Το διήγημα, κατά τον Ian Reid, είναι πιθανώς το λογοτεχνικό είδος που διαβάζεται περισσότερο. Παρ’ όλο που η θεωρητική συζήτηση γύρω από την μορφή του είχε αρχίσει περίπου έναν αιώνα πριν το καθυστερημένο βάφτισμά του με μερικά δοκίμια του Edgar Allan Poe, το «διήγημα» προσδιορίστηκε ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος στο παράρτημα του λεξικού της Οξφόρδης (OED) μόλις το 1933, και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να παραγκωνίζεται στα πανεπιστημιακά συγγράμματα από τους ισχυρούς συγγενείς του, το μυθιστόρημα, το θέατρο και την ποίηση. Ο λόγος; Τον συνοψίζει ο Nemerov: τα διηγήματα δεν είναι παρά «καμώματα σαλονιού» ή «διασκεδάσεις με διάφορα τεχνάσματα».
Οι Gogol, Poe, Ο Henry, Maupassant και Hemingway έχουν διαφορετική γνώμη.
Το Παλτό του Gogol έβαλε το διήγημα στο λογοτεχνικό στερέωμα. «Όλοι μας βγήκαμε από το Παλτό του Γκόγκολ», θα πει ο Τουργκένιεφ. Και παρ’ όλο που στην Δύση τα διηγήματα των Poe και Maupassant δημοσιεύονταν σε περιοδικά που δεν είχαν το σεβασμό των αποκαλούμενων σοβαρών κριτικών, ο κόσμος τα αγκάλιασε και τα αγάπησε όσο κανένα άλλο. Κι όσο κι αν οι κριτικοί έβλεπαν αφ’ υψηλού αυτό το «ακρωτηριασμένο μυθιστόρημα», εμφανίστηκαν αίφνης οι Ο. Henry και Bierce κι έκαναν το διήγημα ακόμα συντομότερο, προσθέτοντας το απροσδόκητο τέλος και την απροσδόκητη αρχή, αντίστοιχα. Οι αναγνώστες ξετρελάθηκαν και οι κριτικοί δεν μπορούσαν πλέον να αγνοήσουν το είδος που υπηρέτησαν τόσο μεγάλοι λογοτέχνες όπως οι παραπάνω.
Το διήγημα: Η αναγνώριση
Η βιομηχανική εποχή έφερε τον άνθρωπο αντιμέτωπο με δυνάμεις που δεν είχε τολμήσει να φανταστεί. Ξαφνικά ένιωσε μόνος και ανήμπορος. Ο Gogol δεν εισήγαγε με το Παλτό του μόνο το διήγημα στην λογοτεχνία, αλλά εγκαινίασε και την προσπάθεια του ταπεινού ανθρώπου να αντιμετωπίσει με κάποιο τρόπο αυτό το νέο παρόν και μέλλον: ο υπαλληλάκος της ιστορίας του, που πεθαίνει από το κρύο επειδή κάποιος του έκλεψε το καινούργιο παλτό του που το είχε αγοράσει με αιματηρές οικονομίες, επιστρέφει στην γη ως φάντασμα, στοιχειώνοντας την γέφυρα όπου είχε γίνει η κλοπή και αναζητώντας τον υπαίτιο.
Μπορεί ο κλέφτης να ’ταν άνθρωπος, μπορεί η ιστορία σήμερα να φαίνεται κοινότοπη, το γεγονός όμως πως ο δράστης είναι άγνωστος και η κοινωνική οργάνωση (αστυνομία) ανήμπορη να τον εντοπίσει οδηγεί τον Gogol στην υπέρβαση και την οριοθέτηση του δράστη ως κάποιας μυστικής οντότητας, πέρα απ’ τις επίγειες δυνάμεις, πέρα απ’ αυτό τον κόσμο. Πώς μπορεί, λοιπόν, ο γήινος άνθρωπος να αντιμετωπίσει μια τέτοια δύναμη; Πολύ απλά, σκέφτηκε ο Gogol, με το να γίνει κι ο ίδιος υπερφυσικός, ένα φάντασμα: ο άνθρωπος ξεπερνάει την φύση του, αρνείται να υποταχθεί στις δυνάμεις που ο ίδιος απελευθέρωσε και, το πιο σημαντικό, παλεύει να τις υποτάξει!
Ο Gogol αντιμετώπισε τις απαιτήσεις της εποχής του με την αισιοδοξία που αποτελεί την μια όψη του νομίσματος που λέγεται άνθρωπος. Ο Poe, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έκανε το ίδιο με την απαισιοδοξία που χαρακτηρίζει την άλλη πλευρά. Έφερε την εξισορρόπηση για την οποία μιλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και έδωσε, σε συνδυασμό με τον Gogol, το μέτρο βάσει του οποίου ο άνθρωπος της νέας εποχής μετράει τον εαυτό του και τα επιτεύγματά του.
Το σύντομο διήγημα
«Ο τελευταίος άνθρωπος στην γη καθόταν σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι του σπιτιού του, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.»
Fredric Brown
Τρόμος; Κωμωδία; Φρίκη; Τρέλα; Παράνοια; Όνειρο; Κάτι άλλο;
Ναι. Κάτι άλλο. Ένας απέραντος ωκεανός ανατρεπτικών ιδεών, ένας ορίζοντας απροσδόκητων απόψεων, ένας φρέσκος τρόπος σκέψης.
Αυτό είναι το σύντομο διήγημα.
Το σύντομο διήγημα είναι η επιτομή του νοήματος και η πεμπτουσία της τέχνης της γλώσσας. Μέσα σε λίγες γραμμές δίνει ένα νόημα που αποτελεί το έναυσμα μιας χιονοστιβάδας σκέψεων. Ο αναγνώστης δεν μπορεί απλώς να το διαβάσει και να το αφήσει στην άκρη· είναι αναγκασμένος να βάλει το μυαλό του να δουλέψει, να περάσει σε ενεργητικό ρόλο. Το σύντομο διήγημα ανάβει την φωτιά, ο αναγνώστης καίγεται.
Οι δυο γραμμές του Fredric Brown δεν είναι μερικές λέξεις ριγμένες στην τύχη, είναι ένας πίνακας μιας άλλης πραγματικότητας. Οι λέξεις είναι γνωστές, το νόημα της φράσης κατανοητό, αλλά ο κόσμος που ζωγραφίζει είναι ταυτόχρονα απελπιστικά γνώριμος και τρομακτικά ξένος. Η γνώριμη εικόνα της ανάπαυσης στο σπίτι αποκτά διαστάσεις που σοκάρουν. Η νέα πραγματικότητα είναι για μερικούς αναγνώστες φρικιαστική, γι’ άλλους τραγελαφική, για κάποιους τρίτους, ίσως, παρανοϊκή.
Για κανέναν όμως δεν είναι η πραγματικότητα που ήξερε. Είναι ένα σύμπαν που διέπεται από άλλους κανόνες. Η καθημερινότητα δεν είναι πια δεδομένη, η ρουτίνα δεν είναι τόσο κουραστική, ούτε όμως και τόσο ασφαλής. Κανένας αναγνώστης δεν μπορεί να αγνοήσει αυτό το χτύπημα στην πόρτα. Για να ησυχάσει απ’ αυτό πρέπει να το σκεφτεί μέχρι τέλους. Να εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες, να σβήσει τη φωτιά που άναψε μέσα του. Δεν έχει να κάνει με το μυθιστόρημα, που του παρέχει τις λύσεις, ούτε με το θεατρικό έργο, που δίνει διεξόδους στην δίωρη διάρκειά του· έχει να κάνει με το σύντομο διήγημα, που το διάβασμά του δεν είναι παρά μια αρχή! Η συνέχεια και το τέλος εναπόκεινται στον αναγνώστη.
Αυτή είναι η ουσία του σύντομου διηγήματος. Και δεν είναι σημείο των καιρών μας. Δεν οφείλει την ύπαρξή του στην ταχύτητα της εποχής μας, δεν είναι γέννημα της έλλειψης χρόνου για διάβασμα του σημερινού αναγνώστη. Παίρνοντας υπ’ όψη και το απροσδόκητο, το απρόσμενο που χαρακτηρίζει το είδος αυτό, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα πως προήλθε από την ανάγκη του ανθρώπου να κλονίσει ο ίδιος αυτά που τον κάνουν να βολεύεται και να εφησυχάζει.
Απ’ τις κλεμμένες και παραποιημένες παραβολές της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, απ’ τους Μύθους του Αισώπου, απ’ τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ και τις Ιστορίες του κ. Κόινερ του Μπρεχτ, το σύντομο διήγημα δεν έκανε παρά αυτό: με ελάχιστες λέξεις να ταράζει τα λιμνάζοντα νερά και να σπρώχνει τον άνθρωπο σε νέους συλλογισμούς. Οι μύθοι, οι παραβολές και τα παραμύθια εξακολουθούν να δίνουν τις σπίθες. Αλλά τα νέα επιστημονικά επιτεύγματα και η τεχνολογική εξέλιξη πλουτίζουν το σύντομο διήγημα με νέα δεδομένα που έλειπαν από τις παραπάνω παραδοσιακές μορφές του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου