Μέσα στον δύσβατο κόσμο των μαθησιακών δυσκολιών, υπάρχουν κάποιες διαταραχές που ναι μεν εμφανίζονται σε σημαντικό ποσοστό παιδιών, δεν είναι όμως τόσο γνωστές στο ευρύ κοινό και γι’ αυτό δεν ανιχνεύονται εύκολα. Μία από αυτές τις δυσκολίες είναι η δυσαριθμησία, η οποία συχνά συγχέεται με την «ξαδέρφη» της, τη δυσλεξία. Στην επιστημονική κοινότητα η δυσαριθμησία άρχισε να ξεχωρίζει από τη δυσλεξία περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Επίσημοι ορισμοί της μαθησιακής αυτής διαταραχής ουσιαστικά δόθηκαν στη δημοσιότητα μέσα από επιστημονικές μελέτες στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Μιλάμε επίσημα για μια διαταραχή της παιδικής ηλικίας, νευρολογικής φύσεως, σύμφωνα με την οποία το παιδί δυσκολεύεται να κατανοήσει τον κόσμο των αριθμών και τις σχέσεις μεταξύ τους.
Για τα παιδιά με δυσαριθμησία, μαθηματικές έννοιες όπως η ισότητα, το πολλαπλάσιο ή η αφαίρεση φαντάζουν δυσνόητες. Δυσκολεύονται, όχι μόνο να κατανοήσουν πόσο κάνει 2+2, αλλά και το λόγο που βγαίνει το κάθε αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τον Ladislav Koch, η δυσαριθμησία μπορεί να έχει όχι μόνο μία αλλά 5 μορφές. Μπορεί να εμφανίζεται με τη λεκτική της μορφή, όπου το παιδί δεν μπορεί με λόγια να εκφράσει τη σχέση δύο ή παραπάνω αριθμών και η λεξιλογική όπου δεν αναγνωρίζει τα μαθηματικά σύμβολα. Ίσως αυτές οι δύο εκδοχές της δυσαριθμησίας τη συγχέουν με τη δυσλεξία. Μπορεί κάποιος χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις –γονιός ή εκπαιδευτικός- να θεωρήσει ότι το παιδί με αυτές τις μορφές δυσκολιών έχει δυσλεξία κι αναλόγως να κινηθεί και η στήριξη του παιδιού. Είναι σύνηθες η δυσλεξία και η δυσαριθμησία να συνυπάρξουν, αλλά δεν ταυτίζονται.
Από την άλλη, η πιο συνηθισμένη μορφή δυσαριθμησίας είναι η λειτουργική, όπου το παιδί δεν μπορεί να εκτελέσει κάποιες αριθμητικές πράξεις, η οποία συνδέεται με την πρακτογνωστική μορφή όπου το παιδί δεν μπορεί να χειριστεί αριθμητικές πράξεις, όπως για παράδειγμα να βάλει σ’ έναν ζυγό δύο ίδιες ποσότητες. Και τέλος, υπάρχει η ιδεογνωστική μορφή, όπου εδώ υπάρχει έντονη δυσκολία στην κατανόηση των μαθηματικών σχέσεων –γιατί δηλαδή 2+2 να κάνει 4 κι όχι 5.
Μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες και τις αναζητήσεις των παιδιών αυτό στο δύσκολο πεδίο των αριθμών, έρχεται να προστεθεί κι η δυσκολία στην αντίληψη του χώρου και του χρόνου. Για παράδειγμα, όταν δεν μπορεί ένα παιδί να υπολογίσει τον χρόνο που χρειάζεται, για να κάνει μια εργασία, είναι αναμενόμενο ότι ή θα την τελειώσει νωρίτερα, θεωρώντας ότι δεν έχει άλλο χρόνο, ή απλώς δε θα προλάβει να την τελειώσει. Για τον λόγο αυτό, στην περίπτωση της δυσαριθμησίας κι όλων των μαθησιακών δυσκολιών, είναι απαραίτητη η έγκαιρη διάγνωση κι αντιμετώπιση. Όσο πιο γρήγορα εντοπιστεί κι αντιμετωπιστεί καταλλήλως το πρόβλημα, τόσο πιο γρήγορα θα μειωθούν τα κενά που θα έχουν προκύψει μέχρι τότε και θα μπορέσει το παιδί με κατάλληλους μηχανισμούς και τεχνικές να περάσει τα εμπόδια που θα προκύψουν, χωρίς να φοβηθεί και να διστάσει.
Το ντόμινο των δυσκολιών που προκύπτουν από τη δυσαριθμησία μας υπενθυμίζει και μας τονίζει έντονα τη χρησιμότητα και την ύπαρξη των αριθμών στον κόσμο γύρω μας. Για να κατανοήσουμε αυτή τη μαθησιακή διαταραχή, θα πρέπει να αναλογιστούμε πόσο δύσκολο είναι να συνυπάρξει ο κόσμος των μαθησιακών δυσκολιών σ’ έναν κόσμο όπου –αν όχι όλα- τα περισσότερα πράγματα είναι φτιαγμένα από αριθμούς. Και πριν παρεξηγήσουμε ή εξηγήσουμε με δικό μας τρόπο το λανθασμένο αποτέλεσμα μιας αριθμητικής πράξης ενός παιδιού, καλό θα ήταν να απευθυνθούμε σε κάποιον ειδικό που θα μπορέσει να ερμηνεύσει και ν’ αντιμετωπίσει σωστά το χάος που προκαλούν οι αριθμοί στο εγκέφαλο ενός μικρού παιδιού με δυσαριθμησία.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου