Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (16.1-16.59)

Ραψωδία π' Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου


Τὼ δ᾽ αὖτ᾽ ἐν κλισίῃ Ὀδυσεὺς καὶ δῖος ὑφορβὸς
ἐντύνοντ᾽ ἄριστον ἅμ᾽ ἠοῖ, κηαμένω πῦρ,
ἔκπεμψάν τε νομῆας ἅμ᾽ ἀγρομένοισι σύεσσι·
Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι,
5 οὐδ᾽ ὕλαον προσιόντα. νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς
σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖϊν.
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ ἑταῖρος
ἢ καὶ γνώριμος ἄλλος, ἐπεὶ κύνες οὐχ ὑλάουσιν,
10 ἀλλὰ περισσαίνουσι· ποδῶν δ᾽ ὑπὸ δοῦπον ἀκούω.»
Οὔ πω πᾶν εἴρητο ἔπος, ὅτε οἱ φίλος υἱὸς
ἔστη ἐνὶ προθύροισι. ταφὼν δ᾽ ἀνόρουσε συβώτης,
ἐκ δ᾽ ἄρα οἱ χειρῶν πέσον ἄγγεα, τοῖς ἐπονεῖτο,
κιρνὰς αἴθοπα οἶνον. ὁ δ᾽ ἀντίος ἦλθεν ἄνακτος,
15 κύσσε δέ μιν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φάεα καλὰ
χεῖράς τ᾽ ἀμφοτέρας· θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ.
ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα φίλα φρονέων ἀγαπάζῃ
ἐλθόντ᾽ ἐξ ἀπίης γαίης δεκάτῳ ἐνιαυτῷ,
μοῦνον τηλύγετον, τῷ ἔπ᾽ ἄλγεα πολλὰ μογήσῃ,
20 ὣς τότε Τηλέμαχον θεοειδέα δῖος ὑφορβὸς
πάντα κύσεν περιφύς, ὡς ἐκ θανάτοιο φυγόντα·
καί ῥ᾽ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἦλθες, Τηλέμαχε, γλυκερὸν φάος· οὔ σ᾽ ἔτ᾽ ἐγώ γε
ὄψεσθαι ἐφάμην, ἐπεὶ οἴχεο νηῒ Πύλονδε.
25 ἀλλ᾽ ἄγε νῦν εἴσελθε, φίλον τέκος, ὄφρα σε θυμῷ
τέρψομαι εἰσορόων νέον ἄλλοθεν ἔνδον ἐόντα.
οὐ μὲν γάρ τι θάμ᾽ ἀγρὸν ἐπέρχεαι οὐδὲ νομῆας,
ἀλλ᾽ ἐπιδημεύεις· ὣς γάρ νύ τοι εὔαδε θυμῷ,
ἀνδρῶν μνηστήρων ἐσορᾶν ἀΐδηλον ὅμιλον.»
30 Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ἔσσεται οὕτως, ἄττα· σέθεν δ᾽ ἕνεκ᾽ ἐνθάδ᾽ ἱκάνω,
ὄφρα σέ τ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ἴδω καὶ μῦθον ἀκούσω,
ἤ μοι ἔτ᾽ ἐν μεγάροις μήτηρ μένει, ἦέ τις ἤδη
ἀνδρῶν ἄλλος ἔγημεν, Ὀδυσσῆος δέ που εὐνὴ
35 χήτει ἐνευναίων κάκ᾽ ἀράχνια κεῖται ἔχουσα.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν·
«καὶ λίην κείνη γε μένει τετληότι θυμῷ
σοῖσιν ἐνὶ μεγάροισιν· ὀϊζυραὶ δέ οἱ αἰεὶ
φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δάκρυ χεούσῃ.»
40 Ὣς ἄρα φωνήσας οἱ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος·
αὐτὰρ ὅ γ᾽ εἴσω ἴεν καὶ ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν.
τῷ δ᾽ ἕδρης ἐπιόντι πατὴρ ὑπόειξεν Ὀδυσσεύς·
Τηλέμαχος δ᾽ ἑτέρωθεν ἐρήτυε φώνησέν τε·
«ἧσο, ξεῖν᾽· ἡμεῖς δὲ καὶ ἄλλοθι δήομεν ἕδρην
45 σταθμῷ ἐν ἡμετέρῳ· παρὰ δ᾽ ἀνὴρ ὃς καταθήσει.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αὖτις ἰὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο· τῷ δὲ συβώτης
χεῦεν ὕπο χλωρὰς ῥῶπας καὶ κῶας ὕπερθεν·
ἔνθα καθέζετ᾽ ἔπειτα Ὀδυσσῆος φίλος υἱός.
τοῖσιν δὲ κρειῶν πίνακας παρέθηκε συβώτης
50 ὀπταλέων, ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες,
σῖτον δ᾽ ἐσσυμένως παρενήεεν ἐν κανέοισιν,
ἐν δ᾽ ἄρα κισσυβίῳ κίρνη μελιηδέα οἶνον·
αὐτὸς δ᾽ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο.
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
55 αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
δὴ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε δῖον ὑφορβόν·
«ἄττα, πόθεν τοι ξεῖνος ὅδ᾽ ἵκετο; πῶς δέ ἑ ναῦται
ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο;
οὐ μὲν γάρ τί ἑ πεζὸν ὀΐομαι ἐνθάδ᾽ ἱκέσθαι.»

***
Οι δυο τους πάλι, ο Οδυσσέας και πλάι ο θείος χοιροβοσκός,
ανάβοντας χαράματα φωτιά, ετοίμαζαν το πρωινό τους —
στο μεταξύ, με τη δική τους προτροπή, βγήκαν οι άλλοι
στη βοσκή με τους συναθροισμένους χοίρους.
Ωστόσο οι σκύλοι, που γαβγίζουνε τους ξένους, μόλις τον είδαν
τον Τηλέμαχο να πλησιάζει, έτρεξαν γύρω του κουνώντας την ουρά τους —
δεν τον εγάβγισαν. Το πήρε ο θείος Οδυσσέας είδηση
που τα σκυλιά τον χάιδευαν με την ουρά τους, κι ήλθε στα αφτιά του
χτύπος από βήματα. Αμέσως γύρισε στον Εύμαιο μιλώντας,
και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Εύμαιε, κάποιος σύντροφος μέλλεται σε λίγο να φανεί,
μπορεί και γνώριμος· γιατί δεν αλυχτούν οι σκύλοι,
μονάχα παίζουν την ουρά τους γύρω του, κι ακόμη ακούω
10 βήματα, τον χτύπο τους.»
Δεν πρόλαβε να πει τον λόγο του, κι ο αγαπημένος γιος του
πρόβαλε στη θύρα. Τα ᾽χασε ο χοιροβοσκός,
κι όπως πετάχτηκε όρθιος, του πέφτουν οι κούπες απ᾽ το χέρι,
που τις ετοίμαζε να συγκεράσει κρασί σπινθηροβόλο.
Τρέχοντας, με τον κύρη του αντικρίστηκε και βουρκωμένος τον ασπάστηκε
στην κεφαλή, στα δυο ωραία του μάτια, στα δυο του χέρια.
Με πόση αγάπη ένας πατέρας υποδέχεται τον γιο του,
που γύρισε επιτέλους από χώρα μακρινή πάνω στα δέκα χρόνια,
μοναχογιός μονάκριβος, μεγαλωμένος με βάσανα και κόπο·
20 έτσι και τον θεόμορφο Τηλέμαχο τον έσφιξε στην αγκαλιά του
ο θείος χοιροβοσκός και τον εγέμισε φιλήματα,
σάμπως να γλίτωσε από θάνατο.
Ολοφυρόμενος τον προσφωνούσε και σαν πουλιά τα λόγια του πετούσαν:
«Ήλθες, γλυκό μου φως! Κι εγώ δεν έλεγα πως θα σε ξαναδούν τα μάτια μου, αφότου εμίσεψες με το καράβι σου στην Πύλο.
Μα τώρα εμπρός, κόπιασε μέσα, παιδί μου αγαπημένο,
να σε χαρεί η ψυχή μου βλέποντας πως είσαι πάλι εδώ,
φτασμένος απ᾽ τα ξένα.
Έτσι κι αλλιώς δεν συνηθίζεις να ᾽ρχεσαι στα χτήματα
και στους βοσκούς σου· μένεις στην πόλη πιο πολύ. Μπορεί
να νιώθεις μέσα σου και κάποια απόλαυση βλέποντας με τα μάτια σου
το καταστροφικό σινάφι των μνηστήρων.»
30 Κι ο συνετός Τηλέμαχος ανταποκρίθηκε:
«Μεγάλη μου χαρά, καλέ μου γέροντα· για τη δική σου εξάλλου χάρη
βρίσκομαι εδώ, για να σε δουν τα μάτια μου, τον λόγο σου
ν᾽ ακούσω, ανίσως είναι ακόμη στο παλάτι η μάνα μου,
ή μήπως κιόλας κάποιος άλλος άντρας την κοιμήθηκε,
κι απόμεινε του Οδυσσέα η κλίνη αδειανή, γυμνή,
γεμάτη αράχνες που την ασχημίζουν.»
Πήρε ξανά τον λόγο ο Εύμαιος, της συντροφιάς του ο πρώτος:
«Μένει και παραμένει στο παλάτι, καρτερικά υπομένοντας·
φεύγουν οι μέρες της κι οι νύχτες όλες,
χάνονται μες στη συμφορά, κι αυτή μουσκεύει με τα δάκρυά της.»
40 Είπε, και πήρε από το χέρι του το χάλκινό του δόρυ.
Εκείνος μέσα πέρασε πατώντας το λίθινο κατώφλι,
προχώρησε κι ο Οδυσσέας υποχώρησε, πήγε ο πατέρας του να σηκωθεί,
αλλά από μέρους του ο Τηλέμαχος τον εμποδίζει λέγοντας:
«Κάθησε, ξένε μου· θα βρούμε εμείς αλλού τη θέση μας
σ᾽ αυτή τη στάνη· δική μας είναι, υπάρχει ο άνθρωπος
που θα με βάλει να καθήσω.»
Έτσι του μίλησε, κι αυτός μετακινήθηκε και ξανακάθησε·
τότε ο χοιροβοσκός έστρωσε κάτω χλοερά κλαδιά κι απάνω τους
προβιά, όπου κι ακούμπησε ο αγαπημένος γιος του Οδυσσέα.
Ευθύς τους έφερε μπροστά τους πινάκια
50 με κρέατα ψημένα, όσα περίσσεψαν από το χθεσινό τους δείπνο.
Κι ακόμη με σπουδή γέμισε τα πανέρια τους ψωμί και συγκερνούσε
στη γαβάθα το γλυκόπιοτο κρασί —
πήγε μετά κι αντίκρυ κάθησε στον θείο Οδυσσέα.
Εκείνοι τότε απλώνουν στο έτοιμο φαγητό τα χέρια τους,
κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ και το πιοτό,
γύρισε ο Τηλέμαχος στον θεϊκό χοιροβοσκό και τον προσφώνησε:
«Πες μου, παππούλη, από πού μας ήλθε ο ξένος; πώς έτσι και τον έφεραν
προς την Ιθάκη οι ναυτικοί; για ποια γενιά τους καμαρώνουν;
Γιατί φαντάζομαι δεν έφτασε πεζός αυτός στα μέρη μας.»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου