Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΕΡΙ ΕΙΡΗΝΗΣ

ΙΣΟΚΡ 8.28–40

(ΙΣΟΚΡ 8. Πίστις: §17–144) Η πολυπραγμοσύνη και η αδικία βλάπτουν – Η απαξιωτική αντιμετώπιση της αρετής από τους δημαγωγούς

[28] Ἔχει γὰρ οὕτως. ἐμοὶ δοκοῦσιν ἅπαντες μὲν
ἐπιθυμεῖν τοῦ συμφέροντος καὶ τοῦ πλέον ἔχειν τῶν
ἄλλων, οὐκ εἰδέναι δὲ τὰς πράξεις τὰς ἐπὶ ταῦτα
φερούσας, ἀλλὰ ταῖς δόξαις διαφέρειν ἀλλήλων· οἱ μὲν
γὰρ ἔχειν ἐπιεικεῖς καὶ στοχάζεσθαι τοῦ δέοντος δυνα-
μένας, οἱ δ’ ὡς οἷόν τε πλεῖστον τοῦ συμφέροντος διαμαρ-
τανούσας. [29] ὅπερ καὶ τῇ πόλει συμβέβηκεν. ἡμεῖς
γὰρ οἰόμεθα μέν, ἢν τὴν θάλατταν πλέωμεν πολλαῖς
τριήρεσι καὶ βιαζώμεθα τὰς πόλεις συντάξεις διδόναι
καὶ συνέδρους ἐνθάδε πέμπειν, διαπράξεσθαί τι τῶν
δεόντων· πλεῖστον δὲ διεψεύσμεθα τῆς ἀληθείας. ὧν
μὲν γὰρ ἠλπίζομεν, οὐδὲν ἀποβέβηκεν, ἔχθραι δ’ ἡμῖν
ἐξ αὐτῶν καὶ πόλεμοι καὶ δαπάναι μεγάλαι γεγόνασιν,
εἰκότως· [30] καὶ γὰρ τὸ πρότερον ἐκ μὲν τῆς τοιαύτης
πολυπραγμοσύνης εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους κατέστη-
μεν, ἐκ δὲ τοῦ δικαίαν τὴν πόλιν παρέχειν καὶ βοηθεῖν
τοῖς ἀδικουμένοις καὶ μὴ τῶν ἀλλοτρίων ἐπιθυμεῖν παρ’
ἑκόντων τῶν Ἑλλήνων τὴν ἡγεμονίαν ἐλάβομεν· ὧν νῦν
ἀλογίστως καὶ λίαν εἰκῇ πολὺν ἤδη χρόνον καταφρονοῦμεν.
[31] εἰς τοῦτο γάρ τινες ἀνοίας ἐληλύθασιν, ὥσθ’ ὑπει-
λήφασι τὴν μὲν ἀδικίαν ἐπονείδιστον μὲν εἶναι, κερδαλέαν
δὲ καὶ πρὸς τὸν βίον τὸν καθ’ ἡμέραν συμφέρουσαν, τὴν
δὲ δικαιοσύνην εὐδόκιμον μέν, ἀλυσιτελῆ δὲ καὶ μᾶλλον
δυναμένην τοὺς ἄλλους ὠφελεῖν ἢ τοὺς ἔχοντας αὐτήν,
[32] κακῶς εἰδότες ὡς οὔτε πρὸς χρηματισμὸν οὔτε πρὸς
δόξαν οὔτε πρὸς ἃ δεῖ πράττειν οὔθ’ ὅλως πρὸς εὐδαι-
μονίαν οὐδὲν ἂν συμβάλοιτο τηλικαύτην δύναμιν ὅσην
περ ἀρετὴ καὶ τὰ μέρη ταύτης. τοῖς γὰρ ἀγαθοῖς οἷς
ἔχομεν ἐν τῇ ψυχῇ, τούτοις κτώμεθα καὶ τὰς ἄλλας
ὠφελείας, ὧν δεόμενοι τυγχάνομεν· ὥσθ’ οἱ τῆς αὑτῶν
διανοίας ἀμελοῦντες λελήθασι σφᾶς αὐτοὺς ἅμα τοῦ τε
φρονεῖν ἄμεινον καὶ τοῦ πράττειν βέλτιον ὀλιγωροῦντες.

[33] Θαυμάζω δ’ εἴ τις οἴεται τοὺς τὴν εὐσέβειαν καὶ
τὴν δικαιοσύνην ἀσκοῦντας καρτερεῖν καὶ μένειν ἐν
τούτοις ἐλπίζοντας ἔλαττον ἕξειν τῶν πονηρῶν, ἀλλ’ οὐχ
ἡγουμένους καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ’ ἀνθρώποις πλέον
οἴσεσθαι τῶν ἄλλων. ἐγὼ μὲν γὰρ πέπεισμαι τούτους
μόνους ὧν δεῖ πλεονεκτεῖν, τοὺς δ’ ἄλλους ὧν οὐ βέλτιόν
ἐστιν. [34] ὁρῶ γὰρ τοὺς μὲν τὴν ἀδικίαν προτιμῶντας
καὶ τὸ λαβεῖν τι τῶν ἀλλοτρίων μέγιστον ἀγαθὸν νομίζον-
τας ὅμοια πάσχοντας τοῖς δελεαζομένοις τῶν ζῴων, καὶ
κατ’ ἀρχὰς μὲν ἀπολαύοντας ὧν ἂν λάβωσιν, ὀλίγῳ δ’ ὕστε-
ρον ἐν τοῖς μεγίστοις κακοῖς ὄντας, τοὺς δὲ μετ’ εὐσεβείας
καὶ δικαιοσύνης ζῶντας ἔν τε τοῖς παροῦσιν χρόνοις ἀσφα-
λῶς διάγοντας καὶ περὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους
τὰς ἐλπίδας ἔχοντας.

[35] Καὶ ταῦτ’ εἰ μὴ κατὰ πάντων οὕτως εἴθισται
συμβαίνειν, ἀλλὰ τό γ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τοῦτον
γίγνεται τὸν τρόπον. χρὴ δὲ τοὺς εὖ φρονοῦντας,
ἐπειδὴ τὸ μέλλον ἀεὶ συνοίσειν οὐ καθορῶμεν, τὸ
πολλάκις ὠφελοῦν, τοῦτο φαίνεσθαι προαιρουμένους. πάν-
των δ’ ἀλογώτατον πεπόνθασιν ὅσοι κάλλιον μὲν ἐπιτή-
δευμα νομίζουσιν εἶναι καὶ θεοφιλέστερον τὴν δικαιοσύνην
τῆς ἀδικίας, χεῖρον δ’ οἴονται βιώσεσθαι τοὺς ταύτῃ
χρωμένους τῶν τὴν πονηρίαν προῃρημένων.

[36] Ἠβουλόμην δ’ ἄν, ὥσπερ πρόχειρόν ἐστιν ἐπαι-
νεῖσθαι τὴν ἀρετήν, οὕτω ῥᾴδιον εἶναι πεῖσαι τοὺς
ἀκούοντας ἀσκεῖν αὐτήν· νῦν δὲ δέδοικα μὴ μάτην τὰ
τοιαῦτα λέγωμεν. διεφθάρμεθα γὰρ πολὺν ἤδη χρόνον
ὑπ’ ἀνθρώπων οὐδὲν ἀλλ’ ἢ φενακίζειν δυναμένων, οἳ
τοσοῦτον τοῦ πλήθους καταπεφρονήκασιν ὥσθ’, ὁπόταν
βουληθῶσιν πόλεμον πρός τινας ἐξενεγκεῖν, αὐτοὶ χρήματα
λαμβάνοντες λέγειν τολμῶσιν ὡς χρὴ τοὺς προγόνους
μιμεῖσθαι, καὶ μὴ περιορᾶν ἡμᾶς αὐτοὺς καταγελωμένους,
μηδὲ τὴν θάλατταν πλέοντας τοὺς μὴ τὰς συντάξεις
ἐθέλοντας ἡμῖν ὑποτελεῖν. [37] ἡδέως ἂν οὖν αὐτῶν
πυθοίμην, τίσιν ἡμᾶς τῶν προγεγενημένων κελεύουσιν
ὁμοίους γίγνεσθαι, πότερα τοῖς περὶ τὰ Περσικὰ γενο-
μένοις, ἢ τοῖς πρὸ τοῦ πολέμου τοῦ Δεκελεικοῦ τὴν
πόλιν διοικήσασιν; εἰ μὲν γὰρ τούτοις, οὐδὲν ἀλλ’ ἢ
συμβουλεύουσιν ἡμῖν πάλιν περὶ ἀνδραποδισμοῦ κινδυ-
νεύειν· [38] εἰ δὲ τοῖς ἐν Μαραθῶνι τοὺς βαρβάρους
νικήσασιν καὶ τοῖς πρὸ τούτων γενομένοις, πῶς οὐ
πάντων ἀναισχυντότατοι τυγχάνουσιν ὄντες, εἰ τοὺς
τότε πολιτευομένους ἐπαινοῦντες τἀναντία πράττειν
ἐκείνοις πείθουσιν ἡμᾶς, καὶ τοιαῦτ’ ἐξαμαρτάνειν περὶ
ὧν ἀπορῶ τί ποιήσω, πότερα χρήσωμαι ταῖς ἀληθείαις
ὥσπερ περὶ τῶν ἄλλων, ἢ κατασιωπήσω δείσας τὴν πρὸς
ὑμᾶς ἀπέχθειαν; δοκεῖ μὲν γάρ μοι βέλτιον εἶναι δια-
λεχθῆναι περὶ αὐτῶν, ὁρῶ δ’ ὑμᾶς χαλεπώτερον διατιθε-
μένους πρὸς τοὺς ἐπιτιμῶντας ἢ πρὸς τοὺς αἰτίους
τῶν κακῶν γεγενημένους. [39] οὐ μὴν ἀλλ’ αἰσχυνθείην
ἄν, εἰ φανείην μᾶλλον φροντίζων τῆς ἐμαυτοῦ δόξης
ἢ τῆς κοινῆς σωτηρίας. ἐμὸν μὲν οὖν ἔργον ἐστί, καὶ
τῶν ἄλλων τῶν κηδομένων τῆς πόλεως, προαιρεῖσθαι
τῶν λόγων μὴ τοὺς ἡδίστους, ἀλλὰ τοὺς ὠφελιμωτάτους·
ὑμᾶς δὲ χρὴ πρῶτον μὲν τοῦτο γιγνώσκειν, ὅτι τῶν μὲν
περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῖαι καὶ παντο-
δαπαὶ τοῖς ἰατροῖς εὕρηνται, ταῖς δὲ ψυχαῖς ταῖς
ἀγνοούσαις καὶ γεμούσαις πονηρῶν ἐπιθυμιῶν οὐδέν ἐστιν
ἄλλο φάρμακον πλὴν λόγος ὁ τολμῶν τοῖς ἁμαρτανομένοις
ἐπιπλήττειν, [40] ἔπειθ’ ὅτι καταγέλαστόν ἐστιν τὰς
μὲν καύσεις καὶ τὰς τομὰς τῶν ἰατρῶν ὑπομένειν ἵνα
πλειόνων ἀλγηδόνων ἀπαλλαγῶμεν, τοὺς δὲ λόγους ἀποδο-
κιμάζειν πρὶν εἰδέναι σαφῶς εἰ τοιαύτην ἔχουσιν τὴν
δύναμιν ὥστ’ ὠφελῆσαι τοὺς ἀκούοντας.

***
Η κατάσταση λοιπόν έχει ως εξής: μου φαίνεται πως όλοι επιθυμούν το συμφέρον τους και θέλουν να έχουν περισσότερα από τους άλλους, αγνοούν όμως τις πράξεις που οδηγούν σ' αυτά, αλλά διαφωνούν μεταξύ τους ως προς τις ιδέες· γιατί άλλοι έχουν ιδέες σωστές και που μπορούν να σκοπεύουν εκείνο που πρέπει και άλλοι έχουν ιδέες που αποτυγχάνουν εντελώς ως προς το συμφέρον. Αυτό ακριβώς έχει συμβεί και στην πόλη μας. Νομίζουμε δηλαδή πως αν διασχίσουμε τη θάλασσα με πολλές τριήρεις και εξαναγκάζουμε με τη βία τις πόλεις να μας δίνουν φόρους και να στέλνουν εδώ αντιπροσώπους στο κοινό συνέδριο θα επιτύχουμε το σκοπό μας. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση έχουμε εντελώς απατηθεί. Γιατί από όσα ελπίζαμε τίποτε δεν πήγε καλά, αντίθετα εξαιτίας της διαγωγής μας αυτής δημιουργήθηκαν εχθρότητες και πόλεμοι και πολλές δαπάνες, πράγμα πολύ φυσικό. Γιατί και στο παρελθόν εξαιτίας αυτής μας της πολυπραγμοσύνης φτάσαμε στον έσχατο κίνδυνο, ενώ αντίθετα εξαιτίας του ότι εμφανίζαμε την πόλη μας δίκαια να φέρεται και να βοηθεί τους αδικούμενους και να μην επιθυμεί τις κτήσεις των άλλων πόλεων πήραμε την ηγεμονία από τους Έλληνες εκούσια· αυτά όμως τώρα τα καταφρονούμε, από πολλά χρόνια, απερίσκεπτα και πολύ άσκοπα. Γιατί μερικοί έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο ανοησίας, ώστε νομίζουν ότι η αδικία είναι πράγμα επονείδιστο αλλά επικερδές και συμφέρον στην καθημερινή ζωή, ότι η δικαιοσύνη είναι πράγμα έντιμο αλλά ασύμφορο και ικανό να ωφελεί πιο πολύ τους άλλους παρά αυτούς που την εφαρμόζουν αγνοώντας πως ούτε για την απόκτηση χρημάτων ούτε για την υπόληψη ούτε για όσα πρέπει κανείς να κάνει ούτε γενικά για την ευτυχία τίποτε δεν μπορεί να προσδώσει τόση δύναμη όση η αρετή και τα μέρη της. Γιατί με τα αγαθά που έχουμε στην ψυχή μας αποχτάμε και τις άλλες ωφέλειες που τις έχουμε ανάγκη· επομένως όσοι παραμελούν την καλλιέργεια της διάνοιάς τους, χωρίς να το καταλαβαίνουν, παραμελούν και το να σκέφτονται σωστά και να ενεργούν καλύτερα από τους άλλους.

Απορώ όμως που κάποιος νομίζει πως όσοι ασκούν την ευσέβεια και τη δικαιοσύνη μένουν σταθεροί και επίμονοι σ' αυτές τις αρετές με την ελπίδα πως θα βρεθούν σε κατώτερη θέση από τους κακούς και όχι με την προσδοκία ότι θα απολαύσουν και από τους θεούς και από τους ανθρώπους περισσότερα από τους άλλους. Εγώ, από τη μεριά μου, είμαι πεπεισμένος πως μόνο αυτοί πλεονεκτούν σε όσα πρέπει, ενώ οι άλλοι σε όσα δεν πρέπει. Γιατί παρατηρώ πως εκείνοι που προτιμούν την αδικία και θεωρούν μέγιστο αγαθό να πάρουν κάτι ξένο παθαίνουν κάτι ανάλογο με εκείνο που παθαίνουν τα ζώα που πέφτουν στην παγίδα· στην αρχή δηλαδή απολαμβάνουν όσα τυχόν συλλάβουν, ύστερα από λίγο όμως περιπίπτουν σε πολύ μεγάλες δυστυχίες· ενώ όσοι ζουν με ευσέβεια και δικαιοσύνη και στην παρούσα ζωή ζουν με ασφάλεια και στην αιώνια ζωή έχουν γλυκύτερες ελπίδες.

Κι αυτά, αν συμβαίνει να μη γίνονται έτσι σε όλες τις περιπτώσεις, όμως τις περισσότερες φορές έτσι γίνονται. Οφείλουν λοιπόν οι συνετοί άνθρωποι, αφού δεν βλέπουμε καθαρά το εκάστοτε μελλοντικό συμφέρον μας, προφανώς να προτιμούν εκείνο που τις περισσότερες φορές ωφελεί. Και κάνουν την πιο μεγάλη ανοησία όσοι από τη μια νομίζουν πως η δικαιοσύνη κι όχι η αδικία είναι το πιο ωραίο έργο και το πιο αγαπητό στους θεούς, από την άλλη πιστεύουν πως θα ζήσουν χειρότερα όσοι ακολουθούν τη δικαιοσύνη από κείνους που προτιμούν την κακία.

Θα ήθελα βέβαια, καθώς είναι εύκολο να επαινέσει κανείς την αρετή, έτσι να είναι εύκολο να πείσει κανείς τους ακροατές του να την ασκούν· αλλά στην προκειμένη περίπτωση φοβάμαι μήπως λέω αυτά τα λόγια μάταια. Γιατί για μακρό χρονικό διάστημα έχουμε διαφθαρεί από ανθρώπους που δεν έχουν άλλην ικανότητα παρά να μας εξαπατούν, ανθρώπους που έχουν περιφρονήσει τόσο πολύ το λαό, ώστε όταν θελήσουν να κάνουν πόλεμο εναντίον κάποιων, ενώ αυτοί χρηματίζονται, έχουν το θράσος να λένε πως τάχα έχουμε υποχρέωση να μιμούμαστε τους προγόνους μας και να μην ανεχόμαστε να γινόμαστε καταγέλαστοι ούτε να διαπλέουν τη θάλασσα εκείνοι που αρνιούνται να πληρώσουν τις συνεισφορές. Ευχαρίστως όμως θα ζητούσα απ' αυτούς να μάθω με ποιους από τους προγόνους μας προτρέπουν να γίνουμε όμοιοι, με κείνους που έζησαν κατά τους Περσικούς πολέμους ή με κείνους που διοίκησαν την πόλη πριν από τον Δεκελεικό πόλεμο; Γιατί αν μας προτρέπουν να γίνουμε όμοιοι με αυτούς τους τελευταίους, δεν μας συμβουλεύουν τίποτε άλλο παρά να κινδυνεύουμε πάλι να εξανδραποδιστούμε· αν όμως μας συμβουλεύουν να γίνουμε όμοιοι με κείνους που νίκησαν τους βαρβάρους στο Μαραθώνα και με κείνους που έζησαν πιο πριν, πώς δεν είναι οι πιο αναίσχυντοι άνθρωποι που ενώ επαινούν αυτούς που κυβερνούσαν τότε την Αθήνα θέλουν να μας πείσουν να κάνουμε τα αντίθετα από εκείνους και να κάνουμε τέτοια σφάλματα, για τα οποία απορώ τι να κάνω: να πω την αλήθεια όπως και για τα άλλα ή να κλείσω τελείως το στόμα μου από φόβο μήπως επισύρω την αντιπάθειά σας για μένα; Γιατί νομίζω πως είναι καλύτερο να μιλήσω γι' αυτά, βλέπω όμως πως οργίζεστε πιο πολύ εναντίον εκείνων που κατακρίνουν τα κακά παρά εναντίον εκείνων που υπήρξαν αίτιοί τους. Παρόλα αυτά θα ντρεπόμουν, αν φαινόμουν πως φροντίζω πιο πολύ για την υπόληψή μου παρά για την κοινή σωτηρία. Καθήκον βέβαια δικό μου και των άλλων που φροντίζουν για το συμφέρον της πόλης είναι να προτιμούμε τους λόγους, όχι τους πιο ευχάριστους αλλά τους πιο ωφέλιμους· και σεις πρέπει πρώτα–πρώτα αυτό να γνωρίζετε, ότι δηλ. για τις αρρώστιες του σώματος οι γιατροί έχουν βρει πολλά και κάθε είδους φάρμακα, για τις ψυχές όμως που σφάλλουν και είναι γεμάτες από κακές επιθυμίες δεν υπάρχει άλλο φάρμακο από το λόγο που τολμά να επικρίνει όσους κάνουν σφάλματα, και από την άλλη, ότι είναι γελοίο πράγμα να υπομένουμε τις καυτηριάσεις και τις τομές των γιατρών, για να απαλλαγούμε από περισσότερους πόνους, να αποκρούομε όμως τους λόγους, προτού εξακριβώσουμε πλήρως αν έχουν τέτοια δύναμη που να ωφελήσουν τους ακροατές.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου