Δικαίως Κτω (Να αποκτάς κάτι τίμια-δίκαια)
Εγγύην Φεύγε (Να αποφεύγεις να εγγυάσαι για κάποιον ή για κάτι).
Κτώμενος Ήδου (Να ευχαριστιέσαι απ’ αυτά που αποκτάς και να μην είσαι άπληστος, αλλά αυτάρκης).
Πλούτω Απόστει (Να αποστασιοποιείσαι από τον πλούτο – Δελφικό Παράγγελμα)
Η λέξη «τόκος» στα αρχαία ελληνικά, προερχόμενη από το ρήμα τίκτω (=γεννώ) σημαίνει τον τοκετό, τη γέννα (π.χ ο Σωκράτης ορίζει τον έρωτα στο «Συμπόσιο του Πλάτωνα σαν «τόκο εν καλώ», δηλαδή σαν η γέννηση ενός τέκνου της ψυχής σε ένα ωραίο μέρος, με την έννοια ότι ερωτεύεται εκείνον ή εκείνην που σε βοηθά να γεννήσεις εκείνα που ήδη κυοφορείς μέσα της στην ψυχή σου). Σημαίνει επίσης το χρόνο του τοκετού. Μεταγενέστερα σήμαινε οτιδήποτε το τεχθέν, το γόνο το γέννημα, το τέκνο, τον υιό. Τελικά έφτασε να σημαίνει και το κέρδος που επιφέρουν τα δανειζόμενα για ένα ορισμένο διάστημα χρήματα, με την έννοια ότι αυτά γεννούν καινούριο (επιπλέον) χρήμα ή σύμφωνα με τον Αριστοτέλη διότι όπως τα παιδιά που γεννιούνται μοιάζουν με τους γονείς τους, έτσι και ο τόκος είναι ένα νόμισμα που γεννιέται από το ίδιο το νόμισμα.
Από την άλλη μεριά το ρήμα «γλύφω» σημαίνει λαξεύω, σμιλεύω, χαράσσω.
Η σύνθετη έτσι λέξη τοκο-γλύφος σημαίνει ετοιμολογικά αυτόν που χαράσσει τους τόκους (πάνω στις σανίδες της τράπεζάς του) και κατ’ επέκταση αυτός που τους υπολογίζει μέχρι του τελευταίου λεπτού, ο αισχροκερδής δηλαδή τοκιστής και τελικά αυτός που δανείζει με τόκο μεγαλύτερο από αυτόν που ορίζει ο νόμος.
Ας δώσουμε όμως και την ετυμολογική σημασία της λέξης «νόμισμα». Το ουσιαστικό αυτό προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «νομίζω» που είχε τις εξής σημασίες: αναγνωρίζω ως νόμο, έχω ως πατροπαράδοτη συνήθεια, ακολουθώ τις παραδόσεις, τηρώ έθιμα, συνηθίζω, αναγνωρίζω, σέβομαι, τιμώ, εισάγω συνήθεια, παραδέχομαι ως νόμιμο, ορίζω νομίμως και τελικά με το χρόνο έφτασε να σημαίνει ό,τι και σήμερα, δηλαδή θεωρώ, φρονώ, πιστεύω.
Νόμισμα λοιπόν στην πρωταρχική σημασία του είναι αυτό που έχει καθιερωθεί από κάποια παλιά συνήθεια, το νενομισμένο έθος, το έθιμο, το καθιερωμένο, ο θεσμός. Λέει έτσι ο Σοφοκλής στην «Αντιγόνη» «ουδέν ανθρώποισιν οίον άργυρος κακόν νόμισμ’ έβλαστε». Από αυτή την πρωταρχική σημασία έφτασε να σημαίνει τελικά και το ισχύον ή κυκλοφορούν χρήμα σε μια επικράτεια. Ο Αριστοτέλης παρατηρεί επιγραμματικά στα Νικομάχεια: «οίον δ’ υπ’άλλαγμα της χρείας το νόμισμα γέγονε κατά συνθήκην, και δια τούτο τούνομα έχει νόμισμα, ότι ου φύσει, αλλά νόμω εστί».
Η τοκογλυφία στην στην αρχαία Ελλάδα άρχισε να γίνεται πρόβλημα μετά την εισαγωγή των νομισμάτων. Πριν από αυτά, ο γεωργός δανειζόταν διάφορα εμπορεύματα και επέστρεφε το δάνειο με τη συγκομιδή του. Όταν όμως εισήχθη το νόμισμα, ήταν αναγκασμένος πια να δανείζεται χρήματα για να αγοράσει προμήθειες. Κατά την συγκομιδή όμως τα προϊόντα ήταν άφθονα και οι τιμές χαμηλές, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξοφλήσει τα δάνειά του. Με τον τρόπο αυτό έχανε τελικά την ιδιοκτησία της γης που κατείχε, η οποία άρχισε να συγκεντρώνεται στα χέρια μια ολιγαρχίας.
Το πρόβλημα αυτό κατέστη τελικά πολύ μεγάλο και γι’ αυτό ο Σόλωνας αναγκάστηκε τον 6ο π.Χ αιώνα να επιβάλει τη Σεισάχθεια (=σείω + άχθος), την αποτίναξη δηλαδή των βαρών ή χρεών των πολιτών, ακυρώνοντας όλα τα μέχρι τότε τοκογλυφικά δάνεια κι επιστρέφοντας τη γη στους αγρότες. Αργότερα, όταν η Ρώμη αντιμετώπισε ανάλογο πρόβλημα, ο Ιούλιος Καίσαρας εφήρμοσε ανάλογη νομοθεσία με αυτή του Σόλωνα.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τοκογλυφία σαν ένα είδος κλοπής. Όπως ήδη σημειώσαμε, το χρήμα γι’ αυτόν δεν υπάρχει από τη φύση, αλλά από το νόμο, ο νόμος το καθιερώνει και το επιβάλλει. Η τοκογλυφία τελικά καθίσταται μια διαστροφή της φυσικής διαδικασίας της γέννησης, καθόσον το χρήμα, παρότι το ίδιο είναι στείρο, καθιερώνεται με νόμο να παράγει-γεννάει με τον τόκο άλλο χρήμα. Η τοκογλυφία ή «οβολοστατική» εναντιώνεται έτσι τόσο στη φύση όσο και στον ορθό λόγο και είναι ανάξια για έναν ελεύθερο και ηθικό άνθρωπο.
Όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης, οι δυσκολίες της άμεσης ανταλλαγής προϊόντων οδήγησαν τελικά στην ανάπτυξη της έμμεσης ανταλλαγής με την εισαγωγή του νομίσματος σαν ενός μέτρου ανταλλακτικής αξίας των προϊόντων. Έτσι οι άνθρωποι επιδίωξαν για το συμφέρον του εμπορίου να αποκτήσουν χρήμα, με αποτέλεσμα ο φυσικός προορισμός της ανταλλαγής των προϊόντων για την πληρέστερη ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών να υποκατασταθεί από τη συσσώρευση απλά χρημάτων σαν αυτοσκοπό, με τη χειρότερη μάλιστα έκφρασή της της τοκογλυφίας. Ο αρχικός σκοπός του χρήματος ήταν να βοηθήσει στις ανταλλαγές και όχι να αυξάνεται μέσω του τόκου! Η πρακτική λοιπόν του δανεισμού με τόκο είναι αφύσικη και παράλογη διότι το κέρδος που δημιουργείται εδώ βγαίνει από το ίδιο το νόμισμα και δεν ανταποκρίνεται πια στο σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε το νόμισμα. Το νόμισμα επινοήθηκε με σκοπό τη διευκόλυνση των ανταλλαγών, ενώ ο τόκος πολλαπλασιάζει την ποσότητα του ίδιου του χρήματος. Ο τρόπος αυτός για να κερδίζεις χρήματα είναι για τον Αριστοτέλη φαύλος και ενάντιος στη φύση» (Αριστοτέλης, Πολιτικά).
Λέει επιγραμματικά ο Αριστοτέλης:
Η χρήση κάθε κτήματος γίνεται με δυο τρόπους. Και στους δυο χρησιμοποιείται το ίδιο πράγμα όχι όμως με τον ίδιο τρόπο. Ο ένας ταιριάζει στη φύση του, ο άλλος δεν ταιριάζει• για παράδειγμα το υπόδημα χρησιμοποιείται με δυο τρόπους, ή το φοράει κανείς ή το ανταλλάσσει με άλλο είδος και οι δυο είναι τρόποι χρήσης του υποδήματος γιατί εκείνος που δίνει το υπόδημα σε όποιον το χρειάζεται με αντάλλαγμα νόμισμα ή τροφή, χρησιμοποιεί το υπόδημα, όχι όμως με τον ταιριαστό τρόπο, γιατί το υπόδημα δεν κατασκευάστηκε για να ανταλλάσσεται…
Γιατί όσοι ανήκαν στην οικογένεια είχαν τα πάντα κοινά, ενώ οι άλλοι, ζώντας χωριστά, χρειάζονταν άλλοι άλλα, οπότε για τις ανάγκες τους έκαναν ανταλλαγές, όπως κάνουν ακόμα πολλά βαρβαρικά έθνη. Ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα απαραίτητα για τη ζωή και τίποτα περισσότερο για παράδειγμα δίνουν κρασί και παίρνουν σιτάρι και καθετί από τα υπόλοιπα απαραίτητα πράγματα. Μια τέτοια ανταλλαγή δεν είναι ούτε αφύσικη ούτε αποτελεί κλάδο της τέχνης της απόκτησης (αφού γινόταν μόνο για να καλυφθούν κενά της φυσικής αυτάρκειας) απ’ αυτή όμως προήλθε κατ’ αναλογία εκείνη.
Αναγκαστικά χρησιμοποιήθηκαν τα νομίσματα όταν οι κάτοικοι μιας χώρας εξαρτώνταν περισσότερο από μια άλλη χώρα με το να εισάγουν όσα τους έλειπαν και να εξάγουν όσα τους περίσσευαν. Δεν ήταν εύκολο να μεταφερθούν όλα τα αναγκαία, γι’ αυτό συμφώνησαν μεταξύ τους να δίνουν και να παίρνουν στις συναλλαγές κάτι χρήσιμο και ταυτόχρονα εύχρηστο για τις βιοτικές ανάγκες, όπως για παράδειγμα σίδερο ή ασήμι ή κάτι παρόμοιο. Στην αρχή καθόρισαν το μέγεθος και το βάρος κι έπειτα του έδωσαν κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα για να γλιτώσουν από συχνά μετρήματα, επειδή το ιδιαίτερο γνώρισμα ορίστηκε ως απόδειξη της αξίας του.
Όταν επινοήθηκε το νόμισμα για τις ανάγκες των συναλλαγών, παρουσιάστηκε κι ένα άλλο είδος της τέχνης απόκτησης πλούτου, το λιανικό εμπόριο, που ίσως αρχικά να γινόταν απλά, αργότερα όμως έγινε πιο περίπλοκο εξαιτίας της εμπειρίας που υπαγόρευε πώς θα αποκομιζόταν μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι επικράτησε η άποψη ότι η χρηματιστική σχετίζεται κυρίως με το νόμισμα και έχει κύριο έργο της την εξασφάλιση μεγαλύτερου κέρδους, επειδή προσπορίζει πλούτο και χρήματα. Αλλοι υποστηρίζουν ότι πολλές φορές πλούτος είναι το πλήθος των νομισμάτων, επειδή μ’ αυτό ασχολούνται η χρηματιστική και το λιανικό εμπόριο. Αλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι το νόμισμα είναι χωρίς αντίκρυσμα και είδος απόλυτα συμβατικό, χωρίς καμιά φυσική αξία, κι ότι, αν αλλάξουν οι συμφωνίες που το δημιούργησαν, δεν θα έχει καμιά αξία και δεν θα είναι χρήσιμο για την προμήθεια των αναγκαίων και ότι, έστω κι αν κάποιος έχει πολλά νομίσματα, πολλές φορές δεν θα έχει ούτε την απαραίτητη τροφή. Ωστόσο φαίνεται παράδοξο πώς κάποιος, ενώ είναι πλούσιος, κινδυνεύει να πεθάνει από την πείνα, όπως εκείνος ο Μίδας, για τον οποίο μυθολογείται πως εξαιτίας της άπληστης ευχής του προς τους θεούς, όλα όσα υπήρχαν γύρω του γίνονταν χρυσάφι. Γι’ αυτό σκέπτονται σωστά όσοι ζητούν κάποιον άλλο διαχωρισμό του πλούτου από τη χρηματιστική. Άλλο είναι η χρηματιστική και άλλο ο φυσικός πλούτος, κι αυτά είναι μέρη της διοίκησης του οίκου, ενώ το λιανικό εμπόριο προσπορίζει πλούτο, όχι με κάθε τρόπο, αλλά μόνο με τη συναλλαγή. Θεωρείται πως τούτη σχετίζεται με το νόμισμα, επειδή το νόμισμα είναι στοιχείο και το όριο της συναλλαγής, και δεν υπάρχει τέλος σε τούτο τον πλούτο που προέρχεται από την τέχνη της απόκτησης περιουσίας.
Όσοι επιδιώκουν και την καλή διαβίωση, επιζητούν τις σωματικές απολαύσεις, ώστε, επειδή αυτό φαίνεται να ενυπάρχει μέσα στην απόκτηση, όλη η φροντίδα επικεντρώνεται στην απόκτηση χρήματος. Έτσι δημιουργήθηκε και το άλλο είδος της χρηματιστικής. Κι επειδή την απόλαυση την επιζητούν υπερβολικά, επιζητούν και τα μέσα που την εξασφαλίζουν κι αν δεν μπορούν να τα εξασφαλίσουν με τη χρηματιστική, το επιδιώκουν με άλλους τρόπους χρησιμοποιώντας τον καθένα με τρόπο που αντίκειται στη φύση. Φυσικός προορισμός της ανδρείας δεν είναι να αποφέρει χρήματα, αλλά να εμπνεύσει εμπιστοσύνη.
Πρέπει μάλιστα, όπως είπαμε και πριν, τα αγαθά να υπάρχουν στη φύση, γιατί έργο της φύσης είναι να παρέχει τροφή σ’ ό,τι γεννιέται. Κάθε γεννήτορας πρέπει να δώσει τροφή στο τέκνο του. Γι’ αυτό και η τέχνη της απόκτησης τροφών από φρούτα και ζώα είναι κάτι το φυσικό. Κι επειδή κι αυτή έχει δύο είδη, όπως είπαμε και πριν, δηλαδή το λιανικό εμπόριο και τη διαχείριση του οίκου, είναι αναγκαία και αξιέπαινη, ενώ η τέχνη της συναλλαγής δίκαια κατακρίνεται, αφού το κέρδος δεν είναι φυσικό, αλλά ο ένας κερδίζει από τον άλλο.
Κι εδώ η ουσία των λόγων του για την τοκογλυφία – παραθέτουμε και το αρχαίο κείμενο:
«Ευλογώτατα μισείται η οβολοστατική διά το απ’ αυτού του νομίσματος είναι την κτήσιν και ουκ εφ’ όπερ επορίσθη, ο δε τόκος αυτό ποιεί πλέον (όθεν και τού’ νομα τουτ’ είληφεν όμοια γαρ τα τικτόμενα τοις γεννώσιν αυτά έστιν, ο δε τόκος γίνεται νόμισμα εκ νομίσματος) ώστε και μάλιστα παρά φύσιν ούτως των χρηματιστών εστίν» (Αριστοτέλης, Πολιτικά 1258 β, 2).
Γι’ αυτό πολύ εύλογα η τοκογλυφία είναι μισητή, επειδή το κέρδος προέρχεται από το ίδιο το νόμισμα κι όχι από τη χρήση, για την οποία προορίστηκε. Ενώ επινοήθηκε για χάρη της συναλλαγής, το νόμισμα πολλαπλασιάζεται από τον τόκο (γι’ αυτό άλλωστε και ο τόκος ονομάστηκε έτσι γιατί όπως τα γεννήματα είναι όμοια με τους γεννήτορες τους, έτσι και ο τόκος είναι γέννημα χρημάτων από χρήματα). Επομένως απ’ όλους τους τρόπους απόκτησης πλούτου βασικά αυτός είναι ο πιο αφύσικος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου