Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2022

Γλωσσική Ορολογία Κατακτητών

«Η γλώσσα είναι το υπέρτατο εργαλείο των κατακτητών» – Αντόνιο ντε Νεμπρίγια, επίσκοπος της Αβίλα, 1492

Τα μέτωπα του γλωσσικού πολέμου: «κοινωνική» δικαιοσύνη, «γυναικοκτονίες», «αρνητές» κλιματικής αλλαγής, και λοιπές ιστορίες για αγρίους

Η γλώσσα βρίσκεται στον πυρήνα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και αλλάζει αναπόφευκτα με την πάροδο του χρόνου, τόσο μέσω της άνωθεν επιβολής, όσο και μέσω της φυσικής εξέλιξης. Όταν όμως οι επιβάλοντες την ορολογία έχουν μιαν ατζέντα, καλό θα είναι να την αναγνωρίζουμε και να την κατανοούμε

Ο επίσκοπος Αντόνιο ντε Νεμπρίγια είχε δίκιο, τόσο στην εποχή του όσο και στην δική μας. Η Ισπανία έμελλε να γίνει η ισχυρότερη αυτοκρατορία στον κόσμο τον επόμενο αιώνα, διαδίδοντας την μητρική της γλώσσα στην Αμερική – όπως ακριβώς ο ρωμαϊκός στρατός είχε επιβάλει τα λατινικά σε όλη την επικράτειά του και όπως ακριβώς η Βρετανική Αυτοκρατορία θα έφερνε τα αγγλικά στην Ινδία και την Αφρική. Η Αμερικανική κυριαρχία τον εικοστό αιώνα σήμαινε ομοίως ότι τα αγγλικά έγιναν η προκαθορισμένη διεθνής γλώσσα των επιχειρήσεων. Οι αγγλόφωνοι σήμερα απολαμβάνουμε το προνόμιο να ταξιδεύουμε σε έναν κόσμο όπου οι ταμπέλες των αεροδρομίων, οι οδικές πινακίδες, τα μενού των εστιατορίων, το προσωπικό των ξενοδοχείων και οι καταστηματάρχες, μας εξυπηρετούν, όλοι και όλα στη γλώσσα μας.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να σκεφτούμε ότι οι παγκόσμιοι γλωσσικοί πόλεμοι έχουν τελειώσει, με την αγγλική γλώσσα να έχει ανακηρυχθεί νικητής και τα μανδαρινικά κινέζικα να είναι ο μόνος μελλοντικός αντίπαλος. Τώρα όμως πρέπει να αναλογιστούμε τίνος τα αγγλικά θα επικρατήσουν, επειδή υπάρχει μια συνεχής μάχη για το ποιος θα επηρεάσει όχι μόνο τα λόγια μας, αλλά και τις ίδιες τις σκέψεις και τις πράξεις μας.

Ποια αγγλικά θα επικρατήσουν όμως; Τα αγγλικά των ακαδημαϊκών, των πολιτικών και των δημοσιογράφων, του Associated Press, της Modern Language Association, του (λεξικού) Merriam-Websterμ και της Human Rights Campaign; Ή η φυσική, εξελισσόμενη αγγλική γλώσσα των ομιλητών και των συγγραφέων που λειτουργούν χωρίς επιβαλλόμενους περιορισμούς; Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση να την απαντήσει κανείς, διότι η γλώσσα είναι κάτι περισσότερο από ένα εργαλείο επικοινωνίας και νόησης.

Είναι επίσης ένας θεσμός της κοινωνίας και όπως όλοι οι θεσμοί υπόκειται στην διαφθορά και την αιχμαλωσία του από εκείνους που έχουν πολιτικές ατζέντες.

Δεδομένου ότι η γλώσσα είναι το σημείο εκκίνησης ολόκληρης της επιστημολογίας και της μεταφυσικής μας -δηλαδή, επεξεργαζόμαστε αισθητηριακά δεδομένα και σκέψεις χρησιμοποιώντας λέξεις- ο έλεγχος της γλώσσας είναι ένα προφανές τρόπαιο. Μπορούμε να παρομοιάσουμε τις προσπάθειες επιβολής της προτιμώμενης γλώσσας με τον άνωθεν, παρεμβατικό κεντρικό σχεδιασμό επί της «ελεύθερης» αγοράς, ενώ η εξέλιξή της «από κάτω προς τα πάνω» περιλαμβάνει γλωσσικούς «επιχειρηματίες» που δρουν σε ένα σύστημα laissez-faire.

Για την γλώσσα η αναλογία είναι ατελής – η γλώσσα δεν μπορεί να ανήκει σε κανέναν, και δεν υπάρχουν ζητήματα δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.

Ωστόσο, η γλώσσα μπορεί σίγουρα να ελεγχθεί και να κατευθυνθεί, είτε από την επίσημη εξουσία, είτε από πολιτικούς, είτε από καθηγητές, είτε από διασημότητες και παράγοντες επιρροής, είτε από πολιτιστικές ελίτ.

Οι νόμοι για την αποκαθήλωση, την ακύρωση, ακόμη και οι ποινικοί νόμοι περί «ρητορικής μίσους» είναι τα εργαλεία επιβολής κατά της «πολιτικά μη ορθής» γλώσσας, οπότε οι γλωσσικοί πόλεμοι δεν είναι απλώς ακαδημαϊκοί.

Όλα αυτά είναι το θέμα της πρόσφατης μελέτης μου, η οποία εξετάζει το ζήτημα της άνωθεν επιβολής, έναντι της φυσικής εξέλιξης, στο πλαίσιο πρόσφατων πολιτικών φαινομένων όπως το Brexit, ο Τραμπ, ο τρανσεξουαλισμός, το Black Lives Matter, η «ισότητα» και η κοινωνική δικαιοσύνη.

Ακολουθούν τέσσερις βασικές έννοιες που θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τα μέτωπα των γλωσσικών μαχών:

Πρώτον, οι λέξεις απογυμνώνονται σκόπιμα από κάθε τους νόημα, μέσω της υπερβολικής τους χρήσης και της παραφθοράς τους.

Αυτό εξηγείται στην περίφημη τοποθέτηση του Τζορτζ Όργουελ για τις «λέξεις χωρίς νόημα», τις οποίες αντιλαμβανόταν ως μια απλή γλώσσα που χρησιμοποιείται με συνειδητά ανέντιμους τρόπους για την επιβολή πολιτικών προταγμάτων (ατζέντες). Έτσι βλέπουμε λέξεις όπως «φασισμός», «ρατσισμός», «ναζισμός» και «δημοκρατία», οι οποίες κάποτε είχαν μια κοινή, εύλογα κατανοητή χρήση, να μετατρέπονται σε ανεξέλεγκτα ρόπαλα που χρησιμοποιούνται σε πολιτικές μάχες. Οι δίχως νόημα λέξεις αναδεικνύουν τον ομιλητή ή τον συγγραφέα ως εγγενώς καλό και δίκαιο (εμάς), ενώ τοποθετούν τον στοχευμένο αποδέκτη τους στην κατηγορία του Πολύ Κακού Ανθρώπου (αυτούς).

Αν οι λέξεις είναι εργαλεία, οι λέξεις χωρίς νόημα είναι σφυριά.

Δεύτερον, οι λέξεις είναι κωδικοποιημένες και εμπεριέχουν νόημα πέρα από τους απλούς συμφωνημένους ορισμούς τους.

Μερικές φορές αυτό το φαινόμενο είναι χοντροκομμένο και απεχθώς προφανές, όπως όταν ο όρος «αρνητής» χρησιμοποιείται για να παρομοιάσει τους σκεπτικιστές σχετικά με την κλιματική αλλαγή (σ.σ. στην Ελλάδα, και με την εγκληματική διαχείριση του κορωνοϊού!) με τους αρνητές του Ολοκαυτώματος.

Μερικές φορές αυτό γίνεται πιο διακριτικά, όπως όταν η Χίλαρι Κλίντον αναφέρεται στην «ιερή» μας δημοκρατία, χωρίς να εξηγεί πώς, γιατί, ή με την εξουσία ποιων, θα πρέπει να διατηρούμε έναν θρησκευτικό σεβασμό για ένα πολιτικό σύστημα μαζικής ψηφοφορίας. Και μερικές φορές, λέξεις όπως «βιώσιμη» ή «χωρίς αποκλεισμούς» χρησιμοποιούνται τόσο αφαιρετικά, ώστε να τις καθιστούν ένα είδος πολυτελείας, όπως μια γλωσσική τσάντα μάρκας Birkin: η ταυτότητα και το στάτους του χρήστη γίνονται το νόημα.

Τρίτον, οι νεοεπιβαλλόμενοι όροι (σ.σ. όπως η απωθητική και προσβλητική για πολλές γυναίκες λέξη «γυναικοκτονία» που παραπέμπει σε εντομοκτονία, μυοκτονία) εμπεριέχουν τις δικές τους παραινέσεις και προτροπές.

Η «κοινωνική δικαιοσύνη» διαστρεβλώνει μια εξατομικευμένη, διαχρονική έννοια, την δικαιοσύνη, σε έναν απροσδιόριστο και ανέφικτο ευρύ κοινωνικό στόχο. Η «ισότητα» διαστρεβλώνει το ιδανικό της ίσης μεταχείρισης βάσει του νόμου σε έναν ανέφικτο (και στην πραγματικότητα ανεπιθύμητο) στόχο ίσων αποτελεσμάτων. Ο «συστημικός ρατσισμός» διαγράφει την ατομική ηθική δράση, δημιουργώντας μια μορφή προπατορικού αμαρτήματος ή μαρτυρίου ανάλογα με την φυλή του καθενός, ανεξάρτητα από τις δικές του πεποιθήσεις και πράξεις. Μόνο ο ενεργός «αντιρατσισμός» μπορεί να προσφέρει εξιλέωση. Ο όρος «cisgender» δημιουργεί μια εντελώς νέα κατηγορία για αυτό που μέχρι πριν από πέντε λεπτά θεωρούνταν η κανονική κατάσταση. Οι επιβαλλόμενες λέξεις θέτουν ουσιαστικά το ερώτημα σε ένα μετα-επίπεδο, πιέζοντας όλους μας να επανεξετάσουμε την πραγματικότητα.

Τέλος, το νεοεπιβαλλόμενο λεξιλόγιο δεν αποσκοπεί στην προώθηση της επικοινωνίας και της κατανόησης, αλλά αντίθετα στον πειθαναγκασμό και τον εκφοβισμό.

Το παρατηρούμε αυτό ιδιαίτερα στον ατέρμονα ρευστό κόσμο της τρανς γλώσσας, όπου νέα ακρωνύμια και φράσεις εμφανίζονται σχεδόν συνεχώς. Οι πρώτοι που υιοθετούν τις νέες λέξεις δεν περιμένουν πραγματικά από τους μέσους ανθρώπους να υιοθετήσουν και να συμβαδίσουν με όλους τους νέους όρους – χρησιμοποιούνται απλά για να απαιτήσουν τον σεβασμό και την συναίνεση στο νέο σεξουαλικό τοπίο.

Όσοι μπερδεύονται με τους ακατανόητους νέους κανόνες μπορεί να δεχτούν επίθεση για το ότι προσφωνούν με λάθος γένος (misegendering) ή για το ότι δεν σέβονται τα τρανς άτομα. Ο στόχος δεν είναι να βοηθηθούν οι απλοί άνθρωποι να περιηγηθούν στην ξαφνική ανάδυση των «ζητημάτων» των τρανς μέσω της καλοσύνης ή της αποδοχής, αλλά αντίθετα, να επιβληθεί ένας εντελώς νέος τρόπος σκέψης για την πιο θεμελιώδη ανθρώπινη βιολογία και την ταυτότητά μας.

Η γλώσσα βρίσκεται στον πυρήνα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε τον κόσμο και αλλάζει φυσικά με την πάροδο του χρόνου, τόσο μέσω της επιβολής άνωθεν, όσο και μέσω της φυσικής εξέλιξης.

Όταν όμως οι επιβάλλοντες της ορολογίας έχουν μιαν ατζέντα, θα πρέπει να την αναγνωρίζουμε και να την κατανοούμε.

Η σύνοψη αυτού του Αφρικανού συγγραφέα για την Βρετανική αποικιακή επιρροή στην Κένυα ισχύει εξίσου και για τους σημερινούς αποικιοκράτες που προσπαθούν να επιβάλλουν τα δικά τους αγγλικά σε όλους μας:

«Η αγγλική γλώσσα έγινε βασικό εργαλείο ελέγχου για την κοινωνική κατήχηση στην Κένυα. Η Βρετανική κυβέρνηση πήρε μεγάλα μέτρα για να διασφαλίσει ότι η αγγλική γλώσσα θα ήταν η κύρια γλώσσα του κράτους και να καταστήσει σαφές, ιδίως στους ιθαγενείς μαύρους, ότι η αγγλική γλώσσα ήταν το άπαν της κοινωνίας και του πολιτισμού. Για να το πετύχουν αυτό, οι Άγγλοι έπρεπε να εστιάσουν αυτή την προσπάθεια σε δύο κύριους τομείς: την εκπαίδευση και την διοίκηση.

Αυτός ο περιορισμός στην ευρεία χρήση της αγγλικής γλώσσας μεταξύ του μαύρου πληθυσμού οδήγησε την χρήση της αγγλικής γλώσσας σε πολύ υψηλή εκτίμηση. Συνδέθηκε με την γνώση και την ευφυΐα, επιτρέποντας σε όσους μπορούσαν να την μιλούν να φτάνουν αυτόματα ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα από όσους μιλούσαν μόνο τις αφρικανικές γλώσσες. Αυτός ο κοινωνικός σεβασμός της αγγλικής γλώσσας διευκόλυνε τους Βρετανούς να επιβάλουν τον έλεγχο στους Αφρικανούς.

Αυτός ο σεβασμός μεταφράστηκε εύκολα σε εφησυχασμό, επειδή οι άνθρωποι αποδέχονταν εύκολα οτιδήποτε είχε να κάνει με την αγγλική διακυβέρνηση λόγω της μεγάλης εκτίμησης για την αγγλική γλώσσα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου