίπερ πρὸς εἰδότας διελθεῖν· ἐγκώμιον γὰρ νὴ
τὴν Ἀθηνᾶν εἰσι τῆς πόλεως οἱ παλαιοὶ νόμοι καὶ τὰ
ἔθη τῶν ἐξ ἀρχῆς ταῦτα κατασκευασάντων, οἷς ἂν προσ-
έχητε, τὰ δίκαια ποιήσετε καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις σεμνοὶ
καὶ ἄξιοι τῆς πόλεως δόξετ’ εἶναι. [76] ὑμῖν γὰρ ἔστιν ὅρκος,
ὃν ὀμνύουσι πάντες οἱ πολῖται, ἐπειδὰν εἰς τὸ ληξιαρχι-
κὸν γραμματεῖον ἐγγραφῶσι καὶ ἔφηβοι γένωνται, μήτε
τὰ ἱερὰ ὅπλα καταισχυνεῖν μήτε τὴν τάξιν λείψειν, ἀμυνεῖν
δὲ τῇ πατρίδι καὶ ἀμείνω παραδώσειν. ὃν εἰ μὲν ὀμώμοκε
Λεωκράτης, φανερῶς ἐπιώρκηκε, καὶ οὐ μόνον ὑμᾶς
ἠδίκηκεν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ θεῖον ἠσέβηκεν· εἰ δὲ μὴ ὀμώμο-
κεν εὐθὺς δῆλός ἐστι παρασκευασάμενος <ὡς> οὐδὲν
ποιήσων τῶν δεόντων, ἀνθ’ ὧν δικαίως ἂν αὐτὸν καὶ
ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ τῶν θεῶν τιμωρήσαισθε. βούλομαι
δ’ ὑμᾶς ἀκοῦσαι τοῦ ὅρκου. [77] λέγε, γραμματεῦ.

ΟΡΚΟΣ 

—<Οὐκ αἰσχυνῶ τὰ ἱερὰ ὅπλα, οὐδὲ λείψω τὸν
παραστάτην ὅπου ἂν στοιχήσω· ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ
ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ οὐκ ἐλάττω παραδώσω τὴν πατρίδα,
πλείω δὲ καὶ ἀρείω κατά τε ἐμαυτὸν καὶ μετὰ ἁπάντων,
καὶ εὐηκοήσω τῶν ἀεὶ κραινόντων ἐμφρόνως. καὶ τῶν
θεσμῶν τῶν ἱδρυμένων καὶ οὓς ἂν τὸ λοιπὸν ἱδρύσωνται
ἐμφρόνως· ἐὰν δέ τις ἀναιρεῖ, οὐκ ἐπιτρέψω κατά τε
ἐμαυτὸν καὶ μετὰ πάντων, καὶ τιμήσω ἱερὰ τὰ πάτρια.
ἵστορες θεοὶ Ἄγραυλος, Ἑστία, Ἐνυώ, Ἐνυάλιος, Ἄρης καὶ
Ἀθηνᾶ Ἀρεία, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη, Ἡρακλῆς,
ὅροι τῆς πατρίδος, πυροί, κριθαί, ἄμπελοι, ἐλάαι, συκαῖ.
..>

Καλός γ’, ὦ ἄνδρες, καὶ ὅσιος ὁ ὅρκος. παρὰ τοῦτον
τοίνυν ἅπαντα πεποίηκε Λεωκράτης. καίτοι πῶς ἂν ἄνθρω-
πος γένοιτο ἀνοσιώτερος ἢ μᾶλλον προδότης τῆς πατρίδος;
τίνα δ’ ἂν τρόπον ὅπλα καταισχύνειέ τις μᾶλλον ἢ εἰ λαβεῖν
μὴ θέλοι καὶ τοὺς πολεμίους ἀμύνασθαι; πῶς δ’ οὐ καὶ τὸν
παραστάτην καὶ τὴν τάξιν λέλοιπεν ὁ μηδὲ τάξαι τὸ σῶμα
παρασχών; [78] ποῦ δ’ ὑπὲρ ὁσίων καὶ ἱερῶν ἤμυνεν ἂν ὁ μηδένα
κίνδυνον ὑπομείνας; τίνι δ’ ἂν τὴν πατρίδα προὔδωκε μεί-
ζονι προδοσίᾳ; τὸ γὰρ τούτου μέρος ἐκλελειμμένη τοῖς
πολεμίοις ὑποχείριός ἐστιν. εἶτα τοῦτον οὐκ ἀποκτενεῖτε
τὸν ἁπάσαις ταῖς ἀδικίαις ἔνοχον ὄντα; τίνας οὖν τιμωρήσε-
σθε; τοὺς ἕν τι τούτων ἡμαρτηκότας; ῥᾴδιον ἔσται παρ’ ὑμῖν
ἄρα μεγάλα ἀδικεῖν, εἰ φανεῖσθε ἐπὶ τοῖς μικροῖς μᾶλλον
ὀργιζόμενοι.

[79] Καὶ μήν, ὦ ἄνδρες, καὶ τοῦθ’ ὑμᾶς δεῖ μαθεῖν, ὅτι
τὸ συνέχον τὴν δημοκρατίαν ὅρκος ἐστί. τρία γάρ ἐστιν
ἐξ ὧν ἡ πολιτεία συνέστηκεν, ὁ ἄρχων, ὁ δικαστής, ὁ
ἰδιώτης. τούτων τοίνυν ἕκαστος ταύτην πίστιν δίδωσιν,
εἰκότως· τοὺς μὲν γὰρ ἀνθρώπους πολλοὶ ἤδη ἐξαπατή-
σαντες καὶ διαλαθόντες οὐ μόνον τῶν παρόντων κινδύνων
ἀπελύθησαν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄλλον χρόνον ἀθῷοι τῶν ἀδι-
κημάτων τούτων εἰσί· τοὺς δὲ θεοὺς οὔτ’ ἂν ἐπιορκήσας
τις λάθοι οὔτ’ ἂν ἐκφύγοι τὴν ἀπ’ αὐτῶν τιμωρίαν, ἀλλ’
εἰ μὴ αὐτός, οἱ παῖδές γε καὶ τὸ γένος ἅπαν τὸ τοῦ ἐπι-
ορκήσαντος μεγάλοις ἀτυχήμασι περιπίπτει. [80] διόπερ, ὦ
ἄνδρες δικασταί, ταύτην πίστιν ἔδοσαν αὑτοῖς ἐν Πλαταιαῖς
πάντες οἱ Ἕλληνες, ὅτ’ ἔμελλον παραταξάμενοι μάχεσθαι
πρὸς τὴν Ξέρξου δύναμιν, οὐ παρ’ αὑτῶν εὑρόντες, ἀλλὰ
μιμησάμενοι τὸν παρ’ ὑμῖν εἰθισμένον ὅρκον. ὃν ἄξιόν
ἐστιν ἀκοῦσαι· καὶ γὰρ παλαιῶν ὄντων τῶν τότε πεπραγ-
μένων ὅμως ἱκανῶς ἔστιν ἐν τοῖς γεγραμμένοις ἰδεῖν τὴν
ἐκείνων ἀρετήν. καί μοι ἀναγίγνωσκε αὐτόν.

[81] ΟΡΚΟΣ. 

Οὐ ποιήσομαι περὶ πλείονος τὸ ζῆν τῆς ἐλευθε-
ρίας οὐδ’ ἐγκαταλείψω τοὺς ἡγεμόνας οὔτε ζῶντας οὔτε
ἀποθανόντας, ἀλλὰ τοὺς ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας τῶν
συμμάχων ἅπαντας θάψω. καὶ κρατήσας τῷ πολέμῳ τοὺς
βαρβάρους τῶν μὲν μαχεσαμένων ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος
πόλεων οὐδεμίαν ἀνάστατον ποιήσω, τὰς δὲ τὰ τοῦ βαρβά-
ρου προελομένας ἁπάσας δεκατεύσω. καὶ τῶν ἱερῶν τῶν
ἐμπρησθέντων καὶ καταβληθέντων ὑπὸ τῶν βαρβάρων
οὐδὲν ἀνοικοδομήσω παντάπασιν, ἀλλ’ ὑπόμνημα τοῖς ἐπι-
γιγνομένοις ἐάσω καταλείπεσθαι τῆς τῶν βαρβάρων
ἀσεβείας.


[82] Οὕτω τοίνυν, ὦ ἄνδρες, σφόδρα ἐνέμειναν ἐν τούτῳ πάν-
τες ὥστε καὶ τὴν παρὰ τῶν θεῶν εὔνοιαν μεθ’ ἑαυτῶν ἔσχον
βοηθόν, καὶ πάντων <τῶν> Ἑλλήνων ἀνδρῶν ἀγαθῶν γενο-
μένων πρὸς τὸν κίνδυνον, μάλιστα ἡ πόλις ὑμῶν εὐδοκίμη-
σεν. ὃ καὶ πάντων ἂν εἴη δεινότατον, τοὺς μὲν προγόνους
ὑμῶν ἀποθνῄσκειν τολμᾶν ὥστε μὴ τὴν πόλιν ἀδοξεῖν, ὑμᾶς
δὲ μὴ κολάζειν τοὺς καταισχύναντας αὐτήν, ἀλλὰ περιορᾶν
τὴν κοινὴν καὶ μετὰ πολλῶν πόνων συνειλεγμένην εὔκλειαν,
ταύτην διὰ τὴν τῶν τοιούτων ἀνδρῶν πονηρίαν καταλυομέ-
νην.

***
Και όμως σεις οι ίδιοι σκεφθήτε, τι έχετε νομοθετήσει και ποία έθιμα ακολουθείτε δι' όσα αποβλέπουν εις την άμυναν της πατρίδος και τα καθήκοντα των αγωνιζομένων πολιτών και πώς σκέπτεσθε δι' αυτά, διότι αξίζει, αν και τα γνωρίζετε, να σας ομιλήσω δι' αυτά· διότι, μα την Αθηνάν, εγκώμιον της πόλεως είναι οι παλαιοί νόμοι της πόλεως και τα έθιμα εκείνων, που εκανόνισαν αυτά εξ αρχής, αν δε προσέχετε εις τους νόμους τούτους και τα έθιμα, θα πράξητε τα δίκαια και θα είσθε άξιοι σεβασμού εις όλους τους ανθρώπους και θα φανήτε αντάξιοι της πόλεως. Υπάρχει δηλαδή εις σας όρκος, που ορκίζονται όλοι οι πολίται, όταν γίνουν έφηβοι και εγγραφούν εις τον κατάλογον των πολιτών. Ορκίζονται, ότι δεν θα καταισχύνουν τα ιερά όπλα, δεν θα εγκαταλείψουν την θέσιν των, θα βοηθήσουν δε την πατρίδα και θα την παραδώσουν ισχυροτέραν. Τούτον δε τον όρκον εάν μεν έχη ορκισθή ο Λεωκράτης, φανερά επιώρκησεν και όχι μόνον σας ηδίκησε, αλλά και προς τους θεούς εδείχθη ασεβής, αν δε δεν ωρκίσθη τον όρκον αυτόν, είναι φανερόν ότι, αφού απέφυγε τον όρκον, ήτο αμέσως έτοιμος να μη κάμη τίποτε από τα καθήκοντά του διά τα οποία δικαίως ηθέλετε τον τιμωρήσει και προς το συμφέρον σας και προς χάριν των θεών. Παρακαλώ τον γραμματέα να αναγνώση τον όρκον.

ΟΡΚΟΣ

Δεν θα καταισχύνω τα ιερά όπλα, ουδέ θα εγκαταλείψω τον σύντροφόν μου, με οποιονδήποτε και αν ταχθώ εις την γραμμήν· θα αμυνθώ δε και υπέρ των ιερών και οσίων και μόνος και μαζί με πολλούς. Την δε πατρίδα δεν θα παραδώσω μικροτέραν, αλλά μεγαλυτέραν και ισχυροτέραν από ό,τι θα την παραλάβω. Θα σέβωμαι τας αποφάσεις των δικαστηρίων, θα πείθωμαι δε εις τους κειμένους νόμους και όσους άλλους θα θέση ο λαός εν συμπνοία· και αν κανείς καταλύη τους νόμους ή δεν πείθεται εις αυτούς, δεν θα επιτρέψω τούτο, θα αμυνθώ δε και μόνος και με πολλούς. Προς τούτοις τα πάτρια ιερά θα τιμήσω. Μάρτυρες τούτων ας είναι η Άγλαυρος, ο Ενυάλιος Άρης, ο Ζευς, η Αυξώ, η Θαλώ και η Ηγεμόνη.

Ωραίος τω όντι και ευσεβής είναι ο όρκος. Ο Λεωκράτης όμως έκαμεν όλως διόλου τα αντίθετα από ό,τι λέγει ο όρκος. Και πράγματι πώς δύναται κανείς να γίνη ασεβέστερος και μεγαλύτερος προδότης της πατρίδος; Κατά ποίον δε τρόπον ήθελε κανείς μάλλον καταισχύνει τα όπλα παρά αφού δεν θέλει να τα λάβη διά να αποκρούση τους εχθρούς; Πώς δε δεν έχει εγκαταλείψει τον σύντροφόν του και την θέσιν του εκείνος που δεν ηθέλησε να υπηρετήση ως στρατιώτης; Πού δε θα ηδύνατο να αγωνισθή υπέρ ιερών και οσίων εκείνος που δεν υπέμεινε κανένα κίνδυνον; Εις ποιον θα παρέδιδε την πατρίδα μεγαλυτέραν διά της προδοσίας; Διότι όσον εξηρτάτο από αυτόν η πατρίς του εγκατελείφθη εις την εξουσίαν των εχθρών. Έπειτα τούτον που είναι ένοχος δι' όλα αυτά τα αδικήματα, δεν θα καταδικάσετε εις θάνατον; Ποίους λοιπόν θα τιμωρήσετε; Εκείνους που διέπραξαν έν μόνον αδίκημα από αυτά; Ε! Τότε λοιπόν σας λέγω, ότι θα είναι εύκολον να διαπράττωνται εμπρός εις τους οφθαλμούς σας μεγάλα αδικήματα, αφού θα φανήτε, ότι οργίζεσθε μάλλον εναντίον των μικρών αδικημάτων.

Προς τούτοις, άνδρες δικασταί, και τούτο πρέπει να γνωρίζετε, ότι δηλαδή εκείνο που συγκρατεί την δημοκρατίαν είναι ο όρκος. Διότι τρεις τάξεις ανθρώπων αποτελούν την πολιτείαν, οι άρχοντες, οι δικασταί και οι ιδιώται. Καθένας λοιπόν από αυτούς δίδει τον όρκον ως εχέγγυον πίστεως, και ευλόγως· διότι τους μεν ανθρώπους πολλοί ήδη εξηπάτησαν και αφού διέφυγον την προσοχήν των όχι μόνον απηλλάγησαν από τους παρόντας κινδύνους, αλλά και κατά τον υπόλοιπον χρόνον έμειναν ατιμώρητοι διά τα αδικήματα αυτά· αλλ' όταν κανείς επιορκήση, κατ' ουδένα τρόπον δύναται να αποφύγη την προσοχήν των θεών και την εκ μέρους των τιμωρίαν, αλλά και αν αυτός, που εδείχθη επίορκος δεν τιμωρηθή, τα παιδιά του βεβαίως και όλον το γένος του περιπίπτουν εις μεγάλας δυστυχίας. Διά τούτο, ω άνδρες δικασταί, τον όρκον τούτον έδωκαν αναμεταξύ των ως εχέγγυον πίστεως όλοι οι Έλληνες εις τας Πλαταιάς, ότε έμελλον να αντιπαραταχθούν και πολεμήσουν κατά της δυνάμεως του Ξέρξου· και ο όρκος αυτός δεν ήτο κάτι νέον, το οποίον αυτοί εφεύρον, αλλ' εμιμήθησαν τον όρκον που σεις μεταχειρίζεσθε. Τούτον δε αξίζει να ακούσετε, διότι, αν και είναι πολύ παλαιά τα γεγονότα των χρόνων εκείνων, βλέπει όμως κανείς εις τον όρκον αυτόν γραπτήν, ούτως ειπείν, την απόδειξιν της ανδρείας των. Παρακαλώ λοιπόν τον γραμματέα να μας τον αναγνώση.

ΟΡΚΟΣ

«Δεν θα προτιμήσω όλως διόλου την ζωήν αντί της ελευθερίας, ουδέ θα εγκαταλείψω τους αρχηγούς μου, ούτε εν όσω ζουν, ούτε αν φονευθούν, αλλά θα θάψω όλους εκείνους από τους συμμάχους μου, όσοι θα φονευθούν. Και αν νικήσω τους βαρβάρους με την δύναμιν των όπλων, καμμίαν μεν δεν θα καταστρέψω από τας ελληνικάς πόλεις που ηγωνίσθησαν κατά των βαρβάρων, αλλά όλων των πόλεων που ετάχθησαν με το μέρος των βαρβάρων τα κτήματα θα κάμω φόρου υποτελή· και από τα ιερά που εκάησαν και κατεκρημνίσθησαν από τους βαρβάρους κανένα απολύτως δεν θα ανοικοδομήσω, αλλά θα αφήσω τα ερείπια αυτών διά να υπενθυμίζουν εις τους μεταγενεστέρους την ασέβειαν των βαρβάρων».

Τόσον λοιπόν, άνδρες δικασταί, έμειναν πιστοί πάντες εις τον όρκον τούτον, ώστε και την εκ μέρους των θεών αγάπην είχον μαζί των ως βοηθόν και μεταξύ όλων των Ελλήνων, που αντιμετώπισαν γενναίως τον κίνδυνον, η ιδική μας πόλις διεκρίθη περισσότερον. Το εξής δε θα ήτο και το χείριστον από όλα, δηλαδή οι μεν πρόγονοί σας να τολμούν να φονεύωνται διά να μη δυσφημούν την πόλιν, σεις δε να μη τιμωρήτε εκείνους, που κατεντρόπιασαν αυτήν, αλλά να ανέχεσθε να καταλύεται με την πονηρίαν τοιούτων ανδρών η δόξα όλων μας, η οποία απεκτήθη με τόσους πολλούς κόπους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου