Ο Έλληνας είναι φιλόσοφος ανάμεσα στους λαούς. Η θεωρία της Ελληνικής φιλοσοφίας είναι από μιας αρχής δεμένη με την καλλιτεχνική δημιουργία και την ποίηση.
Περιλαμβάνει όχι μόνο το ορθολογικό στοιχείο, που σ’ αυτό πρώτα πηγαίνει ο νους μας, αλλά, όπως μας διδάσκει η ετυμολογία της λέξης, και το στοιχείο της θέασης, που συλλαμβάνει το αντικειμενικό πάντοτε ως σύνολο στην «ιδέα» του, δηλαδή στην ειδωμένη του μορφή.
Μολονότι έχουμε πλήρη επίγνωση των κινδύνων που συνεπάγεται μια τέτοια γενίκευση και ερμηνεία «του προτέρου δια του υστέρου», δεν μπορούμε να αποφύγουμε τη διαπίστωση ότι η Πλατωνική Ιδέα (που είναι ένα εντελώς μοναδικό, αποκλειστικά ελληνικό νοητικό σχήμα) μας προσφέρει ένα κλειδί για τη δημιουργικότητα του ελληνικού πνεύματος και σε άλλους τομείς· ειδικότερα, (η συσχέτιση έγινε ήδη στην αρχαιότητα) η πλατωνική ιδέα ως έκφραση και κυρίαρχη τάση της ελληνικής τέχνης να δημιουργεί μορφές.
Η παρατήρηση όμως ισχύει εξίσου και για τις τέχνες του λόγου, όσο και για την ουσία του μορφοποιημένου ελληνικού πνεύματος γενικά.
Ακόμη και η κοσμοθεωρία των παλιών φυσικών φιλοσόφων εκφράζει μια τέτοια άποψη σε αντίθεση με τη λογιστική και πειραματική φυσική της σημερινής εποχής· δεν είναι δηλαδή απλό άθροισμα επιμέρους παρατηρήσεων και μεθοδική αφαίρεση, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο: ερμηνεία των λεπτομερειών με τη βοήθεια της συνολικής εικόνας, που δίνει στην καθεμιά από αυτές τη θέση και το νόημά της ως μέρους ενός συνόλου.
Με βάση αυτή την ίδια τάση για δημιουργία ιδεών πρέπει να αντιδιαστείλουμε τα μαθηματικά και τη μουσική των Ελλήνων από τα μαθηματικά και τη μουσική παλαιότερων λαών, όσο τουλάχιστον μπορούμε να ξέρουμε.
Και η ξεχωριστή θέση του Ελληνισμού μέσα στην ιστορία της ανθρώπινης παιδείας στηρίζεται πάνω στα ίδια ειδικά χαρακτηριστικά της εσωτερικής του οργάνωσης: από το ένα μέρος στην κυρίαρχη πλαστική τάση του (που από αυτήν οδηγημένος ο Έλληνας αντιμετωπίζει όχι μόνο το καλλιτεχνικό του έργο, αλλά και τα βιολογικά του προβλήματα)· από το άλλο πάλι στο φιλοσοφικό του δαιμόνιο (που συλλαμβάνει το καθολικό σε ό,τι αφορά τους κρυμμένους στο βάθος της ανθρώπινης φύσης νόμους, και τους κανόνες της ατομικής ψυχαγωγίας και της κοινωνικής οργάνωσης οι οποίοι πηγάζουν από εκείνους).
Γιατί ακριβώς το καθολικό, ο Λόγος, επέχει για την ουσία του πνεύματος την ίδια θέση που επέχει ο νόμος για την πόλη: είναι κοινός για όλους σύμφωνα με τη διεισδυτική ενόραση του Ηράκλειτου.
Η απόλυτη γνώση των αρχών της φύσης, που κυβερνούν την ανθρώπινη ζωή, και των εγγενών νόμων, σύμφωνα με τους οποίους λειτουργούν οι σωματικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου, πρέπει να απέκτησε όλο της το νόημα από τη στιγμή που οι Έλληνες αντιμετώπισαν το πρόβλημα της παιδείας.
Η ένταξη όλων αυτών των γνώσεων με τη δημιουργική τους δύναμη στην υπηρεσία της παιδείας και η διάπλαση αληθινών ανθρώπων, με τον ίδιο τρόπο που ένας αγγειοπλάστης δίνει μορφή στον πηλό κι ένας γλύπτης στο λίθο, να μια τολμηρή και δημιουργική ιδέα, που μπορούσε να ωριμάσει μόνο στον νου αυτού του καλλιτέχνη και στοχαστή λαού.
Το υψηλότερο έργο τέχνης που έθεσε σκοπό του να δημιουργήσει ο Έλληνας, ήταν ο ζωντανός άνθρωπος.
Γιατί πρώτος αυτός διαισθάνθηκε ότι και η παιδεία πρέπει να είναι μια διαδικασία συνειδητής οικοδόμησης: χαλεπὸν χερσίν τε καὶ ποσὶ καὶ νόωι τετράγωνον ἄνευ ψόγου τετυγμένον, έτσι περιγράφει ένας Έλληνας ποιητής της εποχής του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας την ουσία της αληθινής ανδρικής αρετής, που είναι τόσο δύσκολο, λέει, να την κατακτήσεις.
Τότε μόνον ανταποκρίνεται η λέξη μόρφωση στο αληθινό της περιεχόμενο, όταν την καταλάβουμε με το νόημα που παίρνει για πρώτη φορά στον Πλάτωνα: ως «πλαστική» έκφραση της παιδαγωγικής πράξης.
Η γερμανική λέξη Bildung φανερώνει εντελώς παραστατικά την ουσία της παιδείας στην ελληνική – στην πλατωνική της εκδοχή· κλείνει μέσα της την αναφορά στην καλλιτεχνική δημιουργία μορφών, στην πλαστικότητα δηλαδή, όπως επίσης και στην πρότυπη εικόνα που βρίσκεται στον νου του παιδαγωγού – στην «ιδέα», στον «τύπο».
Οπουδήποτε η ίδια σκέψη ξανακάνει την εμφάνιση της αργότερα, πρόκειται για ελληνική κληρονομιά και μάλιστα εμφανίζεται εκεί πάντα, όπου το ανθρώπινο πνεύμα αναπολεί την αληθινή ουσία της αγωγής ως προγύμνασης για συγκεκριμένους εξωτερικούς σκοπούς.
Το γεγονός ωστόσο ότι οι Έλληνες διαισθάνθηκαν πόσο μεγάλο και βαρύ είναι το έργο τούτο, και του δόθηκαν ολόψυχα και υποδειγματικά, είναι μια ανεξάρτητη πραγματικότητα, που δεν εξηγείται ούτε με τη βοήθεια της καλλιτεχνικής ματιάς ούτε από την «θεωρητική» ιδιοσυγκρασία τους.
Από τότε κιόλας που έχουμε τα πρώτα ίχνη των Ελλήνων, βρίσκουμε τον άνθρωπο να στέκει στο κέντρο της σκέψης τους:
Οι ανθρωπομορφικοί θεοί· η απόλυτη κυριαρχία του προβλήματος της απεικόνισης του ανθρώπου, που τη συναντούμε στην ελληνική πλαστική και ιδίως στην αγγειογραφία· η συνακόλουθη μετατόπιση της φιλοσοφίας από το πρόβλημα του κόσμου στον προβληματισμό του ανθρώπου, που κορυφώνεται με τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη· η ποίηση, της οποίας το ανεξάντλητο θέμα, (από τον Όμηρο και διαμέσου των αιώνων) παραμένει ο άνθρωπος με όλο το μοιραίο βάρος της λέξης· τέλος, η ελληνική πόλη, που την ουσία της συλλαμβάνει μόνο όποιος την καταλαβαίνει ως παιδαγωγό του ανθρώπου και της συνολικής του ζωής· όλα αυτά είναι ανταύγειες της ίδια φλόγας.
Είναι εκφράσεις μιας ανθρωποκεντρικής αίσθησης της ζωής, που δεν αναλύεται άλλο ή που δεν ερμηνεύεται, αλλά διαπερνά κάθε δημιούργημα του ελληνικού πνεύματος. Έτσι ο Έλληνας έγινε, ανάμεσα στους λαούς, πλάστης ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου