Η πόλις είναι η αρχαία Ελληνική λέξη την οποία μεταφράζουμε ως «πόλη-κράτος». Είναι μια κακή μετάφραση, αφού η κανονική πόλη δεν έμοιαζε και πολύ με μια πόλη και ήταν κάτι πολύ περισσότερο από κράτος. Αλλά η μετάφραση, όπως και η πολιτική, είναι η τέχνη του εφικτού· και από τη στιγμή που δεν έχουμε αυτό το οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν πόλη, δεν έχουμε και μια ισάξια λέξη. Από εδώ και στο εξής θα αποφύγουμε τον παραπλανητικό όρο «πόλη-κράτος» και στη θέση του θα χρησιμοποιούμε την αρχαία ελληνική λέξη. Σε αυτό το άρθρο πρώτα θα εξετάσουμε πώς προέκυψε αυτό το πολιτικό σύστημα κι έπειτα θα προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε τη λέξη πόλη και να ανακαλύψουμε την αληθινή της σημασία κοιτάζοντάς τη μέσα στη λειτουργία της. Μπορεί η προσπάθεια να είναι επίπονη, στο μεταξύ όμως θα βελτιώσουμε τη γνωριμία μας με τους Έλληνες. Χωρίς μια ξεκάθαρη αντίληψη του τι ήταν η πόλη και τι σήμαινε για τους Έλληνες, είναι σχεδόν αδύνατο να καταλάβουμε καλά την ελληνική ιστορία, την ελληνική σκέψη ή το ελληνικό επίτευγμα.
Κατ’ αρχάς, λοιπόν, τι ήταν η πόλη; Στην
Ιλιάδα διακρίνουμε μια πολιτική δομή που φαίνεται οικεία, μια δομή που, ανάλογα
με τις προτιμήσεις του καθενός, μπορεί να χαρακτηριστεί προχωρημένη ή
εκφυλισμένη μορφή του φυλετισμού. Υπάρχουν βασιλιάδες, όπως ο Αχιλλέας, που
κυβερνούν τον λαό τους, και υπάρχει ο μεγάλος βασιλιάς, ο Αγαμέμνονας,
βασιλιάς των ανθρώπων, ο οποίος είναι κάτι σαν τον φεουδαρχικό ανώτατο άρχοντα.
Είναι υποχρεωμένος, είτε από τον νόμο είτε από το έθιμο, να συμβουλεύεται τους
άλλους βασιλιάδες ή φυλάρχους για θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Αυτοί συγκροτούν
ένα τακτικό συμβούλιο και, κατά τις συζητήσεις μέσα σε αυτό, αυτός που μιλά
κρατά κάθε φορά το σκήπτρο, το σύμβολο της εξουσίας. Αυτό είναι εμφανώς κάτι
ευρωπαϊκό και όχι ανατολίτικο· ο Αγαμέμνων δεν είναι δεσπότης, ο οποίος κυβερνά
με την αδιαμφισβήτητη εξουσία ενός θεού. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις μιας
σκιώδους Εκκλησίας του λαού την οποία συμβουλεύονται σε κρίσιμες περιστάσεις·
ωστόσο ο Όμηρος, ένας ποιητής της αριστοκρατίας και σε καμιά περίπτωση ένας
πολιτικός ιστορικός, μάς λέει λίγα γι’ αυτήν.
Αυτή σε γενικές γραμμές είναι η παράδοση
σχετικά με την Ελλάδα πριν από τη Δωρική εισβολή. Όταν η αυλαία σηκώνεται και
πάλι με μετά τη Σκοτεινή εποχή, έχουμε μια πολύ διαφορετική εικόνα. Δεν υπάρχει
πλέον ένας γενικός άρχοντας Αγαμέμνονας, ο οποίος κυβερνούσε την Ελλάδα από τις
Μυκήνες. Στην Κρήτη, όπου ο Ιδομενέας κυβερνούσε ως μόνος βασιλιάς, βρίσκουμε
πάνω από πενήντα αρκετά ανεξάρτητες πόλεις, πενήντα μικρά «κράτη» στη θέση
ενός. Δεν είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι βασιλιάδες εξαφανίστηκαν· το
σημαντικό είναι ότι εξαφανίστηκαν επίσης και τα βασίλεια. Αυτό που ισχύει στην
Κρήτη ισχύει και στην υπόλοιπη Ελλάδα γενικά, ή τουλάχιστον στις περιοχές
εκείνες οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ελληνική ιστορία (η Ιωνία, τα
νησιά, η Πελοπόννησος εκτός από την Αρκαδία, η Κεντρική Ελλάδα εκτός από τις
δυτικές περιοχές, και η Νότια Ιταλία και η Σικελία, όταν εξελληνίστηκαν). Όλες
αυτές οι περιοχές ήταν χωρισμένες σε έναν τεράστιο αριθμό αρκετά ανεξάρτητων
και αυτόνομων πολιτικών μονάδων.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε
την έκτασή τους. Ο σύγχρονος αναγνώστης παίρνει μια μετάφραση της Πολιτείας του
Πλάτωνα ή των Πολιτικών του Αριστοτέλη· διαπιστώνει πως ο Πλάτων ορίζει πως η
ιδανική πολιτεία του θα έχει 5.000 πολίτες, ενώ ο Αριστοτέλης λέει πως κάθε
πολίτης θα πρέπει να μπορεί να γνωρίζει όλους τους άλλους εξ όψεως- και ο
αναγνώστης πιθανώς χαμογελά με τέτοιες φιλοσοφικές φαντασιώσεις. Αλλά ο Πλάτων
και ο Αριστοτέλης δεν ήταν φαντασιόπληκτοι. Ο Πλάτων φαντάζεται μια πόλη κανονική
για τα ελληνικά δεδομένα- στην πραγματικότητα αφήνει να διαφανεί πως πολλές
υπάρχουσες ελληνικές πόλεις ήταν τόσο μικρές — γιατί πολλές είχαν λιγότερους
από 5.000 πολίτες. Ο Αριστοτέλης λέει, με το διασκεδαστικό του ύφος —ο
Αριστοτέλης μερικές φορές μιλά σαν καθηγητής — πως μια πόλη δέκα κατοίκων θα
ήταν αδύνατη, καθώς δεν θα μπορούσε να είναι αυτάρκης, και πως μια πόλη 100.000
κατοίκων θα ήταν παράλογη, γιατί δεν θα μπορούσε να κυβερνηθεί σωστά. Και δεν
πρέπει να φανταζόμαστε αυτούς τους πολίτες ως μια άρχουσα τάξη που θα κατέχει
και θα εξουσιάζει εκατοντάδες δούλων. Ο συνηθισμένος Έλληνας αυτήν την πρώιμη
εποχή ήταν κτηματίας και, αν είχε στην κατοχή του έναν δούλο, ήταν αρκετά
εύπορος. Ο Αριστοτέλης μιλά για 100.000 πολίτες· αν υποθέσουμε πως ο καθένας
θα είχε μια γυναίκα και τέσσερα παιδιά, κι έπειτα προσθέσουμε έναν λογικό
αριθμό δούλων και μεταναστών (μετοίκων), θα φτάσουμε σε έναν αριθμό της τάξεως
του ενός εκατομμυρίου, του πληθυσμού δηλαδή του Μπίρμιγχαμ. Και για τον
Αριστοτέλη ένα ανεξάρτητο κράτος τόσο πολυάριθμο όσο το Μπίρμιγχαμ είναι ένα
σχολικό αστείο. Αλλά μπορούμε να φύγουμε από τους φιλοσόφους και να στραφούμε
σε έναν πρακτικό άνθρωπο, τον Ιπποδάμαντα, ο οποίος οργάνωσε τον Πειραιά με
έναν αρκετά σύγχρονο αμερικανικό τρόπο· είπε πως ο ιδανικός αριθμός πολιτών
ήταν 10.000, ο οποίος υποδηλώνει έναν συνολικό πληθυσμό της τάξης των 100.000.
Στην πραγματικότητα, μόνο τρεις πόλεις
είχαν πάνω από 20.000 πολίτες, οι Συρακούσες και ο Ακράγαντας στη Σικελία, και
η Αθήνα. Με το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου ο πληθυσμός της Αττικής
ήταν περίπου 350.000, οι μισοί Αθηναίοι (άντρες, γυναίκες και παιδιά), περίπου
το ένα δέκατο μετανάστες (μέτοικοί), και
οι υπόλοιποι δούλοι. Η Σπάρτη, ή αλλιώς Λακεδαίμων, είχε ένα αρκετά μικρότερο
σώμα πολιτών, μολονότι ήταν μεγαλύτερη σε έκταση. Οι Σπαρτιάτες κατάκτησαν και
προσάρτησαν τη Μεσσηνία και κατείχαν 3.200 τετραγωνικά μίλια γης. Για τα
ελληνικά δεδομένα αυτή ήταν μια τεράστια έκταση- ένας καλός πεζοπόρος θα
χρειαζόταν δυο μέρες για να τη διανύσει. Η σημαντική εμπορική πόλη της
Κορίνθου είχε μια έκταση 330 τετραγωνικών μιλίων. Το νησί της Κω ήταν
χωρισμένο σε τέσσερις πόλεις. Είχε λοιπόν τέσσερις στρατούς, τέσσερις
κυβερνήσεις, πιθανώς τέσσερα διαφορετικά ημερολόγια και, ίσως, τέσσερα διαφορετικά
νομίσματα και μονάδες μέτρησης —αν και το τελευταίο είναι λιγότερο πιθανό. Κατά
τα ιστορικά χρόνια, οι Μυκήνες ήταν ένα συρρικνωμένο υπόλειμμα της πρωτεύουσας
του μυκηναϊκού πολιτισμού, αλλά ακόμα ανεξάρτητη. Έστειλε ένα στρατιωτικό σώμα
να βοηθήσει την ελληνική παράταξη εναντίον των Περσών στη μάχη των Πλαταιών το
στρατιωτικό σώμα αποτελούνταν από ογδόντα άντρες. Ακόμα και για τα ελληνικά
δεδομένα αυτό ήταν πολύ μικρό, αλλά δεν ακούμε κανέναν να ειρωνεύεται έναν
στρατό που χωρούσε σε μια άμαξα.
Το να σκεφτούμε σε αυτήν την κλίμακα
είναι δύσκολο για εμάς, οι οποίοι θεωρούμε ένα κράτος δέκα εκατομμυρίων μικρό,
και είμαστε συνηθισμένοι σε κράτη όπως οι Η.Π.Α. και η Ε.Σ.Σ.Δ., τα οποία
είναι τόσο μεγάλα που πρέπει να αναφέρονται με τα αρχικά τους. Αλλά όταν ο
προσαρμοστικός αναγνώστης συνηθίσει στην κλίμακα αυτή, δεν θα κάνει το
χονδροειδές λάθος να συγχέει το μέγεθος με την αξία. Ο σύγχρονος συγγραφέας
μερικές φορές μιλά με χαρακτηριστική περιφρόνηση για «εκείνα τα μικροσκοπικά ελληνικά
κρατίδια, με τις ατέλειωτες διαμάχες τους». Βέβαια, οι Πλαταιές, η Σικυώνα, η
Αίγινα και οι υπόλοιπες πόλεις είναι μικροσκοπικές, συγκρινόμενες με τα
σύγχρονα κράτη. Ο ίδιος ο πλανήτης Γη είναι μικροσκοπικός, αν συγκριθεί με τον
πλανήτη Δία, αλλά η ατμόσφαιρα του Δία αποτελείται κυρίως από αμμωνία, και αυτό
κάνει τη διαφορά. Δεν μας αρέσει να αναπνέουμε αμμωνία, αλλά και στους Έλληνες
δεν θα άρεσε να αναπνέουν την ατμόσφαιρα ενός απέραντου σύγχρονου κράτους.
Ήξεραν ένα τέτοιο, την Περσική αυτοκρατορία, και τη θεωρούσαν πολύ καλή, αλλά
για βαρβάρους. Η διαφορά μεγέθους, όταν είναι αρκετά μεγάλη, καταντά διαφορά
ποιότητας.
Αλλά προτού ασχοληθούμε με τη φύση της
πόλης, ο αναγνώστης θέλει πιθανώς να μάθει πώς συνέβη το σχετικά ευμέγεθες
μοντέλο της προδωρικής Ελλάδας να καταλήξει σε ένα τέτοιο μωσαϊκό μικρών
κομματιών. Ο κλασικός επίσης φιλόλογος θα ’θελε να το ξέρει· δεν υπάρχουν
στοιχεία και γι’ αυτό το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προτείνουμε
κάποιες πιθανές αιτίες. Υπάρχουν ιστορικοί, γεωγραφικοί και οικονομικοί λόγοι·
και όταν αυτοί εκτεθούν κατάλληλα, θα μπορέσουμε πιθανώς να συμπεράνουμε πως ο
πιο σημαντικός λόγος απ’ όλους ήταν απλώς το γεγονός ότι οι Έλληνες προτίμησαν
να ζήσουν με τον τρόπο αυτόν.
Ο ερχομός των Δωριέων δεν ήταν μια
επίθεση που έγινε από ένα οργανωμένο έθνος εναντίον ενός άλλου. Στην
πραγματικότητα, οι αμυνόμενοι είχαν τη δική τους οργάνωση, όσο χαλαρή κι αν
ήταν μερικοί από τους εισβολείς —το βασικό σώμα που κατέκτησε τη Λακεδαίμονα—
πρέπει να είχε μια δύναμη με συνοχή. Οι άλλοι όμως πρέπει να ήταν μικρές ομάδες
εισβολέων, οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν τη γενικότερη αναταραχή και άρπαζαν την εύφορη
γη όπου μπορούσαν να τη βρουν. Μια ένδειξη αυτού του πράγματος είναι το ότι
βρίσκουμε μέλη της ίδιας φυλής σε διαφορετικά κράτη. Ο Πίνδαρος, για
παράδειγμα, ήταν πολίτης της Θήβας και μέλος της αρχαίας οικογένειας των
Αιγειδών. Υπήρχαν όμως μέλη των Αιγειδών στην Αίγινα και στη Σπάρτη, δυο
πόλεις αρκετά ανεξάρτητες, και ο Πίνδαρος τους προσφωνεί ως συγγενείς του.
Αυτή, λοιπόν, η συγκεκριμένη φυλή διασκορπίστηκε κατά τη διάρκεια των
εισβολών. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα αυτό θα ήταν πολύ φυσικό.
Σε μια τόσο ταραγμένη εποχή, οι κάτοικοι
κάθε κοιλάδας ή νησιού μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να υποχρεωθούν να πολεμήσουν
για τη γη τους. Γ’ αυτό ήταν αναγκαίο ένα τοπικό οχυρό σημείο, συνήθως ένας
λόφος στην πεδιάδα, απ’ όπου οι κάτοικοι θα μπορούσαν να αμυνθούν. Αυτό το
οχυρό σημείο, η ακρόπολις, οχυρώθηκε και έγινε ο τόπος διαμονής του
βασιλιά. Ήταν επίσης η κανονική έδρα της πολιτικής συνέλευσης και το θρησκευτικό
κέντρο.
Αυτή είναι η αρχή της πόλης. Εκείνο που
πρέπει να κάνουμε είναι να αναφέρουμε τους λόγους για τους οποίους αναπτύχθηκε
η πόλη και για τους οποίους ένας τόσο μικρός αριθμός ανθρώπων παρέμεινε μια
ανεξάρτητη πολιτική μονάδα. Το πρώτο είναι εύκολο. Κατ’ αρχάς, η φυσική
οικονομική ανάπτυξη έκανε αναγκαία την ύπαρξη μιας κεντρικής αγοράς. Είδαμε πως
το οικονομικό σύστημα που διαφαίνεται στον Ησίοδο και τον Όμηρο είναι μια
«κλειστή οικιακή οικονομία»· το αγρόκτημα, μεγάλο ή μικρό, παρήγα- γε σχεδόν
όλα όσα χρειαζόταν, ενώ έμενε χωρίς ό,τι δεν μπορούσε να παράγει. Καθώς τα
πράγματα έγιναν πιο σταθερά, μια αρκετά πιο εξειδικευμένη οικονομία κατέστη
δυνατή· περισσότερα αγαθά παράγονταν για πώληση. Έτσι προέκυψε η ανάπτυξη της
αγοράς.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να
επικαλεστούμε τις εξαιρετικά κοινωνικές συνήθειες των Ελλήνων, αρχαίων και
νέων. Ο Άγγλος κτηματίας αρέσκεται να χτίζει το σπίτι του στη γη του και να
μπαίνει στην πόλη όποτε πρέπει. Όποιο λίγο ελεύθερο χρόνο διαθέτει, του αρέσει
να τον περνά με την πολύ ικανοποιητική ασχολία να κοιτάζει πάνω από έναν φράχτη.
Ο Έλληνας προτιμά να ζει στην πόλη ή στο χωριό, να πηγαίνει στη δουλειά του και
να περνά τον ελεύθερο χρόνο του (ο οποίος είναι αρκετά περισσότερος) μιλώντας
στην πλατεία της πόλης ή του χωριού. Γι’ αυτό η αγορά γίνεται μια αγορά-πόλη,
συνήθως κάτω από την ακρόπολη. Αυτή γίνεται το κέντρο της δημόσιας ζωής των
ανθρώπων —και σε λίγο θα δούμε πόσο σημαντικό ήταν αυτό.
Αλλά γιατί αυτές οι πόλεις δεν
σχημάτισαν ευρύτερες μονάδες; Αυτό είναι το καίριο ερώτημα.
Υπάρχει ένας οικονομικός λόγος. Τα
φυσικά σύνορα που έχει η Ελλάδα τόσο άφθονα, έκαναν τη μεταφορά των αγαθών
δύσκολη, με εξαίρεση τη μεταφορά μέσω θαλάσσης, η οποία δεν χρησιμοποιόταν
ακόμα με αρκετή εμπιστοσύνη. Επιπλέον, η ποικιλία για την οποία μιλήσαμε
νωρίτερα επέτρεψε σε αρκετά μικρές περιοχές να γίνουν αρκετά αυτάρκεις για
έναν λαό ο οποίος είχε τόσο λίγες υλικές απαιτήσεις για τη ζωή όπως οι Έλληνες.
Και οι δύο αυτοί παράγοντες είχαν το ίδιο αποτέλεσμα· δεν υπήρχε στην Ελλάδα
μεγάλη οικονομική αλληλεξάρτηση, καμία αμοιβαία έλξη μεταξύ των διαφορετικών
μερών της χώρας, αρκετά ισχυρή ώστε να εξουδετερώσει την επιθυμία των Ελλήνων
να ζουν σε μικρές κοινότητες.
Υπάρχει και ένας γεωγραφικός λόγος.
Μερικές φορές υποστηρίζεται ότι αυτό το σύστημα ανεξάρτητων πόλεων επιβλήθηκε
στην Ελλάδα από τον φυσικό χαρακτήρα της χώρας. Η θεωρία είναι ελκυστική,
ειδικά σε αυτούς που αρέσκονται να έχουν μια επιβλητική ερμηνεία κάθε
φαινομένου· ωστόσο δεν φαίνεται να είναι αληθινή. Είναι φυσικά φανερό πως η
γεωγραφική υποδιαίρεση της χώρας βοήθησε- το σύστημα αυτό δεν θα μπορούσε να
υπάρξει, για παράδειγμα, στην Αίγυπτο, μια χώρα η οποία εξαρτάται ολοκληρωτικά
από την κατάλληλη ρύθμιση των υδάτων του Νείλου και η οποία, για τον λόγο αυτό,
έπρεπε να έχει μια κεντρική κυβέρνηση. Ωστόσο, υπάρχουν χώρες κατατεμαχισμένες
με αρκετά όμοιο τρόπο με την Ελλάδα —η Σκοτία για παράδειγμα— οι οποίες ποτέ
δεν ανέπτυξαν το σύστημα της πόλης- και αντιστρόφως, υπήρχαν στην Ελλάδα πολλές
γειτονικές πόλεις, όπως η Κόρινθος και η Σικυώνα, οι οποίες παρέμειναν
ανεξάρτητες η μία από την άλλη, παρόλο που δεν υπήρχαν μεταξύ τους φυσικά
σύνορα τέτοια που να μπορούν να εμποδίσουν ακόμα και έναν σύγχρονο ποδηλάτη.
Επιπλέον, ήταν ακριβώς τα πιο ορεινά μέρη της Ελλάδας εκείνα που δεν ανέπτυξαν
ποτέ πόλεις, τουλάχιστον μέχρι τα πιο όψιμα χρόνια — η Αρκαδία και η Αιτωλία,
για παράδειγμα, οι οποίες είχαν κάτι που έμοιαζε με το σύστημα των καντονιών. Η
πόλη άνθισε σε εκείνα τα μέρη στα οποία οι επικοινωνίες ήταν σχετικά εύκολες. Έτσι
αναζητάμε ακόμα την ερμηνεία που θα δώσουμε.
Η οικονομία και η γεωγραφία βοήθησαν,
αλλά η αληθινή αιτία είναι ο χαρακτήρας των Ελλήνων, τον οποίο πρέπει να
ερμηνεύσουν οι ντετερμινιστές εκείνοι που έχουν την απαιτούμενη πίστη στην
παντογνωσία τους. Καθώς θα πάρει κάποιο χρόνο για να το εξετάσουμε αυτό,
μπορούμε πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ένα σημαντικό ιστορικό ζήτημα. Πώς συνέβη κι
ένα τόσο παράλογο σύστημα στάθηκε ικανό να διαρκέσει πάνω από είκοσι λεπτά της
ώρας;
Οι ειρωνείες της ιστορίας είναι πολλές και
καυστικές, αλλά αυτό τουλάχιστον μπορεί να αποδοθεί στη δράση των θεών, ότι δηλαδή
όρισαν για τους Έλληνες να έχουν την Ανατολική Μεσόγειο σχεδόν δική τους για
χρονικό διάστημα αρκετό ώστε να πραγματοποιήσουν αυτό που αποτέλεσε σχεδόν ένα
εργαστηριακό πείραμα για να δοκιμαστεί μέχρι ποιο σημείο και κάτω από ποιες
συνθήκες η ανθρώπινη φύση είναι ικανή να δημιουργήσει και να διατηρήσει έναν
πολιτισμό. Στην Ασία, η Χεττιτική αυτοκρατορία είχε καταρρεύσει, το λυδικό
βασίλειο δεν ήταν απειλητικό, και η Περσική αυτοκρατορία η οποία τελικά
συνέτριψε τη Λυδία, βρισκόταν ακόμα σε εμβρυϊκό στάδιο στην ορεινή ενδοχώρα
της ηπείρου. Η Αίγυπτος βρισκόταν σε παρακμή, η Μακεδονία, προορισμένη να εξουδετερώσει
το σύστημα της πόλης, ήταν και παρέμεινε για πολύ σε μια κατάσταση
αναποτελεσματικού ημιβαρβαρισμού. Η Ρώμη ακόμα δεν είχε ακουστεί, ούτε και
κάποια άλλη δύναμη στην Ιταλία. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν οι Φοίνικες και η
δυτική τους αποικία, η Καρχηδόνα, αλλά αυτοί ήταν έμποροι και τίποτ’ άλλο. Έτσι
επετράπη σε τούτον τον δραστήριο και έξυπνο ελληνικό λαό να ζήσει για μερικούς
αιώνες κάτω από ένα φαινομενικά παράλογο σύστημα το οποίο ταίριαζε στην
ιδιοφυΐα του και τη βοήθησε ν’ αναπτυχθεί, αντί να την αφήσει να απορροφηθεί
στην αδρανή μάζα μιας μεγάλης αυτοκρατορίας η οποία θα κατέπνιγε την πνευματική
της ανάπτυξη. Προφανώς κάποια μέρα κάποιος θα ίδρυε μια ισχυρή κεντρική δύναμη
στην Ανατολική Μεσόγειο, μια διάδοχο της αρχαίας ναυτικής δύναμης του βασιλιά
Μίνωα. Θα ήταν ελληνική, ανατολίτικη ή κάτι άλλο; Το ερώτημα αυτό πρέπει να
είναι το θέμα ενός άλλου κεφαλαίου, αλλά καμιά ιστορία της Ελλάδας δεν μπορεί
να γίνει κατανοητή, αν δεν καταλάβει κανείς τι σήμαινε η πόλη για τον Έλληνα.
Και όταν θα το έχουμε καταλάβει αυτό, θα καταλάβουμε επίσης γιατί οι Έλληνες την
προώθησαν και επιχείρησαν τόσο επίμονα να τη διατηρήσουν. Ας εξετάσουμε
λοιπόν τη λέξη στην εξελικτική της πορεία.
Κατ’ αρχάς πόλη σήμαινε αυτό που
αργότερα ονομάστηκε ακρόπολη, το οχυρό ολόκληρης της κοινότητας και το κέντρο
της δημόσιας ζωής της. Η πόλη η οποία σχεδόν πάντα αναπτύχθηκε γύρω από αυτό το
κέντρο δηλωνόταν με μια άλλη λέξη, το άστυ. Αλλά η πόλη πολύ σύντομα κατέληξε
να σημαίνει το φρούριο ή το σύνολο του πληθυσμού εκείνου ο οποίος
«χρησιμοποιούσε», θα λέγαμε, αυτό το φρούριο. Έτσι διαβάζουμε στον Θουκυδίδη:
«Η Επίδαμνος είναι μια “πόλη” στα δεξιά καθώς μπαίνεις στην Αδριατική θάλασσα».
Αυτό δεν είναι το ίδιο με το να πούμε: «Το Μπρίστολ είναι μια “πόλη” στα δεξιά
καθώς μπαίνεις στο Στενό του Μπρίστολ», γιατί το Μπρίστολ δεν είναι ένα ανεξάρτητο
κράτος το οποίο μπορεί να βρίσκεται σε πόλεμο με το Γκλόστερ, αλλά απλώς μια
αστική περιοχή με μια καθαρά τοπική διοίκηση. Τα λόγια του Θουκυδίδη
υποδηλώνουν πως υπάρχει μια πόλη —πιθανώς πολύ μικρή— που ονομάζεται Επίδαμνος,
η οποία αποτελεί το πολιτικό κέντρο των Επιδάμνιων που ζουν στην περιοχή της
οποίας το κέντρο — όχι η «πρωτεύουσα» — είναι η πόλη, και είναι Επιδάμνιοι
είτε ζουν στην πόλη είτε σε ένα από τα χωριά αυτής της περιοχή?·
Μερικές φορές η περιοχή και η πόλη έχουν
διαφορετικά ονόματα. Έτσι η Αττική είναι η περιοχή η οποία βρίσκεται στην κατοχή
του Αθηναϊκού λαού· περιλάμβανε την Αθήνα —την πόλη με τη στενότερη σημασία της
—, τον Πειραιά και πολλά χωριά· αλλά ο λαός, όλοι μαζί, λέγονταν Αθηναίοι, όχι
Αττικοί, και ο πολίτης ήταν Αθηναίος σε όποιο μέρος της Αττικής κι αν ζούσε.
Υπό αυτήν την έννοια η πόλη είναι το
δικό μας «κράτος». Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή ο Κρέων εμφανίζεται για να κάνει
την πρώτη διακήρυξή του ως βασιλιάς. Ξεκινά: «Κύριοι, όσον αφορά την πόλη, οι
θεοί την έβγαλαν με ασφάλεια από την καταιγίδα, χωρίς κλυδωνισμούς». Είναι η
συνηθισμένη εικόνα του πλοίου της πολιτείας, και πιστεύουμε πως καταλαβαίνουμε
πού βρισκόμαστε. Αλλά αργότερα στο έργο λέει αυτό που κανονικά μεταφράζουμε:
«Μια δημόσια διακήρυξη έχει γίνει...». Λέει στην πραγματικότητα: «Διακηρύχτηκε
στην πόλη...», όχι στο «κράτος» αλλά στον «λαό». Αργότερα στο έργο λογομαχεί
άγρια με τον γιο του: «Τι;», αναφωνεί, «Πρέπει κανείς άλλος εκτός από μένα να
κυβερνά αυτή τη χώρα;» Κι ο Αίμων απαντά: «Δεν υπάρχει πόλη που να κυβερνιέται
από έναν μόνο άνθρωπο». Η απάντηση φέρνει στην επιφάνεια μια άλλη σημαντική
πλευρά της έννοιας της πόλης, ότι δηλαδή είναι μια κοινότητα και πως τα θέματά
της είναι θέματα όλων. Το πρακτικό έργο της διακυβέρνησης μπορεί να έχει παραχωρηθεί
σε έναν μονάρχη, ο οποίος ενεργεί στο όνομα όλων σύμφωνα με τις παραδοσιακές
συνήθειες, ή στους αρχηγούς μερικών αριστοκρατικών οικογενειών, ή σε μια
συνέλευση πολιτών που είχαν συγκεκριμένη περιουσία, ή σε όλους τους πολίτες.
Όλες αυτές, και πολλές παραλλαγές τους, ήταν κανονικές μορφές πολιτεύματος·
όλες για τους Έλληνες ήταν έντονα διαφοροποιημένες από την ανατολίτικη
μοναρχία, στην οποία ο μονάρχης ήταν ανεύθυνος και δεν όφειλε τη δύναμή του στη
χάρη του θεού, αλλά ήταν ο ίδιος θεός. Αν υπήρχε αυθαίρετη διακυβέρνηση, δεν
υπήρχε πόλη. Ο Αίμων κατηγορεί τον πατέρα του πως μιλά σαν «τύραννος» και έτσι
καταστρέφει την πόλη, όχι όμως και το «κράτος».
Ας συνεχίσουμε την ερμηνεία της λέξης. Ο
χορός στους Αχαρνής του Αριστοφάνη, θαυμάζοντας τη συμπεριφορά του ήρωα, στρέφεται
στο ακροατήριο με μια αποστροφή την οποία αποδίδω κατά λέξη: «Δεν βλέπετε
εσείς, ολόκληρη η πόλη;» Οι τελευταίες λέξεις συνήθως μεταφράζονται
«εσύ πολυάνθρωπη πόλη», το οποίο ακούγεται καλύτερα, αλλά κρύβει ένα ουσιώδες
σημείο, ότι δηλαδή το μέγεθος της πόλης έκανε δυνατό σε ένα μέλος της να
απευθυνθεί σε όλους τους συμπολίτες του προσωπικά, και αυτό κανονικά έκανε αν
πίστευε πως ένα άλλο μέλος της πόλης τον είχε θίξει. Ήταν κοινή πεποίθηση των
Ελλήνων πως η πόλη προέκυψε από την ανάγκη για δικαιοσύνη. Τα άτομα δρουν
παράνομα, αλλά η πόλη θα αποβλέπει σε αυτό, στην αποκατάσταση δηλαδή των αδικιών.
Αλλά όχι μέσω ενός πολύπλοκου μηχανισμού κρατικής δικαιοσύνης, γιατί ένας
τέτοιος μηχανισμός θα μπορούσε να κατευθυνθεί μόνο από άτομα, τα οποία μπορούν
να είναι τόσο άδικα όσο και ο ίδιος ο παραβάτης. Ο αδικημένος θα είναι σίγουρος
πως θα βρει το δίκιο του μόνο αν μπορεί να δηλώσει την αδικία στο σύνολο της
πόλης. Γι’ αυτό η λέξη εδώ σημαίνει «λαέ» σε σαφή διάκριση από το «κράτος».
Η Ιοκάστη, η τραγική βασίλισσα στον
Οιδίποδα, θα μας αποκαλύψει και μια άλλη σημασία της λέξης. Γεννιέται το
ερώτημα αν ο Οιδίποδας δεν είναι τελικά ο καταραμένος άνθρωπος που είχε
σκοτώσει τον προηγούμενο βασιλιά, τον Λάιο. «Όχι, όχι», φωνάζει η Ιοκάστη, «δεν
μπορεί να είναι! Ο δούλος είπε πως του επιτέθηκαν “ληστές” και όχι “ληστής”.
Δεν μπορεί να πάρει πίσω τα λόγια του τώρα. Η πόλη τον άκουσε, όχι μόνο εγώ».
Εδώ η λέξη χρησιμοποιείται χωρίς οποιαδήποτε πολιτική χροιά- είναι, θα λέγαμε,
παροπλισμένη και δηλώνει «όλον τον λαό». Αυτή είναι μια απόχρωση η οποία δεν
είναι πάντα τόσο εμφανής, αλλά και ποτέ δεν λείπει εντελώς.
Έπειτα ο ρήτορας Δημοσθένης μιλά για
έναν άνθρωπο ο οποίος, κατά λέξη, «αποφεύγει την πόλη». Η φράση αυτή δεν μας λέει
τίποτα για τον τόπο κατοικίας του- σημαίνει πως δεν λαμβάνει μέρος στη δημόσια
ζωή, και γι’ αυτό αποτελούσε κάτι το περίεργο. Οι υποθέσεις της κοινότητας δεν
τον ενδιέφεραν.
Τώρα έχουμε μάθει αρκετά για τη λέξη
πόλη, ώστε να συνειδητοποιήσουμε πως δεν υπάρχει δυνατή σύγχρονη απόδοση μιας
τόσο κοινής φράσης όπως το «Είναι χρέος καθενός να βοηθά την πόλη».
Δεν μπορούμε να πούμε «να βοηθά το
κράτος», γιατί αυτό δεν προκαλεί κανέναν ενθουσιασμό· είναι «το κράτος» εκείνο
που μας παίρνει τα μισά εισοδήματά μας. Ούτε «να βοηθάμε την κοινότητα», γιατί
για εμάς «η κοινότητα» είναι πολύ μεγάλη και πολύ ποικιλόμορφη για να γίνει
κατανοητή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο εκτός από τον θεωρητικό. Το χωριό μας,
το συνδικάτο μας, η κοινωνική τάξη μας, είναι ομάδες που σημαίνουν αμέσως κάτι
για εμάς, αλλά το «να δουλεύουμε για την κοινότητα», μολονότι είναι μια
αξιοθαύμαστη άποψη, είναι για τους περισσότερους από εμάς αόριστη και άτονη.
Στα χρόνια πριν από τον πόλεμο, τι γνώριζαν τα περισσότερα μέρη της Μεγάλης
Βρετανίας για τις υποβαθμισμένες περιοχές; Πόσο οι τραπεζίτες, οι ανθρακωρύχοι
και οι αγρότες καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον; Αλλά την πόλη την ήξερε κάθε
Έλληνας· βρισκόταν εκεί, ολόκληρη, μπροστά στα μάτια του. Μπορούσε να δει τα
χωράφια τα οποία τη συντηρούσαν —ή όχι, αν η σοδειά χανόταν μπορούσε να δει πώς
η γεωργία, το εμπόριο και η βιοτεχνία συνδέονταν μεταξύ τους- ήξερε τα σύνορα,
πού ήταν ισχυρά και πού ασθενή- αν κάποιοι δυσαρεστημένοι οργάνωναν συνωμοσία,
ήταν δύσκολο γι’ αυτούς να το κρατήσουν κρυφό. Ολόκληρη η ζωή της πόλης και η
σχέση μεταξύ των μερών της ήταν πολύ εύκολο να γίνει αντιληπτή, λόγω της μικρής
κλίμακας των πραγμάτων. Γι’ αυτό το να λέει κανείς «Είναι χρέος καθενός να
βοηθά την πόλη» δεν αποτελούσε τη διατύπωση ενός καλού γνωμικού αλλά μιας
απλούστατης και επιτακτικής κοινής λογικής Οι δημόσιες υποθέσεις είχαν μια
αμεσότητα και μια χειροπιαστή μορφή την οποία δεν μπορούν πιθανώς για εμάς να
έχουν.
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα μπορεί να
βοηθήσει. Η αθηναϊκή δημοκρατία επέβαλλε φόρους στους πλούσιους με τον ίδιο
ανιδιοτελή ενθουσιασμό με τον οποίο το κάνει και η βρετανική, αλλά αυτό
μπορούσε να γίνει με έναν πολύ πιο κομψό τρόπο, απλώς επειδή το κράτος ήταν
τόσο μικρό και οικείο. Σε εμάς, αυτός που πληρώνει έναν πρόσθετο φόρο, το
κάνει πιθανώς όπως αυτός που πληρώνει τον φόρο εισοδήματος· γράφει την επιταγή
και σκέφτεται: «Να, αυτά τα λεφτά πήγαν χαμένα!» Στην Αθήνα, ο άνθρωπος του
οποίου η περιουσία ξεπερνούσε ένα συγκεκριμένο ποσό, έπρεπε κάθε χρόνο να
αναλάβει συγκεκριμένες λειτουργίες, δηλαδή «δημόσια έργα». Έπρεπε να κρατά ένα
πολεμικό πλοίο σε ενεργό υπηρεσία για έναν χρόνο (με το προνόμιο να το
διοικεί, αν ήθελε), ή να χρηματοδοτεί το ανέβασμα θεατρικών έργων στις εορτές,
ή να εξοπλίζει μια θρησκευτική πομπή. Ήταν ένα βαρύ φορτίο και αναμφίβολα ανεπιθύμητο,
μα τουλάχιστον κάποιο ενδιαφέρον και κάποια υπερηφάνεια μπορούσε να προκύψει
από αυτό. Κάποια ικανοποίηση και κάποια τιμή αποκτιόταν από την παραγωγή μιας
αξιόλογης τριλογίας μπροστά στους συμπολίτες του. Έτσι, με αμέτρητους άλλους
τρόπους, το μέγεθος της πόλης έκανε ζωντανά και άμεσα πράγματα τα οποία για
εμάς είναι αφηρημένες και δυσάρεστες υποχρεώσεις. Φυσικά αυτό είχε και την
άλλη του όψη. Για παράδειγμα, ένας ανίκανος ή άτυχος κυβερνήτης ήταν το αντικείμενο
όχι μόνο μιας διάχυτης και ακίνδυνης λαϊκής περιφρόνησης, αλλά άμεσης κατηγορίας·
μπορούσε να καταδικαστεί σε θάνατο ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου, πολλά μέλη
της οποί- ας στο παρελθόν είχαν οδηγηθεί στον θάνατο.
Ο Επιτάφιος του Περικλή, σωσμένος και
αναπλασμένος από τον Θουκυδίδη, θα διαφωτίσει αυτήν την αμεσότητα και θα διευρύνει
λίγο την αντίληψή μας για την πόλη. Κάθε χρόνο, μας λέει ο Θουκυδίδης, αν είχαν
πεθάνει πολίτες στον πόλεμο —και συνήθως αυτό είχε συμβεί— ένας επικήδειος
λόγος εκφωνούνταν από «έναν άνθρωπο τον οποίο επέλεγε η πόλη». Σήμερα, αυτός θα
ήταν κάποιος διορισμένος από τον Πρωθυπουργό ή τη Βρετανική Ακαδημία ή το B.B.C. Στην Αθήνα σήμαινε πως θα επιλεγόταν από την
Εκκλησία του Δήμου κάποιος ο οποίος είχε μιλήσει συχνά σε αυτήν και στην
περίπτωση αυτή μίλησε ο Περικλής από μια ιδιαίτερα ψηλή εξέδρα, ώστε η φωνή του
να ακουστεί σε όσο το δυνατόν περισσότερους. Ας εξετάσουμε δύο φράσεις τις
οποίες χρησιμοποίησε ο Περικλής στον λόγο του.
Συγκρίνει την αθηναϊκή πόλη με τη
σπαρτιατική και κάνει την παρατήρηση πως οι Σπαρτιάτες δέχονται ξένους
επισκέπτες απρόθυμα, και από καιρό σε καιρό διώχνουν όλους τους ξένους, «ενώ
εμείς προσφέρουμε την πόλη μας κοινή σε όλους». Πόλη εδώ δεν είναι η πολιτική
μονάδα· δεν τίθεται θέμα πολιτογράφησής τους ως γνήσιων πολιτών, κάτι που οι
Έλληνες το έκαναν σπάνια, απλώς επειδή η ήταν μια οικεία ένωση. Ο Περικλής εδώ
εννοεί: «Αφήνουμε ανοιχτή σε όλους την κοινή πολιτιστική μας ζωή», όπως
φαίνεται από τις λέξεις που ακολουθούν, αν και είναι δύσκολο να μεταφραστούν:
«Ούτε τους αρνούμαστε οποιαδήποτε αγωγή και θέαμα» —λέξεις που σχεδόν δεν έχουν
νόημα μέχρι να συνειδητοποιήσουμε πως το δράμα, τραγικό και κωμικό, οι παραστάσεις
χορικών ύμνων, οι δημόσιες απαγγελίες του Ομήρου και οι αγώνες, ήταν όλα τους
απαραίτητα και φυσικά μέρη της «πολιτικής» ζωής. Αυτό περίπου έχει ο Περικλής
στο μυαλό του όταν μιλάει για «αγωγή και θέαμα» και για το ότι «αφήνουμε την πόλη
ανοιχτή σε όλους».
Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε πιο πέρα από
αυτό. Η μελέτη του λόγου θα δείξει πως εξυμνώντας την αθηναϊκή πόλη ο Περικλής
εξυμνεί κάτι περισσότερο από ένα κράτος, ένα έθνος ή έναν λαό· εξυμνεί έναν
τρόπο ζωής· το ίδιο εννοεί κι όταν, λίγο πιο κάτω, αποκαλεί την Αθήνα «σχολείο
της Ελλάδας». Και τι μ’ αυτό; Μήπως κι εμείς δεν εξυμνούμε τον αγγλικό τρόπο
ζωής; Η διαφορά είναι η εξής: περιμένουμε το κράτος μας να είναι αρκετά
διαφορετικό από «τον αγγλικό τρόπο ζωής»· στην πραγματικότητα, η ιδέα πως το
κράτος θα προσπαθούσε ενεργά να προωθήσει αυτόν τον τρόπο ζωής, θα γέμιζε τους
περισσότερους από εμάς με πανικό. Οι Έλληνες θεωρούσαν την πόλη ένα δραστήριο,
διαπλαστικό θεσμό, ο οποίος εκπαίδευε τον νου και τον χαρακτήρα των πολιτών
εμείς θεωρούμε το κράτος ως έναν μηχανισμό για την παραγωγή ασφάλειας και
άνεσης. Η εκπαίδευση στην αρετή, την οποία το μεσαιωνικό κράτος άφησε στην
Εκκλησία και που η πόλη θεωρούσε δικό της μέλημα, το σύγχρονο κράτος την άφησε
ο Θεός ξέρει σε ποιον.
Η πόλη λοιπόν, κατά λέξη το «οχυρό»,
μπορούσε να σημαίνει επίσης «το σύνολο της δημόσιας ζωής του λαού, πολιτικής,
πολιτιστικής, ηθικής», ακόμα και «οικονομικής»· γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαμε
να αντιληφθούμε μια άλλη φράση στον ίδιο λόγο: «Τα προϊόντα όλου του κόσμου
φτάνουν σε εμάς, λόγω του μεγαλείου της πόλης μας»; Η πόλη εδώ πρέπει να
σημαίνει «τον εθνικό μας πλούτο».
Η θρησκεία επίσης ήταν συνδεδεμένη με
την πόλη —αν και όχι κάθε μορφή θρησκείας. Οι θεοί του Ολύμπου λατρεύονταν,
στην πραγματικότητα, από τους Έλληνες παντού, αλλά κάθε πόλη είχε, αν όχι τους
δικούς της θεούς, τουλάχιστον τη δική της ιδιαίτερη λατρεία των θεών αυτών. Έτσι
η Αθηνά η Χαλκίοικος λατρευόταν στη Σπάρτη, αλλά για τους Σπαρτιάτες ποτέ η Αθηνά
δεν υπήρξε αυτό που ήταν για τους Αθηναίους, η Πολιάς Αθηνά, η
πολιούχος της πόλης. Έτσι και η Ήρα στην Αθήνα ήταν μια θεά που λατρευόταν
ειδικά από τις γυναίκες, ως η θεά της εστίας και του σπιτιού, αλλά στο Άργος η
Αργεία Ήρα. ήταν η ύψιστη θεότητα του λαού. Αυτοί οι θεοί αποτελούσαν θεότητες
της φυλής, οι οποίες υπήρχαν, θα μπορούσαμε να πούμε, ταυτόχρονα σε δύο
επίπεδα, ως θεοί της καθεμιάς πόλης και ως θεοί ολόκληρης της ελληνικής φυλής.
Πέρα, όμως, από αυτούς του θεούς του Ολύμπου, κάθε πόλη είχε τις δικές της
κατώτερες τοπικές θεότητες, ήρωες και νύμφες, οι οποίες λατρεύονταν με το δικό
τους πατροπαράδοτο λατρευτικό τυπικό και δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς
πως θα υπήρχαν πέρα από τη συγκεκριμένη περιοχή στην οποία τελούνταν το
τυπικό. Έτσι, παρά το πανελλήνιο Ολύμπιο σύστημα και παρά το φιλοσοφικό πνεύμα
το οποίο έκανε αδύνατη την ύπαρξη φυλετικών μόνο θεών μεταξύ των Ελλήνων, είναι
από μία άποψη αλήθεια να πούμε πως η πόλη είναι μια ανεξάρτητη θρησκεία, όσο
και πολιτική μονάδα. Οι τραγικοί ποιητές τουλάχιστον μπορούσαν να κάνουν χρήση
της παλιάς αντίληψης πως οι θεοί εγκαταλείπουν μια πόλη που είναι έτοιμη να κατακτηθεί.
Οι θεοί είναι οι αόρατοι συμμέτοχοι της ευημερίας της πόλης.
Το πόσο στενά συνδεδεμένη ήταν η
θρησκευτική και η πολίτικη σκέψη, μπορούμε να το διαπιστώσουμε καλύτερα στην Ορέστεια
του Αισχύλου. Η τριλογία αυτή συντέθηκε πάνω στην ιδέα της δικαιοσύνης.
Κινείται από το χάος στην τάξη, από τη σύγκρουση στη συνδιαλλαγή· κινείται
ταυτόχρονα σε δύο επίπεδα, το ανθρώπινο και το θεϊκό. Στον Αγαμέμνονα βλέπουμε
έναν από τους ηθικούς νόμους του κόσμου, ότι η τιμωρία πρέπει να ακολουθεί το
έγκλημα, να εκπληρώνεται με τον σκληρότερο δυνατό τρόπο· ένα έγκλημα καλεί ένα
άλλο έγκλημα για εκδίκηση, σε μια φανερά ατέλειωτη διαδοχή —πάντα όμως με τη
συγκατάθεση του Δία. Στις Χοηφόρους αυτή η σειρά των εγκλημάτων φτάνει στην κορύφωσή
της όταν ο Ορέστης παίρνει εκδίκηση για τον πατέρα του σκοτώνοντας τη μητέρα
του. Το κάνει αυτό με επίγνωση, αλλά διατάζεται από τον Απόλλωνα να το κάνει,
τον γιο και εκπρόσωπο του Δία. Γιατί; Διότι, σκοτώνοντας τον Αγαμέμνονα,
βασιλιά και σύζυγό της, η Κλυταιμνήστρα διέπραξε ένα έγκλημα το οποίο, αν έμενε
ατιμώρητο, θα κλόνιζε τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας. Είναι μέλημα των θεών
του Ολύμπου να υπερασπιστούν την Τάξη· είναι συγκεκριμένα οι θεοί της πόλης.
Αλλά η μητροκτονία του Ορέστη προσβάλλει τα πιο βαθιά ανθρώπινα ένστικτα· γ’
αυτό καταδιώκεται ανελέητα από άλλες θεότητες, τις Ερινύες. Οι Ερινύες δεν
ενδιαφέρονται για την κοινωνική τάξη, αλλά δεν μπορούν να επιτρέψουν αυτήν την
προσβολή της ιερότητας του δεσμού αίματος, που είναι καθήκον τους να
προστατεύουν. Στις Ευμενίδες υπάρχει μια τρομερή σύγκρουση μεταξύ των αρχαίων
Ερινύων και των νεότερων θεών του Ολύμπου πάνω στον δυστυχισμένο Ορέστη. Τη
λύση δίνει η Αθηνά που έρχεται με μια νέα διαταγή του Δία. Ένα δικαστήριο από
Αθηναίους πολίτες συγκροτείται για να δικάσει τον Ορέστη στην Ακρόπολη όπου
κατέφυγε για προστασία· αυτό αποτέλεσε την πρώτη συνεδρίαση του Άρειου Πάγου.
Οι ψήφοι μοιράζονται- έτσι, ως πράξη ελέους, ο Ορέστης αθωώνεται. Οι Ερινύες,
οι οποίες χάνουν τη νόμιμη λεία τους, απειλούν την Αττική με καταστροφή, αλλά η
Αθηνά τις πείθει να εγκατασταθούν στην Αθήνα χωρίς να ακυρωθεί το παλιό τους
λειτούργημα (όπως αρχικά νομίζουν), αλλά αφού αντιθέτως αναβαθμιστεί, καθώς θα
.τιμωρούν τη βία μέσα στα πλαίσια της πόλης και όχι μόνο μέσα στα πλαίσια της
οικογένειας.
Έτσι, για τον Αισχύλο, η ώριμη πόλη
γίνεται το μέσο με το οποίο ο νόμος ικανοποιείται χωρίς να προκαλεί χάος, αφού
η δημόσια δικαιοσύνη υποσκελίζει την ιδιωτική αντεκδίκηση· και το αίτημα για
εξουσία συμφιλιώνεται με τα ένστικτα του ανθρώπινου γένους. Η τριλογία
τελειώνει με μια σκηνή εντυπωσιακής μεγαλοπρέπειας. Οι φριχτές Ερινύες αλλάζουν
τα μαύρα φορέματά τους με κόκκινα, και ονομάζονται όχι πλέον Ερινύες αλλά Ευμενίδες-
δεν είναι πλέον εχθροί του Δία, αλλά οι πρόθυμοι και τιμημένοι αντιπρόσωποί
του, υπερασπίστριες της τελειοποιημένης πλέον κοινωνικής τάξης του απέναντι
στην εμφύλια βία. Μπροστά στα μάτια των Αθηναίων πολιτών που ήταν
συγκεντρωμένοι στο θέατρο ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη βγαίνουν έξω από το
θέατρο για να πάνε στη νέα τους κατοικία στην άλλη πλευρά της ακρόπολης. Ένα
από τα πιο οξέα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα του ανθρώπου έχει πλέον λυθεί
και το μέσο της συμφιλίωσης είναι η πόλη.
Λίγα λεπτά αργότερα, εκείνη την
ανοιξιάτικη μέρα του 458 π.Χ., θα άφηναν και οι πολίτες το θέατρο από τις ίδιες
εξόδους με τις Ευμενίδες. Με ποια διάθεση; Σίγουρα κανένα άλλο ακροατήριο μέχρι
τότε δεν είχε παρόμοια εμπειρία. Την εποχή εκείνη η αθηναϊκή πόλη βρισκόταν
στην ακμή της. Στην τριλογία αυτή υπήρχε μια μεταρσίωση, αφού οι Αθηναίοι είχαν
δει την πόλη τους να εμφανίζεται ως το πρότυπο της Δικαιοσύνης, της Τάξης,
εκείνου που οι Έλληνες αποκαλούσαν Κόσμο· είδαν πως η πόλη ήταν —ή μπορούσε να
είναι— η κορωνίδα και το επιστέγασμα όλων. Είχαν δει την ίδια τη θεά τους να
ενεργεί ως πρόεδρος του πρώτου δικαστηρίου, μια ενθαρρυντική και σοβαρή σκέψη.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η ανερχόμενη δημοκρατία είχε πρόσφατα περιορίσει τις εξουσίες
του παλαιού δικαστηρίου του Άρειου Πάγου, και ο πολιτικός που έκανε τη
μεταρρύθμιση αυτή είχε δολοφονηθεί από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Τι θα
γινόταν με τις Ευμενίδες, τις φοβερές κατοίκους της χώρας, τις μεταμορφωμένες
Ερινύες, των οποίων αποστολή ήταν να εκδικούνται τον φόνο ενός συνανθρώπου;
Εδώ υπήρχε μια προειδοποίηση, μαζί με τη μεταρσίωση, στη σκέψη πως η πόλη είχε
τα θεϊκά της όπως και τα ανθρώπινα μέλη της. Υπήρχε η Αθηνά, μία από εκείνους
τους θεούς του Ολύμπου οι οποίοι καθοδήγησαν τη διαμόρφωση της έννομης κοινωνίας,
και υπήρχαν και οι πιο πρωτόγονες θεότητες οι οποίες πείστηκαν από την Αθηνά
να δεχτούν αυτό το μοντέλο πολιτισμένης ζωής, και ήταν έτοιμες να τιμωρήσουν
οποιονδήποτε απειλούσε βίαια και εκ των έσω τη σταθερότητά του.
Σε τέτοιο βαθμό η θρησκευτική σκέψη του
Αισχύλου ήταν συνδεδεμένη με την ιδέα της πόλης· και όχι μόνο η σκέψη του Αισχύλου
αλλά και πολλών άλλων Ελλήνων στοχαστών, όπως του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του
Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης έκανε μια παρατήρηση την οποία συνήθως μεταφράζουμε
ατυχώς «Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό». Αυτό που στην πραγματικότητα είπε ο
Αριστοτέλης είναι πως «Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που ζει σε μια πόλη». Και
αυτό που προσπαθεί να αποδείξει στα Πολιτικά του είναι το ότι η πόλη είναι το
μοναδικό οικοδόμημα μέσα στο οποίο ο άνθρωπος μπορεί να αναπτύξει πλήρως τις
πνευματικές, ηθικές και διανοητικές του δυνατότητες.
Αυτές είναι μερικές από τις σημασίες
αυτής της λέξης. Θα συναντήσουμε κι άλλες αργότερα, αφού σκόπιμα έχω πει λίγα
για την καθαρά «πολιτική» της πλευρά, προκειμένου να τονίσω το γεγονός πως
είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια μορφή πολιτικής οργάνωσης. Η πόλη ήταν μια
ζωντανή κοινότητα, στηριγμένη στη συγγένεια, αληθινή ή υποθετική, ένα είδος
εκτεταμένης οικογένειας, η οποία μεταμόρφωνε το μεγαλύτερο δυνατό μέρος της
ζωής σε οικογενειακή ζωή και είχε φυσικά και τους οικογενειακούς της καβγάδες,
οι οποίοι ήταν πιο έντονοι επειδή ακριβώς ήταν οικογενειακοί.
Η ουσιαστική κοινωνικότητα του Έλληνα
ερμηνεύει όχι μόνο την πόλη αλλά και μεγάλο μέρος από ό,τι ο Έλληνας έκανε και
σκεφτόταν. Στην απόκτηση των προς το ζην ήταν ουσιαστικά ατομικιστής- στη συμπλήρωση
όμως της ζωής του ήταν ουσιαστικά «κοινωνικιστής». Η θρησκεία, η τέχνη, οι
αγώνες, η συζήτηση των υποθέσεων, όλα αυτά ήταν ανάγκες της ζωής οι οποίες
μπορούσαν να ικανοποιηθούν πλήρως μόνο μέσω της πόλης, όχι, όπως συμβαίνει με
εμάς, μέσω εθελοντικών σωματείων ομοϊδεατών ή μέσω ιμπρεσάριων που έχουν
απήχηση στα άτομα. (Αυτό ειδικά ερμηνεύει τη διαφορά μεταξύ του ελληνικού
δράματος και του σύγχρονου κινηματογράφου). Επιπλέον, ο Έλληνας ήθελε να παίξει
τον δικό του ρόλο στις τρέχουσες υποθέσεις της κοινότητας.
Όταν
συνειδητοποιήσουμε πόσο πολλές από τις αναγκαίες, ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές
εκδηλώσεις της ζωής ο Έλληνας τις απολάμβανε μέσω της πόλης, όλες στο ύπαιθρο,
κάτω από τη θέα της ίδιας ακρόπολης, με τον ίδιο περίγυρο βουνών ή θάλασσας να
περιβάλλει ορατά τη ζωή κάθε μέρους της πολιτείας, τότε γίνεται δυνατό να
καταλάβουμε την ελληνική ιστορία, να καταλάβουμε πως, παρά τις επιταγές της
κοινής λογικής, ο Έλληνας δεν θα έφτανε να θυσιάσει την πόλη, με τη ζωντανή και
πολύπλευρη ζωή της, για μια ευρύτερη αλλά λιγότερο ενδιαφέρουσα ένωση. Θα
μπορούσαμε ίσως να μεταφέρουμε μια φανταστική συνομιλία μεταξύ ενός αρχαίου
Έλληνα και ενός μέλους της λέσχης «Αθήναιον». Το μέλος λυπάται για την έλλειψη
πολιτικού αισθητηρίου που έδειχναν οι Έλληνες. Ο Έλληνας απαντά: «Πόσες λέσχες
υπάρχουν στο Λονδίνο;» Το μέλος τις υπολογίζει σε 500 περίπου. Τότε ο Έλληνας
λέει: «Τώρα, αν όλες αυτές ενωθούν, τι θαυμάσιο κτήριο θα μπορούσαν να
χτίσουν. Θα μπορούσαν να έχουν μια λέσχη μεγάλη σαν τον Χάιντ Παρκ». «Μα», λέει
το μέλος, «αυτό δεν θα ήταν πια μια λέσχη». «Ακριβώς», λέει ο Έλληνας, «και μια
πόλη τόσο μεγάλη σαν τη δική σας δεν είναι πια πόλη».
Τελικά, η σύγχρονη Ευρώπη, παρά τον
κοινό πολιτισμό, τα κοινά ενδιαφέροντα και την ευκολία της επικοινωνίας,
βρίσκει δύσκολο να αποδεχτεί την ιδέα του περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας,
παρόλο που αυτό θα αύξανε την ασφάλεια της ζωής χωρίς να προσθέσει τίποτα το
σημαντικό την ανιαρότητά της. Ο Έλληνας είχε πιθανόν περισσότερα να κερδίσει με
το να καταργήσει την πόλη, αλλά πολύ πιο πολλά να χάσει. Δεν ήταν η κοινή
λογική αυτή που έκανε τον Αχιλλέα σπουδαίο, μα άλλες αρετές.
Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας κατά τη
διάρκεια αυτού του αιώνα είναι συγκεχυμένη, πληκτική και καταθλιπτική. Μια πολύ
σύντομη περίληψη θα είναι αρκετή. Η Σπάρτη νίκησε τον πόλεμο, όχι τόσο χάρη
στην ικανότητά της όσο χάρη στα λάθη των Αθηναίων, και επειδή υπήρξε πιο
επιτυχής από τους Αθηναίους στην εξασφάλιση της περσικής βοήθειας, το τίμημα
της οποίας ήταν η εγκατάλειψη της Ιωνίας. Αυτό που η Αθήνα και η Σπάρτη μαζί
είχαν κερδίσει από τον Ξέρξη, η Αθήνα και η Σπάρτη με τον μεταξύ τους πόλεμο
το έδωσαν πίσω στον Αρταξέρξη. Η Αθηναϊκή αυτοκρατορία βρισκόταν στο τέλος της,
αλλά η «απελευθέρωση» που υποσχέθηκε η Σπάρτη ήταν τέτοια που πολλοί Έλληνες
πρόθυμα θα επέστρεφαν στην αθηναϊκή «τυραννία»· η σπαρτιατική «απελευθέρωση»
σήμαινε την επιβολή ολιγαρχιών σχεδόν παντού, με έναν Σπαρτιάτη κυβερνήτη να
διαφυλάττει την τάξη. Την περίοδο αυτή βλέπουμε το χειρότερο πρόσωπο της
Σπάρτης. Ο Σπαρτιάτης ποτέ δεν έμαθε να συμπεριφέρεται έξω από την πατρίδα του.
Στην πατρίδα του ήταν αναγκαστικά υπάκουος και λιτός- έξω από την πατρίδα του
δεν ήταν αξιόπιστος ούτε στην εξουσία ούτε στο χρήμα. Η «ελευθερία» που δόθηκε
τώρα στην Ελλάδα ήταν η «ελευθερία» της Σπάρτης να κακομεταχειρίζεται όποιον
ήθελε. Η πραγματικά ωφελημένη από τον πόλεμο ήταν η Περσία- είχε ανακτήσει την
Ιωνία, και η Ελλάδα διχασμένη δεν θα μπορούσε ποτέ να της την πάρει πίσω. Γι’
αυτό η πλήρης αυτονομία κάθε ελληνικής πόλης ήταν επιθυμητή από όλους, από τους
ίδιους τους Έλληνες, από τη Σπάρτη και από την Περσία.
Μεταξύ των ολιγαρχιών που εγκαταστάθηκαν
ή υποστηρίχτηκαν από τη Σπάρτη ήταν και μια σκληρή και αιμοδιψής ομάδα στην
Αθήνα, γνωστή ως «οι Τριάκοντα», υπό την ηγεσία κάποιου Κριτία, ο οποίος είχε
υπάρξει μαθητής του Σωκράτη. Κυβέρνησαν τρομοκρατικά για λίγους μήνες, αλλά η
ολιγαρχία δεν μπορούσε να επιβιώσει για πολύ στην Αθήνα. Η δημοκρατία
αποκαταστάθηκε, και μάλιστα με μια τόλμη και μια μετριοπάθεια οι οποίες τη
βοήθησαν να εξιλεωθεί από την παραφροσύνη και την περιστασιακή βία την οποία
επέδειξε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Είναι αλήθεια πως η αποκατεστημένη
δημοκρατία πείστηκε το 399 π.Χ. να θανατώσει τον Σωκράτη, αλλά αυτό απείχε πολύ
από το να είναι μια πράξη βάρβαρης ανοησίας. Ας θυμηθεί ο αναγνώστης τι είχε
δει και τι είχε αντιμετωπίσει ο δικαστής που έκρινε αυτήν την υπόθεση —την πόλη
ηττημένη, υποχρεωμένη από τη Σπάρτη να στερείται τα τρόφιμα και να αφοπλιστεί,
τη δημοκρατία να έχει ανατραπεί και τον λαό να βασανίζεται από μια σκληρή
τυραννία. Ας αναλογιστεί πως ο άνθρωπος που είχε κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στην
Αθήνα και είχε προσφέρει τις πιο σημαντικές υπηρεσίες στη Σπάρτη ήταν ο
Αθηναίος αριστοκράτης Αλκιβιάδης, και πως ο Αλκιβιάδης είχε υπάρξει ένας
μόνιμος μαθητής του Σωκράτη, και πως ο φοβερός Κριτίας ήταν άλλος ένας μαθητής
του. Ας αναλογιστεί επίσης πως, μολονότι ο Σωκράτης ήταν προφανώς ένας νόμιμος
πολίτης, ωστόσο είχε επικρίνει ρητά τις αρχές της δημοκρατίας. Δεν πρέπει να εκπλήσσει
το γεγονός ότι πολλοί απλοί Αθηναίοι σκέφτηκαν πως η προδοσία του Αλκιβιάδη
και το ολιγαρχικό μένος του Κριτία και της παρέας του ήταν το άμεσο αποτέλεσμα
της διδασκαλίας του Σωκράτη, και ότι πολλοί άλλοι, που όχι παράλογα απέδιδαν
τις συμφορές της πόλης στην ανατροπή των παραδοσιακών αξιών της συμπεριφοράς
και της ηθικής, έριξαν ένα μέρος της ευθύνης γι’ αυτό στη συνεχή και δημόσια
αμφισβήτηση όλων των πραγμάτων από τον Σωκράτη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες,
θα αθωωνόταν ο Σωκράτης σήμερα από μια δημοσκόπηση, ειδικά μετά από μια τόσο
ανυποχώρητη υπεράσπισή του; Μπορούμε να αμφιβάλλουμε αν οι αριθμοί θα μπορούσαν
να είναι πιο ευνοϊκοί γι’ αυτόν —μια πλειοψηφία 60 ψήφων στους 501. Το ότι
ακολούθησε η θανατική ποινή, αποτελούσε δική του επιλογή· σκόπιμα αρνήθηκε να
προτείνει την εξορία και, σαν να το έκανε σκόπιμα, αρνήθηκε να αποδράσει από τη
φυλακή. Τίποτα δεν μπορεί να είναι πιο υπέροχο από την υπομονή του Σωκράτη
κατά τη διάρκεια και μετά από αυτή τη δίκη, και αυτή η υπεροχή δεν πρέπει να
δραματοποιηθεί με την παρουσίαση του Σωκράτη ως θύματος ενός αμαθούς όχλου. Ο
θάνατός του ήταν σχεδόν μια εγελιανή τραγωδία, μια σύγκρουση στην οποία και οι
δύο πλευρές είχαν δίκιο.
Η κυριαρχία της Σπάρτης δεν διήρκεσε
πολύ· η ωμή βία της προκάλεσε τη δημιουργία ενός συνασπισμού από τις άλλες
πόλεις εναντίον της- έτσι διεξήχθη ο πόλεμος που είναι γνωστός ως Κορινθιακός.
Η ειρήνευση επήλθε και πάλι το 387, με την ατιμωτική μορφή ενός διατάγματος από
τον Πέρση βασιλιά, με το οποίο, για μια ακόμη φορά, όλες οι ελληνικές πόλεις
επρόκειτο να έχουν την αυτονομία τους. Τώρα οι τρεις ηγετικές πόλεις ήταν η
Αθήνα, η Σπάρτη και η Θήβα, εκ των οποίων οποιεσδήποτε δύο ήταν έτοιμες να
συνεργαστούν προκειμένου να εμποδίσουν την τρίτη να γίνει υπερβολικά ισχυρή. Η
Αθήνα σιγά σιγά αναγεννιόταν, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά· διαμόρφωσε
μάλιστα και μια δεύτερη Συμμαχία, αφού για τα κράτη του Αιγαίου ήταν τόσο
αναγκαία μια μορφή κεντρικής εξουσίας. Το 371 συνέβη ένα γεγονός το οποίο
συγκλόνισε την Ελλάδα συθέμελα. Η Θήβα νίκησε τον σπαρτιατικό στρατό σε μια
ανοιχτή μάχη στα Λεύκτρα. Τη στιγμή εκείνη η Θήβα είχε κάτι που της συνέβαινε
σπάνια, δυο ευφυείς ανθρώπους, τον Πελοπίδα και τον Επαμεινώνδα, οι οποίοι
είχαν επινοήσει μια καινούργια και τολμηρή στρατιωτική τακτική. Αντί να παρατάσσουν
το βαρύ πεζικό σε μια σειρά οκτώ ανδρών σε βάθος (με το ιππικό και τους ελαφρά
οπλισμένους στα πλευρά τους), έκαναν πιο λεπτή τη μια πτέρυγα της παράταξης και
το κέντρο, και διαμόρφωσαν την άλλη πτέρυγα με εξαιρετικό βάθος πενήντα
ανδρών. Αυτός ο όγκος των ανδρών, ενεργώντας σαν ομάδα κρούσης, διέσπασε τις
σπαρτιατικές γραμμές μόνο και μόνο με το βάρος του, και το απίστευτο είχε
συμβεί. Ωστόσο η Θήβα δεν είχε να προσφέρει κανένα πολιτικό ιδανικό. Ο
Επαμεινώνδας εκστράτευσε τέσσερις φορές στην Πελοπόννησο, προκειμένου να
δημιουργήσει εναντίον της Σπάρτης μια νέα συγκεντρωτική πόλη από τους
ορεσίβιους Αρκάδες. Στην τελευταία εκστρατεία νίκησε σε άλλη μια ανοιχτή μάχη,
στη Μαντίνεια, αλλά ο ίδιος σκοτώθηκε και η κυριαρχία της Θήβας κατέρρευσε.
Είχε δώσει όμως στη Σπάρτη αυτό που της άξιζε, αλλά αυτή ήταν μια τιμωρία που η
Ελλάδα δεν μπορούσε να αντέξει, λόγω μιας απροσδόκητης απειλής που γεννιόταν
στον βορρά.
Η Μακεδονία ποτέ δεν είχε υπολογιστεί ως
μέρος της Ελλάδας. Ήταν μια άγρια και πρωτόγονη χώρα, χαλαρά ενωμένη κάτω από
μια βασιλική οικογένεια η οποία ισχυριζόταν πως έχει ελληνική καταγωγή
—υποστήριζαν πως είχαν για πρόγονο, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον ίδιο τον Αχιλλέα—
και διατηρούσε μια αυλή η οποία τουλάχιστον ήταν αρκετά πολιτισμένη ώστε να
προσελκύσει τον Ευριπίδη από την Αθήνα προς το τέλος της ζωής του. Το 359 π.Χ.
ο Φίλιππος ο Β' ανέβηκε στον θρόνο με τη συνήθη διαδικασία, έναν κύκλο οικογενειακών
δολοφονιών. Ήταν φιλόδοξος, δραστήριος και πανούργος. Είχε περάσει ένα μέρος
της νεότητάς του στη Θήβα και εκεί είχε δει πόσο αδύναμη γινόταν η Ελλάδα, ενώ
είχε μάθει κάτι και για τη νέα στρατιωτική τακτική του Πελοπίδα· αυτήν
υιοθέτησε και βελτίωσε, οργανώνοντας την περίφημη μακεδονική φάλαγγα η οποία
κυριάρχησε στα πεδία των μαχών μέχρι που τη νίκησε η ρωμαϊκή λεγεώνα. Ο σκοπός
που έθεσε στον εαυτό του ο νεαρός Φίλιππος ήταν να ελέγξει τον ελληνικό
κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Αθήνας αν ήταν αυτό δυνατό, αλλά και χωρίς
αυτήν αν ήταν αναγκαίο. Με μια πρώτη ματιά, αυτό φαινόταν αδύνατο· η Μακεδονία
απειλείτο από τα βορειοδυτικά από άγριες ιλλυρικές φυλές, ήταν μια
καθυστερημένη χώρα, ήταν αποκομμένη από το Αιγαίο από έναν κλοιό ελληνικών
πόλεων, ενώ το αθηναϊκό ναυτικό υπερτερούσε και πάλι. Αλλά ο Φίλιππος είχε
μερικά σπουδαία πλεονεκτήματα. Η μεγάλη αριθμητική δύναμη και ένα χρυσωρυχείο
που μόλις είχε ανακαλυφθεί ήταν δύο από αυτά, αλλά, μαζί με αυτά, είχε και τα
πλεονεκτήματα που πάντοτε έχει ένας αυτοκράτορας — μυστικότητα, ταχύτητα και
ανεντιμότητα. Αντιμετώπισε τους Ιλλυριούς και έκανε τη Μακεδονία ασφαλή μέσα σε
λίγο χρονικό διάστημα· κατέκτησε την ελληνική πόλη της Αμφίπολης, η οποία του
έφραζε τον δρόμο προς τα νότια. Η Αμφίπολη ήταν μια αθηναϊκή αποικία την οποία
ο Θουκυδίδης είχε αποτύχει να σώσει από τον Βρασίδα- ο Φίλιππος, φυσικά,
ισχυρίστηκε ότι την κατέκτησε μόνο και μόνο για να απαλλάξει τους Αθηναίους από
τον κόπο να την καταλάβουν οι ίδιοι, και ότι αμέσως ή λίγο μετά θα τους την
παρέδιδε. Έστρεψε την προσοχή του και σε άλλες ελληνικές πόλεις, και μάλιστα
στην Όλυνθο. Η πόλη ήταν το κέντρο μιας αρκετά επίφοβης συμμαχίας και στη
Σπάρτη δεν άρεσαν οι συμμαχίες. Η διάλυση της Ολυνθιακής συμμαχίας από τους
Σπαρτιάτες είχε κάνει τα πράγματα ευκολότερα για τον Φίλιππο. Έτσι ξεκίνησε μια
μακρά και τραγική μονομαχία μεταξύ των δύο σπουδαιότερων μορφών της πολιτικής
του 4ου αι., του ίδιου δηλαδή του Φιλίππου και ενός Αθηναίου πολίτη —ενός
επαγγελματία λογογράφου, ενός πατριώτη εμποτισμένου από τον Θουκυδίδη, του
μεγαλύτερου ίσως ρήτορα όλων των εποχών — , του Δημοσθένη. Διέκρινε τον
κίνδυνο, μάλλον αργά και όχι σε όλη του την έκταση στην αρχή, αλλά στο τέλος
τον είδε και με τον έναν λόγο του μετά τον άλλον, με μια διαρκώς αυξανόμενη
αγωνία, εκλιπαρούσε τους Αθηναίους να λάβουν τα μέτρα τους. Η Αθήνα του 350
βρίσκεται σε θλιβερή αντίθεση με την Αθήνα του 450- παλιά η αθηναϊκές δυνάμεις
βρίσκονταν παντού και οι πολίτες ήταν έτοιμοι για όλα- τώρα ο Δημοσθένης πρέπει
να τους ικετέψει για να υπερασπιστούν τα πιο ζωτικά συμφέροντά τους, να τους
εκλιπαρήσει για να στείλουν στρατιωτική δύναμη, της οποίας ένα μέρος
τουλάχιστον έπρεπε να αποτελείται από πολίτες — γιατί η χρήση μισθοφόρων είχε
γίνει συνήθης —, και για να αναγκάσουν τον στρατό να παραμείνει στη θέση του
πολέμου χωρίς να φύγει για κάπου αλλού, σε μια πιο επικερδή εκστρατεία. Έπρεπε
να τους ικετέψει να μη στείλουν πια «χάρτινους στρατούς» — έναν στρατηγό με
την αποστολή να χρησιμοποιήσει μισθοφόρους, οι οποίοι έμεναν συνήθως
απλήρωτοι. «Οι σύμμαχοί σας», λέει, «φοβούνται μέχρι θανάτου τις επιχειρήσεις
αυτού του είδους». Αλλά οι Αθηναίοι ήταν απρόθυμοι να ακούσουν δυσάρεστες
αλήθειες, πρόθυμοι να πιστέψουν τον Φίλιππο και τον ισχυρισμό του πως «σίγουρα
είναι η τελευταία μου εδαφική διεκδίκηση», πρόθυμοι να ακούν τους συνετούς
Υπουργούς των Οικονομικών και άλλους λιγότερο έντιμους συμβούλους οι οποίοι
κορόιδευαν τον Δημοσθένη και βεβαίωναν πως ο Φίλιππος ήταν ένας έντιμος,
πολιτισμένος άνθρωπος και ο καλύτερός τους φίλος. Το 1937 μια αγγλική εφημερίδα
είχε ως πρωτοσέλιδο: «Ο ΧΙΤΛΕΡ ΝΕΚΡΟΣ;» Το 357 π.Χ. ο Δημοσθένης είπε στους
συμπολίτες του: «Τρέχετε εδώ κι εκεί και ρωτάτε ο ένας τον άλλον: “Είναι ο
Φίλιππος νεκρός;” Όχι, δεν είναι νεκρός, αλλά άρρωστος. Ποια η διαφορά αν
είναι νεκρός ή όχι. Πολύ σύντομα θα προκαλέσετε εναντίον σας έναν άλλον
Φίλιππο, αν κατευθύνετε τις υποθέσεις σας κατ’ αυτόν τον τρόπο». Ο παραλληλισμός
είναι σε όλη του την έκταση αρκετά κοντινός για να κάνει πικρή την ανάγνωση
του πολιτικού λόγου του Δημοσθένη. Η σύγχρονη ιστορία ίσως να ήταν πολύ διαφορετική,
αν είχαμε έναν πολιτικό ηγέτη που θα είχε μελετήσει τον Δημοσθένη και μια Βουλή
των Κοινοτήτων ικανή να σκεφτεί πως η ελληνική ιστορία ίσως έχει κάτι να πει
για τα σύγχρονα προβλήματα, και πως ό,τι συνέβη πολύ πιο παλιά από την
προηγούμενη εβδομάδα δεν είναι κατ’ ανάγκη άσχετο με το σήμερα.
Τελικά, όταν η αθηναϊκή αναβλητικότητα,
τα μίση των Ελλήνων και η προφανής ανεντιμότητα κάποιων Αθηναίων φίλων του
Φιλίππου είχαν κάνει τη ζημιά τους, ο Δημοσθένης επικράτησε. Η Αθήνα έκανε μια
μεγάλη και αξιέπαινη προσπάθεια· η μακροχρόνια διαμάχη με τη Θήβα έληξε και οι
ενωμένες δυνάμεις εκστράτευσαν εναντίον του Φιλίππου. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν
στη Χαιρώνεια,
μοιραία για την ελευθερία.
Δυο χρόνια αργότερα πέθανε. Αν ο γιος
και διάδοχός του ήταν ένας συνηθισμένος Μακεδόνας βασιλιάς, ίσως η χώρα να είχε
καταλήξει στην αφάνεια και η Ελλάδα να είχε ανακτήσει τη χαοτική αυτονομία της,
για ένα χρονικό διάστημα. Αλλά ο διάδοχος του Φιλίππου δεν ήταν συνηθισμένος,
ήταν ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ένας από τους πιο εκπληκτικούς ανθρώπους που
γνωρίζουμε. Ήταν νέος 20 χρονών και κινήθηκε σαν αστραπή. Μέσα σε 15 μήνες
κατέστειλε μια εξέγερση στη Θεσσαλία, εισέβαλε στην Ελλάδα και απείλησε με
αφανισμό τις πόλεις που έβγαζαν ευχαριστήρια ψηφίσματα για τους δολοφόνους του
Φιλίππου και σκέφτονταν την αποστασία· οδήγησε μια γρήγορη εκστρατεία μέχρι
τον Δούναβη για να εξασφαλίσει τα νώτα του και, καθώς το περσικό χρυσάφι έπεισε
τη Θήβα να επαναστατήσει εναντίον της μακεδονικής φρουράς και άλλες πόλεις να
σχεδιάσουν εξέγερση, εισέβαλε για δεύτερη φορά στην Ελλάδα, κατέκτησε τη Θήβα
και την κατέστρεψε. Άφησε όρθιο μόνο ένα σπίτι,
ισοπεδώθηκαν.
Όλ’ αυτά πήραν μόνο 15 μήνες· τόσο οι Έλληνες
όσο και οι βόρειοι γείτονες της Μακεδονίας είχαν πάρει το μάθημά τους. Την
επόμενη άνοιξη (334 π.Χ.) ο Αλέξανδρος πέρασε στην Ασία. 11 χρόνια αργότερα
πέθανε, σε ηλικία 33 ετών, αλλά τώρα η Περσική αυτοκρατορία ήταν στο σύνολό
της μακεδονική, όπως ήταν για ένα μικρό χρονικό διάστημα και το Πουντζάμπ, το
οποίο οι Πέρσες δεν το είχαν ελέγξει ποτέ. Ο Αλέξανδρος δεν είχε κατευθύνει
απλώς μια θύελλα κατακτήσεων όπου είχε πάει, είχε εδραιώσει τις κατακτήσεις του
με την καλομελετημένη ίδρυση ελληνικών πόλεων, μερικές από τις οποίες, ειδικά η
Αλεξάνδρεια της Αίγυπτου, κράτησαν μέχρι σήμερα το όνομα που τους έδωσε.
Όταν πέθανε ο Φίλιππος, πόλεις όπως η
Αθήνα και η Θήβα ήταν, για τον ελληνικό τρόπο σκέψης, μεγάλες και ισχυρές· όταν
πέθανε ο Αλέξανδρος, οι Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας έβλεπαν μια
αυτοκρατορία που εκτεινόταν από την Αδριατική μέχρι τον Ινδό ποταμό και από
την Κασπία μέχρι την Άνω Αίγυπτο. Αυτά τα δεκατρία χρόνια είχαν κάνει μια
σημαντική αλλαγή. Η κλασική Ελλάδα βρισκόταν στο τέλος της, και εις το εξής η
ζωή είχε μια εντελώς διαφορετική μορφή και ένα εντελώς διαφορετικό νόημα.
Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια τόσο
ξαφνική κατάρρευση ενός ολόκληρου συστήματος, είναι φυσικό να αναζητάμε μια εξήγηση.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε μια άμεση τουλάχιστον αιτία, το ότι οι
συνεχείς πόλεμοι ενός αιώνα ή παραπάνω είχαν εξαντλήσει την Ελλάδα, υλικά και
πνευματικά. Τα πράγματα δεν μπορούσαν να συνεχιστούν έτσι- η πόλη-κράτος δεν
εξασφάλιζε πλέον έναν ικανοποιητικό τρόπο ζωής. Όπως και σήμερα, σε σχεδόν παρόμοιες
περιστάσεις, η Δυτική Ευρώπη προσπαθεί να προχωρήσει προς μια μεγαλύτερη
πολιτική ένωση, έτσι και στον 4ο αι. υπήρχαν μερικοί που απομακρύνονταν τόσο
από την ίδια την πόλη όσο και από τις δημοκρατικές αρχές. Ο Ισοκράτης ήταν
ευνοϊκά δια- κείμενος προς τις αρχές της μοναρχίας- έγραψε ένα εγκώμιο κάποιου
Ευαγόρα, ενός τυράννου στην Κύπρο, και επέμεινε πως οι ελληνικές πόλεις, αντί
να πολεμούν η μία την άλλη, έπρεπε να ενωθούν, υπό τον Φίλιππο, σε μια μεγάλη
εκστρατεία εναντίον της παραπαίουσας Περσικής αυτοκρατορίας. Ο Πλάτων
απελπισμένος είχε ξεγράψει τη δημοκρατία- διαμόρφωσε την ιδέα του «βασιλιά-
φιλόσοφου», και όχι μόνο τη διαμόρφωσε, αλλά έκανε επίσης και δυο ταξίδια στη
Σικελία με τη μάταιη ελπίδα να μετατρέψει σε έναν τέτοιο βασιλιά-φιλόσοφο τον
Διονύσιο, τον νεαρό ηγέτη των Συρακουσών.
Ωστόσο, η πόλη δεν επιδείκνυε αδυναμία
μόνο εξωτερικά, με το να μην παρέχει στην Ελλάδα έναν ικανοποιητικό τρόπο ζωής-
και εσωτερικά επίσης έχανε την ισχύ της, όπως μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα στην
περίπτωση της Αθήνας. Η αντίθεση μεταξύ της εποχής του Δημοσθένη και της εποχής
του Περικλή είναι εντυπωσιακή- στην Αθήνα του Περικλή η ιδέα της πρόσληψης
μισθοφόρων θα φαινόταν ως μια άρνηση της πόλης, όπως και στην πραγματικότητα
ήταν. Η Αθήνα του 4ου αι. δίνει την εντύπωση του πολιτικού λήθαργου, σχεδόν της
αδιαφορίας- οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν για άλλα πράγματα παρά για την πόλη, και
μόνο την τελευταία μοιραία στιγμή οι Αθηναίοι πραγματικά ενήργησαν με έναν
τρόπο αντάξιο του σπουδαίου ονόματος τους- αλλά τότε ήταν πολύ αργά.
Η αντίθεση μεταξύ των δύο περιόδων
προχωρά πολύ βαθιά. Δεν είναι απλώς το ότι η Αθήνα είχε εξαντληθεί από τον
μακροχρόνιο Πελοποννησιακό πόλεμο. Από τέτοιες εξαντλήσεις οι κοινότητες συνέρχονται,
και πραγματικά η Αθήνα του 4ου αι. ήταν αρκετά δραστήρια και τολμηρή σε άλλους
τομείς. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε την αλλαγή σε μια απλή εξάντληση. Ούτε στην
απλή αντίδραση από την ένταση της πολιτικής ζωής του 5ου αι.· γιατί η
αντίδραση, με την πάροδο του χρόνου, χάνει τις δυνάμεις της. Αυτό που συναντάμε
κατά τον 4ο αι. είναι μια μόνιμη αλλαγή της νοοτροπίας των ανθρώπων είναι η
εμφάνιση μιας διαφορετικής αντιμετώπισης της ζωής. Τον 4ο αι. υπάρχει
περισσότερος ατομικισμός. Μπορούμε να το δούμε όπου κοιτάξουμε, στην τέχνη,
στη φιλοσοφία, στη ζωή. Η γλυπτική, για παράδειγμα, αρχίζει να γίνεται
εσωστρεφής, να ασχολείται με ατομικά χαρακτηριστικά, με παροδικές διαθέσεις,
αντί να προσπαθεί να εκφράζει το ιδεώδες ή το καθολικό. Στην πραγματικότητα,
αρχίζει να απεικονίζει συγκεκριμένους ανθρώπους, όχι τον Άνθρωπο γενικά. Το
ίδιο συμβαίνει με το δράμα, όπου η αλλαγή φαίνεται πως δεν είναι απότομη. Ήδη
κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών του 5ου αι. η τραγωδία είχε
αρχίσει να απομακρύνεται από τα σημαντικά και καθολικά προβλήματα και να ασχολείται
με ασυνήθιστους χαρακτήρες (όπως στην Ηλέκτρα και στον Ορέστη
του Ευριπίδη), ή με ρομαντικές ιστορίες παράξενων κινδύνων και συναρπαστικών
αποδράσεων (όπως στην Ιφιγένεια εν Ταύροις και στην Ελένη). Στη
φιλοσοφία της εποχής συναντάμε σχολές όπως οι Κυνικοί και οι Κυρηναϊκοί. Το
μεγάλο ερώτημα ήταν «Πού έγκειται το Αγαθό; το Αγαθό για τον Άνθρωπο;» Και η
απάντηση που δινόταν δεν λάμβανε υπόψη της την πόλη. Οι Κυνικοί, εκ των οποίων
ο περίφημος Διογένης ήταν το ακραίο παράδειγμα, είπαν πως η αρετή και η σοφία
συνίσταται στο να ζει κανείς σύμφωνα με τη φύση και στο να παραιτείται από
ματαιότητες όπως η επιθυμία της δόξας και της άνεσης. Έτσι ο Διογένης ζούσε στο
πιθάρι του και η πόλη έπρεπε να τα καταφέρει χωρίς αυτόν. Οι Κυρηναϊκοί, μια
ηδονιστική σχολή, υποστήριζε πως η σοφία συνίσταται στο νόμιμο δικαίωμα στις
απολαύσεις και στην αποφυγή όποιου πράγματος ενοχλεί την ομαλή ροή της ζωής-
έτσι και αυτοί επίσης απέφευγαν την πόλη. Είναι αλήθεια πως η λέξη κοσμόπολις
πλάστηκε αυτήν την εποχή, για να εκφράσει την ιδέα πως η κοινότητα, στην οποία
ο σοφός όφειλε να προσχωρήσει, δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια κοινότητα όλων
των ανθρώπων· ο σοφός, όπου κι αν ζούσε, ήταν συμπολίτης κάθε άλλου σοφού.
Ωστόσο, πέρα από από αυτήν τη φιλοσοφική έννοια, ο κοσμοπολιτισμός ήταν το
αναγκαίο αντίβαρο του νέου ατομικισμού. Η κοσμόπολη είχε αρχίσει να
εκτοπίζει την πόλη.
Αν στραφούμε από την τέχνη και τη
φιλοσοφία στη ζωή και την πολιτική, βρίσκουμε κάτι που κατ’ ουσίαν είναι το
ίδιο πράγμα. Ο μέσος πολίτης ενδιαφέρεται περισσότερο για τις προσωπικές του
υποθέσεις παρά για την πόλη. Αν είναι φτωχός, τείνει να βλέπει την πόλη ως μια
πηγή κέρδους. Ο Δημοσθένης, για παράδειγμα, αγωνίστηκε σκληρά για να πείσει
τον λαό να αφιερώσει στην εθνική άμυνα πόρους που συνήθως πήγαιναν στα θεωρικά,
ένα, ποσό το οποίο δεν χρηματοδοτούσε τις παραστάσεις, αλλά επέτρεπε στους
πολίτες να παρακολουθούν δωρεάν το θέατρο και τις υπόλοιπες εορτές. Η
διατήρηση αυτού του ποσού μπορεί να υποστηριχτεί ως ορθή, όμως μόνο με την
προϋπόθεση πως ο πολίτης θα έδειχνε τόσο μεγάλη προθυμία στη εξυπηρέτηση της
πόλης όση και στην αποδοχή των προνομίων που του παρείχε. Αν ο πολίτης ήταν
πλούσιος, ήταν περισσότερο απορροφημένος στις δικές του υποθέσεις- ο Δημοσθένης
συγκρίνει με δυσαρέσκεια τα λαμπρά σπίτια της εποχής του, τα οποία είχαν
χτιστεί από τους πλούσιους, με τα απλά σπίτια στα οποία αρκούνταν οι πλούσιοι
του περασμένου αιώνα. Η κωμωδία δείχνει πολύ καθαρά την αλλαγή της νοοτροπίας.
Η ΙΙαλιά Κωμωδία ήταν πέρα για πέρα πολιτική- επικρινόταν και διακωμωδείτο στη
σκηνή η ζωή της πόλης. Τώρα αντλεί το υλικό της από την ιδιωτική και
οικογενειακή ζωή, και κάνει αστεία για τους μάγειρες και για την τιμή των
ψαριών, τις δύστροπες συζύγους και τους ανίκανους γιατρούς.
Συγκρίνοντας την Αθήνα του Περικλή με
αυτήν του Δημοσθένη βρίσκουμε και άλλες διαφορές που είναι σημαντικές,
μολονότι φαίνεται να έχουν μικρή σχέση με την ανάπτυξη του ατομικισμού τον
οποίο εξετάζουμε. Οι ηγετικές φυσιογνωμίες της Εκκλησίας του Δήμου δεν είναι
πλέον οι υπεύθυνοι αξιωματούχοι του κράτους. Ακόμη πιο σπάνια, οι υπεύθυνοι
αξιωματούχοι του κράτους ήταν και διοικητές στα πεδία των μαχών. Σίγουρα ο διαχωρισμός
αυτών των ρόλων δεν είναι απόλυτος· ωστόσο είναι συνηθισμένο να βρίσκουμε
επαγγελματίες ρήτορες σαν τον Δημοσθένη και τον αντίπαλό του, τον Αισχίνη, να
κυριαρχούν στην Εκκλησία του Δήμου και να υπηρετούν σε διπλωματικές αποστολές,
όχι όμως και να έχουν κάποιο αξίωμα, και ακόμα λιγότερο να διοικούν στο πεδίο
της μάχης· πολιτικούς σαν τον Εύβουλο, ο οποίος αφιέρωσε το αξιόλογο ταλέντο
του σε μια συνετή διακυβέρνηση και πέρα από αυτό δεν υπήρξε αξιοσημείωτος·
στρατηγούς σαν τον Ιφικράτη και τον Χαβρία, οι οποίοι ήταν κατ’ ουσίαν
επαγγελματίες και υπηρέτησαν ξένες δυνάμεις, όταν η Αθήνα δεν τους ήθελε, και
έζησαν έξω από την πόλη τους. Ο Ιφικράτης παντρεύτηκε την κόρη ενός Θρακιώτη
βασιλιά και μια φορά μάλιστα τον βοήθησε εναντίον των Αθηναίων την ίδια στιγμή
ένας άλλος γαμπρός του ίδιου μονάρχη, κάποιος Χαρίδημος, χρησιμοποιείτο τακτικά
από τους Αθηναίους ως στρατηγός, μολονότι δεν ήταν καθόλου Αθηναίος αλλά απλώς
ένας ταλαντούχος διοικητής μισθοφόρων.
Αν λοιπόν κοιτάξουμε στην Ελλάδα
συνολικά, βλέπουμε πως το σύστημα της πόλης καταρρέει· αν κοιτάξουμε μέσα στην
Αθήνα, βλέπουμε πως η πόλη αποσυντίθεται. Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση του
συστήματος της πόλης φαίνεται πολύ πιο απότομη απ’ όσο στην πραγματικότητα
ήταν· δεν ήταν ζήτημα μιας μάχης, μιας δεκαετίας ή έστω μιας γενιάς. Τι είχε
συμβεί; Έχουμε διαπιστώσει μερικά συμπτώματα, αλλά ποια ήταν η αιτία; Γιατί η
πόλη κατέρρευσε τον 4ο αι. και όχι τον 5ο αι.; Γιατί μπόρεσε η Ελλάδα να ενωθεί
εναντίον της Περσίας και όχι εναντίον του Φιλίππου; Υπάρχει κάποια σχέση
ανάμεσα σε αυτήν την κατάρρευση και στον ατομικισμό που παρατηρήσαμε; Ή ανάμεσα
σε αυτήν και στη δυσοίωνη χρησιμοποίηση επαγγελματιών στρατιωτών; Αν
αναλογιστούμε ακόμη μια φορά τι σήμαινε και τι προϋπέθετε η πόλη, πιστεύω πως
θα μπορέσουμε να ανιχνεύσουμε μια βαθιά σχέση μεταξύ όλων αυτών των πραγμάτων.
Η πόλη ήταν φτιαγμένη για τον
ερασιτέχνη. Το ιδανικό της ήταν ότι κάθε πολίτης (περισσότερο ή λιγότερο,
ανάλογα με το αν η πόλη ήταν δημοκρατική ή ολιγαρχική) έπρεπε να λαμβάνει μέρος
σε όλες τις δραστηριότητές της, οι οποίες ήταν πολλές· το ιδανικό αυτό εμφανώς
προήλθε από την ευρεία ομηρική αντίληψη της αρετής ως πολύπλευρης υπεροχής και
πολύπλευρης δραστηριότητας. Αυτό προϋποθέτει μια αντίληψη περί συνολικότητας
και ενότητας της ζωής, και μια επακόλουθη απέχθεια της εξειδίκευσης.
Προϋποθέτει μια περιφρόνηση της αποτελεσματικότητας, ή μάλλον μια πολύ ανώτερη
αντίληψη περί αποτελεσματικότητας: μια αποτελεσματικότητα που δεν εντοπίζεται
σε έναν τομέα της ζωής, αλλά στην ίδια τη ζωή. Πόσο μακριά προχώρησε η δημοκρατική
Αθήνα στον περιορισμό του πεδίου δράσης των επαγγελματιών ειδικών, είναι κάτι
που έχουμε ήδη δει- κάθε άνθρωπος όφειλε τόσο στην πόλη όσο και στον εαυτό
του να είναι με τη σειρά τα πάντα.
Αυτή όμως η ερασιτεχνική αντίληψη
προϋποθέτει επίσης πως η ζωή, πέρα από το ότι είναι ένα σύνολο, είναι επίσης
και απλή. Αν ένας άνθρωπος στην ώρα του πρόκειται να παίξει όλους τους ρόλους,
αυτοί οι ρόλοι δεν πρέπει να είναι πολύ δύσκολοι για τον κοινό πολίτη να τους
μάθει. Και εκεί ήταν που η πόλη κατέρρευσε. Ο δυτικός άνθρωπος, με
πρώτον τον Έλληνα, δεν μπορούσε ποτέ να αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους.
Πρέπει να ερευνά, να ανακαλύπτει, να βελτιώνει, να προοδεύει· και η πρόοδος
κατέστρεψε την πόλη.
Ας κοιτάξουμε πρώτα σε πανελλήνιο
επίπεδο. Ο σύγχρονος αναγνώστης ο οποίος στρέφεται σε εκείνους τους πολύ
διαφορετικούς πολιτικούς φιλοσόφους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, πρέπει να
εκπλήσσεται από την επιμονή τους σε τούτο, ότι δηλαδή η πόλη πρέπει να είναι
οικονομικά αυτάρκης. Γι’ αυτούς η αυτάρκεια είναι σχεδόν ο πρώτος νόμος της
ύπαρξής της· ουσιαστικά θα ήθελαν να καταργήσουν το εμπόριο. Ιστορικά τουλάχιστον
φαίνεται πως είχαν δίκιο. Και οι δύο πίστευαν ακλόνητα πως το ελληνικό σύστημα
των μικρών πόλεων ήταν η μοναδική δυνατή βάση για μια αληθινά πολιτισμένη ζωή·
και είναι μια λογική άποψη. Ένα τέτοιο σύστημα, όμως, μπορούσε να λειτουργήσει
μόνο αν πληρούνταν μία από τις τρεις προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι πως οι πόλεις
έπρεπε να διευθύνουν τις υποθέσεις τους με μια ευφυΐα και μια αυτοσυγκράτηση
για την οποία το ανθρώπινο γένος δεν έχει αποδείξει μέχρι σήμερα τον εαυτό του
ικανό. Η δεύτερη είναι πως μια πόλη έπρεπε να είναι αρκετά ισχυρή ώστε να
επιβάλει την τάξη χωρίς να επιθυμεί να επεμβαίνει αδικαιολόγητα στις εσωτερικές
υποθέσεις των άλλων. Για κάποιο χρονικό διάστημα και σε μερικό βαθμό αυτό
έγινε από τη Σπάρτη. Η τρίτη είναι πως ολόκληρο το σύστημα έπρεπε να είναι τόσο
ευρύχωρο ώστε τα μέλη του να μη χρειάζεται να καταπατούν το ένα τα δικαιώματα
του άλλου, με άλλα λόγια, έπρεπε να είναι αυτάρκη. Στα πρώιμα χρόνια αυτή η
προϋπόθεση λίγο ή πολύ πληρείτο, αλλά το άνοιγμα των οριζόντων της Μεσογείου
και η ανάπτυξη του εμπορίου άλλαξε τα πράγματα. Εμπορικοί ανταγωνισμοί αμέσως
οδήγησαν σε πολέμους ευρείας κλίμακας. Ακολούθως, ο ελληνικός κόσμος άρχισε
να συρρικνώνεται και οι συγκρούσεις έγιναν αναπόφευκτες. Η ανάπτυξη της Αθήνας
οδήγησε την εξέλιξη περαιτέρω. Ολόκληρο το οικονομικό της σύστημα αναιρούσε
τον νόμο της αυτάρκειας, αφού από την εποχή του Σόλωνα άρχισε να
εξαρτάται όλο και πιο πολύ από τις εξαγωγές κρασιού, λαδιού και βιοτεχνικών
προϊόντων, και από την εισαγωγή σιτηρών από τη Μαύρη θάλασσα και την Αίγυπτο.
Γι’ αυτό απέκτησε τον έλεγχο του Αιγαίου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και
ειδικά των Δαρδανελίων αυτός ο έλεγχος όμως, όπως τής φώναξε η Ελλάδα, ήταν
ασυμβίβαστος με τον σύστημα της πόλης-κράτους. Το σύστημα ουσιαστικά άρχισε να
μη λειτουργεί όταν αναίρεσε αυτόν τον βασικό νόμο της ύπαρξής του.
Αλλά η πόλη απαιτούσε απλότητα και σε
άλλα ζητήματα εκτός από τα οικονομικά. Ας εξετάσουμε τη στρατιωτική και ναυτική
τακτική, κάνοντας ένα όχι πολύ μεγάλο άλμα. Όλοι γνωρίζουμε πώς οι Έλληνες
πολεμούν σήμερα, από κορφή σε κορφή. Είναι μια μέθοδος πολέμου που τους
επιβλήθηκε από τη φύση της χώρας τους, παρόλο που στην ίδια χώρα, για αιώνες,
οι πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης-κράτους διεξάγονταν από ένα βαριά οπλισμένο
πεζικό το οποίο μπορούσε να πολεμήσει μόνο σε επίπεδο έδαφος. Το ιππικό και,
προς μεγαλύτερη έκπληξη, τα ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα χρησιμοποιούνταν μόνο
ως βοηθητικά, για να προστατεύουν τα πλευρά, να καλύπτουν μια υποχώρηση, και τα
παρόμοια. Η εξήγηση είναι απλή. Ο στρατιώτης ήταν ο πολίτης, και οι
περισσότεροι πολίτες ήταν αγρότες. Οι εκστρατείες έπρεπε να είναι σύντομες,
γιατί, αν τα δημητριακά δεν καλλιεργούνταν και δεν θερίζονταν, η πόλη θα
πεινούσε. Γι’ αυτό χρειαζόταν πάντοτε μια γρήγορη έκβαση, και τα ορεινά
αποσπάσματα σπάνια μπορούν να το πετύχουν αυτό. Επιπλέον, μολονότι ο πολίτης
αναμενόταν να διατηρηθεί ικανός στη χρήση του σπαθιού και της ασπίδας και στην
απλή αν και επίπονη πειθαρχία της μάχης σώμα με σώμα, δεν μπορούσε να διαθέσει
τον απαιτούμενο χρόνο για την εκμάθηση της πιο δύσκολης τέχνης του ορεινού
πολέμου. Μόνο η Σπάρτη είχε έναν επαγγελματικό στρατό πολιτών (ο οποίος
συντηρείτο από την εργασία των ειλώτων), αλλά από τη στιγμή που ήταν ανώτερη
στη μάχη σώμα με σώμα, δεν είχε κανένα κίνητρο να αλλάξει τις μεθόδους της.
Συνέβη, όμως, κατά τη διάρκεια του
Πελοποννησιακού πολέμου ένας ριψοκίνδυνος Αθηναίος διοικητής να οδηγήσει, όχι
πολύ αποτελεσματικά, μια εκστρατεία στην άγρια χώρα της Δυτικής Ελλάδας, και
βρήκε πως το βαριά οπλισμένο πεζικό βρισκόταν σε πολύ πιο μειονεκτική θέση
απέναντι στα ελαφρώς οπλισμένα αποσπάσματα που ήξεραν πώς να χτυπήσουν, να
τρέξουν μακριά και να χτυπήσουν ξανά. Το μάθημα δεν πήγε χαμένο. Ο πόλεμος με
ελαφρώς οπλισμένα στρατεύματα μελετήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε τον επόμενο αιώνα
ο Αθηναίος Ιφικράτης, με μερικά ελαφρώς οπλισμένα αποσπάσματα έπιασε ένα
σπαρτιατικό απόσπασμα σε ανώμαλο έδαφος και το έκανε κομμάτια. Από μόνο του
ήταν ένα επεισόδιο με όχι ιδιαίτερη σημασία, αλλά παρ’ όλ’ αυτά ενδεικτικό.
Σήμαινε πως η στρατιωτική τακτική εξειδικευόταν πέρα από τις δυνατότητες του
πολίτη-στρατιώτη και του πολίτη-στρατηγού. Είχε σχεδόν τελειώσει η εποχή που
ένας πολιτικός σαν τον Περικλή μπορούσε επίσης να παίξει κάλλιστα τον ρόλο του
διοικητή των στρατευμάτων. Ο πόλεμος γινόταν ένα επάγγελμα δεξιότητας. Έχουμε
ήδη συναντήσει μερικούς επαγγελματίες στρατηγούς, και επαγγελματικά στρατεύματα
εύκολα δημιουργήθηκαν από περιθωριοποιημένους, ανέργους ή από απλούς
τυχοδιώκτες ανθρώπους που είχε αφήσει πίσω του ο μακρύς πόλεμος. Οι περίφημοι
Μύριοι του Ξενοφώντα ήταν μια τέτοια δύναμη. Ως εκ τούτου υπήρχε κάποια
δικαιολογία που οι Αθηναίοι έφτασαν να στηρίζονται υπερβολικά σε μισθοφόρους,
δηλαδή σε επαγγελματίες- ίσως είχε παρουσιαστεί ως μια αποτελεσματική ενέργεια.
Αλλά ο κίνδυνος της ενέργειας αυτής είναι φανερός. Ο μεγαλύτερος αντίπαλος, ο
Φίλιππος, είχε έναν σταθερό στρατό καλά εκπαιδευμένο στη νέα πολεμική τακτική
και έτοιμο να χτυπήσει οπουδήποτε κάθε στιγμή, με σκληρούς ορεσίβιους
αμάθητους στον πολιτισμό. Σε αυτό το όπλο η πόλη δεν μπορούσε να αντιτάξει ένα
παρόμοιο χωρίς να σταματήσει να είναι πόλη.
Η ναυτική τακτική μάς αφηγείται την ίδια
ιστορία· και εδώ επίσης το εξειδικευμένο ταλέντο επιτεύχθηκε με ένα κόστος το
οποίο η πόλη στο τέλος δεν μπόρεσε να πληρώσει. Στους Περσικούς πολέμους τα
ελληνικά πλοία ήταν αργά και βαριά, πλοία ανθρώπων της ξηράς, όπως ο ρωμαϊκός
στόλος στον πρώτο Καρχηδονιακό πόλεμο. Η ιδέα ήταν να το εμβολίζουν δυνατά και
να πολεμούν έπειτα στο κατάστρωμα. Όμως 50 χρόνια αργότερα, τον πρώτο χρόνο
του Πελοποννησιακού πολέμου, η αθηναϊκή τριήρης (που σήμαινε πλοίο «με τρεις
σειρές κουπιών») ήταν ένα αληθινό πλοίο, φτιαγμένο σαν αγωνιστικό σκάφος. Το
βάρος θυσιάστηκε για χάρη της ταχύτητας και της ευκινησίας, και οι κωπηλάτες —
πολίτες φυσικά και όχι δούλοι— εκπαιδεύονταν σε υψηλό βαθμό ακρίβειας. Για
παράδειγμα, μια τακτική ήταν να κωπηλατούν γρήγορα προς το εχθρικό πλοίο σαν να
επρόκειτο να το εμβολίσουν έπειτα, την τελευταία στιγμή να στρίβουν, να
μαζεύουν τα κουπιά, να περνούν ξυστά από το εχθρικό πλοίο και να σπάνε όλα τα
κουπιά αυτής της πλευράς, ενώ οι τοξότες στο κατάστρωμα έκαναν ό,τι ζημιά
μπορούσαν, κι έπειτα να κατευθύνονται γρήγορα πάνω στον χτυπημένο εχθρό και να
τον εμβολίζουν με την άνεσή τους.
Τώρα, η τακτική αυτού του είδους
απαιτούσε μεγάλη ακρίβεια και ταχύτητα από πλευράς όλων όσων εμπλέκονταν. Τα
πληρώματα έπρεπε στην πραγματικότητα να είναι σχεδόν επαγγελματικά. Πώς
μπορείς όμως να φτιάξεις επαγγελματικά πληρώματα από πολίτες που πρέπει να
κερδίσουν τα προς το ζην; Αφού η αποδοτικότητα της εργασίας ήταν τόσο χαμηλή,
πώς μπορούσε η Αθήνα να αφιερώσει τόσο κόπο στον στόλο της; Μόνο επειδή εκμεταλλευόταν
τις εισφορές από τους υποτελείς-συμμάχους της. Στην πραγματικότητα, η
μεγαλύτερη πολιτική μονάδα, η Αθηναϊκή αυτοκρατορία, δεν μπορούσε να
αντεπεξέλθει σε αυτόν τον βαθμό εξειδίκευσης· το σύστημα της πόλης δεν το
μπορούσε. Αλλά η μεγαλύτερη πολιτική μονάδα δεν ήταν αποδεκτή —μια διαπίστωση
με κάποιο ενδιαφέρον και για τη σημερινή Δυτική Ευρώπη. Η Αθήνα στην
πραγματικότητα κέρδισε αυτήν τη ναυτική εξειδίκευση (μεταξύ άλλων πραγμάτων)
εκμεταλλευόμενη άλλες πόλεις. Αλλά αυτό ήταν μια πρόκληση στο ελληνικό αίσθημα·
αναιρούσε έναν από τους βασικούς νόμους ολόκληρου του συστήματος, και η
αναίρεση έφερε τη δική της τιμωρία.
Μόλις πριν,
είδαμε πως η οικονομική πολυπλοκότητα, που υπήρξε μια αναίρεση της αυτάρκειας,
ήταν ασυμβίβαστη με την πόλη υπό την πανελλήνια της έννοια. Τώρα που εξετάζουμε
τη συγκεκριμένη περίπτωση της Αθήνας, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως και στο
εσωτερικό οι συνέπειές της ήταν εξίσου σοβαρές. Είναι αλήθεια πως, μολονότι ο
νόμος του Πλάτωνα έχει ισχύ στις εξωτερικές σχέσεις, αναμφίβολα η τοπική
εμπειρία της Αθήνας τον οδήγησε στη διατύπωσή του. Στα μέσα του 5ου αι. ο
Πειραιάς είχε γίνει το πιο δραστήριο λιμάνι της Μεσογείου, και με μεγάλη
διαφορά. Ο Περικλής, απορρίπτοντας εκ των προτέρων τον νόμο του Πλάτωνα,
ανακοίνωνε με υπερηφάνεια: «Τα προϊόντα όλου του κόσμου έρχονται σε εμάς». Έτσι
και γινόταν, συμπεριλαμβανομένης και της επιδημίας. Ο Πειραιάς και η ίδια η
Αθήνα άκμαζαν. Ριψοκίνδυνοι ξένοι εγκαθίσταντο εκεί, βιοτεχνίες ξεφύτρωναν, οι
δύο πόλεις έγιναν το κέντρο του κόσμου. Όλο αυτό ήταν θαυμάσιο και συναρπαστικό,
αλλά ήταν κάτι που η πόλη δεν μπορούσε να το αφομοιώσει. Η στηριζόταν στα κοινά συμφέροντα, αλλά τα
συμφέροντα, και στην πραγματικότητα ο χαρακτήρας, των εμπορικών και αγροτικών
τμημάτων του αθηναϊκού λαού άρχισαν να αποκλίνουν έντονα. Οι πρώτοι ήταν υπερβολικά
δημοκρατικοί, ιμπεριαλιστές, η παράταξη του πολέμου. Αν ήταν πλούσιοι, ο
πόλεμος προσέφερε ευκαιρίες εμπορικής επέκτασης- αν ήταν φτωχοί, προσέφερε
δουλειά και μισθό- στους αγρότες όμως προσέφερε ερειπωμένα σπίτια και καταστροφή
των ελαιόδεντρων- και τα ελαιόδεντρα αργούν να μεγαλώσουν. Μετά από τον
Περικλή, οι ηγέτες της Εκκλησίας του Δήμου προέρχονταν κυρίως από την τάξη του
Πειραιά —επιτυχημένοι άνθρωποι του εμπορίου, όπως ο Κλέων, άνθρωποι που από τη
φύση τους και από συνήθεια συμμερίζονταν ταξικές απόψεις και έτσι γέννησαν
ανταγωνιστές που συμμερίζονταν ακόμα πιο ταξικές και ακραίες απόψεις.
Επιπλέον, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της ζωής που προέκυψε από αυτήν την
εμπορική ανάπτυξη, δημιούργησε ένα είδος φυγόκεντρης δύναμης μέσα στην πόλη.
Οι προσωπικές υποθέσεις του καθενός έγιναν πιο ενδιαφέρουσες και απαιτητικές,
ώστε έκαναν την αποχή από τις δημόσιες υποθέσεις υποχρεωτική. Ο πολιτικός
λήθαργος της Αθήνας του 4ου αι. ήταν το άμεσο επακόλουθο.
Αυτή όμως η αποδιοργανωτική πρόοδος δεν περιοριζόταν
στην υλική πλευρά της ζωής και θα ήταν ανόητο να υποστηρίξουμε πως από εκεί
ξεκίνησε. Ο Αριστοφάνης υποστήριξε την άποψη πως στο σύνολό της προέκυψε από
την προσπάθεια να γίνουν πιο έξυπνοι και γι’ αυτήν την απλή άποψη έχουμε πολλά
να πούμε.
Για αιώνες η ελληνική ηθική, όπως και η
ελληνική στρατιωτική τακτική, είχε παραμείνει αυστηρά παραδοσιακή, στηριγμένη
στις θεμελιώδεις αρετές της δικαιοσύνης, της ανδρείας, της αυτοσυγκράτησης και
της σοφίας. Ο ένας μετά τον άλλον οι ποιητές διατύπωναν σχεδόν παρόμοιες
θεωρίες, την ομορφιά της δικαιοσύνης, τους κινδύνους της φιλοδοξίας, την
παραφροσύνη της βίας. Ήταν μια ηθική που στην πραγματικότητα εφαρμόστηκε από όλους
τους Έλληνες, όπως και ο χριστιανισμός εφαρμόστηκε απ’ όλη τη χριστιανοσύνη·
και, όπως ο χριστιανισμός, ήταν ένα κοινώς αποδεκτό κριτήριο. Όταν ο άνθρωπος έσφαλλε,
αναγνωριζόταν ότι έσφαλλε. Εδώ βρίσκεται και η βάση, απλή και ισχυρή, πάνω στην
οποία μια κοινή ζωή μπορεί να δομηθεί· εδώ επίσης βρίσκεται η πηγή της δύναμης
και της απλότητας της κλασικής ελληνικής τέχνης· και η μόνη άλλη ευρωπαϊκή
τέχνη που πλησιάζει τις αρετές της ελληνικής, δηλαδή η τέχνη του 13ου αι.,
δομήθηκε πάνω σε μια παρόμοια βάση.
Αλλά ο 4ος αι. το άλλαξε όλο αυτό. Μόλις
αυτό τελείωσε, κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν οι έξυπνοι αναποδογύριζαν τα
πάντα και οι απλοϊκοί είχαν την αίσθηση πως ήταν ξεπερασμένοι. Το να μιλάς για
αρετή προκαλούσε την απάντηση: «Εξαρτάται απόλυτα από το τι εννοείς με τη λέξη
αρετή», και κανείς δεν ήξερε· κι ήταν ένας λόγος που οι ποιητές μπήκαν στο
περιθώριο. Όπως και κατά τα τελευταία εκατό χρόνια, οι νέες ιδέες και οι ανακαλύψεις
των φυσικών επιστημών έχουν διαφοροποιήσει βαθύτατα τις απόψεις μας, βλάπτοντας
για πολλούς ανθρώπους την παραδοσιακή θρησκεία και ηθική, έτσι ώστε ο Διάβολος
και η αμαρτία να έχουν πάψει να υπάρχουν και όλη η ανθρώπινη αδυναμία να είναι
αποτέλεσμα του συστήματος ή του περιβάλλοντος· έτσι, αλλά πιο έντονα, οι
τολμηρές φιλοσοφικές θεωρίες των Ιώνων φιλοσόφων του 6ου και των αρχών του 5ου
αι. είχαν προκαλέσει μια συστηματική αναζήτηση προς πολλές κατευθύνσεις, με
αποτέλεσμα πολλές κοινώς αποδεκτές απόψεις περί ηθικής να κλονιστούν άσχημα.
Υπήρχε ο Σωκράτης, ασφαλώς ο πιο ευγενής
άνθρωπος που έχει ζήσει ποτέ. Είχε ενδιαφερθεί για τις θεωρίες των φυσικών
φιλοσόφων, αλλά τις παράτησε ως ανώφελες και τετριμμένες σε σχέση με το
σημαντικό ερώτημα «Πώς πρέπει να ζούμε;» Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα την
ήξερε, αλλά όρισε στον εαυτό του το καθήκον να τη βρει μέσα από την αυστηρή
εξέταση των απόψεων των άλλων ανθρώπων. Αυτή η εξέταση έδειξε στον Σωκράτη και
στους φιλομαθείς νέους που τον ακολουθούσαν, πως η παραδοσιακή αρετή δεν είχε
στηριχτεί στη λογική. Κανείς στην Αθήνα δεν μπορούσε να δώσει τον ορισμό οποιασδήποτε
ηθικής ή πνευματικής αρετής ο οποίος θα άντεχε σε μια δεκάλεπτη συζήτηση με
τον φοβερό αυτόν λιθοξόο. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για μερικούς νέους-
η πίστη τους στην παράδοση ανατράπηκε και δεν έβαλαν τίποτα άλλο στη θέση
της. Η πίστη επίσης στην πόλη κλονίστηκε, γιατί πώς μπορούσε η πόλη να εκπαιδεύσει
τους πολίτες της στην αρετή τη στιγμή που κανείς δεν ήξερε τι είναι η αρετή;
Έτσι ο Σωκράτης τα έβαζε με τον παραλογισμό της δημοκρατικής Αθήνας, η οποία
πρόσεχε να συμβουλευτεί έναν ειδικό σε ασήμαντα θέματα όπως το χτίσιμο ενός
τείχους ή ενός ναυπηγείου, αλλά στο πολύ πιο σημαντικό ζήτημα της ηθικής και
της συμπεριφοράς επέτρεπε στον καθένα να εκφέρει την απαίδευτη γνώμη του.
Ο υψηλός σκοπός του Σωκράτη και, μετά
από αυτόν, του Πλάτωνα ήταν να θέσουν την αρετή σε μια αδιαμφισβήτητη λογική βάση-
να την κάνουν ένα ζήτημα όχι παραδοσιακής αυθαίρετης άποψης, αλλά ακριβούς
γνώσης που θα μπορούσε να κατακτηθεί και να διδαχθεί. Ένας αξιέπαινος σκοπός,
αλλά οδήγησε κατευθείαν στην πολιτεία, την επαγγελματική αντίπαλο της
ερασιτεχνικής πόλης- γιατί η εκπαίδευση των πολιτών στην αρετή —δηλαδή, η
διακυβέρνηση της πόλης— έπρεπε να ανατεθεί σε εκείνους που ήξεραν τι είναι η
αρετή. Η επιμονή του Πλάτωνα στη γνώση είχε ως αποτέλεσμα να χωρίσει την
κοινωνία σε άτομα, καθένα εκ των οποίων είναι εξειδικευμένο μόνο σε μία
ασχολία, στην οποία πρέπει να περιορίζεται. Η ανώτερη τέχνη, η πιο σημαντική
και η πιο δύσκολη, είναι η «πολιτική τέχνη», και αυτός που την έχει κατακτήσει,
όταν βρεθεί, πρέπει να κυβερνά. Αυτό ήταν το τέλος της πόλης και της θεωρίας
της πως καλή ζωή σήμαινε τη συμμετοχή σε όλα.
Αυτή η πνευματική κινητικότητα γέννησε,
εκτός από τον Σωκράτη, και μια ομάδα κατώτερων ανθρώπων, των σοφιστών, των
οποίων η άμεση επίδραση στην πόλη ήταν ακόμα πιο σημαντική. Ο όρος σοφιστής δεν
είχε καθόλου υποτιμητική σημασία. Ήταν ο Πλάτων εκείνος που της την έδωσε,
καθώς δεν συμπαθούσε ούτε τις μεθόδους τους ούτε τους σκοπούς τους· ήταν
δάσκαλοι, όχι ερευνητές, και ο σκοπός τους ήταν πρακτικός, όχι φιλοσοφικός. Η
λέξη σημαίνει «δάσκαλος της σοφίας» και η λέξη σοφία είναι μια από εκείνες τις
δύσκολες ελληνικές λέξεις- σημαίνει είτε τη σοφία, είτε την εξυπνάδα είτε την
πρακτική ικανότητα. Ίσως η λέξη «καθηγητής» θα ήταν ένας σύγχρονος όρος σχεδόν
ταυτόσημος με τη λέξη σοφιστής. Έχει παρόμοιο εύρος —από τους καθηγητές των
ελληνικών μέχρι τους καθηγητές της φρενολογίας — και μολονότι μερικοί καθηγητές
κάνουν έρευνα, όλοι διδάσκουν και όλοι πληρώνονται, πράγμα το οποίο ήταν μια
σοβαρή κατηγορία εναντίον των σοφιστών. Μερικοί από αυτούς ήταν σοβαροί
φιλόσοφοι, δάσκαλοι ή φιλόλογοι· άλλοι ήταν απλοί αγύρτες, οι οποίοι υπόσχονταν
να διδάξουν μόνο την υψηλή τέχνη της επιτυχίας. Ήθελες να ενισχύσεις τη μνήμη
σου; Ήθελες να γίνεις εκατομμυριούχος; Μερικοί σοφιστές θα σε δίδασκαν επί
πληρωμή. Οι σοφιστές γυρνούσαν από πόλη σε πόλη, δίνοντας διαλέξεις πάνω σε
συγκεκριμένα θέματα — μερικοί μάλιστα αναλαμβάνοντας να μιλήσουν για κάθε θέμα—,
αλλά πάντα επί πληρωμή. Ήταν πολύ δημοφιλείς στους φιλόδοξους ή ανήσυχους
νέους, και η επίδραση της διδασκαλίας τους μπορεί να διαπιστωθεί σε δύο
βασικούς τομείς.
Πρώτα απ’ όλα, όπως και ο Σωκράτης,
επέκριναν την παραδοσιακή ηθική. Μερικοί έκαναν σοβαρές προσπάθειες να της
προμηθεύσουν ένα σταθερό υπόβαθρο. Άλλοι δίδασκαν καινούργιες και συναρπαστικές
θεωρίες —όπως ο Θρασύμαχος, ο οποίος αποτυπώνεται στο πρώτο βιβλίο της
Πολιτείας. Ο Θρασύμαχος παρουσιάζεται ως ένας θερμόαιμος άνθρωπος που δεν
άντεχε τις εντελώς αόριστες ιδέες περί δικαιοσύνης· υποστήριζε πως πρέπει να
έχουμε κάτι ξεκάθαρο και ακριβές. Όταν πιέζεται να δώσει τη δική του ξεκάθαρη
και ακριβή άποψη, δηλώνει πως «Δικαιοσύνη είναι απλώς το δίκαιο του
ισχυρότερου». Ένας πολύ σπουδαιότερος άνθρωπος από αυτόν, ο Πρωταγόρας,
υποστήριξε πως δεν υπάρχει απόλυτο καλό και κακό' «ο άνθρωπος είναι το μέτρο
όλων των πραγμάτων». Αυτό σημαίνει πως η αλήθεια και η ηθική είναι σχετικές.
Εμείς, που έχουμε δει πόσο ταπεινές χρήσεις μπορεί να έχει το επιστημονικό
αξίωμα της επιβίωσης του ικανοτέρου, μπορούμε να φανταστούμε χωρίς μεγάλη
δυσκολία ποια χρήση αυτού του ρητού μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι της βίας
και της φιλοδοξίας. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δώσει έναν αέρα
επιστημονικού ή φιλοσοφικού κύρους σε κάθε κακοήθεια. Οι άνθρωποι μπορούσαν να
κάνουν κακό χωρίς να το έχουν διδαχτεί από τους σοφιστές, αλλά ήταν χρήσιμο να
μάθουν επιχειρήματα που θα τους έκαναν να ακούγονται δίκαιοι στους απλοϊκούς.
Αλλά και οι σοφιστές που δεν ασχολήθηκαν
με την ηθική άσκησαν μια εξίσου βλαβερή επίδραση. Η εκπαίδευση ήταν προϊόν της
ζωής της πόλης και άρα κοινό σε όλους. Οι άνθρωποι με έμφυτη ικανότητα προχωρούσαν
πιο πολύ από τους άλλους, αλλά όλοι κινούνταν με τις ίδιες βάσεις· η πόλη
παρέμενε ενιαία. Με την εμφάνιση των σοφιστών, η εκπαίδευση έγινε εξειδικευμένη
και επαγγελματική, προσιτή μόνο σε όσους μπορούσαν και ήταν διατεθειμένοι να
πληρώσουν γι’ αυτήν. Τώρα για πρώτη φορά υπήρχε ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ
των μορφωμένων και των απλοϊκών, με φυσικό αποτέλεσμα οι μορφωμένες τάξεις σε
διάφορες ελληνικές πόλεις να αρχίσουν να αισθάνονται πως έχουν πιο πολλά κοινά
μεταξύ τους παρά με τους αμόρφωτους της ίδιας της πόλης τους. Η κοσμόπολη
είχε έρθει πιο κοντά.
Μεταξύ των πρακτικών αρετών τις οποίες
οι σοφιστές δίδασκαν, η πιο σημαντική ήταν η ρητορική. Η τέχνη της πειθούς,
τόσο σημαντική για τον Έλληνα, είχε αναλυθεί, καλλιεργηθεί και συστηματοποιηθεί.
Μέχρι τώρα ήταν ζήτημα έμφυτου ταλέντου και προσωπικής εξάσκησης· τώρα μπορούσε
να διδαχθεί, με ένα αντίτιμο. Αυτό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Οι Αθηναίοι
στους οποίους ανέκαθεν άρεσαν πολύ οι καλοδουλεμένοι λόγοι που είχαν σωστή
επιχειρηματολογία, γοητεύτηκαν — τουλάχιστον για ένα διάστημα— με το περίτεχνο
ύφος και τα έξυπνα επιχειρήματα που είχαν επινοήσει και δίδασκαν αυτοί οι
επαγγελματίες· έγιναν έτσι, όπως τούς είπε ο Κλέων, περισσότερο κριτικοί της
τέχνης παρά πολίτες· την ίδια στιγμή ο απλός άνθρωπος, νικημένος στις πολιτικές
συζητήσεις και αδικημένος στη δικαστική του υπόθεση, διαμαρτυρόταν για τον
τρόπο με τον οποίο διαστρεφόταν η δικαιοσύνη. (Οι Νεφέλες του Αριστοφάνη
αποτυπώνουν αυτό.) Αν δεν είχες μάθει το νέο ύφος, ήσουν ή μπορούσες να
βρεθείς σε πολύ μειονεκτική θέση, σε περίπτωση που θα έπρεπε να θέσεις ένα ζήτημα
ενώπιον των συμπολιτών σου. Είναι το ίδιο φαινόμενο με αυτό που έχουμε
συναντήσει προηγουμένως· ο πολύ εξασκημένος ειδικός, ο ειδήμων, δεν βρίσκει
διαθέσιμο χώρο στην πόλη, και όταν εμφανίζεται, όπως συνέβη σε τόσους τομείς
της ζωής τού 4ου αι., η συνοχή εξασθενεί ή τα φυσικά όρια της πόλης
ξεπερνιούνται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου