Μεταβατικός διάλογος ανάμεσα στην πρώιμη και τη μέση συγγραφική περίοδο του Πλάτωνα με θέμα την αναζήτηση της ευδαιμονίας, αλλά και την αντιπαράθεση σωκρατικής και εριστικής διαλεκτικής.
Θέμα του διαλόγου
Το κεντρικό φιλοσοφικό ερώτημα του διαλόγου είναι το εξής: πώς οδηγείται κανείς στην ευδαιμονία; Ταυτόχρονα ο Ευθύδημος αντιπαραβάλλει τη Σωκρατική μέθοδο διεξαγωγής φιλοσοφικού διαλόγου με την εριστική. Τέλος, ο διάλογος εγείρει σοβαρά γνωσιολογικά και οντολογικά ζητήματα, τα οποία αρθρώνονται κυρίως στις εριστικές σκηνές του έργου.
Πρόσωπα του διαλόγου
Ο Κρίτων είναι φίλος του Σωκράτη, παρών στο Φαίδωνα και συνομιλητής του στον Κρίτωνα. Για τους σοφιστές Ευθύδημο και Διονυσόδωρο γνωρίζουμε ελάχιστα πέραν όσων πληροφορούμαστε από τον ίδιο το διάλογο. Ο Κλεινίας είναι ο νεαρός ξάδελφος του γνωστού Αλκιβιάδη. Ως εραστής του παρουσιάζεται ο Κτήσιππος, ο οποίος μνημονεύεται επίσης στον Λύσι και το Φαίδωνα. Τέλος, στη συζήτηση παρίστανται και άλλοι άνδρες, οι οποίοι παραμένουν ανώνυμοι και σιωπούν, αλλά ενίοτε ξεσπούν σε γέλια και χειροκροτήματα. Το επίσης ανώνυμο πρόσωπο της τελευταίας σκηνής του διαλόγου συνήθως ταυτίζεται με το ρήτορα Ισοκράτη.
Χρόνος συγγραφής
Ο διάλογος τοποθετείται συνήθως στην πρώιμη ή τη μεταβατική από την πρώιμη στη μέση περίοδο της συγγραφικής δραστηριότητας του Πλάτωνα. Ορισμένοι μελετητές ωστόσο τον τοποθετούν αργότερα.
Δομή και περιεχόμενο του διαλόγου
Στην αρχή του Ευθυδήμου ο Κρίτων ζητά από το Σωκράτη να του διηγηθεί τη συζήτηση την οποία είχε ο φιλόσοφος την προηγούμενη μέρα στο Λύκειο, και την οποία ο Κρίτων, μολονότι παρών, δεν κατάφερε να παρακολουθήσει. Η συζήτηση αυτή διεξήχθη με τους σοφιστές Ευθύδημο και Διονυσόδωρο, οι οποίοι παρουσιάζονται ως διδάσκαλοι της αρετής. Ο Σωκράτης τους παρακινεί να κάνουν μια επίδειξη της τέχνης τους, πείθοντας τον νεαρό Κλεινία πως πρέπει να φιλοσοφεί και να επιδιώκει την αρετή.
Οι σοφιστές αρχικά συνδιαλέγονται με τον Κλεινία, αλλά στόχος τους είναι απλώς να τον κατατροπώσουν – και το επιτυγχάνουν. Ο Σωκράτης παρεμβαίνει και συζητά ο ίδιος με τον νεαρό, δίνοντας ένα παράδειγμα στους σοφιστές του τρόπου με τον οποίο τους καλεί να επιδείξουν τη μέθοδό τους. Στη δεύτερη εριστική σκηνή οι σοφιστές συζητούν με τον Κτήσιππο, ο οποίος, όπως ο προκάτοχός του, κατατροπώνεται. Ο Σωκράτης δίνει ένα δεύτερο παράδειγμα της μεθόδου του. Μετά την ολοκλήρωση αυτού του δεύτερου προτρεπτικού οι σοφιστές επανέρχονται για μια τρίτη εριστική σκηνή, αλλά διατυπώνουν ακραίες θέσεις σε μια σειρά από σοφιστείες. Οι παριστάμενοι ξεσπούν σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Έτσι ολοκληρώνεται η αφήγηση του Σωκράτη στον Κρίτωνα, η οποία επιτυγχάνει σε πρώτο επίπεδο την αντιπαραβολή δύο μεθόδων, της σωκρατικής και της εριστικής.
Με την ολοκλήρωση της αφήγησης ο Σωκράτης προτρέπει ειρωνικά τον Κρίτωνα να γίνει μαθητής των σοφιστών. Ο Κρίτων εμφανίζεται διστακτικός, και αναφέρεται για πρώτη φορά σε ένα πρόσωπο το οποίο δεν κατονομάζει, αλλά του οποίου την αρνητική κριτική έναντι των σοφιστών παραθέτει στον Σωκράτη. Ο διάλογος ολοκληρώνεται με ένα ερώτημα το οποίο παραμένει ανοιχτό: ο Κρίτων καλείται να αναλογιστεί σε τι συνίσταται πραγματικά η φιλοσοφία, προτού στραφεί στην αναζήτηση των κατάλληλων δασκάλων.
Οι επιμέρους σκηνές
α) Οι δύο προτρεπτικές σκηνές Η διαλεκτική πορεία της πρώτης σκηνής στην οποία ο Σωκράτης συζητά με τον Κλεινία έχει ως εξής. Αρχικά οι συνομιλητές συμφωνούν στο ότι κάθε άνθρωπος επιδιώκει την ευδαιμονία. Για την κατάκτησή της απαιτείται η κατοχή μιας σειράς αγαθών διαφορετικής τάξεως: υλικά (όπως ο πλούτος), σωματικά (όπως η υγεία), κοινωνικά (όπως η καλή καταγωγή), και ηθικής τάξεως αγαθά, όπως η δικαιοσύνη. Ως επιστέγασμα όλων αυτών προστίθεται η σοφία.
Εφόσον τα συστατικά στοιχεία της ευδαιμονίας έχουν προσδιοριστεί, ο Σωκράτης υπογραμμίζει ότι όλα τα προαναφερθέντα είναι αγαθά μόνο στην περίπτωση που κάποιος επωφελείται από αυτά, και για να επωφεληθεί πρέπει να τα χρησιμοποιεί• δεν αρκεί να τα κατέχει. Μάλιστα, πρέπει να τα χρησιμοποιεί ορθά, γιατί η κακή χρήση του πλούτου, επί παραδείγματι, θα μπορούσε να αποδειχθεί ολέθρια για τον κάτοχό του. Τη σωστή χρήση αυτών των αγαθών μπορεί να προσδιορίσει η σοφία. Συνεπώς η σοφία πρέπει να επιδιώκεται από τον άνθρωπο που επιθυμεί να κατακτήσει την ευδαιμονία – και για το σκοπό αυτό είναι χρήσιμη η φιλο-σοφία. Έτσι ολοκληρώνεται ο πρώτος προτρεπτικός λόγος του Σωκράτη.
Το σημείο εκκίνησης του δεύτερου προτρεπτικού αποτελεί μια υπενθύμιση του συμπεράσματος του πρώτου: η φιλοσοφία ορίζεται εδώ ως η απόκτηση της γνώσης, και το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποια μορφή γνώσης επιδιώκεται. Ο Σωκράτης τονίζει πως πρέπει να είναι μια μορφή γνώσης η οποία ωφελεί, και μας ωφελεί όχι μόνο όταν υποδεικνύει πώς μπορούν να αποκτηθούν τα αγαθά, αλλά και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Ο Σωκράτης και ο Κλεινίας εξετάζουν μια σειρά από τέχνες για να διαπιστώσουν ποια από αυτές πληροί τα κριτήρια που έχουν οριστεί. Αλλά στην αναζήτηση αυτή αποτυγχάνουν, και το ερώτημα σχετικά με τη μορφή γνώσης που απαιτείται για την κατάκτηση της ευδαιμονίας παραμένει αναπάντητο.
β) Οι τρεις εριστικές σκηνές Στην πρώτη εριστική σκηνή οι σοφιστές θέτουν ερωτήματα στον Κλεινία, τα οποία έχουν τη μορφή διλήμματος. Οι ίδιοι οι σοφιστές εναλλάσσονται στην υπεράσπιση πρώτα της μίας και ύστερα της άλλης πλευράς του διλήμματος, στηριζόμενοι σε λεκτικές αμφισημίες. Το αποτέλεσμα της εριστικής σοφίας είναι ένας κενός θρίαμβος, τον οποίο ωστόσο επικροτεί το κοινό που παρακολουθεί την επίδειξη.
Η δεύτερη εριστική σκηνή ξεκινά με το Διονυσόδωρο να ισχυρίζεται ότι όσοι επιθυμούν να γίνει σοφός ο Κλεινίας επιθυμούν να πάψει να είναι αυτός που είναι, δηλαδή επιθυμούν το θάνατό του. Ο Κτήσιππος αναφωνεί πως ο Διονυσόδωρος ψεύδεται, και ο Ευθύδημος σπεύδει να απαντήσει ότι το να ψεύδεται κανείς είναι αδύνατο. Εν συνεχεία ο Διονυσόδωρος ισχυρίζεται πως το να υποστηρίζει κανείς την αντίθετη θέση από το συνομιλητή του είναι αδύνατο. Ο Κτήσιππος δεν καταφέρνει να διαχειριστεί τα αλλεπάλληλα «χτυπήματα» των σοφιστών• ο Σωκράτης παρεμβαίνει και καταδεικνύει πως οι σοφιστές είναι ασυνεπείς ως προς τους προηγούμενους ισχυρισμούς τους.
Στην τρίτη εριστική σκηνή τον ρόλο του συνομιλητή αναλαμβάνει ο ίδιος ο Σωκράτης. Οι σοφιστές διατυπώνουν τον πιο ακραίο ισχυρισμό τους, σύμφωνα με τον οποίο οι ίδιοι, αλλά και ο Σωκράτης και όλοι οι άνθρωποι είναι παντογνώστες• ο διάλογος μετατρέπεται σε κωμωδία. Ο Κτήσιππος παρεμβαίνει εκ νέου. Αυτή τη φορά ωστόσο έχει αλλάξει στάση: υιοθετώντας εριστικές μεθόδους εξαπολύει δριμεία επίθεση. Στο τέλος της σκηνής επανέρχεται ο Σωκράτης, τον οποίο ο Διονυσόδωρος κατηγορεί για ασέβεια, παραπέμποντας στις κατηγορίες που διατυπώθηκαν εναντίον του ιστορικού Σωκράτη και οδήγησαν στο θάνατό του• το κωμικό και το τραγικό στοιχείο του διαλόγου συνδέονται άρρηκτα.
Ερμηνευτικά ζητήματα
Τους μελετητές έχουν απασχολήσει κυρίως οι προτρεπτικές σκηνές του διαλόγου, στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Σωκράτης και παρουσιάζεται το κεντρικό φιλοσοφικό επιχείρημα σχετικά με την κατάκτηση της ευδαιμονίας. Η κυρίαρχη ερμηνεία είναι ότι αυτή απαιτεί έναν συνδυασμό αγαθών και αρετής, η οποία ταυτίζεται με τη γνώση. Ωστόσο, ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως η ευδαιμονία απαιτεί μόνο αρετή (ή μόνο γνώση).
Οι εριστικές σκηνές έχουν μελετηθεί σε μικρότερο βαθμό. Οι σκηνές αυτές, ωστόσο, έχουν επίσης φιλοσοφικό ενδιαφέρον: στη δεύτερη εριστική σκηνή η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα του όντος και του μη όντος, ενώ στην τρίτη οι ισχυρισμοί των σοφιστών θυμίζουν πλατωνικές θεωρίες, οι οποίες παρουσιάζονται με διαστρεβλωμένο τρόπο. Για παράδειγμα ο ισχυρισμός των σοφιστών ότι γνωρίζουν τα πάντα, και ότι τις γνώσεις αυτές διέθεταν και πριν από τη γέννησή τους δεν απέχει πολύ από την πλατωνική θέση ότι οι ψυχές έχουν έρθει σε επαφή με τις Ιδέες πριν από την είσοδό τους στο σώμα, και πως η διαδικασία της μάθησης δεν είναι παρά ανάκληση στη μνήμη αυτής της προϋπάρχουσας γνώσης. Με αυτόν, όπως και με άλλους τρόπους στον συγκεκριμένο διάλογο, υπογραμμίζεται η συχνά δύσκολη διάκριση μεταξύ σοφιστικής και φιλοσοφίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου