Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε το πρόβλημα, το μόνο αίτιο που ανακύπτει διαρκώς είναι ο φόβος. Οι άνθρωποι που έχουν αυτοπεποίθηση δε χάνουν την ώρα τους μειώνοντας τους άλλους. Πίσω από την υπεροψία υπάρχει τρόμος. Θα πρέπει να φέρουμε βαρέως την κατωτερότητά μας για να δημιουργούμε στους άλλους την εντύπωση ότι δεν είναι αντάξιοί μας.
Ο φόβος αυτός μεταδίδεται ωσμωτικά από τη μια γενεά στην άλλη. Όπως είθισται στα πρότυπα βίαιης συμπεριφοράς, οι σνομπ παράγουν σνομπ. Ο πρώτος που βιώνει μειωτικά την ταπεινή κοινωνική του θέση μεταδίδει την αντίληψη αυτή στα παιδιά του, στερώντας τους το ψυχοσυναισθηματικό υπόβαθρο που θα τους παρείχε την εσωτερική ηρεμία, ώστε να διανοηθούν ότι η έλλειψη γοήτρου (η δική τους όσο και των άλλων) δεν ισοδυναμεί με ποταπότητα και ότι η υψηλή κοινωνική θέση δεν ταυτίζεται με την ανωτερότητα.
Σε μια γελοιογραφία που δημοσιεύθηκε το 1892 στο περιοδικό Punch, μια κόρη που ένα ανοιξιάτικο πρωινό κάνει περίπατο με τη μητέρα της στο Χάυντ Παρκ αναφωνεί: «Κοίτα, μαμά, οι Σπάισερ Ουίλκοξ! Έμαθα ότι λαχταρούν να μας γνωρίσουν. Πάμε να τους μιλήσουμε;».
«Ασφαλώς όχι, χρυσό μου» αποκρίνεται η μητέρα. «Αν λαχταρούν να μας γνωρίσουν, δεν αξίζει να τους γνωρίσουμε. Μόνο εκείνους που δε θέλουν να μας γνωρίσουν αξίζει να γνωρίζουμε».
Αν δε βρεθεί κάποιος να συντρέξει τη μαμά και να επουλώσει τα ψυχικά τραύματα που αναφαίνονται από τη συμπεριφορά της, δεν υπάρχει ελπίδα ότι η κυρία θα καταφέρει κάποτε να ενδιαφερθεί για τους Σπάισερ Ουίλκοξ – και ότι θα διακοπεί ο φαύλος κύκλος του σνομπισμού που απορρέει από το φόβο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου