ΙΣΟΚΡ 10.16–20
Οι ήρωες απέναντι στην ομορφιά της Ελένης
Περνώντας στο κύριο μέρος του λόγου του, ο Ισοκράτης αναφέρθηκε –χωρίς, όμως, να τον κατονομάσει– σε έναν ρήτορα που είχε γράψει λόγο για την ωραία Ελένη: τον επαίνεσε για την επιλογή του θέματος, διατύπωσε, ωστόσο, την επιφύλαξη ότι, ενώ είχε ως στόχο να γράψει εγκώμιο, κατέληξε να συντάξει μια απολογία του βίου της. Επειδή κάτι τέτοιο όμως απαιτεί, κατά τον ρήτορα, τη χρήση διαφορετικών ρητορικών μέσων, δήλωσε ότι θα επιχειρήσει και αυτός να προσεγγίσει με τη σειρά του το ίδιο θέμα.
[16] Τὴν μὲν οὖν ἀρχὴν τοῦ λόγου ποιήσομαι τὴν ἀρχὴν
τοῦ γένους αὐτῆς. πλείστων γὰρ ἡμιθέων ὑπὸ Διὸς γεννη-
θέντων μόνης ταύτης γυναικὸς πατὴρ ἠξίωσε κληθῆναι.
σπουδάσας δὲ μάλιστα περί τε τὸν ἐξ Ἀλκμήνης καὶ τοὺς
ἐκ Λήδας, τοσούτῳ μᾶλλον Ἑλένην Ἡρακλέους προὐτί-
μησεν ὥστε τῷ μὲν ἰσχὺν ἔδωκεν, ἣ βίᾳ τῶν ἄλλων κρατεῖν
δύναται, τῇ δὲ κάλλος ἀπένειμεν, ὃ καὶ τῆς ῥώμης αὐτῆς
ἄρχειν πέφυκεν. [17] εἰδὼς δὲ τὰς ἐπιφανείας καὶ τὰς
λαμπρότητας οὐκ ἐκ τῆς ἡσυχίας, ἀλλ’ ἐκ τῶν πολέμων
καὶ τῶν ἀγώνων γιγνομένας, βουλόμενος αὐτῶν μὴ μόνον
τὰ σώματ’ εἰς θεοὺς ἀναγαγεῖν ἀλλὰ καὶ τὰς δόξας ἀει-
μνήστους καταλιπεῖν, τοῦ μὲν ἐπίπονον καὶ φιλοκίνδυνον
τὸν βίον κατέστησε, τῆς δὲ περίβλεπτον καὶ περιμάχητον
τὴν φύσιν ἐποίησεν.
[18] Καὶ πρῶτον μὲν Θησεύς, ὁ λεγόμενος μὲν Αἰγέως,
γενομένος δ’ ἐκ Ποσειδῶνος, ἰδὼν αὐτὴν οὔπω μὲν ἀκμά-
ζουσαν, ἤδη δὲ τῶν ἄλλων διαφέρουσαν, τοσοῦτον ἡττήθη
τοῦ κάλλους ὁ κρατεῖν τῶν ἄλλων εἰθισμένος, ὥσθ’ ὑπαρ-
χούσης αὐτῷ καὶ πατρίδος μεγίστης καὶ βασιλείας ἀσφαλε-
στάτης ἡγησάμενος οὐκ ἄξιον εἶναι ζῆν ἐπὶ τοῖς παροῦσιν
ἀγαθοῖς ἄνευ τῆς πρὸς ἐκείνην οἰκειότητος, [19] ἐπειδὴ
παρὰ τῶν κυρίων οὐχ οἷός τ’ ἦν αὐτὴν λαβεῖν, ἀλλ’ ἐπέ-
μενον τήν τε τῆς παιδὸς ἡλικίαν καὶ τὸν χρησμὸν τὸν
παρὰ τῆς Πυθίας, ὑπεριδὼν τὴν ἀρχὴν τὴν Τυνδάρεω καὶ
καταφρονήσας τῆς ῥώμης τῆς Κάστορος καὶ Πολυδεύκους
καὶ πάντων τῶν ἐν Λακεδαίμονι δεινῶν ὀλιγωρήσας, βίᾳ
λαβὼν αὐτὴν εἰς Ἄφιδναν τῆς Ἀττικῆς κατέθετο, [20] καὶ
τοσαύτην χάριν ἔσχε Πειρίθῳ τῷ μετασχόντι τῆς ἁρπα-
γῆς, ὥστε βουληθέντος αὐτοῦ μνηστεῦσαι Κόρην τὴν
Διὸς καὶ Δήμητρος, καὶ παρακαλοῦντος ἐπὶ τὴν εἰς
Ἅιδου κατάβασιν, ἐπειδὴ συμβουλεύων οὐχ οἷός τ’ ἦν
ἀποτρέπειν, προδήλου τῆς συμφορᾶς οὔσης ὅμως αὐτῷ
συνηκολούθησε, νομίζων ὀφείλειν τοῦτον τὸν ἔρανον,
μηδενὸς ἀποστῆναι τῶν ὑπὸ Πειρίθου προσταχθέντων
ἀνθ’ ὧν ἐκεῖνος αὐτῷ συνεκινδύνευσεν.
***
Θα αρχίσω λοιπόν τον λόγον μου από την αρχήν της καταγωγής της. Διότι, ενώ πάρα πολλοί ημίθεοι εγεννήθησαν εκ του Διός, μόνον αυτής της γυναικός ο Ζευς ηξίωσε να ονομασθή πατήρ. Ενώ δε κατ' εξοχήν εφρόντισε διά τον υιόν της Αλκμήνης και τα τέκνα της Λήδας, τόσον περισσότερον επροτίμησε την Ελένην του Ηρακλέους, ώστε εις τούτον μεν έδωκε δύναμιν, η οποία δύναται διά της βίας να επικρατή των άλλων, εις εκείνην δε έδωκεν ωραιότητα, η οποία εκ φύσεως είναι τοιαύτη ώστε να κυριαρχή και αυτής της δυνάμεως. Γνωρίζων δε ότι η επίδειξις και η δόξα δεν προέρχονται από την ησυχίαν, αλλ' από τους πολέμους και τους αγώνας, επειδή ήθελε όχι μόνον να εξυψώση τα σώματά των μέχρι των θεών, αλλά να μείνη επί της γης και η δόξα των αείμνηστος, εκείνου μεν τον βίον (του Ηρακλέους) έκαμεν επίπονον και φιλοκίνδυνον, εκείνην δε επροίκισε με ωραιότητα, ώστε έγινε περίβλεπτος και περιμάχητος.
Και πρώτον μεν ο Θησεύς, τον οποίον φέρουν ως υιόν του Αιγέως, αλλά πράγματι είναι υιός του Ποσειδώνος, ιδών αυτήν ότε δεν ήτο ακόμη εις την ακμήν της ηλικίας της, αλλά διεκρίνετο ήδη των άλλων κορασίδων, εσαγηνεύθη τόσον πολύ από την ωραιότητά της αυτός, ο οποίος ήτο συνηθισμένος να νικά τους άλλους, ώστε, αν και είχε πατρίδα και βασιλείαν ασφαλεστάτην, έκρινεν ότι δεν ήτο άξιον να ζη εν μέσω των αγαθών, τα οποία απήλαυε, χωρίς να αποκτήση την οικειότητα εκείνης. Επειδή δε δεν ηδύνατο να λάβη αυτήν παρά των γονέων της, διότι ούτοι επερίμεναν ώστε να φθάση εις την νόμιμον ηλικίαν και να είπη η Πυθία τον χρησμόν της, καταφρονήσας την εξουσίαν του Τυνδάρεω και την δύναμιν του Κάστορος και Πολυδεύκους και παραμελήσας όλους τους εν Λακεδαίμονι κινδύνους, ήρπασε την κόρην και την εγκατέστησε εις τας Αφίδνας της Αττικής.
Και τόσον μεγάλη υπήρξεν η ευγνωμοσύνη του προς τον Πειρίθουν, ο οποίος τον εβοήθησεν εις την αρπαγήν, ώστε, ότε ηθέλησεν ούτος να ερωτοτροπήση προς την Περσεφόνην, την κόρην του Διός και της Δήμητρος, και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση διά να καταβή εις τον Άδην, μετά τας ματαίας συμβουλάς του να τον αποτρέψη από την απόπειραν ταύτην, διότι ο κίνδυνος ήτο προφανής, όμως ηκολούθησεν αυτόν, διότι ενόμιζεν ότι, διά να εκπληρώση το χρέος του, δεν έπρεπε να αποφύγη τίποτε από όσα εζήτει ο Πειρίθους εις αντιστάθμισμα των κινδύνων, τους οποίους εκείνος εδοκίμασε μαζί με αυτόν.
Θα αρχίσω λοιπόν τον λόγον μου από την αρχήν της καταγωγής της. Διότι, ενώ πάρα πολλοί ημίθεοι εγεννήθησαν εκ του Διός, μόνον αυτής της γυναικός ο Ζευς ηξίωσε να ονομασθή πατήρ. Ενώ δε κατ' εξοχήν εφρόντισε διά τον υιόν της Αλκμήνης και τα τέκνα της Λήδας, τόσον περισσότερον επροτίμησε την Ελένην του Ηρακλέους, ώστε εις τούτον μεν έδωκε δύναμιν, η οποία δύναται διά της βίας να επικρατή των άλλων, εις εκείνην δε έδωκεν ωραιότητα, η οποία εκ φύσεως είναι τοιαύτη ώστε να κυριαρχή και αυτής της δυνάμεως. Γνωρίζων δε ότι η επίδειξις και η δόξα δεν προέρχονται από την ησυχίαν, αλλ' από τους πολέμους και τους αγώνας, επειδή ήθελε όχι μόνον να εξυψώση τα σώματά των μέχρι των θεών, αλλά να μείνη επί της γης και η δόξα των αείμνηστος, εκείνου μεν τον βίον (του Ηρακλέους) έκαμεν επίπονον και φιλοκίνδυνον, εκείνην δε επροίκισε με ωραιότητα, ώστε έγινε περίβλεπτος και περιμάχητος.
Και πρώτον μεν ο Θησεύς, τον οποίον φέρουν ως υιόν του Αιγέως, αλλά πράγματι είναι υιός του Ποσειδώνος, ιδών αυτήν ότε δεν ήτο ακόμη εις την ακμήν της ηλικίας της, αλλά διεκρίνετο ήδη των άλλων κορασίδων, εσαγηνεύθη τόσον πολύ από την ωραιότητά της αυτός, ο οποίος ήτο συνηθισμένος να νικά τους άλλους, ώστε, αν και είχε πατρίδα και βασιλείαν ασφαλεστάτην, έκρινεν ότι δεν ήτο άξιον να ζη εν μέσω των αγαθών, τα οποία απήλαυε, χωρίς να αποκτήση την οικειότητα εκείνης. Επειδή δε δεν ηδύνατο να λάβη αυτήν παρά των γονέων της, διότι ούτοι επερίμεναν ώστε να φθάση εις την νόμιμον ηλικίαν και να είπη η Πυθία τον χρησμόν της, καταφρονήσας την εξουσίαν του Τυνδάρεω και την δύναμιν του Κάστορος και Πολυδεύκους και παραμελήσας όλους τους εν Λακεδαίμονι κινδύνους, ήρπασε την κόρην και την εγκατέστησε εις τας Αφίδνας της Αττικής.
Και τόσον μεγάλη υπήρξεν η ευγνωμοσύνη του προς τον Πειρίθουν, ο οποίος τον εβοήθησεν εις την αρπαγήν, ώστε, ότε ηθέλησεν ούτος να ερωτοτροπήση προς την Περσεφόνην, την κόρην του Διός και της Δήμητρος, και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση διά να καταβή εις τον Άδην, μετά τας ματαίας συμβουλάς του να τον αποτρέψη από την απόπειραν ταύτην, διότι ο κίνδυνος ήτο προφανής, όμως ηκολούθησεν αυτόν, διότι ενόμιζεν ότι, διά να εκπληρώση το χρέος του, δεν έπρεπε να αποφύγη τίποτε από όσα εζήτει ο Πειρίθους εις αντιστάθμισμα των κινδύνων, τους οποίους εκείνος εδοκίμασε μαζί με αυτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου