ΘΟΥΚ 8.52.1–8.54.4
(ΘΟΥΚ 8.47.1–8.59.1: Η δράση του Αλκιβιάδη στην Ιωνία)
Ο Αλκιβιάδης εντείνει τις προσπάθειές του – Πρόταση του Πείσανδρου για επιβολή ολιγαρχικού πολιτεύματος
[8.52.1] Μετὰ δὲ τοῦτο Ἀλκιβιάδης μὲν Τισσαφέρνην παρε-
σκεύαζε καὶ ἀνέπειθεν ὅπως φίλος ἔσται τοῖς Ἀθηναίοις,
δεδιότα μὲν τοὺς Πελοποννησίους, ὅτι πλέοσι ναυσὶ τῶν
Ἀθηναίων παρῆσαν, βουλόμενον δὲ ὅμως, εἰ δύναιτό πως,
πεισθῆναι, ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ τὴν ἐν τῇ Κνίδῳ διαφορὰν
περὶ τῶν Θηριμένους σπονδῶν ᾔσθετο τῶν Πελοποννησίων
(ἤδη γὰρ κατὰ τοῦτον τὸν καιρὸν ἐν τῇ Ῥόδῳ ὄντων αὐτῶν
ἐγεγένητο)· ἐν ᾗ τὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου λόγον πρότερον εἰρη-
μένον περὶ τοῦ ἐλευθεροῦν τοὺς Λακεδαιμονίους τὰς ἁπάσας
πόλεις ἐπηλήθευσεν ὁ Λίχας, οὐ φάσκων ἀνεκτὸν εἶναι
ξυγκεῖσθαι κρατεῖν βασιλέα τῶν πόλεων ὧν ποτὲ καὶ πρό-
τερον ἢ αὐτὸς ἢ οἱ πατέρες ἦρχον. καὶ ὁ μὲν Ἀλκιβιάδης,
ἅτε περὶ μεγάλων ἀγωνιζόμενος, προθύμως τὸν Τισσαφέρνην
θεραπεύων προσέκειτο· [8.53.1] οἱ δὲ μετὰ τοῦ Πεισάνδρου πρέσβεις
τῶν Ἀθηναίων ἀποσταλέντες ἐκ τῆς Σάμου ἀφικόμενοι ἐς
τὰς Ἀθήνας λόγους ἐποιοῦντο ἐν τῷ δήμῳ κεφαλαιοῦντες
ἐκ πολλῶν, μάλιστα δὲ ὡς ἐξείη αὐτοῖς Ἀλκιβιάδην κατα-
γαγοῦσι καὶ μὴ τὸν αὐτὸν τρόπον δημοκρατουμένοις βασιλέα
τε ξύμμαχον ἔχειν καὶ Πελοποννησίων περιγενέσθαι. [8.53.2] ἀντι-
λεγόντων δὲ πολλῶν καὶ ἄλλων περὶ τῆς δημοκρατίας καὶ
τῶν Ἀλκιβιάδου ἅμα ἐχθρῶν διαβοώντων ὡς δεινὸν εἴη
εἰ τοὺς νόμους βιασάμενος κάτεισι, καὶ Εὐμολπιδῶν καὶ
Κηρύκων περὶ τῶν μυστικῶν δι’ ἅπερ ἔφυγε μαρτυρομένων
καὶ ἐπιθειαζόντων μὴ κατάγειν, ὁ Πείσανδρος παρελθὼν
πρὸς πολλὴν ἀντιλογίαν καὶ σχετλιασμὸν ἠρώτα ἕνα ἕκαστον
παράγων τῶν ἀντιλεγόντων, εἴ τινα ἐλπίδα ἔχει σωτηρίας
τῇ πόλει, Πελοποννησίων ναῦς τε οὐκ ἐλάσσους σφῶν ἐν
τῇ θαλάσσῃ ἀντιπρῴρους ἐχόντων καὶ πόλεις ξυμμαχίδας
πλείους, βασιλέως τε αὐτοῖς καὶ Τισσαφέρνους χρήματα
παρεχόντων, σφίσι τε οὐκέτι ὄντων, εἰ μή τις πείσει
βασιλέα μεταστῆναι παρὰ σφᾶς. [8.53.3] ὁπότε δὲ μὴ φαῖεν ἐρω-
τώμενοι, ἐνταῦθα δὴ σαφῶς ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι «τοῦτο τοίνυν
οὐκ ἔστιν ἡμῖν γενέσθαι, εἰ μὴ πολιτεύσομεν τε σωφρονέσ-
τερον καὶ ἐς ὀλίγους μᾶλλον τὰς ἀρχὰς ποιήσομεν, ἵνα
πιστεύῃ ἡμῖν βασιλεύς, καὶ μὴ περὶ πολιτείας τὸ πλέον
βουλεύσομεν ἐν τῷ παρόντι ἢ περὶ σωτηρίας (ὕστερον γὰρ
ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταθέσθαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ), Ἀλκιβιάδην
τε κατάξομεν, ὃς μόνος τῶν νῦν οἷός τε τοῦτο κατεργάσασθαι.»
[8.54.1] ὁ δὲ δῆμος τὸ μὲν πρῶτον ἀκούων χαλεπῶς ἔφερε τὸ περὶ
τῆς ὀλιγαρχίας· σαφῶς δὲ διδασκόμενος ὑπὸ τοῦ Πεισάν-
δρου μὴ εἶναι ἄλλην σωτηρίαν, δείσας καὶ ἅμα ἐπελπίζων
ὡς καὶ μεταβαλεῖται, ἐνέδωκεν. [8.54.2] καὶ ἐψηφίσαντο πλεύ-
σαντα τὸν Πείσανδρον καὶ δέκα ἄνδρας μετ’ αὐτοῦ πράσσειν
ὅπῃ [ἂν] αὐτοῖς δοκοίη ἄριστα ἕξειν τά τε πρὸς τὸν Τισ-
σαφέρνην καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην. [8.54.3] ἅμα τε διαβαλόντος καὶ
Φρύνιχον τοῦ Πεισάνδρου παρέλυσεν ὁ δῆμος τῆς ἀρχῆς
καὶ τὸν ξυνάρχοντα Σκιρωνίδην, ἀντέπεμψαν δὲ στρατηγοὺς
ἐπὶ τὰς ναῦς Διομέδοντα καὶ Λέοντα. τὸν δὲ Φρύνιχον ὁ
Πείσανδρος φάσκων Ἴασον προδοῦναι καὶ Ἀμόργην διέ-
βαλεν, οὐ νομίζων ἐπιτήδειον εἶναι τοῖς πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην
πρασσομένοις. [8.54.4] καὶ ὁ μὲν Πείσανδρος τάς τε ξυνωμοσίας,
αἵπερ ἐτύγχανον πρότερον ἐν τῇ πόλει οὖσαι ἐπὶ δίκαις
καὶ ἀρχαῖς, ἁπάσας ἐπελθὼν καὶ παρακελευσάμενος ὅπως
ξυστραφέντες καὶ κοινῇ βουλευσάμενοι καταλύσουσι τὸν
δῆμον, καὶ τἆλλα παρασκευάσας ἐπὶ τοῖς παροῦσιν ὥστε
μηκέτι διαμέλλεσθαι, αὐτὸς μετὰ τῶν δέκα ἀνδρῶν τὸν
πλοῦν ὡς τὸν Τισσαφέρνην ποιεῖται.
[8.52.1] Μετὰ δὲ τοῦτο Ἀλκιβιάδης μὲν Τισσαφέρνην παρε-
σκεύαζε καὶ ἀνέπειθεν ὅπως φίλος ἔσται τοῖς Ἀθηναίοις,
δεδιότα μὲν τοὺς Πελοποννησίους, ὅτι πλέοσι ναυσὶ τῶν
Ἀθηναίων παρῆσαν, βουλόμενον δὲ ὅμως, εἰ δύναιτό πως,
πεισθῆναι, ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ τὴν ἐν τῇ Κνίδῳ διαφορὰν
περὶ τῶν Θηριμένους σπονδῶν ᾔσθετο τῶν Πελοποννησίων
(ἤδη γὰρ κατὰ τοῦτον τὸν καιρὸν ἐν τῇ Ῥόδῳ ὄντων αὐτῶν
ἐγεγένητο)· ἐν ᾗ τὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου λόγον πρότερον εἰρη-
μένον περὶ τοῦ ἐλευθεροῦν τοὺς Λακεδαιμονίους τὰς ἁπάσας
πόλεις ἐπηλήθευσεν ὁ Λίχας, οὐ φάσκων ἀνεκτὸν εἶναι
ξυγκεῖσθαι κρατεῖν βασιλέα τῶν πόλεων ὧν ποτὲ καὶ πρό-
τερον ἢ αὐτὸς ἢ οἱ πατέρες ἦρχον. καὶ ὁ μὲν Ἀλκιβιάδης,
ἅτε περὶ μεγάλων ἀγωνιζόμενος, προθύμως τὸν Τισσαφέρνην
θεραπεύων προσέκειτο· [8.53.1] οἱ δὲ μετὰ τοῦ Πεισάνδρου πρέσβεις
τῶν Ἀθηναίων ἀποσταλέντες ἐκ τῆς Σάμου ἀφικόμενοι ἐς
τὰς Ἀθήνας λόγους ἐποιοῦντο ἐν τῷ δήμῳ κεφαλαιοῦντες
ἐκ πολλῶν, μάλιστα δὲ ὡς ἐξείη αὐτοῖς Ἀλκιβιάδην κατα-
γαγοῦσι καὶ μὴ τὸν αὐτὸν τρόπον δημοκρατουμένοις βασιλέα
τε ξύμμαχον ἔχειν καὶ Πελοποννησίων περιγενέσθαι. [8.53.2] ἀντι-
λεγόντων δὲ πολλῶν καὶ ἄλλων περὶ τῆς δημοκρατίας καὶ
τῶν Ἀλκιβιάδου ἅμα ἐχθρῶν διαβοώντων ὡς δεινὸν εἴη
εἰ τοὺς νόμους βιασάμενος κάτεισι, καὶ Εὐμολπιδῶν καὶ
Κηρύκων περὶ τῶν μυστικῶν δι’ ἅπερ ἔφυγε μαρτυρομένων
καὶ ἐπιθειαζόντων μὴ κατάγειν, ὁ Πείσανδρος παρελθὼν
πρὸς πολλὴν ἀντιλογίαν καὶ σχετλιασμὸν ἠρώτα ἕνα ἕκαστον
παράγων τῶν ἀντιλεγόντων, εἴ τινα ἐλπίδα ἔχει σωτηρίας
τῇ πόλει, Πελοποννησίων ναῦς τε οὐκ ἐλάσσους σφῶν ἐν
τῇ θαλάσσῃ ἀντιπρῴρους ἐχόντων καὶ πόλεις ξυμμαχίδας
πλείους, βασιλέως τε αὐτοῖς καὶ Τισσαφέρνους χρήματα
παρεχόντων, σφίσι τε οὐκέτι ὄντων, εἰ μή τις πείσει
βασιλέα μεταστῆναι παρὰ σφᾶς. [8.53.3] ὁπότε δὲ μὴ φαῖεν ἐρω-
τώμενοι, ἐνταῦθα δὴ σαφῶς ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι «τοῦτο τοίνυν
οὐκ ἔστιν ἡμῖν γενέσθαι, εἰ μὴ πολιτεύσομεν τε σωφρονέσ-
τερον καὶ ἐς ὀλίγους μᾶλλον τὰς ἀρχὰς ποιήσομεν, ἵνα
πιστεύῃ ἡμῖν βασιλεύς, καὶ μὴ περὶ πολιτείας τὸ πλέον
βουλεύσομεν ἐν τῷ παρόντι ἢ περὶ σωτηρίας (ὕστερον γὰρ
ἐξέσται ἡμῖν καὶ μεταθέσθαι, ἢν μή τι ἀρέσκῃ), Ἀλκιβιάδην
τε κατάξομεν, ὃς μόνος τῶν νῦν οἷός τε τοῦτο κατεργάσασθαι.»
[8.54.1] ὁ δὲ δῆμος τὸ μὲν πρῶτον ἀκούων χαλεπῶς ἔφερε τὸ περὶ
τῆς ὀλιγαρχίας· σαφῶς δὲ διδασκόμενος ὑπὸ τοῦ Πεισάν-
δρου μὴ εἶναι ἄλλην σωτηρίαν, δείσας καὶ ἅμα ἐπελπίζων
ὡς καὶ μεταβαλεῖται, ἐνέδωκεν. [8.54.2] καὶ ἐψηφίσαντο πλεύ-
σαντα τὸν Πείσανδρον καὶ δέκα ἄνδρας μετ’ αὐτοῦ πράσσειν
ὅπῃ [ἂν] αὐτοῖς δοκοίη ἄριστα ἕξειν τά τε πρὸς τὸν Τισ-
σαφέρνην καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην. [8.54.3] ἅμα τε διαβαλόντος καὶ
Φρύνιχον τοῦ Πεισάνδρου παρέλυσεν ὁ δῆμος τῆς ἀρχῆς
καὶ τὸν ξυνάρχοντα Σκιρωνίδην, ἀντέπεμψαν δὲ στρατηγοὺς
ἐπὶ τὰς ναῦς Διομέδοντα καὶ Λέοντα. τὸν δὲ Φρύνιχον ὁ
Πείσανδρος φάσκων Ἴασον προδοῦναι καὶ Ἀμόργην διέ-
βαλεν, οὐ νομίζων ἐπιτήδειον εἶναι τοῖς πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην
πρασσομένοις. [8.54.4] καὶ ὁ μὲν Πείσανδρος τάς τε ξυνωμοσίας,
αἵπερ ἐτύγχανον πρότερον ἐν τῇ πόλει οὖσαι ἐπὶ δίκαις
καὶ ἀρχαῖς, ἁπάσας ἐπελθὼν καὶ παρακελευσάμενος ὅπως
ξυστραφέντες καὶ κοινῇ βουλευσάμενοι καταλύσουσι τὸν
δῆμον, καὶ τἆλλα παρασκευάσας ἐπὶ τοῖς παροῦσιν ὥστε
μηκέτι διαμέλλεσθαι, αὐτὸς μετὰ τῶν δέκα ἀνδρῶν τὸν
πλοῦν ὡς τὸν Τισσαφέρνην ποιεῖται.
***
[8.52.1] Ύστερ' απ' αυτά εξακολούθησε ο Αλκιβιάδης να προετοιμάζει και να δασκαλεύει τον Τισσαφέρνη, με ποιον τρόπο να μεταγυρίσει τη φιλία του προς τους Αθηναίους· ο Τισσαφέρνης είχε αρχίσει να φοβάται κι αυτούς τους Λακεδαιμονίους, γιατί βρίσκονταν στα λημέρια του με περισσότερα καράβια παρά οι Αθηναίοι, και ήθελε ν' ακολουθήσει τις ορμήνειες του Αλκιβιάδη, αν μπορούσε με κάποιον τρόπο να πειστεί με ισχυρά επιχειρήματα τόσο γι' άλλους λόγους όσο και γιατί είχε μάθει τη διένεξη στην Κνίδο ανάμεσα στους Πελοποννησίους ως για τις σπονδές του Θηριμένη (γιατί είχε ξεσπάσει στο κεφάλι του την εποχή που βρίσκονταν οι Λακεδαιμόνιοι στη Ρόδο)· εκεί ο Λίχας είχε επικυρώσει με τις δηλώσεις του όσα του είχε πει προτήτερα ο Αλκιβιάδης, πως πολιτική των Λακεδαιμονίων ήταν να ελευθερώσουν όλες τις Ελληνικές πολιτείες χωρίς εξαίρεση, λέγοντας πως ήταν αβάσταχτο να υπάρχουνε συνθήκες που έδιναν στο βασιλιά της Περσίας την επικυριαρχία σε όσες πολιτείες εξουσίασε ποτέ ή αυτός ο ίδιος ή οι πρόγονοί του. Και τώρα βέβαια ο Αλκιβιάδης, που τα έπαιζε όλα για όλα κολάκευε κι ορμήνευε τον Τισσαφέρνη με ζήλο πολύ κ' επιμονή.
[8.53.1] Οι πρέσβεις τώρα που είχανε στείλει από τη Σάμο οι Αθηναίοι με αρχηγό τον Πείσανδρο, όταν έφτασαν στην Αθήνα, μίλησαν μπροστά στην σύναξη του λαού, συγκεφαλαιώνοντας πολλά επιχειρήματα και τονίζοντας πως είχαν τώρα οι Αθηναίοι τη δυνατότητα, αν ξανάφερναν πίσω τον Αλκιβιάδη και δεν κρατούσαν το ίδιο δημοκρατικό πολίτευμα, να κερδίσουν τη συμμαχία του Πέρση βασιλιά, και να νικήσουν τους Πελοποννησίους. [8.53.2] Ενώ όμως πολλοί διαμαρτύρονταν, άλλοι υπερασπίζοντας τη δημοκρατία, κ' οι προσωπικοί εχτροί του Αλκιβιάδη φωνάζοντας πως θα ήταν φοβερό να γυρίσει αυτός πίσω πατώντας τους νόμους, και ενώ οι Ευμολπίδες κ' οι Κήρυκες μιλούσαν για τα μυστήρια που για την παράβασή τους είχε εξοριστεί, κ' επικαλούνταν τη μαρτυρία των θεών κ' εξόρκιζαν τον κόσμο να μην τον επαναπατρίσουν, ανέβηκε στο βήμα ο Πείσανδρος, και μιλώντας προς το καταταραγμένο πλήθος κι ακούγοντας από παντού βρισιές κι αντιλογίες, άρχισε να ρωτάει έναν–έναν όσους αντιμιλούσαν, ανεβάζοντάς τους διαδοχικά στο βήμα, τι ελπίδες είχε να σωθεί η πολιτεία τώρα που οι Πελοποννήσιοι είχανε στη θάλασσα καράβια όχι λιγότερα από τα δικά τους, που μπορούν να τους αντιμετωπίσουν πλώρη με πλώρη, καθώς και περισσότερες συμμαχικές πολιτείες απ' αυτούς, και που τους έδιναν χρήματα ο βασιλιάς κι ο Τισσαφέρνης, ενώ οι Αθηναίοι δεν είχαν πια καθόλου, εξόν αν βρισκόταν κάποιος να πείσει το βασιλιά ν' αλλάξει πολιτική και να 'ρθει με το μέρος τους. [8.53.3] Και κάθε φορά που δε μπορούσε ν' απαντήσει ο άλλος παρά πως δεν υπήρχε άλλη ελπίδα, τους έλεγε καθαρά και ξάστερα: «Αυτό λοιπόν δεν μπορεί να μας έρθει αν δεν πολιτευθούμε πιο λογικά κι αν δε δώσουμε την εξουσία στους ολιγαρχικούς για να μας δώσει την εμπιστοσύνη του ο βασιλιάς· (και δε συζητούμε αυτή τη στιγμή για πολίτευμα, παρά για την ίδια την επιβίωσή μας· αργότερα θα γίνει ίσως δυνατό να το γυρίσομε πάλι στη δημοκρατία, αν δε μείνομε ευχαριστημένοι με την αλλαγή), κι αν δε φέρομε πίσω τον Αλκιβιάδη, που είναι ο μόνος από τους συγχρόνους μας που μπορεί να το καταφέρει αυτό».
[8.54.1] Ο λαός όμως, μόλις το πρωτάκουσε για την ολιγαρχία, αγανάχτησε, με την καθαρή όμως ανάπτυξη του Πεισάνδρου πως δεν είναι άλλος τρόπος να σωθούν, και φοβισμένος σύγκαιρα ελπίζοντας πως θα μπορέσει να μεταλλάξει πάλι τα πράματα, υποχώρησε. [8.54.2] Και ψήφισαν να φύγει ο Πείσανδρος και δέκα άλλοι άντρες μαζί του και να διαπραγματευθούν όπως τους φανεί πιο σωστό ως για τις σχέσεις με τον Τισσαφέρνη και με τον Αλκιβιάδη. [8.54.3] Συγχρόνως, επειδή τους συκοφάντησε αυτός το Φρύνιχο, τον έπαψαν από στρατηγό καθώς και το συστράτηγό του το Σκιρωνίδη κ' έστειλαν στη θέση τους στρατηγούς στα καράβια το Διομέδοντα και το Λέοντα. Το Φρύνιχο τον συκοφάντησε ο Πείσανδρος λέγοντας πως είχε προδώσει την Ίασο και την Αμόργη, επειδή δεν τον θεωρούσε ευνοϊκό προς τις διαπραγματεύσεις με τον Αλκιβιάδη. [8.54.4] Και ο Πείσανδρος πήγε σ' όλες τις λέσχες και τους συνδέσμους που υπήρχαν προτήτερα στην πολιτεία για να επηρεάζουν τα δικαστήρια και την εκλογή των αρχόντων και τους ορμήνεψε να ενωθούν όλοι μαζί και να πάρουν κοινά μέτρα για να καταλύσουν τη δημοκρατία· κι αφού προετοίμασε όλες τις άλλες ενέργειες, ώστε να μη καθυστερήσει η εξέλιξη των πραγμάτων, ξεκίνησε με τους δέκα άντρες στο ταξίδι του προς τον Τισσαφέρνη.
[8.52.1] Ύστερ' απ' αυτά εξακολούθησε ο Αλκιβιάδης να προετοιμάζει και να δασκαλεύει τον Τισσαφέρνη, με ποιον τρόπο να μεταγυρίσει τη φιλία του προς τους Αθηναίους· ο Τισσαφέρνης είχε αρχίσει να φοβάται κι αυτούς τους Λακεδαιμονίους, γιατί βρίσκονταν στα λημέρια του με περισσότερα καράβια παρά οι Αθηναίοι, και ήθελε ν' ακολουθήσει τις ορμήνειες του Αλκιβιάδη, αν μπορούσε με κάποιον τρόπο να πειστεί με ισχυρά επιχειρήματα τόσο γι' άλλους λόγους όσο και γιατί είχε μάθει τη διένεξη στην Κνίδο ανάμεσα στους Πελοποννησίους ως για τις σπονδές του Θηριμένη (γιατί είχε ξεσπάσει στο κεφάλι του την εποχή που βρίσκονταν οι Λακεδαιμόνιοι στη Ρόδο)· εκεί ο Λίχας είχε επικυρώσει με τις δηλώσεις του όσα του είχε πει προτήτερα ο Αλκιβιάδης, πως πολιτική των Λακεδαιμονίων ήταν να ελευθερώσουν όλες τις Ελληνικές πολιτείες χωρίς εξαίρεση, λέγοντας πως ήταν αβάσταχτο να υπάρχουνε συνθήκες που έδιναν στο βασιλιά της Περσίας την επικυριαρχία σε όσες πολιτείες εξουσίασε ποτέ ή αυτός ο ίδιος ή οι πρόγονοί του. Και τώρα βέβαια ο Αλκιβιάδης, που τα έπαιζε όλα για όλα κολάκευε κι ορμήνευε τον Τισσαφέρνη με ζήλο πολύ κ' επιμονή.
[8.53.1] Οι πρέσβεις τώρα που είχανε στείλει από τη Σάμο οι Αθηναίοι με αρχηγό τον Πείσανδρο, όταν έφτασαν στην Αθήνα, μίλησαν μπροστά στην σύναξη του λαού, συγκεφαλαιώνοντας πολλά επιχειρήματα και τονίζοντας πως είχαν τώρα οι Αθηναίοι τη δυνατότητα, αν ξανάφερναν πίσω τον Αλκιβιάδη και δεν κρατούσαν το ίδιο δημοκρατικό πολίτευμα, να κερδίσουν τη συμμαχία του Πέρση βασιλιά, και να νικήσουν τους Πελοποννησίους. [8.53.2] Ενώ όμως πολλοί διαμαρτύρονταν, άλλοι υπερασπίζοντας τη δημοκρατία, κ' οι προσωπικοί εχτροί του Αλκιβιάδη φωνάζοντας πως θα ήταν φοβερό να γυρίσει αυτός πίσω πατώντας τους νόμους, και ενώ οι Ευμολπίδες κ' οι Κήρυκες μιλούσαν για τα μυστήρια που για την παράβασή τους είχε εξοριστεί, κ' επικαλούνταν τη μαρτυρία των θεών κ' εξόρκιζαν τον κόσμο να μην τον επαναπατρίσουν, ανέβηκε στο βήμα ο Πείσανδρος, και μιλώντας προς το καταταραγμένο πλήθος κι ακούγοντας από παντού βρισιές κι αντιλογίες, άρχισε να ρωτάει έναν–έναν όσους αντιμιλούσαν, ανεβάζοντάς τους διαδοχικά στο βήμα, τι ελπίδες είχε να σωθεί η πολιτεία τώρα που οι Πελοποννήσιοι είχανε στη θάλασσα καράβια όχι λιγότερα από τα δικά τους, που μπορούν να τους αντιμετωπίσουν πλώρη με πλώρη, καθώς και περισσότερες συμμαχικές πολιτείες απ' αυτούς, και που τους έδιναν χρήματα ο βασιλιάς κι ο Τισσαφέρνης, ενώ οι Αθηναίοι δεν είχαν πια καθόλου, εξόν αν βρισκόταν κάποιος να πείσει το βασιλιά ν' αλλάξει πολιτική και να 'ρθει με το μέρος τους. [8.53.3] Και κάθε φορά που δε μπορούσε ν' απαντήσει ο άλλος παρά πως δεν υπήρχε άλλη ελπίδα, τους έλεγε καθαρά και ξάστερα: «Αυτό λοιπόν δεν μπορεί να μας έρθει αν δεν πολιτευθούμε πιο λογικά κι αν δε δώσουμε την εξουσία στους ολιγαρχικούς για να μας δώσει την εμπιστοσύνη του ο βασιλιάς· (και δε συζητούμε αυτή τη στιγμή για πολίτευμα, παρά για την ίδια την επιβίωσή μας· αργότερα θα γίνει ίσως δυνατό να το γυρίσομε πάλι στη δημοκρατία, αν δε μείνομε ευχαριστημένοι με την αλλαγή), κι αν δε φέρομε πίσω τον Αλκιβιάδη, που είναι ο μόνος από τους συγχρόνους μας που μπορεί να το καταφέρει αυτό».
[8.54.1] Ο λαός όμως, μόλις το πρωτάκουσε για την ολιγαρχία, αγανάχτησε, με την καθαρή όμως ανάπτυξη του Πεισάνδρου πως δεν είναι άλλος τρόπος να σωθούν, και φοβισμένος σύγκαιρα ελπίζοντας πως θα μπορέσει να μεταλλάξει πάλι τα πράματα, υποχώρησε. [8.54.2] Και ψήφισαν να φύγει ο Πείσανδρος και δέκα άλλοι άντρες μαζί του και να διαπραγματευθούν όπως τους φανεί πιο σωστό ως για τις σχέσεις με τον Τισσαφέρνη και με τον Αλκιβιάδη. [8.54.3] Συγχρόνως, επειδή τους συκοφάντησε αυτός το Φρύνιχο, τον έπαψαν από στρατηγό καθώς και το συστράτηγό του το Σκιρωνίδη κ' έστειλαν στη θέση τους στρατηγούς στα καράβια το Διομέδοντα και το Λέοντα. Το Φρύνιχο τον συκοφάντησε ο Πείσανδρος λέγοντας πως είχε προδώσει την Ίασο και την Αμόργη, επειδή δεν τον θεωρούσε ευνοϊκό προς τις διαπραγματεύσεις με τον Αλκιβιάδη. [8.54.4] Και ο Πείσανδρος πήγε σ' όλες τις λέσχες και τους συνδέσμους που υπήρχαν προτήτερα στην πολιτεία για να επηρεάζουν τα δικαστήρια και την εκλογή των αρχόντων και τους ορμήνεψε να ενωθούν όλοι μαζί και να πάρουν κοινά μέτρα για να καταλύσουν τη δημοκρατία· κι αφού προετοίμασε όλες τις άλλες ενέργειες, ώστε να μη καθυστερήσει η εξέλιξη των πραγμάτων, ξεκίνησε με τους δέκα άντρες στο ταξίδι του προς τον Τισσαφέρνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου